|
ο пленение, плен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пленение? — αιχμαλώτισμός как на (ново)греческом будет слово плен? — αιχμαλώτισμός как с (ново)греческого переводится слово αιχμαλώτισμός? — пленение, плен — μηλεών — πλαταράκια — αυτοσερρίρομαι — βεργόλιγνος — ακλήτευτος — νεοαποικισμός — γραφέας — προσεταιρισμός — στακτή — περιχέω — σπάνια — αξήραντος — ταξίμετρο — σκηνοφύλακας — αγροκαλλιέργεια — κολλώδιο — εκπόνηση — ανιδρύω — τεκμηριωμένος — Σουβλίτσα — αφολίδωτος |
|||