Публикации

Понтийско-новогреческий словарь Α-Γ

page===0

Α


αβαράς = άνεργος, χασομέρης
αβάραστος | αβάρετος = άοκνος, γυναίκα που δεν είναι έγκυος
αβάσταγος = φίλεργος, ανυπόμονος, ακράτητος, ορμητικός, ανήσυχος, ευερέθιστος, οξύθυμος
αβελονίαστος = νήμα που δεν έχει διαπεραστεί από την οπή της βελόνας
άβιν = η θήρα, το κυνήγιο, το θήραμα
αβλαεύω = κυνηγώ, θηρεύω, αρπάζω, σφετερίζομαι, κατοπτεύω, κατασκοπεύω
αβλάμος = οχετός νερού, αυλάκι
αβλάστημος = εκείνος που δεν βλαστημά τα θεία
αβλούκιν = αυτοφυές χόρτο πλατύφυλλο
αβόλετος = που δεν είναι σε θέση να πραγματοποιηθεί
αβόλιστος = εκείνο που δεν βυθίζεται
αβόριγος = σιτηρά που δεν έχουν αποχωρισθεί από τα άχυρα
αβόσκετος = ζώο που δεν έχει βοσκηθεί
αβουκάτος = δικηγόρος, εκείνος που έχει ευχέρεια λόγου και πειστικότητα
αβουκατωτός = εκείνος που έχει γνώσεις δικηγορικής
άβουλα = χωρίς τη γνώμη και τη συγκατάθεση κάποιου | απερίσκεπτα
αβούραστος = εκείνο που δεν περιλαμβάνεται στο χέρι
αβούρτζιστος = εκείνος που δεν ξεσκονίστηκε με βούρτσα
αβουτέρωτος = αβουτύρωτος
αβούτετος = ήλιος που δεν έχει δύσει, εκείνος που δεν έχει βουτηχτεί
αβρακές = εξανθήματα που γεννιούνται στο κεφάλι βρέφους
αβρακίτης = είδος εδώδιμου μανιταριού
αβρακωτίνα = γυναίκα που δεν φοράει βρακί
Αβράμης = ο γενάρχης των Εβραίων Αβραάμ
αβρασία = η αργοπορία στη βράση, μεταφ. η έλλειψη χάριτος σε άνθρωπο
άβραστος = άβραστος | (μεταφορ.) αηδής, επιπόλαιος
αβραστωτός = μισοβρασμένος
αβράσωτος = εκείνος που δεν προσβλήθηκε από ευλογιά
αβρεξία = ανομβρία
αβρέξιν = ουροδόχο αγγείο που κρέμεται κάτω από την κούνια του βρέφους
άβρετος = εκείνος που δεν βρέθηκε
άβρεχος = εκείνος που δεν βράχηκε
αβρόβουδον = βόδι άγριο, επιθετικό, ορμητικό
αβρός = αβρός | για ζώο: παχύ
αβρούλιστος = άφλεκτος
αβρουχνίαστος = εκείνος που δεν έχει μουχλιάσει
αβρόχειλος = εκείνος που έχει άσχημα χείλη
αβροχία = ανομβρία
αβρώσ(ιν) | αγρώσιν = το φυτό άγρωστις
άβρωτος = που δεν τρώγεται, άνοστος | (μεταφ.) αγροίκος, αγέρωχος, δυσπρόσιτος
αβρωτωτός = τροφή που προκαλεί αηδία
αβτζής = κυνηγός
αβτζόσκυλλος = κυνηγετικός σκύλος
άβτος = αυτός
αβυζάλιστος = εκείνος που δεν έχει θηλάσει
άβυζου = εκείνη που δεν έχει μαστούς
αγάγγρωτος = εκείνος που δεν έχει πάθει σωματική παράλυση
αγαθός = αγαθός, ενάρετος, αίσιος, ευοίωνος, απλοϊκός, απονήρευτος
αγαθότε = αγαθότητα
αγαθύνω = πραΰνομαι (πληγή)
αγαθωτός = ενάρετος, καλοκάγαθος, επιπόλαιος, ευήθης
αγαϊτάνιστος | αγαϊτάνωτος = (για υφάσματα) που δεν περιρράφτηκε με γαϊτάνι
αγάλα = βραδέως, ησύχας, ήρεμα, αργότερα, βραδύτερα
αγάλατον = εκείνος που δεν παρέχει πολύ γάλα
αγαλάτωτος = εκείνος που δεν έχει αλειφθεί, λερωθεί με γάλα, που δεν παρέχει πολύ γάλα
αγαλήνιστος = εκείνος που δεν είναι καταπραϋμένος, καθησυχασμένος
αγαλλία = αγαλλίαση, χαρά
αγαλλίαση = αγαλλίαση, χαρά
άγαλμα = άγαλμα, άνθρωπος αδιάκριτος
αγαναχτέας = ο καταλαμβανόμενος από στενοχώρια
αγανάχτεμα = αγανάκτηση, δυσφορία, στενοχώρια
αγαναχτεμένα = με κόπο, με δυσκολία
αγανάχτετος = ακάματος
αγαναχτία = η υπερβολική κόπωση του σώματος
αγαναχτώ = αγαναχτώ, δυσανασχετώ, δυσφορώ, στενοχωρούμαι, κουράζομαι πολύ, αποκάμνω, απαυδώ, ερεθίζομαι, πονώ
αγάνιν = αγάνωτος, χωρίς λαμπρότητα
αγάντζωτος = εκείνος που δεν έχει γαντζωθεί
αγάνωτος = αγάνωτος
αγάπεμαν = αγάπη, συνδιαλλαγή, συμφιλίωση
αγαπεμένα = αγαπημένα, ειρηνεμένα
αγάπη = αγάπη, στοργή, έρως, συμφιλίωση
αγαπήσιμος = αγαπήσιμος, αξιέραστος, εράσμιος
αγαπητικός = αγαπητικός, εραστής
αγαπητός = αγαπητός
αγαπίτζα = το αγαπώμενο πρόσωπο
αγαπώ = αγαπώ
Αγαρηνός = Μουσουλμάνος, Τούρκος, με την έννοια του αιμοβόρου
αγάριστος = εκείνος που δεν έχει κουραστεί να φωνάζει, που δεν έχει βραχνιάσει
αγάς = αγάς
αγάστρωτον = ζώο που δεν είναι έγκυο
αγγαρεία = αγγαρεία
αγγαρεύω = αγγαρεύω
αγγάστρι = έμβρυο γυναίκας
αγγείον = ασκός, μουσικό όργανο άσκαυλος
αγγειτζής = εκείνος που παίζει άσκαυλο
αγγελικός = αγγελικός, ωραίος, μεγαλοπρεπής
αγγελίτζης = μικρός άγγελος
αγγελομαχώ = μάχομαι με τον άγγελο του θανάτου, ψυχορραγώ
αγγελομμάτης = εκείνος που έχει αγγελικό βλέμμα, ωραίο
αγγελοπρόσωπος = εκείνος που έχει αγγελικό πρόσωπο, ωραίο
άγγελος = άγγελος
αγγελόψυχος = ο επιθανάτιος πυρετός
άγγεμαν = άγγελμα
αγγεμονή = άγγελμα
αγγεύω = εγγίζω, αναφέρω, ευτυχώ, πλουταίνω
αγγλόφρυδος = εκείνος που έχει ωραία φρύδια
αγγόξυλος = η πίπιζα του ασκαύλου
αγγόπ΄λλον = μικρός ασκός, το μουσικό όργανο άσκαυλο
αγγουρέα = η οσμή του αγγουριού
αγγουρένος = ο παρασκευασμένος από αγγούρια
αγγούριν = αγγούρι
αγγουροείλικο = ο περιελισσόμενος βλαστός της αγγουριάς
αγγουροζώμιν = ο ζωμός αγγουριού
αγγουροκλέφτας = ο κλέφτης αγγουριών
αγγουρομύτης = εκείνος που έχει μεγάλη μύτη
αγγουρόφυτον = νεαρός βλαστός αγγουριάς δυνάμενος να μεταφυτευθεί
αγγουρόχτιστος = άνθρωπος πλασμένος που να φαίνεται χονδροειδής, μεταφ. ο βραδύς στις κινήσεις, αδέξιος, ανεπιτήδειος
αγγουρωτός = αγροίκος, ανόητος, μωρός
άγδαρτος = άγδαρτος
αγδέτζιν = γυμνός, χωρίς περικάλυμμα
άγδυτος = άγδυτος
αγειτονίαστος = εκείνος που δεν βρίσκεται σε καλές σχέσεις με τους γείτονες, ακοινώνητος
αγελάδα = αγελάδα
αγελαδάρης = ο βοσκός αγελάδων
αγελαδέσιος = αγελαδήσιος
αγελάδιν = αγελάδα
αγέλαστος = αγέλαστος
αγέλιν = αγέλη
αγέμιστος = αγέμιστος, κενός
αγέμωστος = αγέμιστος, κενός
page===1

αγένετος = εκείνος που δεν πρόκοψε οικονομικώς, άωρος
αγένηστος = άωρος, αγίνωτος
αγέννητος = άναρχος, αγέννητος
αγέννιν = ζώο που δεν έχει ακόμη γεννήσει
αγέρανος = γερανός
αγέραστος = αγέραστος
αγεφύρωτος = αγεφύρωτος
αγιάζιν = αγιάζι, πάχνη
αγιάζω = αγιάζω
αγίασμα = αγιασμός
αγιασματάριν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει την ακολουθία του αγιασμού
αγιασμόνερον = το νερό του αγιασμού
αγιασμός = αγιασμός
αγιατράπεζα = η Αγία Τράπεζα του ιερού βήματος
αγιάτρευτος = αγιάτρευτος, ανίατος
Αγιγιωργίτης = Νοέμβριος (λόγω της εορτής του Αγ. Γεωργίου στις 3 Νοεμβρίου)
Αγιγιωρτέσιν = αυτό που ωριμάζει και μεγαλώνει κατά το μήνα Νοέμβριο
αγιθοδωρήσα = γεύμα που κάνει για φίλους και συγγενείς ο αγιθοδωρίζοντας
αγιθοδωρίζω = νηστεύω (κάθε φαΐ και πιοτό) την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής
αγιθοδώρισμα = η νηστεία (για κάθε φαΐ και πιοτό) την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής
Αγιλουτρούπης = επίθετο του Αγίου Ιωάννου που γιορτάζεται στις 24 Ιουνίου
αγιοβασιλιάτικο = το πρωτοχρονιάτικο δώρο
αγιοβασιλόπιτα = η πίτα της πρωτοχρονιάς
αγιοβήμαν = το άγιο βήμα της εκκλησίας
αγιοβότανον = το φυτό αψιθιά το θαμνώδες που χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο
αγιογδύστης = ιερόσυλος και γενικά κάθε κλέφτης, αυτός που κάνει άτιμες πράξεις
αγιοκέριν = το καθαρό κερί των μελισσών της εκκλησίας, κερί που προέρχεται από τον Άγιο Τάφο
αγιοκρόμμυδον = ποικιλία πρώιμου κρεμμυδιού
αγιολίθαρον = λίθος άγιος ως εξ ουρανού μέλλων να κατέλθει
αγιοπούλλιν = αγαθό παιδί
άγιος = άγιος, ευσεβής, αγνός άνθρωπος
Αγιοσόφια = η εορτή των Εισοδίων της Παναγίας
αγιόσφογγα = φυτά δύσοσμα που παράγουν καρπό βοτρυοειδή πορφυρού χρώματος
Αγιοταφίτικος = αυτός που προέρχεται από τον Άγιο Τάφο, κεριά, σταυροί, εικόνες, κομπολόγια κλπ.
αγιοτικός = ενάρετος, πληθ. αγιοτικά αυτά που δίνονται στην εκκλησία, άνθη, βάια κλπ. και φυλάγονται ως ιαματικά
αγιοφώς = το Άγιο Φως
αγκά = άνω κάτω, μαζί, συγχρόνως
αγκαικά = άνω κάτω, παραπάνω κοντά
άγκαλα = αγκαλιάζομαι (στην παιδική γλώσσα)
αγκάλα = αγκαλιά
αγκαλάζω = αγκαλιάζω, σφίγγω στην αγκαλιά μου
αγκαλάσιμον = η στενή και τρυφερή περίπτυξη, αγκάλιασμα
αγκαλαστά = αγκαλιασμένα
αγκαλαστός = αγκαλιασμένος
αγκαλέα = ποσότητα όση χωράει στην αγκαλιά
αγκάλετος = αυτός που δεν καταγγέλθηκε
αγκαλίσκω = αγκαλιάζω, περιπτύσσομαι
αγκαλόπον = αγκάλη
αγκέσου = προς τα πάνω μέρη (κίνηση ή στάση που εννοείται οριζόντια επί του εδάφους)
αγκιάνου = προς τα άνω
αγκισεύω = αλιεύω, ψαρεύω
αγκίσιν = αλιευτικό όργανο
αγκισοκλέφτας = ψάρι που κόβει το αγκίστρι και φεύγει
αγκισοφάγος = ψάρι που κόβει το αγκίστρι και φεύγει
αγκίστρα = αλιευτικό άγκιστρο
αγκώνα = αγκώνας
αγκωνάζω = μετρώ (ύφασμα) κατά μήκος του αγκώνα
αγκωνέα = αγκωνιά, μέτρο μήκους ίσου προς τον αγκώνα
αγλάγκανος = αβαθής, ρηχός, ανόητος, άχαρος, άκομψος
αγλαγκανωτός = λίγο ρηχός, λίγο επιπόλαιος
αγλαφάζω = καθαρίζω αυλάκι για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα, αφήνω το νερό να περάσει καθαρίζοντας το αυλάκι, ερευνώ λεπτομερώς
αγλάφασμαν = καθάρισμα και εκσκαφή αυλακιού για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα
αγλαφαστέριν = αυτός που δεν καθαρίστηκε προς διοχέτευση νερού
άγλειφος = αυτός που δεν έχει γλειφτεί
αγλήγορα = γρήγορα, σύντομα, βιαστικά
αγληγορακά = ταχέως
αγληγορετά = ταχέως
αγληγορετός = γρήγορος, ταχύς
αγλήγορος = ταχύς, ευκίνητος, σβέλτος
αγληγορόσωστο = το ταχέως συντελούμενων
αγληγορότη = ταχύτης
αγληγορώ = βιάζομαι, γρηγορώ
αγληγορώτερα = όσο το δυνατόν ταχύτερα
αγλούπιστος = αξεφλούδιστος
αγλοφώτιστος = αβαθούλωτος
αγλόφωτος = αβαθούλωτος
αγλύκιστο = πικρό
άγλυστος = αδιάλυτος
αγλυστωτός = σχεδόν αδιάλυτος
αγλύτωτος = που δεν γλύτωσε από κάτι
άγλωσσος = άλαλος, αμίλητος, βουβός
αγλώσσοτος = άλαλος, αμίλητος, βουβός
αγμόνιν = ο άκμων των σιδηρουργών
αγνά = κατά τρόπο αλλόκοτο, παράδοξο
αγναία = κατά τρόπο αλλόκοτο, παράδοξο
αγναίος = παράδοξος, περίεργος
αγνάρης = αξιόλογος, εκλεκτός, αλλόκοτος, παράξενος
αγνέσον = αμφιθαλής
αγνέφιστος = αξύπνητος
άγνεφος = αξύπνητος
αγνήσκικος = νηστικός, πεινασμένος
αγνήστικα = νηστικά, πεινασμένα
αγνός = τίμιος, αγαθός, απόνηρος, άμεμπτος, μωρός, σπουδαίος
αγνοφαεία = νηστίσιμο φαΐ
αγνόχολης = ο χολιασμένος, σκυθρωπός από οργή
αγνώριστος = αυτός που δεν αναγνωρίζεται
αγνωσία = απερισκεψία, ανοησία, αμάθεια
άγνωστα = ανόητα
άγνωστος = ανόητος, μωρός, αγροίκος, αδιάκριτος
αγόμωστος = άδειος, αγέμιστος
αγονάτιστος = που δεν γονάτισε
αγορά = αγορά
αγοράζω = αγοράζω
αγορασμάτιν = αυτό που προέρχεται από αγορά
αγορασμάτου = πράγμα για αγόρασμα
αγοραστής = αυτός που αγοράζει
αγοραστός = αυτός που προέρχεται από αγορά
αγόραστος = αυτός που δεν αγοράστηκε
αγόριν = αρσενικό παιδί
αγούλωτος = λιτοδίαιτος
αγουρακός = ανδρικός
αγουράτικος = ανδρικός
αγουρδουγκελίαστος = που δεν είναι βωλιασμένος
αγουρέα = οσμή του άνδρα
αγουρίστικος = που ανήκει ή ταιριάζει σε άνδρα
αγουρίτζης = αγοράκι, άνδρας μικρόσωμος
αγουρίτικος = ανδρικός
αγουροκαλατζεύω = μιλώ με ανδρική φωνή ή μιλώ ασυστόλως
αγουροπαίδιν = το αρσενικό παιδί
αγουροπλασία = περιληπτικώς τα αγόρια
page===2

άγουρος = άνδρας νέος, έφηβος, μεταφ. γενναίος, έντιμος
αγουροσύνη = αντρειοσύνη, πράξη γενναία, ανδρική
αγουρότη = το να είναι άνδρας γενναίος, η ανδρική ικανότητα από απόψεως φυσιολογικής
αγουρουδίαστος = απαλλαγμένος από δερματικών όγκων συνήθως από το κεφάλι
αγουρωμένος = ανδρείος, γενναίος
αγουρωτός = εύρωστος
Αγουστάπιν = αχλάδι ωριμασμένο τον Αύγουστο
Αγουστήσι = καρπός ωριμασμένος τον Αύγουστο
Αγουστοκάρυδον = καρύδι ωριμασμένο τον Αύγουστο
Αγουστοκοκκύμελον = δαμάσκηνο ωριμασμένο τον Αύγουστο
Αγουστόμηλον = μήλο ωριμασμένο τον Αύγουστο
Άγουστος = Αύγουστος
άγρα = με άγριο ύφος, με άγρια διάθεση
αγράγγουρο = φυτό αμπελοειδές με παχιές ρίζες
αγραίγιδον = αγριοκάτσικο, αίγαγρος
αγραίνω = γίνομαι άγριος, οργίζομαι, μεταφ. εξοργίζω
αγραμμάτευτος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση
αγραμμάτιστος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση
αγράμματος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση
αγραμματωσύνη = έλλειψη μόρφωσης, απαιδευσία
αγραμπελίδιν = άγρια άμπελος
αγράμπελον = άγριο αμπέλι
αγράμπουλον = είδος άγριας δαμασκηνιάς με καρπό όξινο στο γεύση
αγρανεμία = πνοή ισχυρού ανέμου
αγράνεμος = άνεμος ισχυρός, σφοδρός
αγράνθρωπος = άνθρωπος άγριος στην όψη, τραχύς, απολίτιστος, αγροίκος, βάρβαρος
αγραπέα = η οσμή του αγρίου αχλαδιού
αγράπιδον = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς
αγράπιν = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς
αγράσκεμος = δυσειδής μέχρι βαθμού αγριότητας
άγραστος = άφθαρτος
άγραφτος = αυτός που δεν είναι γραμμένος, που δεν γράφτηκε
αγράχαντον = είδος αγκαθιού
αγρείμαι = αγριεύομαι, καταλαμβάνομαι από φόβο ιδίως τη νύχτα βρισκόμενος στην ερημιά ή οπουδήποτε αλλού
αγρελαία = άγρια ελιά
αγρελαφίνα = άγριο ελάφι
αγρέλαφον = άγριο ελάφι
αγρελαφούλα = άγριο ελάφι
αγρεπρόβατα = άγριο πρόβατο
αγρίβωτος = ο μη συνεχόμενος εφαρμοστά
αγρίεμαν = οργή, εξαγρίωση, εκφόβηση
αγριεύω = αγριεύω μεταφ. εκφοβίζω, τρομάζω
αγρίζευτος = εκείνος που δεν εκχερσώθηκε προς καλλιέργεια
αγριόβικον = άγριος βίκος
άγριος = άγριος
αγρίωμαν = αγρίεμα
αγριώνω = εξαγριώνω, παροξύνω, εκφοβίζω
αγροβόρης = σφοδρός βόρειος άνεμος
αγροβόρι = σφοδρός βόρειος άνεμος
αγροβότανον = χόρτο το οποίο δεν τρώνε τα ζώα
αγροβούβαλον = άγριος βούβαλος
αγροβριστού = εκείνη που βρίζει άγρια
αγρογέτιμον = παιδί αγνώστου πατρός, ορφανό, χωρίς οικογενειακή προστασία
αγροδέζμιν = άγριος ηδύοσμος
αγροθέριον = άγριο θηρίο, μεταφ. άνθρωπος που εμπνέει τρόμο
αγροθόμαρον = άγριο θυμάρι, φυτό
αγροικησία = έλλειψη ταχείας αντιλήψεως, νοήσεως
αγροίκιστα = ανόητος, σκληρός, άσπλαχνος
αγροικιστία = αφροσύνη, μωρία, δυσμάθεια
αγροίκιστος = ασύνετος, μωρός, αγροίκος, πρωτοφανής, παράδοξος
αγροικιστοσύνα = αφροσύνη, δυσμάθεια
αγροίκος = αγροίκος, άξεστος
αγροιξία = ανοησία, μωρία
αγρόκαμαν = μέρος πολύ ζεστό
αγροκάστανον = άγριο ή κακής ποιότητας κάστανο
αγροκάτα = άγρια γάτα, αίλουρος, μεταφ. γυναίκα δύστροπη
αγροκάτζικον = άγρια κατσίκα
αγροκατούδιν = νεαρός αίλουρος
αγροκέρασον = άγρια κερασιά και ο καρπός
αγροκοκκύμελον = άγρια δαμασκηνιά και ο καρπός
αγροκόριτζον = κορίτσι ζωηρό και ανυπότακτο
αγροκοσσάρα = αγριόκοτα, είδος πέρδικας
αγροκρανέα = άγρια κρανιά
αγροκρίθαρον = χόρτο όμοιο με το κριθάρι
αγροκύδωνον = άγριο κυδώνι
αγρολάθυρον = άγριο λαθύρι
αγρολαλώ = φωνάζω άγρια
αγρολάχανον = άγριο λάχανο
αγρομάντακον = άγριο κώνειο
αγρομελέσσιδον = άγρια μέλισσα
αγρομέρετα = μέρη άγρια, αγριότοποι
αγρόμηλον = άγρια μηλιά και ο καρπός
αγρομμάτης = αυτός που έχει βλέμμα άγριο, βλοσυρό
αγρομούντζουρος = που έχει βλέμμα άγριο, βλοσυρό
αγρομούρης = αυτός που έχει άγρια μορφή
αγρομούχτερον = αγριόχοιρος
αγροπάρδιν = αγριόγατος
αγροπερίστερον = άγριο περιστέρι
αγροπόταμος = ποταμός άγριος ένεκα της πλημμύρας
αγροσεύτελον = είδος αγριοσέσκουλου
αγροσκέπιδον = το έντομο σφήκα
αγρόσκυλον = άγρια συκιά, ερινεός και ο καρπός
αγρόσπινο = άγριος σπίνος, είδος κίχλας
αγροστάφυλον = είδος άγριας σταφυλής και ο καρπός
αγροτερίδιν = μέρος άγριο και επίφοβο, φόβητρο, σκιάχτρο
αγροτερώ = κοιτάζω κάποιον απειλητικά, αγριοκοιτάζω
αγροτζάβταρον = άγρια σίκαλη
αγροτζαΐζω = φωνάζω άγρια
αγροτζούπαδον = χόρτο όμοιο με το φυτό του αραβοσίτου
αγροτόπιν = άγριος τόπος
αγρούστιν = δύσμορφος, δυσειδές
αγρουστωτός = καρπός που δεν ωρίμασε
αγροφάσουλον = αγριόχορτο όμοιο με φασόλι
αγροφωνάζω = φωνάζω άγρια
αγροχάπαρον = θλιβερή είδηση
αγροχόρταρον = αγριόχορτο μη χρήσιμο
αγροχωρέτες = αγροίκος χωριάτης
αγρύνω = γίνομαι άγριος, παίρνω άγρια όψη
αγρύπνα = αυτός που βρίσκεται σε εγρήγορση
αγρυπνία = εγρήγορση, το να μένει κανείς άυπνος
άγρυπνος = αυτός που δεν κοιμάται
αγρυπνώ = αγρυπνώ, ξαπλώνω αργά για ύπνο
αγρωσία = φόβος σε έρημο μέρος ή την νύχτα
αγρώσιν = το φυτό άγρωστις
αγρωτός = λίγο άγριος
αγυναίκιστος = ανύπαντρος άνδρας
αγύριστος = αγύριστος
άγωμαν = αναχώρηση, πορεία, μετάβαση
άγωμε = πήγαινε
αγωνία = για τον ψυχομαχούντα, αγωνία
page===3

αγωνίσκουμαι = προσπαθώ εναγωνίως
αγώριν = παιδί αρσενικό
αδά = εδώ
άδα = άεργος, ήσυχα
αδά-άνθεν = εδώ άνω ή εδώ προς τα άνω
αδά-απάνου = εδώ επάνω
αδά-απέσου = εδώ μέσα
αδά-αφκά = εδώ αποκάτω
αδά-έμπρου = εδώ εμπρός
αδά-έξου = εδώ έξω
αδά-κάθεν = εδώ κάτω ή εδώ προς τα κάτω
αδάβαστος = αδιάβαστος, αγράμματος
αδάβατος = αδιάβατος, απάτητος
αδαθέμπεραν = από εδώ, εντεύθεν, ενταύθα που
αδακά = εδώ κοντά
αδακαικά = εδώ κοντά
αδακέσου = κατ’ εδώ, προς τα εδώ
αδακιάνου = εδώ προς τα άνω
αδάκλυστος = αυτός που δεν ξεπλύθηκε
αδάκωτος = αυτός που δεν δαγκώθηκε
αδάλυστος = αυτός που δεν διαλύθηκε
αδαμερέαν = εδώ μεριά
αδαμερκαικά = εδώ κοντά
αδαμερκέσου = κατ’ εδώ
αδαμερκιάνου = κατ’ εδώ προς τα άνω
αδαμερόθεν = εδώ μεριά
αδαμέρου = εδώ μεριά
αδάνειστος = αδάνειστος
αδαπαγκαικά = εδώ επάνω, εδώ από πάνω προς τα κάτω
αδαπαγκέσου = εδώ επάνω
αδαπαγκιάνου = εδώ επάνω και προς τα άνω
αδαπάνου = εδώ επάνω
αδαπέραν = εδώ απέναντι, εδώ αντίκρυ
αδαπεσκαικά = εδώ μέσα
αδαπεσκέσου = μέσα σε αυτό εδώ το μέρος
αδαπεσκιάνου = εδώ μέσα προς τα άνω
αδαπλαγκαικά = εδώ παραπέρα
αδαπλαγκιάνου = εδώ παραπέρα προς τα άνω
αδαπλάν = εδώ παραπέρα, εδώ πλαγινά
αδαποκάθεν = εδώ αποκάτω, εδώ κάτω
αδαποπέσου = αποδώ μέσα
αδάριστος = ο μη διανεμηθείς
αδαρμένευτος = ο μη τυχών νουθεσιών και συμβούλων
αδάρτι = προ ολίγου
αδαρτισινός = ο προ ολίγου γενόμενος
άδαρτος = αυτός που δεν δάρθηκε
αδάσκευτος = αυτός που δεν πήρε θρησκευτική διδαχή
αδάταγος = αυτός που δεν έχει διαταχθεί
αδαφκακαικά = εδώ παρακάτω
αδαφκακέσου = εδώ στα κάτω μέρη
αδαφκακιάνου = εδώ κάτω προς τα άνω
αδαχτύλαστος = που δεν έχει αγγιχθεί με δάχτυλα
άδεια = συγκατάθεση, συναίνεση
άδειος = αδειανός, κενός
αδέλαγον = μη μπερδεμένο
αδελφικός = ο προερχόμενος από αδελφό ή ανήκει σε αδελφό
αδελφίτζα = η μικρή αδελφή ή χαϊδευτικά η αδελφή
αδελφοκόρη = κόρη αδελφού
αδελφοκόριτζον = πρώτη ξαδέλφη
αδελφολόι = αδελφικό συγγενολόι
αδελφομοιρασμένον = διανεμημένο μεταξύ αδελφών
αδελφομοίριν = μέρος του αδελφού από κληρονομιά
αδελφοπαίδιν = πρώτα ξαδέλφια
αδελφός = αδελφός
αδελφοσύνη = αγάπη, στοργή μεταξύ αδελφών
αδελφότη = σχέση των αδελφών μεταξύ τους
αδελφοτικά = αδελφικώς
αδελφοτικός = ο αρμόζων σε αδελφό
αδελφώνω = γίνομαι αδελφικός φίλος με κάποιον
αδέλφωτος = χωρίς αδελφό
αδεματίαστος = αυτός που δεν έχει δεθεί σε δέμα
αδέξα = αδέξια
αδέξος = αριστερός, ανεπιτήδειος
άδετος = μη δεμένος
αδηλάχλαδο = φυτό οξαλίς, βότανο θεραπευτικό της αδήλου
άδηλος = μάταιος, λευκή κηλίδα που σχηματίζεται πάνω στην ίριδα του οφθαλμού
αδηλοψόφιν = βότανο θεραπευτικό για το άδηλο
Άδης = κατοικία των νεκρών, ο κάτω κόσμος
αδίαστος = αυτός που δεν είναι έτοιμος προς ύφανση
αδιάφορα = μάταιος, ανώφελος
αδιαφόρευτα = ατόκως, ανωφελώς, ματαίως
αδιαφόρευτος = άτοκος, ανωφελής, άχρηστος
αδιάφορος = ανίκανος, αδιάφορος, άχρηστος
αδιαφότερα = ανωφελής, άχρηστος, αδιάφορος
άδικα = χωρίς δίκαιο, ματαίως, ανωφελώς
αδίκημα = αδικία, πράξη άδικη
αδικία = έλλειψη δικαιοσύνης
αδικοκρίτης = άδικος δικαστής
άδικος = αυτός που είναι άδικος
αδικοσκότωτος = αδικοσκοτωμένος
αδικώ = κάτω αδικία, βλάπτω
αδίπλαος = αυτός που δεν καλλιεργήθηκε δεύτερη φορά
αδίπλωτος = αδίπλωτος
αδίψαστος = αυτός που δεν διψά
άδολος = ειλικρινής, αγνός
αδόνταστος = χωρίς δόντια
αδούλευτος = ακατέργαστος
άδοχτος = απλήρωτος
άδραγος = μη πυρωμένος
αδραχτάζω = τυλίγω νήμα στο αδράχτι
αδραχτάς = κατασκευαστής και πωλητής αδραχτιών
αδραχτέα = ποσότητα όσο το χωρεί στο αδράχτι
αδραχτερέα = ποσότητα όσο χωρεί το αδραχτερό
αδραχτερόν = καλάθι για τοποθέτηση αδραχτιού
αδράχτιν = αδράχτι, κλώστρα
αδραχτίτζα = είδος εδωδίμου μύκητος ατρακτοειδούς
αδραχτοτζούπιν = στυλίσκος αδραχτιού χωρίς τον σφόνδυλο
αδρεύω = ταγγίζω
αδρός = παχύς, ευτραφής, λιπαρός
αδρουβάνιστος = αυτός που δεν έχει δρουβανισθεί για να αποχωριστεί το βούτυρο
αδρύζω = ταγγίζω
αδρύνω = ταγγίζω
αδρύς = αυτός που έχει πικρή γεύση
αδυναμία = έλλειψη σωματικής ικανότητας
αδύναμος = αυτός που δεν έχει σωματική δύναμη
αδυναμώνω = χάνω σωματική δύναμη
αδυναστεύω = χάνω τη δύναμή μου
αδυνατία = σωματική αδυναμία
αδύνατος = αδύνατος
αδυνατώ = εξαντλούμαι σωματικώς
page===4

άε, άιτε = άιντε, εμπρός
αέκα = αέκος τοιουτοτρόπως, τοιούτος, τέτοιος
αέρας = αέρας, άνεμος
αερατίζω = αερίζω
αερατικό = νόσος επιληψία
άεργος = άνεργος
αερίζω = αερίζω
αερικός = ευάερος
αεριστέριν = ριπίδιο
αερόσκαλα = σκάλα από σχοινί
αεροτόπιν = αερότοπος
αερότοπος = αερότοπος
αετόπουλλον = το μικρό του αετού
αετορράχιν = βουνό που φωλιάζουν αετοί
αετός = αετός
αετοφώλιν = φωλιά αετού
αέτσι = ούτως, τοιουτοτρόπως
αζάγκωτος = μη σκουριασμένος
αζάπης = άγαμος
αζάρωτος = αλύγιστος
αζέστατος = ψυχρός, κρύος
αζουλισία = έλλειψη ευνουχισμού σε ζώα
αζούλιστος = μη στριμμένος, άκαμπτος, αλύγιστος
αζύγιαστος = αζύγιστος
αζύγιστος = αζύγιστος
αζυμάρωτος = μη πασαλειμμένος με ζυμάρι
αζύμωτος = μη ζυμωμένος
αζωία = μη έχων ζωή
αζωσταδέσιος = ατημέλητος
αζώσταρος = ο μη έχων ζώνη
αζωστος = μη ζωσμένος
αηδόνιν = αηδόνι
αηκωσταντινάτο = νόμισμα χρυσό που φέρει συνήθως την εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
αθάλα = πυρωμένη τέφρα
αθαλασσία = ηρεμία της θάλασσας, ηρεμία
αθάνατος = αθάνατος, αιώνιος, άφθαρτος
αθάρρετος = χωρίς θάρρος, δειλός, άτολμος
άθαρρος = χωρίς θάρρος, δειλός, άτολμος
άθαφτος = άθαφτος, άταφος
άθελα άθελα = παρά την θέληση
αθεμελίωτα = απείρως, αφθόνως
αθεμελίωτος = χωρίς θεμέλια, άτεκνος
αθέμιτα = ασυναρτησία στα λόγια, φλυαρία
αθεμωνίαστος = αθεμώνιατος
αθεόπιστος = χωρίς πίστη προς τον Θεό
άθεος = άθεος
αθεοφοβία = έλλειψη φόβου Θεού
αθέρα = ρεύμα νερού
αθέρας = φλεγμονή πληγής, οργή, αφθονία, επίδραση
αθερίνα = αθερίνα
αθέριστος = αθέριστος
αθέωτα = άσπλαχνος, σκληρός
αθέωτος = χωρίς θεό, άπιστος, άσπλαχνος, σκληρός
αθηλύκωτος = αυτός που δεν κουμπώθηκε
αθιβολέα = ποσότητα ψαριών όση χωράει ο αθίβολος
αθιβολεύω = ψαρεύω με αθίβολο
αθίβολος = είδος διχτυού
αθίζω = καθαρίζω, καλλωπίζω
αθλία = πόνος, θλίψη
αθράκωτος = μη αναμμένος
άθρησκος = μη θρησκευόμενος
αθρουμμούλιστος = αυτός που δεν μεταβάλετε ψίχα
άθρυφτος = αυτός που δεν μεταβάλετε σε θρύμματα
αθυμίαστος = μη λιβανισμένος
αθύμωτος = μη οργισμένος
αθώος = μη ένοχος
αθώρετος = αθέατος
αία = είδος μαλλιού κατσίκας
αίγειρη = το δέντρο ήμερη λεύκη
αιγιδάς = ο κάτοχος αιγών
αιγίδιν = κατσίκα
αιγιδίτα = αγριόχορτο φαγώσιμο
αίθα = θαλασσινό πτηνό
αίθινος = ζωηρός, δυσήνιος, άτακτος
αίθρα = ο καθαρός ουρανός, καλοκαιρία
αιθράζω = ευδιάζω, αιθριάζω
αιθρακή = ξαστεριά
αίθρασμαν = ανέφελος καιρός, ευδία
αίμα = αίμα
αιματοκυλίζω = τραυματίζω κάποιον
αιματοκύλιν = μεταβαλλόμενο σε αίμα
αιματοκύλισμαν = φόνος, σφαγή
αιματοκύλιστος = καταματωμένος, αιμόφυρτος
αιματολουσία = αιματοχυσία
αιματόλουστος = αιματοχυσία
αιματοξέραστος = αυτός που ξέρασε αίμα
αιματοξερώ = ξερνώ αίμα
αιματοξυσία = αιματοχυσία
αιματοπότιστος = ο ποτισμένος με αίμα, δολοφόνος
αιματουράχκομαι = ουρώ αίμα
αιματοχειλίζω = τρώω ακορέστως πληρούμενος μέχρι χειλέων
αιματοχυσία = χύνω αίμα
αιματώνω = κηλιδώνω με αίμα
αιματωσία = αιματοχυσία
αιρανός = γερανός
αίρεση = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη
αιρέτης = άνθρωπος ισχυρογνώμων, πεισματάρης
αιρετίζω = ερεθίζω
αιρετικά = με πείσμα ερεθιστικό
αιρετικός = πείσμων, ισχυρογνώμων, απειθής, άτακτος, φθονερός
αιρέτιση = ερεθισμός
αιτία = αιτία, αφορμή
αίτικα = τοιουτοτρόπως, έτσι
αίτικος = τοιούτος, τέτοιος
αιτόνης = αετός
αιχμάλωτος = αιχμάλωτος, δυστυχής, ταλαίπωρος, ορφανός
αίχτρα = ο καθαρός ουρανός, καλοκαιρία
αιχτράζω = ευδιάζω, αιθριάζω
αιώνα = διαρκεί, εσαεί
άκα = δηλώνει άρνηση σε ερώτηση
ακαβαλκίαστος = η έφιππος, πεζός
ακαβούρευτος = ακαβούρδιστος
άκαγος = άκαφτος
ακαθάριστος = μη καθαρισμένος
ακάθιστος = όρθιος
άκαιρα = ακαίρως
ακαιρία = ακατάλληλος καιρός
άκαιρος = ανάρμοστος, αταίριαστος
ακακάδευτος = μη ασθενήσας
ακακία = έλλειψη κακίας
page===5

άκακος = αυτός που δεν έχει κακία
ακαλαντίαστος = αυτός που δεν έλαβε πρωτοχρονιάτικο δώρο
ακαλάτζευτος = αμίλητος, ακατάδεκτος
ακαλατζευτωτός = ο ακατάδεκτος να του μιλήσει κανείς
ακάλεστος = απρόσκλητος
ακαλίβωτος = ζώο χωρίς πέταλα
ακαλλίωτος = ακαλλώπιστος, ατημέλητος
ακάλτζωτος = χωρίς κάλτσες
ακαμάρωτος = αλύγιστος, νύφη χωρίς πέπλο
ακαμάτευτος = άγνεστος, ακαλλιέργητος
ακαμάτης = οκνηρός, νωθρός
ακαμάτιστος = μη υποβληθεί σε εργασία
ακάματος = ακατέργαστος
ακαμισίαστος = χωρίς πουκάμισο
ακάμισος = κυριολ. ο στερούμενος πουκαμίσου, μεταφ. ο πάμπτωχος
ακάντζωτος = μη καρυκευμένος με κοπανισμένα καρύδια ή φουντούκια
ακάπνιστος = αυτός που δεν λερώθηκε με καπνό
άκαρδα = χωρίς προθυμία
άκαρδος = απρόθυμος
ακάρπετος = χωρίς καρπούς
άκαρπος = αυτός που δεν έχει καρπό
ακάρφωτος = μη καρφωμένος
ακαταδεξία = ακατάδεκτος
ακατάδεχτος = η καταδεχόμενος, υπερόπτης
ακαταδεχτοσύνη = υπεροψία, ακαταδεξιά
ακαταθάρρετος = εκείνος στον οποίον δεν μπορεί να εμπιστευθεί
ακατακάθετος = μη καθιζόμενος, μη κατασταλαγμένος
ακαταστασία = έλλειψη τάξεως, ανωμαλία, ταραχή
ακατάστατος = αταχτοποίητος, τσαπατσούλης
ακατέβατα = χωρίς έκπτωση τιμής
ακατέβατος = ακατέβατος
ακατένιστος = μη ξεπλυμένος
ακατούρετος = μη κατουρημένος
ακατράνωτος = αυτός που δεν βαπτίσθηκε σε κατράμι
ακάτωθενα = το κατώτατο μέρος της εστίας
άκαυτος = μη καμένος
ακεί = εκεί
ακείνος = εκείνος
ακένωτος = ανεξάντλητος, ασερβίριστος
ακέραιον = σώμα άψυχο
ακέριν = ακέρωτο
ακέρωτος = ακέρωτος
ακέφαλος = χωρίς κεφάλι
ακεφαλωσύνη = αφροσύνη, ασυνεσία
ακεφάλωτος = άγαμος
ακίδα = η άκρη κάθε πράγματος
ακλάδευτος = αυτός που δεν κλαδεύτηκε
ακλάδωτος = αυτός που δεν έβγαλε κλαδιά
ακλαίνιστος = αυτός που δεν κλαίει
άκλαστος = αυτός που δεν πέρδεται
άκλαυστος = αυτός που δεν κλάφτηκε
ακλείδιν = μη κλειδωμένο
ακλείδωτος = μη κλειδωμένος
άκλειστος = μη κλεισμένος
ακλερικόν = ακληρονόμητο
άκλερος = ακληρονόμητος, άκληρος
άκλεφτος = αυτός που δεν κλάπηκε
ακλίδιν = κλούβιο
άκλιτος = αλύγιστος, άκαμπτος
ακλόθα = ακολουθώντας
ακλοθάντων = εγώ ακολουθώ
ακλόθεμα = παρακολούθηση, κατασκόπευση
ακλόθετος = μη παρακολουθούμενος
ακλόθιν = ο πλακούς του εμβρύου
άκλωστος = μη κλωσμένος
ακλωστωτός = λίγο κλωσμένος
ακμή = ακμή
άκνεστος = μη κνηθόμενος
ακοδεσπαίνευτος = ανοικοκύρευτη
ακοή = η αίσθηση της ακοής
ακοίλωτος = αυτός που δεν έχει κοιλότητα από χτύπημα
ακοίμητος = μη κοιμισμένος
ακοινώνητος = αυτός που δεν έχει πάρει θεία κοινωνία
ακοκκίνιστος = αυτός που δεν είναι κόκκινος
ακολάκευτος = αχάιδευτος
ακόλλιστος = ακόλλητος
άκολος = αυτός που δεν έχει ορατό πυθμένα, βαθύτατος
ακολουθία = εκκλησιαστική ιεροτελεστία
ακολουθώ = ακολουθώ κάποιον που πηγαίνει μπροστά
ακόλωτος = χωρίς πυθμένα, με μεγάλο βάθος
ακόμη = ακόμη
ακομματίαστος = ακομμάτιαστος
ακόμπετος = αυτός που δεν είναι ξεσκονισμένος
ακομπώ = ξεσκονίζω, εξαντλώ
ακόμπωτος = αυτός που δεν είναι απατημένος
ακονάστρα = όργανο που τροχίζει
ακόνετος = αυτός που δεν είναι ακονισμένος
ακόνιν = ακόνη
ακονιστέριν = ακόνη κοφτερή
ακονίστρα = ακόνη κοφτερή
ακονόπετρα = πέτρα που χρησιμοποιείται για ακόνισμα κοπτικών εργαλείων
ακόντετος = ακόντευτος
ακονώ = οξύνω, τροχίζω
ακοπάνιστος = αυτός που δεν χτυπήθηκε
ακοπιδίαστος = για υποδήματα, αυτός που δεν έχει κοπίδια, εντομές για συρραφή
ακοπίδωτος = για υποδήματα, αυτός που δεν έχει κοπίδια, εντομές για συρραφή
άκοπος = αυτός που δεν έχει κοπεί ή δεν κόβεται
ακόπριστος = αυτός που δεν λερώθηκε με κοπριές
ακορνίτζωτος = ακορνίζωτος
ακοσκίνιστος = αυτός που δεν κοσκινίστηκε
ακοτζακίαστος = αυτός που δεν κουμπώθηκε
ακουβάλητος = αυτός που δεν κουβαλιέται
ακουβαρίαστος = αυτός που δεν είναι κουβαριασμένος
ακουγιάρης = αυτός που γνωρίζει από την ακοή
ακούδιστος = μη εγγισθείς υπό του ράμφους πτηνού
ακούιστος = απρόσκλητος
ακουκούλωτος = χωρίς κουκούλα, χωρίς σκεπή
ακούλιστος = μη αποκωμένη κεφαλή
ακουμουλίαστος = αυτός που δεν έχει συγκεντρωθεί σε σωρό
ακουμπίαστος = ακούμπωτος
ακουμπίζω = στηρίζομαι, τοποθετώ
ακουμπιστήριν = βακτηρία, πρόχειρο κάθισμα
ακούμπιστος = εκείνος που δεν στηρίζεται κάπου
ακουμπιχτά = ακουμπώντας
ακούμπωτος = ξεκούμπωτος
ακούνιστος = αυτό που δεν λικνίστηκε
ακούπιστος = σκεύος που δεν αντιστράφηκε
ακούραστος = μη λυγισμένος, μη συνεπτυγμένος
ακούρευτος = μη κουρεμένος
ακούρφευτος = αυτός που δεν έχει πάρει έπαινο
page===6

ακούρφιστος = μη επαινούμενος
άκουσμαν = το αίσθημα που γίνεται με την ακοή
ακουστής = αυτός που γνωρίζει κάτι εξ ακοής
ακουστίουμαι = διαθρυλούμαι, φημολογούμαι
ακουστός = ο γνωστός εξ ακοής
ακούφωτος = αυτός που δεν είναι κούφιος
ακούω = ενεργ. αισθάνομαι, αντιλαμβάναι, υπακούω, πείθομαι, ονομάζομαι, παθητ. γίνομαι γνωστός, φημίζομαι, εισακούομαι
άκουων = εκείνον που ακούνε
ακοχλάκιστος = μη βρασμένος
ακόχλαστος = μη βρασμένος
άκρα = αρχή και τέλος εκτάσεως
ακράναλος = λίγο αλατισμένος
ακρανέψιν = μισοψημένο
ακρανοίγω = μισοανοίγω
ακράνοιχτος = μισοανοιγμένος
ακράτετος = μη βασταζόμενος
ακράτευτος = ύφασμα που δεν αντέχει στη φθορά
ακράχαρος = ο πολύ δυστυχής
ακρέμαστος = αυτός που δεν κρεμάστηκε
ακρέμιστος = αυτός που δεν γκρεμίστηκε
ακρεμόνα = ξηρά κλαδάκια δάσους πεσμένα στο έδαφος
ακρέπιν = σκορπιός
ακριβά = σε υπερβολική τιμή
ακριβαγόραστος = αγορασμένος σε μεγάλη τιμή
ακριβεία = υπερτίμηση των ειδών συντήρησης
ακριβός = αυτός που πουλάει σε μεγάλη τιμή
ακριβύνω = υπερτιμώ
ακριβωτός = λίγο υπερτιμημένος
ακριμαία = το δέρμα των άκρων, των ποδιών
άκριτος = αδίκαστος, άσπλαχνος, απερίσκεπτος, τολμηρός, πονηρός
ακρόαση = το να ακούει κανείς με προσοχή
ακροάσκουμαι = αρκοάζομαι
ακρογούλαστος = μισοκαβουρδισμένος
ακρόζογρος = λίγο υγρός
ακροθίγγαστος = πολύ ευερέθιστος
ακρολόετος = ακάθαρτος, ρυπαρός
ακρόντικα = αρχοντικός
ακροπέτζιν = επιδερμίδα
ακροπύγια = τα κάτω άκρα γυναικείου ενδύματος που φτάνει μέχρι τους γλουτούς
ακρώπιστος = μη κομμένος με κρωπή (ελαφριά αξίνα)
ακυβέρνευτος = αυτός που αδυνατεί να πορευτεί τα προς το ζην
ακυβέρνητος = αυτός που δεν γνωρίζει να κυβερνά το σπίτι
ακυλίντριστος = η χωματόσκεπη στέγη που δεν συμπιέστηκε με κύλινδρο για τις διαρροές της βροχής
ακύλιστος = αυτός που δεν κυλίστηκε
ακυρίευτος = αυτός που δεν καταλήφθηκε από ηθικό πάθος
ακύρωτος = μη επικυρωμένος
ακύρωτος = χωρίς πατέρα
αλαβέρα = μεταξωτό ύφασμα με ποικίλες αποχρώσεις
άλαγος = ασελγής, ατίθασος
αλάδωτος = αυτός που δεν αλείφθηκε με λάδι
αλαζονεία = εμπαιγμός, χλεύη
αλάθευτος = εκείνος που δεν κάνει λάθη, ακριβής
αλάιστος = ακούνηστος
αλαΐτης = άνθρωπος του λαού, λαϊκός, πολίτης
αλαλαγμός = θορυβώδης ταραχή, οχλοβοή
αλαλάσευτος = αυτός που δεν είχε θωπεία, χάδια
αλαλαχύνω = γίνομαι ευρύχωρος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω
αλάλετος = αυτός που δεν έχει λαλιά, ομιλία
αλαλία = απόλυτη σιωπή
αλάλικος = αυτός που δεν μιλά, άλαλος
άλαλος = άναυδος, άφωνος, ήσυχος, πράος
άλαλος = απρόσκλητος
αλαλούκης = κωφάλαλος, άφωνος, σιωπηλός, έκπληκτος
αλαλώνω = γίνομαι άφωνος
αλανάριστος = αυτός που δεν έχει λαναριστεί, που δεν τον έχουν ξάνει (για μαλλί)
αλάρωτος = ανίατος, αθεράπευτος
άλας = αλάτι
αλάσκιστος = αυτός που δεν έχει πάει περίπατο
αλατάς = αυτός που πουλάει αλάτι
αλατένος = φτιαγμένος από αλάτι
αλατέριν = αλατοδοχείο
αλατζάς = ύφασμα ποικιλόχρωμο
αλατίζω = βάζω αλάτι κάπου
αλατιστέρα = μέρος όπου δίνεται το αλάτι στα κατοικίδια ζώα
αλατιστέριν = μέρος όπου δίνεται το αλάτι στα κατοικίδια ζώα
αλάτιστος = ανάλατο
αλατισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα
αλατίτζα = φυτό άγριο
αλατοθήκη = αλατοδοχείο τραπεζιού
αλατοκαύκι = αλατοδοχείο τραπεζιού
αλατοπιπερερή = δοχείο συνεχόμενα άλατος και πιπεριού
αλατόπον = λίγη ποσότητα αλατιού
αλατώνω = αλατίζω
αλαφαντρώνω = σαγηνεύω, παρασύρω κάποιον
αλάφιν = ξηρά τροφή για ζώα το χειμώνα
αλάφιν = η φλόγα και η θερμότητα που εκπέμπει
αλαχτοράς = αλέκτωρ, κόκορας
αλαχτόριν = αλέκτωρ
αλαχτορίτικα = κατά τον τρόπο των αλεκτόρων
αλαχτορόφωνα = αλεκτροφωνία, η φωνή του πετεινού
αλάχωρα = ευρύχωρα, χαλαρά, με άνεση
αλάχωρος = ευρύχωρος, χαλαρός
αλέθω = αλέθω, αλευροποιώ
άλειμα = επάλειψη
αλειμματάρης = ευτραφής, παχύσαρκος
αλειμματάς = έμπορος λιπαρών ουσιών
αλειμματέα = η οσμή του λίπους
αλειμματένος = ο παρασκευασμένος από λίπος
αλειμματοκέριν = κερί παρασκευασμένο από λίπος
αλειμματόπον = λίγη ποσότητα λίπους
αλειμματώνω = αλείφω λίπος
αλειτούργητος = αυτός που δεν έχει διαβαστεί ή ευλογηθεί από ιερέα
άλειφος = μη αλειμμένος
αλειφτήριν = τεμάχιο τσόχας υφάσματος με το οποίο τρίβουν το σώμα οι λουόμενοι
αλείφω = επαλείφω
άλειχτος = εκείνος οποίος δεν έλειξε
αλεπέσα = κολακεία, πανουργία
αλέπιστος = αξεφλούδιστος
αλεποθάνατα = κυριλ. θάνατος αλεπούς, μεταφ. προσποιητός, υποκριτικός θάνατος
αλεποθανέσα = κυριλ. θάνατος αλεπούς, μεταφ. προσποιητός, υποκριτικός θάνατος
αλεπομούντζουρος = αυτός που έχει χαρακτηριστικά όπως της αλεπούς
αλεπόπουλλον = νεογνά αλεπούς
αλεπός = αλεπού
αλεποσάιτα = τόξο για κυνήγι αλεπούς
αλεποσύνα = δόλος, πονηριά (πληθυντικός)
αλεπότε = πανουργία, δολιότης
αλεπουδεύω = παιδί που έρπει, πηγαίνει στα τέσσερα
αλεπούδιν = νεογνό αλεπούς
αλεπούλλιν = νεογνό αλεπούς
αλεπουραδίτζα = φυτό που μοιάζει με ουρά αλεπούς
page===7

αλεπουφουσκίτα = είδος μύκητος
αλεπρός = περιφρονητικός αδελφός
αλέρωτος = καθαρός
αλεσέα = εκάστοτε ποσότητα προς αλευροποίηση οριζόμενη ποσότητα σιτηρών
αλεσία = άλεση
αλεσμάτιν = ποσότητα που αλέθεται σε μια δόση
αλεστικά = η αμοιβή του μυλωθρού
αλεστός = αλεσμένος
άλεστος = αυτός που δεν αλέστηκε
αλέτιν = αλέτρι
άλετος = αυτός που δεν αλέστηκε
αλετράζω = οργώνω
αλετρέα = όργωμα
αλέτριν = αλέτρι
αλετρόζυγα = το αλέτρι και το ζυγό μαζί
αλετροκαλάμιν = ο ρυμός του αρότρου, σταβάρι
αλετροκλείδιν = σφήνα που συγκρατεί το λουρί του ζυγού με το σταβάρι
αλετροκούριν = αλετροπόδι
αλετρολάβιν = η λαβή του αρότρου, εχέτλη
αλετρόξυλα = συνολικά τα μέρη του αρότρου
αλετροπόδιν = η βάση του αρότρου, έλυμα
αλετροσπάθιν = το ξύλο που συνδέει το σταβάρι με το αλετροπόδι
αλετροτζάνιν = ο ιστοβοεύς του αρότρου, σταβάρι
αλετροχέριν = η λαβή του αρότρου, εχέτλη
αλευράμπαρον = αμπάρι, αποθήκη αλεύρων
αλευράριν = αλευρώδης
αλευράς = αλευροπώλης
αλευρέα = η οσμή του αλεύρου
αλευρένος = αυτός που παρασκευάζεται από αλεύρι
αλευρερή = αλευροδοχείο
αλεύριν = αλεύρι
αλευρίτα = θάμνος που παράγει καρπό συστάσεως αλευρώδους
αλευρίτζα = θάμνος που παράγει καρπό συστάσεως αλευρώδους
αλευροκάδιν = κάδος προς τοποθέτηση αλευριού
αλευροκόσκινον = κόσκινο αλευριών
αλευρομάλεζον = αλευρόσουπα
αλευρόμηλον = μήλο τρυφερό που έχει αλευρώδη σάρκα
αλευροπάζαρον = αλευροπάζαρο
αλευρόπον = λίγη ποσότητα αλευριού
αλευροσάκκιν = σάκος αλευριού
αλευροσάκκουλον = σακούλι αλευριού
αλευροτσούβαλον = τσουβάλι αλευριού
αλευρώνω = αλευρώνω
αλευτέρωτος = αυτή που δεν γέννησε ακόμα
αλήθεια = αλήθεια, πραγματικότητα
αληθεύω = αληθεύω
αληθής = αληθής
αληθινά = αληθινά
αληθινός = αληθινός
αληθίτικα = αληθώς
αληθιτικός = πραγματικός, γνήσιος
αλίζω = αλατίζω
αλίθωτος = αυτός που δεν έχει λιθωθεί
αλικόρδα = σκορδαλιά
άλικος = αυτός που έχει ζωηρό ερυθρό χρώμα
αλικουρτέα = το ζωόφυτο αλκυόνα
αλιμένευτος = μέρος μη απαλλαγμένο από χιόνι
αλιμίδα = νερό αλμυρό
αλιμιδέα = νερό αλμυρό
αλιμίδιν = άλμη
αλιστός = αλατισμένος
άλιστος = ανάλατος
αλκάρι = ύφασμα πολύ αραιό
άλλαγα = εναλλάξ
αλλαγή = αλλαγή
αλλάγιν = μοίρα στρατού, σύνολο ανθρώπων
άλλαγμαν = άλλαγμα
αλλάζω = αλλάζω, μεταβάλλων, ανταλλάζω
αλλαξία = αλλαξιά
αλλαξίος = αλλαγή ενδυμάτων
αλλαχτός = αλλαγμένος
άλλαχτος = μη αλλαγμένος
αλλέα = αλλιώς
αλλέικος = αλλιώτικος
αλλέος = αλλιώτικος
αλληθώρα = αλλήθωρα
αλληθώρης = αλλήθωρος
αλληθωρίζω = αλληθωρίζω
αλλόγλωσσος = αλλόγλωσσος
αλλόθρησκος = αλλόθρησκος
αλλοί = αλοίμονον
αλλοινέτερον = των άλλων
αλλοκομίστες = ξενομερίτης
αλλομίαν = άλλη μία φορά, πάλι
αλλομίαν-κέσου = αργότερα
αλλομούνον = μετ’ ολίγον
αλλομούνον-κέσου = μετ’ ολίγη ώρα, σε λίγο
αλλόπιστος = αλλόπιστος
άλλος = άλλος
άλλοτες = άλλοτε
αλλότικος = αλλιώτικος
αλλού = σε άλλο μέρος, αλλού
αλλόφυλος = αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή
αλμεγάδιν = το αρμεγμένο
αλμέγω = αρμέγω
αλμεξία = το προϊόν του αρμέγματος
αλμεχτά = κατά τρόπο αρμέγματος
αλμεχτερέα = ποσότητα όση χωράει το δοχείο του αρμέγματος
αλμεχτέριν = δοχείο στο οποίο αρμέγουν
αλμεχτερόν = δοχείο αρμέγματος
αλμεχτικά = αμοιβή γυναικών που περιποιούνται ξένες αγελάδες
άλμεχτον = ζώο που δεν έχει αρμεχτεί
αλμύρα = αρμύρα
αλμυρίζω = έχω γεύση αλμύρας
αλμυρός = αυτός που έχει αλμυρή γεύση
άλογα = λόγοι υβριστικοί
αλογαρίαστα = χωρίς λογαριασμό, αφειδώς
αλογαρίαστος = αυτός που δεν υπολογίζει, ασύνετος, σπάταλος
αλογάς = αγωγιάτης, ιππέας
αλογέα = φορτίο αλόγου, οσμή του αλόγου
αλόγιστα = αλόγιστα, απερίσκεπτα, αφρόνως
αλογομούλαρον = μουλάρι που μοιάζει με άλογο
αλογομυία = αλογόμυγα
αλογοπέτζιν = δέρμα αλόγου
αλογοσάκκιν = σάκος ορισμένης ποσότητας για φόρτωμα αλόγου
αλογότριχα = αλογότριχα
αλογοφόρτιν = φορτίο αλόγου
αλοιφέας = κολλημένος προς άλλους
αλοιφή = αλοιφή
αλοιφούτζα = άνθρωπος προσκολλημένος ως αλοιφή
page===8

αλόξενος = παντελώς ξένος
άλοτος = αυτός που δεν έχει λιώσει
άλουτος = άλουστος
αλύγιστος = αλύγιστος
αλυκασέα = έδεσμα αλμυρό
αλύκαση = αλμύρα
αλυκίζω = έχω λίγο αλυκή γεύση
αλυκόξινος = αλμυρός και ξινός μαζί
αλυκός = αλμυρός
αλυκότε = αλμυρότης
αλυκοφάγος = αυτός που αγαπά τα αλμυρά εδέσματα
αλύκωμα = αλμυρό επιδόρπιο
αλυκώνω = αλατίζω
αλυκωσία = έδεσμα αλμυρό
αλυκωσύνα = ο ιδιότης του αλμυρού, έδεσμα αλμυρό
αλυκωτίζω = κάνω κάτι λίγο αλμυρό
αλυκωτός = λίγο αλμυρός, υφάλμυρος
αλυσία = αλυσίδα
αλυσίδιν = αλυσίδα
αλυσιδοκόμματος = τεμάχιο αλυσίδας
αλυσοδένω = δένω με αλυσίδες
άλυτος = άλυτος, αυτός που δεν είναι διαλυμένος στο νερό
αλφαβητάριν = αλφαβητάρι
αλφαβίζω = συλλαβίζω
αλωνάπιν = είδος εντόμου
αλωνέα = ποσότητα όση χωράει το αλώνι
αλωνίζω = αλωνίζω
αλώνιν = αλώνι
αλώνιστος = αυτός που δεν έχει αλωνιστεί
αλωνίφταρον = φτυάρι ειδικό για αλώνισμα
αλωνοζύγονον = ζυγός των βοδιών για το αλώνισμα
αλωνοκόσκινον = κόσκινο που χωρίζουν τα σιτηρά από τα χοντρά άχυρα
αλωνοκούσκουρον = κομμάτια βοϊδοκοπριάς ξηραμένης στο αλώνι
αλωνοτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν αλώνια
αλωρίαστος = εκείνος που δεν έχει μπαλωθεί με λουριά δέρματος
άμα = μόλις
άμα = αλλά, όμως
άμα = δρεπάνι
αμαγάριστος = καθαρός
αμαγέρευτος = αμαγείρευτος
αμάγευτος = μη μαγεμένος
Αμαζονία = ορεινή χώρα του Πόντου, καιρός ομιχλώδες, υγρός
αμαζονίζω = απορροφώ υγρασία
αμάθετος = αμάθητος
αμαθής = απαίδευτος
αμαθήτευτος = άπειρος
αμάθιστος = άπειρος
αμάισσωτος = μη μαγεμένος
αμάκρετος = αυτός που δεν έχει αποκτήσει ανάστημα
αμάλαστος = αυτός που δεν έπαθε αφροδισιακό νόσημα
αμάλαχτος = μη ψηλαφισμένος, άθικτος
αμαλέζωτος = αυτός που δεν έφαγε αλευρόσουπα
άμαλλος = αυτός που δεν έχει ακόμη γένια
αμάν = εκφράζει δυσφορία, αγανάκτηση
αμάν = αμέσως
αμανάτιν = αμανάτι, ενέχυρο, παραγγελία
αμάνικος = χωρίς μανίκια
αμανίκωτος = χωρίς μανίκια, μεταφ. φτωχός, περιφρονημένος
αμάννωτος = αυτός που δεν έχει μάνα, ορφανός
αμάνταλος = μη μανταλωμένος
αμαντάλωτος = μη μανταλωμένος
αμαντζίριστος = αυτός που δεν καταλύει τη νηστεία
αμάντζιρος = αυτός που δεν τρώει φαγητό που απαγορεύεται στη νηστεία
αμαντζιρωσύνα = αποχή από τροφή μη νηστίσιμη
αμαντζούλωτος = καθαρό σκεύος
αμαντήλωτος = αυτός που δεν φοράει μαντήλι
αμάνωτος = μη ρυπανθείς με αιθάλη
αμαραντέα = η μυρωδιά του αμάραντου
αμάραντον = αμάραντος
αμαραντόφυλλον = φύλλο αμάραντου
αμαρτάνω = αμαρτάνω
αμάρτεμαν = αμάρτημα
αμαρτία = αμαρτία
αμαρτύρητος = χωρίς μαρτυρίας
αμαρτωλία = αμάρτημα, αμαρτία
αμαρτωλός = ο διαπράττων αμαρτία
αμάσετος = αμάσητος
αμασκάλη = μασχάλη
αμάσουρος = αυτός που δεν έχει πηνία
αμαύριστος = αμαύριστος
άμε = πήγαινε
αμέθυστος = νηφάλιος
άμελα = χωρίς προθυμία
αμέλεια = αμέλεια
αμελίτωτος = χωρίς μέλι
άμελος = φυγόπονος, αμέριμνος
αμελώ = παραμελώ
αμένυχτος = αυτός που δεν έχει λάβει είδηση
αμέσαχτος = αυτή που έχει διανύσει το μισό χρόνο της κυοφορίας
αμετάγγιστος = αυτός που δεν έχει μεταγγισθεί από δοχείο σε δοχείο
αμετάδοτος = αυτός που δεν μεταλάβει τη θεία κοινωνία
αμετάλαβος = αυτός που δεν μεταλάβει τη θεία κοινωνία
αμετάνιστος = αυτός που δεν προσεύχεται
αμετάνογος = αυτός που δεν προσεύχεται
αμετανόετος = αμετανόητος
αμετασάλευτος = αμετακίνητος
αμεταφύτευτος = αυτός που δεν μεταφυτεύτηκε
αμέτοχος = αμέτοχος
αμέτρητος = αμέτρητος
αμήν = είθε, γένοιτο
αμίλαλος = άφωνος
αμίλετος = αμίλητος
αμμαζώνα = είδος γυναικείου ενδύματος που περιβάλει τον κορμό
άμμος = άμμος
αμμούδα = αν δεν
αμνάδιν = θηλυκό πρόβατο μονοετές
αμνάζω = γεννώ (πρόβατο)
αμνημόνευτος = αμνημόνευτος
αμνός = αμνός
αμοίραστος = αμοίραστος
αμοιρολόετος = αυτός που δεν το μοιρολόγησαν
αμόλωτος = αυτός που δεν έχει ανάψει
αμόναστος = νεκρός που δεν τον εμόνασαν
αμόνωτος = αυτός που δεν απομονώθηκε
αμούστακος = χωρίς μουστάκι
αμουστούναστος = αυτός που δεν χτυπήθηκε με γροθιά
αμπαρέα = ποσότητα όσο χωράει ένα αμπάρι
αμπάριν = αμπάρι
αμπαρόλημον = μεγάλο μήλο
αμπαρομμάτιν = στόμιο αμπαριού
page===9

αμπαρώνω = αποθηκεύω, εγκλείω σε αμπάρι
αμπελάρικο = δέντρο κατάλληλο προς αναρρίχηση
αμπελάς = αμπελοκτήμονας
αμπέλιν = αμπέλι
αμπελίτα = είδος φυτού κληματοειδούς
αμπελίτζα = είδος φυτού κληματοειδούς
αμπελομάθρακα = μικρός βάτραχος που τρέφεται από τα φύλλα τις αμπέλου
άμπελον = φυτό κυσσοειδές
αμπελόφυλλον = φύλλο αμπελιού
αμπελόφυτον = φυτό αμπελιού
αμπελοχώριν = χωριό με αμπέλια
αμπελώνα = αμπελώνας
αμπελώνιν = αμπελώνας
αμπελώνω = φυτεύω αμπελώνες
άμποτε = είθε
αμπώς = γιατί;, πως όχι;
αμτό = πως όχι;
αμύριστος = αυτός που δεν μυρίζει
άμυρος = αυτός που δεν μυρώθηκε
αμύρωτος = αυτός που δεν μυρώθηκε
αμυτίαστος = χωρίς μύτη
αμώδαστος = αυτός που δεν αισθάνεται το πόνο των δοντιών
Αν έντρισες, νούτσον και τη χερεία σ’. = Για το ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι πάντα έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τα χειρότερα.
αναβαγίζω = χασομερώ
αναβαλλούδα = τυφλοπόντικας
αναβρασμός = αναστάτωση, θόρυβος, ταραχή
αναγαπήτος = ανάξιος να αγαπηθεί, αποκρουστικός
αναγελώ = περιπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω
αναγκάζω = αναγκάζω, βιάζω
αναγκαίον = αποχωρητήριο
ανάγκη = ανάγκη
αναγκιασμένος = δόλιος, πονηρός
ανάγνωση = διάβασμα
αναγνώσκω = διαβάζω
αναγούλα = τάση προς εμετό
αναγουλάζω = τάση προς εμετό
αναγουλίζω = έχω τάση προς εμετό
αναδέλφωτος = αυτός που δεν έχει αδελφική στοργή
ανάδεξια = όχι δεξιά, αδέξια
αναδορώνω = αναζυμώνω προζύμη για να αυξηθεί
αναδουλεία = αναδουλειά
ανάδραχτο = μεγάλο αδράχτι με το οποίον κλώθουν την κάνναβι
ανάθεμα = ανάθεμα
αναθεματία = βλασφημία του αναθέματος, αναθεματισμός
αναθεματίζω = βλασφημώ κάποιον
αναθεμάτιστος = εκείνος που δεν έχει αναθεματισθεί
αναθήκω = κατηγορώ
ανάθρεμμαν = ανάθρεμμα
αναθρέφτω = ανατρέφω, μεγαλώνω
αναθυμεθή = μνεία προσώπου απόντος
αναθυμούμαι = θυμάμαι
αναιμάτωτος = αυτός που δεν είναι ματωμένος
ανάινος = αυτός που δεν είναι νερουλός
ανακαινίζω = ανοικοδομώ, επισκευάζω
ανακάταλλα = άνω κάτω, ανάκατα
ανακάταρος = άξιος κατάρας, επικατάρατος
ανακατεύω = διακινώ, αναμειγνύω
ανακάτωμα = τάση προς εμετό, ραδιουργία
ανακατώνω = διακινώ, αναταράσσω
ανακάτωση = διάθεση προς εμετό, μεταφ. στενοχώρια
ανακατωσία = στενοχώρια, σύγχυση, θόρυβος, ταραχή
ανακερώνω = ανακινώ, αναζυμώνω
ανακέφαλα = αντιστραμμένος
ανακεφαλίζω = σηκώνω επάνω το κεφάλι, μεταφ. προοδεύω, προκόπτω
ανακινώ = αναφέρω, θυμάμαι το παρελθόν
ανακλώθω = περιέρχομαι
ανακολλίουμαι = ανασκουμπώνομαι
ανάκομμα = πυτιρούχο αλεύρι που αποχωρίζεται με το κοσκίνισμα
ανακουμματέσι = παρασκευασμένος από ανάκομμα
ανάκουφα = μετέωρα
ανάκουφος = μετέωρος
άναλα = χωρίς όρεξη
ανάλατος = χωρίς αλάτι
ανάλειφτος = μη αλειμμένος
ανάλεστος = μη αλατισμένος
αναλεύρωτος = μη αλευρωμένος
Ανάληψη = γιορτή της Αναλήψεως
αναλίζω = αλατίζω με λίγο αλάτι
ανάλιστος = ανάλατος
αναλλαγάδιν = εορταστική ενδυμασία, κόσμημα, στολίδι
αναλλάζω = αλλάζω τα εσώρουχά μου
αναλλάι = πομπή ανθρώπων με εορταστική ενδυμασία
ανάλλαχτος = μη αντικατασταθείς
ανάλμεχτον = αυτός που δεν αρμέχθηκε
άναλος = αυτός που δεν έχει το αναγκαίο αλάτι
αναλοφάγος = αυτός που του αρέσει να τρώει ανάλατα
ανάλυση = μουσκεύω
αναλυσία = λασπώδης κατάσταση
αναλύω = μαλακώνω, λιώνω
αναλωτός = μισαλατισμένος
αναμανικούμαι = ανασκουμπώνομαι
αναμάρτετος = αναμάρτητος
αναμάσκαλα = παραμάσχαλα
αναμασώ = μασώ
αναμένω = περιμένω
ανάμεσα = ανάμεσα, μεταξύ
ανάμεσον = μεταξύ
αναμεσόντας = μεταξύ, μέσα, εντός
άναμμα = το να ανάψει το φως
αναμονή = αναμονή, προσδοκία
αναμοχλεύω = ανασκαλίζω, ανακατεύω
ανανάμενος = απροσδόκητος
ανανεώνω = αναζυμώνω τη ζύμη
ανάντριστος = ανύπαντρη
αναξερώ = κάνω εμετό, ξερνώ
αναξουλωτός = λίγο δυσκίνητος
αναπαπουλία = θόρυβος, ταραχή
ανάπαυμαν = ανάπαυση
ανάπαυση = ανάπαυση, ξεκούραση
αναπαυτικά = αναπαυτικά, με άνεση
αναπαυτικός = αναπαυτικός, ξεκούραστος
αναπαυτός = αυτός που παρέχει άνεση, ανάπαυση
ανάπαυτος = αυτός που δεν έχει ανάπαυση μετά θάνατον
αναπαύω = ξεκουράζω
αναπερνώ = περνώ, διέρχομαι
αναπετώ = πετώ
αναπλάσκουμαι = πλάθομαι, κατασκευάζομαι
αναπλυσάδα = ακαθαρσία σώματος, απλυσιά
αναπλυσία = ακαθαρσία σώματος, απλυσιά
ανάποδα = ανάποδα
page===10

