Новогреческий словарь
κρυολόγημα
κρυολόγημα
το
простуда
;
αρπάζω ~ — простудиться, схватить простуду
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
простуда
? —
κρυολόγημα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρυολόγημα
? — простуда
#
(ново)греческий словарь
—
αγναντινός
—
μικρομύκητας
—
εκλεκτικισμός
—
απροπαράσκευος
—
μαντηλίδα
—
σύρριζα
—
σταφυλοθεραπείο
—
σεληνοκεντρικός
—
φυτολόγιο
—
συντομογραφικά
—
μελιτοεξαγωγεύς
—
μπουρζουά
—
λιχουδιάρης
—
μαστορικός
—
αεριόμορφος
—
αθυρματοποιία
—
συχωράω
—
υπασπιστής
—
ριμάρω
—
φυλλόταξη
—
αυτοτραυματίας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве