Новогреческий словарь
καρχαρίας
καρχαρίας
ο прям., перен.
акула
;
— оί ~ες καπιταλιστές акулы капитализма
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
акула
? —
καρχαρίας
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρχαρίας
? — акула
#
(ново)греческий словарь
—
πίκραμα
—
ιστοσελίδα
—
μεταλλοτεχνία
—
τριανταφυλλιά
—
καπνιστήριο
—
ανάμειξη
—
πρωτόγραφο
—
συντονιστικός
—
αλεξία
—
καρπούμαι
—
τρωγομαι
—
λαχαναγορά
—
εντερόνεια
—
κώπη
—
μαργαριταρένιος
—
κουρσευτής
—
ξυλεία
—
ομόψυχα
—
θεόκουφος
—
εγχρίω
—
αντιστρεφόμενος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве