|
Публикации
Понтийско-новогреческий словарь Α-ΓΑαβαράς = άνεργος, χασομέρης αβάραστος | αβάρετος = άοκνος, γυναίκα που δεν είναι έγκυος αβάσταγος = φίλεργος, ανυπόμονος, ακράτητος, ορμητικός, ανήσυχος, ευερέθιστος, οξύθυμος αβελονίαστος = νήμα που δεν έχει διαπεραστεί από την οπή της βελόνας άβιν = η θήρα, το κυνήγιο, το θήραμα αβλαεύω = κυνηγώ, θηρεύω, αρπάζω, σφετερίζομαι, κατοπτεύω, κατασκοπεύω αβλάμος = οχετός νερού, αυλάκι αβλάστημος = εκείνος που δεν βλαστημά τα θεία αβλούκιν = αυτοφυές χόρτο πλατύφυλλο αβόλετος = που δεν είναι σε θέση να πραγματοποιηθεί αβόλιστος = εκείνο που δεν βυθίζεται αβόριγος = σιτηρά που δεν έχουν αποχωρισθεί από τα άχυρα αβόσκετος = ζώο που δεν έχει βοσκηθεί αβουκάτος = δικηγόρος, εκείνος που έχει ευχέρεια λόγου και πειστικότητα αβουκατωτός = εκείνος που έχει γνώσεις δικηγορικής άβουλα = χωρίς τη γνώμη και τη συγκατάθεση κάποιου | απερίσκεπτα αβούραστος = εκείνο που δεν περιλαμβάνεται στο χέρι αβούρτζιστος = εκείνος που δεν ξεσκονίστηκε με βούρτσα αβουτέρωτος = αβουτύρωτος αβούτετος = ήλιος που δεν έχει δύσει, εκείνος που δεν έχει βουτηχτεί αβρακές = εξανθήματα που γεννιούνται στο κεφάλι βρέφους αβρακίτης = είδος εδώδιμου μανιταριού αβρακωτίνα = γυναίκα που δεν φοράει βρακί Αβράμης = ο γενάρχης των Εβραίων Αβραάμ αβρασία = η αργοπορία στη βράση, μεταφ. η έλλειψη χάριτος σε άνθρωπο άβραστος = άβραστος | (μεταφορ.) αηδής, επιπόλαιος αβραστωτός = μισοβρασμένος αβράσωτος = εκείνος που δεν προσβλήθηκε από ευλογιά αβρεξία = ανομβρία αβρέξιν = ουροδόχο αγγείο που κρέμεται κάτω από την κούνια του βρέφους άβρετος = εκείνος που δεν βρέθηκε άβρεχος = εκείνος που δεν βράχηκε αβρόβουδον = βόδι άγριο, επιθετικό, ορμητικό αβρός = αβρός | για ζώο: παχύ αβρούλιστος = άφλεκτος αβρουχνίαστος = εκείνος που δεν έχει μουχλιάσει αβρόχειλος = εκείνος που έχει άσχημα χείλη αβροχία = ανομβρία αβρώσ(ιν) | αγρώσιν = το φυτό άγρωστις άβρωτος = που δεν τρώγεται, άνοστος | (μεταφ.) αγροίκος, αγέρωχος, δυσπρόσιτος αβρωτωτός = τροφή που προκαλεί αηδία αβτζής = κυνηγός αβτζόσκυλλος = κυνηγετικός σκύλος άβτος = αυτός αβυζάλιστος = εκείνος που δεν έχει θηλάσει άβυζου = εκείνη που δεν έχει μαστούς αγάγγρωτος = εκείνος που δεν έχει πάθει σωματική παράλυση αγαθός = αγαθός, ενάρετος, αίσιος, ευοίωνος, απλοϊκός, απονήρευτος αγαθότε = αγαθότητα αγαθύνω = πραΰνομαι (πληγή) αγαθωτός = ενάρετος, καλοκάγαθος, επιπόλαιος, ευήθης αγαϊτάνιστος | αγαϊτάνωτος = (για υφάσματα) που δεν περιρράφτηκε με γαϊτάνι αγάλα = βραδέως, ησύχας, ήρεμα, αργότερα, βραδύτερα αγάλατον = εκείνος που δεν παρέχει πολύ γάλα αγαλάτωτος = εκείνος που δεν έχει αλειφθεί, λερωθεί με γάλα, που δεν παρέχει πολύ γάλα αγαλήνιστος = εκείνος που δεν είναι καταπραϋμένος, καθησυχασμένος αγαλλία = αγαλλίαση, χαρά αγαλλίαση = αγαλλίαση, χαρά άγαλμα = άγαλμα, άνθρωπος αδιάκριτος αγαναχτέας = ο καταλαμβανόμενος από στενοχώρια αγανάχτεμα = αγανάκτηση, δυσφορία, στενοχώρια αγαναχτεμένα = με κόπο, με δυσκολία αγανάχτετος = ακάματος αγαναχτία = η υπερβολική κόπωση του σώματος αγαναχτώ = αγαναχτώ, δυσανασχετώ, δυσφορώ, στενοχωρούμαι, κουράζομαι πολύ, αποκάμνω, απαυδώ, ερεθίζομαι, πονώ αγάνιν = αγάνωτος, χωρίς λαμπρότητα αγάντζωτος = εκείνος που δεν έχει γαντζωθεί αγάνωτος = αγάνωτος αγάπεμαν = αγάπη, συνδιαλλαγή, συμφιλίωση αγαπεμένα = αγαπημένα, ειρηνεμένα αγάπη = αγάπη, στοργή, έρως, συμφιλίωση αγαπήσιμος = αγαπήσιμος, αξιέραστος, εράσμιος αγαπητικός = αγαπητικός, εραστής αγαπητός = αγαπητός αγαπίτζα = το αγαπώμενο πρόσωπο αγαπώ = αγαπώ Αγαρηνός = Μουσουλμάνος, Τούρκος, με την έννοια του αιμοβόρου αγάριστος = εκείνος που δεν έχει κουραστεί να φωνάζει, που δεν έχει βραχνιάσει αγάς = αγάς αγάστρωτον = ζώο που δεν είναι έγκυο αγγαρεία = αγγαρεία αγγαρεύω = αγγαρεύω αγγάστρι = έμβρυο γυναίκας αγγείον = ασκός, μουσικό όργανο άσκαυλος αγγειτζής = εκείνος που παίζει άσκαυλο αγγελικός = αγγελικός, ωραίος, μεγαλοπρεπής αγγελίτζης = μικρός άγγελος αγγελομαχώ = μάχομαι με τον άγγελο του θανάτου, ψυχορραγώ αγγελομμάτης = εκείνος που έχει αγγελικό βλέμμα, ωραίο αγγελοπρόσωπος = εκείνος που έχει αγγελικό πρόσωπο, ωραίο άγγελος = άγγελος αγγελόψυχος = ο επιθανάτιος πυρετός άγγεμαν = άγγελμα αγγεμονή = άγγελμα αγγεύω = εγγίζω, αναφέρω, ευτυχώ, πλουταίνω αγγλόφρυδος = εκείνος που έχει ωραία φρύδια αγγόξυλος = η πίπιζα του ασκαύλου αγγόπ΄λλον = μικρός ασκός, το μουσικό όργανο άσκαυλο αγγουρέα = η οσμή του αγγουριού αγγουρένος = ο παρασκευασμένος από αγγούρια αγγούριν = αγγούρι αγγουροείλικο = ο περιελισσόμενος βλαστός της αγγουριάς αγγουροζώμιν = ο ζωμός αγγουριού αγγουροκλέφτας = ο κλέφτης αγγουριών αγγουρομύτης = εκείνος που έχει μεγάλη μύτη αγγουρόφυτον = νεαρός βλαστός αγγουριάς δυνάμενος να μεταφυτευθεί αγγουρόχτιστος = άνθρωπος πλασμένος που να φαίνεται χονδροειδής, μεταφ. ο βραδύς στις κινήσεις, αδέξιος, ανεπιτήδειος αγγουρωτός = αγροίκος, ανόητος, μωρός άγδαρτος = άγδαρτος αγδέτζιν = γυμνός, χωρίς περικάλυμμα άγδυτος = άγδυτος αγειτονίαστος = εκείνος που δεν βρίσκεται σε καλές σχέσεις με τους γείτονες, ακοινώνητος αγελάδα = αγελάδα αγελαδάρης = ο βοσκός αγελάδων αγελαδέσιος = αγελαδήσιος αγελάδιν = αγελάδα αγέλαστος = αγέλαστος αγέλιν = αγέλη αγέμιστος = αγέμιστος, κενός αγέμωστος = αγέμιστος, κενός αγένετος = εκείνος που δεν πρόκοψε οικονομικώς, άωρος αγένηστος = άωρος, αγίνωτος αγέννητος = άναρχος, αγέννητος αγέννιν = ζώο που δεν έχει ακόμη γεννήσει αγέρανος = γερανός αγέραστος = αγέραστος αγεφύρωτος = αγεφύρωτος αγιάζιν = αγιάζι, πάχνη αγιάζω = αγιάζω αγίασμα = αγιασμός αγιασματάριν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει την ακολουθία του αγιασμού αγιασμόνερον = το νερό του αγιασμού αγιασμός = αγιασμός αγιατράπεζα = η Αγία Τράπεζα του ιερού βήματος αγιάτρευτος = αγιάτρευτος, ανίατος Αγιγιωργίτης = Νοέμβριος (λόγω της εορτής του Αγ. Γεωργίου στις 3 Νοεμβρίου) Αγιγιωρτέσιν = αυτό που ωριμάζει και μεγαλώνει κατά το μήνα Νοέμβριο αγιθοδωρήσα = γεύμα που κάνει για φίλους και συγγενείς ο αγιθοδωρίζοντας αγιθοδωρίζω = νηστεύω (κάθε φαΐ και πιοτό) την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής αγιθοδώρισμα = η νηστεία (για κάθε φαΐ και πιοτό) την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής Αγιλουτρούπης = επίθετο του Αγίου Ιωάννου που γιορτάζεται στις 24 Ιουνίου αγιοβασιλιάτικο = το πρωτοχρονιάτικο δώρο αγιοβασιλόπιτα = η πίτα της πρωτοχρονιάς αγιοβήμαν = το άγιο βήμα της εκκλησίας αγιοβότανον = το φυτό αψιθιά το θαμνώδες που χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο αγιογδύστης = ιερόσυλος και γενικά κάθε κλέφτης, αυτός που κάνει άτιμες πράξεις αγιοκέριν = το καθαρό κερί των μελισσών της εκκλησίας, κερί που προέρχεται από τον Άγιο Τάφο αγιοκρόμμυδον = ποικιλία πρώιμου κρεμμυδιού αγιολίθαρον = λίθος άγιος ως εξ ουρανού μέλλων να κατέλθει αγιοπούλλιν = αγαθό παιδί άγιος = άγιος, ευσεβής, αγνός άνθρωπος Αγιοσόφια = η εορτή των Εισοδίων της Παναγίας αγιόσφογγα = φυτά δύσοσμα που παράγουν καρπό βοτρυοειδή πορφυρού χρώματος Αγιοταφίτικος = αυτός που προέρχεται από τον Άγιο Τάφο, κεριά, σταυροί, εικόνες, κομπολόγια κλπ. αγιοτικός = ενάρετος, πληθ. αγιοτικά αυτά που δίνονται στην εκκλησία, άνθη, βάια κλπ. και φυλάγονται ως ιαματικά αγιοφώς = το Άγιο Φως αγκά = άνω κάτω, μαζί, συγχρόνως αγκαικά = άνω κάτω, παραπάνω κοντά άγκαλα = αγκαλιάζομαι (στην παιδική γλώσσα) αγκάλα = αγκαλιά αγκαλάζω = αγκαλιάζω, σφίγγω στην αγκαλιά μου αγκαλάσιμον = η στενή και τρυφερή περίπτυξη, αγκάλιασμα αγκαλαστά = αγκαλιασμένα αγκαλαστός = αγκαλιασμένος αγκαλέα = ποσότητα όση χωράει στην αγκαλιά αγκάλετος = αυτός που δεν καταγγέλθηκε αγκαλίσκω = αγκαλιάζω, περιπτύσσομαι αγκαλόπον = αγκάλη αγκέσου = προς τα πάνω μέρη (κίνηση ή στάση που εννοείται οριζόντια επί του εδάφους) αγκιάνου = προς τα άνω αγκισεύω = αλιεύω, ψαρεύω αγκίσιν = αλιευτικό όργανο αγκισοκλέφτας = ψάρι που κόβει το αγκίστρι και φεύγει αγκισοφάγος = ψάρι που κόβει το αγκίστρι και φεύγει αγκίστρα = αλιευτικό άγκιστρο αγκώνα = αγκώνας αγκωνάζω = μετρώ (ύφασμα) κατά μήκος του αγκώνα αγκωνέα = αγκωνιά, μέτρο μήκους ίσου προς τον αγκώνα αγλάγκανος = αβαθής, ρηχός, ανόητος, άχαρος, άκομψος αγλαγκανωτός = λίγο ρηχός, λίγο επιπόλαιος αγλαφάζω = καθαρίζω αυλάκι για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα, αφήνω το νερό να περάσει καθαρίζοντας το αυλάκι, ερευνώ λεπτομερώς αγλάφασμαν = καθάρισμα και εκσκαφή αυλακιού για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα αγλαφαστέριν = αυτός που δεν καθαρίστηκε προς διοχέτευση νερού άγλειφος = αυτός που δεν έχει γλειφτεί αγλήγορα = γρήγορα, σύντομα, βιαστικά αγληγορακά = ταχέως αγληγορετά = ταχέως αγληγορετός = γρήγορος, ταχύς αγλήγορος = ταχύς, ευκίνητος, σβέλτος αγληγορόσωστο = το ταχέως συντελούμενων αγληγορότη = ταχύτης αγληγορώ = βιάζομαι, γρηγορώ αγληγορώτερα = όσο το δυνατόν ταχύτερα αγλούπιστος = αξεφλούδιστος αγλοφώτιστος = αβαθούλωτος αγλόφωτος = αβαθούλωτος αγλύκιστο = πικρό άγλυστος = αδιάλυτος αγλυστωτός = σχεδόν αδιάλυτος αγλύτωτος = που δεν γλύτωσε από κάτι άγλωσσος = άλαλος, αμίλητος, βουβός αγλώσσοτος = άλαλος, αμίλητος, βουβός αγμόνιν = ο άκμων των σιδηρουργών αγνά = κατά τρόπο αλλόκοτο, παράδοξο αγναία = κατά τρόπο αλλόκοτο, παράδοξο αγναίος = παράδοξος, περίεργος αγνάρης = αξιόλογος, εκλεκτός, αλλόκοτος, παράξενος αγνέσον = αμφιθαλής αγνέφιστος = αξύπνητος άγνεφος = αξύπνητος αγνήσκικος = νηστικός, πεινασμένος αγνήστικα = νηστικά, πεινασμένα αγνός = τίμιος, αγαθός, απόνηρος, άμεμπτος, μωρός, σπουδαίος αγνοφαεία = νηστίσιμο φαΐ αγνόχολης = ο χολιασμένος, σκυθρωπός από οργή αγνώριστος = αυτός που δεν αναγνωρίζεται αγνωσία = απερισκεψία, ανοησία, αμάθεια άγνωστα = ανόητα άγνωστος = ανόητος, μωρός, αγροίκος, αδιάκριτος αγόμωστος = άδειος, αγέμιστος αγονάτιστος = που δεν γονάτισε αγορά = αγορά αγοράζω = αγοράζω αγορασμάτιν = αυτό που προέρχεται από αγορά αγορασμάτου = πράγμα για αγόρασμα αγοραστής = αυτός που αγοράζει αγοραστός = αυτός που προέρχεται από αγορά αγόραστος = αυτός που δεν αγοράστηκε αγόριν = αρσενικό παιδί αγούλωτος = λιτοδίαιτος αγουρακός = ανδρικός αγουράτικος = ανδρικός αγουρδουγκελίαστος = που δεν είναι βωλιασμένος αγουρέα = οσμή του άνδρα αγουρίστικος = που ανήκει ή ταιριάζει σε άνδρα αγουρίτζης = αγοράκι, άνδρας μικρόσωμος αγουρίτικος = ανδρικός αγουροκαλατζεύω = μιλώ με ανδρική φωνή ή μιλώ ασυστόλως αγουροπαίδιν = το αρσενικό παιδί αγουροπλασία = περιληπτικώς τα αγόρια άγουρος = άνδρας νέος, έφηβος, μεταφ. γενναίος, έντιμος αγουροσύνη = αντρειοσύνη, πράξη γενναία, ανδρική αγουρότη = το να είναι άνδρας γενναίος, η ανδρική ικανότητα από απόψεως φυσιολογικής αγουρουδίαστος = απαλλαγμένος από δερματικών όγκων συνήθως από το κεφάλι αγουρωμένος = ανδρείος, γενναίος αγουρωτός = εύρωστος Αγουστάπιν = αχλάδι ωριμασμένο τον Αύγουστο Αγουστήσι = καρπός ωριμασμένος τον Αύγουστο Αγουστοκάρυδον = καρύδι ωριμασμένο τον Αύγουστο Αγουστοκοκκύμελον = δαμάσκηνο ωριμασμένο τον Αύγουστο Αγουστόμηλον = μήλο ωριμασμένο τον Αύγουστο Άγουστος = Αύγουστος άγρα = με άγριο ύφος, με άγρια διάθεση αγράγγουρο = φυτό αμπελοειδές με παχιές ρίζες αγραίγιδον = αγριοκάτσικο, αίγαγρος αγραίνω = γίνομαι άγριος, οργίζομαι, μεταφ. εξοργίζω αγραμμάτευτος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση αγραμμάτιστος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση αγράμματος = αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση αγραμματωσύνη = έλλειψη μόρφωσης, απαιδευσία αγραμπελίδιν = άγρια άμπελος αγράμπελον = άγριο αμπέλι αγράμπουλον = είδος άγριας δαμασκηνιάς με καρπό όξινο στο γεύση αγρανεμία = πνοή ισχυρού ανέμου αγράνεμος = άνεμος ισχυρός, σφοδρός αγράνθρωπος = άνθρωπος άγριος στην όψη, τραχύς, απολίτιστος, αγροίκος, βάρβαρος αγραπέα = η οσμή του αγρίου αχλαδιού αγράπιδον = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς αγράπιν = ο καρπός της άγριας αχλαδιάς αγράσκεμος = δυσειδής μέχρι βαθμού αγριότητας άγραστος = άφθαρτος άγραφτος = αυτός που δεν είναι γραμμένος, που δεν γράφτηκε αγράχαντον = είδος αγκαθιού αγρείμαι = αγριεύομαι, καταλαμβάνομαι από φόβο ιδίως τη νύχτα βρισκόμενος στην ερημιά ή οπουδήποτε αλλού αγρελαία = άγρια ελιά αγρελαφίνα = άγριο ελάφι αγρέλαφον = άγριο ελάφι αγρελαφούλα = άγριο ελάφι αγρεπρόβατα = άγριο πρόβατο αγρίβωτος = ο μη συνεχόμενος εφαρμοστά αγρίεμαν = οργή, εξαγρίωση, εκφόβηση αγριεύω = αγριεύω μεταφ. εκφοβίζω, τρομάζω αγρίζευτος = εκείνος που δεν εκχερσώθηκε προς καλλιέργεια αγριόβικον = άγριος βίκος άγριος = άγριος αγρίωμαν = αγρίεμα αγριώνω = εξαγριώνω, παροξύνω, εκφοβίζω αγροβόρης = σφοδρός βόρειος άνεμος αγροβόρι = σφοδρός βόρειος άνεμος αγροβότανον = χόρτο το οποίο δεν τρώνε τα ζώα αγροβούβαλον = άγριος βούβαλος αγροβριστού = εκείνη που βρίζει άγρια αγρογέτιμον = παιδί αγνώστου πατρός, ορφανό, χωρίς οικογενειακή προστασία αγροδέζμιν = άγριος ηδύοσμος αγροθέριον = άγριο θηρίο, μεταφ. άνθρωπος που εμπνέει τρόμο αγροθόμαρον = άγριο θυμάρι, φυτό αγροικησία = έλλειψη ταχείας αντιλήψεως, νοήσεως αγροίκιστα = ανόητος, σκληρός, άσπλαχνος αγροικιστία = αφροσύνη, μωρία, δυσμάθεια αγροίκιστος = ασύνετος, μωρός, αγροίκος, πρωτοφανής, παράδοξος αγροικιστοσύνα = αφροσύνη, δυσμάθεια αγροίκος = αγροίκος, άξεστος αγροιξία = ανοησία, μωρία αγρόκαμαν = μέρος πολύ ζεστό αγροκάστανον = άγριο ή κακής ποιότητας κάστανο αγροκάτα = άγρια γάτα, αίλουρος, μεταφ. γυναίκα δύστροπη αγροκάτζικον = άγρια κατσίκα αγροκατούδιν = νεαρός αίλουρος αγροκέρασον = άγρια κερασιά και ο καρπός αγροκοκκύμελον = άγρια δαμασκηνιά και ο καρπός αγροκόριτζον = κορίτσι ζωηρό και ανυπότακτο αγροκοσσάρα = αγριόκοτα, είδος πέρδικας αγροκρανέα = άγρια κρανιά αγροκρίθαρον = χόρτο όμοιο με το κριθάρι αγροκύδωνον = άγριο κυδώνι αγρολάθυρον = άγριο λαθύρι αγρολαλώ = φωνάζω άγρια αγρολάχανον = άγριο λάχανο αγρομάντακον = άγριο κώνειο αγρομελέσσιδον = άγρια μέλισσα αγρομέρετα = μέρη άγρια, αγριότοποι αγρόμηλον = άγρια μηλιά και ο καρπός αγρομμάτης = αυτός που έχει βλέμμα άγριο, βλοσυρό αγρομούντζουρος = που έχει βλέμμα άγριο, βλοσυρό αγρομούρης = αυτός που έχει άγρια μορφή αγρομούχτερον = αγριόχοιρος αγροπάρδιν = αγριόγατος αγροπερίστερον = άγριο περιστέρι αγροπόταμος = ποταμός άγριος ένεκα της πλημμύρας αγροσεύτελον = είδος αγριοσέσκουλου αγροσκέπιδον = το έντομο σφήκα αγρόσκυλον = άγρια συκιά, ερινεός και ο καρπός αγρόσπινο = άγριος σπίνος, είδος κίχλας αγροστάφυλον = είδος άγριας σταφυλής και ο καρπός αγροτερίδιν = μέρος άγριο και επίφοβο, φόβητρο, σκιάχτρο αγροτερώ = κοιτάζω κάποιον απειλητικά, αγριοκοιτάζω αγροτζάβταρον = άγρια σίκαλη αγροτζαΐζω = φωνάζω άγρια αγροτζούπαδον = χόρτο όμοιο με το φυτό του αραβοσίτου αγροτόπιν = άγριος τόπος αγρούστιν = δύσμορφος, δυσειδές αγρουστωτός = καρπός που δεν ωρίμασε αγροφάσουλον = αγριόχορτο όμοιο με φασόλι αγροφωνάζω = φωνάζω άγρια αγροχάπαρον = θλιβερή είδηση αγροχόρταρον = αγριόχορτο μη χρήσιμο αγροχωρέτες = αγροίκος χωριάτης αγρύνω = γίνομαι άγριος, παίρνω άγρια όψη αγρύπνα = αυτός που βρίσκεται σε εγρήγορση αγρυπνία = εγρήγορση, το να μένει κανείς άυπνος άγρυπνος = αυτός που δεν κοιμάται αγρυπνώ = αγρυπνώ, ξαπλώνω αργά για ύπνο αγρωσία = φόβος σε έρημο μέρος ή την νύχτα αγρώσιν = το φυτό άγρωστις αγρωτός = λίγο άγριος αγυναίκιστος = ανύπαντρος άνδρας αγύριστος = αγύριστος άγωμαν = αναχώρηση, πορεία, μετάβαση άγωμε = πήγαινε αγωνία = για τον ψυχομαχούντα, αγωνία αγωνίσκουμαι = προσπαθώ εναγωνίως αγώριν = παιδί αρσενικό αδά = εδώ άδα = άεργος, ήσυχα αδά-άνθεν = εδώ άνω ή εδώ προς τα άνω αδά-απάνου = εδώ επάνω αδά-απέσου = εδώ μέσα αδά-αφκά = εδώ αποκάτω αδά-έμπρου = εδώ εμπρός αδά-έξου = εδώ έξω αδά-κάθεν = εδώ κάτω ή εδώ προς τα κάτω αδάβαστος = αδιάβαστος, αγράμματος αδάβατος = αδιάβατος, απάτητος αδαθέμπεραν = από εδώ, εντεύθεν, ενταύθα που αδακά = εδώ κοντά αδακαικά = εδώ κοντά αδακέσου = κατ’ εδώ, προς τα εδώ αδακιάνου = εδώ προς τα άνω αδάκλυστος = αυτός που δεν ξεπλύθηκε αδάκωτος = αυτός που δεν δαγκώθηκε αδάλυστος = αυτός που δεν διαλύθηκε αδαμερέαν = εδώ μεριά αδαμερκαικά = εδώ κοντά αδαμερκέσου = κατ’ εδώ αδαμερκιάνου = κατ’ εδώ προς τα άνω αδαμερόθεν = εδώ μεριά αδαμέρου = εδώ μεριά αδάνειστος = αδάνειστος αδαπαγκαικά = εδώ επάνω, εδώ από πάνω προς τα κάτω αδαπαγκέσου = εδώ επάνω αδαπαγκιάνου = εδώ επάνω και προς τα άνω αδαπάνου = εδώ επάνω αδαπέραν = εδώ απέναντι, εδώ αντίκρυ αδαπεσκαικά = εδώ μέσα αδαπεσκέσου = μέσα σε αυτό εδώ το μέρος αδαπεσκιάνου = εδώ μέσα προς τα άνω αδαπλαγκαικά = εδώ παραπέρα αδαπλαγκιάνου = εδώ παραπέρα προς τα άνω αδαπλάν = εδώ παραπέρα, εδώ πλαγινά αδαποκάθεν = εδώ αποκάτω, εδώ κάτω αδαποπέσου = αποδώ μέσα αδάριστος = ο μη διανεμηθείς αδαρμένευτος = ο μη τυχών νουθεσιών και συμβούλων αδάρτι = προ ολίγου αδαρτισινός = ο προ ολίγου γενόμενος άδαρτος = αυτός που δεν δάρθηκε αδάσκευτος = αυτός που δεν πήρε θρησκευτική διδαχή αδάταγος = αυτός που δεν έχει διαταχθεί αδαφκακαικά = εδώ παρακάτω αδαφκακέσου = εδώ στα κάτω μέρη αδαφκακιάνου = εδώ κάτω προς τα άνω αδαχτύλαστος = που δεν έχει αγγιχθεί με δάχτυλα άδεια = συγκατάθεση, συναίνεση άδειος = αδειανός, κενός αδέλαγον = μη μπερδεμένο αδελφικός = ο προερχόμενος από αδελφό ή ανήκει σε αδελφό αδελφίτζα = η μικρή αδελφή ή χαϊδευτικά η αδελφή αδελφοκόρη = κόρη αδελφού αδελφοκόριτζον = πρώτη ξαδέλφη αδελφολόι = αδελφικό συγγενολόι αδελφομοιρασμένον = διανεμημένο μεταξύ αδελφών αδελφομοίριν = μέρος του αδελφού από κληρονομιά αδελφοπαίδιν = πρώτα ξαδέλφια αδελφός = αδελφός αδελφοσύνη = αγάπη, στοργή μεταξύ αδελφών αδελφότη = σχέση των αδελφών μεταξύ τους αδελφοτικά = αδελφικώς αδελφοτικός = ο αρμόζων σε αδελφό αδελφώνω = γίνομαι αδελφικός φίλος με κάποιον αδέλφωτος = χωρίς αδελφό αδεματίαστος = αυτός που δεν έχει δεθεί σε δέμα αδέξα = αδέξια αδέξος = αριστερός, ανεπιτήδειος άδετος = μη δεμένος αδηλάχλαδο = φυτό οξαλίς, βότανο θεραπευτικό της αδήλου άδηλος = μάταιος, λευκή κηλίδα που σχηματίζεται πάνω στην ίριδα του οφθαλμού αδηλοψόφιν = βότανο θεραπευτικό για το άδηλο Άδης = κατοικία των νεκρών, ο κάτω κόσμος αδίαστος = αυτός που δεν είναι έτοιμος προς ύφανση αδιάφορα = μάταιος, ανώφελος αδιαφόρευτα = ατόκως, ανωφελώς, ματαίως αδιαφόρευτος = άτοκος, ανωφελής, άχρηστος αδιάφορος = ανίκανος, αδιάφορος, άχρηστος αδιαφότερα = ανωφελής, άχρηστος, αδιάφορος άδικα = χωρίς δίκαιο, ματαίως, ανωφελώς αδίκημα = αδικία, πράξη άδικη αδικία = έλλειψη δικαιοσύνης αδικοκρίτης = άδικος δικαστής άδικος = αυτός που είναι άδικος αδικοσκότωτος = αδικοσκοτωμένος αδικώ = κάτω αδικία, βλάπτω αδίπλαος = αυτός που δεν καλλιεργήθηκε δεύτερη φορά αδίπλωτος = αδίπλωτος αδίψαστος = αυτός που δεν διψά άδολος = ειλικρινής, αγνός αδόνταστος = χωρίς δόντια αδούλευτος = ακατέργαστος άδοχτος = απλήρωτος άδραγος = μη πυρωμένος αδραχτάζω = τυλίγω νήμα στο αδράχτι αδραχτάς = κατασκευαστής και πωλητής αδραχτιών αδραχτέα = ποσότητα όσο το χωρεί στο αδράχτι αδραχτερέα = ποσότητα όσο χωρεί το αδραχτερό αδραχτερόν = καλάθι για τοποθέτηση αδραχτιού αδράχτιν = αδράχτι, κλώστρα αδραχτίτζα = είδος εδωδίμου μύκητος ατρακτοειδούς αδραχτοτζούπιν = στυλίσκος αδραχτιού χωρίς τον σφόνδυλο αδρεύω = ταγγίζω αδρός = παχύς, ευτραφής, λιπαρός αδρουβάνιστος = αυτός που δεν έχει δρουβανισθεί για να αποχωριστεί το βούτυρο αδρύζω = ταγγίζω αδρύνω = ταγγίζω αδρύς = αυτός που έχει πικρή γεύση αδυναμία = έλλειψη σωματικής ικανότητας αδύναμος = αυτός που δεν έχει σωματική δύναμη αδυναμώνω = χάνω σωματική δύναμη αδυναστεύω = χάνω τη δύναμή μου αδυνατία = σωματική αδυναμία αδύνατος = αδύνατος αδυνατώ = εξαντλούμαι σωματικώς άε, άιτε = άιντε, εμπρός αέκα = αέκος τοιουτοτρόπως, τοιούτος, τέτοιος αέρας = αέρας, άνεμος αερατίζω = αερίζω αερατικό = νόσος επιληψία άεργος = άνεργος αερίζω = αερίζω αερικός = ευάερος αεριστέριν = ριπίδιο αερόσκαλα = σκάλα από σχοινί αεροτόπιν = αερότοπος αερότοπος = αερότοπος αετόπουλλον = το μικρό του αετού αετορράχιν = βουνό που φωλιάζουν αετοί αετός = αετός αετοφώλιν = φωλιά αετού αέτσι = ούτως, τοιουτοτρόπως αζάγκωτος = μη σκουριασμένος αζάπης = άγαμος αζάρωτος = αλύγιστος αζέστατος = ψυχρός, κρύος αζουλισία = έλλειψη ευνουχισμού σε ζώα αζούλιστος = μη στριμμένος, άκαμπτος, αλύγιστος αζύγιαστος = αζύγιστος αζύγιστος = αζύγιστος αζυμάρωτος = μη πασαλειμμένος με ζυμάρι αζύμωτος = μη ζυμωμένος αζωία = μη έχων ζωή αζωσταδέσιος = ατημέλητος αζώσταρος = ο μη έχων ζώνη αζωστος = μη ζωσμένος αηδόνιν = αηδόνι αηκωσταντινάτο = νόμισμα χρυσό που φέρει συνήθως την εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αθάλα = πυρωμένη τέφρα αθαλασσία = ηρεμία της θάλασσας, ηρεμία αθάνατος = αθάνατος, αιώνιος, άφθαρτος αθάρρετος = χωρίς θάρρος, δειλός, άτολμος άθαρρος = χωρίς θάρρος, δειλός, άτολμος άθαφτος = άθαφτος, άταφος άθελα άθελα = παρά την θέληση αθεμελίωτα = απείρως, αφθόνως αθεμελίωτος = χωρίς θεμέλια, άτεκνος αθέμιτα = ασυναρτησία στα λόγια, φλυαρία αθεμωνίαστος = αθεμώνιατος αθεόπιστος = χωρίς πίστη προς τον Θεό άθεος = άθεος αθεοφοβία = έλλειψη φόβου Θεού αθέρα = ρεύμα νερού αθέρας = φλεγμονή πληγής, οργή, αφθονία, επίδραση αθερίνα = αθερίνα αθέριστος = αθέριστος αθέωτα = άσπλαχνος, σκληρός αθέωτος = χωρίς θεό, άπιστος, άσπλαχνος, σκληρός αθηλύκωτος = αυτός που δεν κουμπώθηκε αθιβολέα = ποσότητα ψαριών όση χωράει ο αθίβολος αθιβολεύω = ψαρεύω με αθίβολο αθίβολος = είδος διχτυού αθίζω = καθαρίζω, καλλωπίζω αθλία = πόνος, θλίψη αθράκωτος = μη αναμμένος άθρησκος = μη θρησκευόμενος αθρουμμούλιστος = αυτός που δεν μεταβάλετε ψίχα άθρυφτος = αυτός που δεν μεταβάλετε σε θρύμματα αθυμίαστος = μη λιβανισμένος αθύμωτος = μη οργισμένος αθώος = μη ένοχος αθώρετος = αθέατος αία = είδος μαλλιού κατσίκας αίγειρη = το δέντρο ήμερη λεύκη αιγιδάς = ο κάτοχος αιγών αιγίδιν = κατσίκα αιγιδίτα = αγριόχορτο φαγώσιμο αίθα = θαλασσινό πτηνό αίθινος = ζωηρός, δυσήνιος, άτακτος αίθρα = ο καθαρός ουρανός, καλοκαιρία αιθράζω = ευδιάζω, αιθριάζω αιθρακή = ξαστεριά αίθρασμαν = ανέφελος καιρός, ευδία αίμα = αίμα αιματοκυλίζω = τραυματίζω κάποιον αιματοκύλιν = μεταβαλλόμενο σε αίμα αιματοκύλισμαν = φόνος, σφαγή αιματοκύλιστος = καταματωμένος, αιμόφυρτος αιματολουσία = αιματοχυσία αιματόλουστος = αιματοχυσία αιματοξέραστος = αυτός που ξέρασε αίμα αιματοξερώ = ξερνώ αίμα αιματοξυσία = αιματοχυσία αιματοπότιστος = ο ποτισμένος με αίμα, δολοφόνος αιματουράχκομαι = ουρώ αίμα αιματοχειλίζω = τρώω ακορέστως πληρούμενος μέχρι χειλέων αιματοχυσία = χύνω αίμα αιματώνω = κηλιδώνω με αίμα αιματωσία = αιματοχυσία αιρανός = γερανός αίρεση = πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη αιρέτης = άνθρωπος ισχυρογνώμων, πεισματάρης αιρετίζω = ερεθίζω αιρετικά = με πείσμα ερεθιστικό αιρετικός = πείσμων, ισχυρογνώμων, απειθής, άτακτος, φθονερός αιρέτιση = ερεθισμός αιτία = αιτία, αφορμή αίτικα = τοιουτοτρόπως, έτσι αίτικος = τοιούτος, τέτοιος αιτόνης = αετός αιχμάλωτος = αιχμάλωτος, δυστυχής, ταλαίπωρος, ορφανός αίχτρα = ο καθαρός ουρανός, καλοκαιρία αιχτράζω = ευδιάζω, αιθριάζω αιώνα = διαρκεί, εσαεί άκα = δηλώνει άρνηση σε ερώτηση ακαβαλκίαστος = η έφιππος, πεζός ακαβούρευτος = ακαβούρδιστος άκαγος = άκαφτος ακαθάριστος = μη καθαρισμένος ακάθιστος = όρθιος άκαιρα = ακαίρως ακαιρία = ακατάλληλος καιρός άκαιρος = ανάρμοστος, αταίριαστος ακακάδευτος = μη ασθενήσας ακακία = έλλειψη κακίας άκακος = αυτός που δεν έχει κακία ακαλαντίαστος = αυτός που δεν έλαβε πρωτοχρονιάτικο δώρο ακαλάτζευτος = αμίλητος, ακατάδεκτος ακαλατζευτωτός = ο ακατάδεκτος να του μιλήσει κανείς ακάλεστος = απρόσκλητος ακαλίβωτος = ζώο χωρίς πέταλα ακαλλίωτος = ακαλλώπιστος, ατημέλητος ακάλτζωτος = χωρίς κάλτσες ακαμάρωτος = αλύγιστος, νύφη χωρίς πέπλο ακαμάτευτος = άγνεστος, ακαλλιέργητος ακαμάτης = οκνηρός, νωθρός ακαμάτιστος = μη υποβληθεί σε εργασία ακάματος = ακατέργαστος ακαμισίαστος = χωρίς πουκάμισο ακάμισος = κυριολ. ο στερούμενος πουκαμίσου, μεταφ. ο πάμπτωχος ακάντζωτος = μη καρυκευμένος με κοπανισμένα καρύδια ή φουντούκια ακάπνιστος = αυτός που δεν λερώθηκε με καπνό άκαρδα = χωρίς προθυμία άκαρδος = απρόθυμος ακάρπετος = χωρίς καρπούς άκαρπος = αυτός που δεν έχει καρπό ακάρφωτος = μη καρφωμένος ακαταδεξία = ακατάδεκτος ακατάδεχτος = η καταδεχόμενος, υπερόπτης ακαταδεχτοσύνη = υπεροψία, ακαταδεξιά ακαταθάρρετος = εκείνος στον οποίον δεν μπορεί να εμπιστευθεί ακατακάθετος = μη καθιζόμενος, μη κατασταλαγμένος ακαταστασία = έλλειψη τάξεως, ανωμαλία, ταραχή ακατάστατος = αταχτοποίητος, τσαπατσούλης ακατέβατα = χωρίς έκπτωση τιμής ακατέβατος = ακατέβατος ακατένιστος = μη ξεπλυμένος ακατούρετος = μη κατουρημένος ακατράνωτος = αυτός που δεν βαπτίσθηκε σε κατράμι ακάτωθενα = το κατώτατο μέρος της εστίας άκαυτος = μη καμένος ακεί = εκεί ακείνος = εκείνος ακένωτος = ανεξάντλητος, ασερβίριστος ακέραιον = σώμα άψυχο ακέριν = ακέρωτο ακέρωτος = ακέρωτος ακέφαλος = χωρίς κεφάλι ακεφαλωσύνη = αφροσύνη, ασυνεσία ακεφάλωτος = άγαμος ακίδα = η άκρη κάθε πράγματος ακλάδευτος = αυτός που δεν κλαδεύτηκε ακλάδωτος = αυτός που δεν έβγαλε κλαδιά ακλαίνιστος = αυτός που δεν κλαίει άκλαστος = αυτός που δεν πέρδεται άκλαυστος = αυτός που δεν κλάφτηκε ακλείδιν = μη κλειδωμένο ακλείδωτος = μη κλειδωμένος άκλειστος = μη κλεισμένος ακλερικόν = ακληρονόμητο άκλερος = ακληρονόμητος, άκληρος άκλεφτος = αυτός που δεν κλάπηκε ακλίδιν = κλούβιο άκλιτος = αλύγιστος, άκαμπτος ακλόθα = ακολουθώντας ακλοθάντων = εγώ ακολουθώ ακλόθεμα = παρακολούθηση, κατασκόπευση ακλόθετος = μη παρακολουθούμενος ακλόθιν = ο πλακούς του εμβρύου άκλωστος = μη κλωσμένος ακλωστωτός = λίγο κλωσμένος ακμή = ακμή άκνεστος = μη κνηθόμενος ακοδεσπαίνευτος = ανοικοκύρευτη ακοή = η αίσθηση της ακοής ακοίλωτος = αυτός που δεν έχει κοιλότητα από χτύπημα ακοίμητος = μη κοιμισμένος ακοινώνητος = αυτός που δεν έχει πάρει θεία κοινωνία ακοκκίνιστος = αυτός που δεν είναι κόκκινος ακολάκευτος = αχάιδευτος ακόλλιστος = ακόλλητος άκολος = αυτός που δεν έχει ορατό πυθμένα, βαθύτατος ακολουθία = εκκλησιαστική ιεροτελεστία ακολουθώ = ακολουθώ κάποιον που πηγαίνει μπροστά ακόλωτος = χωρίς πυθμένα, με μεγάλο βάθος ακόμη = ακόμη ακομματίαστος = ακομμάτιαστος ακόμπετος = αυτός που δεν είναι ξεσκονισμένος ακομπώ = ξεσκονίζω, εξαντλώ ακόμπωτος = αυτός που δεν είναι απατημένος ακονάστρα = όργανο που τροχίζει ακόνετος = αυτός που δεν είναι ακονισμένος ακόνιν = ακόνη ακονιστέριν = ακόνη κοφτερή ακονίστρα = ακόνη κοφτερή ακονόπετρα = πέτρα που χρησιμοποιείται για ακόνισμα κοπτικών εργαλείων ακόντετος = ακόντευτος ακονώ = οξύνω, τροχίζω ακοπάνιστος = αυτός που δεν χτυπήθηκε ακοπιδίαστος = για υποδήματα, αυτός που δεν έχει κοπίδια, εντομές για συρραφή ακοπίδωτος = για υποδήματα, αυτός που δεν έχει κοπίδια, εντομές για συρραφή άκοπος = αυτός που δεν έχει κοπεί ή δεν κόβεται ακόπριστος = αυτός που δεν λερώθηκε με κοπριές ακορνίτζωτος = ακορνίζωτος ακοσκίνιστος = αυτός που δεν κοσκινίστηκε ακοτζακίαστος = αυτός που δεν κουμπώθηκε ακουβάλητος = αυτός που δεν κουβαλιέται ακουβαρίαστος = αυτός που δεν είναι κουβαριασμένος ακουγιάρης = αυτός που γνωρίζει από την ακοή ακούδιστος = μη εγγισθείς υπό του ράμφους πτηνού ακούιστος = απρόσκλητος ακουκούλωτος = χωρίς κουκούλα, χωρίς σκεπή ακούλιστος = μη αποκωμένη κεφαλή ακουμουλίαστος = αυτός που δεν έχει συγκεντρωθεί σε σωρό ακουμπίαστος = ακούμπωτος ακουμπίζω = στηρίζομαι, τοποθετώ ακουμπιστήριν = βακτηρία, πρόχειρο κάθισμα ακούμπιστος = εκείνος που δεν στηρίζεται κάπου ακουμπιχτά = ακουμπώντας ακούμπωτος = ξεκούμπωτος ακούνιστος = αυτό που δεν λικνίστηκε ακούπιστος = σκεύος που δεν αντιστράφηκε ακούραστος = μη λυγισμένος, μη συνεπτυγμένος ακούρευτος = μη κουρεμένος ακούρφευτος = αυτός που δεν έχει πάρει έπαινο ακούρφιστος = μη επαινούμενος άκουσμαν = το αίσθημα που γίνεται με την ακοή ακουστής = αυτός που γνωρίζει κάτι εξ ακοής ακουστίουμαι = διαθρυλούμαι, φημολογούμαι ακουστός = ο γνωστός εξ ακοής ακούφωτος = αυτός που δεν είναι κούφιος ακούω = ενεργ. αισθάνομαι, αντιλαμβάναι, υπακούω, πείθομαι, ονομάζομαι, παθητ. γίνομαι γνωστός, φημίζομαι, εισακούομαι άκουων = εκείνον που ακούνε ακοχλάκιστος = μη βρασμένος ακόχλαστος = μη βρασμένος άκρα = αρχή και τέλος εκτάσεως ακράναλος = λίγο αλατισμένος ακρανέψιν = μισοψημένο ακρανοίγω = μισοανοίγω ακράνοιχτος = μισοανοιγμένος ακράτετος = μη βασταζόμενος ακράτευτος = ύφασμα που δεν αντέχει στη φθορά ακράχαρος = ο πολύ δυστυχής ακρέμαστος = αυτός που δεν κρεμάστηκε ακρέμιστος = αυτός που δεν γκρεμίστηκε ακρεμόνα = ξηρά κλαδάκια δάσους πεσμένα στο έδαφος ακρέπιν = σκορπιός ακριβά = σε υπερβολική τιμή ακριβαγόραστος = αγορασμένος σε μεγάλη τιμή ακριβεία = υπερτίμηση των ειδών συντήρησης ακριβός = αυτός που πουλάει σε μεγάλη τιμή ακριβύνω = υπερτιμώ ακριβωτός = λίγο υπερτιμημένος ακριμαία = το δέρμα των άκρων, των ποδιών άκριτος = αδίκαστος, άσπλαχνος, απερίσκεπτος, τολμηρός, πονηρός ακρόαση = το να ακούει κανείς με προσοχή ακροάσκουμαι = αρκοάζομαι ακρογούλαστος = μισοκαβουρδισμένος ακρόζογρος = λίγο υγρός ακροθίγγαστος = πολύ ευερέθιστος ακρολόετος = ακάθαρτος, ρυπαρός ακρόντικα = αρχοντικός ακροπέτζιν = επιδερμίδα ακροπύγια = τα κάτω άκρα γυναικείου ενδύματος που φτάνει μέχρι τους γλουτούς ακρώπιστος = μη κομμένος με κρωπή (ελαφριά αξίνα) ακυβέρνευτος = αυτός που αδυνατεί να πορευτεί τα προς το ζην ακυβέρνητος = αυτός που δεν γνωρίζει να κυβερνά το σπίτι ακυλίντριστος = η χωματόσκεπη στέγη που δεν συμπιέστηκε με κύλινδρο για τις διαρροές της βροχής ακύλιστος = αυτός που δεν κυλίστηκε ακυρίευτος = αυτός που δεν καταλήφθηκε από ηθικό πάθος ακύρωτος = μη επικυρωμένος ακύρωτος = χωρίς πατέρα αλαβέρα = μεταξωτό ύφασμα με ποικίλες αποχρώσεις άλαγος = ασελγής, ατίθασος αλάδωτος = αυτός που δεν αλείφθηκε με λάδι αλαζονεία = εμπαιγμός, χλεύη αλάθευτος = εκείνος που δεν κάνει λάθη, ακριβής αλάιστος = ακούνηστος αλαΐτης = άνθρωπος του λαού, λαϊκός, πολίτης αλαλαγμός = θορυβώδης ταραχή, οχλοβοή αλαλάσευτος = αυτός που δεν είχε θωπεία, χάδια αλαλαχύνω = γίνομαι ευρύχωρος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω αλάλετος = αυτός που δεν έχει λαλιά, ομιλία αλαλία = απόλυτη σιωπή αλάλικος = αυτός που δεν μιλά, άλαλος άλαλος = άναυδος, άφωνος, ήσυχος, πράος άλαλος = απρόσκλητος αλαλούκης = κωφάλαλος, άφωνος, σιωπηλός, έκπληκτος αλαλώνω = γίνομαι άφωνος αλανάριστος = αυτός που δεν έχει λαναριστεί, που δεν τον έχουν ξάνει (για μαλλί) αλάρωτος = ανίατος, αθεράπευτος άλας = αλάτι αλάσκιστος = αυτός που δεν έχει πάει περίπατο αλατάς = αυτός που πουλάει αλάτι αλατένος = φτιαγμένος από αλάτι αλατέριν = αλατοδοχείο αλατζάς = ύφασμα ποικιλόχρωμο αλατίζω = βάζω αλάτι κάπου αλατιστέρα = μέρος όπου δίνεται το αλάτι στα κατοικίδια ζώα αλατιστέριν = μέρος όπου δίνεται το αλάτι στα κατοικίδια ζώα αλάτιστος = ανάλατο αλατισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα αλατίτζα = φυτό άγριο αλατοθήκη = αλατοδοχείο τραπεζιού αλατοκαύκι = αλατοδοχείο τραπεζιού αλατοπιπερερή = δοχείο συνεχόμενα άλατος και πιπεριού αλατόπον = λίγη ποσότητα αλατιού αλατώνω = αλατίζω αλαφαντρώνω = σαγηνεύω, παρασύρω κάποιον αλάφιν = ξηρά τροφή για ζώα το χειμώνα αλάφιν = η φλόγα και η θερμότητα που εκπέμπει αλαχτοράς = αλέκτωρ, κόκορας αλαχτόριν = αλέκτωρ αλαχτορίτικα = κατά τον τρόπο των αλεκτόρων αλαχτορόφωνα = αλεκτροφωνία, η φωνή του πετεινού αλάχωρα = ευρύχωρα, χαλαρά, με άνεση αλάχωρος = ευρύχωρος, χαλαρός αλέθω = αλέθω, αλευροποιώ άλειμα = επάλειψη αλειμματάρης = ευτραφής, παχύσαρκος αλειμματάς = έμπορος λιπαρών ουσιών αλειμματέα = η οσμή του λίπους αλειμματένος = ο παρασκευασμένος από λίπος αλειμματοκέριν = κερί παρασκευασμένο από λίπος αλειμματόπον = λίγη ποσότητα λίπους αλειμματώνω = αλείφω λίπος αλειτούργητος = αυτός που δεν έχει διαβαστεί ή ευλογηθεί από ιερέα άλειφος = μη αλειμμένος αλειφτήριν = τεμάχιο τσόχας υφάσματος με το οποίο τρίβουν το σώμα οι λουόμενοι αλείφω = επαλείφω άλειχτος = εκείνος οποίος δεν έλειξε αλεπέσα = κολακεία, πανουργία αλέπιστος = αξεφλούδιστος αλεποθάνατα = κυριλ. θάνατος αλεπούς, μεταφ. προσποιητός, υποκριτικός θάνατος αλεποθανέσα = κυριλ. θάνατος αλεπούς, μεταφ. προσποιητός, υποκριτικός θάνατος αλεπομούντζουρος = αυτός που έχει χαρακτηριστικά όπως της αλεπούς αλεπόπουλλον = νεογνά αλεπούς αλεπός = αλεπού αλεποσάιτα = τόξο για κυνήγι αλεπούς αλεποσύνα = δόλος, πονηριά (πληθυντικός) αλεπότε = πανουργία, δολιότης αλεπουδεύω = παιδί που έρπει, πηγαίνει στα τέσσερα αλεπούδιν = νεογνό αλεπούς αλεπούλλιν = νεογνό αλεπούς αλεπουραδίτζα = φυτό που μοιάζει με ουρά αλεπούς αλεπουφουσκίτα = είδος μύκητος αλεπρός = περιφρονητικός αδελφός αλέρωτος = καθαρός αλεσέα = εκάστοτε ποσότητα προς αλευροποίηση οριζόμενη ποσότητα σιτηρών αλεσία = άλεση αλεσμάτιν = ποσότητα που αλέθεται σε μια δόση αλεστικά = η αμοιβή του μυλωθρού αλεστός = αλεσμένος άλεστος = αυτός που δεν αλέστηκε αλέτιν = αλέτρι άλετος = αυτός που δεν αλέστηκε αλετράζω = οργώνω αλετρέα = όργωμα αλέτριν = αλέτρι αλετρόζυγα = το αλέτρι και το ζυγό μαζί αλετροκαλάμιν = ο ρυμός του αρότρου, σταβάρι αλετροκλείδιν = σφήνα που συγκρατεί το λουρί του ζυγού με το σταβάρι αλετροκούριν = αλετροπόδι αλετρολάβιν = η λαβή του αρότρου, εχέτλη αλετρόξυλα = συνολικά τα μέρη του αρότρου αλετροπόδιν = η βάση του αρότρου, έλυμα αλετροσπάθιν = το ξύλο που συνδέει το σταβάρι με το αλετροπόδι αλετροτζάνιν = ο ιστοβοεύς του αρότρου, σταβάρι αλετροχέριν = η λαβή του αρότρου, εχέτλη αλευράμπαρον = αμπάρι, αποθήκη αλεύρων αλευράριν = αλευρώδης αλευράς = αλευροπώλης αλευρέα = η οσμή του αλεύρου αλευρένος = αυτός που παρασκευάζεται από αλεύρι αλευρερή = αλευροδοχείο αλεύριν = αλεύρι αλευρίτα = θάμνος που παράγει καρπό συστάσεως αλευρώδους αλευρίτζα = θάμνος που παράγει καρπό συστάσεως αλευρώδους αλευροκάδιν = κάδος προς τοποθέτηση αλευριού αλευροκόσκινον = κόσκινο αλευριών αλευρομάλεζον = αλευρόσουπα αλευρόμηλον = μήλο τρυφερό που έχει αλευρώδη σάρκα αλευροπάζαρον = αλευροπάζαρο αλευρόπον = λίγη ποσότητα αλευριού αλευροσάκκιν = σάκος αλευριού αλευροσάκκουλον = σακούλι αλευριού αλευροτσούβαλον = τσουβάλι αλευριού αλευρώνω = αλευρώνω αλευτέρωτος = αυτή που δεν γέννησε ακόμα αλήθεια = αλήθεια, πραγματικότητα αληθεύω = αληθεύω αληθής = αληθής αληθινά = αληθινά αληθινός = αληθινός αληθίτικα = αληθώς αληθιτικός = πραγματικός, γνήσιος αλίζω = αλατίζω αλίθωτος = αυτός που δεν έχει λιθωθεί αλικόρδα = σκορδαλιά άλικος = αυτός που έχει ζωηρό ερυθρό χρώμα αλικουρτέα = το ζωόφυτο αλκυόνα αλιμένευτος = μέρος μη απαλλαγμένο από χιόνι αλιμίδα = νερό αλμυρό αλιμιδέα = νερό αλμυρό αλιμίδιν = άλμη αλιστός = αλατισμένος άλιστος = ανάλατος αλκάρι = ύφασμα πολύ αραιό άλλαγα = εναλλάξ αλλαγή = αλλαγή αλλάγιν = μοίρα στρατού, σύνολο ανθρώπων άλλαγμαν = άλλαγμα αλλάζω = αλλάζω, μεταβάλλων, ανταλλάζω αλλαξία = αλλαξιά αλλαξίος = αλλαγή ενδυμάτων αλλαχτός = αλλαγμένος άλλαχτος = μη αλλαγμένος αλλέα = αλλιώς αλλέικος = αλλιώτικος αλλέος = αλλιώτικος αλληθώρα = αλλήθωρα αλληθώρης = αλλήθωρος αλληθωρίζω = αλληθωρίζω αλλόγλωσσος = αλλόγλωσσος αλλόθρησκος = αλλόθρησκος αλλοί = αλοίμονον αλλοινέτερον = των άλλων αλλοκομίστες = ξενομερίτης αλλομίαν = άλλη μία φορά, πάλι αλλομίαν-κέσου = αργότερα αλλομούνον = μετ’ ολίγον αλλομούνον-κέσου = μετ’ ολίγη ώρα, σε λίγο αλλόπιστος = αλλόπιστος άλλος = άλλος άλλοτες = άλλοτε αλλότικος = αλλιώτικος αλλού = σε άλλο μέρος, αλλού αλλόφυλος = αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή αλμεγάδιν = το αρμεγμένο αλμέγω = αρμέγω αλμεξία = το προϊόν του αρμέγματος αλμεχτά = κατά τρόπο αρμέγματος αλμεχτερέα = ποσότητα όση χωράει το δοχείο του αρμέγματος αλμεχτέριν = δοχείο στο οποίο αρμέγουν αλμεχτερόν = δοχείο αρμέγματος αλμεχτικά = αμοιβή γυναικών που περιποιούνται ξένες αγελάδες άλμεχτον = ζώο που δεν έχει αρμεχτεί αλμύρα = αρμύρα αλμυρίζω = έχω γεύση αλμύρας αλμυρός = αυτός που έχει αλμυρή γεύση άλογα = λόγοι υβριστικοί αλογαρίαστα = χωρίς λογαριασμό, αφειδώς αλογαρίαστος = αυτός που δεν υπολογίζει, ασύνετος, σπάταλος αλογάς = αγωγιάτης, ιππέας αλογέα = φορτίο αλόγου, οσμή του αλόγου αλόγιστα = αλόγιστα, απερίσκεπτα, αφρόνως αλογομούλαρον = μουλάρι που μοιάζει με άλογο αλογομυία = αλογόμυγα αλογοπέτζιν = δέρμα αλόγου αλογοσάκκιν = σάκος ορισμένης ποσότητας για φόρτωμα αλόγου αλογότριχα = αλογότριχα αλογοφόρτιν = φορτίο αλόγου αλοιφέας = κολλημένος προς άλλους αλοιφή = αλοιφή αλοιφούτζα = άνθρωπος προσκολλημένος ως αλοιφή αλόξενος = παντελώς ξένος άλοτος = αυτός που δεν έχει λιώσει άλουτος = άλουστος αλύγιστος = αλύγιστος αλυκασέα = έδεσμα αλμυρό αλύκαση = αλμύρα αλυκίζω = έχω λίγο αλυκή γεύση αλυκόξινος = αλμυρός και ξινός μαζί αλυκός = αλμυρός αλυκότε = αλμυρότης αλυκοφάγος = αυτός που αγαπά τα αλμυρά εδέσματα αλύκωμα = αλμυρό επιδόρπιο αλυκώνω = αλατίζω αλυκωσία = έδεσμα αλμυρό αλυκωσύνα = ο ιδιότης του αλμυρού, έδεσμα αλμυρό αλυκωτίζω = κάνω κάτι λίγο αλμυρό αλυκωτός = λίγο αλμυρός, υφάλμυρος αλυσία = αλυσίδα αλυσίδιν = αλυσίδα αλυσιδοκόμματος = τεμάχιο αλυσίδας αλυσοδένω = δένω με αλυσίδες άλυτος = άλυτος, αυτός που δεν είναι διαλυμένος στο νερό αλφαβητάριν = αλφαβητάρι αλφαβίζω = συλλαβίζω αλωνάπιν = είδος εντόμου αλωνέα = ποσότητα όση χωράει το αλώνι αλωνίζω = αλωνίζω αλώνιν = αλώνι αλώνιστος = αυτός που δεν έχει αλωνιστεί αλωνίφταρον = φτυάρι ειδικό για αλώνισμα αλωνοζύγονον = ζυγός των βοδιών για το αλώνισμα αλωνοκόσκινον = κόσκινο που χωρίζουν τα σιτηρά από τα χοντρά άχυρα αλωνοκούσκουρον = κομμάτια βοϊδοκοπριάς ξηραμένης στο αλώνι αλωνοτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν αλώνια αλωρίαστος = εκείνος που δεν έχει μπαλωθεί με λουριά δέρματος άμα = μόλις άμα = αλλά, όμως άμα = δρεπάνι αμαγάριστος = καθαρός αμαγέρευτος = αμαγείρευτος αμάγευτος = μη μαγεμένος Αμαζονία = ορεινή χώρα του Πόντου, καιρός ομιχλώδες, υγρός αμαζονίζω = απορροφώ υγρασία αμάθετος = αμάθητος αμαθής = απαίδευτος αμαθήτευτος = άπειρος αμάθιστος = άπειρος αμάισσωτος = μη μαγεμένος αμάκρετος = αυτός που δεν έχει αποκτήσει ανάστημα αμάλαστος = αυτός που δεν έπαθε αφροδισιακό νόσημα αμάλαχτος = μη ψηλαφισμένος, άθικτος αμαλέζωτος = αυτός που δεν έφαγε αλευρόσουπα άμαλλος = αυτός που δεν έχει ακόμη γένια αμάν = εκφράζει δυσφορία, αγανάκτηση αμάν = αμέσως αμανάτιν = αμανάτι, ενέχυρο, παραγγελία αμάνικος = χωρίς μανίκια αμανίκωτος = χωρίς μανίκια, μεταφ. φτωχός, περιφρονημένος αμάννωτος = αυτός που δεν έχει μάνα, ορφανός αμάνταλος = μη μανταλωμένος αμαντάλωτος = μη μανταλωμένος αμαντζίριστος = αυτός που δεν καταλύει τη νηστεία αμάντζιρος = αυτός που δεν τρώει φαγητό που απαγορεύεται στη νηστεία αμαντζιρωσύνα = αποχή από τροφή μη νηστίσιμη αμαντζούλωτος = καθαρό σκεύος αμαντήλωτος = αυτός που δεν φοράει μαντήλι αμάνωτος = μη ρυπανθείς με αιθάλη αμαραντέα = η μυρωδιά του αμάραντου αμάραντον = αμάραντος αμαραντόφυλλον = φύλλο αμάραντου αμαρτάνω = αμαρτάνω αμάρτεμαν = αμάρτημα αμαρτία = αμαρτία αμαρτύρητος = χωρίς μαρτυρίας αμαρτωλία = αμάρτημα, αμαρτία αμαρτωλός = ο διαπράττων αμαρτία αμάσετος = αμάσητος αμασκάλη = μασχάλη αμάσουρος = αυτός που δεν έχει πηνία αμαύριστος = αμαύριστος άμε = πήγαινε αμέθυστος = νηφάλιος άμελα = χωρίς προθυμία αμέλεια = αμέλεια αμελίτωτος = χωρίς μέλι άμελος = φυγόπονος, αμέριμνος αμελώ = παραμελώ αμένυχτος = αυτός που δεν έχει λάβει είδηση αμέσαχτος = αυτή που έχει διανύσει το μισό χρόνο της κυοφορίας αμετάγγιστος = αυτός που δεν έχει μεταγγισθεί από δοχείο σε δοχείο αμετάδοτος = αυτός που δεν μεταλάβει τη θεία κοινωνία αμετάλαβος = αυτός που δεν μεταλάβει τη θεία κοινωνία αμετάνιστος = αυτός που δεν προσεύχεται αμετάνογος = αυτός που δεν προσεύχεται αμετανόετος = αμετανόητος αμετασάλευτος = αμετακίνητος αμεταφύτευτος = αυτός που δεν μεταφυτεύτηκε αμέτοχος = αμέτοχος αμέτρητος = αμέτρητος αμήν = είθε, γένοιτο αμίλαλος = άφωνος αμίλετος = αμίλητος αμμαζώνα = είδος γυναικείου ενδύματος που περιβάλει τον κορμό άμμος = άμμος αμμούδα = αν δεν αμνάδιν = θηλυκό πρόβατο μονοετές αμνάζω = γεννώ (πρόβατο) αμνημόνευτος = αμνημόνευτος αμνός = αμνός αμοίραστος = αμοίραστος αμοιρολόετος = αυτός που δεν το μοιρολόγησαν αμόλωτος = αυτός που δεν έχει ανάψει αμόναστος = νεκρός που δεν τον εμόνασαν αμόνωτος = αυτός που δεν απομονώθηκε αμούστακος = χωρίς μουστάκι αμουστούναστος = αυτός που δεν χτυπήθηκε με γροθιά αμπαρέα = ποσότητα όσο χωράει ένα αμπάρι αμπάριν = αμπάρι αμπαρόλημον = μεγάλο μήλο αμπαρομμάτιν = στόμιο αμπαριού αμπαρώνω = αποθηκεύω, εγκλείω σε αμπάρι αμπελάρικο = δέντρο κατάλληλο προς αναρρίχηση αμπελάς = αμπελοκτήμονας αμπέλιν = αμπέλι αμπελίτα = είδος φυτού κληματοειδούς αμπελίτζα = είδος φυτού κληματοειδούς αμπελομάθρακα = μικρός βάτραχος που τρέφεται από τα φύλλα τις αμπέλου άμπελον = φυτό κυσσοειδές αμπελόφυλλον = φύλλο αμπελιού αμπελόφυτον = φυτό αμπελιού αμπελοχώριν = χωριό με αμπέλια αμπελώνα = αμπελώνας αμπελώνιν = αμπελώνας αμπελώνω = φυτεύω αμπελώνες άμποτε = είθε αμπώς = γιατί;, πως όχι; αμτό = πως όχι; αμύριστος = αυτός που δεν μυρίζει άμυρος = αυτός που δεν μυρώθηκε αμύρωτος = αυτός που δεν μυρώθηκε αμυτίαστος = χωρίς μύτη αμώδαστος = αυτός που δεν αισθάνεται το πόνο των δοντιών Αν έντρισες, νούτσον και τη χερεία σ’. = Για το ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι πάντα έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τα χειρότερα. αναβαγίζω = χασομερώ αναβαλλούδα = τυφλοπόντικας αναβρασμός = αναστάτωση, θόρυβος, ταραχή αναγαπήτος = ανάξιος να αγαπηθεί, αποκρουστικός αναγελώ = περιπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω αναγκάζω = αναγκάζω, βιάζω αναγκαίον = αποχωρητήριο ανάγκη = ανάγκη αναγκιασμένος = δόλιος, πονηρός ανάγνωση = διάβασμα αναγνώσκω = διαβάζω αναγούλα = τάση προς εμετό αναγουλάζω = τάση προς εμετό αναγουλίζω = έχω τάση προς εμετό αναδέλφωτος = αυτός που δεν έχει αδελφική στοργή ανάδεξια = όχι δεξιά, αδέξια αναδορώνω = αναζυμώνω προζύμη για να αυξηθεί αναδουλεία = αναδουλειά ανάδραχτο = μεγάλο αδράχτι με το οποίον κλώθουν την κάνναβι ανάθεμα = ανάθεμα αναθεματία = βλασφημία του αναθέματος, αναθεματισμός αναθεματίζω = βλασφημώ κάποιον αναθεμάτιστος = εκείνος που δεν έχει αναθεματισθεί αναθήκω = κατηγορώ ανάθρεμμαν = ανάθρεμμα αναθρέφτω = ανατρέφω, μεγαλώνω αναθυμεθή = μνεία προσώπου απόντος αναθυμούμαι = θυμάμαι αναιμάτωτος = αυτός που δεν είναι ματωμένος ανάινος = αυτός που δεν είναι νερουλός ανακαινίζω = ανοικοδομώ, επισκευάζω ανακάταλλα = άνω κάτω, ανάκατα ανακάταρος = άξιος κατάρας, επικατάρατος ανακατεύω = διακινώ, αναμειγνύω ανακάτωμα = τάση προς εμετό, ραδιουργία ανακατώνω = διακινώ, αναταράσσω ανακάτωση = διάθεση προς εμετό, μεταφ. στενοχώρια ανακατωσία = στενοχώρια, σύγχυση, θόρυβος, ταραχή ανακερώνω = ανακινώ, αναζυμώνω ανακέφαλα = αντιστραμμένος ανακεφαλίζω = σηκώνω επάνω το κεφάλι, μεταφ. προοδεύω, προκόπτω ανακινώ = αναφέρω, θυμάμαι το παρελθόν ανακλώθω = περιέρχομαι ανακολλίουμαι = ανασκουμπώνομαι ανάκομμα = πυτιρούχο αλεύρι που αποχωρίζεται με το κοσκίνισμα ανακουμματέσι = παρασκευασμένος από ανάκομμα ανάκουφα = μετέωρα ανάκουφος = μετέωρος άναλα = χωρίς όρεξη ανάλατος = χωρίς αλάτι ανάλειφτος = μη αλειμμένος ανάλεστος = μη αλατισμένος αναλεύρωτος = μη αλευρωμένος Ανάληψη = γιορτή της Αναλήψεως αναλίζω = αλατίζω με λίγο αλάτι ανάλιστος = ανάλατος αναλλαγάδιν = εορταστική ενδυμασία, κόσμημα, στολίδι αναλλάζω = αλλάζω τα εσώρουχά μου αναλλάι = πομπή ανθρώπων με εορταστική ενδυμασία ανάλλαχτος = μη αντικατασταθείς ανάλμεχτον = αυτός που δεν αρμέχθηκε άναλος = αυτός που δεν έχει το αναγκαίο αλάτι αναλοφάγος = αυτός που του αρέσει να τρώει ανάλατα ανάλυση = μουσκεύω αναλυσία = λασπώδης κατάσταση αναλύω = μαλακώνω, λιώνω αναλωτός = μισαλατισμένος αναμανικούμαι = ανασκουμπώνομαι αναμάρτετος = αναμάρτητος αναμάσκαλα = παραμάσχαλα αναμασώ = μασώ αναμένω = περιμένω ανάμεσα = ανάμεσα, μεταξύ ανάμεσον = μεταξύ αναμεσόντας = μεταξύ, μέσα, εντός άναμμα = το να ανάψει το φως αναμονή = αναμονή, προσδοκία αναμοχλεύω = ανασκαλίζω, ανακατεύω ανανάμενος = απροσδόκητος ανανεώνω = αναζυμώνω τη ζύμη ανάντριστος = ανύπαντρη αναξερώ = κάνω εμετό, ξερνώ αναξουλωτός = λίγο δυσκίνητος αναπαπουλία = θόρυβος, ταραχή ανάπαυμαν = ανάπαυση ανάπαυση = ανάπαυση, ξεκούραση αναπαυτικά = αναπαυτικά, με άνεση αναπαυτικός = αναπαυτικός, ξεκούραστος αναπαυτός = αυτός που παρέχει άνεση, ανάπαυση ανάπαυτος = αυτός που δεν έχει ανάπαυση μετά θάνατον αναπαύω = ξεκουράζω αναπερνώ = περνώ, διέρχομαι αναπετώ = πετώ αναπλάσκουμαι = πλάθομαι, κατασκευάζομαι αναπλυσάδα = ακαθαρσία σώματος, απλυσιά αναπλυσία = ακαθαρσία σώματος, απλυσιά ανάποδα = ανάποδα αναποδία = αντιξοότητα, ατυχία ανάποδος = ακατάστατος καιρός, δύστροπος άνθρωπος αναπομένω = μένω αναποταμία = μέρη στις πηγές του ποταμού αναπουτζίζω = χοροπηδώ αναράντζιν = νεράτζι ανάρδιν = αυτό που δεν έχει αρδευτεί αναρέουμαι = ρεύομαι αναρίθμητος = αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος ανάριν = μη αραιωμένο, δυσδιάλυτο αναρμάτωτος = άοπλος αναρπάζω = αρπάζω ανάρπαχτος = αυτός που δεν συλλαμβάνεται αναρρεχούμαι = αναμασώ αναρρίζωτος = άτεκνος αναρρίφτω = καταρρίπτω, ζώο που αποβάλλει το έμβρυο ανάρτιν = μη παρασκευασμένο φαγητό ανάρτυτος = φαγητό που δεν έχει αλάτι, βούτυρο κτλ αναρύνω = αραιώνω ανάρχην = ανέκαθεν αναρχινώ = ξαναρχίζω ανάσα = αναπνοή ανασαίνω = αναπνέω ανασακκίζω = ανακινώ, τινάζω το σάκο για χωρέσει περισσότερο ανασείδι = υπολειπόμενο χοντρό αλεύρι μέσα στο κόσκινο μετά το κοσκίνισμα ανασείζω = γίνεται σεισμός ανασηκώνω = ανασηκώνω ανάσκαμμαν = κατά νεκρού βλασφημία, ύβρης ανασκαμμονή = κατά νεκρού βλασφημία, ύβρης ανασκαφτέριν = πρόσωπο μετά θάνατον αντικείμενο ύβρεων ανασκάφτω = βλασφημώ, υβρίζω νεκρό ανασκάψιμον = ύβρης κατά νεκρού ανάσκελα = ύπτια, ανασκελωτά ανασκελάζω = ξαπλώνω ανάσκελα ανάσκελος = ύπτιος ανασκελώνω = ξαπλώνω ανάσκελα, αντιστρέφω πράγματα ανασκελωτός = ύπτιος, πλαγιαστός ανασκυβαλίζω = εξετάζω, ερευνώ, μελετώ ανασμαίνω = αναπνέω, αερίζομαι ανάσμαν = αναπνοή ανασμονή = αναπνοή ανασπάλλω = λησμονώ, ξεχνώ ανασπαλτέας = αυτός που ξεχνάει εύκολα, ξεχασιάρης ανάσπαλτος = μη λησμονημένος αναστενάζω = εκβάλλω αναστεναγμούς αναστένω = αναζωογονώ, ανατρέφω αναστορώ = θυμάμαι, ανακαλώ στη μνήμη ανασύρω = αναστενάζω, κλαίω με λυγμούς ανασφελίουμαι = κλαίω με αναφιλητά ανάτευτος = μη οργωμένος ανατινάγομαι = ανατινάσσομαι στον ύπνο, τρομάζω δυνατά ανατολή = αυγή ανατολικά = προς ανατολή ανατριχώ = ανατριχιάζω αναύγαρος = παραχαϊδευμένος αναύγιστος = μη λευκασμένα ρούχα αναφαγά = είδη διατροφής μιας οικογένειας αναφαγία = έλλειψη τροφής αναφαίνω = φανερώνω αναφλουσίζω = κλαίω οδυρόμενος αναφορά = δικαστική καταγγελία αναφόραχτα = απροσδόκητα, αιφνίδια αναφορίζει = χειροτερεύει ο καιρός αναφόριν = άνεμος που χειροτερεύει, παράλιο μέρος απάνεμο αναφουντουλάζω = φουντώνω τα πράγματα π.χ. μαξιλάρια αναφουντουλίζω = αναθάλλω, ξαναβλαστάνω ανάφτιγος = μη αναμμένος άναφτος = μη αναμένος ανάφτω = ανάβω αναχάπαρα = απροόπτως, ξαφνικά αναχασμούμαι = χασμουριέμαι, αναπνέω αναχνιδάζω = νιώθω τις τρίχες μου σηκωμένες από συγκίνηση αναχουλεύω = δείχνω την επιθυμία μου με κινήσεις χεριών και φωνής αναχπάραχτα = απροόπως, ξαφνικά ανάχρηστος = ανυπάκουος, απειθάρχητος αναχτίσκουμαι = κατασκευάζομαι ανέαστος = αυτός που δεν έχει οργωθεί, αυτός που δεν λερώθηκε με κοπριά, αλεύκαντα ρούχα ανέβα = ανέβα, άνοδος, μεταφ. ακμή ηλικίας ανεβάζω = αναβιβάζω, προβιβάζω, πλειοδοτώ ανεβαίνω = ανεβαίνω, ανέρχομαι ανέβαση = ανάβαση, άνοδος ανεβασία = άνοδος, ανάβαση ανεβασίδι = ανηφορικός δρόμος ανεβασμάτιν = η αναγκαία ζύμωση ανεβαστός = αυτός που έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση ανέβατος = αζύμωτος ανέγβαλτος = άβγαλτος, ακοινώνητος, αδαής, ανάγωγος ανέγγιστος = ανέγγιχτος ανέγδερτος = άγδαρτος ανέγκαστα = χωρίς κόπο, ξεκούραστα ανέγκαστος = ακαταπόνητος ανεγκουνίαστος = ασπαργάνωτος ανεγνώριμος = άγνωστος, αναγνωριζόμενος ανειδής = άσχημος ανελεήμονος = άσπλαχνος, άπονος ανέλπιστος = απροσδόκητος, αμφίβολος ανεμίδα = χειροκίνητο εκκοκκιστήριο για το βαμβάκι ανεμιδόξυλο = ο ξύλινος άξονας της ανεμίδας ανεμίζω = ανεμίζω, κινώ κάτι στον άνεμο ανεμικά = ρευματισμός του σώματος ανεμίτα = μικρό χόρτο με λεπτό βλαστό ανεμοβρέχη = ανεμοστρόβιλος με ραγδαία βροχή ανεμογάμης = κοινή ονομασία του πτηνού κίρκος, κιρκινέζι ανεμοκαλή = ανεμοστρόβιλος ισχυρός ανεμοκαλίτζα = ανεμοστρόβιλος ισχυρός ανεμοκούνιν = κούνια βρέφους κρεμαστή, αιώρα ανεμολίγμενος = στον άνεμο ως άχυρο σκορπισμένος ανεμολίγμιν = το εξαφανιζόμενο ανεμοπόδης = γρήγορος στο βάδισμα άνεμος = άνεμος, ρευματισμός ανεμόσκαλα = σκάλα από σχοινί ανεμόσυκα = είδος συκιάς ανεμοταραγμένος = ταραζόμενος από άνεμο ανεμούργιτα = άπειρα, αμέτρητα ανεμοφάρμακον = πόνος της κοιλιάς από κρυολόγημα ανεμοφώλιδον = εξόγκωμα δερματικό ανεμοφώλιν = εξόγκωμα δερματικό ανεμπάλιστος = μη μπαλωμένος ανέν = – και με αυτό εισάγεται πρόταση υποθετική ανεντροπία = αδιαντροπιά, αναίδεια ανέντροπος = αδιάντροπος, αναιδής, ξεδιάντροπος ανεξάμωτος = αυτός που δεν του πήραν τα μέτρα για ένδυμα ανέξερτα = εν αγνοία ανέξερτος = αμαθής, αδαής ανεξέταστος = αυτός που δεν υποβλήθηκε σε εξέταση ανεξόδαστος = αξόδευτος ανεξόριστος = αυτός που δεν έχει εξοριστεί ανέραστος = αυτός που δεν αηδιάζει ανέργιος = ολοκαίνουργιος, έδαφος απάτητο άνεργος = άνεργος, μη εργαζόμενος ανερήμαστος = μη ερημωμένος ανερώτετα = χωρίς ερώτηση ανέρωτος = χωρίς νερό, άνυδρος ανερωτώ = ρωτώ ανέσβηγος = άσβηστος άνεση = ανάπαυση, ησυχία ανετοίμαστος = μη ετοιμασμένος, απαράσκευος ανέτοιμος = μη έτοιμος άνευ = πλην, εκτός ανευλόαρος = άχρηστος ανευλόγητος = χωρίς ευλογία, ανεπιτήδειος, ανωφελής ανεύρετος = μη ευρισκόμενος ανευχαριστηστία = μη ευχαριστημένος από τα καλά που του κάνουν ανευχαρίστητος = μη ευχαριστημένος, αγνώμων ανευχίαστος = αυτός που δεν έχει καθαγιαστεί από την εκκλησία ανέχεια = πενία, φτώχια ανεχετία = πενία, φτώχια ανέχετος = πολύ φτωχός, άπορος ανεψέα = η οσμή του μη καλοψημένου φαγητού ανέψετος = άψητος ανέψιν = ανιψιός, εγγονός ανεψιός = εξάδελφος, εγγονός ανεψολόγιν = το σύνολο των ανεψιών άνεψος = όχι καλοψημένο ή άβραστο ανεψωτός = λίγο άψητος άνηθον = άνηθος ανηλίαστος = αυτός που δεν εκτέθηκε στον ήλιο ανήλικος = μικρός στην ηλικία ανήλιν = μη σκιερό ανήμερα = αυθημερόν ανημέρευτος = μη εξημερωμένος, μη τιθασευμένος ανήμερος = άγριος ανημέρωτα = αγρίως ανημέρωτος = μη εξημερωμένος ανήμπορος = αδιάθετος, άπορος ανήξερος = αδαής, αυτός που δεν γνωρίζει ανησυχάζω = είμαι ανήσυχος, ανησυχώ ανήσυχος = αυτός που δεν μένει ήσυχος ανήφορα = ανηφορικά ανηφορία = τα μεσόγεια μέρη κατ’ αντίθεση προς τα παράλια ανηφορίζω = ανεβαίνω ανηφορικό δρόμο ανηφορίτες = κάτοικος των μεσογείων μερών κατ’ αντίθεση προς τον κάτοικο των παραλίων ανηφοροκέφαλος = τέρμα ανηφορικού δρόμου ανήφορος = ανηφορικός δρόμος ανηφορωτός = λίγο ανηφορικός άνθεν = προς τα άνω, άνωθι, το παραπάνω άνθεν-καικά = ανωτέρω που, λίγο παραπάνω άνθεν-κέσου = παραπάνω που άνθεν-μερέαν = προς το επάνω μέρος άνθεν-μέρου = προς το επάνω μέρος άνθιν = άνθος ανθίν = φτιαγμένος από άνθος άνθισμαν = άνθηση, ανθοφορία ανθίτζα = ανθάκι ανθόγαλα = ανθόγαλα ανθογαλένον = ο παρασκευασμένος από ανθόγαλα ανθογαλερόν = δοχείο στο οποίο συλλέγεται το ανθόγαλα άνθος = λουλούδι ανθοστεφανούμαι = στέφομαι με άνθη ανθρωπέα = οσμή σώματος ανθρώπου ανθρωπεμένα = κόσμια ανθρωπεύω = γίνομαι άνθρωπος κόσμιος και ευγενής ανθρωπία = ανθρώπινος, ευγενής και πολιτισμένη συμπεριφορά, ευεργεσία ανθρωπίζω = φέρομαι ανθρώπινα, εκπολιτίζομαι ανθρωπινά = κατά τρόπο άνθρωπο ανθρωπινός = ανθρώπινος, ο αρμόζων σε άνθρωπο ευγενή και καλό ανθρωπίτζης = μικρόσωμος άνθρωπος, ανθρωπάκος ανθρωπόπουλλον = τέκνο ανθρώπου, άνθρωπος προνοητικός άνθρωπος = άνθρωπος ανθρωπότης = η ιδιότητα του ανθρώπου, ανθρώπινη φύση, ανθρωπισμός ανθρωποφάγος = αυτός που τρώει ανθρώπινο κρέας ανθύνω = αναγεννιέμαι ανθώ = ανθοφορώ ανίκητος = ακατανίκητος άνισον = γλυκάνισος ανίσως = αν τυχόν ανίσωτος = άνισος ανιτζέα = οσμή ανιτζιού ανιτζόφυλλον = φύλλο ανιτζιού ανιφτοκάτα = σκωπτικώς ο άνιφτος άνιφτος = άνιφτος ανοησία = απερισκεψία ανοιγάριν = κλειδί ανοιγαρίτζιν = κλειδί άνοιγμα = άνοιγμα, ρωγμή, σχισμή ανοιγμάδι = μέρος γης χωρίς δέντρα, ασκεπές άνοιγος = αυτός που δεν ανοίγει ανοιγωή = αιθρία, καλοκαιρία ανοιγωίζω = ξανοίγει, αιθριάζει, καλοκαιριάζει άνοικος = αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, ακατοίκητος, έρημος ανοικώνω = ερημώνω ανοιξάζω = παραθερίζω, διέρχομαι την εποχή της ανοίξεως ανοιξέα = η μυρωδιά της άνοιξης, άνοιξη ανοιξεζ’νός = ανοιξιάτικος ανοιξέσιν = παραγόμενος την άνοιξη ανοιχτά = ανοιχτά ανοιχτάρι = κλειδί με το οποίο ανοίγει η κλειδαριά ανοιχτέριν = κλειδί ανοιχτία = μέρος ανοιχτό, πλατεία, αιθρία, ευωδία ανοιχτοκάρδης = αυτός που έχει στήθος γυμνό, ειλικρινής, εύθυμος ανοιχτοκάτζης = αυτός που έχει ανοιχτό μέτωπο, μεταφ. ειλικρινής ανοιχτόκολος = αυτός που έχει ανοιχτά πισινά, μεταφ. πάμπτωχος ανοιχτομμάτης = δραστήριος, ικανός ανοιχτοπρόσωπος = ειλικρινής, γενναιόδωρος ανοιχτοσύνα = αίθριος καιρός, ευωδία ανοιχτοχάρτιν = βιβλίο του μάντη ανοιχτοχέρης = γενναιόδωρος, σπάταλος ανοιχτωσία = χώρος ανοιχτός, ευρύχωρη πλατεία άνοκνα = άοκνα ανόκναος = άοκνος ανοκνία = φιλεργία, φιλοπονία ανόκνιος = άοκνος άνοκνος = φίλεργος, εργατικός άνομα = παρανόμως ανομία = κακή πράξη, παρανομία ανομμάταστος = αβάσκαντος ανόμματος = τυφλός ανομολόγετος = αμολόγητος, απόρρητος άνομος = παράνομος, άνθρωπος ανόσιος, κακούργος ανονείδιστος = ανεπίληπτος, άψογος ανορεξία = ανορεξία ανόρεχτος = ανόρεχτος ανόρθωτα = ανάποδα ανόρταρος = αυτός που δεν φοράει μάλλινες κάλτσες ανορφάνιστος = ορφανός με προστάτη άνοστα = άνοστα μεταφ. χωρίς προθυμία ανοστασία = έλλειψη γλυκύτητας ανοστία = έλλειψη γλυκύτητας ανοστίζω = γίνομαι άνοστος άνοστος = άνοστος ανοστύνω = ανοστύνω άνου-κάτου = άνω κάτω ανούας = ανόητος, βλάξ ανούνιστος = άμυαλος, απερίσκεπτος, αμέριμνος ανούνιχτα = άμυαλα, απερίσκεπτα, αμέριμνα ανούχος = δυόσμος, ρίγανη αντάλλαγμαν = αντάλλαγμα ανταλλάγμιν = αυτός που αποβάλει τη φυσική του όψη ανταλλάζω = ανταλλάζω αντάμωνω = συναντώ, συνδέω, συναρμόζω, προσεγγίζω αντάμωτος = απροσάρμοστος αντάρα = ανεμοζάλη, θύελλα, ομίχλη, θόρυβος, βοή ανταράζω = έχω ομίχλη, θολούρα αντέρι = έντερο άντζα = αγκώνας αντζίν = κνήμη αντζοφόριν = είδος γυναικείου παντελονιού αντζώνι = πόδι αντζώνω = τεντώνομαι με τα πόδια αντήμερα = την επόμενη μέρα, προ δύο ημερών αντημερέα = από νωρίς αντήμερον = επόμενη μέρα εορτής αντί = αντί αντιβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω αντιβάλλω = εναντιώνομαι, διαβάλλω αντιβούνιν = βουνό βρισκόμενο πέρα ετέρου αντιβοώ = αντηχώ αντιδαβάζω = διαβιβάζω κάτι απέναντι, περνώ το ένα κομμάτι πάνω σε άλλο αντιδαβαίνω = διαβαίνω, ξαναπερνώ, ξαναέρχομαι αντιδονώ = αντηχώ, ηχώ αντίδωρον = αντίδωρο αντίθεος = άπιστος, ασεβής αντίθρησκος = αντίθρησκος, ασεβής αντίκα = αντίκα αντικαιρού = το μεθεπόμενο έτος, μετά δυο έτη αντίκακον = το ανταποδιδόμενο κακό αντίκαλον = αντευεργέτημα αντικάρδα = τα μύχια της καρδιά, τα μυστικά αντικενώνω = μεταγγίζω αντικλείδιν = αντικλείδι άντικος = κυρτός αντικόσμιν = πλήθος ή μέγεθος υπερβολικό αντικράζω = ελαττώνω την θερμοκρασία ζεστού νερού με ψυχρό αντικρινός = αντικρινός αντικρύ = απέναντι αντικρύα = αντιλογία, αντίρρηση αντικρυαίνω = συνδυάζω κρύο νερό με θερμό αντικρύζω = αντικρίζω, αντιλέγω αντίκρυθε = από το απέναντι μέρος αντικρυώνω = συνδυάζω κρύο νερό με θερμό αντίλα = αντίλαλος αντιλαλώ = αντιλαλώ Αντίλαμπρα = η Κυριακή του Θωμά αντιλέγω = αντιλέγω αντίλινος = φυτό που παράγει άνθη όμοια με τα άνθη του λίνου αντιλογία = αντιλογία αντίλογος = αντίλογος αντίμαχος = αντίμαχος, εχθρός αντιμήσιν = το αντιμήνσιο της αγίας τραπέζης αντιπάλα = εχθρικώς αντίπεραν = στο απέναντι μέρος αντιπερώ = διαβαίνω στο αντικρινό μέρος αντίπιστος = εχθρός της χριστιανικής πίστης αντιπλέκω = ξεπλέκω αντιποδία = αντίθεση, ρήξη αντισονέα = οσμή άνηθου αντισόνιν = άνηθος αντισώνω = αναπληρώ το ελλείπον αντισώνω = εξισώνω αντιφάρμακον = αντιφάρμακο αντιφεγγίζω = αντιφεγγίζω αντιφέρουμαι = αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι αντιφιλώ = φιλώ επανειλημμένως αντίχαρα = φαγοπότι γινομένη εφτά μέρες μετά το γάμος στο σπίτι της νύφης ή του γαμπρού αντίχαρη = αντίχαρη αντιχαρίζω = ανταποδίδω δώρο αντιχάριν = αντίχαρη αντίχριστος = αντίχριστος αντίχρονος = το μεθεπόμενο έτος, το προσεχές έτος αντλώ = αντλώ, μεταγγίζω, ανακινώ αντονικός = κυρτός αντραγαθία = γενναία πράξη, ηρωικό κατόρθωμα αντράγουρος = αντρογυναίκα αντραδελφοκόρ’ = τζιν αντράδελφος = κόρη του κουνιάδου αντράδελφος = κουνιάδος αντρακός = ένδυμα που ανήκει σε άντρα άντρας = άντρας αντράχνα = θάμνος κουμαριά και ο καρπός αντρεία = αντρεία αντρειώνω = αντρειώνω αντρέσιν = αντρικό αντρία = παντρειά αντρίζω = παντρεύομαι αντρίκειν = ένδυμα που ανήκει σε άντρα αντρικός = αντρικός άντρισμα = παντρειά αντρίστικος = αυτό που ανήκει ή αρμόζει σε άντρα αντρογυναίκα = αντρογυναίκα αντρόγυνον = αντρόγυνο αντροθείος = θείος του συζύγου αντροκλέφτρα = αντροκλέφτρα αντροξάδελφος = ξάδελφος του συζύγου αντρόπιαστος = αδιάντροπος, ξεδιάντροπος αντρόπιστος = πιστή και αφοσιωμένη προς τον σύζυγό της αντρούμαι = μεγαλώνω και γίνομαι πλέον άντρας αντροφάγαινα = εκείνη που θέλει να «φάει» τον άντρα της αντροχωρίστρα = αντροχωρίστρα ανύλιστος = αστράγγιστος ανυπάκουος = ανυπάκουος ανύπαντρος = ανύπαντρος, άγαμος ανυπόβλητος = αυτός που δεν έχει υποβληθεί ακόμη για κρίση ανυπόφερτος = ανυπόφερτος, αφόρητος ανύφαστος = μη υφανθείς ανυχτία = ξημέρωμα άνω = άνω ανωθίτζι = το εξωτερικό μέρος ενδύματος ανωθύριν = υπέρθυρο ανωρίαστος = ζώο που δεν επιτηρείται ανωσώριν = καρπός μαζεμένος από το δέντρο ανώτερος = ανώτερος ανώφελα = ανώφελα, μάταια ανωφέλετα = ανώφελα, μάταια ανωφέλετος = ανωφελής, άχρηστος ανωφέλευτα = ματαίως, ασκόπως ανωφέλης = άχρηστος, κακός, επιβλαβής ανωφελησία = ζωηρός, αταξία ανώφελος = ανώφελος, άχρηστος ανωφελωσύνη = αδικία, βλάβη ανωχαλία = αδυναμία ανώχαλος = αδιάθετος, μισοψημένος ανωχαλωτός = αδιάθετος, μισοψημένος αξαγούρευτος = αξομολόγητος αξάζω = αξίζω, υπερτερώ άξαστος = αξέχαστος άξαφτος = απύρωτος αξένευτος = οικείος αξενίτευτος = αξενίτευτος αξέραστος = αυτός που δεν έχει ξεράσει αξημέρωτος = αξημέρωτος αξία = αξία αξίδωτος = χωρίς ξίδι αξίζω = αξίζω αξιναράζω = κτυπώ με αξίνα αξιναρέα = κτύπημα με αξίνα αξινάριν = αξίνα αξιναρίτζα = τσαλαπετεινός αξίναρος = χωρίς αξίνα αξιναροστέλιν = κομμάτι ξύλου της αξίνας αξιναρού = γυναίκα προπετής και γλωσσού άξιος = άξιος αξιότε = δραστηριότης, ικανότης αξιχώριγος = αδιανέμητος, αμοίραστος αξιωματικός = αξιωματικός αξιώνω = αξιώνω αξομολόγητος = αξομολόγητος άξυλος = αυτός που δεν έχει καύσιμα ξύλα, μεταφ. δυσκίνητος, νωθρός αξυμύτωτος = μη μυτερός αξύπνητος = αξύπνητος αξύπνιστος = αυτός που δεν ξύπνησε αξυράφιστος = αξύριστος αξύριστος = αξύριστος άξυστος = άξυστος αουτεινέτερον = αυτωνών αούτος = αυτός άπα = απάνω απαγκαικά = επάνω και κάτω απαγκέσου = στα πάνω μέρη απαγκιάνου = προς τα άνω απαδά = αποδώ, εδώθε απαδά-αφκά = αποδώ κάτω απαδαέξου = έξω απ’ αυτό το μέρος απαδακά = αποδώ κοντά απαδακά-άνθεν = αποδώ επάνω απαδακά-κάθεν = αποδώ κάτω απαδακάθεν = αποδώ κάτω απαδακάθεν-κέσου = ίσια από των εδώ κάτωθι μερών απαδακάθεν-κιάνου = αποδώ κάτωθι προς τα άνω απαδακάθεν-μέρου = από των ενταύθα κάτω των μερών απαδακαικά = αποδώ κοντά απαδακιάνου = αποδώ προς τα άνω απαδακοντά = εδώ κοντά απαδακοντάτζικας = εδώ κοντά απαδαμερέα = από αυτό το μέρος απαδαμερόθεν = από αυτό το μέρος απαδαμέρου = από αυτό το μέρος απαδάνθεν = από εδώ παραπάνω απαδάνθεν-κέσου = ίσια από των ανωτέρω εδώ μερών απαδάνθεν-κιάνου = από τα παραπάνω εδώ μέρη προς τα άνω απαδαπαγκαικά = αποδώ άνωθεν προς τα κάτω απαδαπαγκέσου = από τα εδώ επάνω μέρη απαδαπαγκιάνου = αποδώ επάνω προς τα άνω απαδαπάνω = αποδώ πάνω απαδαπέραν = αποδώ απέναντι απαδαπέραν-κέσου = από των απέναντι μερών ίσα πέρα απαδαπέραν-κιάνου = από των εδώ απέναντι μερών προς τα άνω απαδαπεσκαικά = αποδώ μέσα ακριβώς απαδαπεσκέσου = από των εντός του ενταύθα μερών απαδαπεσκιάνου = αποδώ μέσα προς τα άνω απαδαπέσω = αποδώ μέσα απαδαπλαγκαικά = αποδώ παραπέρα ακριβώς απαδαπλαγκέσου = κοντά στα εδώ μέρη απαδαπλαγκιάνου = αποδώ παραπέρα προς τα άνω απαδαπλάν = αποδώ παραπέρα απαδαφκά = αποδώ κάτω απαδαφκακαικά = αποδώ παρακάτω ακριβώς απαδαφκακέσου = από των εδώ κάτω των μερών απαδαφκακιάνου = αποδώ κάτωθεν προς τα άνω απαδαχαντζαικά = αποδώ πλησίον απαδυναμώνω = αποδυναμώνω απαίδευτος = απαίδευτος άπαιδος = άτεκνος απαίδωτος = άτεκνος απαίνετος = μετριόφρων απαισέρ = καταραμένος, αναθεματισμένος άπαιχτος = άπαιχτος απακλερώνω = κάνω κάποιον άκλερο, αδέσποτο απακονώ = αμβλύνω απακουγιάρης = γνωρίζω κάτι από τον ήχο απακουμπίζω = στηρίζομαι απακουμπιστέριν = στήριγμα, έρεισμα απακουστάρης = γνωρίζω κάτι από τον ήχο απακουστικός = γνωρίζω κάτι από τον ήχο απακουστός = εξ ακοής γνωστός απαλαβή = εδέσματα ποικίλα τα οποία προσφέρουν την πρωτοχρονιά οι νεόνυμφοι στους γονείς, οι μνηστευμένοι στα πεθερικά απαλάλωτος = μη τρελαμένος απαλατίζω = παύω να παρέχω αλάτι στα ζώα απαλείφτω = αλείφω από πάνω απαληθείας = αληθώς απαλίζω = ξαρμυρίζω απαλιμάζω = ξαρμυρίζω απαλιμιδάζω = ξαρμυρίζω απαλιμιδέα = ξαρμύρισμα αλμυρού εδέσματος απαλιμίζω = ξαρμυρίζω απαλίμιν = το νερό του ξαρμυρίσματος αλμυρών ουσιών απάλιν = απαλό απάλιν = απαλό απάλιση = ξαρμύρισμα αλμυρού τροφίμου απάλλαγα = εναλλάξ απαλλάγωτος = αδιόρθωτος απαλλάζω = αλλάζω ιματισμό ενδύματος προς το καλύτερο, μεταβάλλομαι αλληλοδιαδόχως απαλλού = από άλλο μέρος απαλμέγω = τελειώνω το άρμεγμα απαλός = μαλακός, τρυφερός απαλοσάκκουλον = τρίχινο σακούλι εντός του οποίου τοποθετείται το τυρί για να στραγγίσει απάλοτος = διατηρημένος, στερεός απαλοχωμία = χώμα απαλό χωρίς πέτρες απαλυκούμαι = αποβάλλω την αλμυρότητα απαλωνίζω = τελειώνω το αλώνισμα απαναλλάζω = εναλλάσσω καθημερινώς στολή λόγω εορτής απανάμεσα = δια μέσου απαναμεσόντας = δια μέσου απαναρύνω = αραιώνω απαναφκά = απάνω κάτω απάνθεν = από άνωθεν απάνθεν-καικά = από το επάνω μέρος ακριβώς απάνθεν-κέσου = από το επάνω μέρος απάνθεν-κιάνου = από το επάνω μέρος προς τα άνω απανθρωπία = απανθρωπιά απανθρωπίζω = αποβάλλω τον ανθρωπισμό, την σεμνότητα, την ντροπή απάνθρωπος = απάνθρωπος απανικό = το επάνω πάτωμα οικίας απανίων = αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο βαθμό κοινωνικής θέσης απανόζι = ξύλο εβένου απανοίγουμαι = ανοίγω τα χέρια λαμβάνοντας στάση επίθεσης απανοίγω = ανοίγω λίγο απανοστύνω = ανοσταίνω απαντή = προϋπάντηση απάντηση = απάντηση απαντία = συνάντηση απαντίκρυ = από το απέναντι μέρος απάντρευτος = άγαμος απαντώ = απαντώ απάνω = επάνω απανωβάσταγον = γυναικείο κόσμημα απανωγής = επί της γης απανώγραμμαν = διεύθυνση παραλήπτη σε επιστολή απανωγραφή = διεύθυνση παραλήπτη σε επιστολή απανωγύρα = ξένη ύλη μέσα στο κόσκινο μετά από κοσκίνισμα σιτηρών απανωδράνιν = σανίδα πάνω από την εστία που χρησιμεύει ως ράφι απανωζύγωτο = από τα δυο παράλληλα ξύλα του ζυγού το επικείμενο στο τράχηλο του βοδιού απάνωθενα = το ανώτατο μέρος της εστία απανωθύριν = το υπέρθυρο απανωκάμισον = λεπτο μεταξωτό ύφασμα φερόμενο πάνω στο στήθος απανωκέρετζον = η κόρα στην πάνω επιφάνεια του άρτου απανωσάνιδον = σανίδα επικείμενη πάνω σε άλλη απανωσπόνδυλον = δεύτερο σπόνδυλο που τοποθετείται στο άνω μέρος του αδραχτιού για να γυρίζει γρηγορότερα απανωσωράζω = μαζεύω καρπούς από το δέντρο απανωσώριν = το μάζεμα καρπών από το δέντρο απανωτά = αλλεπάλληλα απανώτερος = ανώτερος, υπέρτερος απανωτός = αλλεπάλληλος απαπάκινη = θόρυβος, ταραχή απαπέξω = από έξω απαπεσκέσου = από μέσα απαπέσω = από μέσα απαπλώνω = προτείνω απαπονοίουμαι = ανοίγω τα χέρια λαμβάνοντας στάση επίθεσης απαπουκά = αποκάτω, κάτωθεν απαπουκακιάνου = από τα κάτω προς τα άνω απάπουρες = ψητά κάστανα απαράγβαλτος = μη ξεπροβοδισθείς, άτολμος, δειλός απαραθυμία = το να παύσεις να νοσταλγείς απαραθυμώ = παύω να νοσταλγώ απαραίντιγος = μη παραιτούμενος από κάπου απαραιώνω = αραιώνω απαρακοίμιστος = αυτός που δεν κοιμήθηκε με κάποιον άλλον απαράλλαχτος = απαράλλαχτος απαραπόνετος = αδιαμαρτύρητος απαραστόχαστος = μη στοχαζόμενος απαρατήρετος = απαρατήρητος απαραχόλαστος = αφούρκιστος, αθύμωτος απαράψετος = άψητος απαργά = πολύ αργά απαργώ = χρονοτριβώ, καθυστερώ απαργώς = πολύ αργά απαρέβγαλτος = μη ξεπροβοδισθείς, άτολμος, δειλός απαρέλεπος = παραμελούμενος απαρηγόρετος = απαρηγόρητος απαρματώνω = αφοπλίζω, αφαιρώ στολίδια, έπιπλα, αφαιρώ εξαρτύματα πλοίου, σηκώνω, καταστρέφω απαρνότερος = αυτός που αρνείται την ενοχή του άπαρος = απένταρος απαρπάζω = αρπάζω βίαια, διαπληκτίζομαι, συμπλέκομαι απαρρωστώ = πάυω να είμαι άρρωστος άπαρτος = μη παραληφθής απαρχάρευτος = αυτός που δεν πέρασε το καλοκαίρι στην ύπαιθρο άπας = ας πάει, έστω, ας απασσάλωτος = αυτός που δεν είναι στηριγμένος σε πάσσαλο άπαστος = ανάλατος απάστρευτος = ακάθαρτος, αξεφλούδιστος άπαστρος = απάστρευτος, ακαθάριστος, αφιλόκαλος απάστωτος = απάστωτος απάτετος = απάτητος, ατριβής απατζής = ράπτης αντρικών μάλλινων πανωφοριών απατόσος = τόσος, τόσο μεγάλος απατού = απαυτού απατουάνθεν = απαυτού επάνω απατουάνθεν-καικά = απαυτού επάνω απατουάνθεν-κέσου = από των αυτού των άνω μερών απατουάνθεν-κιάνου = από των ανωτέρω αυτού μερών προς τα άνω απατουέμπρου = απαυτού εμπρός απατουέξω = απαυτού έξω απατουκά = απαυτού κοντά απατουκάθεν = απαυτού κάτω απατουκάθεν-καικά = απαυτού κάτω απατουκάθεν-κέσου = από των αυτού κάτω μερών απατουκάθεν-κιάνου = απαυτού κάτωθεν προς τα άνω απατουκαικά = απαυτού κοντά απατουκέσου = ίσια απαυτού απατουκιάνου = απαυτού προς τα άνω απατουκοντάτζικας = απαυτού κοντά απατουμερέα = από το μέρος αυτού απατουμερόθεν = από το μέρος αυτού απατουμέρου = από το μέρος αυτού απατουπαγκαικά = απαυτού επάνω προς τα κάτω απατουπαγκέσου = ίσια από τα επάνω αυτού μέρη απατουπάνω = απαυτού επάνω απατουπέραν = απαυτού απέναντι απατουπέραν-καικά = απαυτού απέναντι ακριβώς απατουπέραν-κέσου = απαυτού απέναντι ίσια απατουπέραν-κιάνου = απαυτού απέναντι προς τα άνω απατουπεσκαικά = απαυτού μέσα ακριβώς απατουπεσκέσου = από των εντός αυτού μερών απατουπεσκιάνου = απαυτού μέσα προς τα άνω απατουπέσω = απαυτού μέσα απατουπλαγκαικά = απαυτού παραπέρα απατουπλαγκέσου = απαυτού παραπέρα ίσια απατουπλαγκιάνου = απαυτού παραπέρα προς τα άνω απατουπλάν = απαυτού πέρα απατουφκά = απαυτού κάτω απατουφκά-καικά = απαυτού κάτω ακριβώς απατουφκακέσου = ίσια απαυτού κάτω απατουφκακιάνου = απαυτού κάτω προς τα άνω απάχαντον = αγκάθι απαχάνω = χάσκω απάχαρος = πολύ δυστυχισμένος απάχετος = αδύνατος, άπαχος, ισχνός απαχνιδίζω = αφαιρώ τα ψαροκόκαλα άπαχος = άπαχος απαχπάνω = ξεριζώνω απεγβαίνω = εξοφλούμαι, ξεχρεώνομαι απεγβάλλω = εξοφλώ, αποκαθιστώ, επανορθώνω απέγβαλτος = ανεξόφλητος, ανανταπόδοτος απεγβώνω = απαλλάσσομαι από το χρέος εξοφλώντας το απεικάζω = αντιλαμβάνομαι, εννοώ απεικεί = από εκεί απειράνιστος = αυτός που δεν έχει υποστεί κακουχίες και θλίψεις απείραχτος = απείραχτος απείσμωτος = αυτός δια τον οποίο δεν καταβλήθηκε προσπάθεια απεκειάνθεν = αποκεί προς τα άνω απεκειάνθεν-κέσου = από των εκεί ανωτέρω που μερών απεκειάνθεν-κιάσου = από των ανωτέρω εκεί μερών και άνω απεκειάνου = από εκεί επάνω απεκειαπαγκέσου = από των εκεί επάνω που μερών απεκειαπάνου = από εκεί επάνω απεκειαφκά = αποκεί κάτω απεκειαφκά-καικά = αποκεί κάτω ακριβώς απεκειαφκά-κέσου = από των εκεί κάτω που μερών απεκειαφκά-κιάνου = από εκεί κάτω προς τα άνω απεκειέξου = από εκεί έξω απεκειέσου = ίσια από το μερός εκείνο απεκείθεν = από εκεί απεκεικά = από εκεί κοντά απεκεικάθεν = από εκεί κάτω απεκεικέσου = ίσια από εκεί απεκεικιάνου = από εκεί προς τα άνω απεκεικοντάτζικας = από εκεί κοντά ακριβώς απεκειμερέαν = από εκείνο το μέρος απεκειμερόθεν = από εκείνο το μέρος απεκείμερος = από εκείνο το μέρος, παραπέρα απέκεινα = κατόπιν, ένεκα τούτου απεκειπέραν = από το απέναντι μέρος απεκειπλάν = αποκεί πέρα απελέκητος = απελέκητος, απαίδευτος, αγροίκος απελπίσκουμαι = απελπίζομαι απέμπρα = από εμπρός μου απεμπροστά = από μπροστά μου απέμπρου = από εμπρός απεντροπάζω = αδιαντροπιά, αποτολμώ απεντροπίζω = αποβάλλω ντροπή απέξω = απέξω απεπάνθεν = άνωθεν απεργέλαστος = μη εμπαιζόμενος απέρνιστος = αδιάβατος απεσκαικά = εντός απεσκέσου = μέσα, εντός απεσκιάνου = μέσα κατά τον ανήφορο απέσω = από μέσα, ένδοθεν απέταλος = απέταλος απετάλωτος = απέταλος απετεινίαστος = άγονο αυγό απετσειτσαικά = αποκεί κοντά απευκαιρώνω = χάνω την ισορροπία απευλοΐζω = μολύνω απευχάζω = ευλογώ κάτι απεχτηθίζω = αποστηθίζω απεχτηθίς = αποστήθιση απηλογώ = αποκρίνομαι απιάστικος = αμεταχείριστος απίαστος = αμεταχείριστος, ασύλληπτος απιδάς = πωλητής αχλαδιών απιδάχραδον = άγριο αχλάδι απιδέα = οσμή αχλαδιού απιδένος = προερχόμενος από αχλάδι απιδέξευτα = αδέξια απιδέξευτος = αδέξιος, ανεπιτήδειος απίδιν = αχλάδι απιδίτζα = είδος θάμνου απιδόδεντρον = δέντρο αχλαδιάς απιδοζώμιν = ζωμός αχλαδιών απιδόκλαδον = κλαδί αχλαδιάς απιδόνερον = ζωμός αχλαδιών απιδόξιδον = ξίδι από αχλάδια απιδόξυλον = ξύλο αχλαδιάς απιδοπίπιλον = κουκούτσι αχλαδιού απιδότζεπλον = φλοιός αχλαδιού απιδοτζίριν = αποξηραμένο αχλάδι απιδοφάγας = αυτός που τρώει πολλά αχλάδια απιδόφυτον = φυτό αχλαδιάς απικόζης = ισχυρογνώμων, πεισματάρης απιπέρωρος = χωρίς πιπέρι απίσσωτος = χωρίς πίσσα απίστευτος = απίστευτος απιστία = απιστία άπιστος = άπιστος απιτάζω = κάνω θελήματα, διατάζω, προστάζω απιταχτέριν = παιδί που κάνει θελήματα απίταχτος = αυτός που δεν υπακούει σε θελήματα απίτζι = είδος εδωδίμου μύκητα άπλα = άπλα, άπλωμα, έκταση απλά = απλά, απλώς απλάκωτος = χωρίς πλάκες απλάνετος = αυτός που δεν έχει πλανηθεί απλαπούδες = στραγάλια άπλαστα = κατ’ υπερβολή άπλαστος = άπλαστος απλέρωτος = απλήρωτος άπλεχτος = μη πλεγμένος απλός = απλός απλότητα = απλότητα απλούμιστος = αστόλιστος απλοχερέας = κλέφτης απλοχέρης = κλέφτης απλοχερίζω = ελεώ απλοχόρταρον = ερπυστικό χόρτο απλόχωρα = ευρύχωρα απλοχωρία = ευρυχωρία απλόχωρος = ευρύχωρος απλοχωρώ = εκτείνομαι, ευρύνομαι άπλυτος = άπλυτος απλώνω = απλώνω άπλωση = εξάπλωση απλωτά = απλωτά απλωταρέα = μέρος όπου απλώνουμε για στέγνωμα απλωταρείος = μέρος όπου απλώνουμε για στέγνωμα απλωτός = απλωμένος απλωτός = απονήρευτος απλώτρα = απλώστρα από = από απόβαλμαν = ξεθώριασμα αποβάμμιν = χρώμα που υπολείπεται στη βούρτσα αποβαρύνω = βαρύνω αποβάφτω = ξεθωριάζω αποβγαινίσκω = διαφεύγω αποβελονάζω = ξεβελονιάζω αποβιδώνω = ξεβιδώνω αποβλέπω = αποβλέπω αποβοδώνω = δεν ξεπροβοδίζω κάποιον που φεύγει για ταξίδι αποβόρι = ισχυρός βόρειος άνεμος αποβορίζω = τελειώνω το λίχνισμα αποβορώνω = ψύχω αποβοτανίζω = εκριζώνω των αγριόχορτων αποβοτάνισμαν = η εκρίζωση αγριόχορτων αποβουκώνω = ξεμπουκώνω αποβουλώνω = αποσφραγίζω, ξεβουλώνω αποβουρτζέα = απομεινάρι στυπείου μετά το βούρτσισμα αποβουρτζώνω = καθαρίζω με ισχυρό τράβηγμα αποβουτορώνω = αφαιρώ το βούτυρο απόβραδα = αποβραδίς αποβραδάσκομαι = νυχτώνομαι αποβραδής = αποβραδίς αποβράζω = παύω να βράζω αποβρακίζω = ξεβρακώνω αποβρακώνω = ξεβρακώνω αποβρακωτίζω = ξεβρακώνω αποβραχαλίζω = φτιάχνω βραχιόλι από κάτι στρογγυλό αποβροντά = παύει να βροντά αποβροτίζω = μολύνω, ρυπαίνω αποβρουλίζω = παύω να φλέγομαι αποβρωμώ = ξεβρομίζω αποβυζαλίζω = παύω να θηλάζω αποβυζάνω = ζώο που θήλαζε καλά απογαβρούμαι = καταξηραίνομαι απογαγγλάζω = στραμπουλίζω απογαγγρώνω = παύω να είμαι παράλυτος απογαγκλάζω = ξελαρυγγιάζομαι απογαιδιρίσκουμαι = γίνομαι σαν γάιδαρος, καταισχύνομαι, καταντροπιάζομαι απογαλατώνω = ξεπλένω δοχείο από γάλα απογαλγανίζω = κατακαίω απογαλίζω = αφαιρώ το λιπώδες ανθόγαλα από την επιφάνεια του γάλατος απόγαμπρος = γαμπρός τον οποίο απαρνείται τελευταία στιγμή η νύφη απογαναχτώ = ξεκουράζομαι απογαντζίζω = παθαίνω στραμπούληγμα απογανώνω = σκεύος που φθείρεται απογαρδιλώνω = γουρλώνω απογάστρα = υγρά της μήτρας ζώου απογεφυράζω = αφαιρώ την γέφυρα από την θέση της απογιαβανούμαι = τρώω νηστήσιμα φαγητά απογιάτιστος = αχρωμάτιστος απογίνομαι = απογίνομαι, εξαφανίζομαι απογλανταρίζω = γλοιώδης απογλουπίζω = ξεφλουδίζω απογλυκαίνω = πικραίνομαι απόγλυσμαν = υπόλειμμα σαπουνιού απογλύσμιν = υπόλειμμα σαπουνιού απογομαράζω = ξεφορτώνω απογομώνω = γουρνώνω απογοντζάζω = μουδιάζουν τα χέρια από το ψύχος απογουλαρίζω = τρώω φαγητό και αφήνω το υπόλοιπο ως αποφάγι απογουλάριν = υπόλειμμα τροφής απογουλίζω = σφάζω απογουλώνω = κόβω τον λαιμό απογράφω = απογράφω απογριβώνω = αποκολλώμαι απογριζεύω = καθαρίζω άχρηστα κλαδιά δέντρων, εκχερσώνω έδαφος για καλλιέργεια απογριλεύω = καταστρέφω τελείως δασώδη περιοχή απογριντζανίζω = τρίζω τα δόντια απογριντζαφώνω = γαντζώνομαι απογριντζώνω = δείχνω τα δόντια μου μορφάζοντας απογριτζανίζω = ζώο που κόβει με τα δόντια απογριτζαφίζω = γρατζουνιέμαι απογροικώ = εννοώ, καταλαμβάνω απογυμνώνω = απογυμνώνω απογυναίκικα = γυναικεία απογύρα = υπολείμματα σιτηρών από κοσκίνισμα απογυράζω = καθαρίζω απογυρίζω = γυρίζω αντιστρόφως απογυροκλώθω = ξεστρίβω απογυρώνω = καθαρίζω αποδάβα = απομάκρυνση και εξαφάνιση όπισθεν υψώματος αποδαβάζω = διαπερνώ αποδαβάζω = τελειώνω την ανάγνωση αποδαβαίνω = διαβαίνω, υπερβαίνω ύψος, εγκαταλείπω, απαρνούμαι αποδάβαμαν = το να υπερβαίνει το ύψωμα γης και μη φαίνεται πλέον αποδαβασέα = απομάκρυνση, αποχωρισμός αποδάβασμαν = δύση αποδάβαστος = αυτός που δεν υπερέβη αποδαλύζω = ξεχωρίζω αποδαλυχτήριν = αραιή χτένα με την οποία διαλύουν την κόμη αποδαρίζω = διανέμω γενναιόδωρα αποδαυλέα = κτύπημα αποδαύλιν = απομεινάρι δαυλού αποδαφορωμένος = ανώφελος, ακερδής αποδεβγατίζω = ξεβελονιάζω αποδελάζω = ξεδιαλύνω αποδελαστήριν = τσατσάρα αποδέξος = αδέξιος, ανεπιτήδειος αποδίγω = ξεθωριάζω, ξεθυμαίνω αποδιπλάζω = ξεδιπλώνω αποδιπλώνω = εκτυλίσσω, αναπτύσσω, ξεδιπλώνω αποδιψώ = ξεδιψώ αποδόμηλον = μηλιά εγκεντρισμένη με αχλάδια άποδος = χωρίς πόδια απόδουλα = απομεινάρια εργασίας αποδουλίζω = τελειώνω την εργασία αποδουλιστέριν = πρόσωπο βοηθητικό στην υπηρεσία αποδόφυλλον = φύλλο αχλαδιάς αποδράζω = κρυώνω, ψύχομαι αποδρανίζω = καθαρίζω το σπίτι αποδρουβανίζω = τελειώνω την πράξη εξαγωγής του βουτύρου από το γιαούρτι αποειλάζω = ωθώ το χέρι για να καταφέρω χτύπημα αποζαγκαρώνω = ξεσκουριάζω αποζαγκώνω = ξεσκουριάζω αποζαλίουμαι = ξεζαλίζομαι απόζαρος = στραβός, λοξός αποζαρώνω = ισιώνω αποζεστάσκουμαι = δροσίζομαι αποζευγαρώνω = διαλύω, χωρίζω αποζέχκουμαι = σφίγγομαι αποζινιχίουμαι = ανίκανος προς εργασία αποζουζουλογώ = συλλέγω μετά το θερισμό απομείναντα στελέχη αραβοσίτου αποζουλίζω = ξεστρίβω αποζούλιν = ζώο στο οποίο δεν πέτυχε ευνουχισμός αποζουρίζω = αποσπώ την αποξηραμένη εσχάρα από πληγή αποζυμαρώνω = καθαρίζω σκεύος από υπολείμματα ζύμης αποζυμώνω = αποτελειώνω το ζύμωμα της ζύμης αποζωίσκουμαι = εξαντλούμαι αποζώνω = αφαιρώ τη ζώνη απόθαμα = θάνατος αποθαμενίτικος = ο προερχόμενος από νεκρό αποθανατώνω = σώζω από θάνατο, θανατώνω αποθάνω = πεθαίνω αποθαρρύσκομαι = αποθαρρύνομαι αποθεδεγκέσου = από κάπου αποθεδεγκιάνου = από κάπου προς τα άνω αποθεδέν = από κανένα μέρος αποθεκαρίζω = αφοπλίζω αποθεκαρίζω = αποσπώ μεγάλα τεμάχια κρέατος από κόκκαλα αποθελάκωμαν = ξεκούμπωμα αποθελεκιάζω = ξεκουμπώνω αποθεμελόνω = ξεθεμελιώνω απόθεν = απ’ όπου, οπόθεν απόθεν-καικά = απ’ όπου κοντά ακριβώς απόθεν-κέσου = από ποιο μέρος απόθεν-κιάνου = από ποιο μέρος προς τα άνω αποθερίζω = αποθερίζω αποθέριν = αποθέρισμα αποθήκεμαν = τοποθέτηση κλωστικής ύλης στη κορυφή της ηλακάτης αποθήκω = κοιμίζω μωρό αποθηλυκώνω = ξεθηλιάζω, ξεκουμπώνω αποθογαλίζω = συλλέγω το ανθόγαλα από την επιφάνεια του γάλακτος αποθολώνω = φύρω, αποθολώνω αποθρακώνω = σβήνω, πυρακτώνομαι, κοκκινίζω σαν το κάρβουνο αποθρύβω = βγάζω κάτι με ισχυρό τρίψιμο αποθυμάζω = εξατμίζω αποθυμώνω = ξεθυμώνω αποθωράζω = ξεθωριάζω αποκαβαλκεύω = ξεκαβαλικεύω αποκαβαλκιάζω = βοηθώ στο ξεκαβαλίκεμα αποκαγανεύω = αποθέρισμα με δρέπανο αποκαγκελάζω = ισιώνω αποκαθάζω = αφαιρώ τις άκρες του ψωμιού αποκαθαρίζω = καθαρίζω εντελώς αποκάθεν = από τα κάτω μέρη προς τα άνω αποκάθεν-καικά = από το κάτω μέρος ακριβώς αποκάθεν-κέσου = από το κάτω μέρος ίσια αποκάθεν-κιάνου = από κάτω προς τα άνω αποκαθενά = αποχωρητήριο στην παιδική γλώσσα αποκαινουργής = εξ νέου αποκαίω = κατακαίω απόκακα = αναρρωτικά απόκακας = είμαι σε ανάρρωση αποκαλαμάζω = ξετυλίγω το νήμα από τα καλάμια αποκαλαντάζω = ψάλλω τα κάλαντα αποκαλατζεύω = μιλώ απρεπώς αποκαλιβούμαι = φθείρω τα πέταλα απόκαμα = κάψιμο στο στόμα αποκαμακουλώνω = γέρνω αποκαμάρωμα = αφαίρεση νυφικού πέπλου αποκαμαρώνω = αφαιρώ νυφικό πέπλο αποκαμίζω = αποσύρω τους δαυλούς της εστίας και σβήνω την πυρά αποκάμιν = δαυλός της εστίας είτε καιγόμενος είτε σβησμένος αποκαμινώνω = σβήνω την πυρά της εστίας αποσύροντας τους δαυλούς αποκαπνίζω = άνθη επιταφίου, βαμβάκι από σκούπισμα επιταφίου κτλ. για απαλλαγή ματιάσματος αποκαπνισμός = η πράξη του αποκαπνίζειν αποκαρακατζώνω = αφαιρώ την κόρα του ψωμιού αποκαρδίζω = αποθαρρύνω, απογοητεύω αποκαρδώνω = αποκαρδιώνω αποκαρπουτζίζω = αφαιρώ την κόρα του ψωμιού αποκαρτελίζω = κομματιάζω, καταξεσκίζω αποκαρφώνω = ξεκαρφώνω αποκαταθαρρώ = έχω εμπιστευθεί όλες τις ελπίδες μου αποκατάνου = από κάτω προς τα άνω αποκατενίζω = ξεπλένω αποκατενίσμιν = το καλώς καθαρισμένο καννάβι αποκατηβαίνω = καταντώ αποκατορθώνω = κατορθώνω εντελώς αποκατουρεύκομαι = επείγομαι προς ούρηση αποκατουρώ = επείγομαι προς ούρηση, τελειώνω την ούρηση αποκατρανώνω = αφαιρώ το κατράμι από δοχείο αποκάτω = από κάτω αποκαυκαλιδάζω = αφαιρώ την αποξηραμένη εσχάρα πληγής αποκαυκαλίζω = ξεφλουδίζω, απογυμνώνομαι αποκαχλάζω = αποχρέμπτομαι αποκαχλίζω = αποχρέμπτομαι αποκάψιμον = κατακαίω αποκενώνω = μεταγγίζω φαγητό στα πιάτα αποκερατώνω = γίνομαι σκληρός σαν κέρατο αποκερετζάζω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού αποκερετζίζω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού αποκερετζώνω = αφαιρώ την κόρα ψωμιού αποκερκελλάουμαι = ξεκουλουριάζομαι αποκεφαλέα = σφαλιάρα αποκεφαλίζω = αποκεφαλίζω αποκεφαλού = υπεράνω αποκινάζω = ξεσυνερίζομαι την εργασία απαιτώ να την κάνει άλλος αποκινώ = ξεκινώ αποκλαινίζω = κάνω κάποιον να κλαίει δυνατά αποκλειδώνω = ξεκλειδώνω αποκλερίσκουμαι = απελπίζομαι, απογοητεύομαι αποκλερώνω = αποκληρώνω απόκλισμαν = γέρσιμο αποκλουκίζω = παύω να κλωσσώ αποκλώθω = ξεστρίβω απόκλωσμαν = ξεστριμμένη κλωστή αποκλωστέριν = εργαλείο με το οποιό ξεστρίβεται η κλωστή αποκνήσκομαι = παύω να αισθάνομαι φαγούρα αποκοδέσποινα = ανοικοκύρευτη αποκοδεσποινία = ανυκοκυροσύνη αποκοιμίζω = αποκοιμίζω αποκοιμούμαι = ξυπνώ αποκοκκινάζω = ξεκοκκινίζω αποκοκκινιζω = ξεκοκκινίζω αποκολλίζω = αποκολλώ, απογαλακτίζω αποκόλλιν = αποκόλληση, απογαλακτισμός αποκολλιστέριν = απογαλακτισμένος αποκολού = το κατώτατο μέρος αποκόλωμαν = ξεκώλιασμα αποκολώνω = ξεκωλώνω απόκομμαν = έκτρωμα, εξάμβλωμα αποκομμάτιν = απογαλακτισμένο βρέφος αποκόμμιν = το ευτελέστερο μαλλί για γόμωση στρωμάτων αποκονιδάζω = ξεψειρίζω αποκοντυλώ = ξεκουράζομαι αποκοπανίζω = κτυπώ με κόπανο στάχυα προς αφαίρεση σίτου αποκοπάρι = απογαλακτισμένο βρέφος αποκοπή = αποκοπή αποκοπρώνω = καθαρίζω από κόπρανα ζώου αποκορδυλάζω = λύνω κόμπο αποκορτζίζω = καθαρίζω, παστρεύω αποκορτζώνω = καθαρίζω, παστρεύω αποκοσμίζω = γίνομαι ακοινώνητος αποκοτζακιάζω = ξεκουμπώνω αποκοτζίζω = παύω να κουτσαίνω αποκοτοσάζω = απογυμνώνω το στάχυ του αραβοσίτου αφαιρώντας τα περικαλύματα αποκοτσινούδια = απορρίματα κοσκινίσματος αποκουβαράζω = ξεκουβαριάζω αποκουμπάζω = ξεκουμπώνω αποκουμπίζω = στηρίζομαι, ακουμπώ αποκουμπώνω = ξεκουμπώνω αποκουντέμιν = περιφρονητικός, κακομεταχειρισμένος αποκουντέσιμος = περιφρονημένος αποκούντιν = άρτος φτιαγμένος από υπολείμματα ζύμης αποκουντώ = παραγκωνίζω, περιφρονώ αποκουράν = με σειρά όλοι αποκουρεύω = διαλύω κάτι κακτοποιημένο αποκούριν = κούτσουρο αποκουρφίζω = επαινώ, εγκωμιάζω αποκόφτω = αποκόβω, απογαλακτίζω αποκοχλιδάζω = ξετυλίγω Αποκρέα = Αποκριά αποκρεατίζω = αποκρεύω αποκρεμαλίζω = κρεμώ αποκρεμάνω = ξεκρεμώ απόκριση = απάντηση αποκρίσκομαι = αποκρίνομαι αποκρυαίνω = αποκρυαίνω, αποπαγώνω απόκρυφα = κρυφά, λαθρά αποκρυφάουμαι = αποκρύβομαι αποκρύφως = κρυφά, λαθραία αποκρυώνω = αποκρυαίνω, αποπαγώνω απολαβιδώνω = βγάζω τη λαβίδα απολαδάριν = ψωμί με πολλή ψίχα απολάδιν = ψίχα, ψαχνό απολαδόστομος = βραδύγλωσσος απολαδού = σιγανή απολαδώνω = γίνομαι σαν ψίχα απολαδώνω = καθαρίζω από το λάδι απολαΐζω = καταρρέω απολαλωμένος = άλαλος απολάμνω = τελειώνω το όργωμα απόλαμπρα = μετά το Πάσχα απολαναρίζω = τελειώνω την επεξεργασία μαλλιού απολαντζαρούμαι = ζαλίζομαι απολασκίζω = περιφέρω απολαταρίζω = κινώ ελαφρώς απολαφρύνω = κάνω κάτι ελαφρότερο απολαφρώνω = κάνω κάτι ελαφρότερο απολαχμάζω = ξελαχανιάζω απολείπω = λείπω απολείτρουγα = μετά την λειτουργία απολείτρουγος = ο μετά την λειτουργία απολείφιν = το υπολειπόμενο μετά την πλύση σαπούνι απολέκω = εγκαταλείπω, επιτρέπω, αποστέλλω, καθυστερώ απολέξιμον = καθυστέρηση απολεπιδάζω = ξελεπίζω, ξεφλουδίζω, γδέρνω απολεπιδίζω = ξεφλοιώνω απολεσμένος = χαμένος απόλετον = ορμητικός απολεχούσα = αυτή που τελειώνει τη λοχεία απολεχουσεύω = αναλαμβάνω εκ της λοχείας αποληταράζω = ξετυλίγω απολιβώνω = ξεσυννεφιάζω απολιγδώνω = καθαρίζω από τη λίγδα απολιγοθυμάζω = κάνω κάποιον να συνέλθει από λιποθυμία απολιγοθυμώ = συνέρχομαι από λιποθυμία απολιγώνω = κάνω κάποιον να συνέλθει από λιποθυμία απόλιθα = υπολείμματα κοσκινίσματος ανάμεικτα με λιθαράκια απολιθώνω = σηκώνω την πέτρα απολιθώνω = μένω άφωνος, κοκάλωσα απολιμανίσκουμαι = τρώω βιαστικά και αρπαχά απολινάριν = φθαρμένο ύφασμα απολινώνω = φθίρομαι απολόγερα = ολόγυρα, γύρω γύρω απολογία = απολογία απολογώ = αποκρίνομαι απολούσια = το λούσιμο του βρέφους τρεις μέρες μετά τη βάπτιση απόλουτρα = το λούσιμο του βρέφους τρεις μέρες μετά τη βάπτιση απολοχάζω = ψύχομαι λίγο απολοχούδι = ασαράντιστο μωρό απολύομαι = ρευστοποιούμαι, λιώνω απόλυση = λήξη λειτουργίας απολύω = εγκαταλείπω, επιτρέπω, αποστέλλω, καθυστερώ απολωράουμαι = μου φεύγουν τα λουριά απομαθάνω = ξεμαθαίνω απομάθεμαν = ξεμάθηση απομαθίζω = ξεμαθαίνω απομακρά = από μακριά απομάκρα = κατά μήκος απομακράζω = απομακρύνω απομακράς = εξ αποστάσεως απομακρόθεν = από μακριά απομακρύνω = απομακρύνω απομάλα = σε ευθεία γραμμή, ασκόπως απομαλλίγουμαι = ξεμαλλιάζομαι απομανικούμαι = ανασκουμπώνομαι απομαντζιρίζω = τελειώνω τη νηστεία απομαντζιρώνω = τελειώνω τη νηστεία απομαντζουλώνω = πλένω τα πιάτα από υπολείμματα τροφής απομανώνω = καθαρίζω την αιθάλη απομαργώνω = χάσκω απομαρτακώνω = αφαιρώ τα δοκάρια στέγης αποματώνω = καθαρίζω αίμα απομαυρίζω = ξεμαυρίζω απομαυρίνω = ξεμαυρίζω απομεθώ = ξεμεθώ απομεινάριν = απομεινάρι απομελέτετα = αφρόντιστα, ξέννοιαστα απομελετώ = παύω να μελετώ, ξεννοιάζω απομένω = απομένω, υπολείπομαι απομεσήμερα = απομεσήμερα απομεσήμερον = απομεσήμερο απομίκρας = από μικρός απομικροθέας = από μικρός απομικρόθεν = από μικρός απομικροτές = από μικρός απομιλίδα = στρίφωμα απομιλίζω = στριφώνω απομονώνω = απομονώνω απομόνωση = απομόνωση απομουντζουρώνω = πλένω τα πιάτα από υπολείμματα τροφής απομυλίουμαι = εξαρθρώνω μηρό απομυξίζω = αφαιρώ μύξα απομυξώνω = αφαιρώ μύξα απομυρίζω = παύω να μυρίζω απομυρούμαι = αποβάλλω το άγιο μύρο απομυτίζω = αποκόβω το καμμένο μέρος του φυτιλιού απομωδώ = ξεμουδιάζω τα δόντια μου απόμωρον = μωρουδάκι απομωρούμαι = γέρος που γίνεται παιδί απονεγκάζω = ξεκουράζω απονερώνω = γίνομαι νερό απόνετος = άπονος, άσπλαχνος απονευρίσκομαι = χάνω τα νεύρα μου απονεφράζω = χάνω τα νεφρά απονεφρίζω = χάνω τα νεφρά απονήστα = η προηγούμενη μέρα των νηστειών απονηστάζω = αποκρέω απονία = απονία, άσπλαχνία απονίφκουμαι = νίβω μόνο τα άκρα των δακτύλων απονίψιμα = νερό του νιψίματος από ιερέα που θεωρείται ιαμαντικό άπονος = άπονος, άσπλαχνος απονουνίζω = παύω να σκέφτομαι αποντίλωτος = μη στρομένος με χοντρά σανίδα απονυστάζω = ξενυστάζω απόνυφος = νύφη χηρεύουσα απονυχτεύω = διανυκτερεύω αποξαμώνω = καταμετρώ, αντιμετρούμαι αποξάφτω = σβήνω φωτιά αποξενώνω = αποξενώνω αποξεραζούμαι = ξεκαρδίζομαι αποξεραίνω = παύω να είμαι ξερός απόξερος = κατάξηρος αποξηλώνω = ξηλώνω αποξυλώνω = γίνομαι σαν ξύλο, λιποθυμώ, ψύχομαι αποξυπολύουμαι = μένω ξυπόλυτος αποξυραφίζω = τελειώνω το ξύρισμα απόξυσμαν = στερνοπαίδι αποξύσμιν = στερνοπαίδι αποπαγκαικά = από πάνω προς τα κάτω αποπαγκέσου = από το έπανω μέρος αποπαγκιάνου = από ανωτέρου σημείου προς τα άνω αποπαγώνω = ξεπαγώνω, λιώνω αποπαζύνω = αδυνατίζω αποπαθάνω = παύω να παθαίνω αποπαίδιν = στερνοπαίδι αποπαιδώνω = παύω να γενώ τέκνα αποπαίρω = καταλαμβάνω, εννοώ, νοιώθω αποπαλαιώνω = ανακαινίζω αποπαλαλώνω = θεραπεύω την παραφροσύνη αποπάνω = από πάνω αποπαρούμαι = μένω άφραγκος αποπατώ = παύω να πατώ αποπέραν = από πέρα αποπεσμένος = αδύνατος, ασθενικός αποπεταλώνω = αφαιρώ τα πέταλα ζώου αποπιπιλώνω = ξηλώνω αποπιρνίζω = ξυπνώ χαράματα αποπιρρίφτω = ξεφουρνίζω τα ψωμιά αποπισσούμαι = μου φεύγει η πίσσα αποπίσω = αποπίσω αποπλαγίζω = λυποθυμώ αποπλαγκαικά = από το παραπέρα μέρος ακριβώς αποπλαγκέσου = εκ των πλησίων εκεί μερών αποπλαγκιάνου = από τα παραπέρα μέρη προς τα άνω αποπλάν = από το παραπέρα μέρος αποπλανεύω = αποπλανώ αποπλανώ = αποπλανώ αποπλέκω = ξεπλέκω αποπλύμιν = υπολείμματα φαγητού αποπλυμόπον = λίγη ποσότητα ύδατος αποπλύνω = πλύνω πρόχειρα, ξαναπλύνω αποπνοΐουμαι = μου κόβεται η αναπνοή, εξαντλούμαι αποπολεμώ = προσπαθώ να συνεχίσω το έργο αποπονώ = παύω να πονώ απόποπας = ιερές που απέβαλλε την ιεροσύνη είτε οικειοθελώς είτε καθαιρεθείς αποπότε = από πότε αποπού = από πού αποπουδεγκαικά = από κάπου προς τα κάτω αποπουδεγκέσου = από κάπου αποπουδεγκιάνου = από πουθενά αποπουδέν = από πουθενά αποπουθέν = από πουθενά αποπουρνού = από νωρίς αποπυκνώνω = αραιώνω άπορα = κακώς, απρεπώς αποργελώ = περιγελώ απορεξίσκομαι = χάνω την όρεξή μου απόρευτος = άπορος, φτωχός απορία = απορία απορκίζω = εξορκίζω άπορος = άπορος απορρέμι = απόσταγμα ρακής απόρριζα = σύρριζα απορριζώνω = ξερριζώνω απορρίφτω = ζώω που αποβάλει απορροκίζω = τελειώνω οποιοδήποτε έργο απορροκώνω = τελειώνω οποιοδήποτε έργο απορρουπάεται = τελειώνω οποιοδήποτε έργο απορροχάζω = ροχαλίζω απορρωγίζω = αποστώ τις ρώγες σταφυλιού απορφανίσκουμαι = ορφανεύω απορχίδαστος = αυτός που δεν πάσχει από κήλη απορωτός = σχεδόν φτωτός αποσαβανώνω = αφαιρώ σάβανο νεκρού αποσακκιάζω = αδειάζω το σάκο αποσακκίζω = αδειάζω το σάκο αποσαλακιάζω = διαλύω το σαλάκι, ξεφορτώνω αποσαλακώνω = διαλύω το σαλάκι, ξεφορτώνω αποσαμαρώνω = ξεσαμαρώνω αποσανιδώνω = αφαιρώ τα σανίδια αποσαπίζω = αφήνω να σαπίσει τελείως αποσάφλα = υπολείμματα φαγητού σαλιασμένα αποσαφλίζω = σαλιάζω αποσαφλουκίζω = σαλιάζω κάτι αποσαχλάζω = σαλιάζω κάτι αποσαχλίζω = αποχρέμπτομαι αποσαχταλώνω = κάθομαι με σκέλη ανοιχτά αποσαχταρώνω = αφαιρώ τη στάχτη αποσαχτώνω = πλένω την Καθαρή Δευτέρα τα μαγειρικά σκεύη με σταχτόνερο αποσαχτώνω = αφαιρώ την πατημένη κοπριά της μάνδρας αποσεβελάζω = ξετυλίγω την κούκλα του νήματος για να το κουβαριάσω αποσέλι = το μέσο τμήμα της γυναικείας περισκελίδας αποσιμά = εκ του πλησίον αποσινώνω = διαλύω τους πόντους πλεκτού αποσιρώνω = αφαιρώ το καϊμάκι του γιαουργιού ή γάλακτος αποσκάλιν = έργο το οποίο άρχισε αποσκαλώνω = σταματώ το έργο μου είτε ως περατωθέν είπε ως μέλλων να το επαναλάβω αποσκεδάζω = αλλάζω σχέδιο, σκοπό αποσκελάουμαι = πάσχω από εξάρθρωση του γομφού αποσκελίζω = διασπώ τα σκέλη αποσκελούμαι = ανοίγω υπερμέτρως τα σκέλη αποσκεπάζω = ξεσκεπάζω αποσκέπαστος = ξεσκέπαστος αποσκεπώνω = αφαιρώ την σκεπή οικοδομής αποσκευάζω = τακτοποιώ τα μαγειρικά σκεύη αποσκευάρι = μέρος όπου τοποθετούνται τα οικιακά σκεύη αποσκευαρίζω = τακτοποιώ τα οικιακά σκεύη στη θέση τους αποσκευάριστος = μη απαλλαγμένος από σκεύη αποσκευαστέριν = μέρος όπου τοποθετούνται τα οικιακά σκεύη αποσκευή = το σύνολο των οικιακών σκευών αποσκιάουμαι = βλέπω ελαφρά ως σκιά αποσκίζω = ξεσκίζω αποσκιστάρης = αυτός που ξεσκίζει τα ρούχα του αποσκιστέας = αυτός που ξεσκίζει τα ρούχα του αποσκλαβώνω = ξεσκλαβώνω αποσκολάζω = σχολάω από τη δουλειά αποσκορδώνω = πλύνω για να φύγει η μυρωδιά του σκόρδου αποσκουλίουμαι = ξεγοφιάζομαι αποσκυλλάζω = ξεμυρίζω αποσουφρώνω = ξεσουφρώνω αποσπάνω = αγανακτώ αποσπαράζω = απαλλάσσομαι από φόβο αποσπερής = αποβραδίς αποσπιτούμαι = ξεσπιτώνομαι αποσπογγίζω = σκουπίζω με πανί τα πλενόμενα σκεύη αποσπόγγιν = πανί με οποίο καθαρίζουν το βρέφος αποσποντυλώνω = αφαιρώ τον σπόνδυλο απ’ το αδράχτι αποσπόριν = στερνοπαίδι αποσπορώνω = αποκτώ σπόρους αποστάζω = παύω να στάζω αποσταλάζω = κατασταλάζω αποσταλίζω = λύνω από τη φάτνη αποσταπιδώνω = παραχορταίνω αποσταρζίουμαι = μου τελείωσε η προμήθεια τροφών αποσταυρώνω = λύνω το σταυρό αποστεγάζω = ξεστεγάζω αποστέκω = σταματώ, στέκω αποστηθίζω = αποστηθίζω αποστοιβάζω = διαλύω σωρό στοιβαγμένων πραγμάτων αποστολίζω = χάνω τα στολίδια μου απόστολος = απόστολος αποστομάτου = προφορικώς αποστομώνω = αποστομώνω αποστουρακώνω = στέκομαι ίσια αποστραβώνω = ξεστραβώνω αποστραγγαλίζω = πνίγω αποστραγγαλούμαι = πνίγομαι αποστραγγίζω = αποστραγγίζω αποστρατίζω = ξεστρατίζω αποστρώνω = ξεστρώνω αποστυλώνω = ξεστυλώνω αποστυπώνω = αφαιρώ την οξεία γεύση αποσυβάλκουμαι = κουράστικα πολύ αποσυνάγωμαν = η αποφυγή συναναστροφής με κάποιον αποσυνηθίζω = ξεσυνηθίζω αποσυνοράζω = χωρίζω σύνορα αποσυνορθάζω = ανακατεύω αποσύρκουμαι = αποσύρομαι αποσυρτού = γάλα από το οποία έχει αφαιρεθεί το πρωτόγαλα αποσυφτιλάζω = ξεφτίζω αποσυφωτάζω = ανακτώ την διαύγεια της όρασης αποσφραγίζω = ξεσφραγίζω αποσωρεύω = εξαφανίζω αποταβανώνω = αφαιρώ το ταβάνι αποτάζω = ανακαλώ αποταρασέα = το αλεύρι που προσθέτουμε στη ζύμη όταν ανέβει για να μην ξινίσει αποτατάουμαι = χειρονομώ εναντίον κάποιου αποταχύ = από πολλού αποτεκνώνω = σταματώ την τεκνοποίηση αποτέμι = αποφάγια αποτενού = από τώρα και στο εξής αποτετεκιάζω = καθαρίζω από τη μούχλα αποτετζώνω = φουσκώνω από τη πολυφαγία αποτζακούμαι = θερμαίνομαι αποτζαμακώνω = τεντώνομαι αποτζανίζω = αφαιρώ το περίβλημα από το καρύδι αποτζαντικώνω = ακινητοποιούμαι, πεθαίνω αποτζαντώνω = κρυώνω υπερβολικά αποτζατζαλίζω = απογυμνώνω αποτζατζαλώνω = απογυμνώνω αποτζαχνίζω = ξεκοκαλίζω αποτζεπλάζω = ξεφλουδίζω αποτζεπλίζω = ξεφλουδίζω αποτζεπράζω = ξεβρωμίζω αποτζεπρούμαι = ξεψειρίζομαι αποτζερίζω = διασπώ αποτζετζεκώνω = φουσκώνω από τη πολυφαγία αποτζεφίζω = ξεριζώνω τα αγριόχορτα και καθαρίζω το μέρος αποτζιγγρώνω = χύνω δάκρυα, θρηνώ αποτζιγκαλιδάζω = διαλύω το κομβο κλωστής αποτζιγκούμαι = τεντώνομαι αποτζιλτεύκομαι = κατουριέμαι αποτζιμπλάζω = αφαιρώ τις τσίμπλες των ματιών αποτζιργανίζω = τσιγαρίζω κρέας αποτζιρουφίζω = ρουφάω, απορροφώ αποτζιτζανίζω = απορροφώ με δύναμη υγρό αποτζιτίζω = κρυφοκοιτάζω αποτζοβίζω = αποσπώ από ξύλο μικρά τεμάχια αποτζοβώνω = αποσπώ από ξύλο μικρά τεμάχια αποτζουκαλώνω = βγάζω κάτι από το τσουκάλι αποτζουλουφάζω = ανοίγω το φασόλι και βγάζω τον καρπό αποτζουλουφίζω = ανοίγω το φασόλι και βγάζω τον καρπό αποτζουμίζω = ξεζουμίζω αποτζουπώνω = σφίγγω τα χείλη αποτζουρώνω = αποστραγγίζω αποτιλαΐζω = εκτείνω το χέρι πίσω ώστε να πάρω φόρα για δυνατότερο χτύπημα αποτιμάζω = ατιμάζω αποτιμία = βλασφημία αποτιμώ = προσβάλλω, βλασφημώ αποτιμώνω = προσβάλλω, βλασφημώ αποτινάζω = ξετινάζω απότιστος = απότιστος αποτοζώνω = ξεσκονίζω αποτολμία = τόλμη αποτουβραδής = αποβραδίς αποτουντουνίζω = τρέμω αποτουνύ = από εδώ και μπρος αποτουρίζω = επιπλήττω αποτουριστά = επιπληκτικά αποτούριστος = μη επιπληχθείς αποτουφίζω = παύω να εκπέμπω ατμό αποτραγώνω = στέκομαι και κοιτώ ως τράγος, ως αναίσθητος αποτραμπουτζώνω = ξεφουσκώνω από την πολυφαγία αποτραχηλίγουμαι = αποκοπή αγγείου αποτρελίγουμαι = φθείρομαι αποτρεχτή = ταχύς δρόμος αποτρέχω = καταδιώκω αποτριγυρίζω = περιτριγυρίζω αποτριντανώνω = τεντώνομαι, παραφουσκώνομαι αποτριτζώνω = τρέμω από το ψύχος αποτρίφκουμαι = φθείρομαι αποτρομάζω = παύω να τρέμω αποτρώγω = παύω να τρώγω αποτσαβαρίζω = διασπώ, διασχίζω αποτσαβαρώνω = διασπώ, διασχίζω αποτσαβλουκίζω = γεύομαι και αφήνω υπόλειμμα σαλιασμένο αποτσαβλούκιν = υπόλειμμα τροφής σαλιασμένο αποτσαγκαλίζω = πιτσιλίζω αποτσακλίζω = στρίβω τις αρθρώσεις των δακτύλων για να κροτήσουν αποτσανίζω = τελειώνω το ράντισμα αποτσαπρώνω = μισοκλείνω το μάτι μου και εξακριβώνω την ισότητα επιφάνειας αποτσαρακώνω = σπαταλώ, εξαφανίζω αποτσαχλίζω = αποσπώ τεμάχιο ξύλου αποτσαχλίμιν = αποσπώμενο κλαδί δέντρου αποτσιλάζω = ξεσκεπάζω αποτσιληπορδίουμαι = πρήζομαι αποτσιματούμαι = ξεθαμπώνω τα μάτια αποτσινίζω = αποχωρίζω καρπό από τη σκελίδα αποτσιφίζω = αποσπώ βλαστό φυτού αποτσιχαλίζω = διαχωρίζω, διασπώ αποτσιχάλιν = αποσπώμενο κλαδί αποτσιχαλιστά = με ανοιχτά σκέλη αποτσιχαλιστός = καθισμένος με ανοιχτά σκέλη αποτσουλάζω = ξεσκεπάζω αποτσουμαχούμαι = αποδηλητηριάζομαι, ξεφαρμακώνομαι αποτύλι = ξετύλισμα αποτυλίζω = εκτυλίσσω, ξετυλίγω αποτώρα = στο εξής απουλετος = απούλητος απούλλωτος = χωρίς πουλιά αποφάγειν = αποφάγια αποφαγία = έλλειψη τροφής αποφαγίζω = τελειώνω την παροχή τροφής αποφαγόπον = λίγα αποφάγια αποφαμρακώνω = ξεφαρμακώνω απόφαση = απόφαση αποφασίζω = αποφασίζω αποφέρω = χάνω τη σφοδρότητα, την οξύτητα, ανακουφίζομαι αποφεύω = αποφεύγω αποφλεμαίνω = παύω να έχω φλόγωση αποφοβίζω = αποβάλλω το φόβο αποφορίζω = ξεντύνω αποφόριν = παλαιωμένο φόρεμα αποφορτίουμαι = ξεφορτώνω απόφουρνα = ψητά μέσα στο φούρνο αποφούρνιν = προθερμασμένος φούρνος αποφουσκαλιδάουμαι = σκάζω, απαλλάσσομαι από οίδημα αποφουσκώνω = ξεφουσκώνω αποφράζω = αφαιρώ μέρος από το φράκτη, διασπώ, φθείρω αποφρουντουλίζω = μαδάω φύλλα δέντρου ή άνθους αποφτειράζω = ξεψειρίζω αποφτιλίζω = ξεπουπουλιάζω αποφτουλάσκομαι = ξεπουπουλιάζομαι αποφτύρω = ξαφνιάζω και τρέχω αποφτύω = ξεφτίζω αποφυλακίζω = αποφυλακίζω αποφυλακώνω = αποφυλακίζω αποφυλλίζω = αποσπώ, ξεφυλλίζω αποφύρω = χάνω τη θερμότητα αποφυσώ = φυσώ για να διώξω τους δαίμονες με εξορκισμό αποφυτεύω = ξεριζώνω αποχαγκίζω = βογγώ από πόνο αποχαιρετία = αποχαιρετισμός αποχαιρετώ = αποχαιρετώ αποχαλαένω = φθείρω το κασσιτέρωμα σκεύους αποχαλάζιν = αφρίζον κύμα αποχαλακώνω = αποναρκώνω από τη χαλαρότητα αποχαλάνω = κλαίω γοερά αποχαλαρύνω = χαλαρώνω αποχαλαρώνω = χαλαρώνω αποχαλεβρύνω = παραλύω, ναρκώνω αποχαμελά = από χαμηλά αποχαμνίζω = αποχαύνωση αποχανταβλώνω = εξαρθρώνω, αποσυντίθεμαι αποχαντζεύω = τσουρουφλίζω, καψαλίζω απόχαρα = ματαίωση γάμου αποχαρακώνω = σφραγίζω αποχαρατζώνω = παρασκευάζω φαγητό αποχαρβαλώνω = διαλύω, αποσυνθέτω αποχαρταλώνω = ευρύνω παπούτσι, σχίζω, διασπώ αποχάσμα = χασμουρητό αποχασμούμαι = χασμουριέμαι αποχασταλακούμαι = ναρκώνω, αποχαυνώνομαι αποχαψώνω = καθαρίζω σκεύος από χαψιά αποχέζω = χέζω πολύ αποχερίζω = παραιτούμαι αποχλοΐζω = κάνω να χάσει τη χλόη του αποχλωραίνω = αποβάλλω το πράσινο χρώμα αποχλωρίζω = αποβάλλω το πράσινο χρώμα αποχλωρώνω = χλωμιάζω αποχολάσκουμαι = ξεθυμώνω αποχονατίζω = καθαρίζω από το χιόνι αποχονίζω = καθαρίζω από το χιόνι αποχονώνω = καθαρίζω από το χιόνι αποχόνωτος = μη καθαρισμένος από χιόνι αποχορταράζω = αποσπώ και καθαρίζω τα άγρια χόρτα αποχορταρίζω = αποσπώ και καθαρίζω τα άγρια χόρτα αποχουμίουμαι = εξασθενώ, αδυνατίζω αποχοχολώνω = καθαρίζω μέρος από τα σκουπίδια αποχρένω = ξεχρεώνω αποχταλώνω = μετατοπίζω, μετακοινώ αποχτενίδια = αποχτενίδια αποχτίζω = εξακολουθώ και κτίζω αποχυμίζω = πλύνω σιτηρά μέσα στη σκάφη έτσι ώστε να κατακαθίσουν τα πετραδάκια αποχωματώνω = αφαιρώ χώμα απόχωρα = μακριά αποχωρίζω = αποχωρίζω αποχωρισία = αποχωρισμός αποψάλλω = τελειώνω το ψάλσιμο απόψε = απόψε αποψέ = από χθες αποψεζ’νός = της προηγούμενης νύχτας, αποψινός αποψηλά = από ψηλά αποψινός = αποψινός αποψυλλίζω = ξεψειριάζω αποψυχίζω = πεθαίνω απράγεμαν = αδράνεια, οκνηρία απραγεύω = γίνομαι αδύνατος, καχεκτικός απραγία = απραγία, αδράνεια απραγιάζω = αδρανώ, οκνεύω απραγιώνω = γίνομαι αδρανής, νωθρός, οκνηρός απραγύνω = γίνομαι ανίκανος απραγώ = αδυνατίζω απραεύω = επιτηρώ, προστατεύω απρανιζ’νόν = αυτός που έλαβε χώρα λίγο πρότερα απρανίκα = προ ολίγο ακριβώς άπραχτος = άπραχτος απρένιστον = μη κομμένος με πριόνι άπρεπα = άπρεπα, ανάρμοστα απρεπία = απρέπεια άπρεπος = άπρεπος, ανάρμοστος απρεπωσύνη = απρέπεια απρεψία = απρέπεια Απριλέσιν = ο παραγόμενος τον Απρίλιο Απρίλης = Απρίλιος Απριλίτζα = μικρή αγελαδίτσα γεννημένη τον Απρίλιο απρινάρευτος = αυτός που περνάει χωρίς θέρμανση απροκοπωσύνη = απρόκοπος απρόκοφτος = απρόκοπος απρολόγευτος = απερίσκεπτος απρολόετος = χωρίς προσευχή το πρωί απροξένευτος = παντρειά χωρίς προξενιό απροσκάλετος = απρόσκλητος απροσκάλευτος = απρόσκλητος απροσμοίραγος = αμοίραστη κληρονομιά απροσώρευτος = μη περισυλλεγμένος απρόφταστος = εκείνος που δεν τον προφταίνουμε απρώνα = προ ολίγου άπυρος = μη πυρωμένος απύστερα = ύστερα απυστεραίας = τέλος πάντων, επιτέλους απυστερναία = έπειτα απωβάσμιν = το τελευταίο αβγό της κότας που παύει να γεννά άρ = άρα, λοιπόν άρα = άρα Άραβος = Άραβας αραγμάδα = ρωγμή, σχισμή αράδα = σειρά προτεραιότητας αραδάζω = βάζω κατά σειρά, συναρμολογώ αραδωτός = πολύχρωμος αράε = πολύχρωμος αράεμαν = ψάξιμο, έρευνα αραέτσι = έτσι λοιπόν αραευτής = ερευνητής αραεύω = ψάχνω, ερευνώ αράζω = ποτάμι που πλημμυρίζεται και κυλάει με ορμή αράζω = ποτάμι που πλημμυρίζεται και κυλάει με ορμή αραθυμαγμένος = επιθυμητός αραθυμία = επιθυμία αραθυμίαμα = επιθυμία αραθυμώ = επιθυμώ αραιά = αραιά αραιός = αραιός αραΐσιν = στενόμακρο αραίωμα = αραίωμα αραιώνω = αραιώνω αράνιν = μέρος όπου ξηραίνουν φύλλα καπνού αραπά = είδος άμαξας Αράπης = αράπης Αραπία = Αραβία Αραπίτζος = πήλινο σκεύος μαύρο από τη χρήση Αραποπούλλιν = παιδί Αιθίοπος Αραράιδα = νεράιδα αρατάνι = μέρος του αρότρου όπου προσαρμόζεται το υνί αρατώρα = τώρα αράχνα = αράχνη, ιστός αράχνης αράχνασμαν = ιστός αράχνης αραχνέα = ιστός αράχνης αραχνουδάζω = αραχνιάζω αραχνούδασμαν = ιστός αράχνης αργά = αργά αργαστεράς = αυτός που έχει εργαστήρι τεχνίτη αργαστερέα = όσο εμπόρευμα χωράει σε ένα εργαστήρι αργαστέριν = εργαστήρι αργαστερώνω = γεμίζω ένα μέρος με πράγματα χωρίς τάξη αργατεία = εργασία αργάτες = εργάτης αργατεύω = εργάζομαι αργατικόν = μεροκάματο αργατούραινα = εργατική, φιλόπονη αργεύω = αργοπορώ άργητα = καθυστερημένα αργία = αργία αργόβαλα = αργά, αργοκίνητα αργόβαλος = αργός, βραδυκίνητος αργοβασιλεύω = δύω αργά αργονόετος = αργόστροφος αργοπαιδούσα = αυτή που γεννά κατά αραιά διαστήματα αργοπορεύομαι = πορεύομαι αργά αργοπόρευτος = πορευόμενος αργά αργοπορία = αργοπορία αργόπορος = αργοκίνητος αργοπορπάτεμαν = αργό περπάτημα αργοπορώ = αργοπορώ αργός = αργός αργοσάλευτος = βραδυκίνητος αργοσαλεύω = βραδυπορώ αργόσης = νωθρός αργοσωτός = αργοκίνητος αργόχερος = νωθρός αργοχώνευτος = δύσπεπτος αργυρένος = αργυρένιος αργύριν = αργυρός αργυροκαρφωμένος = καρφωμένος με αργυρά καρφιά αργυροκαύκιν = αργυρό ποτήρι αργυροπαίδιν = παιδί αγαπητό αργυρός = αργυρός αργυροχάλκιν = αργυροκάζανο αργυρωμένος = επαργυρωμένος αργώ = αργώ αργώς = αργά αρδευτέριν = αρδευτήρι αρδεύω = αρδεύω αρέζωμου = προξενεί ευχαρίστηση αρεσυία = ευχή αποχαιρετισμού αρζούβαλος = απολίτιστος άρινφιλότιμο = ντροπή αριτερέρεστο = αριστερό χέρι αρκάλειμμαν = λίπος αρκούδας αρκάνθρωπος = αρκουδάνθρωπος αρκάπιν = αγριαχλαδιά της οποίας τους καρπούς τρώει η αρκούδα αρκοκαλομάννα = προ-προγιαγιά αρκοκέφαλος = δυσμαθής αρκόκολον = δύσοσμο φυτό αρκοκόπαλον = είδος κόπανου που παράγει ήχο για να διώχνει τις αρκούδες αρκολάχανον = αγριόχορτο με μεγάλα φύλλα αρκόλορον = άνθος όμοιο με παπαρούνα αρκομάλα = είδος ψώρας αρκοπάλλακον = αρκουδάκι αρκοπάππος = προ-προπαππούς αρκοπλακοπατώ = κινούμε σαν αρκούδα αρκοπούλλιν = νεογνό αρκούδας άρκος = αρκούδα αρκοτούζαχον = παγίδα αρκούδας αρκοτσούβαλος = ευτραφής αρκοτσούνα = θηλυκή αρκούδα αρκουδάζω = μπουσουλίζω αρκουδέα = οσμή αρκούδας αρκουδευτά = μπουσουλώντας αρκουδία = αρκούδα αρκουδίζω = τετραποδίζω αρκούδιν = αρκούδα αρκουδιστά = μπουσουλώντας αρκουδοπάλλακον = νεογνό αρκούδας αρκουδότε = τρόποι και συνήθειες αρκούδας αρκουδωτός = αγροίκος, αδέξιος αρκωτά = κατά τρόπο της αρκούδας αρμαγάς = δώρο, εφόδιο αρμάδα = γλυκίσματα προς φιλοδώρημα παιδιών αρμαθάζω = αρμαθιάζω αρμάθαστος = αρμάθιαστος αρμαθέα = αρμαθιά αρμαθερέα = αρμαθιά αρμαθεριάζω = αρμαθιάζω αρμάθιν = συστοιχισμένος αρμαία = άλμη άρμαν = όπλο αρματοφύλακας = αρματοφύλακας αρμάτωμα = εξοπλισμός αρματώνω = οπλίζω, εξοπλίζω αρματωσία = αρματωσιά αρμενεύω = αργοπορώ αρμενίζω = αρμενίζω αρμενίζω = αργοπορώ αρμενογύριστος = Αρμένιος που έγινε ορθόδοξος αρμενοκόλλυβα = κόλλυβα Αρμενίων αρμενοκούνιν = μικρή και ατελής κούνια αρμενοκόφτω = προχωρώ γρήγορα ανάμεσα σε Αρμένιους άρμενον = εξαρτήματα πλοίου αρμενόποπας = Αρμένιος παπάς αρμενοπούλλιν = τέκνο αρμενίου άρμη = άλμη αρμονή = αρμός άρμοσμαν = συναρμογή αρμώνω = προσαρμόζω, συναρμόζω αρμωτός = προσαρμοσμένος άρμωτος = απροσάρμοστος Αρναούτης = Αλβανός Αρναούτικος = Αλβανικός αρναπούτζ’κον = αρσενικό αρναχεία = αρχή αρναχευτέριν = αφετηρία αρναχευτός = εκείνος του οποίου έγινε η αρχή αρνάχευτος = εκείνος του οποίου δεν έγινε η αρχή άρνεμαν = άρνηση αρνετής = αρνητής άρνηση = άρνηση αρνιγάρης = μισάνθρωπος αρνικιάριν = φυτό που έχει σπερματοφόρο βλαστό αρνικίζω = οργώ προς συνουσία αρνίκιν = σπερματοφόρος βλαστός φυτού αρνικός = αρσενικός αρνίν = αρνί αρνίομαι = αρνούμαι αρνιστής = απαρνούμενος αρνιστίν = νεαρό πρόβατο που γεννά αρνίτζα = θηλυκό αρνί αρνομάλλιν = μαλλί αρνιού αρνομάννα = γυναίκα που φροντίζει αρνιά αρνόπουλλον = αρνάκι αρνοστάλιν = μάνδρα για αρνιά αρνοτόπιν = μάνδρα για αρνιά αροκοπώ = αραιώνω τα φυτά του αραβοσίτου ξεριζώνοντας τα περιττά για να καρποφορήσουν άρον άρον = γρήγορα γρήγορα αροπέρυσι = πέρυσι αροπέρυσι-καικά = πέρυσι αροπερυσι-κέσου = πέρυσι αροπερ’σιζ’νον = τα προηγούμενα έτη άρος = αραίωμα αρόσιν = βοσκότοπος αρουδεύω = μπουσουλώ αροχτεκαικά = προ ολίγων ημερών αροχτεκέσου = προ ολίγων ημερών αροχτές = προχθές αροψέ = προχθές αροψεζ’νος = προχθεσινός αροψεκαικά = προχθές αροψεκέσου = προχθές άρπαγας = άρπαγας αρπάζω = αρπάζω άρπαστος = ανάρπαστος αρπαχτά = αρπαχτά αρπάχτες = σφετεριστής αρπαχτή = αρπαχτή αρπαχτής = σφετεριστής αρπάχτικον = άρπαγας αρπαχτός = αρπαχτός αρραβώνα = αρραβώνας αρραβωνάζω = αρραβωνιάζω αρραβώνασμα = αρραβώνιασμα αρραβωνόπιτα = πίτα αρραβώνα άρραφος = μη ραμμένος άρρηκος = ακατάλυτος άρρητα = ανοησίες αρρίζικος = άτυχος, δυστυχής αρρίνιστος = αλιμάριστος αρροκάνιστος = αροκάνιστος άρρωστα = άρρωστα αρρωστάρικος = φιλάσθενος αρρώστεμα = φιλάσθενος αρρωστία = ασθένεια αρρωστικόν = φάρμακο αρρωστικόπον = λίγη ποσότητα φαρμάκου άρρωστος = άρρωστος αρρωστύνω = ασθενώ αρρωστώ = ασθενώ αρρωστωτός = αδιάθετος αρρώτητα = χωρίς ερώτηση αρσούζης = θρασύς, αυθάδης αρσουζλαεύω = φέρομαι αδιάντροπα αρταχτέας = σφετεριστής αρτή = άρτυμα άρτος = άρτος αρτουρεύω = αυξάνω αρτούτζιν = άρκευθος αρτοφόριν = δοχείο αγιασμένου άρτου αρτυσία = άρτυμα αρτύω = καρυκεύω αρύνω = αραιώνω αρύπλατος = αραιός και πλατύς αρύς = αραιός αρχάγγελος = αρχάγγελος αρχαρέα = γυναίκα που γέννησε πρώτη φορά αρχάριος = αρχάριος αρχεύω = αρχίζω αρχή = αρχή αρχήθεν = εξ αρχής αρχιερέας = αρχιερέας αρχίζω = αρχίζω αρχίνευτος = εκείνος του οποίου δεν έγινε η αρχή αρχινεύω = αρχίζω αρχινώ = αρχίζω αρχογκιάζω = πλουταίνω αρχογκιένω = πλουταίνω αρχοντακά = πλουσιοπάροχα αρχοντακός = αυτός που ανήκει σε πλούσιο άρχοντας = άρχοντας αρχοντία = πλούτος αρχοντικός = αρχοντικός αρχοντογεννημένος = αρχοντογεννημένος αρχοντοκόρη = αρχοντοκόρη αρχοντοκόριτζον = αρχοντοκόρη αρχοντοπαιδεμένος = με αρχοντική ανατροφή αρχοντοπαίδιν = παιδί άρχοντα αρχοντοπορεύκουμαι = ζω ως άρχοντας αρχοντοπούλλιν = παιδί άρχοντα αρχοντοφανιγμένος = αυτός που έχει παρουσιαστικό αρχοντικό αρχοντύνω = πλουταίνω άσα = αναπνοή ασαβανίαστος = ασαβάνωτος ασαβάνωτος = ασαβάνωτος ασαλγοσύνα = το να είναι κάποιος άτακτος, ατίθασος ασαλγωτός = λίγο ζωηρός ασάλευα = ασήκωτα ασάλευτος = ασήκωτος ασανίδωτος = ασανίδωτος ασάπετος = ασάπιστος άσαπος = ασάπιστος ασαχτάρωτος = αυτός που δεν έχει λερωθεί με στάχτη ασβέστιν = ασβέστης άσβηστος = άσβηστος ασέα = εκφράζει ευχή ασεβός = ασεβής άσειστος = αδιάσειστος ασεραντάριστος = ασαράντιστος ασήκωτος = ασήκωτος ασημάδευτα = ασημάδευτα ασημάδευτος = ασημάδευτος ασημένος = ασημένιος ασήμι = ασήμι ασημικόν = ασημικά ασημίν = ασημί ασημοκαρφωμένος = καρφωμένος με αργυρά καρφιά ασημώνω = ασημώνω, επαργυρώνω ασημωτός = αργυρός ασήμωτος = μη επαργυρωμένος ασιδέρωτος = ασιδέρωτος ασινάευτος = μη δοκιμασμένος αν έχει ή δεν έχει ελάττωμα ασινός = αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη ασκάλευτος = αυτός που δεν έχει αρχίσει ακόμα ασκάμνιστος = αυτός που δεν έχει καθίσει ασκάφιστος = σιτηρά που δεν έχουν ανατιναχθεί με σκάφισμα άσκαφτος = άσκαφτος άσκεμα = άσχημα ασκεμάνθρωπος = ασχημάνθρωπος ασκεμία = ασχήμια ασκεμίζω = ασχημαίνω ασκεμισία = ασχήμια ασκεμόβγαλτος = αυτός που βγήκε άσχημος ασκεμόγλωσσος = βλάσφημος, αισχρολόγος ασκεμόγνωμος = δύστροπος ασκεμοκάτζης = ασχημοπρόσωπος ασκεμολογία = αισχρολογία ασκεμομμάτης = ασχημομάτης ασκεμομύτης = ασχημομύτης ασκεμοπόδαρος = ασχημοπόδαρος ασκεμοπροσωπία = δυσμορφία προσώπου ασκεμοπρόσωπος = δύσμορφος ασκεμόστομος = κακόγλωσσος ασκεμότε = δυσμορφία, ασχήμια ασκεμοφαγία = αυτός που τρώει άτακτα ασκεμόφαιστος = άσχημα υφασμένος ασκεμοφόρετος = άσχημα φορεμένος ασκεμοχέρης = κουλλοχέρης ασκεμόχτιστος = άσχημα χτισμένος ασκεμύνω = ασχημαίνω ασκεμώνω = ασχημαίνω ασκεμωσία = ασχήμια ασκεμωτός = λίγο άσχημος άσκεν = δεν είναι έτσι; ασκέπαστος = ασκέπαστος ασκέριν = στρατός, στρατιώτης ασκηταρείον = κατοικία ασκητή ασκητεία = ασκητεία ασκητεύω = ζω ζωή ασκητή ασκητής = ασκητής ασκίν = ασκός άσκιστος = άσχιστος ασλάευτος = δέντρο ανεμβολίαστο ασλαεύω = μπολιάζω ασλάνης = λιοντάρι ασούφρωτος = ασούφρωτος ασπάζω = χαιρετώ ασπαλίζω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ. ασπάλιστος = ανοιχτός ασπαλιχτός = κλεισμένος άσπαρτος = άσπαρτος άσπαχτος = άσφαχτος άσπιγγος = χαλαρός ασπίδα = ασπίδα (φίδι) ασπλάνεχτος = άσπλαχνος άσπλανος = άσπλαχνος άσπλαχνα = άσπλαχνα ασπλάχνετα = άσπλαχνα ασπλαχνία = ασπλαχνία ασπλαχνωσία = ασπλαχνία ασπόγγιστος = ασκούπιστος ασπράδα = ασπράδα ασπράδιν = ασπράδι ασπράρης = υπόλευκος ασπρειδής = υπόλευκος Ασπρηθάλασσα = Αιγαίο Πέλαγος ασπρήμερον = κοσμητικό επίθετο κερασιού ασπρίδα = λευκότητα ασπρίζω = ασπρίζω ασπρογενάτες = ασπρογένης ασπροειδερός = υπόλευκος ασπροκατζάζω = εμφανίζομαι ως ανεπίληπτος ασπροκάτζης = ασπροπρόσωπος