|
ж.-д. запасной (о пути) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запасной? — παρακαμπτήριος как с (ново)греческого переводится слово παρακαμπτήριος? — запасной — ανταριάζω — αφροδισία — δυσκολεύομαι — καστανός — παγοποιία — ψήνομαι — αυτοαγωγή — ανοσοβιολογία — παρμετζάνα — έκθεση — μακέλλα — εβραϊστί — λουσάτος — καραουλίζω — αμφίκοιλος — τριανταφυλλένιος — μελάτη — γονιμότητα — ποιμεναρχία — ιερά — αψινθέα |
|||