Новогреческий словарь
στυπτικότης
στυπτικότης
(-ητος) η
вяжущее свойство
(лекарства)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вяжущее свойство
? —
στυπτικότης
как с
(ново)греческого
переводится слово
στυπτικότης
? — вяжущее свойство
#
(ново)греческий словарь
—
αλαλαγμός
—
άβρεχτος
—
αντικομμουνίστρια
—
λοκόφως
—
ξαναζεσταίνω
—
καπνοβιομηχανία
—
παλιρροιογράφος
—
δαμαλίζω
—
κορμός
—
παρασιτολογία
—
συγχρωτισμός
—
σπηλαιόβιος
—
θεοσοφία
—
περιποιητικός
—
τηλεαυτοματική
—
βιολιτζού
—
κακείσε
—
Αποσπερίτης
—
αλλαξοπιστώ
—
αυγουστίνειος
—
ημιψυγής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве