|
отделять стеной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отделять стеной? — διατειχίζω как с (ново)греческого переводится слово διατειχίζω? — отделять стеной — νήσσα — τσουβάλιασμα — καπνοκαλλιέργεια — βολτάμετρο — μουχλός — γεράματα — ηπειρώτης — αχρειολογία — υπερκρέμαμαι — μηκύνω — ψουνιστός — λιβαδάκι — αμπελόκηπος — πρήστος — πυρακτωμένος — αμμώδης — αριολόγος — μαργωτίδα — απηδαλιούχητος — ευμεταχείριστος — μπαρμπέρης |
|||