Новогреческий словарь
στραβοπατιέμαι
στραβοπατιέμαι
стаптываться
(об обуви)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стаптываться
? —
στραβοπατιέμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
στραβοπατιέμαι
? — стаптываться
#
(ново)греческий словарь
—
θρηνωδία
—
αυτοκριτικάρομαι
—
λιγύφθωνος
—
πελαγοδρομία
—
άλλοτες
—
Μακεδόνισσα
—
λαϊκοαπελευθερωτικός
—
ραδιοσταθμός
—
επιχέομαι
—
αρχοντογυναίκα
—
συμφέρον
—
μαντηλίδα
—
σύνεση
—
μαγκουφιά
—
απερίφραχτος
—
πολυγαμικός
—
χειροτεχνικός
—
κόρος
—
κεδρί
—
αβύθιστος
—
αεροδρομικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве