|
η терновник, тёрн, тернослив (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово терновник? — μπρουνελιά как на (ново)греческом будет слово тёрн? — μπρουνελιά как на (ново)греческом будет слово тернослив? — μπρουνελιά как с (ново)греческого переводится слово μπρουνελιά? — терновник, тёрн, тернослив — ενδοκυττάρωση — εγκεφαλικότητα — χερουβικός — αδικιάρης — Ινδιάνα — λυχνάρι — εξιστοράω — γυρεύω — υπομάζιον — νεφροπάθεια — αποκοίμιση — αισθηματολογικός — κρατικοποιούμαι — μεταπολιτευτικός — Οβριά — αστροειδής — έκτακτος — είλως — ψαρόμυαλος — κρυμοπαγώ — αφαίμαξη |
|||