αναποδία = αντιξοότητα, ατυχία
ανάποδος = ακατάστατος καιρός, δύστροπος άνθρωπος
αναπομένω = μένω
αναποταμία = μέρη στις πηγές του ποταμού
αναπουτζίζω = χοροπηδώ
αναράντζιν = νεράτζι
ανάρδιν = αυτό που δεν έχει αρδευτεί
αναρέουμαι = ρεύομαι
αναρίθμητος = αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος
ανάριν = μη αραιωμένο, δυσδιάλυτο
αναρμάτωτος = άοπλος
αναρπάζω = αρπάζω
ανάρπαχτος = αυτός που δεν συλλαμβάνεται
αναρρεχούμαι = αναμασώ
αναρρίζωτος = άτεκνος
αναρρίφτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο
ανάρτιν = μη παρασκευασμένο φαγητό
ανάρτυτος = φαγητό που δεν έχει αλάτι, βούτυρο κτλ
αναρύνω = αραιώνω
ανάρχην = ανέκαθεν
αναρχινώ = ξαναρχίζω
ανάσα = αναπνοή
ανασαίνω = αναπνέω
ανασακκίζω = ανακινώ, τινάζω το σάκο για χωρέσει περισσότερο
ανασείδι = υπολειπόμενο χοντρό αλεύρι μέσα στο κόσκινο μετά το κοσκίνισμα
ανασείζω = γίνεται σεισμός
ανασηκώνω = ανασηκώνω
ανάσκαμμαν = κατά νεκρού βλασφημία, ύβρης
ανασκαμμονή = κατά νεκρού βλασφημία, ύβρης
ανασκαφτέριν = πρόσωπο μετά θάνατον αντικείμενο ύβρεων
ανασκάφτω = βλασφημώ, υβρίζω νεκρό
ανασκάψιμον = ύβρης κατά νεκρού
ανάσκελα = ύπτια, ανασκελωτά
ανασκελάζω = ξαπλώνω ανάσκελα
ανάσκελος = ύπτιος
ανασκελώνω = ξαπλώνω ανάσκελα, αντιστρέφω πράγματα
ανασκελωτός = ύπτιος, πλαγιαστός
ανασκυβαλίζω = εξετάζω, ερευνώ, μελετώ
ανασμαίνω = αναπνέω, αερίζομαι
ανάσμαν = αναπνοή
ανασμονή = αναπνοή
ανασπάλλω = λησμονώ, ξεχνώ
ανασπαλτέας = αυτός που ξεχνάει εύκολα, ξεχασιάρης
ανάσπαλτος = μη λησμονημένος
αναστενάζω = εκβάλλω αναστεναγμούς
αναστένω = αναζωογονώ, ανατρέφω
αναστορώ = θυμάμαι, ανακαλώ στη μνήμη
ανασύρω = αναστενάζω, κλαίω με λυγμούς
ανασφελίουμαι = κλαίω με αναφιλητά
ανάτευτος = μη οργωμένος
ανατινάγομαι = ανατινάσσομαι στον ύπνο, τρομάζω δυνατά
ανατολή = αυγή
ανατολικά = προς ανατολή
ανατριχώ = ανατριχιάζω
αναύγαρος = παραχαϊδευμένος
αναύγιστος = μη λευκασμένα ρούχα
αναφαγά = είδη διατροφής μιας οικογένειας
αναφαγία = έλλειψη τροφής
αναφαίνω = φανερώνω
αναφλουσίζω = κλαίω οδυρόμενος
αναφορά = δικαστική καταγγελία
αναφόραχτα = απροσδόκητα, αιφνίδια
αναφορίζει = χειροτερεύει ο καιρός
αναφόριν = άνεμος που χειροτερεύει, παράλιο μέρος απάνεμο
αναφουντουλάζω = φουντώνω τα πράγματα π.χ. μαξιλάρια
αναφουντουλίζω = αναθάλλω, ξαναβλαστάνω
ανάφτιγος = μη αναμμένος
άναφτος = μη αναμένος
ανάφτω = ανάβω
αναχάπαρα = απροόπτως, ξαφνικά
αναχασμούμαι = χασμουριέμαι, αναπνέω
αναχνιδάζω = νιώθω τις τρίχες μου σηκωμένες από συγκίνηση
αναχουλεύω = δείχνω την επιθυμία μου με κινήσεις χεριών και φωνής
αναχπάραχτα = απροόπως, ξαφνικά
ανάχρηστος = ανυπάκουος, απειθάρχητος
αναχτίσκουμαι = κατασκευάζομαι
ανέαστος = αυτός που δεν έχει οργωθεί, αυτός που δεν λερώθηκε με κοπριά, αλεύκαντα ρούχα
ανέβα = ανέβα, άνοδος, μεταφ. ακμή ηλικίας
ανεβάζω = αναβιβάζω, προβιβάζω, πλειοδοτώ
ανεβαίνω = ανεβαίνω, ανέρχομαι
ανέβαση = ανάβαση, άνοδος
ανεβασία = άνοδος, ανάβαση
ανεβασίδι = ανηφορικός δρόμος
ανεβασμάτιν = η αναγκαία ζύμωση
ανεβαστός = αυτός που έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση
ανέβατος = αζύμωτος
ανέγβαλτος = άβγαλτος, ακοινώνητος, αδαής, ανάγωγος
ανέγγιστος = ανέγγιχτος
ανέγδερτος = άγδαρτος
ανέγκαστα = χωρίς κόπο, ξεκούραστα
ανέγκαστος = ακαταπόνητος
ανεγκουνίαστος = ασπαργάνωτος
ανεγνώριμος = άγνωστος, αναγνωριζόμενος
ανειδής = άσχημος
ανελεήμονος = άσπλαχνος, άπονος
ανέλπιστος = απροσδόκητος, αμφίβολος
ανεμίδα = χειροκίνητο εκκοκκιστήριο για το βαμβάκι
ανεμιδόξυλο = ο ξύλινος άξονας της ανεμίδας
ανεμίζω = ανεμίζω, κινώ κάτι στον άνεμο
ανεμικά = ρευματισμός του σώματος
ανεμίτα = μικρό χόρτο με λεπτό βλαστό
ανεμοβρέχη = ανεμοστρόβιλος με ραγδαία βροχή
ανεμογάμης = κοινή ονομασία του πτηνού κίρκος, κιρκινέζι
ανεμοκαλή = ανεμοστρόβιλος ισχυρός
ανεμοκαλίτζα = ανεμοστρόβιλος ισχυρός
ανεμοκούνιν = κούνια βρέφους κρεμαστή, αιώρα
ανεμολίγμενος = στον άνεμο ως άχυρο σκορπισμένος
ανεμολίγμιν = το εξαφανιζόμενο
ανεμοπόδης = γρήγορος στο βάδισμα
άνεμος = άνεμος, ρευματισμός
ανεμόσκαλα = σκάλα από σχοινί
ανεμόσυκα = είδος συκιάς
ανεμοταραγμένος = ταραζόμενος από άνεμο
ανεμούργιτα = άπειρα, αμέτρητα
ανεμοφάρμακον = πόνος της κοιλιάς από κρυολόγημα
ανεμοφώλιδον = εξόγκωμα δερματικό
ανεμοφώλιν = εξόγκωμα δερματικό
ανεμπάλιστος = μη μπαλωμένος
ανέν = – και με αυτό εισάγεται πρόταση υποθετική
ανεντροπία = αδιαντροπιά, αναίδεια
page===11

ανέντροπος = αδιάντροπος, αναιδής, ξεδιάντροπος
ανεξάμωτος = αυτός που δεν του πήραν τα μέτρα για ένδυμα
ανέξερτα = εν αγνοία
ανέξερτος = αμαθής, αδαής
ανεξέταστος = αυτός που δεν υποβλήθηκε σε εξέταση
ανεξόδαστος = αξόδευτος
ανεξόριστος = αυτός που δεν έχει εξοριστεί
ανέραστος = αυτός που δεν αηδιάζει
ανέργιος = ολοκαίνουργιος, έδαφος απάτητο
άνεργος = άνεργος, μη εργαζόμενος
ανερήμαστος = μη ερημωμένος
ανερώτετα = χωρίς ερώτηση
ανέρωτος = χωρίς νερό, άνυδρος
ανερωτώ = ρωτώ
ανέσβηγος = άσβηστος
άνεση = ανάπαυση, ησυχία
ανετοίμαστος = μη ετοιμασμένος, απαράσκευος
ανέτοιμος = μη έτοιμος
άνευ = πλην, εκτός
ανευλόαρος = άχρηστος
ανευλόγητος = χωρίς ευλογία, ανεπιτήδειος, ανωφελής
ανεύρετος = μη ευρισκόμενος
ανευχαριστηστία = μη ευχαριστημένος από τα καλά που του κάνουν
ανευχαρίστητος = μη ευχαριστημένος, αγνώμων
ανευχίαστος = αυτός που δεν έχει καθαγιαστεί από την εκκλησία
ανέχεια = πενία, φτώχια
ανεχετία = πενία, φτώχια
ανέχετος = πολύ φτωχός, άπορος
ανεψέα = η οσμή του μη καλοψημένου φαγητού
ανέψετος = άψητος
ανέψιν = ανιψιός, εγγονός
ανεψιός = εξάδελφος, εγγονός
ανεψολόγιν = το σύνολο των ανεψιών
άνεψος = όχι καλοψημένο ή άβραστο
ανεψωτός = λίγο άψητος
άνηθον = άνηθος
ανηλίαστος = αυτός που δεν εκτέθηκε στον ήλιο
ανήλικος = μικρός στην ηλικία
ανήλιν = μη σκιερό
ανήμερα = αυθημερόν
ανημέρευτος = μη εξημερωμένος, μη τιθασευμένος
ανήμερος = άγριος
ανημέρωτα = αγρίως
ανημέρωτος = μη εξημερωμένος
ανήμπορος = αδιάθετος, άπορος
ανήξερος = αδαής, αυτός που δεν γνωρίζει
ανησυχάζω = είμαι ανήσυχος, ανησυχώ
ανήσυχος = αυτός που δεν μένει ήσυχος
ανήφορα = ανηφορικά
ανηφορία = τα μεσόγεια μέρη κατ’ αντίθεση προς τα παράλια
ανηφορίζω = ανεβαίνω ανηφορικό δρόμο
ανηφορίτες = κάτοικος των μεσογείων μερών κατ’ αντίθεση προς τον κάτοικο των παραλίων
ανηφοροκέφαλος = τέρμα ανηφορικού δρόμου
ανήφορος = ανηφορικός δρόμος
ανηφορωτός = λίγο ανηφορικός
άνθεν = προς τα άνω, άνωθι, το παραπάνω
άνθεν-καικά = ανωτέρω που, λίγο παραπάνω
άνθεν-κέσου = παραπάνω που
άνθεν-μερέαν = προς το επάνω μέρος
άνθεν-μέρου = προς το επάνω μέρος
άνθιν = άνθος
ανθίν = φτιαγμένος από άνθος
άνθισμαν = άνθηση, ανθοφορία
ανθίτζα = ανθάκι
ανθόγαλα = ανθόγαλα
ανθογαλένον = ο παρασκευασμένος από ανθόγαλα
ανθογαλερόν = δοχείο στο οποίο συλλέγεται το ανθόγαλα
άνθος = λουλούδι
ανθοστεφανούμαι = στέφομαι με άνθη
ανθρωπέα = οσμή σώματος ανθρώπου
ανθρωπεμένα = κόσμια
ανθρωπεύω = γίνομαι άνθρωπος κόσμιος και ευγενής
ανθρωπία = ανθρώπινος, ευγενής και πολιτισμένη συμπεριφορά, ευεργεσία
ανθρωπίζω = φέρομαι ανθρώπινα, εκπολιτίζομαι
ανθρωπινά = κατά τρόπο άνθρωπο
ανθρωπινός = ανθρώπινος, ο αρμόζων σε άνθρωπο ευγενή και καλό
ανθρωπίτζης = μικρόσωμος άνθρωπος, ανθρωπάκος
ανθρωπόπουλλον = τέκνο ανθρώπου, άνθρωπος προνοητικός
άνθρωπος = άνθρωπος
ανθρωπότης = η ιδιότητα του ανθρώπου, ανθρώπινη φύση, ανθρωπισμός
ανθρωποφάγος = αυτός που τρώει ανθρώπινο κρέας
ανθύνω = αναγεννιέμαι
ανθώ = ανθοφορώ
ανίκητος = ακατανίκητος
άνισον = γλυκάνισος
ανίσως = αν τυχόν
ανίσωτος = άνισος
ανιτζέα = οσμή ανιτζιού
ανιτζόφυλλον = φύλλο ανιτζιού
ανιφτοκάτα = σκωπτικώς ο άνιφτος
άνιφτος = άνιφτος
ανοησία = απερισκεψία
ανοιγάριν = κλειδί
ανοιγαρίτζιν = κλειδί
άνοιγμα = άνοιγμα, ρωγμή, σχισμή
ανοιγμάδι = μέρος γης χωρίς δέντρα, ασκεπές
άνοιγος = αυτός που δεν ανοίγει
ανοιγωή = αιθρία, καλοκαιρία
ανοιγωίζω = ξανοίγει, αιθριάζει, καλοκαιριάζει
άνοικος = αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, ακατοίκητος, έρημος
ανοικώνω = ερημώνω
ανοιξάζω = παραθερίζω, διέρχομαι την εποχή της ανοίξεως
ανοιξέα = η μυρωδιά της άνοιξης, άνοιξη
ανοιξεζ’νός = ανοιξιάτικος
ανοιξέσιν = παραγόμενος την άνοιξη
ανοιχτά = ανοιχτά
ανοιχτάρι = κλειδί με το οποίο ανοίγει η κλειδαριά
ανοιχτέριν = κλειδί
ανοιχτία = μέρος ανοιχτό, πλατεία, αιθρία, ευωδία
ανοιχτοκάρδης = αυτός που έχει στήθος γυμνό, ειλικρινής, εύθυμος
ανοιχτοκάτζης = αυτός που έχει ανοιχτό μέτωπο, μεταφ. ειλικρινής
ανοιχτόκολος = αυτός που έχει ανοιχτά πισινά, μεταφ. πάμπτωχος
ανοιχτομμάτης = δραστήριος, ικανός
ανοιχτοπρόσωπος = ειλικρινής, γενναιόδωρος
ανοιχτοσύνα = αίθριος καιρός, ευωδία
ανοιχτοχάρτιν = βιβλίο του μάντη
ανοιχτοχέρης = γενναιόδωρος, σπάταλος
ανοιχτωσία = χώρος ανοιχτός, ευρύχωρη πλατεία
άνοκνα = άοκνα
ανόκναος = άοκνος
page===12

ανοκνία = φιλεργία, φιλοπονία
ανόκνιος = άοκνος
άνοκνος = φίλεργος, εργατικός
άνομα = παρανόμως
ανομία = κακή πράξη, παρανομία
ανομμάταστος = αβάσκαντος
ανόμματος = τυφλός
ανομολόγετος = αμολόγητος, απόρρητος
άνομος = παράνομος, άνθρωπος ανόσιος, κακούργος
ανονείδιστος = ανεπίληπτος, άψογος
ανορεξία = ανορεξία
ανόρεχτος = ανόρεχτος
ανόρθωτα = ανάποδα
ανόρταρος = αυτός που δεν φοράει μάλλινες κάλτσες
ανορφάνιστος = ορφανός με προστάτη
άνοστα = άνοστα μεταφ. χωρίς προθυμία
ανοστασία = έλλειψη γλυκύτητας
ανοστία = έλλειψη γλυκύτητας
ανοστίζω = γίνομαι άνοστος
άνοστος = άνοστος
ανοστύνω = ανοστύνω
άνου-κάτου = άνω κάτω
ανούας = ανόητος, βλάξ
ανούνιστος = άμυαλος, απερίσκεπτος, αμέριμνος
ανούνιχτα = άμυαλα, απερίσκεπτα, αμέριμνα
ανούχος = δυόσμος, ρίγανη
αντάλλαγμαν = αντάλλαγμα
ανταλλάγμιν = αυτός που αποβάλει τη φυσική του όψη
ανταλλάζω = ανταλλάζω
αντάμωνω = συναντώ, συνδέω, συναρμόζω, προσεγγίζω
αντάμωτος = απροσάρμοστος
αντάρα = ανεμοζάλη, θύελλα, ομίχλη, θόρυβος, βοή
ανταράζω = έχω ομίχλη, θολούρα
αντέρι = έντερο
άντζα = αγκώνας
αντζίν = κνήμη
αντζοφόριν = είδος γυναικείου παντελονιού
αντζώνι = πόδι
αντζώνω = τεντώνομαι με τα πόδια
αντήμερα = την επόμενη μέρα, προ δύο ημερών
αντημερέα = από νωρίς
αντήμερον = επόμενη μέρα εορτής
αντί = αντί
αντιβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω
αντιβάλλω = εναντιώνομαι, διαβάλλω
αντιβούνιν = βουνό βρισκόμενο πέρα ετέρου
αντιβοώ = αντηχώ
αντιδαβάζω = διαβιβάζω κάτι απέναντι, περνώ το ένα κομμάτι πάνω σε άλλο
αντιδαβαίνω = διαβαίνω, ξαναπερνώ, ξαναέρχομαι
αντιδονώ = αντηχώ, ηχώ
αντίδωρον = αντίδωρο
αντίθεος = άπιστος, ασεβής
αντίθρησκος = αντίθρησκος, ασεβής
αντίκα = αντίκα
αντικαιρού = το μεθεπόμενο έτος, μετά δυο έτη
αντίκακον = το ανταποδιδόμενο κακό
αντίκαλον = αντευεργέτημα
αντικάρδα = τα μύχια της καρδιά, τα μυστικά
αντικενώνω = μεταγγίζω
αντικλείδιν = αντικλείδι
άντικος = κυρτός
αντικόσμιν = πλήθος ή μέγεθος υπερβολικό
αντικράζω = ελαττώνω την θερμοκρασία ζεστού νερού με ψυχρό
αντικρινός = αντικρινός
αντικρύ = απέναντι
αντικρύα = αντιλογία, αντίρρηση
αντικρυαίνω = συνδυάζω κρύο νερό με θερμό
αντικρύζω = αντικρίζω, αντιλέγω
αντίκρυθε = από το απέναντι μέρος
αντικρυώνω = συνδυάζω κρύο νερό με θερμό
αντίλα = αντίλαλος
αντιλαλώ = αντιλαλώ
Αντίλαμπρα = η Κυριακή του Θωμά
αντιλέγω = αντιλέγω
αντίλινος = φυτό που παράγει άνθη όμοια με τα άνθη του λίνου
αντιλογία = αντιλογία
αντίλογος = αντίλογος
αντίμαχος = αντίμαχος, εχθρός
αντιμήσιν = το αντιμήνσιο της αγίας τραπέζης
αντιπάλα = εχθρικώς
αντίπεραν = στο απέναντι μέρος
αντιπερώ = διαβαίνω στο αντικρινό μέρος
αντίπιστος = εχθρός της χριστιανικής πίστης
αντιπλέκω = ξεπλέκω
αντιποδία = αντίθεση, ρήξη
αντισονέα = οσμή άνηθου
αντισόνιν = άνηθος
αντισώνω = αναπληρώ το ελλείπον
αντισώνω = εξισώνω
αντιφάρμακον = αντιφάρμακο
αντιφεγγίζω = αντιφεγγίζω
αντιφέρουμαι = αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι
αντιφιλώ = φιλώ επανειλημμένως
αντίχαρα = φαγοπότι γινομένη εφτά μέρες μετά το γάμος στο σπίτι της νύφης ή του γαμπρού
αντίχαρη = αντίχαρη
αντιχαρίζω = ανταποδίδω δώρο
αντιχάριν = αντίχαρη
αντίχριστος = αντίχριστος
αντίχρονος = το μεθεπόμενο έτος, το προσεχές έτος
αντλώ = αντλώ, μεταγγίζω, ανακινώ
αντονικός = κυρτός
αντραγαθία = γενναία πράξη, ηρωικό κατόρθωμα
αντράγουρος = αντρογυναίκα
αντραδελφοκόρ’ = τζιν
αντράδελφος = κόρη του κουνιάδου
αντράδελφος = κουνιάδος
αντρακός = ένδυμα που ανήκει σε άντρα
άντρας = άντρας
αντράχνα = θάμνος κουμαριά και ο καρπός
αντρεία = αντρεία
αντρειώνω = αντρειώνω
αντρέσιν = αντρικό
αντρία = παντρειά
αντρίζω = παντρεύομαι
αντρίκειν = ένδυμα που ανήκει σε άντρα
αντρικός = αντρικός
άντρισμα = παντρειά
αντρίστικος = αυτό που ανήκει ή αρμόζει σε άντρα
αντρογυναίκα = αντρογυναίκα
αντρόγυνον = αντρόγυνο
page===13

αντροθείος = θείος του συζύγου
αντροκλέφτρα = αντροκλέφτρα
αντροξάδελφος = ξάδελφος του συζύγου
αντρόπιαστος = αδιάντροπος, ξεδιάντροπος
αντρόπιστος = πιστή και αφοσιωμένη προς τον σύζυγό της
αντρούμαι = μεγαλώνω και γίνομαι πλέον άντρας
αντροφάγαινα = εκείνη που θέλει να «φάει» τον άντρα της
αντροχωρίστρα = αντροχωρίστρα
ανύλιστος = αστράγγιστος
ανυπάκουος = ανυπάκουος
ανύπαντρος = ανύπαντρος, άγαμος
ανυπόβλητος = αυτός που δεν έχει υποβληθεί ακόμη για κρίση
ανυπόφερτος = ανυπόφερτος, αφόρητος
ανύφαστος = μη υφανθείς
ανυχτία = ξημέρωμα
άνω = άνω
ανωθίτζι = το εξωτερικό μέρος ενδύματος
ανωθύριν = υπέρθυρο
ανωρίαστος = ζώο που δεν επιτηρείται
ανωσώριν = καρπός μαζεμένος από το δέντρο
ανώτερος = ανώτερος
ανώφελα = ανώφελα, μάταια
ανωφέλετα = ανώφελα, μάταια
ανωφέλετος = ανωφελής, άχρηστος
ανωφέλευτα = ματαίως, ασκόπως
ανωφέλης = άχρηστος, κακός, επιβλαβής
ανωφελησία = ζωηρός, αταξία
ανώφελος = ανώφελος, άχρηστος
ανωφελωσύνη = αδικία, βλάβη
ανωχαλία = αδυναμία
ανώχαλος = αδιάθετος, μισοψημένος
ανωχαλωτός = αδιάθετος, μισοψημένος
αξαγούρευτος = αξομολόγητος
αξάζω = αξίζω, υπερτερώ
άξαστος = αξέχαστος
άξαφτος = απύρωτος
αξένευτος = οικείος
αξενίτευτος = αξενίτευτος
αξέραστος = αυτός που δεν έχει ξεράσει
αξημέρωτος = αξημέρωτος
αξία = αξία
αξίδωτος = χωρίς ξίδι
αξίζω = αξίζω
αξιναράζω = κτυπώ με αξίνα
αξιναρέα = κτύπημα με αξίνα
αξινάριν = αξίνα
αξιναρίτζα = τσαλαπετεινός
αξίναρος = χωρίς αξίνα
αξιναροστέλιν = κομμάτι ξύλου της αξίνας
αξιναρού = γυναίκα προπετής και γλωσσού
άξιος = άξιος
αξιότε = δραστηριότης, ικανότης
αξιχώριγος = αδιανέμητος, αμοίραστος
αξιωματικός = αξιωματικός
αξιώνω = αξιώνω
αξομολόγητος = αξομολόγητος
άξυλος = αυτός που δεν έχει καύσιμα ξύλα, μεταφ. δυσκίνητος, νωθρός
αξυμύτωτος = μη μυτερός
αξύπνητος = αξύπνητος
αξύπνιστος = αυτός που δεν ξύπνησε
αξυράφιστος = αξύριστος
αξύριστος = αξύριστος
άξυστος = άξυστος
αουτεινέτερον = αυτωνών
αούτος = αυτός
άπα = απάνω
απαγκαικά = επάνω και κάτω
απαγκέσου = στα πάνω μέρη
απαγκιάνου = προς τα άνω
απαδά = αποδώ, εδώθε
απαδά-αφκά = αποδώ κάτω
απαδαέξου = έξω απ’ αυτό το μέρος
απαδακά = αποδώ κοντά
απαδακά-άνθεν = αποδώ επάνω
απαδακά-κάθεν = αποδώ κάτω
απαδακάθεν = αποδώ κάτω
απαδακάθεν-κέσου = ίσια από των εδώ κάτωθι μερών
απαδακάθεν-κιάνου = αποδώ κάτωθι προς τα άνω
απαδακάθεν-μέρου = από των ενταύθα κάτω των μερών
απαδακαικά = αποδώ κοντά
απαδακιάνου = αποδώ προς τα άνω
απαδακοντά = εδώ κοντά
απαδακοντάτζικας = εδώ κοντά
απαδαμερέα = από αυτό το μέρος
απαδαμερόθεν = από αυτό το μέρος
απαδαμέρου = από αυτό το μέρος
απαδάνθεν = από εδώ παραπάνω
απαδάνθεν-κέσου = ίσια από των ανωτέρω εδώ μερών
απαδάνθεν-κιάνου = από τα παραπάνω εδώ μέρη προς τα άνω
απαδαπαγκαικά = αποδώ άνωθεν προς τα κάτω
απαδαπαγκέσου = από τα εδώ επάνω μέρη
απαδαπαγκιάνου = αποδώ επάνω προς τα άνω
απαδαπάνω = αποδώ πάνω
απαδαπέραν = αποδώ απέναντι
απαδαπέραν-κέσου = από των απέναντι μερών ίσα πέρα
απαδαπέραν-κιάνου = από των εδώ απέναντι μερών προς τα άνω
απαδαπεσκαικά = αποδώ μέσα ακριβώς
απαδαπεσκέσου = από των εντός του ενταύθα μερών
απαδαπεσκιάνου = αποδώ μέσα προς τα άνω
απαδαπέσω = αποδώ μέσα
απαδαπλαγκαικά = αποδώ παραπέρα ακριβώς
απαδαπλαγκέσου = κοντά στα εδώ μέρη
απαδαπλαγκιάνου = αποδώ παραπέρα προς τα άνω
απαδαπλάν = αποδώ παραπέρα
απαδαφκά = αποδώ κάτω
απαδαφκακαικά = αποδώ παρακάτω ακριβώς
απαδαφκακέσου = από των εδώ κάτω των μερών
απαδαφκακιάνου = αποδώ κάτωθεν προς τα άνω
απαδαχαντζαικά = αποδώ πλησίον
απαδυναμώνω = αποδυναμώνω
απαίδευτος = απαίδευτος
άπαιδος = άτεκνος
απαίδωτος = άτεκνος
απαίνετος = μετριόφρων
απαισέρ = καταραμένος, αναθεματισμένος
άπαιχτος = άπαιχτος
απακλερώνω = κάνω κάποιον άκλερο, αδέσποτο
απακονώ = αμβλύνω
απακουγιάρης = γνωρίζω κάτι από τον ήχο
απακουμπίζω = στηρίζομαι
page===14

απακουμπιστέριν = στήριγμα, έρεισμα
απακουστάρης = γνωρίζω κάτι από τον ήχο
απακουστικός = γνωρίζω κάτι από τον ήχο
απακουστός = εξ ακοής γνωστός
απαλαβή = εδέσματα ποικίλα τα οποία προσφέρουν την πρωτοχρονιά οι νεόνυμφοι στους γονείς, οι μνηστευμένοι στα πεθερικά
απαλάλωτος = μη τρελαμένος
απαλατίζω = παύω να παρέχω αλάτι στα ζώα
απαλείφτω = αλείφω από πάνω
απαληθείας = αληθώς
απαλίζω = ξαρμυρίζω
απαλιμάζω = ξαρμυρίζω
απαλιμιδάζω = ξαρμυρίζω
απαλιμιδέα = ξαρμύρισμα αλμυρού εδέσματος
απαλιμίζω = ξαρμυρίζω
απαλίμιν = το νερό του ξαρμυρίσματος αλμυρών ουσιών
απάλιν = απαλό
απάλιν = απαλό
απάλιση = ξαρμύρισμα αλμυρού τροφίμου
απάλλαγα = εναλλάξ
απαλλάγωτος = αδιόρθωτος
απαλλάζω = αλλάζω ιματισμό ενδύματος προς το καλύτερο, μεταβάλλομαι αλληλοδιαδόχως
απαλλού = από άλλο μέρος
απαλμέγω = τελειώνω το άρμεγμα
απαλός = μαλακός, τρυφερός
απαλοσάκκουλον = τρίχινο σακούλι εντός του οποίου τοποθετείται το τυρί για να στραγγίσει
απάλοτος = διατηρημένος, στερεός
απαλοχωμία = χώμα απαλό χωρίς πέτρες
απαλυκούμαι = αποβάλλω την αλμυρότητα
απαλωνίζω = τελειώνω το αλώνισμα
απαναλλάζω = εναλλάσσω καθημερινώς στολή λόγω εορτής
απανάμεσα = δια μέσου
απαναμεσόντας = δια μέσου
απαναρύνω = αραιώνω
απαναφκά = απάνω κάτω
απάνθεν = από άνωθεν
απάνθεν-καικά = από το επάνω μέρος ακριβώς
απάνθεν-κέσου = από το επάνω μέρος
απάνθεν-κιάνου = από το επάνω μέρος προς τα άνω
απανθρωπία = απανθρωπιά
απανθρωπίζω = αποβάλλω τον ανθρωπισμό, την σεμνότητα, την ντροπή
απάνθρωπος = απάνθρωπος
απανικό = το επάνω πάτωμα οικίας
απανίων = αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο βαθμό κοινωνικής θέσης
απανόζι = ξύλο εβένου
απανοίγουμαι = ανοίγω τα χέρια λαμβάνοντας στάση επίθεσης
απανοίγω = ανοίγω λίγο
απανοστύνω = ανοσταίνω
απαντή = προϋπάντηση
απάντηση = απάντηση
απαντία = συνάντηση
απαντίκρυ = από το απέναντι μέρος
απάντρευτος = άγαμος
απαντώ = απαντώ
απάνω = επάνω
απανωβάσταγον = γυναικείο κόσμημα
απανωγής = επί της γης
απανώγραμμαν = διεύθυνση παραλήπτη σε επιστολή
απανωγραφή = διεύθυνση παραλήπτη σε επιστολή
απανωγύρα = ξένη ύλη μέσα στο κόσκινο μετά από κοσκίνισμα σιτηρών
απανωδράνιν = σανίδα πάνω από την εστία που χρησιμεύει ως ράφι
απανωζύγωτο = από τα δυο παράλληλα ξύλα του ζυγού το επικείμενο στο τράχηλο του βοδιού
απάνωθενα = το ανώτατο μέρος της εστία
απανωθύριν = το υπέρθυρο
απανωκάμισον = λεπτο μεταξωτό ύφασμα φερόμενο πάνω στο στήθος
απανωκέρετζον = η κόρα στην πάνω επιφάνεια του άρτου
απανωσάνιδον = σανίδα επικείμενη πάνω σε άλλη
απανωσπόνδυλον = δεύτερο σπόνδυλο που τοποθετείται στο άνω μέρος του αδραχτιού για να γυρίζει γρηγορότερα
απανωσωράζω = μαζεύω καρπούς από το δέντρο
απανωσώριν = το μάζεμα καρπών από το δέντρο
απανωτά = αλλεπάλληλα
απανώτερος = ανώτερος, υπέρτερος
απανωτός = αλλεπάλληλος
απαπάκινη = θόρυβος, ταραχή
απαπέξω = από έξω
απαπεσκέσου = από μέσα
απαπέσω = από μέσα
απαπλώνω = προτείνω
απαπονοίουμαι = ανοίγω τα χέρια λαμβάνοντας στάση επίθεσης
απαπουκά = αποκάτω, κάτωθεν
απαπουκακιάνου = από τα κάτω προς τα άνω
απάπουρες = ψητά κάστανα
απαράγβαλτος = μη ξεπροβοδισθείς, άτολμος, δειλός
απαραθυμία = το να παύσεις να νοσταλγείς
απαραθυμώ = παύω να νοσταλγώ
απαραίντιγος = μη παραιτούμενος από κάπου
απαραιώνω = αραιώνω
απαρακοίμιστος = αυτός που δεν κοιμήθηκε με κάποιον άλλον
απαράλλαχτος = απαράλλαχτος
απαραπόνετος = αδιαμαρτύρητος
απαραστόχαστος = μη στοχαζόμενος
απαρατήρετος = απαρατήρητος
απαραχόλαστος = αφούρκιστος, αθύμωτος
απαράψετος = άψητος
απαργά = πολύ αργά
απαργώ = χρονοτριβώ, καθυστερώ
απαργώς = πολύ αργά
απαρέβγαλτος = μη ξεπροβοδισθείς, άτολμος, δειλός
απαρέλεπος = παραμελούμενος
απαρηγόρετος = απαρηγόρητος
απαρματώνω = αφοπλίζω, αφαιρώ στολίδια, έπιπλα, αφαιρώ εξαρτύματα πλοίου, σηκώνω, καταστρέφω
απαρνότερος = αυτός που αρνείται την ενοχή του
άπαρος = απένταρος
απαρπάζω = αρπάζω βίαια, διαπληκτίζομαι, συμπλέκομαι
απαρρωστώ = πάυω να είμαι άρρωστος
άπαρτος = μη παραληφθής
απαρχάρευτος = αυτός που δεν πέρασε το καλοκαίρι στην ύπαιθρο
άπας = ας πάει, έστω, ας
απασσάλωτος = αυτός που δεν είναι στηριγμένος σε πάσσαλο
άπαστος = ανάλατος
απάστρευτος = ακάθαρτος, αξεφλούδιστος
άπαστρος = απάστρευτος, ακαθάριστος, αφιλόκαλος
απάστωτος = απάστωτος
απάτετος = απάτητος, ατριβής
απατζής = ράπτης αντρικών μάλλινων πανωφοριών
απατόσος = τόσος, τόσο μεγάλος
απατού = απαυτού
απατουάνθεν = απαυτού επάνω
απατουάνθεν-καικά = απαυτού επάνω
απατουάνθεν-κέσου = από των αυτού των άνω μερών
απατουάνθεν-κιάνου = από των ανωτέρω αυτού μερών προς τα άνω
page===15

απατουέμπρου = απαυτού εμπρός
απατουέξω = απαυτού έξω
απατουκά = απαυτού κοντά
απατουκάθεν = απαυτού κάτω
απατουκάθεν-καικά = απαυτού κάτω
απατουκάθεν-κέσου = από των αυτού κάτω μερών
απατουκάθεν-κιάνου = απαυτού κάτωθεν προς τα άνω
απατουκαικά = απαυτού κοντά
απατουκέσου = ίσια απαυτού
απατουκιάνου = απαυτού προς τα άνω
απατουκοντάτζικας = απαυτού κοντά
απατουμερέα = από το μέρος αυτού
απατουμερόθεν = από το μέρος αυτού
απατουμέρου = από το μέρος αυτού
απατουπαγκαικά = απαυτού επάνω προς τα κάτω
απατουπαγκέσου = ίσια από τα επάνω αυτού μέρη
απατουπάνω = απαυτού επάνω
απατουπέραν = απαυτού απέναντι
απατουπέραν-καικά = απαυτού απέναντι ακριβώς
απατουπέραν-κέσου = απαυτού απέναντι ίσια
απατουπέραν-κιάνου = απαυτού απέναντι προς τα άνω
απατουπεσκαικά = απαυτού μέσα ακριβώς
απατουπεσκέσου = από των εντός αυτού μερών
απατουπεσκιάνου = απαυτού μέσα προς τα άνω
απατουπέσω = απαυτού μέσα
απατουπλαγκαικά = απαυτού παραπέρα
απατουπλαγκέσου = απαυτού παραπέρα ίσια
απατουπλαγκιάνου = απαυτού παραπέρα προς τα άνω
απατουπλάν = απαυτού πέρα
απατουφκά = απαυτού κάτω
απατουφκά-καικά = απαυτού κάτω ακριβώς
απατουφκακέσου = ίσια απαυτού κάτω
απατουφκακιάνου = απαυτού κάτω προς τα άνω
απάχαντον = αγκάθι
απαχάνω = χάσκω
απάχαρος = πολύ δυστυχισμένος
απάχετος = αδύνατος, άπαχος, ισχνός
απαχνιδίζω = αφαιρώ τα ψαροκόκαλα
άπαχος = άπαχος
απαχπάνω = ξεριζώνω
απεγβαίνω = εξοφλούμαι, ξεχρεώνομαι
απεγβάλλω = εξοφλώ, αποκαθιστώ, επανορθώνω
απέγβαλτος = ανεξόφλητος, ανανταπόδοτος
απεγβώνω = απαλλάσσομαι από το χρέος εξοφλώντας το
απεικάζω = αντιλαμβάνομαι, εννοώ
απεικεί = από εκεί
απειράνιστος = αυτός που δεν έχει υποστεί κακουχίες και θλίψεις
απείραχτος = απείραχτος
απείσμωτος = αυτός δια τον οποίο δεν καταβλήθηκε προσπάθεια
απεκειάνθεν = αποκεί προς τα άνω
απεκειάνθεν-κέσου = από των εκεί ανωτέρω που μερών
απεκειάνθεν-κιάσου = από των ανωτέρω εκεί μερών και άνω
απεκειάνου = από εκεί επάνω
απεκειαπαγκέσου = από των εκεί επάνω που μερών
απεκειαπάνου = από εκεί επάνω
απεκειαφκά = αποκεί κάτω
απεκειαφκά-καικά = αποκεί κάτω ακριβώς
απεκειαφκά-κέσου = από των εκεί κάτω που μερών
απεκειαφκά-κιάνου = από εκεί κάτω προς τα άνω
απεκειέξου = από εκεί έξω
απεκειέσου = ίσια από το μερός εκείνο
απεκείθεν = από εκεί
απεκεικά = από εκεί κοντά
απεκεικάθεν = από εκεί κάτω
απεκεικέσου = ίσια από εκεί
απεκεικιάνου = από εκεί προς τα άνω
απεκεικοντάτζικας = από εκεί κοντά ακριβώς
απεκειμερέαν = από εκείνο το μέρος
απεκειμερόθεν = από εκείνο το μέρος
απεκείμερος = από εκείνο το μέρος, παραπέρα
απέκεινα = κατόπιν, ένεκα τούτου
απεκειπέραν = από το απέναντι μέρος
απεκειπλάν = αποκεί πέρα
απελέκητος = απελέκητος, απαίδευτος, αγροίκος
απελπίσκουμαι = απελπίζομαι
απέμπρα = από εμπρός μου
απεμπροστά = από μπροστά μου
απέμπρου = από εμπρός
απεντροπάζω = αδιαντροπιά, αποτολμώ
απεντροπίζω = αποβάλλω ντροπή
απέξω = απέξω
απεπάνθεν = άνωθεν
απεργέλαστος = μη εμπαιζόμενος
απέρνιστος = αδιάβατος
απεσκαικά = εντός
απεσκέσου = μέσα, εντός
απεσκιάνου = μέσα κατά τον ανήφορο
απέσω = από μέσα, ένδοθεν
απέταλος = απέταλος
απετάλωτος = απέταλος
απετεινίαστος = άγονο αυγό
απετσειτσαικά = αποκεί κοντά
απευκαιρώνω = χάνω την ισορροπία
απευλοΐζω = μολύνω
απευχάζω = ευλογώ κάτι
απεχτηθίζω = αποστηθίζω
απεχτηθίς = αποστήθιση
απηλογώ = αποκρίνομαι
απιάστικος = αμεταχείριστος
απίαστος = αμεταχείριστος, ασύλληπτος
απιδάς = πωλητής αχλαδιών
απιδάχραδον = άγριο αχλάδι
απιδέα = οσμή αχλαδιού
απιδένος = προερχόμενος από αχλάδι
απιδέξευτα = αδέξια
απιδέξευτος = αδέξιος, ανεπιτήδειος
απίδιν = αχλάδι
απιδίτζα = είδος θάμνου
απιδόδεντρον = δέντρο αχλαδιάς
απιδοζώμιν = ζωμός αχλαδιών
απιδόκλαδον = κλαδί αχλαδιάς
απιδόνερον = ζωμός αχλαδιών
απιδόξιδον = ξίδι από αχλάδια
απιδόξυλον = ξύλο αχλαδιάς
απιδοπίπιλον = κουκούτσι αχλαδιού
απιδότζεπλον = φλοιός αχλαδιού
απιδοτζίριν = αποξηραμένο αχλάδι
απιδοφάγας = αυτός που τρώει πολλά αχλάδια
απιδόφυτον = φυτό αχλαδιάς
απικόζης = ισχυρογνώμων, πεισματάρης
page===16

απιπέρωρος = χωρίς πιπέρι
απίσσωτος = χωρίς πίσσα
απίστευτος = απίστευτος
απιστία = απιστία
άπιστος = άπιστος
απιτάζω = κάνω θελήματα, διατάζω, προστάζω
απιταχτέριν = παιδί που κάνει θελήματα
απίταχτος = αυτός που δεν υπακούει σε θελήματα
απίτζι = είδος εδωδίμου μύκητα
άπλα = άπλα, άπλωμα, έκταση
απλά = απλά, απλώς
απλάκωτος = χωρίς πλάκες
απλάνετος = αυτός που δεν έχει πλανηθεί
απλαπούδες = στραγάλια
άπλαστα = κατ’ υπερβολή
άπλαστος = άπλαστος
απλέρωτος = απλήρωτος
άπλεχτος = μη πλεγμένος
απλός = απλός
απλότητα = απλότητα
απλούμιστος = αστόλιστος
απλοχερέας = κλέφτης
απλοχέρης = κλέφτης
απλοχερίζω = ελεώ
απλοχόρταρον = ερπυστικό χόρτο
απλόχωρα = ευρύχωρα
απλοχωρία = ευρυχωρία
απλόχωρος = ευρύχωρος
απλοχωρώ = εκτείνομαι, ευρύνομαι
άπλυτος = άπλυτος
απλώνω = απλώνω
άπλωση = εξάπλωση
απλωτά = απλωτά
απλωταρέα = μέρος όπου απλώνουμε για στέγνωμα
απλωταρείος = μέρος όπου απλώνουμε για στέγνωμα
απλωτός = απλωμένος
απλωτός = απονήρευτος
απλώτρα = απλώστρα
από = από
απόβαλμαν = ξεθώριασμα
αποβάμμιν = χρώμα που υπολείπεται στη βούρτσα
αποβαρύνω = βαρύνω
αποβάφτω = ξεθωριάζω
αποβγαινίσκω = διαφεύγω
αποβελονάζω = ξεβελονιάζω
αποβιδώνω = ξεβιδώνω
αποβλέπω = αποβλέπω
αποβοδώνω = δεν ξεπροβοδίζω κάποιον που φεύγει για ταξίδι
αποβόρι = ισχυρός βόρειος άνεμος
αποβορίζω = τελειώνω το λίχνισμα
αποβορώνω = ψύχω
αποβοτανίζω = εκριζώνω των αγριόχορτων
αποβοτάνισμαν = η εκρίζωση αγριόχορτων
αποβουκώνω = ξεμπουκώνω
αποβουλώνω = αποσφραγίζω, ξεβουλώνω
αποβουρτζέα = απομεινάρι στυπείου μετά το βούρτσισμα
αποβουρτζώνω = καθαρίζω με ισχυρό τράβηγμα
αποβουτορώνω = αφαιρώ το βούτυρο
απόβραδα = αποβραδίς
αποβραδάσκομαι = νυχτώνομαι
αποβραδής = αποβραδίς
αποβράζω = παύω να βράζω
αποβρακίζω = ξεβρακώνω
αποβρακώνω = ξεβρακώνω
αποβρακωτίζω = ξεβρακώνω
αποβραχαλίζω = φτιάχνω βραχιόλι από κάτι στρογγυλό
αποβροντά = παύει να βροντά
αποβροτίζω = μολύνω, ρυπαίνω
αποβρουλίζω = παύω να φλέγομαι
αποβρωμώ = ξεβρομίζω
αποβυζαλίζω = παύω να θηλάζω
αποβυζάνω = ζώο που θήλαζε καλά
απογαβρούμαι = καταξηραίνομαι
απογαγγλάζω = στραμπουλίζω
απογαγγρώνω = παύω να είμαι παράλυτος
απογαγκλάζω = ξελαρυγγιάζομαι
απογαιδιρίσκουμαι = γίνομαι σαν γάιδαρος, καταισχύνομαι, καταντροπιάζομαι
απογαλατώνω = ξεπλένω δοχείο από γάλα
απογαλγανίζω = κατακαίω
απογαλίζω = αφαιρώ το λιπώδες ανθόγαλα από την επιφάνεια του γάλατος
απόγαμπρος = γαμπρός τον οποίο απαρνείται τελευταία στιγμή η νύφη
απογαναχτώ = ξεκουράζομαι
απογαντζίζω = παθαίνω στραμπούληγμα
απογανώνω = σκεύος που φθείρεται
απογαρδιλώνω = γουρλώνω
απογάστρα = υγρά της μήτρας ζώου
απογεφυράζω = αφαιρώ την γέφυρα από την θέση της
απογιαβανούμαι = τρώω νηστήσιμα φαγητά
απογιάτιστος = αχρωμάτιστος
απογίνομαι = απογίνομαι, εξαφανίζομαι
απογλανταρίζω = γλοιώδης
απογλουπίζω = ξεφλουδίζω
απογλυκαίνω = πικραίνομαι
απόγλυσμαν = υπόλειμμα σαπουνιού
απογλύσμιν = υπόλειμμα σαπουνιού
απογομαράζω = ξεφορτώνω
απογομώνω = γουρνώνω
απογοντζάζω = μουδιάζουν τα χέρια από το ψύχος
απογουλαρίζω = τρώω φαγητό και αφήνω το υπόλοιπο ως αποφάγι
απογουλάριν = υπόλειμμα τροφής
απογουλίζω = σφάζω
απογουλώνω = κόβω τον λαιμό
απογράφω = απογράφω
απογριβώνω = αποκολλώμαι
απογριζεύω = καθαρίζω άχρηστα κλαδιά δέντρων, εκχερσώνω έδαφος για καλλιέργεια
απογριλεύω = καταστρέφω τελείως δασώδη περιοχή
απογριντζανίζω = τρίζω τα δόντια
απογριντζαφώνω = γαντζώνομαι
απογριντζώνω = δείχνω τα δόντια μου μορφάζοντας
απογριτζανίζω = ζώο που κόβει με τα δόντια
απογριτζαφίζω = γρατζουνιέμαι
απογροικώ = εννοώ, καταλαμβάνω
απογυμνώνω = απογυμνώνω
απογυναίκικα = γυναικεία
απογύρα = υπολείμματα σιτηρών από κοσκίνισμα
απογυράζω = καθαρίζω
απογυρίζω = γυρίζω αντιστρόφως
απογυροκλώθω = ξεστρίβω
απογυρώνω = καθαρίζω
αποδάβα = απομάκρυνση και εξαφάνιση όπισθεν υψώματος
page===17

αποδαβάζω = διαπερνώ
αποδαβάζω = τελειώνω την ανάγνωση
αποδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι
αποδάβαμαν = το να υπερβαίνει το ύψωμα γης και μη φαίνεται πλέον
αποδαβασέα = απομάκρυνση, αποχωρισμός
αποδάβασμαν = δύση
αποδάβαστος = αυτός που δεν υπερέβη
αποδαλύζω = ξεχωρίζω
αποδαλυχτήριν = αραιή χτένα με την οποία διαλύουν την κόμη
αποδαρίζω = διανέμω γενναιόδωρα
αποδαυλέα = κτύπημα
αποδαύλιν = απομεινάρι δαυλού
αποδαφορωμένος = ανώφελος, ακερδής
αποδεβγατίζω = ξεβελονιάζω
αποδελάζω = ξεδιαλύνω
αποδελαστήριν = τσατσάρα
αποδέξος = αδέξιος, ανεπιτήδειος
αποδίγω = ξεθωριάζω, ξεθυμαίνω
αποδιπλάζω = ξεδιπλώνω
αποδιπλώνω = εκτυλίσσω, αναπτύσσω, ξεδιπλώνω
αποδιψώ = ξεδιψώ
αποδόμηλον = μηλιά εγκεντρισμένη με αχλάδια
άποδος = χωρίς πόδια
απόδουλα = απομεινάρια εργασίας
αποδουλίζω = τελειώνω την εργασία
αποδουλιστέριν = πρόσωπο βοηθητικό στην υπηρεσία
αποδόφυλλον = φύλλο αχλαδιάς
αποδράζω = κρυώνω, ψύχομαι
αποδρανίζω = καθαρίζω το σπίτι
αποδρουβανίζω = τελειώνω την πράξη εξαγωγής του βουτύρου από το γιαούρτι
αποειλάζω = ωθώ το χέρι για να καταφέρω χτύπημα
αποζαγκαρώνω = ξεσκουριάζω
αποζαγκώνω = ξεσκουριάζω
αποζαλίουμαι = ξεζαλίζομαι
απόζαρος = στραβός, λοξός
αποζαρώνω = ισιώνω
αποζεστάσκουμαι = δροσίζομαι
αποζευγαρώνω = διαλύω, χωρίζω
αποζέχκουμαι = σφίγγομαι
αποζινιχίουμαι = ανίκανος προς εργασία
αποζουζουλογώ = συλλέγω μετά το θερισμό απομείναντα στελέχη αραβοσίτου
αποζουλίζω = ξεστρίβω
αποζούλιν = ζώο στο οποίο δεν πέτυχε ευνουχισμός
αποζουρίζω = αποσπώ την αποξηραμένη εσχάρα από πληγή
αποζυμαρώνω = καθαρίζω σκεύος από υπολείμματα ζύμης
αποζυμώνω = αποτελειώνω το ζύμωμα της ζύμης
αποζωίσκουμαι = εξαντλούμαι
αποζώνω = αφαιρώ τη ζώνη
απόθαμα = θάνατος
αποθαμενίτικος = ο προερχόμενος από νεκρό
αποθανατώνω = σώζω από θάνατο, θανατώνω
αποθάνω = πεθαίνω
αποθαρρύσκομαι = αποθαρρύνομαι
αποθεδεγκέσου = από κάπου
αποθεδεγκιάνου = από κάπου προς τα άνω
αποθεδέν = από κανένα μέρος
αποθεκαρίζω = αφοπλίζω
αποθεκαρίζω = αποσπώ μεγάλα τεμάχια κρέατος από κόκκαλα
αποθελάκωμαν = ξεκούμπωμα
αποθελεκιάζω = ξεκουμπώνω
αποθεμελόνω = ξεθεμελιώνω
απόθεν = απ’ όπου, οπόθεν
απόθεν-καικά = απ’ όπου κοντά ακριβώς
απόθεν-κέσου = από ποιο μέρος
απόθεν-κιάνου = από ποιο μέρος προς τα άνω
αποθερίζω = αποθερίζω
αποθέριν = αποθέρισμα
αποθήκεμαν = τοποθέτηση κλωστικής ύλης στη κορυφή της ηλακάτης
αποθήκω = κοιμίζω μωρό
αποθηλυκώνω = ξεθηλιάζω, ξεκουμπώνω
αποθογαλίζω = συλλέγω το ανθόγαλα από την επιφάνεια του γάλακτος
αποθολώνω = φύρω, αποθολώνω
αποθρακώνω = σβήνω, πυρακτώνομαι, κοκκινίζω σαν το κάρβουνο
αποθρύβω = βγάζω κάτι με ισχυρό τρίψιμο
αποθυμάζω = εξατμίζω
αποθυμώνω = ξεθυμώνω
αποθωράζω = ξεθωριάζω
αποκαβαλκεύω = ξεκαβαλικεύω
αποκαβαλκιάζω = βοηθώ στο ξεκαβαλίκεμα
αποκαγανεύω = αποθέρισμα με δρέπανο
αποκαγκελάζω = ισιώνω
αποκαθάζω = αφαιρώ τις άκρες του ψωμιού
αποκαθαρίζω = καθαρίζω εντελώς
αποκάθεν = από τα κάτω μέρη προς τα άνω
αποκάθεν-καικά = από το κάτω μέρος ακριβώς
αποκάθεν-κέσου = από το κάτω μέρος ίσια
αποκάθεν-κιάνου = από κάτω προς τα άνω
αποκαθενά = αποχωρητήριο στην παιδική γλώσσα
αποκαινουργής = εξ νέου
αποκαίω = κατακαίω
απόκακα = αναρρωτικά
απόκακας = είμαι σε ανάρρωση
αποκαλαμάζω = ξετυλίγω το νήμα από τα καλάμια
αποκαλαντάζω = ψάλλω τα κάλαντα
αποκαλατζεύω = μιλώ απρεπώς
αποκαλιβούμαι = φθείρω τα πέταλα
απόκαμα = κάψιμο στο στόμα
αποκαμακουλώνω = γέρνω
αποκαμάρωμα = αφαίρεση νυφικού πέπλου
αποκαμαρώνω = αφαιρώ νυφικό πέπλο
αποκαμίζω = αποσύρω τους δαυλούς της εστίας και σβήνω την πυρά
αποκάμιν = δαυλός της εστίας είτε καιγόμενος είτε σβησμένος
αποκαμινώνω = σβήνω την πυρά της εστίας αποσύροντας τους δαυλούς
αποκαπνίζω = άνθη επιταφίου, βαμβάκι από σκούπισμα επιταφίου κτλ. για απαλλαγή ματιάσματος
αποκαπνισμός = η πράξη του αποκαπνίζειν
αποκαρακατζώνω = αφαιρώ την κόρα του ψωμιού
αποκαρδίζω = αποθαρρύνω, απογοητεύω
αποκαρδώνω = αποκαρδιώνω
αποκαρπουτζίζω = αφαιρώ την κόρα του ψωμιού
αποκαρτελίζω = κομματιάζω, καταξεσκίζω
αποκαρφώνω = ξεκαρφώνω
αποκαταθαρρώ = έχω εμπιστευθεί όλες τις ελπίδες μου
αποκατάνου = από κάτω προς τα άνω
αποκατενίζω = ξεπλένω
αποκατενίσμιν = το καλώς καθαρισμένο καννάβι
αποκατηβαίνω = καταντώ
αποκατορθώνω = κατορθώνω εντελώς
αποκατουρεύκομαι = επείγομαι προς ούρηση
αποκατουρώ = επείγομαι προς ούρηση, τελειώνω την ούρηση
αποκατρανώνω = αφαιρώ το κατράμι από δοχείο
page===18

αποκάτω = από κάτω
αποκαυκαλιδάζω = αφαιρώ την αποξηραμένη εσχάρα πληγής
αποκαυκαλίζω = ξεφλουδίζω, απογυμνώνομαι
αποκαχλάζω = αποχρέμπτομαι
αποκαχλίζω = αποχρέμπτομαι
αποκάψιμον = κατακαίω
αποκενώνω = μεταγγίζω φαγητό στα πιάτα
αποκερατώνω = γίνομαι σκληρός σαν κέρατο
αποκερετζάζω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού
αποκερετζίζω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού
αποκερετζώνω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού
αποκερκελλάουμαι = ξεκουλουριάζομαι
αποκεφαλέα = σφαλιάρα
αποκεφαλίζω = αποκεφαλίζω
αποκεφαλού = υπεράνω
αποκινάζω = ξεσυνερίζομαι την εργασία απαιτώ να την κάνει άλλος
αποκινώ = ξεκινώ
αποκλαινίζω = κάνω κάποιον να κλαίει δυνατά
αποκλειδώνω = ξεκλειδώνω
αποκλερίσκουμαι = απελπίζομαι, απογοητεύομαι
αποκλερώνω = αποκληρώνω
απόκλισμαν = γέρσιμο
αποκλουκίζω = παύω να κλωσσώ
αποκλώθω = ξεστρίβω
απόκλωσμαν = ξεστριμμένη κλωστή
αποκλωστέριν = εργαλείο με το οποιό ξεστρίβεται η κλωστή
αποκνήσκομαι = παύω να αισθάνομαι φαγούρα
αποκοδέσποινα = ανοικοκύρευτη
αποκοδεσποινία = ανυκοκυροσύνη
αποκοιμίζω = αποκοιμίζω
αποκοιμούμαι = ξυπνώ
αποκοκκινάζω = ξεκοκκινίζω
αποκοκκινιζω = ξεκοκκινίζω
αποκολλίζω = αποκολλώ, απογαλακτίζω
αποκόλλιν = αποκόλληση, απογαλακτισμός
αποκολλιστέριν = απογαλακτισμένος
αποκολού = το κατώτατο μέρος
αποκόλωμαν = ξεκώλιασμα
αποκολώνω = ξεκωλώνω
απόκομμαν = έκτρωμα, εξάμβλωμα
αποκομμάτιν = απογαλακτισμένο βρέφος
αποκόμμιν = το ευτελέστερο μαλλί για γόμωση στρωμάτων
αποκονιδάζω = ξεψειρίζω
αποκοντυλώ = ξεκουράζομαι
αποκοπανίζω = κτυπώ με κόπανο στάχυα προς αφαίρεση σίτου
αποκοπάρι = απογαλακτισμένο βρέφος
αποκοπή = αποκοπή
αποκοπρώνω = καθαρίζω από κόπρανα ζώου
αποκορδυλάζω = λύνω κόμπο
αποκορτζίζω = καθαρίζω, παστρεύω
αποκορτζώνω = καθαρίζω, παστρεύω
αποκοσμίζω = γίνομαι ακοινώνητος
αποκοτζακιάζω = ξεκουμπώνω
αποκοτζίζω = παύω να κουτσαίνω
αποκοτοσάζω = απογυμνώνω το στάχυ του αραβοσίτου αφαιρώντας τα περικαλύματα
αποκοτσινούδια = απορρίματα κοσκινίσματος
αποκουβαράζω = ξεκουβαριάζω
αποκουμπάζω = ξεκουμπώνω
αποκουμπίζω = στηρίζομαι, ακουμπώ
αποκουμπώνω = ξεκουμπώνω
αποκουντέμιν = περιφρονητικός, κακομεταχειρισμένος
αποκουντέσιμος = περιφρονημένος
αποκούντιν = άρτος φτιαγμένος από υπολείμματα ζύμης
αποκουντώ = παραγκωνίζω, περιφρονώ
αποκουράν = με σειρά όλοι
αποκουρεύω = διαλύω κάτι κακτοποιημένο
αποκούριν = κούτσουρο
αποκουρφίζω = επαινώ, εγκωμιάζω
αποκόφτω = αποκόβω, απογαλακτίζω
αποκοχλιδάζω = ξετυλίγω
Αποκρέα = Αποκριά
αποκρεατίζω = αποκρεύω
αποκρεμαλίζω = κρεμώ
αποκρεμάνω = ξεκρεμώ
απόκριση = απάντηση
αποκρίσκομαι = αποκρίνομαι
αποκρυαίνω = αποκρυαίνω, αποπαγώνω
απόκρυφα = κρυφά, λαθρά
αποκρυφάουμαι = αποκρύβομαι
αποκρύφως = κρυφά, λαθραία
αποκρυώνω = αποκρυαίνω, αποπαγώνω
απολαβιδώνω = βγάζω τη λαβίδα
απολαδάριν = ψωμί με πολλή ψίχα
απολάδιν = ψίχα, ψαχνό
απολαδόστομος = βραδύγλωσσος
απολαδού = σιγανή
απολαδώνω = γίνομαι σαν ψίχα
απολαδώνω = καθαρίζω από το λάδι
απολαΐζω = καταρρέω
απολαλωμένος = άλαλος
απολάμνω = τελειώνω το όργωμα
απόλαμπρα = μετά το Πάσχα
απολαναρίζω = τελειώνω την επεξεργασία μαλλιού
απολαντζαρούμαι = ζαλίζομαι
απολασκίζω = περιφέρω
απολαταρίζω = κινώ ελαφρώς
απολαφρύνω = κάνω κάτι ελαφρότερο
απολαφρώνω = κάνω κάτι ελαφρότερο
απολαχμάζω = ξελαχανιάζω
απολείπω = λείπω
απολείτρουγα = μετά την λειτουργία
απολείτρουγος = ο μετά την λειτουργία
απολείφιν = το υπολειπόμενο μετά την πλύση σαπούνι
απολέκω = εγκαταλείπω, επιτρέπω, αποστέλλω, καθυστερώ
απολέξιμον = καθυστέρηση
απολεπιδάζω = ξελεπίζω, ξεφλουδίζω, γδέρνω
απολεπιδίζω = ξεφλοιώνω
απολεσμένος = χαμένος
απόλετον = ορμητικός
απολεχούσα = αυτή που τελειώνει τη λοχεία
απολεχουσεύω = αναλαμβάνω εκ της λοχείας
αποληταράζω = ξετυλίγω
απολιβώνω = ξεσυννεφιάζω
απολιγδώνω = καθαρίζω από τη λίγδα
απολιγοθυμάζω = κάνω κάποιον να συνέλθει από λιποθυμία
απολιγοθυμώ = συνέρχομαι από λιποθυμία
απολιγώνω = κάνω κάποιον να συνέλθει από λιποθυμία
απόλιθα = υπολείμματα κοσκινίσματος ανάμεικτα με λιθαράκια
απολιθώνω = σηκώνω την πέτρα
απολιθώνω = μένω άφωνος, κοκάλωσα
page===19

απολιμανίσκουμαι = τρώω βιαστικά και αρπαχά
απολινάριν = φθαρμένο ύφασμα
απολινώνω = φθίρομαι
απολόγερα = ολόγυρα, γύρω γύρω
απολογία = απολογία
απολογώ = αποκρίνομαι
απολούσια = το λούσιμο του βρέφους τρεις μέρες μετά τη βάπτιση
απόλουτρα = το λούσιμο του βρέφους τρεις μέρες μετά τη βάπτιση
απολοχάζω = ψύχομαι λίγο
απολοχούδι = ασαράντιστο μωρό
απολύομαι = ρευστοποιούμαι, λιώνω
απόλυση = λήξη λειτουργίας
απολύω = εγκαταλείπω, επιτρέπω, αποστέλλω, καθυστερώ
απολωράουμαι = μου φεύγουν τα λουριά
απομαθάνω = ξεμαθαίνω
απομάθεμαν = ξεμάθηση
απομαθίζω = ξεμαθαίνω
απομακρά = από μακριά
απομάκρα = κατά μήκος
απομακράζω = απομακρύνω
απομακράς = εξ αποστάσεως
απομακρόθεν = από μακριά
απομακρύνω = απομακρύνω
απομάλα = σε ευθεία γραμμή, ασκόπως
απομαλλίγουμαι = ξεμαλλιάζομαι
απομανικούμαι = ανασκουμπώνομαι
απομαντζιρίζω = τελειώνω τη νηστεία
απομαντζιρώνω = τελειώνω τη νηστεία
απομαντζουλώνω = πλένω τα πιάτα από υπολείμματα τροφής
απομανώνω = καθαρίζω την αιθάλη
απομαργώνω = χάσκω
απομαρτακώνω = αφαιρώ τα δοκάρια στέγης
αποματώνω = καθαρίζω αίμα
απομαυρίζω = ξεμαυρίζω
απομαυρίνω = ξεμαυρίζω
απομεθώ = ξεμεθώ
απομεινάριν = απομεινάρι
απομελέτετα = αφρόντιστα, ξέννοιαστα
απομελετώ = παύω να μελετώ, ξεννοιάζω
απομένω = απομένω, υπολείπομαι
απομεσήμερα = απομεσήμερα
απομεσήμερον = απομεσήμερο
απομίκρας = από μικρός
απομικροθέας = από μικρός
απομικρόθεν = από μικρός
απομικροτές = από μικρός
απομιλίδα = στρίφωμα
απομιλίζω = στριφώνω
απομονώνω = απομονώνω
απομόνωση = απομόνωση
απομουντζουρώνω = πλένω τα πιάτα από υπολείμματα τροφής
απομυλίουμαι = εξαρθρώνω μηρό
απομυξίζω = αφαιρώ μύξα
απομυξώνω = αφαιρώ μύξα
απομυρίζω = παύω να μυρίζω
απομυρούμαι = αποβάλλω το άγιο μύρο
απομυτίζω = αποκόβω το καμμένο μέρος του φυτιλιού
απομωδώ = ξεμουδιάζω τα δόντια μου
απόμωρον = μωρουδάκι
απομωρούμαι = γέρος που γίνεται παιδί
απονεγκάζω = ξεκουράζω
απονερώνω = γίνομαι νερό
απόνετος = άπονος, άσπλαχνος
απονευρίσκομαι = χάνω τα νεύρα μου
απονεφράζω = χάνω τα νεφρά
απονεφρίζω = χάνω τα νεφρά
απονήστα = η προηγούμενη μέρα των νηστειών
απονηστάζω = αποκρέω
απονία = απονία, άσπλαχνία
απονίφκουμαι = νίβω μόνο τα άκρα των δακτύλων
απονίψιμα = νερό του νιψίματος από ιερέα που θεωρείται ιαμαντικό
άπονος = άπονος, άσπλαχνος
απονουνίζω = παύω να σκέφτομαι
αποντίλωτος = μη στρομένος με χοντρά σανίδα
απονυστάζω = ξενυστάζω
απόνυφος = νύφη χηρεύουσα
απονυχτεύω = διανυκτερεύω
αποξαμώνω = καταμετρώ, αντιμετρούμαι
αποξάφτω = σβήνω φωτιά
αποξενώνω = αποξενώνω
αποξεραζούμαι = ξεκαρδίζομαι
αποξεραίνω = παύω να είμαι ξερός
απόξερος = κατάξηρος
αποξηλώνω = ξηλώνω
αποξυλώνω = γίνομαι σαν ξύλο, λιποθυμώ, ψύχομαι
αποξυπολύουμαι = μένω ξυπόλυτος
αποξυραφίζω = τελειώνω το ξύρισμα
απόξυσμαν = στερνοπαίδι
αποξύσμιν = στερνοπαίδι
αποπαγκαικά = από πάνω προς τα κάτω
αποπαγκέσου = από το έπανω μέρος
αποπαγκιάνου = από ανωτέρου σημείου προς τα άνω
αποπαγώνω = ξεπαγώνω, λιώνω
αποπαζύνω = αδυνατίζω
αποπαθάνω = παύω να παθαίνω
αποπαίδιν = στερνοπαίδι
αποπαιδώνω = παύω να γενώ τέκνα
αποπαίρω = καταλαμβάνω, εννοώ, νοιώθω
αποπαλαιώνω = ανακαινίζω
αποπαλαλώνω = θεραπεύω την παραφροσύνη
αποπάνω = από πάνω
αποπαρούμαι = μένω άφραγκος
αποπατώ = παύω να πατώ
αποπέραν = από πέρα
αποπεσμένος = αδύνατος, ασθενικός
αποπεταλώνω = αφαιρώ τα πέταλα ζώου
αποπιπιλώνω = ξηλώνω
αποπιρνίζω = ξυπνώ χαράματα
αποπιρρίφτω = ξεφουρνίζω τα ψωμιά
αποπισσούμαι = μου φεύγει η πίσσα
αποπίσω = αποπίσω
αποπλαγίζω = λυποθυμώ
αποπλαγκαικά = από το παραπέρα μέρος ακριβώς
αποπλαγκέσου = εκ των πλησίων εκεί μερών
αποπλαγκιάνου = από τα παραπέρα μέρη προς τα άνω
αποπλάν = από το παραπέρα μέρος
αποπλανεύω = αποπλανώ
αποπλανώ = αποπλανώ
αποπλέκω = ξεπλέκω
αποπλύμιν = υπολείμματα φαγητού
page===20

