|
το тамариск (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тамариск? — μυρίκι как с (ново)греческого переводится слово μυρίκι? — тамариск — κενόσοφος — ψούνιο — μερσίνι — χοντρουλός — αρτίζω — Αμερική — διαπλεκόμενος — επάγγελμα — γουρούνας — φεγγοβολώ — τροφαντός — γκαζόμετρο — προασπίζω — ευκαρυωτικό — αγιόρταστος — γνωματίζω — αυτοματοποίηση — γερουσιαστικός — σμικρoς — παλικαριά — όμως |
|||