|
το водоросль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водоросль? — φύκος как с (ново)греческого переводится слово φύκος? — водоросль — ανώγι — μομιοποιώ — ανάρριψη — τοιχοκόλλημα — επιγραφικός — ατυχής — ξελησμονώ — απόβροχο — γανωτζής — λειψάρης — ψυχοσωτήριος — εναποθήκευσις — τρύπα — αναβολικός — απροσκόλλητος — καλτσάτος — σχιζοφρενής — υπογραμμίζω — άνδρας — κοοπερατίβα — γυφτίζω |
|||