αποπλυμόπον = λίγη ποσότητα ύδατος
αποπλύνω = πλύνω πρόχειρα, ξαναπλύνω
αποπνοΐουμαι = μου κόβεται η αναπνοή, εξαντλούμαι
αποπολεμώ = προσπαθώ να συνεχίσω το έργο
αποπονώ = παύω να πονώ
απόποπας = ιερές που απέβαλλε την ιεροσύνη είτε οικειοθελώς είτε καθαιρεθείς
αποπότε = από πότε
αποπού = από πού
αποπουδεγκαικά = από κάπου προς τα κάτω
αποπουδεγκέσου = από κάπου
αποπουδεγκιάνου = από πουθενά
αποπουδέν = από πουθενά
αποπουθέν = από πουθενά
αποπουρνού = από νωρίς
αποπυκνώνω = αραιώνω
άπορα = κακώς, απρεπώς
αποργελώ = περιγελώ
απορεξίσκομαι = χάνω την όρεξή μου
απόρευτος = άπορος, φτωχός
απορία = απορία
απορκίζω = εξορκίζω
άπορος = άπορος
απορρέμι = απόσταγμα ρακής
απόρριζα = σύρριζα
απορριζώνω = ξερριζώνω
απορρίφτω = ζώω που αποβάλει
απορροκίζω = τελειώνω οποιοδήποτε έργο
απορροκώνω = τελειώνω οποιοδήποτε έργο
απορρουπάεται = τελειώνω οποιοδήποτε έργο
απορροχάζω = ροχαλίζω
απορρωγίζω = αποστώ τις ρώγες σταφυλιού
απορφανίσκουμαι = ορφανεύω
απορχίδαστος = αυτός που δεν πάσχει από κήλη
απορωτός = σχεδόν φτωτός
αποσαβανώνω = αφαιρώ σάβανο νεκρού
αποσακκιάζω = αδειάζω το σάκο
αποσακκίζω = αδειάζω το σάκο
αποσαλακιάζω = διαλύω το σαλάκι, ξεφορτώνω
αποσαλακώνω = διαλύω το σαλάκι, ξεφορτώνω
αποσαμαρώνω = ξεσαμαρώνω
αποσανιδώνω = αφαιρώ τα σανίδια
αποσαπίζω = αφήνω να σαπίσει τελείως
αποσάφλα = υπολείμματα φαγητού σαλιασμένα
αποσαφλίζω = σαλιάζω
αποσαφλουκίζω = σαλιάζω κάτι
αποσαχλάζω = σαλιάζω κάτι
αποσαχλίζω = αποχρέμπτομαι
αποσαχταλώνω = κάθομαι με σκέλη ανοιχτά
αποσαχταρώνω = αφαιρώ τη στάχτη
αποσαχτώνω = πλένω την Καθαρή Δευτέρα τα μαγειρικά σκεύη με σταχτόνερο
αποσαχτώνω = αφαιρώ την πατημένη κοπριά της μάνδρας
αποσεβελάζω = ξετυλίγω την κούκλα του νήματος για να το κουβαριάσω
αποσέλι = το μέσο τμήμα της γυναικείας περισκελίδας
αποσιμά = εκ του πλησίον
αποσινώνω = διαλύω τους πόντους πλεκτού
αποσιρώνω = αφαιρώ το καϊμάκι του γιαουργιού ή γάλακτος
αποσκάλιν = έργο το οποίο άρχισε
αποσκαλώνω = σταματώ το έργο μου είτε ως περατωθέν είπε ως μέλλων να το επαναλάβω
αποσκεδάζω = αλλάζω σχέδιο, σκοπό
αποσκελάουμαι = πάσχω από εξάρθρωση του γομφού
αποσκελίζω = διασπώ τα σκέλη
αποσκελούμαι = ανοίγω υπερμέτρως τα σκέλη
αποσκεπάζω = ξεσκεπάζω
αποσκέπαστος = ξεσκέπαστος
αποσκεπώνω = αφαιρώ την σκεπή οικοδομής
αποσκευάζω = τακτοποιώ τα μαγειρικά σκεύη
αποσκευάρι = μέρος όπου τοποθετούνται τα οικιακά σκεύη
αποσκευαρίζω = τακτοποιώ τα οικιακά σκεύη στη θέση τους
αποσκευάριστος = μη απαλλαγμένος από σκεύη
αποσκευαστέριν = μέρος όπου τοποθετούνται τα οικιακά σκεύη
αποσκευή = το σύνολο των οικιακών σκευών
αποσκιάουμαι = βλέπω ελαφρά ως σκιά
αποσκίζω = ξεσκίζω
αποσκιστάρης = αυτός που ξεσκίζει τα ρούχα του
αποσκιστέας = αυτός που ξεσκίζει τα ρούχα του
αποσκλαβώνω = ξεσκλαβώνω
αποσκολάζω = σχολάω από τη δουλειά
αποσκορδώνω = πλύνω για να φύγει η μυρωδιά του σκόρδου
αποσκουλίουμαι = ξεγοφιάζομαι
αποσκυλλάζω = ξεμυρίζω
αποσουφρώνω = ξεσουφρώνω
αποσπάνω = αγανακτώ
αποσπαράζω = απαλλάσσομαι από φόβο
αποσπερής = αποβραδίς
αποσπιτούμαι = ξεσπιτώνομαι
αποσπογγίζω = σκουπίζω με πανί τα πλενόμενα σκεύη
αποσπόγγιν = πανί με οποίο καθαρίζουν το βρέφος
αποσποντυλώνω = αφαιρώ τον σπόνδυλο απ’ το αδράχτι
αποσπόριν = στερνοπαίδι
αποσπορώνω = αποκτώ σπόρους
αποστάζω = παύω να στάζω
αποσταλάζω = κατασταλάζω
αποσταλίζω = λύνω από τη φάτνη
αποσταπιδώνω = παραχορταίνω
αποσταρζίουμαι = μου τελείωσε η προμήθεια τροφών
αποσταυρώνω = λύνω το σταυρό
αποστεγάζω = ξεστεγάζω
αποστέκω = σταματώ, στέκω
αποστηθίζω = αποστηθίζω
αποστοιβάζω = διαλύω σωρό στοιβαγμένων πραγμάτων
αποστολίζω = χάνω τα στολίδια μου
απόστολος = απόστολος
αποστομάτου = προφορικώς
αποστομώνω = αποστομώνω
αποστουρακώνω = στέκομαι ίσια
αποστραβώνω = ξεστραβώνω
αποστραγγαλίζω = πνίγω
αποστραγγαλούμαι = πνίγομαι
αποστραγγίζω = αποστραγγίζω
αποστρατίζω = ξεστρατίζω
αποστρώνω = ξεστρώνω
αποστυλώνω = ξεστυλώνω
αποστυπώνω = αφαιρώ την οξεία γεύση
αποσυβάλκουμαι = κουράστικα πολύ
αποσυνάγωμαν = η αποφυγή συναναστροφής με κάποιον
αποσυνηθίζω = ξεσυνηθίζω
αποσυνοράζω = χωρίζω σύνορα
αποσυνορθάζω = ανακατεύω
αποσύρκουμαι = αποσύρομαι
αποσυρτού = γάλα από το οποία έχει αφαιρεθεί το πρωτόγαλα
page===21

αποσυφτιλάζω = ξεφτίζω
αποσυφωτάζω = ανακτώ την διαύγεια της όρασης
αποσφραγίζω = ξεσφραγίζω
αποσωρεύω = εξαφανίζω
αποταβανώνω = αφαιρώ το ταβάνι
αποτάζω = ανακαλώ
αποταρασέα = το αλεύρι που προσθέτουμε στη ζύμη όταν ανέβει για να μην ξινίσει
αποτατάουμαι = χειρονομώ εναντίον κάποιου
αποταχύ = από πολλού
αποτεκνώνω = σταματώ την τεκνοποίηση
αποτέμι = αποφάγια
αποτενού = από τώρα και στο εξής
αποτετεκιάζω = καθαρίζω από τη μούχλα
αποτετζώνω = φουσκώνω από τη πολυφαγία
αποτζακούμαι = θερμαίνομαι
αποτζαμακώνω = τεντώνομαι
αποτζανίζω = αφαιρώ το περίβλημα από το καρύδι
αποτζαντικώνω = ακινητοποιούμαι, πεθαίνω
αποτζαντώνω = κρυώνω υπερβολικά
αποτζατζαλίζω = απογυμνώνω
αποτζατζαλώνω = απογυμνώνω
αποτζαχνίζω = ξεκοκαλίζω
αποτζεπλάζω = ξεφλουδίζω
αποτζεπλίζω = ξεφλουδίζω
αποτζεπράζω = ξεβρωμίζω
αποτζεπρούμαι = ξεψειρίζομαι
αποτζερίζω = διασπώ
αποτζετζεκώνω = φουσκώνω από τη πολυφαγία
αποτζεφίζω = ξεριζώνω τα αγριόχορτα και καθαρίζω το μέρος
αποτζιγγρώνω = χύνω δάκρυα, θρηνώ
αποτζιγκαλιδάζω = διαλύω το κομβο κλωστής
αποτζιγκούμαι = τεντώνομαι
αποτζιλτεύκομαι = κατουριέμαι
αποτζιμπλάζω = αφαιρώ τις τσίμπλες των ματιών
αποτζιργανίζω = τσιγαρίζω κρέας
αποτζιρουφίζω = ρουφάω, απορροφώ
αποτζιτζανίζω = απορροφώ με δύναμη υγρό
αποτζιτίζω = κρυφοκοιτάζω
αποτζοβίζω = αποσπώ από ξύλο μικρά τεμάχια
αποτζοβώνω = αποσπώ από ξύλο μικρά τεμάχια
αποτζουκαλώνω = βγάζω κάτι από το τσουκάλι
αποτζουλουφάζω = ανοίγω το φασόλι και βγάζω τον καρπό
αποτζουλουφίζω = ανοίγω το φασόλι και βγάζω τον καρπό
αποτζουμίζω = ξεζουμίζω
αποτζουπώνω = σφίγγω τα χείλη
αποτζουρώνω = αποστραγγίζω
αποτιλαΐζω = εκτείνω το χέρι πίσω ώστε να πάρω φόρα για δυνατότερο χτύπημα
αποτιμάζω = ατιμάζω
αποτιμία = βλασφημία
αποτιμώ = προσβάλλω, βλασφημώ
αποτιμώνω = προσβάλλω, βλασφημώ
αποτινάζω = ξετινάζω
απότιστος = απότιστος
αποτοζώνω = ξεσκονίζω
αποτολμία = τόλμη
αποτουβραδής = αποβραδίς
αποτουντουνίζω = τρέμω
αποτουνύ = από εδώ και μπρος
αποτουρίζω = επιπλήττω
αποτουριστά = επιπληκτικά
αποτούριστος = μη επιπληχθείς
αποτουφίζω = παύω να εκπέμπω ατμό
αποτραγώνω = στέκομαι και κοιτώ ως τράγος, ως αναίσθητος
αποτραμπουτζώνω = ξεφουσκώνω από την πολυφαγία
αποτραχηλίγουμαι = αποκοπή αγγείου
αποτρελίγουμαι = φθείρομαι
αποτρεχτή = ταχύς δρόμος
αποτρέχω = καταδιώκω
αποτριγυρίζω = περιτριγυρίζω
αποτριντανώνω = τεντώνομαι, παραφουσκώνομαι
αποτριτζώνω = τρέμω από το ψύχος
αποτρίφκουμαι = φθείρομαι
αποτρομάζω = παύω να τρέμω
αποτρώγω = παύω να τρώγω
αποτσαβαρίζω = διασπώ, διασχίζω
αποτσαβαρώνω = διασπώ, διασχίζω
αποτσαβλουκίζω = γεύομαι και αφήνω υπόλειμμα σαλιασμένο
αποτσαβλούκιν = υπόλειμμα τροφής σαλιασμένο
αποτσαγκαλίζω = πιτσιλίζω
αποτσακλίζω = στρίβω τις αρθρώσεις των δακτύλων για να κροτήσουν
αποτσανίζω = τελειώνω το ράντισμα
αποτσαπρώνω = μισοκλείνω το μάτι μου και εξακριβώνω την ισότητα επιφάνειας
αποτσαρακώνω = σπαταλώ, εξαφανίζω
αποτσαχλίζω = αποσπώ τεμάχιο ξύλου
αποτσαχλίμιν = αποσπώμενο κλαδί δέντρου
αποτσιλάζω = ξεσκεπάζω
αποτσιληπορδίουμαι = πρήζομαι
αποτσιματούμαι = ξεθαμπώνω τα μάτια
αποτσινίζω = αποχωρίζω καρπό από τη σκελίδα
αποτσιφίζω = αποσπώ βλαστό φυτού
αποτσιχαλίζω = διαχωρίζω, διασπώ
αποτσιχάλιν = αποσπώμενο κλαδί
αποτσιχαλιστά = με ανοιχτά σκέλη
αποτσιχαλιστός = καθισμένος με ανοιχτά σκέλη
αποτσουλάζω = ξεσκεπάζω
αποτσουμαχούμαι = αποδηλητηριάζομαι, ξεφαρμακώνομαι
αποτύλι = ξετύλισμα
αποτυλίζω = εκτυλίσσω, ξετυλίγω
αποτώρα = στο εξής
απουλετος = απούλητος
απούλλωτος = χωρίς πουλιά
αποφάγειν = αποφάγια
αποφαγία = έλλειψη τροφής
αποφαγίζω = τελειώνω την παροχή τροφής
αποφαγόπον = λίγα αποφάγια
αποφαμρακώνω = ξεφαρμακώνω
απόφαση = απόφαση
αποφασίζω = αποφασίζω
αποφέρω = χάνω τη σφοδρότητα, την οξύτητα, ανακουφίζομαι
αποφεύω = αποφεύγω
αποφλεμαίνω = παύω να έχω φλόγωση
αποφοβίζω = αποβάλλω το φόβο
αποφορίζω = ξεντύνω
αποφόριν = παλαιωμένο φόρεμα
αποφορτίουμαι = ξεφορτώνω
απόφουρνα = ψητά μέσα στο φούρνο
αποφούρνιν = προθερμασμένος φούρνος
αποφουσκαλιδάουμαι = σκάζω, απαλλάσσομαι από οίδημα
αποφουσκώνω = ξεφουσκώνω
αποφράζω = αφαιρώ μέρος από το φράκτη, διασπώ, φθείρω
page===22

αποφρουντουλίζω = μαδάω φύλλα δέντρου ή άνθους
αποφτειράζω = ξεψειρίζω
αποφτιλίζω = ξεπουπουλιάζω
αποφτουλάσκομαι = ξεπουπουλιάζομαι
αποφτύρω = ξαφνιάζω και τρέχω
αποφτύω = ξεφτίζω
αποφυλακίζω = αποφυλακίζω
αποφυλακώνω = αποφυλακίζω
αποφυλλίζω = αποσπώ, ξεφυλλίζω
αποφύρω = χάνω τη θερμότητα
αποφυσώ = φυσώ για να διώξω τους δαίμονες με εξορκισμό
αποφυτεύω = ξεριζώνω
αποχαγκίζω = βογγώ από πόνο
αποχαιρετία = αποχαιρετισμός
αποχαιρετώ = αποχαιρετώ
αποχαλαένω = φθείρω το κασσιτέρωμα σκεύους
αποχαλάζιν = αφρίζον κύμα
αποχαλακώνω = αποναρκώνω από τη χαλαρότητα
αποχαλάνω = κλαίω γοερά
αποχαλαρύνω = χαλαρώνω
αποχαλαρώνω = χαλαρώνω
αποχαλεβρύνω = παραλύω, ναρκώνω
αποχαμελά = από χαμηλά
αποχαμνίζω = αποχαύνωση
αποχανταβλώνω = εξαρθρώνω, αποσυντίθεμαι
αποχαντζεύω = τσουρουφλίζω, καψαλίζω
απόχαρα = ματαίωση γάμου
αποχαρακώνω = σφραγίζω
αποχαρατζώνω = παρασκευάζω φαγητό
αποχαρβαλώνω = διαλύω, αποσυνθέτω
αποχαρταλώνω = ευρύνω παπούτσι, σχίζω, διασπώ
αποχάσμα = χασμουρητό
αποχασμούμαι = χασμουριέμαι
αποχασταλακούμαι = ναρκώνω, αποχαυνώνομαι
αποχαψώνω = καθαρίζω σκεύος από χαψιά
αποχέζω = χέζω πολύ
αποχερίζω = παραιτούμαι
αποχλοΐζω = κάνω να χάσει τη χλόη του
αποχλωραίνω = αποβάλλω το πράσινο χρώμα
αποχλωρίζω = αποβάλλω το πράσινο χρώμα
αποχλωρώνω = χλωμιάζω
αποχολάσκουμαι = ξεθυμώνω
αποχονατίζω = καθαρίζω από το χιόνι
αποχονίζω = καθαρίζω από το χιόνι
αποχονώνω = καθαρίζω από το χιόνι
αποχόνωτος = μη καθαρισμένος από χιόνι
αποχορταράζω = αποσπώ και καθαρίζω τα άγρια χόρτα
αποχορταρίζω = αποσπώ και καθαρίζω τα άγρια χόρτα
αποχουμίουμαι = εξασθενώ, αδυνατίζω
αποχοχολώνω = καθαρίζω μέρος από τα σκουπίδια
αποχρένω = ξεχρεώνω
αποχταλώνω = μετατοπίζω, μετακοινώ
αποχτενίδια = αποχτενίδια
αποχτίζω = εξακολουθώ και κτίζω
αποχυμίζω = πλύνω σιτηρά μέσα στη σκάφη έτσι ώστε να κατακαθίσουν τα πετραδάκια
αποχωματώνω = αφαιρώ χώμα
απόχωρα = μακριά
αποχωρίζω = αποχωρίζω
αποχωρισία = αποχωρισμός
αποψάλλω = τελειώνω το ψάλσιμο
απόψε = απόψε
αποψέ = από χθες
αποψεζ’νός = της προηγούμενης νύχτας, αποψινός
αποψηλά = από ψηλά
αποψινός = αποψινός
αποψυλλίζω = ξεψειριάζω
αποψυχίζω = πεθαίνω
απράγεμαν = αδράνεια, οκνηρία
απραγεύω = γίνομαι αδύνατος, καχεκτικός
απραγία = απραγία, αδράνεια
απραγιάζω = αδρανώ, οκνεύω
απραγιώνω = γίνομαι αδρανής, νωθρός, οκνηρός
απραγύνω = γίνομαι ανίκανος
απραγώ = αδυνατίζω
απραεύω = επιτηρώ, προστατεύω
απρανιζ’νόν = αυτός που έλαβε χώρα λίγο πρότερα
απρανίκα = προ ολίγο ακριβώς
άπραχτος = άπραχτος
απρένιστον = μη κομμένος με πριόνι
άπρεπα = άπρεπα, ανάρμοστα
απρεπία = απρέπεια
άπρεπος = άπρεπος, ανάρμοστος
απρεπωσύνη = απρέπεια
απρεψία = απρέπεια
Απριλέσιν = ο παραγόμενος τον Απρίλιο
Απρίλης = Απρίλιος
Απριλίτζα = μικρή αγελαδίτσα γεννημένη τον Απρίλιο
απρινάρευτος = αυτός που περνάει χωρίς θέρμανση
απροκοπωσύνη = απρόκοπος
απρόκοφτος = απρόκοπος
απρολόγευτος = απερίσκεπτος
απρολόετος = χωρίς προσευχή το πρωί
απροξένευτος = παντρειά χωρίς προξενιό
απροσκάλετος = απρόσκλητος
απροσκάλευτος = απρόσκλητος
απροσμοίραγος = αμοίραστη κληρονομιά
απροσώρευτος = μη περισυλλεγμένος
απρόφταστος = εκείνος που δεν τον προφταίνουμε
απρώνα = προ ολίγου
άπυρος = μη πυρωμένος
απύστερα = ύστερα
απυστεραίας = τέλος πάντων, επιτέλους
απυστερναία = έπειτα
απωβάσμιν = το τελευταίο αβγό της κότας που παύει να γεννά
άρ = άρα, λοιπόν
άρα = άρα
Άραβος = Άραβας
αραγμάδα = ρωγμή, σχισμή
αράδα = σειρά προτεραιότητας
αραδάζω = βάζω κατά σειρά, συναρμολογώ
αραδωτός = πολύχρωμος
αράε = πολύχρωμος
αράεμαν = ψάξιμο, έρευνα
αραέτσι = έτσι λοιπόν
αραευτής = ερευνητής
αραεύω = ψάχνω, ερευνώ
αράζω = ποτάμι που πλημμυρίζεται και κυλάει με ορμή
αράζω = ποτάμι που πλημμυρίζεται και κυλάει με ορμή
αραθυμαγμένος = επιθυμητός
αραθυμία = επιθυμία
page===23

αραθυμίαμα = επιθυμία
αραθυμώ = επιθυμώ
αραιά = αραιά
αραιός = αραιός
αραΐσιν = στενόμακρο
αραίωμα = αραίωμα
αραιώνω = αραιώνω
αράνιν = μέρος όπου ξηραίνουν φύλλα καπνού
αραπά = είδος άμαξας
Αράπης = αράπης
Αραπία = Αραβία
Αραπίτζος = πήλινο σκεύος μαύρο από τη χρήση
Αραποπούλλιν = παιδί Αιθίοπος
Αραράιδα = νεράιδα
αρατάνι = μέρος του αρότρου όπου προσαρμόζεται το υνί
αρατώρα = τώρα
αράχνα = αράχνη, ιστός αράχνης
αράχνασμαν = ιστός αράχνης
αραχνέα = ιστός αράχνης
αραχνουδάζω = αραχνιάζω
αραχνούδασμαν = ιστός αράχνης
αργά = αργά
αργαστεράς = αυτός που έχει εργαστήρι τεχνίτη
αργαστερέα = όσο εμπόρευμα χωράει σε ένα εργαστήρι
αργαστέριν = εργαστήρι
αργαστερώνω = γεμίζω ένα μέρος με πράγματα χωρίς τάξη
αργατεία = εργασία
αργάτες = εργάτης
αργατεύω = εργάζομαι
αργατικόν = μεροκάματο
αργατούραινα = εργατική, φιλόπονη
αργεύω = αργοπορώ
άργητα = καθυστερημένα
αργία = αργία
αργόβαλα = αργά, αργοκίνητα
αργόβαλος = αργός, βραδυκίνητος
αργοβασιλεύω = δύω αργά
αργονόετος = αργόστροφος
αργοπαιδούσα = αυτή που γεννά κατά αραιά διαστήματα
αργοπορεύομαι = πορεύομαι αργά
αργοπόρευτος = πορευόμενος αργά
αργοπορία = αργοπορία
αργόπορος = αργοκίνητος
αργοπορπάτεμαν = αργό περπάτημα
αργοπορώ = αργοπορώ
αργός = αργός
αργοσάλευτος = βραδυκίνητος
αργοσαλεύω = βραδυπορώ
αργόσης = νωθρός
αργοσωτός = αργοκίνητος
αργόχερος = νωθρός
αργοχώνευτος = δύσπεπτος
αργυρένος = αργυρένιος
αργύριν = αργυρός
αργυροκαρφωμένος = καρφωμένος με αργυρά καρφιά
αργυροκαύκιν = αργυρό ποτήρι
αργυροπαίδιν = παιδί αγαπητό
αργυρός = αργυρός
αργυροχάλκιν = αργυροκάζανο
αργυρωμένος = επαργυρωμένος
αργώ = αργώ
αργώς = αργά
αρδευτέριν = αρδευτήρι
αρδεύω = αρδεύω
αρέζωμου = προξενεί ευχαρίστηση
αρεσυία = ευχή αποχαιρετισμού
αρζούβαλος = απολίτιστος
άρινφιλότιμο = ντροπή
αριτερέρεστο = αριστερό χέρι
αρκάλειμμαν = λίπος αρκούδας
αρκάνθρωπος = αρκουδάνθρωπος
αρκάπιν = αγριαχλαδιά της οποίας τους καρπούς τρώει η αρκούδα
αρκοκαλομάννα = προ-προγιαγιά
αρκοκέφαλος = δυσμαθής
αρκόκολον = δύσοσμο φυτό
αρκοκόπαλον = είδος κόπανου που παράγει ήχο για να διώχνει τις αρκούδες
αρκολάχανον = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα
αρκόλορον = άνθος όμοιο με παπαρούνα
αρκομάλα = είδος ψώρας
αρκοπάλλακον = αρκουδάκι
αρκοπάππος = προ-προπαππούς
αρκοπλακοπατώ = κινούμε σαν αρκούδα
αρκοπούλλιν = νεογνό αρκούδας
άρκος = αρκούδα
αρκοτούζαχον = παγίδα αρκούδας
αρκοτσούβαλος = ευτραφής
αρκοτσούνα = θηλυκή αρκούδα
αρκουδάζω = μπουσουλίζω
αρκουδέα = οσμή αρκούδας
αρκουδευτά = μπουσουλώντας
αρκουδία = αρκούδα
αρκουδίζω = τετραποδίζω
αρκούδιν = αρκούδα
αρκουδιστά = μπουσουλώντας
αρκουδοπάλλακον = νεογνό αρκούδας
αρκουδότε = τρόποι και συνήθειες αρκούδας
αρκουδωτός = αγροίκος, αδέξιος
αρκωτά = κατά τρόπο της αρκούδας
αρμαγάς = δώρο, εφόδιο
αρμάδα = γλυκίσματα προς φιλοδώρημα παιδιών
αρμαθάζω = αρμαθιάζω
αρμάθαστος = αρμάθιαστος
αρμαθέα = αρμαθιά
αρμαθερέα = αρμαθιά
αρμαθεριάζω = αρμαθιάζω
αρμάθιν = συστοιχισμένος
αρμαία = άλμη
άρμαν = όπλο
αρματοφύλακας = αρματοφύλακας
αρμάτωμα = εξοπλισμός
αρματώνω = οπλίζω, εξοπλίζω
αρματωσία = αρματωσιά
αρμενεύω = αργοπορώ
αρμενίζω = αρμενίζω
αρμενίζω = αργοπορώ
αρμενογύριστος = Αρμένιος που έγινε ορθόδοξος
αρμενοκόλλυβα = κόλλυβα Αρμενίων
αρμενοκούνιν = μικρή και ατελής κούνια
αρμενοκόφτω = προχωρώ γρήγορα ανάμεσα σε Αρμένιους
άρμενον = εξαρτήματα πλοίου
page===24

αρμενόποπας = Αρμένιος παπάς
αρμενοπούλλιν = τέκνο αρμενίου
άρμη = άλμη
αρμονή = αρμός
άρμοσμαν = συναρμογή
αρμώνω = προσαρμόζω, συναρμόζω
αρμωτός = προσαρμοσμένος
άρμωτος = απροσάρμοστος
Αρναούτης = Αλβανός
Αρναούτικος = Αλβανικός
αρναπούτζ’κον = αρσενικό
αρναχεία = αρχή
αρναχευτέριν = αφετηρία
αρναχευτός = εκείνος του οποίου έγινε η αρχή
αρνάχευτος = εκείνος του οποίου δεν έγινε η αρχή
άρνεμαν = άρνηση
αρνετής = αρνητής
άρνηση = άρνηση
αρνιγάρης = μισάνθρωπος
αρνικιάριν = φυτό που έχει σπερματοφόρο βλαστό
αρνικίζω = οργώ προς συνουσία
αρνίκιν = σπερματοφόρος βλαστός φυτού
αρνικός = αρσενικός
αρνίν = αρνί
αρνίομαι = αρνούμαι
αρνιστής = απαρνούμενος
αρνιστίν = νεαρό πρόβατο που γεννά
αρνίτζα = θηλυκό αρνί
αρνομάλλιν = μαλλί αρνιού
αρνομάννα = γυναίκα που φροντίζει αρνιά
αρνόπουλλον = αρνάκι
αρνοστάλιν = μάνδρα για αρνιά
αρνοτόπιν = μάνδρα για αρνιά
αροκοπώ = αραιώνω τα φυτά του αραβοσίτου ξεριζώνοντας τα περιττά για να καρποφορήσουν
άρον άρον = γρήγορα γρήγορα
αροπέρυσι = πέρυσι
αροπέρυσι-καικά = πέρυσι
αροπερυσι-κέσου = πέρυσι
αροπερ’σιζ’νον = τα προηγούμενα έτη
άρος = αραίωμα
αρόσιν = βοσκότοπος
αρουδεύω = μπουσουλώ
αροχτεκαικά = προ ολίγων ημερών
αροχτεκέσου = προ ολίγων ημερών
αροχτές = προχθές
αροψέ = προχθές
αροψεζ’νος = προχθεσινός
αροψεκαικά = προχθές
αροψεκέσου = προχθές
άρπαγας = άρπαγας
αρπάζω = αρπάζω
άρπαστος = ανάρπαστος
αρπαχτά = αρπαχτά
αρπάχτες = σφετεριστής
αρπαχτή = αρπαχτή
αρπαχτής = σφετεριστής
αρπάχτικον = άρπαγας
αρπαχτός = αρπαχτός
αρραβώνα = αρραβώνας
αρραβωνάζω = αρραβωνιάζω
αρραβώνασμα = αρραβώνιασμα
αρραβωνόπιτα = πίτα αρραβώνα
άρραφος = μη ραμμένος
άρρηκος = ακατάλυτος
άρρητα = ανοησίες
αρρίζικος = άτυχος, δυστυχής
αρρίνιστος = αλιμάριστος
αρροκάνιστος = αροκάνιστος
άρρωστα = άρρωστα
αρρωστάρικος = φιλάσθενος
αρρώστεμα = φιλάσθενος
αρρωστία = ασθένεια
αρρωστικόν = φάρμακο
αρρωστικόπον = λίγη ποσότητα φαρμάκου
άρρωστος = άρρωστος
αρρωστύνω = ασθενώ
αρρωστώ = ασθενώ
αρρωστωτός = αδιάθετος
αρρώτητα = χωρίς ερώτηση
αρσούζης = θρασύς, αυθάδης
αρσουζλαεύω = φέρομαι αδιάντροπα
αρταχτέας = σφετεριστής
αρτή = άρτυμα
άρτος = άρτος
αρτουρεύω = αυξάνω
αρτούτζιν = άρκευθος
αρτοφόριν = δοχείο αγιασμένου άρτου
αρτυσία = άρτυμα
αρτύω = καρυκεύω
αρύνω = αραιώνω
αρύπλατος = αραιός και πλατύς
αρύς = αραιός
αρχάγγελος = αρχάγγελος
αρχαρέα = γυναίκα που γέννησε πρώτη φορά
αρχάριος = αρχάριος
αρχεύω = αρχίζω
αρχή = αρχή
αρχήθεν = εξ αρχής
αρχιερέας = αρχιερέας
αρχίζω = αρχίζω
αρχίνευτος = εκείνος του οποίου δεν έγινε η αρχή
αρχινεύω = αρχίζω
αρχινώ = αρχίζω
αρχογκιάζω = πλουταίνω
αρχογκιένω = πλουταίνω
αρχοντακά = πλουσιοπάροχα
αρχοντακός = αυτός που ανήκει σε πλούσιο
άρχοντας = άρχοντας
αρχοντία = πλούτος
αρχοντικός = αρχοντικός
αρχοντογεννημένος = αρχοντογεννημένος
αρχοντοκόρη = αρχοντοκόρη
αρχοντοκόριτζον = αρχοντοκόρη
αρχοντοπαιδεμένος = με αρχοντική ανατροφή
αρχοντοπαίδιν = παιδί άρχοντα
αρχοντοπορεύκουμαι = ζω ως άρχοντας
αρχοντοπούλλιν = παιδί άρχοντα
αρχοντοφανιγμένος = αυτός που έχει παρουσιαστικό αρχοντικό
αρχοντύνω = πλουταίνω
άσα = αναπνοή
page===25

ασαβανίαστος = ασαβάνωτος
ασαβάνωτος = ασαβάνωτος
ασαλγοσύνα = το να είναι κάποιος άτακτος, ατίθασος
ασαλγωτός = λίγο ζωηρός
ασάλευα = ασήκωτα
ασάλευτος = ασήκωτος
ασανίδωτος = ασανίδωτος
ασάπετος = ασάπιστος
άσαπος = ασάπιστος
ασαχτάρωτος = αυτός που δεν έχει λερωθεί με στάχτη
ασβέστιν = ασβέστης
άσβηστος = άσβηστος
ασέα = εκφράζει ευχή
ασεβός = ασεβής
άσειστος = αδιάσειστος
ασεραντάριστος = ασαράντιστος
ασήκωτος = ασήκωτος
ασημάδευτα = ασημάδευτα
ασημάδευτος = ασημάδευτος
ασημένος = ασημένιος
ασήμι = ασήμι
ασημικόν = ασημικά
ασημίν = ασημί
ασημοκαρφωμένος = καρφωμένος με αργυρά καρφιά
ασημώνω = ασημώνω, επαργυρώνω
ασημωτός = αργυρός
ασήμωτος = μη επαργυρωμένος
ασιδέρωτος = ασιδέρωτος
ασινάευτος = μη δοκιμασμένος αν έχει ή δεν έχει ελάττωμα
ασινός = αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη
ασκάλευτος = αυτός που δεν έχει αρχίσει ακόμα
ασκάμνιστος = αυτός που δεν έχει καθίσει
ασκάφιστος = σιτηρά που δεν έχουν ανατιναχθεί με σκάφισμα
άσκαφτος = άσκαφτος
άσκεμα = άσχημα
ασκεμάνθρωπος = ασχημάνθρωπος
ασκεμία = ασχήμια
ασκεμίζω = ασχημαίνω
ασκεμισία = ασχήμια
ασκεμόβγαλτος = αυτός που βγήκε άσχημος
ασκεμόγλωσσος = βλάσφημος, αισχρολόγος
ασκεμόγνωμος = δύστροπος
ασκεμοκάτζης = ασχημοπρόσωπος
ασκεμολογία = αισχρολογία
ασκεμομμάτης = ασχημομάτης
ασκεμομύτης = ασχημομύτης
ασκεμοπόδαρος = ασχημοπόδαρος
ασκεμοπροσωπία = δυσμορφία προσώπου
ασκεμοπρόσωπος = δύσμορφος
ασκεμόστομος = κακόγλωσσος
ασκεμότε = δυσμορφία, ασχήμια
ασκεμοφαγία = αυτός που τρώει άτακτα
ασκεμόφαιστος = άσχημα υφασμένος
ασκεμοφόρετος = άσχημα φορεμένος
ασκεμοχέρης = κουλλοχέρης
ασκεμόχτιστος = άσχημα χτισμένος
ασκεμύνω = ασχημαίνω
ασκεμώνω = ασχημαίνω
ασκεμωσία = ασχήμια
ασκεμωτός = λίγο άσχημος
άσκεν = δεν είναι έτσι;
ασκέπαστος = ασκέπαστος
ασκέριν = στρατός, στρατιώτης
ασκηταρείον = κατοικία ασκητή
ασκητεία = ασκητεία
ασκητεύω = ζω ζωή ασκητή
ασκητής = ασκητής
ασκίν = ασκός
άσκιστος = άσχιστος
ασλάευτος = δέντρο ανεμβολίαστο
ασλαεύω = μπολιάζω
ασλάνης = λιοντάρι
ασούφρωτος = ασούφρωτος
ασπάζω = χαιρετώ
ασπαλίζω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ.
ασπάλιστος = ανοιχτός
ασπαλιχτός = κλεισμένος
άσπαρτος = άσπαρτος
άσπαχτος = άσφαχτος
άσπιγγος = χαλαρός
ασπίδα = ασπίδα (φίδι)
ασπλάνεχτος = άσπλαχνος
άσπλανος = άσπλαχνος
άσπλαχνα = άσπλαχνα
ασπλάχνετα = άσπλαχνα
ασπλαχνία = ασπλαχνία
ασπλαχνωσία = ασπλαχνία
ασπόγγιστος = ασκούπιστος
ασπράδα = ασπράδα
ασπράδιν = ασπράδι
ασπράρης = υπόλευκος
ασπρειδής = υπόλευκος
Ασπρηθάλασσα = Αιγαίο Πέλαγος
ασπρήμερον = κοσμητικό επίθετο κερασιού
ασπρίδα = λευκότητα
ασπρίζω = ασπρίζω
ασπρογενάτες = ασπρογένης
ασπροειδερός = υπόλευκος
ασπροκατζάζω = εμφανίζομαι ως ανεπίληπτος
ασπροκάτζης = ασπροπρόσωπος
ασπροκατζίουμαι = κατηγορούμενος αθωώνομαι πλήρως
ασπροκέντη = κέντημα με λευκό νήμα
ασπροκέρασο = ασπροκέρασο
ασπροκέφαλος = ασπροκέφαλος
ασπροκίτρινος = ωχρόλευκος
ασπροκοκκινάδα = ασπροκοκκινάδα
ασπροκόκκινος = ασπροκόκκινος
ασπροκοκκύμελον = άσπρο δαμάσκηνο
ασπροκολόγκυθον = άσπρο κολοκύθι
ασπρόκολος = ασπρόκωλος
ασπρολάχανον = άσπρο λάχανο
ασπρολίθαρον = άσπρος λίθος
ασπρομάγουλος = αυτός που έχει άσπρα μάγουλα
ασπρομάλλης = ασπρομάλλης
ασπρομαλλίζω = ασπρίζω τα μαλλιά
ασπρομαλλούσα = ασπρομαλλούσα
ασπρομαλλώ = ασπρίζω τα μαλλιά
ασπρομμάτης = ασπρομάτης
ασπρομυτάζω = σχηματίζω πύο
ασπροπέτζης = αυτός που έχει λευκό δέρμα
page===26

ασπροπετζώ = λευκαίνομαι
ασπροπόδαρος = ασπροπόδαρος
ασπροπολίτικο = είδος λευκού σταφυλιού
ασπροπροσωπάζω = βγάζω ασπροπρόσωπο
ασπροπροσωπία = το να είναι κάποιος ηθικά άμεμπτος
ασπροπροσωπίζω = βγάζω ασπροπρόσωπο
άσπρος = άσπρος
άσπρος = άσπρος
ασπροσεβέλα = αυτή που έχει λευκό λαιμό
ασπροστάφυλον = άσπρο σταφύλι
ασπρόσυκον = είδος λευκού σύκου
ασπρότε = ασπράδα, λευκότητα
ασπροτζίκαρον = πνεύμονας
ασπροφόρετος = αυτός που είναι ντυμένος στα λευκά
ασπρόφορος = αυτός που είναι ντυμένος στα λευκά
ασπροφυλλάζω = δέντρο που λευκαίνονται τα φύλλα
ασπροφυλλίζω = κόβω τα λευκά φύλλα
ασπρόφυλλον = κατώτερο φύλλο λάχανου που αρχίζει να ασπρίζει
ασπρύνω = λευκαίνομαι
ασπρωτός = λίγο άσπρος
ασταλίχωτος = αυτός που δεν είναι απλωμένος τεντωτά προς ξήρανση
αστάριν = φόδρα
αστάρχιστος = αυτός που δεν προμηθεύτηκε τα αναγκαία τρόφιμα για το χειμώνα
αστέγαστος = αστέγαστος
αστέγνωστος = αστέγνωστος
αστέγωτος = αστέγαστος
αστελίαστος = αυτός που δεν έχει λαβή
αστενύνω = ασθενώ
αστερέωτος = αστερέωτος
αστίβιτος = πανί που δεν καταβράχηκε με θαλασσινό νερό για να λευκανθεί
αστό = αφότου
αστόλιστος = αστόλιστος
αστούδωτος = αυτός που είναι χωρίς κόκαλα
αστοχασία = απερισκεψία
αστόχαστα = αστόχαστα
αστόχαστος = αστόχαστος
αστόχευτος = απρόσεχτος
αστοχεύω = φέρομαι αδέξια
αστοχεύω = καταριέμαι να μείνει κάποιος ακληρονόμητος, να ερημωθεί, να καταστραφεί
αστόχιν = αυτός που είναι χωρίς κάτοχο
άστοχος = άστοχος
αστοχώ = αστοχώ
αστράβωτος = μη τυφλωμένος
αστραγάλιν = αστράγαλος
αστραπή = αστραπή
αστραπίζω = αστράφτω
αστράτευτος = παιδί που ακόμα δεν περπατάει
αστράφτω = αστράφτω
αστράφτω πολύ = παρασύρω
αστρίτζιν = άστρο
αστρολόγος = αστρολόγος
άστρον = άστρο
αστροπελέκιν = κεραυνός
αστροφεγγαράκιν = άστρα και φεγγαράκι
αστροφεγγάριν = άστρα και φεγγάρι
αστροφεγγία = ξαστεριά
αστροφεγγίζω = αστροφεγγίζω για να αποκτήσω μαγικές δυνάμεις
αστροφώς = αστροφεγγιά
άστρωτος = άστρωτος
αστύλωτος = αστύλωτος
ασυγγόμαστος = απλήρωτος
ασυγγύριστος = ασυγύριστος
ασύγκλιστος = άκαμπτος
ασύγκρεφτος = αυτός που δεν είναι καλυμμένος με τέφρα
ασυλλίβωτος = ανέφελος
ασυλλογισία = ασυλλογισιά
ασυλλόγιστα = ασυλλόγιστα
ασυλλόγιστος = ασυλλόγιστος
ασυμοζύγιαστον = εκείνο που ζυγίζεται σαν ασήμι
ασυνήθιστος = ασυνήθιστος
ασυνορθίαστος = ατακτοποίητος
ασυνόρθωτος = ατακτοποίητος
ασυντέρευτος = ακατάστατος στην εξωτερική εμφάνιση
ασύντζαιτος = αμίλητος
ασυντρόφαστος = ασυντρόφευτος
ασυντρόφευτος = ασυντρόφευτος
άσυρτος = ανέλκυστος
ασύφταστος = απρόφταστος
ασυφώνετος = ασυμφώνητος
ασώρευτος = ασυσσώρευτος
ασ’χώρετος = ασυγχώρητος
αταβάνωτος = χωρίς ταβάνι
ατάνωτος = αυτός που δεν είναι αρτυσμένος
ατάραχτος = ανακατωτός
ατάσταλος = άτακτος
άταφος = άταφος
αταχτία = έλλειψη τάξεως
άταχτος = άταχτος
αταχτοσύνα = ακαταστασία
αταχτωσία = αταξία
ατεινέθε = το δικό του
ατεινέτερον = το δικό τους
άτεκνος = άτεκνος
ατελείωτος = ατελείωτος
ατεπούριγος = σιτηρά που δεν έχουν καθαρισθεί με τεπούριν
ατέρετος = απαρατήρητος
άτεχνος = άτεχνος
ατζάκωτος = άσπαστος
άτζαλα = άτσαλα
άτζαλος = άτσαλος
ατζαμής = ατζαμής
ατζάπα = άραγε
ατζατζάλιγος = αυτός που δεν έχει καθαριστεί από το περικάρπιο
ατζέριγος = άσχιστος
ατζέριν = άσχιστος
ατζίλετος = αυτός που δεν λερώθηκε με περιττώματα
ατζίλτευτος = ακατούρητος
ατζίμιδος = ανόητος
ατζινάτιστος = αυτός που δεν λερώθηκε με κόπρανα πτηνού
ατζίναχτος = αυτός που δεν λερώθηκε με κόπρανα πτηνού
ατζούμιστος = αξεζούμιστος
ατζουντζούρευτος = ακαθάριστη κύτη ρυακιού προς ροή νερού
ατζουπίαστος = μη στερεωμένος με σφήνα
ατζούπωτος = ασκέπαστος με κάλυμμα
ατζούρωτος = αστείρευτος
ατζούχνιστος = φαγητό μη τσικνισμένο
ατιμάζω = ατιμάζω
ατίμετος = αίσχος, όνειδος
ατίναχτος = αξεσκόνιστος
άτοκα = άτοκα
page===27

ατοκαικά = αυτό ακριβώς
άτοκος = άτοκος
ατόξευος = μη τοξευθείς
άτοπα = απρεπώς, κακώς
ατόρνευτος = ακόσμητος, αποίκιλτος
ατορνεψία = ακαλλώπιστος
ατός = αυτός
ατού = εκεί
ατού-άνθεν = εκεί επάνω
ατού-απαγκαικά = εκεί επάνω προς τα κάτω
ατού-απαγκέσου = εκεί στα επάνω μέρη
ατού-απαγκιάνου = εκεί επάνω προς τα άνω
ατού-απάνθεν = εκεί επάνω
ατού-απάνω = εκεί επάνω
ατού-απεσκαικά = εκεί μέσα ακριβώς
ατού-απεσκέσου = στα εντός εκεί μέρη
ατού-απεσκιάνου = εκεί μέσα προς τα άνω
ατού-απέσω = εκεί μέσα
ατού-αφκά = εκεί κάτω
ατού-αφκακαικά = εκεί κάτω ακριβώς
ατού-αφκακέσου = στα κάτω εκεί μέρη
ατού-αφκακιάνου = εκεί κάτω προς τα άνω
ατού-έμπρου = εκεί εμπρός
ατού-έξω = εκεί έξω
ατουκά = εκεί κοντά
ατουκάθεν = εκεί κάτω
ατουκαικά = εκεί κοντά
ατουκέσου = κατά τα εκεί μέρη
ατουκιάνου = εκεί προς τα άνω
ατούλωτος = ζωηρός
ατουμερέαν = εκεί μεριά
ατουμερόθεν = εκεί μεριά
ατουμέρου = εκεί μεριά
ατουπέραν = εκεί αντίκρυ
ατουπλαγκαικά = εκεί παραπέρα ακριβώς
ατουπλαγκέσου = εκεί παραπέρα
ατουπλαγκιάνου = εκεί παραπέρα προς τα άνω
ατουπλάν = εκεί πέρα
ατράνετος = αυτός που δεν απέκτησε ανάστημα
ατραπέζωτος = ατραπέζωτος
άτριφτος = άτριφτος
άτριχος = άτριχος
ατρόμαχτος = αφόβιστος
ατρύπητος = ατρύπητος
ατσάμλιστος = βλέπω με προσήλωση
ατσάμπλιστα = κοιτάζω επίμονα χωρίς να κινώ τα βλέφαρα
ατσορκάνιστος = εκείνος που δεν τον σύρανε κατά γης
ατσουλίαστος = εκείνος που δεν είναι σκεπασμένος
ατύλιστος = ολόγυμνος
ατυράννιστος = ατυράννιστος
άτυχος = άτυχος
αυγερινός = αυγερινός
αυγή = αυγή
αυγιάριν = λευκαντικό
αυγίζω = λευκαίνω
αυγίτες = αυγερινός
αυγός = ολόλαμπρος
αυγουστοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα τον Αύγουστο μη ασχολούμενη με γεωργικές εργασίες
αυλαγύριν = αυλόγυρος
αυλαία = αυλαία
αυλακέα = αυλακιά
αυλακιάζω = αυλακιάζω
αυλάκιαστος = εκείνος που δεν είναι χωρισμένος σε αυλάκια
αυλάκιν = αυλάκι
αυλακοκέφαλον = αρχή αυλακιού απ’ όπου φεύγει το νερό για άρδεμα
αυλακόνερον = νερό που τρέχει σε αυλάκι
αυλακόχειλον = χείλος ποταμού
αυλακώνω = αυλακώνω
αυλάκωτος = εκείνος που δεν είναι χωρισμένος σε αυλάκια
αυλή = αυλή
αυλίτζα = αυλίτσα
αυλόνα = αυλή
αυπνία = αυπνία
άυπνος = άυπνος
αυριζ’νός = αυριανός
αυρινός = αυριανός
αύριον = αύριο
αυτίκοντα = αμέσως
αυτοκράτορας = αυτοκράτορας
αυτοξούσιος = ανεξάρτητος
αυτοχολιά = θυμώδης
αυτόχολος = οξύθυμος
αφάγετος = νηστικός
αφαγία = ανορεξία
άφαγος = άφαγος
αφαγούκης = ολιγοφάγος
αφαγώνα = ολιγοφαγία
αφάλιν = οφαλός
αφανίζω = αφανίζω
αφανισμός = αφανισμός
άφανος = άφαντος
άφαντος = άφαντος
άφαρα = γρήγορα
άφαρος = ζωηρός, άτακτος
αφέντευτος = χωρίς αφέντη
αφέντης = αφέντης
αφεντία = βασιλεία
αφεντοπαίδιν = γιός άρχοντα
άφερτος = αφόρητος
αφετός = χαλαρός
αφιερώνω = αφιερώνω
αφίλετος = αφίλητος
αφίλευτος = εκείνος που δεν έχει φιλοξενηθεί
αφιλογή = αμφισβήτηση
άφιλος = άφιλος
αφίνω = αφήνω
αφιόνιν = αφιόνι
άφισμαν = εγκατάλειψη
αφκά = από κάτω
αφκακαικά = λίγο παρακάτω ακριβώς
αφκακέρετζον = η κόρα της κάτω επιφανείας του άρτου
αφκακέσου = στα κάτω μέρη ίσια
αφκακιάνου = από κάτω προς τα άνω
αφκαμερέαν = κάτω
αφκατοκόσκινον = ειδικό κόσκινο για σιτηρά
αφκατοσωράζω = συλλέγω καρπούς που έχουν πέσει στη γη
αφκατοσώριν = καρπός που συλλέχθηκε από τη γη
αφκάτου = από κάτω
άφνα = ατμός
αφνετός = ατμός
page===28

αφνίζω = αφνίζω
αφνός = ατμός
άφοβα = άφοβα
αφοβία = τόλμη
άφοβος = άφοβος
αφόντας = αφότου
αφόραχτα = απροσδόκητα, ξαφνικά
αφόραχτος = απροδσόκητος, ξαφνικός
αφόρετος = αφόρετος, γυμνός
αφορίδαστον = καλάθι που δεν έχει τα δυο σχοινιά για να φορεθεί στην πλάτη
αφορίζω = αφορίζω
αφόρισμα = αφόρισμα
αφορισμονή = αφόρισμα
αφορισμός = αφορισμός
αφορισμοχάρτιν = έγγραφο αφορισμού
αφοριστέας = βλάσφημος, υβριστής
αφόριστος = εκείνος που δεν έχει αφοριστεί
αφορμή = αφορμή
αφορμίζω = ερεθίζω πληγή
αφορμίτζα = δικαιολογία
αφορμύνω = ερεθίζω πληγή
άφορος = άγονος
αφόρτωτος = αφόρτωτος
αφόσιστος = εκείνος τον οποίον δεν χώσανε μες στη γη
αφότε = αφότου
αφότι = αφότου
αφού = αφού
αφούκρεμαν = ακρόαση
αφουκρούμαι = ακούω
αφουρκάλετος = ασκούπιστος
αφούρκιστος = μη πνιγμένος
αφούρνιστος = μη ψημένος σε φούρνο
αφουρτούναστος = εκείνος που δεν έχει τρικυμία
αφράζω = αφρίζω
άφραχτος = άφραχτος
αφρόμηλον = μήλο αφράτο και χυμώδες
αφρός = αφρός
άφταστος = άφταστος
αφτείραγος = χωρίς ψείρες
αφτέτσω = ανάβω
άφτιχος = ήσυχος
αφτούλιστος = μη αδημένος
αφτρίν = κερί
άφτω = ανάβω
αφυλάκωτος = αφυλάκιστος
αφύλαχτος = αφύλαχτος
αφύλλωτος = αφύλλωτος
αφύτευτος = αφύτευτος
αφύτρωτος = αφύτρωτος
αφωρισμένα = απρεπή
αφωρισμενίτζα = γυναίκα άξια αφορισμού
αφωρισμενιώ = γίνομαι αφωρισμένος
αφωρισμενόπον = παιδί άξιο αφορισμού
αφώτιστα = πονηρά, κακά
αφώτιστος = αβάφτιστος
άφωτος = σκοτεινός
αχαλάετος = σκεύος μη κασσιτερωμένο
αχαλάρωτος = αχαλάρωτος
αχάλαστος = αχάλαστος, ακέραιος
αχαντάζω = τρυπώ, κεντώ με αγκάθι
αχαντάρης = αγκαθωτός
αχάνταστος = χωρίς αγκάθια
αχαντένος = κατασκευασμένος με αγκαθωτούς θάμνους
αχαντζουλλούδιν = βατομουριά
αχαντίζω = κεντώ με αγκάθι
αχάντιν = αγκάθι
αχαντίτζα = φυτό με φύλλα αγκαθωτά
αχαντόκλαδον = κλώνος φυτού αγκαθωτού
αχαντόκλωνων = κλώνος φυτού αγκαθωτού
αχαντόκορφον = κορυφή αγκαθιού
αχαντόρριζον = ρίζα αγκαθιού
αχαντοτόπιν = τόπος πλήρης με αγκάθια
αχαντότοπος = τόπος πλήρης με αγκάθια
αχαντούδιν = τόπος πλήρης με αγκάθια
αχαντούτζα = ο άκρος βλαστός της βάτου
αχαντόφυλλον = φύλλο αγκαθωτό
αχαντόχοιρος = σκαντζόχοιρος
αχαντώνα = τόπος πλήρης με αγκάθια
αχαντώνω = περιφράζω με αγκαθωτούς θάμνους
αχαντωτός = αγκαθωτός
αχάνω = χάσκω
άχαρα = δυστυχισμένα
αχαράκωτος = αχαράκωτος
αχαράτζωτος = φαγητό χωρίς καρυκεύματα
αχάραχτος = αχάραχτος
αχάρετος = εκείνος που δεν χαίρεται τη ζωή
αχαριστία = αχαριστία
αχάριστος = αχάριστος
άχαρος = δυστυχής
αχάρτωτος = μη καλυμμένος με χαρτί
αχαρχάλιγος = καρπός μη καθαρισμένος από το φλοιό του
αχάσευτος = αζεμάτιστος
αχασμός = χασμούρημα
αχαστόμης = χαζός
αχαστός = αυτός που χάσκει
άχαστος = αυτός που δεν χάσκει
αχαστούρης = αυτός που χάσκει
αχάτε = να
αχείμαστος = εκείνος που δεν πέρασε τον χειμώνα κάπου
αχειροτέρευτος = εκείνος που δεν χειροτέρεψε
αχέρευτος = εκείνος που δεν χήρεψε
αχερομύλιγος = αυτό που δεν αλέσθηκε με χειρόμυλο
άχερος = κουλός
αχερώνιν = αχυρώνας
αχερωνοδώμιν = στέγη αχυρώνα
αχερωνοκάλαθον = καλάθι με το οποίο μεταφέρουν από τον αχυρώνα τροφή στα ζώα
αχερωνοκόλιν = το κάτω μέρος του αχυρώνα
αχερωνοπόρτιν = πόρτα αχυρώνα
αχλόιν = χωρίς γρασίδι
αχμάκης = αγαθός, αφελής
αχμός = ατμός
άχνα = ατμός, οσμή φαγητού
αχνεύω = παρέχω αφορμή
αχνίδα = τούφα λεπτού μεταξιού
αχνιδάουμαι = με τσιμπούν στο λαιμό λεπτά ψαροκόκαλα
αχνίδιν = άγανο, ψαροκόκαλο
αχνίζω = αναδίδω, εκπέμπω ατμούς
αχνότον = αναπνοή
αχόλαστα = χωρίς οργή
αχοντή = ρεύμα ποταμού
page===29

αχόρευτος = αχόρευτος
άχορος = αχόρευτος
αχορτασία = ακόρεστος, απληστία
αχόρταστος = ακόρεστος, άπληστος
αχότιν = αυλάκι για διοχέτευση νερού στους κήπους
αχοτοδέμιν = η αρχή του αγωγού
αχουλής = έξυπνος
αχούρης = στάβλος
αχούριν = αποθήκη αχύρου
άχπαγος = αξερίζωτος
αχπάδιν = ξεριζωμένο
αχπάνω = αποσπώ, ξεριζώνω
αχπάρα = φόβος, τρόμος
αχπάραγμα = αιφνιδιασμός, έκπληξη
αχπαράζω = τρομάζω
αχπάραστος = εκείνος που δεν τρομάζει
αχπάσκουμαι = ξεκινώ προς αναχώρηση
άχπασμα = το ξεκίνημα προς αναχώρηση
αχπαστός = αυτός που ξεριζώνεται
άχπαστος = αυτός που δεν ξεριζώνεται
αχράδιν = άγρια αχλαδιά
αχραδόξυλον = ξύλο αγριαχλαδιάς
αχρανέα = η οσμή των άπλυτων σκευών
άχραντος = άψογος, αγνός
άχρεια = κατά τρόπο αχρείο
αχρείαστος = αχρείαστος
αχρειοκόριτζον = αισχρό κορίτσι
αχρειολογία = αισχρολογία
αχρειολόγος = αισχρολόγος
αχρειολογώ = λέω αισχρά λόγια
αχρειόπαιδον = αισχρό παιδί
άχρειος = αισχρός
αχρειόστομος = αισχρολόγος
αχρειότε = αισχρότητα, ασέλγεια
αχρειούνα = αισχρότητα
άχρεος = αχρέωτος
αχρέωτος = αχρέωτος
αχρηματία = έλλειψη χρημάτων
άχρηστος = άχρηστος
άχριστος = μη αλειμένος με πηλός ή σοβά
αχροιάης = ωχρός, άτονος
αχροίαστος = ωχρός, άτονος
αχρόνιστος = αχρόνιστος
άχρονος = εκείνος που δεν θα ζήσει ολόκληρο το έτος
αχρύσωτος = μη επιχρυσωμένος
αχρωμάτιστος = αχρωμάτιστος
αχταρευτά = σκαλίζοντας, σκαλιστά
αχτάρευτος = άσκαφτος
αχταρεύω = σκάβω, σκαλίζω
αχτένιστος = αχτένιστος
άχτιστος = άχτιστος
αχτούπιστος = μη ξεμαλλιασμένος, μη μαδημένος
αχτράπελος = αλλόκοτος, παράξενος
αχύλωτος = μη διαβρεχμένος
αχύμιγος = σιτηρά που δεν πλύθηκαν
αχυρέα = οσμή άχυρων
αχυρένος = γεμισμένος με άχυρα
αχύριν = άχυρο
αχυροκάλαθον = καλάθι μεταφοράς άχυρων
αχυροκόσκινον = κόσκινο με το οποίον χωρίζουν τα χοντρά άχυρα από το σιτάρι
αχυρομίντερο = μιντέρι γεμισμένο με άχυρα
αχυρώνα = αχυρώνας
αχυρωνέα = ποσότητα άχυρων όση χωράει ο αχυρώνας
αχυρώνιν = αχυρώνας
αχυρώνω = μεταβάλλομαι σε άχυρα αλωνιζόμενος
αχωμάτωτος = εκείνος που δεν λερώθηκε με χώμα
αχώνα = αχώνευτα
αχωνάριν = χωνί
αχώνευος = αχώνευτος
αχώνευτος = αχώνευτος
αχώνιν = αδιάλυτο
αχώρετος = αχώρετος
αχώριστος = αχώριστος
αχωρομμάτης = εκείνος που έχει εξογκωμένους τους βολβούς των ματιών
άχωρος = ανώριμος
αψάδα = οξύς στη γεύση
αψαθήτε = σπεύσατε
αψάρευτος = αψάρευτος
αψάρωτος = αψάρωτος
αψέα = απότομος
άψετος = άψητος
αψηλάφετος = αζήτητος
αψήφιστος = αψήφιστος
αψίθυμος = αψίθυμος
αψίκλωστος = ο πυκνά κλωσμένος
αψιμάδιν = σπινθήρας
αψιμαρείον = εστία
αψιματέος = πύρινος
αψιμήτρα = φωσφορισμός της θάλασσας
αψιμίτζα = μικρή φωτιά
αψιμοκόλιν = ζωηρό, άτακτο
αψιμοκόλοθον = ψωμάκι ψημένο στην εστία
αψιμόλιθο = λίθος που αντέχει στη φωτιά
άψιμον = φωτιά
αψιμόπον = μικρή φωτιά
αψίχολος = αυτός που εύκολα οργίζεται
αψόφετος = άνθρωπος που δεν ψοφάει
αψύλλιγος = αυτός που δεν καθαρίστηκε από τις ψείρες
αψύνω = γίνομαι δριμύς στη γεύση
αψυπότιν = ποτό οινοπνευματώδες
αψύς = αψύς
άψυχος = νεκρός
αψυχωμένος = νεκρός
αψυχωτός = εκείνος που δεν προσβλήθηκε από ελώδη πυρετό
αψώνιστος = αψώνιστος
αψώνω = γίνομαι δριμύς
αψωτός = λίγο δριμύς

Β

page===0

βαβά = βρέφος
βαβαίτζα = βρέφος
βαβάκαν = βρέφος
βαβαλεύκομαι = όρνιθα που περιφέρεται στη φωλιά για να γεννήσει
Βαγγέλα = όνομα αγελάδας που γεννήθηκε του Ευαγγελισμού
βαγγελικός = του ευαγγελίου
βαγγέλον = το Ιερό Ευαγγέλιο
βαγευτέριν = κούρα την οποία βαγεύων παίρνει από το σπίτι του πριν αρχίσει το βάγεμα
βαγεύω = περιέρχομαι στα σπίτια την Κυριακή των Βαΐων
βαγμονή = γοερός θρήνος
βάδος = βάδισμα, περπάτημα
βαζάμι = μανιτάρι, μύκητας
βαθαλός = ευτραφής, παχύς
βαθάσκομαι = πέφτω σε βαθύ ύπνο
βαθέα = βαθέως
βαθικά = από μακριά απόσταση
βαθικός = βαθύς
βαθοκοπώ = βαθαίνω
βάθος = βάθος
βαθουλώνω = βαθύνω
βαθουλωτός = μάλλον βαθύς
βαθράκιν = μάλλον βαθύς
βαθρακός = βάτραχος
βαθυβολία = βάθος θαλάσσιου ύδατος
βαθυβολώ = οργώνω βαθιά
βάθυγμαν = εκβάθυνση
βαθύνω = βαθύνω
βαθυπνάουμαι = κοιμάμαι βαθύ ύπνο
βαθυπνίσκομαι = κοιμάμαι βαθύ ύπνο
βαθύς = βαθύς
βάθυσμαν = βαθύνω
βαθυστικός = αυτός που έχει βάθος
βαθυχωμία = έδαφος με πολύ βαθύ χώμα
βαθωτός = λίγο βαθύς
βάι = έκφραση αγανάκτησης
βαΐζω = περιέρχομαι στα σπίτια την Κυριακή των Βαΐων
βαϊλίζω = λικνίζω, νανουρίζω
βάιναση = βουητό, θόρυβος
βαΐον = κλάδος θάμνου που μοιράζεται την Κυριακή των Βαΐων
βαΐτζα = άρτος που δίνεται στα παιδιά που ψάλλουν του Λαζάρου
βακανίζω = μιλώ θορυβωδώς κράζοντας σαν βάτραχος
βακούφιν = ναός
βαλά = μεταξωτό κίτρινο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος γυ
βαλανίδιν = μεταξωτό κίτρινο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος γυναικείος
βαλάνιν = βελανίδι
βάλεμαν = τοποθέτηση
βαλέριν = βαρέλι
βαλής = νομάρχης
βάλλω = βάζω
βάλσαμον = βάλσαμο
βαλσαμώνω = βαλσαμώνω
βάλσιμον = τοποθέτηση
βανούμελο = μέλι που έχει μεθυστική ιδιότητα
βαξαλαεύω = γυαλίζω υποδήματα
βάξη = μαύρη βαφή υποδήματα
βαξώνω = γυαλίζω υποδήματα
βαραγρανεμία = άνεμος ισχυρός
βαράζω = ενοχλώ
βαράκιν = λεπτό φύλλο χρυσού
βαρακονεμένος = καλά τροχισμένος
βαρακώνω = κοσμώ με φύλλο χρυσού
βαραμάζω = πάσχω από φυματίωση
βαραναστενάζω = βαριαναστενάζω
βαράπιν = αχλάδι ξινό που γίνεται τουρσί στο βαρέλι
βαραροθυμαγμένος = ο ξενιτεμένος που αισθάνεται μεγάλη νοσταλγία
βαρασία = ενόχληση
βαράσιμον = ενόχληση, εγκυμοσύνη
βάρασμαν = εγκυμοσύνη
βαραχλάεμαν = επιχρύσωση με φύλλα χρυσού
βαραχλαεύω = επιχρυσώνω με φύλλα χρυσού
βαρβαραλαξία = αλαλαγμός
βάρβαρος = βάρβαρος
βαρβαταρίζω = κάνω ταραχή, θόρυβο
βαρέα = ρόπαλο
βαρέα = βαριά
βαρέας = μεγάλη σφύρα λατόμου
βαρελέα = ποσότητα όση χωράει ένα βαρέλι
βαρελίκα = μικρό βαρέλι
βαρέλιν = βαρέλι
βαρελίτσα = βαρέλι
βαρελοκοίλης = κοιλάρας
βάρεμα = βάρος
βαρεμωσύνη = εγκυμοσύνη
βαρένω = βαρύνω
βαρεσμονή = εγκυμοσύνη
βαρετός = βαρετός
βαρηκοΐα = βαρηκοΐα
βαρηκοΐζω = δεν ακούω καλά
βαρήκοος = βαρήκοος
βαριαναστενάζω = βαριαναστενάζω
βαριγέτιν = περιουσία
βαρίζω = προξενώ βάρος
βαριόζιν = σφύρα λατόμου
βάριος = σφύρα σιδηρουργού
βάρκα = βάρκα
βαρκίζω = φωνάζω
βαρκισμός = δυνατή κραυγή
βάρος = βάρος
βαροστοίχειωμα = πρόσωπο ενοχλητικό
βαροταξιδιάρος = εκείνος που κάνει ταξίδια μακράς διαρκείας
βαρόφ’λλα = φυτό με τα μέγιστα φύλλα
βάρσανον = βάσανο
βαρτανέα = φυτό λυγαριά
βαρυαγρανεμία = άνεμος ισχυρός
βαρυγάστριν = ζώο ετοιμόγεννο
βαρυγλωσσίζω = βραδύγλωσσος
βαρυγνωμώ = δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι
βαρύγνωστος = ο δύσκολα γνωριζόμενος
βαρυδούλης = εκείνος που έχει βαριά εργασία
βαρυδούλιν = εκείνο που χρειάζεται πολλή εργασία
βαρυζύγια = πρόσβαρα
βαρυζύγιν = πρόσβαρο
βαρύθυμος = βαρύθυμος, ευερέθιστος
βαρυκάρδεμαν = θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρυκαρδίζω = θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρυκάρδισμαν = θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρύκαρδος = πολύ θλιμμένος
βαρυκαρδώ = θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρυκέφαλος = μυαλωμένος
βαρυκολία = δυσκινησία
page===1

βαρύκολος = δυσκίνητος
βαρυκωφίζω = έχω βαρηκοΐα
βαρύκωφος = βαρήκοος
βαρύλογος = εκείνος που λέει λόγους υβριστικούς
βαρύνω = βαρύνω
βαρυπνάσκουμαι = κοιμάμαι βαριά
βαρυπόδης = βραδυκίνητος
βαρυπούλετος = εκείνος που δύσκολα θα πουληθεί
βαρυπούλιν = εκείνος που δύσκολα θα πουληθεί
βαρύς = βαρύς
βαρυσκέλης = βαθύς ύπνος
βαρυστενάζω = αναστενάζω βαθιά
βαρύσωμος = βαρύσωμος
βαρυταξιδάρης = εκείνος που κάνει ταξίδια μακράς διαρκείας
βαρύτιμος = ακριβός
βαρυτοπία = εύφορη γη
βαρυτράχηλος = σκληροτράχηλος
βαρυτσακουτζέα = βαρύ σφυροκόπημα
βαρύφαιστος = εκείνος που δύσκολα υφαίνεται
βαρυχειμωνία = βαρυχειμωνία
βαρυχειμωνιτσία = βαρυχειμωνιά
βαρυχνάς = εφιάλτης
βαρύψυχος = εκείνος που έχει ογκώδης σώμα και είναι δυσκίνητος
βάρωμα = βάρος
βάσαλμο = βάσαλμο
βασανία = βάσανο
βασανίζω = βασανίζω
βάσανον = τιμωρία, κολασμός
βασιγέτ(ιν) = διαθήκη προφορική
βασιλακός = βασιλακός
βασιλέας = βασιλιάς
βασιλεία = βασιλεία
βασίλειον = βασίλειο
βασίλεμα = βασίλεμα
βασιλεύω = βασιλεύω
βασιλή = βασιλεία
βασιλικός = βασιλικός
βασιλοκάστριν = βασιλικό κάστρο
βασιλοκόριτζον = κορίτσι βασιλιά
βασιλοπούλλιν = αλκυόνη, ψαροπούλι
βασιλοσκάμιν = βασιλικός θρόνος
βασιλοστούλαρον = ο κυριότερος στύλος που κρατάει τη στέγη
βασίσκουμαι = βασίζομαι, στηρίζομαι
βασμονή = θόρυβος
βασμός = βαθμίδα, σκαλοπάτι
βασμόσημον = βαθμίδα, σκαλοπάτι
βασταγερός = ανθεκτικός
βαστάγι = δέματα με τα οποία συγκρατείται το δισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών
βάσταγμαν = αντοχή
βασταγμονή = αντοχή
βαστάζω = βαστώ
βατανλούκιν = εργαλείο τεχνίτη
βατάχαντον = είδος βατόμουρου
βατία = βατομουριά
βατίν = βατομουριά
βάτος = βάτος
βατόφυλλον = φύλλο βάτου
βατταλαλώ = μοιρολογώ
βαΰζω = κραυγάζω
βαφέας = βαφέας
βαφτίζω = βαφτίζω
βαφτίσα = βαφτίσια
βάφτιση = βάφτιση
βάφτισμα(ν) = βάφτισμα
βαφτιστικός = βαφτιστικός
βαφτοφάει = έδεσμα από καλαμποκίσιο αλεύρι και βούτυρο
βάφτω = βυθίζω στο νερό
βάχ = εκφράζει παράπονο
βαχλανεύκουμαι = λέω βάχ, λυπάμαι καθ’ υπερβολή
βάψιμον = βάψιμο
βγαίνω = βγαίνω
βγάλλω = βγάζω
βδέλλα = βδέλλα
βδελλάζω = βάζω βδέλλες προς απομύζηση αίματος
βδελλόπον = βδέλλα
βδομάδα = εβδομάδα
βέβαιος = βέβαιος
βεβαιώνω = βεβαιώνω
βεγκίζω = γαβγίζω
βεελζεβούλης = διάβολος
βεζίρης = βεζίρης
βελάν(ιν) = βελόνα ραψίματος
βελόνα = βελόνα πλεξίματος
βελονάζω = βελονιάζω
βελονέα = τσίμπημα, κεντιά
βελονίασμαν = βελόνιασμα
βελονίδιν = βελόνα για δίχτυα
βελονίζω = βελονίζω
βελόνιν = βελόνα ραψίματος
βελονίτα = είδος αγριόχορτου
βελονοθήκη = βελονοθήκη
βελονόπον = βελόνα
βελονοτρύπιν = τρύπα της βελόνας
βελονόχορτον = αγριόχορτο με φύλλα βελονοειδή
βελώνω = ενώνω, συνδέω
βένετος = γαλάζιος
βέξιμον = βήξιμο
βεξίον = βήξιμο
βερανέ = ερείπιο
βερβερίζω = τρέμω
βεργέα = πλήγμα με βέργα
βεργέτα = δάχτυλο του αρραβώνα
βεργίν = βέργα
βερεμάζω = πάσχω από φυματίωση
βερέμης = φυματικός
βερέμιν = φυματίωση
βερέπα = λοξός, πλαγίως
βερέπιν = λοξό, πλάγιο
βεσιέτιν = διαθήκη προφορική
βέσσαλον = τούβλο
βέτρα = κουβάς
βετρέα = ποσότητα όση χωράει ένας κουβάς
βέχας = βήχας
βεχίον = βήχας
βέχω = βήχω
βζήνω = σβήνω
βήμα = βήμα
βήτα = βήτα
βία = βία
βιάζω = βιάζω
page===2

βιασμένα = βιασμένα
βιαστός = βιαστικός
βιβλίον = βιβλίο
βίδα = βίδα
βιδώνω = βιδώνω
βιδωτός = βιδωτός
βιζανίζω = υπερπληθύνομαι
βικέα = οσμή του βίκου
βικέντρ(ιν) = ράβδος με άκρη σιδερένια
βίκιν = βίκος
βικόχορτον = χόρτου του βίκου
βιλαγιάτιν = βιλαέτι
βιλλίν = το αντρικό μόριο
βιντίαγμαν = ζώο που βρίσκεται σε οργασμό
βιντολόης = βοϊδόμυγα
βίντος = βοϊδόμυγα
βιντώ = οργώ προς συνουσία
βιόπιστος = φιλάργυρος
βιόπον = πρόβατο
βίος = βίος
βιρβιλίτζιν = μικρά κοσμήματα
βιρβιρίτζα = σβούρα
βιρβιτήριν = σβούρα
βιρβιτίδα = σβούρα
βισβιριρίτζα = σβούρα
βίτζα = ευθύ, λεπτό και ευλύγιστο κλαδί
βιτζέα = χτύπημα με βίτζα
βιτζοκοπώ = πληγώνω με μαστίγιο
βιτζώνω = φεύγω
βιωμένος = πλούσιος
βλαβερός = βλαβερός
βλάμμα = κήλη
βλάντιν = φασολιά
βλαστάριν = βλαστάρι
βλασταρώνω = αναδίδω βλαστούς
βλαστημάρης = βλάσφημος
βλαστημέας = βλάσφημος
βλαστήμεμαν = βλασφημία
βλαστημία = βλασφημία
βλαστημώ = βλασφημώ
βλάφτω = βλάπτω
βλάψιμον = βλάψιμο
βλαψίον = βλάψιμο
βλεμίριν = λείψανο, νεκρός
βλεννοκοίλης = εκείνος που έχει εξογκωμένη κοιλιά όπως η βλέννα
βλέννος = βλέννα
βλημίδιν = δακτυλιόλιθος
βλημίν = δακτυλιόλιθος
βληχώνιν = το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων
βλινέον = άγκιστρο αλιευτικό με δόλωμα
βλίντζι = χόρτο φαγώσιμο
βλίντον = βλίτο
βλογία = ευλογία
βλογώ = ευλογώ
βλούξα = φλέμα
βλουξιστέρα = αντλία από καλάμι
βλουξώ = αποχρέμπτομαι
βλοχώνιν = το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων
βο = αυγό
βοάζω = αντηχώ
βοανετός = βοή, θόρυβος
βοανίζω = κραυγάζω
βοάνισμα = κραυγή
βοβάκαν = βρέφος
βόβολον = είδος χόρτου
βογγήσια = βογγητά
βόγγυλο = εκείνος που συνέχεια γογγύζει
βογγώ = γογγύζω, στενάζω
βόδα = χειροποίητη παντόφλα από ύφασμα
βοεβόδας = άρχων
βόεμα = βοή, θόρυβος
βοετός = βοή, θόρυβος
βοή = βοή
βοήθεια = βοήθεια
βοήθεμαν = βοήθεια
βοηθή = βοήθεια
βοηθητικός = βοηθητικός
βοηθιστής = βοηθός
βοηθός = βοηθός
βοηθώ = βοηθώ
βόθα = είδος δακτυλιολίθου
βοθράκα = βάτραχος
βοθράκια = τεμάχια πουκαμίσου στο μέρος της μασχάλης
βόθυλα = το ινίο του κρανίου
βοιάκη = πηδάλιο πλοίου
βοιάκιν = πηδάλιο πλοίου
βοΐζω = κραυγάζω, φωνάζω
βοκολείος = τόπος όπου βόσκουν τα ζώα
βολά = εποχή, περίσταση
βολάζω = βυθίζω κάτι σε νερό
βολανάζω = βελονιάζω
βολετινά = κατ’ ευχή, ευστόχως
βολετός = κατορθωτός
βόλιγμαν = βυθίζω
βολιδάζω = βυθίζω
βολίζω = βυθίζω
βολικά = βολικά
βόλιν = εύρημα
βόλισμαν = βύθισμα
βολιστήριν = εργαλείο των χρυσοχόων
βολονέα = κεντιά
βολονίδιν = βελόνα με την οποία πλέκουν τα δίχτυα
βολονίζω = βελονιάζω
βολόνιν = βελόνα ραψίματος
βομπάκιν = βαμβάκι
βόξιμο = κραυγή
βόρα = άνεμος
βοράζω = πετάω στον αέρα χωρίζοντας τα σήτα από τα άχυρα
βορανί = είδος εδέσματος
βόρανον = είδος δέντρου
βοράουμαι = σκιάζομαι
βορδάλακας = βρικόλακας
βορδολότιμος = υπερτιμημένος, ακριβός
βορδονάρι = είδος δαμάσκηνου
βορέας = βοριάς
βορθάκα = βάτραχος
βορίζω = αερίζω, δροσίζω
βόρισμα = δρόσισμα
βοριστέρι = ανεμιστήρας, βεντάλια
βορίστρα = ανεμιστήρας, βεντάλια
page===3

βορκού = νωθρή, τεμπέλα
βορκώνω = τεμπελιάζω
βορώνω = σβήνω
βοσκεθίος = βοσκή, βοσκότοπος
βόσκεμαν = νομή, βοσκή
βοσκή = βοσκή
βόσκιγμαν = βόσκω
βοσκίζω = βοσκίζω
βοσκίον = νομή
βόσκισμαν = βοσκή
βοσκιχτά = βοσκώντας
βοσκοτόπιν = βοσκότοπος
βόσκω = βόσκω
βοτανάζω = θεραπεύω με βότανα
βοτανάσιμον = θεραπεία με βότανα
βοτανίασμαν = εκρίζωση παράσιτων χόρτων κήπου
βοτανίζω = εκριζώνω παράσιτα άγρια χόρτα
βοτάνιν = βότανο
βοτάνισμαν = εκρίζωση παράσιτων χόρτων κήπου
βότανον = βότανο
βοτράχα = βάτραχος
βοτρύδιν = τσαμπί σταφυλιού
βούβα = σούφρα
βουβάλιν = βουβάλι
βουβάν(ιν) = κυψέλη
βουβανίζω = σκαλίζω, σκάυω
βουγανετός = βοή, θόρυβος
βουγανίζω = κραυγάζω
βουγάνισμα = κραυγή
βουδάγγελος = ηλίθιος, χοντροκέφαλος
βουδάνος = βόδι
βούδας = γεωργός
βουδέα = οσμή βοδιού
βουδέκο = μικρό βόδι
βουδέτα = εργασία με τη βοήθεια του βοδιού
βούδιν = βόδι
βουδοπέτζιν = δέρμα βοδιού
βουδόπον = μικρό βόδι
βουδότα = εργασία με τη βοήθεια του βοδιού
βουδόφ’λλα = είδος φυτού με πλατιά φύλλα
βούζ = βούισμα
βουζβούζ = βούισμα
βουζβουζίκα = είδος σβούρας
βουζβούρα = σβούρα
βουζβουστέρα = είδος σβούρας
βουζλαεύω = βουίζω
βούζουνος = πυώδες εξοίδημα τού δέρματος
βουζτιρίκα = σβούρα
βουητό = βουητό
βούθεια = βοήθεια
βούι = επιφώνημα που εκφράζει φόβο, τρόμο
βούκα = μπουκιά
βουκάχος = ανόητος, μωρός
βουκέα = δαγκωματιά
βουκεντρέα = χτύπημα με βουκέντρι
βουκέντριν = ράβδος της οποίας το άκρο είναι σιδερένιο
βουκιάζω = δαγκώνω
βουκολείον = βοσκότοπος
βουκόλος = βοσκός
βουκώνω = μπουκώνω
βούλα = σήμαντρο
βουλάζω = βυθίζω σε νερό
βουλγαροπούλλα = κόρη Βουλγάρου
βουλή = βούληση
βουλίζω = βυθίζω
βουλικά = βολικά
βουλιούμαι = προτίθεμαι, σκοπώ
βουλώνω = σφραγίζω
βουλωτός = βουλωμένος
βουμπακάς = βαμβάκι
βουμπακένος = βαμβακερός
βουμπακερός = βαμβακερός
βουμπάκι = βαμβάκι
βουμπακοπρόσωπος = παχουλοπρόσωπος
βουμπακορράμμιν = βαμβακερή κλωστή
βούμπουρος = είδος πετούμενου εντόμου που παράγει βοή
βουνέα = κόπρανα βοδιού
βουνέσιος = βουνήσιος
βουνέτες = βουνήσιος
βουνίζομαι = φέρομαι ως βουνό
βουνός = βουνό
βουντάχ(ιν) = φάσκιωμα
βουονίζω = βράζω
βούρα = χούφτα
βουράζω = δράττομαι
βουράσιμον = δράττομαι
βούρασμαν = δράττομαι
βουρβουλίζω = τεμαχιάζω
βουρβουρύζω = αφθονώ, βρίθω
βουρβουταρίζω = συνωστισμός ζωυφίων
βουρβουτίζω = συνωστισμός ζωυφίων
βουρδοκεντρέα = ράβδος με την οποία οδηγούν τα μουλάρια
βουρδοκεντρέας = οδηγός μουλαριού
βουρδουλίζω = μουγκρίζω
βουρέα = ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης
βουρίζω = ηχώ, βομβώ
βουρίτζα = ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης
βούρκα = βούρκος
βουρκανίζω = υβρίζω, απειλώ
βουρκεντέα = χτύπημα με βουκέντρι
βουρκεντρία = χτύπημα με βουκέντρι
βουρκέντριν = ράβδος της οποίας το άκρο είναι σιδερένιο
βούρκον = βούρκος
βουρκωμένος = βουρκωμένος
βουρόπον = λίγη ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης
βουρουλεύκουμαι = ερωτοχτυπιέμαι
βουρούχι = μεγάλος πλήθος
βούρτζα = βούρτσα
βουρτζίζω = βουρτσίζω
βουρτζίζω = ολισθαίνω
βουρτζίν = είδος βούρτσας
βούρτζισμα = βούρτσισμα
βουρτζίτης = είδος μύκητα με σχήμα βούρτσας
βούς = βόδι
βουταλίζω = βυθίζω σε νερό
βουτάν(ιν) = βότανο
βουτάχαντον = είδος βατόμουρο
βουτζίγομαι = βυθίζομαι
βουτζίν = βαρέλι
βουτζώνω = βυθίζομαι
page===4

βούτημα = βουτιά
βουτίζω = βουτώ
βούτικο = μαλακό, τρυφερό
βούτορον = βούτυρο
βουτορόπον = βουτυράκι
βουτουράπιν = είδος αχλαδιού
βουτουράρικον = εκείνος που αποδίδει πολύ γάλα
βουτουράς = έμπορος βουτύρου
βουτουρέα = οσμή βουτύρου
βουτουρένος = βουτυρένιος
βουτουρερή = δοχείο βουτύρου
βουτουρίτα = είδος φυτού
βουτουροβάρελον = βαρέλι βουτύρου
βουτουροκόβλακον = ξύλινο δοχείο για βούτυρο
βούτουρον = βούτυρο
βουτουροτζούκαλον = πήλινο δοχείο βουτύρου
βουτουρόχορτον = αγριόχορτο χρησιμοποιούμενο για την παραγωγή βουτύρου
βουτουρώνω = βουτουρώνω
βουτώ = βουτώ
βουώ = βυθίζω σε υγρό και λερώνω
βόχα = μπόχα, δυσοσμία, βρώμα
βόχον = είδος αγριόχορτου
βοχώ = βρωμώ
βοώ = κραυγάζω, φωνάζω
βραβύλιν = άγρια δαμασκηνιά
βραβυλίτζα = είδος δαμάσκηνου
βράγμαν = βρεγμένο
βραδάζω = βραδιάζει
βραδανός = βράδυ
βραδενέσιος = βραδινός
βραδενός = βραδινός
βραδένω = βραδιάζει
βραδεσινέσιν = το βραδινό
βραδεσινός = βραδινός
βραδέσιος = βραδινός
βραδή = βράδυ
βραδινάζω = βραδιάζει
βραδινέσιν = βραδινό
βραδινός = βραδινός
βραδινός = βραδύς στις κινήσεις
βραδούτζικο = η εσπέρα
βράδυ = βράδυ
βραδύγλωσσος = βραδύγλωσσος
βραδυμέρι = βράδυ
βραδύνω = βραδιάζει
βραδυσινός = βραδινός
βραζούδι = εν βρασμό οίνος
βράζω = βράζω
βρακανίζω = μιλώ θορυβωδώς κράζοντας σαν βάτραχος
βρακίν = σώβρακο, βρακί
βρακοζωνάζω = περνώ ζώνη στο σώβρακο
βρακοζωναστέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζωνάστρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζώνιν = ζώνη του βακιού
βρακοζωνιστέρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζωνιστέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζωνίστρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζωνοσύρτες = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοζωνοτέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού
βρακοθελέα = θηλιά του βρακιού
βρακόλακας = βρικόλακας
βράκωμα = πανί βρέφους χρησιμοποιούμενο ως βρακί
βρακώνω = ντύνω με βρακί
βράσα = ευλογιά
βρασάρης = βλογιοκομμένος
βρασάσκουμαι = προσβάλλομαι από ευλογιά
βρασέας = βλογιοκομμένος
βράση = βρασμός
βράσιμον = βράσιμο
βρασίος = βρασμός
βράσμαν = βρασμός
βρασμός = βρασμός
βρασοκομματάουμαι = αποκτώ στο πρόσωπο ουλές εξανθημάτων ευλογιάς
βρασοκομματάρης = βλογιοκομμένος
βρασοκομμένος = βλογιοκομμένος
βραστάριν = πρόχειρο φαγητό από θρύμματα άρτου
βραστή = φαγητό παρασκευασμένο με ποικίλα υλικά
βραστόπον = λίγη ποσότητα «βραστής»
βραστοχόρταρα = χόρτα κατάλληλα για «βραστή»
βράσωμαν = ο πάσχων από ευλογιά
βρασώνω = μεταδίδω την ευλογιά
βρατέρα = δειλινό
βρατερίζω = κλίνω προς τη δύση
βραχάλιν = βραχιόλι
βραχαλίτζα = το φυτό αιγόκλημα
βράχαλο = φυτό της οικογένειας των πτεριδοειδών
βραχαλώνω = περνώ βραχιόλι στο χέρι
βραχιαλού = είδος αχλαδιού
βραχιόνι = βραχίονας
βραχνία = βραχνία
βραχνίτα = είδος χόρτου φαγώσιμου
βραχνίτζα = είδος χόρτου φαγώσιμου
βραχόλιν = βραχιόλι
βραχόνα = βραχίονας
βρέξιμον = βρέξιμο
βρεξίον = βροχή
βρέφος = βρέφος
βρεφούλλιν = βρέφος
βρεχανίζω = βρέχω
βρεχή = βροχή
βρεχίον = βρέξιμο
βρεχίτα = είδος παπαρούνας που ανθίζει μετά τη βροχή
βρέχω = βρέχω
βρί = μόριο που δηλώνει χαμηλή και συνεχής ομιλία
βρίδες = ψητά κάστανα
βρίζω = βρίζω
βρίκα = φλύαρος
βρισία = βρισιά
βρίσκω = βρίσκω
βριστής = υβριστής
βροθάκα = βάτραχος
βροθάκιν = βάτραχος
βροθακίτζα = βατραχάκι
Βροθακιτζής = όνομα ήρωα παραμυθιού που μεταμορφώνεται σε βάτραχο
βροθακίτζος = βατραχάκι
βροθακοζώμιν = νερό όπου διατρέφονται βάτραχοι
βροθακόπον = βατραχάκι
βροθακοπούλλιν = νεογνό βατράχου
βροκολακιάζω = βρικολακιάζω
βρόλος = δυσοσμία αποσύνθεσης
page===5

βρόντεμαν = βροντή
βροντή = βροντή
βροντήσι = είδος μύκητα ο οποίος φυτρώνει κατόπιν βροντής
βροντινός = βρόντος
βρόντος = βρόντος
βροντώ = βροντώ
βρορακολίμνιν = λιμνάζοντα νερά με βατράχους
βροτύδι = τσαμπί
βροτύλιν = τσαμπί
βροτύρι = τσαμπί
βρούδα = λειχήνες που αναπτύσσονται στα υγρά κεραμίδια
βρούλα = σβούρα
βρούλα = φλόγα
βρουλακίζω = φλέγομαι
βρουλάκιμον = ισχυρές φλόγες
βρουλάκισμαν = ισχυρές φλόγες
βρουλίζω = φλέγομαι
βρουλίζω = απογυμνώνω
βρούτζι = αποξηραμένα φρούτα
βρούχνα = μούχλα
βρουχνάζω = μουχλιάζω
βρουχνάρης = μουχλιαμένος
βρουχνέα = οσμή μούχλας
βρούχνος = μούχλα
βροχάτος = βροχερός
βροχερός = βροχερός
βροχή = βροχή
βροχόνερον = βροχόνερο
βροχόπον = βροχούλα
βροχοτόπιν = βροχότοπος
βροχώνω = συρρέω βροχηδόν
βρύμαν = περιουσία
βρύον = φυτό βρύο
βρυχειλάρης = εκείνος που έχει παχιά χείλη
βρυχείλη = χείλη
βρυχείλης = εκείνος που έχει παχιά χείλη
βρώμα = βρώμα
βρωμάρης = δυσώδης
βρωμέας = βρωμιάρης
βρώμεμαν = δυσοσμία
βρωμίτζα = χόρτο δύσοσμο
βρώμος = δυσωδία
βρωμούσα = βρωμούσα
βρωμοχόρταρον = κώνειο
βρωμώ = βρωμώ
βρώση = τροφή με ευχάριστη γεύση
βύζαγμαν = θήλασμα
βυζαλαχτούρα = τροφός
βυζαλίζω = θηλάζω
βυζαλιστέριν = βρέφος που θηλάζει
βυζαλίστρα = τροφός
βυζαλιχτούριν = βρέφος που θηλάζει
βυζανίσκω = θηλάζω
βυζάνω = βυζάνω
βυζάξιμον = θηλασμός
βυζαστέριν = βρέφος που θηλάζει
βυζάστρα = θηλάζουσα γυναίκα
βυζερόν = βρέφος που θηλάζει
βυζιλίστρα = τροφός
βυζιλιτσάρα = γυναίκα γαλουχούσα
βυζίν = βυζί
βυζορρώγιν = θηλή του μαστού προβάτου
βυθίσκομαι = πέφτω σε λήθαργο
βύθος = λήθαργος
βύσνα = βυσσινιά
βυσνοζώμιν = βυσσινάδα
βυτίνα = μεγάλο πιθάρι
βώκος = ανόητος, μωρός
βωλάριν = βώλος
βώλιν = βώλος χώματος
βωλοκοπώ = θραύω τους βώλους
βώτα = αυτί

Γ

page===0

γαβά = καφές
γαβάθα = γαβάθα
γαβάλιν = αυλός, φλογέρα
γαβάνα = δοχείο ξύλινο προς διατήρηση βουτύρου
γαβανέα = ποσότητα όση χωράει η γαβάνα
γαβανεά = χτύπημα δια της γαβάνας
γαβανοκέφαλος = εκείνος που έχει κεφάλι σαν τη γαβάνα
γαβανούμαι = κυρτώνομαι
γαβατζής = καφεπώλης
γαβάχιν = λεύκη
γαβούζιν = κρανίο
γαβουνάπιν = αχλάδι με γεύση πεπονιού
γαβούνιν = πεπόνι
γάβουνος = τυφλοπόντικας
γαβουρεύω = καβουρδίζω
γαβράνα = κυψέλη μελισσών
γαβράνιν = κυψέλη μελισσών
γαβρανοκέφαλος = χοντροκέφαλος
Γαβρεήλης = Γαβριήλ
γαβρίν = πολύ ξηρό
γαγάτζι = φασόλι
γαγγαλιάζω = γαργαλίζω
γαγγαλίζω = γαργαλίζω
γαγγαλώ = γαργαλώ
γαγγάμιν = είδος αλιευτικού δικτύου για αλιεία οστράκων
γάγγλα = γαργάλισμα
γαγγλάζω = γαργαλιέμαι
γαγγλάζω = παθαίνω εξάρθρωση
γαγγλιάζω = γαργαλίζω
γάγγρα = παραλυσία
γαγγρίν = κρέας άπαχο και ισχνό
γαγγρός = παράλυτος
γαγγρώ = ισχναίνομαι
γάγγρωμαν = παράλυση
γαγγρώνω = παραλύω
γαγγυλάζω = γαργαλίζω
γαγιά = εξάρτημα γυναικείας ενδυμασίας
γαγκάζω = κλαίω γοερώς
γαγκανίζω = κλαίω γοερώς
γαγκλάζω = κραυγάζω
γάγκλασμαν = κραυγή
γάγλε = βραδέως, ησύχως
γαζάλα = το πέσιμο των φύλλων το φθινόπωρο
γαζανεύω = αποκτώ χρήματα
γάζγανον = το πολύ ξερό πράγμα
γαζίλιν = τρίχα της γίδας
γαθός = αγαθός
γαιβάσα = σιγά
γαιδαρίτζα = γάιδαρος
γαιδαρίτζης = γάιδαρος
γάιδαρος = γάιδαρος
γαιδουρακός = γαϊδουρινός
γαιδουράπιν = είδος μεγάλου αχλαδιού
γαιδουράς = ονηλάτης
γαιδουράχαντον = γαϊδουράγκαθο
γαιδουρέα = οσμή γαϊδουριού
γαιδουρέσιος = γαϊδουρινός
γαιδουρεύω = φέρομαι σαν αγροίκος και βάναυσος
γαιδουριάρης = ονηλάτης
γαιδούριν = γάιδαρος
γαιδουρίτα = γαϊδουράγκαθο
γαιδουρίτζος = γάιδαρος
γαιδουρίτικα = γαϊδουρινά
γαιδουροκέφαλος = γαϊδουροκέφαλος
γαιδουρόμηλον = είδος μήλου μεγάλου μεγέθους
γαιδουρομούλαρον = μουλάρι που μοιάζει με γάιδαρο
γαιδουροπούλλιν = νεογνό γαϊδάρου
γαιδουρόπ’λλον = γάιδαρος
γαιδουροσύνα = γαϊδουροσύνη
γαιδουρότε = γαϊδουροσύνη
γαιδουροφόρτιν = φορτίο γαϊδουριού
γαιδουρόχτιστος = πλασμένος ως γαϊδούρι
γαΐζω = κλαυθμυρίζω
γαϊλα = καρακάξα
γαιλάκριν = ακρογιαλιά, παραλία
γαιλόνιν = πλοίο
γαίμα = αίμα
γαιμάχ(ιν) = καϊμάκι
γάισμαν = κραυγή
γαιτάνιν = λεπτό σχοινοειδές πλέγμα από μετάξι που χρησιμοποιείται για διακόσμηση ενδυμάτων
γαιτανλάεμαν = κοσμώ με γαϊτάνι
γαιτανλαεύω = κοσμώ με γαϊτάνι
γαιτανλής = ο κοσμημένος γαϊτάνι
γαιτανοφρύδης = εκείνος που έχει φρύδια σαν γαϊτάνι
γαιτανώνω = κοσμώ με γαϊτάνι
γαΐχιν = καΐκι
γαϊχώνω = λυγίζω
γάλα = γάλα
γαλαζανίν = ακατάστατο σπίτι
γαλαθέας = γαλαθηνός
γαλαθηνός = γαλαθηνός
γαλανός = γαλανός
γαλαπαλούχ(ιν) = πλήθος πραγμάτων περιττά
γαλαπότιν = γαλαθηνός
γαλάρικον = εκείνος που παρέχει πολύ γάλα
γαλαστάτες = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται τα δοχεία γάλακτος
γαλαταρία = γαλακτοφόρος
γαλατάς = γαλατάς
γαλατέα = οσμή γάλακτος
γαλατένος = γαλατένος
γαλατερός = γαλατερός
γαλατεύω = παράγω γάλα
γαλάτικο = παρασκευασμένο από γάλα
γαλατικόν = προϊόν γάλακτος
γαλατίτα = είδος αγριόχορτου
γαλατίτζα = γαλακτώδης καρπός αραβοσίτου
γαλατίτζα = γαλατάκι
γαλατοζώμιν = ζωμός γάλακτος
γαλατόθρεφτος = ο θρεμμένος με γάλα
γαλατοκάρσανον = μεγάλο πινάκιο για γάλα
γαλατοκολόγκυθον = φαγητό από κολοκύθα βρασμένη με γάλα
γαλατομάλεζον = αλευρόσουπα παρασκευασμένη με γάλα
γαλατόπον = λίγο γάλα
γαλατοσίρβιν = σούπα παρασκευασμένη με γάλα
γαλατούδα = είδος αγριόχορτου
γαλατούσα = νωπός και γαλακτώδης καρπός του αραβοσίτου
γαλατούτζα = είδος αγριόχορτου
γαλατοφάει = ρυζόγαλο
γαλατοχάβιτζον = έδεσμα από αλεύρι και γάλα
γαλάτωμαν = καρύκευμα με γάλα
page===1

γαλατώνω = καρυκεύω με γάλα
γαλαφόρος = λευκή σαν το γάλα
γαλαχτίνα = είδος εδωδίμου μύκητα
γαλαχτίτα = είδος αγριόχορτου
γαλαχτώνω = αλείφομαι, ρυπαίνομαι με γάλα
γαλγανίζω = φλέγω, καίω
γαλέα = οσμή γάλακτος
γαλέα = είδος ψαριού
γαλενά = ήσυχα, ήρεμα
γαλένεμαν = καταπράϋνση, γαλήνη
γαλενεύω = γαληνεύω
γαλενίζω = γαληνεύω
γαλένιος = γαλήνιος
γαλένισμαν = γαλήνια
γαλενός = γαλήνιος
γαλέντζα = ξύλινο πέδιλο
γαλέχουλεν = χλιαρό
γαλεχουλένω = θερμαίνω λίγο
γάλη = βραδέως
γαλήνεμαν = γαληνεύω
γαλήνετος = γαλήνιος
γαληνεύω = γαληνεύω
γαλήνη = γαλήνη
γαληνίζω = είμαι γαλήνιος, ήσυχος
γαληνισία = πλήρης νηνεμία
γαλιόνιν = πλοίο
γαλίπ(ιν) = καλούπι
γαλίτα = είδος αγριόχορτου
γαλίτζι = σιγανό, ήρεμο
γαλίτζια = σιγά, ήρεμα
γαλίψιμο = έδεσμα από γάλα με τεμάχια ψωμιού
γαλοκολόγκυθον = φαγητό από κολοκύθα βρασμένη με γάλα
γαλόπον = λίγο γάλα
γαλοπότικον = γαλαθηνός
γαλοσίλ(ιν) = σούπα παρασκευασμένη με γάλα
γαλοσίρβιν = σούπα παρασκευασμένη με γάλα
γαλοστάτες = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται δοχεία με γάλα
γαλοφάει = ρυζόγαλο
γαλοχάβιτζον = έδεσμα από αλεύρι και γάλα
γαλόχοντρος = είδος ρυζόγαλου
γαλόψωμον = έδεσμα από γάλα με τεμάχια ψωμιού
γαλπάχ(ιν) = σκούφια
γαλτουρούμ(ιν) = λιθόστρωτος δρόμος
γάμα = ξίφος, σπαθί
γαμάδιν = γωνία
γαμαρίζω = λερώνω
γαμέας = λάγνος
γαμμαδέα = ποσότητα όση χωράει μια γωνία
γαμοκέριν = κερί που στέλνουν ως πρόσκληση για γάμο
γαμοκύρης = ο πρωτοστάτης του γάμου πατέρας
γάμος = γάμος
γαμοστόλος = γαμήλια πομπή
γαμοφόρος = καλεσμένος του γάμου
γαμπρακά = γαμπριάτικα
γαμπρέσα = γαμπριάτικα
γαμπριάτικα = γαμπριάτικα
γαμπροκάλεσμα = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο
γαμπροκούριν = το κούτσουρο που πρέπει να σπάσει ο γαμπρός για δείξει ότι είναι ικανός ν’ αναλάβει τα έξοδα της οικογένειας
γαμπρολάλεμαν = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο
γαμπρολάλιν = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο
γαμπρός = γαμπρός
γαμπροσκάμνιν = το κάθισμα όπου κάθεται ο γαμπρός για το ξύρισμα
γαμπροστόλισμαν = ενδεδυμένος γαμπρός
γαμπρουλάκης = γαμπρός
γαμπροχώριν = χωριό όπου έχει εγκατεστημένους πολλούς γαμπρούς
γαμψέα = χτύπημα με μαστίγιο
γαμψίν = μαστίγιο
γαμώ = νυμφεύομαι
γαναβράζω = αισθάνομαι κούραση, μουδιάζω
γαναράς = χάσμα γης
γανάτ(ιν) = φτερούγα
γανατώνω = δένω βιβλίο
γαναχτέας = αγαναχτισμένος
γανάχτεμαν = αγανάκτηση
γαναχτία = αγανάκτηση
γαναχτώ = αγανακτώ
γανεύω = καταλαβαίνω
γανίδι = άνθρωπος κατάμαυρος
γανίλα = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη
γαντάρ(ιν) = μονάδα βάρους
γανταρά = μεγάλος γωνιαίος λίθος
γαντζώνω = γαντζώνω
γαντηλώνω = αρχίζω να πυρώνω
γαντουρεύω = πείθω
γάνωμα = κασσιτέρωμα σκεύους
γανώνα = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη
γανώνω = κασσιτερώνω
γανώνω = διψώ πολύ
γαπαράμα = γάλος
γαπαρεύω = εξογκώνομαι, φουσκώνω
γαπάχ(ιν) = καπάκι
γαπαχώνω = καπακώνω
γαραγλίδιν = εξόγκωμα
γαραλαΐα = ισχυρή κραυγή
γαραλαΐζω = κραυγάζω γοερά
γαραλάισμα = ισχυρή κραυγή
γαραμάτα = δημόσιοι φόροι
γαραμψέα = οσμή μαϊντανού
γάραμψον = μαϊντανός
γαραμψόσπορον = σπόρος μαϊντανού
γαραρεμός = λαιμαργία
γαραφίλ(ιν) = γαρίφαλο
γαργαλάκ(ιν) = ξυλαράκι
γαργαλίδα = εξόγκωμα
γαργαλιδάζω = βγάζω εξόγκωμα
γαργαλιδάριν = εκείνος που έχει εξογκώματα
γαργαλιδάσιμον = βγάζω εξόγκωμα
γαργαλιδέας = εκείνος που έχει πολλά εξογκώματα
γαργαλιδομμάτης = εκείνος που έχει μεγάλα εξογκωμένα μάτια
γαργαλίζω = γαργαλίζω
γαργαλομμάτης = εκείνος που έχει μεγάλα εξογκωμένα μάτια
γάργαλος = διογκωμένος
γαργαλώνω = διεστραμμένοι οφθαλμοί
γαργασέας = ταραξίας
γαργασεύω = θορυβώ
γαρδαλεύω = ψάχνω, ερευνώ
γαρδελάζω = αποκτώ πολλά παιδιά
γαρδέλιν = γεράκι
γαρδίλης = εκείνος που έχει μεγάλους οφθαλμούς
γαρδίλιν = οφθαλμοί σαν διεστραμμένοι
page===2

