Новогреческий словарь
μεροφάγι
μεροφάγι
το :
μεραδούλι-μεροφάγι — жить одним днём, что заработал(__,__) то и проел
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεροφάγι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διαφορετικότητα
—
διαβήτης
—
αλτζές
—
βαμβακομηχανή
—
μυθομανία
—
πατατιά
—
κύμα
—
αναπαράγω
—
ανωφέλητος
—
ροχάλισμα
—
βαρήσκιωτος
—
άθραυστος
—
ατάρακτος
—
φεσάς
—
περίβλεπτος
—
εκπνευση
—
πλανόδιος
—
λειχηνιώ
—
δυσάρεστος
—
επίχωση
—
χρονομετρικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве