|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρτύσιμος? — — σουρπιά — ανεπικύρωτος — κακότυχος — εικονογραφημένος — χρηματιστής — λεξικολογικώς — ασκούμενος — σχολίατρος — συγκρητισμός — ξυπολιέμαι — πλατσουκομύτης — πί — εκταίος — αντιβασιλέας — γλυκομεσήμερο — πλουτοκρατικά — βαθύσκαπτος — μελέτη — απαράλλακτα — δαφνώνας — αποθησαύριση |
|||