γαρδιλομμάτης = εκείνος που έχει γουρλωτούς οφθαλμούς
γαρδιλώνω = γουρλώνω
γαρέζης = εχθρός
γαρή = γυναίκα
γαρίζω = ξεφωνίζω
γαρίπ(η)ς = αλλοδαπός
γαρίπ(ι)κον = έρημο
γαριπία = κατάσταση του ξένου
γαρκόν = αρκούδα
γαρματζάς = χονδροειδής, χοντροκαμωμένος
γάρος = άχρηστος ζωμός μετά το έκκριμα των ελαιών στο ελαιοτριβείο
γαρπούζι = καρπούζι
γαρσού = απέναντι
γάρτ(ιν) = λαχανικό του οποίου παρήλθε η εποχή
γάρτζα = άγκιστρο
γάρτζου-γούρτζου = με λαρυγγισμούς
γαρτζουφουλίζω = μαδώ τις τρίχες της κεφαλής
γαρτύνω = λαχανικό που αποβάλλει την νωπότητα, τραχύνομαι, σκληραίνομαι
γαρφουλίζω = γρατζουνίζω
γάστρενο = πήλινο σκεύος πλατύστομο
γαστρίν = γλάστρα
γάστριν = ζώο που εγκυμονεί
γαστρώνω = γκαστρώνω
γατεμλίν = καλορίζικο
γατεύω = αποδιώκω, αποπέμπω
γατζανία = διάρροια
γατής = τούρκος ιεροδίκης
γάτιν = όροφος οικοδομής
γατιρτζηλούκ(ιν) = επάγγελμα αγωγιάτη
γατιρτζής = αγωγιάτης
γατράν(ιν) = πισσάσφαλτος
γατρανώνω = επαλείφω με πισσάσφαλτο
γβαίνω = βγαίνω
γβάλλω = βγάζω
γδέρω = γδέρνω
γδύζω = γδύνω
γεία = υγεία
γεικάζω = εικάζω
γείταινος = ο τάδε
γειτονακός = γειτονικός
γείτονας = γείτονας
γειτόνεμαν = γειτονικές σχέσεις
γειτονεύω = γειτονεύω
γειτονία = γειτονιά
γειτονικός = γειτονικός
γειτονίτζα = μικρή γειτονιά
γειτονοπούλλιν = γειτονόπουλο
γείτος = ο τάδε
γέλαγμαν = γέλασμα
γελάζω = απατώ
γέλασμα = γέλασμα
γελαστέας = γελαστός
γελαστηρούδι = σκώπτης
γελαστός = γελαστός
γελάτεια = πράγμα άξιο γέλιου
γελαχτέας = δόλιος, απατεώνας
γελέφιν = πέτρινη γούρνα βρύσης
γελεφόνερον = νερό πέτρινης γούρνας
γελίος = γέλιο
γελκιάνιν = ιστίο
γελοκλαινίζω = κάνω κάποιον να γελά και να κλαίει συγχρόνως
γέλος = γέλιο
γελουσία = πράγμα άξιο γέλιου
γελύσι = λάσπη
γελώ = γελώ
γεματίζω = γευματίζω
γεμάτος = γεμάτος
γεμενία = υπόδημα ανδρικό από κατσικόδερμα
γεμενιτζής = υποδηματοποιός "γεμενίων"
γεμίζω = γεμίζω
γεμίσα = οπωρικά, φρούτα
γέμος = γέμισμα
γεμουρόμηλον = μήλο «γέμουρας»
γεμώνω = γεμίζω
γέμωστρον = αντλία
γένα = γένια
γενάδα = γενειάδα
γεναμώνω = ωριμάζον καρπός
γενάτες = εκείνος που έχει γένια
γενεά = γενιά
γενεάδοι = συγγενείς
γένειν = γένια
γενετή = γέννηση
γενικά = γενικά
γενίτσαρος = γενίτσαρος
γέννα = γέννα
γέννεμαν = γέννημα
γεννεμασία = γέννημα
γεννεπλασέα = γέννηση
γεννέτρα = γυναίκα που γεννά παιδιά
γέννημαν = τέκνο
γεννημασία = γέννημα
γεννητά = καταγωγή
γεννοπλάσκουμαι = δημιουργούμαι, γίνομαι
γεννούλιν = ζώο που γέννησε ή που πρόκειται να γεννήσει
γεννουλομάλλιν = μαλλί προβάτου που έχει γεννήσει
γεννούρι = πυώδες εξοίδημα του δέρματος
γεννοχτίσκουμαι = δημιουργούμαι, γίνομαι
γεννώ = γεννώ
γένος = γένος
γερά = πληγή, τραύμα
γεραδέας = γεμάτος πληγές
γέρακας = γέρακας
γεράκιν = γεράκι
γερακίτης = είδος εδωδίμου μύκητα
γερακοπλούμιστος = ποικιλόχρωμης
γερακοπούλλιν = νεογνό γερακιού
γεραλαεύκουμαι = πληγώνομαι, τραυματίζομαι
γεραλής = πληγωμένος
γέραμαν = γήρας
γερανέον = γαλάζιος
γερανίζω = αποκτώ χρώμα γαλάζιο
γερανίν = κυανόχρωμος, γαλάζιος
γερανίν = πτηνό γερανός
γερανός = πτηνό γερανός
γερανόφορος = εκείνος που φοράει ένδυμα σε γαλάζιο χρώμα
γερανοφορώ = φορώ ένδυμα σε γαλάζιο χρώμα
γερανώνω = θαμπώνω
γέρασαμαν = γήρας
γερατεία = γεροντική ηλικία
page===3

γεργάνιν = πάπλωμα
γερίζω = εμπαίζω
γερίν = διαμέρισμα μάνδρας όπου μένουν τα μικρά ζώα
γεριντίζω = σιχαίνομαι
γερίτζικος = γεροντάκι
γερίτζος = γεροντάκι
γεροντακός = γεροντικός
γεροντάρης = γηραλέος
γεροντάς = γέροντας
γεροντίζω = γερνώ
γεροντικά = γεροντικά
γεροντικός = γεροντικός
γεροντίτζης = γέροντας
γεροντοκόριτζον = γεροντοκόρη
γεροντοπάλαλος = γέροντας παλαβός
γεροντωτός = σχεδόν γέρος
γεροπαλαλός = γέροντας παλαβός
γεροπαλαλώνω = τρελαίνομαι στα γεράματα
γεροπόρνος = γέρος ακόλαστος
γερός = γερός
γεροταφίζω = γηροκομώ γέροντα μέχρι θανάτου
γερουσία = γήρας
γερώ = γερνώ
γερωσύνα = γεροντική ηλικία
γερωτός = σχεδόν γέρος
γεσαλίν = καλοθρεμμένος, ευτραφής
γετίμιν = ορφανό παιδί
γέφυρα = γέφυρα
γεφυράζω = γεφυρώνω
γεφύριν = γεφύρι
γεφυροκόλιν = σκέλος γέφυρας
γεφυροπόδιν = σκέλος γέφυρας
γεφυροσκάλιν = σκάλα γέφυρας
γεφυροσκούλιν = σκέλος γέφυρας
γεφυρώνω = γεφυρώνω
γεφυρώτα = γέφυρα
γη = γη
γηραλέος = γηραλέος
γήτεμα = απάτη, φενακισμός
γητεύω = γητεύω, μαγεύω
για = για
για = χάριν τινός
γιαβάνιν = χωρίς βούτυρο
γιαβανωτός = φαγητό με λίγα καρυκεύματα
γιαβέρης = γιαβέρης
γιαβρίν = χαϊδευτικά το μικρό παιδί
γιαγιάνης = πεζός
γιάγιας = ο μεγαλύτερος αδελφός σε σχέση προς τον μικρότερο
γιαγλαεύω = επαλείφω με λίπος
γιαγλίν = πολύ βουτυρωμένος
γιάγλος = πάχος, λίπος
γιαγλοφτέριν = είδος φτέρης υδροχαρούς
γιαγλώνω = λερώνω με λίπος
γιαγμά = λεηλασία
γιαγούζιν = εκείνος που έχει μαύρο χρώμα
γιαζιλαεύω = εξομαλίζω
γιαζίν = πεδιάδα
γιαζμά = πολύχρωμος ανδρικός κεφαλόδεσμος
γιακά = γιακάς
γιακούνιν = πυρκαγιά
Γιακώφης = όνομα πατριάρχου της Γραφής Ιακώβ
γιαλάκιν = δοχείο για τροφή σκύλου
γιαλακώνω = κοιλαίνομαι
γιαλέα = πήλινο τρυβλίο γεννώμενο με γυάλινη ουσία
γιαλένος = γυάλινος
γιαλίζω = γυαλίζω
γιαλίν = γυαλί
γιαλιστερός = γυαλιστερός
γιαλοκόμματος = κομμάτι γυαλιού
γιαλός = γιαλός
γιαλοτόπιν = τόπος γιαλού
γιαλόχειλον = αγκρογιαλιά
γιαλώνω = γυαλίζω
γιαμό = παιδιά σφαιροβολίας
γιάμ’ = άραγε, μήπως
γιανά = για να
γιανεμός = θεραπεία
γιανέσκω = γιάνω
γιανίζω = παρεκκλίνω πλευρίζοντας
γιανίκαρας = έλκος στομαχιού
γιάνιν = πλάι, πλευρά
γιαπίν = κτήριο, οικοδομή
γιαρά = γερά
γιαραεύω = χρησιμεύω
γιαραμάζης = άχρηστος
γιαρένος = φίλος, έτερος
γιαριμπώνω = κοιτώ με βλέμμα απλανές
γιάριν = αγαπητό πρόσωπο
γιάρτι = προ ολίγου
γιαρτίμιν = βοήθεια
γιασεμίν = γιασεμί
γιασίριν = αιχμάλωτος πολέμου
γιασλανεύω = εξαπλώνω
γιατί = γιατί
γιατρεία = γιατρειά, θεραπεία
γιάτρεμα(ν) = θεραπεύω
γιατρεμονή = γιατρειά, θεραπεία
γιατρεύω = γιατρεύω
γιατρικόν = φάρμακο
γιατρός = γιατρός
γιατροσύνη = ιατρικό επάγγελμα
γιαχνίν = αχνισμένο φαΐ
γίγαντος = γίγαντας
γιλτουρούμιν = κεραυνός
γιλώπιν = ζιζάνιο των σιτηρών
γίνα = τρίχα αλόγου
γινέσκομαι = γίνομαι
γίνομαι = γίνομαι
γιοζόμαλλο = μαλλί δεύτερης κουράς
γιόκας = γιόκας
γιολαεύω = προπέμπω, κατευοδώνω
γιολονίτζα = γλωσσού
γιολτζής = διαβάτης
γιόμα = κάλος με τον οποίο σύρουν τα πλοία στην παραλία
γιονίζω = αποκτώ γιό
γιόξα = ή
γιοργάνιν = πάπλωμα
γιοργανόπον = παπλωματάκι
γιορτάζω = γιορτάζω
γιορτή = γιορτή
page===4

γιορτολόγια = η παραμονή των νηστειών και ιδίως της Μεγάλης Τεσσαρακοστής
γιοσμαλίκιν = κομψή περιβολή άντρα
γιοσμάς = νέος κομψά ντυμένος
γιουγούδας = δόλιος, πανούργος
γιούδουλον = είδωλο
γιούδωλον = είδωλο
γιούκιν = στρωμοθήκη
γιουκλούκιν = στρωμοθήκη
γιουλού = αράχνη
γιούρου = γύρω
γιούρτιν = πλευρά βουνού κατάλληλη ως βοσκότοπος
γιουτουρεύω = με λόγο παρουσιάζω κάτι σαν αληθοφανές
γιουτουρμά = λόγος πλαστός προς αληθοφάνεια
γιόχσα = ή
γιρζεύω = εκχερσώνω έδαφος
γλαγγάζω = υφίσταμαι εξάρθρωση
γλαδεύω = βγάζω λάδι από ελιές
γλάζω = ολισθαίνω, γλιστρώ
γλαθάζω = καθαρίζω αυλάκι προς διοχέτευση ύδατος
γλαξία = μέρος ολισθηρό
γλάξιμον = ολισθαίνω, γλιστρώ
γλάριν = σάπιος
γλάρος = γλάρος
γλασίος = ολίσθηση, γλίστρημα
γλαστέριν = μέρος ολισθηρό
γλαστερόν = μέρος ολισθηρό
γλαστήρα = μέρος ολισθηρό
γλάστρα = πέτρα ολισθηρή
γλεγιώνω = σαπίζω
γλείφω = γλείφω
γλενός = λιγνός
γλεπέτζος = φαλακρός
γλεπίζω = ξεφλουδίζω
γλέπιν = φλούδα
γλερίν = σκελίδα
γλευτήρι = τόπος ολισθηρός
γλεύω = γλιστρώ, ολισθαίνω
γλεώνω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω
γλιντερίδι = λεπτό πράγμα
γλίντζης = λεπτός
γλίτζα = δοχείο υπερπληρωμένο
γλοίασμα = ολίσθηση
γλόνω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω
γλουπάδα = καρύδι ώριμο του οποίου αφαιρείται εύκολα το πράσινο εξωτερικό φλούδι
γλουπαδίζω = ξεφλουδίζω
γλουπέκιν = ξεφλουδισμένο
γλουπέτζιν = ξεφλουδισμένο
γλουπέτζος = φαλακρός
γλουπίζω = ξεφλουδίζω
γλουπιστός = ξεφλουδισμένος
γλουφίδιν = γλύφανο
γλουφιτζώνω = βαθουλώνω
γλουφώνω = κοιλαίνω με σκάψιμο
γλουφωτίζω = σκάβω κάνοντας τρύπα
γλουφωτός = βαθουλωτός
γλοφώνω = κοιλαίνω με σκάψιμο
γλοφωτίζω = σκάβω κάνοντας τρύπα
γλοφώτιν = βαθουλωτός
γλοφωτός = βαθουλωτός
γλυκά = γλυκά
γλύκα = γλύκα
γλυκάδα = γλυκάδα
γλυκάδιν = γλύκισμα
γλυκαίνω = γλυκαίνω
γλυκάνισον = γλυκάνισο
γλυκάντζα = εξάνθημα κεφαλής
γλυκάντζιν = πολύ γλυκό
γλυκάπιδον = είδος αχλαδιού πολύ γλυκό
γλυκάπιν = είδος αχλαδιού πολύ γλυκό
γλύκαση = γλυκάδα
γλυκασία = γλυκύτητα
γλύκασμαν = γλύκισμα
γλυκέα = εξάνθημα κεφαλής
γλυκήτρα = εξάνθημα κεφαλής
γλυκιάζω = γλυκαίνω
γλυκίζω = γλυκίζω
γλυκιστικά = γλυκά
γλυκόγαλαν = γλυκό γάλα
γλυκογελώ = αρχίζω να γελώ
γλυκόγλωσσος = γλυκομίλητος
γλυκοζώμιν = ποτό ζαχαρούχο
γλυκοκάλαμον = κανέλα
γλυκοκαλάτζευτος = γλυκομίλητος
γλυκοκελαηδώ = κελαηδώ γλυκά, μελωδικά
γλυκοκοιμούμαι = γλυκοκοιμάμαι
γλυκοκολόγκυθον = είδος κολοκυθιού με γλυκιά γεύση
γλυκόλαλος = γλυκομίλητος
γλυκολαλώ = γλυκομιλώ
γλυκόλογος = γλυκομίλητος
γλυκομάλεζον = αλευρόσουπα παρασκευασμένη με γάλα
γλυκόμηλον = είδος μήλου με γλυκιά γεύση
γλυκόποτον = ποτό με γλυκιά γεύση
γλυκόστομος = ευπροσήγορος, μειλίχιος
γλυκοσύντζαιμαν = μειλιχιότης λόγου
γλυκοσυντυχαίνω = γλυκομιλώ
γλυκοσυντύχαιτος = γλυκομίλητος
γλυκοσύντυχος = γλυκομίλητος
γλυκοτέρεμαν = βλέμμα ερωτικό
γλυκοτερώ = γλυκοκοιτάζω
γλυκοχάντζα = βελτίωση του καιρού μετά από κακοκαιρία
γλυκοχαράζει = γλυκοχαράζει
γλυκοχυντυχία = ευπροσηγορία
γλυκύνω = γλυκαίνω
γλυκύς = γλυκός
γλυκωτός = υπόγλυκος
γλύμαν = υπόλειμμα σαπουνιού μετά τη χρήση
γλυμίζω = διαλύω με τριβή
γλύνω = διαλύω με τριβή
γλύσιμον = διάλυση με τριβή
γλυστόν = συντεθλιμμένο, συντετριμμένο
γλύστρα = τρίφτης
γλυτσήτρα = εξάνθημα κεφαλής
γλύτωμα = λύτρωση, σωτηρία
γλυτωμονή = απαλλαγή, σωτηρία
γλυτωμός = γλυτωμός, απαλλαγή
γλυτώνω = γλυτώνω
γλυφίδα = γλυφίδα, σμίλη
γλυφιδάς = αυτός που κατασκευάζει γλυφίδες
γλυφίδιν = γλυφίδα
γλυφιδίτζα = γυναίκα λεπτοφυής
page===5

γλυφιδοπρόσωπος = λεπτός στο πρόσωπος
γλυφιδού = γυναίκα σκελετώδης
γλυφιδώνω = γίνομαι κάτισχνος
γλυφού = εκείνη που γλύφει
γλύφτρος = λαίμαργος
γλύφω = γλύφω
γλυφώνω = κοιλαίνω δια σκαφής
γλύψιμον = γλείψιμο
γλωθάκα = σιδερένιο όργανο
γλώσσα = γλώσσα
γλωσσάκα = ψάρι γλώσσα
γλωσσάρης = φλύαρος
γλωσσάτες = φλύαρος
γλωσσέας = φλύαρος
γλωσσεύω = φλυαρώ, αντιλέγω
γλωσσίτα = γλώσσα
γλωσσίτζα = γλωσσίτσα
γλωσσοπονίος = πόνος γλώσσας
γλωσσοφαγία = γλωσσοφαγιά
γλωσσοφαγώ = γλωσσοφάω
γναφίν = γνάθος
γνέθω = γνέθω
γνεύω = γνέφω
γνέφα = γρήγορα
γνεφίζω = ξυπνώ, ξεμεθώ
γνεφός = νηφάλιος, ξύπνιος
γνέφω = γνέφω
γνώθω = αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι
γνωματίζω = αποφαίνομαι
γνώμη = γνώμη
γνωμιάρης = ισχυρογνώμων
γνωμιώ = αποκτώ ίδια γνώμη
γνωρίζω = γνωρίζω
γνωριμάζω = γνωρίζω, αναγνωρίζομαι
γνωριμία = γνωριμία
γνώριμος = γνώριμος
γνωρισκεύκουμαι = αναγνωρίζομαι
γνώρισμαν = γνώρισμα
γνωριστός = γνωστός
γνώση = γνώση
γνώσκω = αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι
γνωστεύω = γίνομαι γνωστικός
γνωστικά = με σύνεση
γνωστικεύω = γίνομαι γνωστικός
γνωστικός = γνωστικός
γογάς = πηγάδι
γογγύζω = βογκίζω, στενάζω
γόγγυλας = είδος λάχανου
γογγυλομάτης = γουρλομάτης
γόγγυλον = είδος λάχανου
γογγυλώνω = γουρλώνω
γογγυσμός = βογκητό, στεναγμός
γογγυστά = γυναίκα που συνεχώς παραπονείται
γογγυχτά = γυναίκα που συνεχώς παραπονείται
γοιέκη = πηδάλιο πλοίου
γοιέκιν = πηδάλιο πλοίου
γολάγια = εύκολα
γολαγούης = οδηγός
γολάι = εύκολο
γολγονάζω = βάζω κουδούνι στο λαιμό του ζώου
γολγονίζω = κουνώ του κουδούνι στο λαιμό του ζώου
γολγόνιν = κωδωνίσκος μοσχαριών
γολιμώ = πεινώ πολύ
γολοβομμάτης = γουρλομάτης
γολόθιν = μικρό ψωμάκι
γολτούκ(ιν) = μασχάλη
γολτουραεύω = γουργουρίζω
γολτούχ(ιν) = μασχάλη
γομαράζω = ετοιμάζω φορτίο ζώου
γομάριν = φορτίο ζώου
γομάτα = γεμάτα
γομάτος = γεμάτος
γόμος = φορτίο
γόμωμα = γέμισμα
γομώνω = γεμίζω
γομωτής = εκείνος που γεμίζει
γονάκ(ιν) = οικία μεγαλοπρεπής, ανάκτορο
γονακά = οικογένεια
γονατίζω = γονατίζω
γονατιστά = γονατιστά
γονατιστός = γονατιστός
γονατίτζα = δέσμη, αγκαλίδα
γονατίτζιν = γόνατο
γονατοκλισία = γονυκλισία
γόνατον = γόνατο
γονάχιν = οικία μεγαλοπρεπής, ανάκτορο
γονέος = γονιός
γονεύω = στάση αναπαύσεως ή διανυκτέρευσης
γονικά = γεννήτορες, γονείς
γονικία = γεννήτορες, γονείς
γονοκόπουμαι = μου κόβονται τα γόνατα
γονουσεύω = ομιλώ, συνομιλώ
γοντάχιν = φασκιωμένο βρέφος
γονταχλαεύω = φασκιώνω βρέφος
γοντζάζω = παγώνω
γοντζεύω = φτωχαίνω
γοργά = ταχέως
γοργολέτζα = πλήθος μικρών παιδιών
γοργόρ(ιν) = κωδωνίσκος μοσχαριών
γοργορίζω = γουργουρίζω
γοργός = γρήγορος
γορδίλ(ιν) = εκείνος που γουρλώνει τα μάτια
γορδίλης = γουρλομάτης
γορδιλομμάτης = γουρλομάτης
γορδιλώνω = γουρλώνω τα μάτια
γοροσάτες = πλούσιος
γορόσιν = γρόσι
γοσά = το περιεχόμενο των δύο χεριών συνενωμένων
γοσγονίζω = κλέβω κρύβοντας στο θυλάκιο ή στη ζώνη
γοσί = χοντρό σκοινί, κάλος
γοστουρεύω = δίνω φόρα στο άλογο
γοτζαμάνος = γέρων, σύζυγος
γότζιν = φτέρνα
γούβα = γούβα
γουβαθάζω = βαθύνομαι
γούβαθος = πολύ βαθύς
γουβάλιν = βουβάλι
γουβάνιν = κυψέλη μελισσών
γουβέτιν = ισχύς, ρώμη
γουβίζω = ρίχνω κάποιον μπρούμυτα
page===6

γουβίν = γούβα
γουβιστά = μπρούμυτα
γουβιστός = μπρούμυτος
γουβιτζώνω = σκάβω ανοίγοντας βαθούλωμα
γουβώνω = βαθύνομαι
γουγευτέας = γλίσχρος
γουγεύω = φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγκουνεύομαι
γουδίν = γουδί
γουδουλίζω = κόβω τις τρίχες τις κεφαλής μου
γουδουλοκέφαλος = αποκεφαλισμένος
γουζάζω = κτυπώ με σφυρί
γουζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι
γουζίν = όγκος
γουΐν = λάκκος, όρυγμα
γούλα = λαιμός
γουλαγούης = οδηγός
γουλανούδιν = είδος ψαριού
γουλαρεύω = ζώο που τρώει τα απομεινάρια της φάτνης
γουλάρης = αδηφάγος, λαίμαργος
γουλάριν = υπολείμματα τροφής
γουλάσιν = διφθερίτιδα
γουλάτες = αδηφάγος, λαίμαργος
γουλέας = αδηφάγος, λαίμαργος
γουλέντζα = κοιλότητα στο πυθμένα της θάλασσας
γουλέντρα = κοιλότητα εδάφους όπου συρρέει το νερό
γουλιμία = πείνα υπερβολική
γουλιμώ = πεινώ πολύ
γουλίν = βλαστός φυτών
γουλοπονίος = πόνος του λαιμού
γουλώνω = συσσωρεύω χώμα στη ρίζα του φυτού
γουμάριν = γομάρι
γουμενείον = διαμέρισμα μοναστηριού
γουμενικόν = διαμέρισμα μοναστηριού
γούμενος = ηγούμενος
γουμπρέλα = ομπρέλα
γούνα = γούνα
γουνάπιν = σπόγγος
γούνατζης = γουναράς
γουνοφορεμένος = εκείνος που φοράει γούνα
γουντάγου = φάσκιωμα
γουντάχ(ιν) = φάσκιωμα
γουνταχάζω = φασκιώνω
γουνταχέα = φασκιωμένος
γουνταχλαεύω = φασκιώνω βρέφος
γουνταχώνω = φασκιώνω βρέφος
γουντζάζω = παγώνω
γουντρά = είδος σκληρού χόρτου υδροχαρούς
γουργούκι = δερματικό εξόγκωμα κεφαλής
γουργουλόσκιστος = εκείνος που είναι να σκιστεί από τον Γουρζουλάν
γουργούρι = φάρυγγας
γουργουρίζω = γουργουρίζω
γουρδουγκελάζω = αλευρόσουπα που σβολιάζω κατά τη βράση
γουρδουγκελάριν = αλευρόσουπα που κατά το βράσιμο σχηματίζει σβώλους
γουρδουγκέλης = αγροίκος, βάρβαρος
γουρδουγκέλιν = αδιάλυτος σβώλος αλευρόσουπας
γουρδουπλάζω = σχηματίζω κόμπους
γουρδουπλάριν = αυτό που έχει κόμπους, σβώλους
γουρδούπλιν = κόμπος νήματος, σβώλος φαγητού
γουρεύω = κουρεύω
γουρζεύω = εκχερσώνω έδαφος
Γουρζουλάς = η πανούκλα προσωποποιημένη
γουρζούλιν = φαΐ δηλητηριασμένο που βλάπτει και καταστρέφει
γουρζουλοαίματος = εκείνος που είναι να αιματωθεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλομακέλλιστος = εκείνος που είναι να ταφεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλομάσετος = εκείνος που είναι να μασηθεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλοπέτεινος = τσαλαπετεινός
γουρζουλοπούλλιν = τέκνο Γουρζουλάν
γουρζουλοσπαγμένος = εκείνος που είναι να σφαχθεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλόσπαχτος = εκείνος που είναι να σφαχθεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλοφάγετος = εκείνος που είναι τα φαγωθεί από τον Γουρζουλάν
γουρζουλοφάει = φαΐ του Γουρζουλά
γουρζουλώνω = δίνω σε κάποιον να φάει φαΐ καταραμένο
γούρθα = γροθιά, πυγμή
γουρθάζω = γρονθοκοπώ
γουρθέα = γροθιά
γουρίζω = ωρύομαι
γούρνα = γούρνα
γουρνίν = γούρνα, λεκάνη
γουρνούχιν = γούρνα μέσω της οποίας διαρρέει το νερό
γούρος = γενναίος
γουρουδάζω = βγάζω εξογκώματα
γουρουδάριν = εξογκώματα
γουρουδάς = εκείνος που έχει δερματικούς όγκους
γουρουδέας = εκείνος που έχει δερματικούς όγκους
γουρούδιν = όγκος δέρματος
γουρουλεύκουμαι = κομπάζω, υπερηφανεύομαι
γουρούνιν = γουρούνι
γουρπανίζω = παρακαλώ
γουρπάνιν = θυσία, θύμα
γουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω
γουρταρομονή = απελευθέρωση, απαλλαγή
γουρτεύω = τρίζω τα δόντια
γουρτζανίζω = τρίζω τα δόντια
γους = ως
γουσγού = κουκουβάγια
γούσποτε = ώσπου
γούστιλια = κορακίστικα
γουστράχ(ιν) = φοράδα
γουτίν = κουτί
γουτνίν = ύφασμα βαμβακομέταξο ριγωτό εύχρηστο για γυναικεία φορέματα
γουτουρεύω = λυσσώ
γουτουρομονή = λύσσα
γραγρανίζω = παράγω θόρυβο
γραία = γριά
γραίικα = γραώδη
γραικόπουλλον = ελληνόπουλο
γραίνω = φθείρω, παλαιώνω
γραίος = γέρος
γραιπούτζα = υπέργηρη
γραιώνω = γηράσκω, γερνώ
γραιωτέσσα = σχεδόν γριά
γράμμα = γράμμα
γραμματίζω = διδάσκω, μορφώνω
γραμματικός = γραμματικός
γραμμόπον = γραμματάκι
γραντζέα = οσμή κουρελιασμένης περιβολής
γραντζικά = βαμβακερά υφάσματα
γράντζιν = ράκος, κουρέλι
γραντζοσάκκιν = σάκος από κουρελιασμένα υφάσματα
γραντζούφης = εσχατόγηρος
page===7

γράνω = φθείρω, παλαιώνω
γράσιμον = φθορά ειδών ενδυμασίας
γρασιμονή = φθορά ειδών ενδυμασίας
γραστίν = ζώο που εγκυμονεί
γρατζανίζω = τρίζω τα δόντια
γρατζαρίζω = γρατζουνίζω
γραφανίζω = παίζω λύρα άσχημα
γραφέας = γραμματέας
γραφή = επιστολή
γραφνία = βράγχια
γραφουλίζω = γρατζουνίζω
γραφτόν = πεπρωμένο
γράφω = γράφω
γράψιμον = γράψιμο
γρέφος = βρέφος
γρεφούλλιν = βρέφος
γριβέας = φιλάργυρος, σφιχτοχέρης
γριβώνω = προσκολλούμαι
γριβωτός = προσκολλημένος
γριζέα = χέρσο έδαφος
γρίζεμαν = εκχέρσωση εδάφους
γριζεύω = εκχερσώνω έδαφος
γριζομάκελλον = σκαπάνη
γριλεύω = αφανίζω, καταστρέφω
γριμαλίζω = διαπληκτίζομαι
γριμαλώνω = διαπληκτίζομαι
γριμώνω = γριμώνω
γρίντζα = καταστάλαγμα βουτύρου και οποιασδήποτε λιπαρής ουσίας
γριντζανίζω = τρίζω
γριντζαφίζω = γρατζουνίζω
γριντζαφώνω = σκαρφαλώνω με τα νύχια
γριντζέα = χέρσο έδαφος
γριντζέας = ο γελαστός ενώ δείχνει και τα δόντια
γριντζεύω = εκχερσώνω έδαφος
γριντζίλιν = ούλα
γριντζομάκελλον = σκαπάνη
γριντζόν = λερωμένο
γριντζούρι = πράγμα καταλερωμένο
γριντζώνω = μορφάζω δείχνοντας τα δόντια
γρίπος = γρίπος
γρίτζαινα = σκελετώδης
γριτζανίζω = ζώα που μασούν με τρίξιμο
γριτζαφίζω = γρατζουνίζω
γριτζώνω = γίνομαι σκελετώδης
γρόθα = γροθιά
γροθάζω = γρονθοκοπώ
γροθέα = γροθιά
γροικώ = καταλαβαίνω
γρούδι = μηδαμινό
γρουζούλι = σβώλος που σχηματίζεται σε παρασκεύασμα από αλεύρι
γρούθινα = είδος αγριόχορτου
γρουλεύω = αφανίζω, καταστρέφω
γρουντζούλ(ιν) = ούλο
γρούτα = σούπα από αλεύρι φρυγανισμένο
γρουτζανίζω = τρίζω
γροφώνω = προσκολλούμαι
γρυλλίζω = γρυλλίζω
γρύμψος = αδύνατος στο πρόσωπο
γρυμψώνω = αδυνατίζω
γυκαικαρείον = γυναικωνίτης
γυλάρι = κεφαλόπουλο
γυλίδι = ευλύγιστη βέργα
γυλίζω = στραγγίζω
γυμνός = γυμνός
γυμνοτσάρουχα = τσαρούχια που φοριούνται χωρίς κάλτσες
γυμνώνω = γυμνώνω
γυναίκα = γυναίκα
γυναικάδελφος = κουνιάδος
γυναικείον = γυναικείο
γυναικείος = γυναικείος
γυναικέσιος = γυναικείος
γυναικίζω = νυμφεύομαι
γυναίκικος = γυναικείος
γυναικίστικος = γυναικίστικος
γυναικίτζα = γυναικούλα
γυναικίτης = γυναικωνίτης
γυναικίτικος = γυναικίστικος
γυναικοθείος = θείος της συζύγου
γυναικολογία = άθροισμα γυναικών
γυναικόπαιδα = γυναικόπαιδα
γυναικότα = γυναικεία φύση
γυναικού = σχετικώς προς τη γυναίκα
γυναικωνίτης = γυναικωνίτης
γυναικωτός = εκείνος που γυναικοφέρνει
γυόσμη = δέσμη
γυράζω = αποδιώκω, αποπέμπω
γυράλευρον = αλεύρι γύρω από τη μυλόπετρα υδρόμυλου
γύργυλλας = ουράνιο τόξο
γύργυλλος = ολοστρόγγυλος
γύρεμα = ζητιανιά
γυρευοπούλλιν = παιδί επαίνου
γυρευός = επαίτης, ζητιάνος
γυρευοσάκκιν = η πήρα του επαίτου
γυρευοσάκκουλον = η πήρα του επαίτου
γυρεύω = γυρεύω
γυρία = περιφέρεια, γύρος
γυριάζω = περικυκλώνω, περιτριγυρίζω
γυρίζω = γυρίζω
γυρίον = επαιτεία, ζητιανιά
γύρισμα = γύρισμα
γυρισμός = γυρισμός
γυριστός = γυριστός
γυροκλώθω = γυρίζω, στρέφω, αντιστρέφω
γυρόκλωσμαν = στριφογυρίζω
γυροκόφτω = κόβω γύρω γύρω
γύρος = γύρος, περιφέρεια
γυροστρόγγυλος = ολοστρόγγυλος
γυρτά = σκυφτά
γύρω = γύρω
γύρωμαν = αλεύρι γύρω από τη μυλόπετρα υδρόμυλου
γυρώνω = σχηματίζω γύρω γύρω από την μυλόπετρα υδρόμυλου
γωνέα = ακρογωνιαίος λίθος
γωνία = γωνία
γωνοκόλιν = βάση βράχου
γ’λάρα = υπόλειμμα τροφής
γ’λαρεύω = ζώο που τρώει τα απομεινάρια φάτνης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit