Новогреческий словарь
μάρτυς
μάρτυς
(-υρος) ο, η
свидетель
;
~ μου ο θεός — [phrase]бог свидетель[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
свидетель
? —
μάρτυς
как с
(ново)греческого
переводится слово
μάρτυς
? — свидетель
#
(ново)греческий словарь
—
σαγγηνεύω
—
σκαμπανέβασμα
—
παράφραγμα
—
κουτσοπόδης
—
πρωτομαγιάτικος
—
απαισιόδοξος
—
αεροπλοϊκός
—
υπερφυής
—
ισορροπία
—
σκεπαστικός
—
πασσαλόκτιστος
—
τρελλάρας
—
σκυλοπόταμος
—
αγωγιαστήριο
—
ναφθαλίνιο
—
παραστεκάμενο
—
εξωκυττάρωση
—
σαπουνόσκονη
—
αναρχοαυτόνομα
—
οδοντοσφράγιση
—
αμμοδοχείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве