|
ο смазчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смазчик? — αλειμματοθέτης как с (ново)греческого переводится слово αλειμματοθέτης? — смазчик — ώμος — μέλασσα — εναυσματογόμωσις — κεφαλαιοκρατία — ημερίδα — εξήρυγον — λατινάδικο — υπογεγραμμένος — δημεύσιμος — δονητικός — ζώσιμο — Κίνα — απρομήθευτος — ιρανικός — πέρκωμα — ρεπουμπλικάνος — σιταροχώραφο — αμετροφάγος — κούκος — πνευματικότητα — μετακίνηση |
|||