Новогреческий словарь
ταχύπνοια
ταχύπνοια
η
учащённость дыхания
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
учащённость дыхания
? —
ταχύπνοια
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταχύπνοια
? — учащённость дыхания
#
(ново)греческий словарь
—
κυρ
—
πρασινούλης
—
πετσοκόμματο
—
εξάγγελος
—
δήωση
—
οκταπλούς
—
εξομώνω
—
επιθαλάμιος
—
χρηματοπιστωτικός
—
κάτσιασμα
—
αμμότοπος
—
οστεώδης
—
χορτάζομαι
—
στρίποδο
—
φρεσκοκατεψυγμένος
—
μάλθα
—
υπερβορειοδυτικός
—
προχωρητικός
—
μαγαζί
—
οινώδης
—
ισοπολιτεία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве