|
το хир. ланцет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ланцет? — νιστέρι как с (ново)греческого переводится слово νιστέρι? — ланцет — ους — διάγγι — κοινός — κατεστημένο — εύσχημος — εκμισθώσιμος — δεντροκαλλιέργεια — βρακώνομαι — τρίμηνος — γιγαντοοθόνη — κρέξ — απομνημόνευση — λεπίδα — φραγκοσυκιά — πεζή — κοταχνιάζει — οικονομιούμαι — ετεροσκελής — συμμεσιακάτορας — αριστεροφάγος — προγνώστης |
|||