|
уносить с собой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уносить с собой? — συναποκομίζω как с (ново)греческого переводится слово συναποκομίζω? — уносить с собой — αεροκοπανιστής — μουνούχι — ανεμοστάτης — τριακονταπλάσιος — ξέχωρα — επιγονατίδα — γάζα — λίθος — πετροχελίδονο — σαγηνευτικά — μελιτζανοσαλάτα — αναξέρασμα — ευεργέτισσα — παρακλάδι — βομβαρδιστικός — αποπλάνηση — σιταγωγός — Σουηδή — κλαρί — επικαρπωτής — οστισδήποτε |
|||