|
η оперетта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оперетта? — οπερέττα как с (ново)греческого переводится слово οπερέττα? — оперетта — πυλωρισμός — φράχτη — εξερέθιση — μολοντούτο — αναμεμειγμένος — οικονομολογία — σαπρότης — κομψευόμενος — καπνεργάτης — πιεσμένος — στοπάρω — πολυκλινική — πεθερικά — ξοδιάζο — σιδηρογραφία — διαρρήκτης — κρανιομετρία — ανάρτυτος — κοχλάδι — ρωποπώλης — ατσαλώνω |
|||