Новогреческий словарь
γονιμοποιούμαι
γονιμοποιούμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γονιμοποιούμαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συντροφιαστά
—
πλουμίδι
—
σκληροκαρδος
—
τρίγλωσσος
—
τετράγωνο
—
πέρασμα
—
παρτίδα
—
τριπλός
—
ανάγραπτος
—
γρανιτένιος
—
χιονοσκεπής
—
αρχιλακές
—
ημίπτωτος
—
παραγιομίζω
—
ωοφόρος
—
αρρενωπός
—
γαϊδουρόκομπος
—
φωσφορισμός
—
αγκύλος
—
εκπαιδευτικός
—
κρατούμενο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве