Новогреческий словарь
τετράχρονος
τετράχρον|ος
1)
четырёхлетний
;
2) тех.
четырёхтактный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
четырёхлетний
? —
τετράχρονος
как на
(ново)греческом
будет слово
четырёхтактный
? —
τετράχρονος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τετράχρονος
? — четырёхлетний, четырёхтактный
#
(ново)греческий словарь
—
άργεμα
—
μαντάλωμα
—
ιδεοκρατία
—
σχεδιάζω
—
σκουράντζος
—
βυζανιάρικος
—
μεταλαμπάδευσις
—
καταλάγιασμα
—
συμβιβασμένος
—
αναστρέφω
—
πολυθεσίας
—
ατραυμάτιστος
—
γραφειοκρατία
—
ελκιοκούκκουτσο
—
δακτυλοειδής
—
σεληνοσκόπιο
—
ιταλιστί
—
αποτρίχωση
—
παραγγελιοδοχικός
—
ξεμασκαλίδι
—
χερόβολο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве