|
1. сатирический; 2. (о) поэт-сатирик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сатирический? — σατιρικός как на (ново)греческом будет слово поэт-сатирик? — σατιρικός как с (ново)греческого переводится слово σατιρικός? — сатирический, поэт-сатирик — έμβιος — ζουμπάς — μουρντάρεμα — στριφοκέρι — δερβίσης — πρόβα — κατάπλους — εκποίηση — αποτρίβω — αξιολόγηση — βενζινομηχανή — ύαινα — μομιοποιώ — απολαύω — τριπληγία — μπετονιέρα — αμυνόμενος — εγκαρδιώνω — αντιεμετικός — κακοχωνεύω — χάσμηση |
|||