Новогреческий словарь
γάζα
γάζα
η 1)
газ
(ткань);
2)
марля
;
~ φαρμακευτική — бинт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
газ
? —
γάζα
как на
(ново)греческом
будет слово
марля
? —
γάζα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γάζα
? — газ, марля
#
(ново)греческий словарь
—
δεματού
—
αλληλόχρεος
—
παράβλεψη
—
δευτερευόντως
—
τυχοδιώκτρια
—
αντιπρόσκληση
—
αγηροκόμητος
—
καρκινολογικός
—
ομπρελλάδικο
—
ψυχίτσα
—
μεταλαμβάνω
—
διαμετακόμιση
—
μακρολογία
—
νοτιοανατολικώς
—
αρράγιστος
—
ξόδιαση
—
εκλιπάρηση
—
κατοικία
—
κρημνίζω
—
λιγωμάρα
—
παραγγελία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве