Новогреческий словарь
αυτοπέδηση
αυτοπέδηση
η
автоторможение
;
μηχανισμός ~ης — автотормоз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
автоторможение
? —
αυτοπέδηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοπέδηση
? — автоторможение
#
(ново)греческий словарь
—
στόφα
—
αναδιανεμητικός
—
λεξικολογικώς
—
δεκαρολόγος
—
μελισσομάντρι
—
λεωφορειάκι
—
τάρα
—
μεταμερής
—
αποκορύφωμα
—
σκωληκοειδεκτομή
—
σοβαρότητα
—
οινοπώλης
—
δενδροτομώ
—
αποχωρίζω
—
βιβλιοδετούμαι
—
απλωτός
—
μεταγνώθω
—
πρελούντιο
—
υφαντουργείο
—
δερμάτωση
—
ξωμερίτισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве