Новогреческий словарь
δεψικός
δεψικός
дубильный
;
~ή ύλη — дубитель, дубильное вещество
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дубильный
? —
δεψικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεψικός
? — дубильный
#
(ново)греческий словарь
—
κιθαρίστας
—
αλλότριο
—
σταθερώνω
—
μύρμηκος
—
αλφαδιαστός
—
πολυδύναμος
—
λαζούρι
—
καναρινί
—
μαρκιωνία
—
υπνοθεραπεία
—
εμπλάστρωμα
—
κοκτέϊλ
—
υδρομιγής
—
καδρόνι
—
προσαγορεύω
—
τελειότητα
—
λαρύγγι
—
αναστυλώνω
—
ειδωλολάτρης
—
κυλάω
—
εργόχειρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве