|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συναρτησιακός? — — σκοταδίστρια — μεταμεσημβρινός — αντικαταστατός — κάταρξις — βάριο — δυσβασία — αράφι — κοκκινόκωλος — μπεκρολογάω — νταβάνωμα — γεφυροποιία — αυθαδιάζω — διουρητικός — λογίζομαι — αψαχούλευτα — υπόχρεος — παραφρόνηση — ξέμακρα — θετικός — βραχυκύκλωμα — πρωτοδίκης |
|||