|
η феминистка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово феминистка? — φεμινίστρια как с (ново)греческого переводится слово φεμινίστρια? — феминистка — απόπληκτος — κακόντυτος — όγκωμα — ξανασήκωμα — χάραξ — γυναικάκι — τσατίλας — αταξίδευτος — δημοτικότητα — περίκομψος — πολυλογάς — ξέζωσμα — διεκθλίπτης — ανεξέργαστος — χαρτοπαίκτις — υλοζωιστής — απομονώ — αυραντοειδή — κωπήλατος — αραβιστί — χάραμα |
|||