Новогреческий словарь
πόνσεπτος
πόνσεπτ|ος
святейший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
святейший
? —
πόνσεπτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πόνσεπτος
? — святейший
#
(ново)греческий словарь
—
εράνισμα
—
άνους
—
καθοδικός
—
επικάλυψη
—
δελφινοκόριτσο
—
ανοφθαλμία
—
οντολογιστής
—
γλίδα
—
ανακριτής
—
συμφιλίωση
—
παραψήνω
—
Σόλοι
—
ραδιοτηλεφωνία
—
υπόσχεση
—
μασκάρω
—
καννί
—
αναξήρονση
—
σκουληκιάζω
—
ισπανικός
—
κραδαίνω
—
λαφιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве