Новогреческий словарь
εξήρθην
εξήρθην
παθ. αόρ. от εξαίρω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξήρθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πώληση
—
αιμοπετάλιο
—
ελκυστής
—
φυτευτήρι
—
εκειδανό
—
ξεμώρατος
—
κατεστραμμένος
—
μαστρολογώ
—
εκνευρίζω
—
μεσόδμη
—
αρριβιστικός
—
γαιοκτήτης
—
χρωματοθήκη
—
μάνιτα
—
διηλώνω
—
ήρεμος
—
αναγελαστικός
—
ανάπλωρος
—
φταίω
—
μαχαραγιάς
—
διωρυγόκλειθρον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве