Новогреческий словарь
ενάριθμος
ενάριθμ|ος
:
~α γραμματόσημα — марки(__,__) наклеиваемые на доплатные письма
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενάριθμος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ψωμάδαινα
—
κομμοδίνο
—
ολιγοτεκνία
—
εξυπνώ
—
καθαρτικό
—
μυρέψημα
—
συστηματικότητα
—
πέπτω
—
λιόκαυτο
—
μπουγαδοκλέφτης
—
ιδιόκλιτος
—
ακλαυστος
—
ταξάκι
—
αρριζος
—
λαοφθόρος
—
ακταίωρος
—
τοκισμός
—
μικροπόνηρος
—
μετωπικά
—
νόστιμος
—
ψευδομαρτυρώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве