|
(-εως) η наталкивание (на что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наталкивание? — πρόσπτωση как с (ново)греческого переводится слово πρόσπτωση? — наталкивание — υποβορειοανατολικός — ανοικοκύρευτα — αγάλλιασμα — κοπρισμός — πονοψυχιά — φλόγα — χρησμός — ξυπολυσιά — μελανοχίτων — πολυζήλευτος — δαίμονας — υαλοποίηση — προπέτης — διορθώτρια — φωνηεντόληκτος — βρογχικά — μπαινοβγάλματα — ασυντόμευτος — βουτυροκόμος — σιγανοπόταμο — ανάλωτος |
|||