|
женатый; замужняя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женатый? — παντρεμένος как на (ново)греческом будет слово замужняя? — παντρεμένος как с (ново)греческого переводится слово παντρεμένος? — женатый, замужняя — κοιμήσης — λεγεωνάριος — αρχιχρονιάτικος — φούχτα — δαμινός — κτηματικός — σπόρια — αγουρέλαιον — θεατροφιλία — προμήνυμα — ηλιοσκόπιο — μεθαύριον — σβεστήρας — αρχονταίνω — κτυπιέμαι — εγκατεστημένος — διαγνωστική — συμπανηγυρίζω — διαφθείρω — μελοποιός — αλαζόνευμα |
|||