|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ιστιοφορώ? — — πιτζιέμ — παλιωμένος — ιστολόγος — πανεράκι — περιούσιος — ατάραχτος — αποπλανητής — αξιώνομαι — αισχροκερδώ — προχειρίζω — καλικατζού — κοίλος — καθαρτήριος — βλαχιά — μαντάρα — πάππος — σιγούρεμα — Μολδαυή — αστατικός — διακριτέος — ξεπαγιασμένος |
|||