ασπροκατζίουμαι = κατηγορούμενος αθωώνομαι πλήρως ασπροκέντη = κέντημα με λευκό νήμα ασπροκέρασο = ασπροκέρασο ασπροκέφαλος = ασπροκέφαλος ασπροκίτρινος = ωχρόλευκος ασπροκοκκινάδα = ασπροκοκκινάδα ασπροκόκκινος = ασπροκόκκινος ασπροκοκκύμελον = άσπρο δαμάσκηνο ασπροκολόγκυθον = άσπρο κολοκύθι ασπρόκολος = ασπρόκωλος ασπρολάχανον = άσπρο λάχανο ασπρολίθαρον = άσπρος λίθος ασπρομάγουλος = αυτός που έχει άσπρα μάγουλα ασπρομάλλης = ασπρομάλλης ασπρομαλλίζω = ασπρίζω τα μαλλιά ασπρομαλλούσα = ασπρομαλλούσα ασπρομαλλώ = ασπρίζω τα μαλλιά ασπρομμάτης = ασπρομάτης ασπρομυτάζω = σχηματίζω πύο ασπροπέτζης = αυτός που έχει λευκό δέρμα ασπροπετζώ = λευκαίνομαι ασπροπόδαρος = ασπροπόδαρος ασπροπολίτικο = είδος λευκού σταφυλιού ασπροπροσωπάζω = βγάζω ασπροπρόσωπο ασπροπροσωπία = το να είναι κάποιος ηθικά άμεμπτος ασπροπροσωπίζω = βγάζω ασπροπρόσωπο άσπρος = άσπρος άσπρος = άσπρος ασπροσεβέλα = αυτή που έχει λευκό λαιμό ασπροστάφυλον = άσπρο σταφύλι ασπρόσυκον = είδος λευκού σύκου ασπρότε = ασπράδα, λευκότητα ασπροτζίκαρον = πνεύμονας ασπροφόρετος = αυτός που είναι ντυμένος στα λευκά ασπρόφορος = αυτός που είναι ντυμένος στα λευκά ασπροφυλλάζω = δέντρο που λευκαίνονται τα φύλλα ασπροφυλλίζω = κόβω τα λευκά φύλλα ασπρόφυλλον = κατώτερο φύλλο λάχανου που αρχίζει να ασπρίζει ασπρύνω = λευκαίνομαι ασπρωτός = λίγο άσπρος ασταλίχωτος = αυτός που δεν είναι απλωμένος τεντωτά προς ξήρανση αστάριν = φόδρα αστάρχιστος = αυτός που δεν προμηθεύτηκε τα αναγκαία τρόφιμα για το χειμώνα αστέγαστος = αστέγαστος αστέγνωστος = αστέγνωστος αστέγωτος = αστέγαστος αστελίαστος = αυτός που δεν έχει λαβή αστενύνω = ασθενώ αστερέωτος = αστερέωτος αστίβιτος = πανί που δεν καταβράχηκε με θαλασσινό νερό για να λευκανθεί αστό = αφότου αστόλιστος = αστόλιστος αστούδωτος = αυτός που είναι χωρίς κόκαλα αστοχασία = απερισκεψία αστόχαστα = αστόχαστα αστόχαστος = αστόχαστος αστόχευτος = απρόσεχτος αστοχεύω = φέρομαι αδέξια αστοχεύω = καταριέμαι να μείνει κάποιος ακληρονόμητος, να ερημωθεί, να καταστραφεί αστόχιν = αυτός που είναι χωρίς κάτοχο άστοχος = άστοχος αστοχώ = αστοχώ αστράβωτος = μη τυφλωμένος αστραγάλιν = αστράγαλος αστραπή = αστραπή αστραπίζω = αστράφτω αστράτευτος = παιδί που ακόμα δεν περπατάει αστράφτω = αστράφτω αστράφτω πολύ = παρασύρω αστρίτζιν = άστρο αστρολόγος = αστρολόγος άστρον = άστρο αστροπελέκιν = κεραυνός αστροφεγγαράκιν = άστρα και φεγγαράκι αστροφεγγάριν = άστρα και φεγγάρι αστροφεγγία = ξαστεριά αστροφεγγίζω = αστροφεγγίζω για να αποκτήσω μαγικές δυνάμεις αστροφώς = αστροφεγγιά άστρωτος = άστρωτος αστύλωτος = αστύλωτος ασυγγόμαστος = απλήρωτος ασυγγύριστος = ασυγύριστος ασύγκλιστος = άκαμπτος ασύγκρεφτος = αυτός που δεν είναι καλυμμένος με τέφρα ασυλλίβωτος = ανέφελος ασυλλογισία = ασυλλογισιά ασυλλόγιστα = ασυλλόγιστα ασυλλόγιστος = ασυλλόγιστος ασυμοζύγιαστον = εκείνο που ζυγίζεται σαν ασήμι ασυνήθιστος = ασυνήθιστος ασυνορθίαστος = ατακτοποίητος ασυνόρθωτος = ατακτοποίητος ασυντέρευτος = ακατάστατος στην εξωτερική εμφάνιση ασύντζαιτος = αμίλητος ασυντρόφαστος = ασυντρόφευτος ασυντρόφευτος = ασυντρόφευτος άσυρτος = ανέλκυστος ασύφταστος = απρόφταστος ασυφώνετος = ασυμφώνητος ασώρευτος = ασυσσώρευτος ασ’χώρετος = ασυγχώρητος αταβάνωτος = χωρίς ταβάνι ατάνωτος = αυτός που δεν είναι αρτυσμένος ατάραχτος = ανακατωτός ατάσταλος = άτακτος άταφος = άταφος αταχτία = έλλειψη τάξεως άταχτος = άταχτος αταχτοσύνα = ακαταστασία αταχτωσία = αταξία ατεινέθε = το δικό του ατεινέτερον = το δικό τους άτεκνος = άτεκνος ατελείωτος = ατελείωτος ατεπούριγος = σιτηρά που δεν έχουν καθαρισθεί με τεπούριν ατέρετος = απαρατήρητος άτεχνος = άτεχνος ατζάκωτος = άσπαστος άτζαλα = άτσαλα άτζαλος = άτσαλος ατζαμής = ατζαμής ατζάπα = άραγε ατζατζάλιγος = αυτός που δεν έχει καθαριστεί από το περικάρπιο ατζέριγος = άσχιστος ατζέριν = άσχιστος ατζίλετος = αυτός που δεν λερώθηκε με περιττώματα ατζίλτευτος = ακατούρητος ατζίμιδος = ανόητος ατζινάτιστος = αυτός που δεν λερώθηκε με κόπρανα πτηνού ατζίναχτος = αυτός που δεν λερώθηκε με κόπρανα πτηνού ατζούμιστος = αξεζούμιστος ατζουντζούρευτος = ακαθάριστη κύτη ρυακιού προς ροή νερού ατζουπίαστος = μη στερεωμένος με σφήνα ατζούπωτος = ασκέπαστος με κάλυμμα ατζούρωτος = αστείρευτος ατζούχνιστος = φαγητό μη τσικνισμένο ατιμάζω = ατιμάζω ατίμετος = αίσχος, όνειδος ατίναχτος = αξεσκόνιστος άτοκα = άτοκα ατοκαικά = αυτό ακριβώς άτοκος = άτοκος ατόξευος = μη τοξευθείς άτοπα = απρεπώς, κακώς ατόρνευτος = ακόσμητος, αποίκιλτος ατορνεψία = ακαλλώπιστος ατός = αυτός ατού = εκεί ατού-άνθεν = εκεί επάνω ατού-απαγκαικά = εκεί επάνω προς τα κάτω ατού-απαγκέσου = εκεί στα επάνω μέρη ατού-απαγκιάνου = εκεί επάνω προς τα άνω ατού-απάνθεν = εκεί επάνω ατού-απάνω = εκεί επάνω ατού-απεσκαικά = εκεί μέσα ακριβώς ατού-απεσκέσου = στα εντός εκεί μέρη ατού-απεσκιάνου = εκεί μέσα προς τα άνω ατού-απέσω = εκεί μέσα ατού-αφκά = εκεί κάτω ατού-αφκακαικά = εκεί κάτω ακριβώς ατού-αφκακέσου = στα κάτω εκεί μέρη ατού-αφκακιάνου = εκεί κάτω προς τα άνω ατού-έμπρου = εκεί εμπρός ατού-έξω = εκεί έξω ατουκά = εκεί κοντά ατουκάθεν = εκεί κάτω ατουκαικά = εκεί κοντά ατουκέσου = κατά τα εκεί μέρη ατουκιάνου = εκεί προς τα άνω ατούλωτος = ζωηρός ατουμερέαν = εκεί μεριά ατουμερόθεν = εκεί μεριά ατουμέρου = εκεί μεριά ατουπέραν = εκεί αντίκρυ ατουπλαγκαικά = εκεί παραπέρα ακριβώς ατουπλαγκέσου = εκεί παραπέρα ατουπλαγκιάνου = εκεί παραπέρα προς τα άνω ατουπλάν = εκεί πέρα ατράνετος = αυτός που δεν απέκτησε ανάστημα ατραπέζωτος = ατραπέζωτος άτριφτος = άτριφτος άτριχος = άτριχος ατρόμαχτος = αφόβιστος ατρύπητος = ατρύπητος ατσάμλιστος = βλέπω με προσήλωση ατσάμπλιστα = κοιτάζω επίμονα χωρίς να κινώ τα βλέφαρα ατσορκάνιστος = εκείνος που δεν τον σύρανε κατά γης ατσουλίαστος = εκείνος που δεν είναι σκεπασμένος ατύλιστος = ολόγυμνος ατυράννιστος = ατυράννιστος άτυχος = άτυχος αυγερινός = αυγερινός αυγή = αυγή αυγιάριν = λευκαντικό αυγίζω = λευκαίνω αυγίτες = αυγερινός αυγός = ολόλαμπρος αυγουστοκοδέσπαινα = οικοδέσποινα τον Αύγουστο μη ασχολούμενη με γεωργικές εργασίες αυλαγύριν = αυλόγυρος αυλαία = αυλαία αυλακέα = αυλακιά αυλακιάζω = αυλακιάζω αυλάκιαστος = εκείνος που δεν είναι χωρισμένος σε αυλάκια αυλάκιν = αυλάκι αυλακοκέφαλον = αρχή αυλακιού απ’ όπου φεύγει το νερό για άρδεμα αυλακόνερον = νερό που τρέχει σε αυλάκι αυλακόχειλον = χείλος ποταμού αυλακώνω = αυλακώνω αυλάκωτος = εκείνος που δεν είναι χωρισμένος σε αυλάκια αυλή = αυλή αυλίτζα = αυλίτσα αυλόνα = αυλή αυπνία = αυπνία άυπνος = άυπνος αυριζ’νός = αυριανός αυρινός = αυριανός αύριον = αύριο αυτίκοντα = αμέσως αυτοκράτορας = αυτοκράτορας αυτοξούσιος = ανεξάρτητος αυτοχολιά = θυμώδης αυτόχολος = οξύθυμος αφάγετος = νηστικός αφαγία = ανορεξία άφαγος = άφαγος αφαγούκης = ολιγοφάγος αφαγώνα = ολιγοφαγία αφάλιν = οφαλός αφανίζω = αφανίζω αφανισμός = αφανισμός άφανος = άφαντος άφαντος = άφαντος άφαρα = γρήγορα άφαρος = ζωηρός, άτακτος αφέντευτος = χωρίς αφέντη αφέντης = αφέντης αφεντία = βασιλεία αφεντοπαίδιν = γιός άρχοντα άφερτος = αφόρητος αφετός = χαλαρός αφιερώνω = αφιερώνω αφίλετος = αφίλητος αφίλευτος = εκείνος που δεν έχει φιλοξενηθεί αφιλογή = αμφισβήτηση άφιλος = άφιλος αφίνω = αφήνω αφιόνιν = αφιόνι άφισμαν = εγκατάλειψη αφκά = από κάτω αφκακαικά = λίγο παρακάτω ακριβώς αφκακέρετζον = η κόρα της κάτω επιφανείας του άρτου αφκακέσου = στα κάτω μέρη ίσια αφκακιάνου = από κάτω προς τα άνω αφκαμερέαν = κάτω αφκατοκόσκινον = ειδικό κόσκινο για σιτηρά αφκατοσωράζω = συλλέγω καρπούς που έχουν πέσει στη γη αφκατοσώριν = καρπός που συλλέχθηκε από τη γη αφκάτου = από κάτω άφνα = ατμός αφνετός = ατμός αφνίζω = αφνίζω αφνός = ατμός άφοβα = άφοβα αφοβία = τόλμη άφοβος = άφοβος αφόντας = αφότου αφόραχτα = απροσδόκητα, ξαφνικά αφόραχτος = απροδσόκητος, ξαφνικός αφόρετος = αφόρετος, γυμνός αφορίδαστον = καλάθι που δεν έχει τα δυο σχοινιά για να φορεθεί στην πλάτη αφορίζω = αφορίζω αφόρισμα = αφόρισμα αφορισμονή = αφόρισμα αφορισμός = αφορισμός αφορισμοχάρτιν = έγγραφο αφορισμού αφοριστέας = βλάσφημος, υβριστής αφόριστος = εκείνος που δεν έχει αφοριστεί αφορμή = αφορμή αφορμίζω = ερεθίζω πληγή αφορμίτζα = δικαιολογία αφορμύνω = ερεθίζω πληγή άφορος = άγονος αφόρτωτος = αφόρτωτος αφόσιστος = εκείνος τον οποίον δεν χώσανε μες στη γη αφότε = αφότου αφότι = αφότου αφού = αφού αφούκρεμαν = ακρόαση αφουκρούμαι = ακούω αφουρκάλετος = ασκούπιστος αφούρκιστος = μη πνιγμένος αφούρνιστος = μη ψημένος σε φούρνο αφουρτούναστος = εκείνος που δεν έχει τρικυμία αφράζω = αφρίζω άφραχτος = άφραχτος αφρόμηλον = μήλο αφράτο και χυμώδες αφρός = αφρός άφταστος = άφταστος αφτείραγος = χωρίς ψείρες αφτέτσω = ανάβω άφτιχος = ήσυχος αφτούλιστος = μη αδημένος αφτρίν = κερί άφτω = ανάβω αφυλάκωτος = αφυλάκιστος αφύλαχτος = αφύλαχτος αφύλλωτος = αφύλλωτος αφύτευτος = αφύτευτος αφύτρωτος = αφύτρωτος αφωρισμένα = απρεπή αφωρισμενίτζα = γυναίκα άξια αφορισμού αφωρισμενιώ = γίνομαι αφωρισμένος αφωρισμενόπον = παιδί άξιο αφορισμού αφώτιστα = πονηρά, κακά αφώτιστος = αβάφτιστος άφωτος = σκοτεινός αχαλάετος = σκεύος μη κασσιτερωμένο αχαλάρωτος = αχαλάρωτος αχάλαστος = αχάλαστος, ακέραιος αχαντάζω = τρυπώ, κεντώ με αγκάθι αχαντάρης = αγκαθωτός αχάνταστος = χωρίς αγκάθια αχαντένος = κατασκευασμένος με αγκαθωτούς θάμνους αχαντζουλλούδιν = βατομουριά αχαντίζω = κεντώ με αγκάθι αχάντιν = αγκάθι αχαντίτζα = φυτό με φύλλα αγκαθωτά αχαντόκλαδον = κλώνος φυτού αγκαθωτού αχαντόκλωνων = κλώνος φυτού αγκαθωτού αχαντόκορφον = κορυφή αγκαθιού αχαντόρριζον = ρίζα αγκαθιού αχαντοτόπιν = τόπος πλήρης με αγκάθια αχαντότοπος = τόπος πλήρης με αγκάθια αχαντούδιν = τόπος πλήρης με αγκάθια αχαντούτζα = ο άκρος βλαστός της βάτου αχαντόφυλλον = φύλλο αγκαθωτό αχαντόχοιρος = σκαντζόχοιρος αχαντώνα = τόπος πλήρης με αγκάθια αχαντώνω = περιφράζω με αγκαθωτούς θάμνους αχαντωτός = αγκαθωτός αχάνω = χάσκω άχαρα = δυστυχισμένα αχαράκωτος = αχαράκωτος αχαράτζωτος = φαγητό χωρίς καρυκεύματα αχάραχτος = αχάραχτος αχάρετος = εκείνος που δεν χαίρεται τη ζωή αχαριστία = αχαριστία αχάριστος = αχάριστος άχαρος = δυστυχής αχάρτωτος = μη καλυμμένος με χαρτί αχαρχάλιγος = καρπός μη καθαρισμένος από το φλοιό του αχάσευτος = αζεμάτιστος αχασμός = χασμούρημα αχαστόμης = χαζός αχαστός = αυτός που χάσκει άχαστος = αυτός που δεν χάσκει αχαστούρης = αυτός που χάσκει αχάτε = να αχείμαστος = εκείνος που δεν πέρασε τον χειμώνα κάπου αχειροτέρευτος = εκείνος που δεν χειροτέρεψε αχέρευτος = εκείνος που δεν χήρεψε αχερομύλιγος = αυτό που δεν αλέσθηκε με χειρόμυλο άχερος = κουλός αχερώνιν = αχυρώνας αχερωνοδώμιν = στέγη αχυρώνα αχερωνοκάλαθον = καλάθι με το οποίο μεταφέρουν από τον αχυρώνα τροφή στα ζώα αχερωνοκόλιν = το κάτω μέρος του αχυρώνα αχερωνοπόρτιν = πόρτα αχυρώνα αχλόιν = χωρίς γρασίδι αχμάκης = αγαθός, αφελής αχμός = ατμός άχνα = ατμός, οσμή φαγητού αχνεύω = παρέχω αφορμή αχνίδα = τούφα λεπτού μεταξιού αχνιδάουμαι = με τσιμπούν στο λαιμό λεπτά ψαροκόκαλα αχνίδιν = άγανο, ψαροκόκαλο αχνίζω = αναδίδω, εκπέμπω ατμούς αχνότον = αναπνοή αχόλαστα = χωρίς οργή αχοντή = ρεύμα ποταμού αχόρευτος = αχόρευτος άχορος = αχόρευτος αχορτασία = ακόρεστος, απληστία αχόρταστος = ακόρεστος, άπληστος αχότιν = αυλάκι για διοχέτευση νερού στους κήπους αχοτοδέμιν = η αρχή του αγωγού αχουλής = έξυπνος αχούρης = στάβλος αχούριν = αποθήκη αχύρου άχπαγος = αξερίζωτος αχπάδιν = ξεριζωμένο αχπάνω = αποσπώ, ξεριζώνω αχπάρα = φόβος, τρόμος αχπάραγμα = αιφνιδιασμός, έκπληξη αχπαράζω = τρομάζω αχπάραστος = εκείνος που δεν τρομάζει αχπάσκουμαι = ξεκινώ προς αναχώρηση άχπασμα = το ξεκίνημα προς αναχώρηση αχπαστός = αυτός που ξεριζώνεται άχπαστος = αυτός που δεν ξεριζώνεται αχράδιν = άγρια αχλαδιά αχραδόξυλον = ξύλο αγριαχλαδιάς αχρανέα = η οσμή των άπλυτων σκευών άχραντος = άψογος, αγνός άχρεια = κατά τρόπο αχρείο αχρείαστος = αχρείαστος αχρειοκόριτζον = αισχρό κορίτσι αχρειολογία = αισχρολογία αχρειολόγος = αισχρολόγος αχρειολογώ = λέω αισχρά λόγια αχρειόπαιδον = αισχρό παιδί άχρειος = αισχρός αχρειόστομος = αισχρολόγος αχρειότε = αισχρότητα, ασέλγεια αχρειούνα = αισχρότητα άχρεος = αχρέωτος αχρέωτος = αχρέωτος αχρηματία = έλλειψη χρημάτων άχρηστος = άχρηστος άχριστος = μη αλειμένος με πηλός ή σοβά αχροιάης = ωχρός, άτονος αχροίαστος = ωχρός, άτονος αχρόνιστος = αχρόνιστος άχρονος = εκείνος που δεν θα ζήσει ολόκληρο το έτος αχρύσωτος = μη επιχρυσωμένος αχρωμάτιστος = αχρωμάτιστος αχταρευτά = σκαλίζοντας, σκαλιστά αχτάρευτος = άσκαφτος αχταρεύω = σκάβω, σκαλίζω αχτένιστος = αχτένιστος άχτιστος = άχτιστος αχτούπιστος = μη ξεμαλλιασμένος, μη μαδημένος αχτράπελος = αλλόκοτος, παράξενος αχύλωτος = μη διαβρεχμένος αχύμιγος = σιτηρά που δεν πλύθηκαν αχυρέα = οσμή άχυρων αχυρένος = γεμισμένος με άχυρα αχύριν = άχυρο αχυροκάλαθον = καλάθι μεταφοράς άχυρων αχυροκόσκινον = κόσκινο με το οποίον χωρίζουν τα χοντρά άχυρα από το σιτάρι αχυρομίντερο = μιντέρι γεμισμένο με άχυρα αχυρώνα = αχυρώνας αχυρωνέα = ποσότητα άχυρων όση χωράει ο αχυρώνας αχυρώνιν = αχυρώνας αχυρώνω = μεταβάλλομαι σε άχυρα αλωνιζόμενος αχωμάτωτος = εκείνος που δεν λερώθηκε με χώμα αχώνα = αχώνευτα αχωνάριν = χωνί αχώνευος = αχώνευτος αχώνευτος = αχώνευτος αχώνιν = αδιάλυτο αχώρετος = αχώρετος αχώριστος = αχώριστος αχωρομμάτης = εκείνος που έχει εξογκωμένους τους βολβούς των ματιών άχωρος = ανώριμος αψάδα = οξύς στη γεύση αψαθήτε = σπεύσατε αψάρευτος = αψάρευτος αψάρωτος = αψάρωτος αψέα = απότομος άψετος = άψητος αψηλάφετος = αζήτητος αψήφιστος = αψήφιστος αψίθυμος = αψίθυμος αψίκλωστος = ο πυκνά κλωσμένος αψιμάδιν = σπινθήρας αψιμαρείον = εστία αψιματέος = πύρινος αψιμήτρα = φωσφορισμός της θάλασσας αψιμίτζα = μικρή φωτιά αψιμοκόλιν = ζωηρό, άτακτο αψιμοκόλοθον = ψωμάκι ψημένο στην εστία αψιμόλιθο = λίθος που αντέχει στη φωτιά άψιμον = φωτιά αψιμόπον = μικρή φωτιά αψίχολος = αυτός που εύκολα οργίζεται αψόφετος = άνθρωπος που δεν ψοφάει αψύλλιγος = αυτός που δεν καθαρίστηκε από τις ψείρες αψύνω = γίνομαι δριμύς στη γεύση αψυπότιν = ποτό οινοπνευματώδες αψύς = αψύς άψυχος = νεκρός αψυχωμένος = νεκρός αψυχωτός = εκείνος που δεν προσβλήθηκε από ελώδη πυρετό αψώνιστος = αψώνιστος αψώνω = γίνομαι δριμύς αψωτός = λίγο δριμύς Ββαβά = βρέφος βαβαίτζα = βρέφος βαβάκαν = βρέφος βαβαλεύκομαι = όρνιθα που περιφέρεται στη φωλιά για να γεννήσει Βαγγέλα = όνομα αγελάδας που γεννήθηκε του Ευαγγελισμού βαγγελικός = του ευαγγελίου βαγγέλον = το Ιερό Ευαγγέλιο βαγευτέριν = κούρα την οποία βαγεύων παίρνει από το σπίτι του πριν αρχίσει το βάγεμα βαγεύω = περιέρχομαι στα σπίτια την Κυριακή των Βαΐων βαγμονή = γοερός θρήνος βάδος = βάδισμα, περπάτημα βαζάμι = μανιτάρι, μύκητας βαθαλός = ευτραφής, παχύς βαθάσκομαι = πέφτω σε βαθύ ύπνο βαθέα = βαθέως βαθικά = από μακριά απόσταση βαθικός = βαθύς βαθοκοπώ = βαθαίνω βάθος = βάθος βαθουλώνω = βαθύνω βαθουλωτός = μάλλον βαθύς βαθράκιν = μάλλον βαθύς βαθρακός = βάτραχος βαθυβολία = βάθος θαλάσσιου ύδατος βαθυβολώ = οργώνω βαθιά βάθυγμαν = εκβάθυνση βαθύνω = βαθύνω βαθυπνάουμαι = κοιμάμαι βαθύ ύπνο βαθυπνίσκομαι = κοιμάμαι βαθύ ύπνο βαθύς = βαθύς βάθυσμαν = βαθύνω βαθυστικός = αυτός που έχει βάθος βαθυχωμία = έδαφος με πολύ βαθύ χώμα βαθωτός = λίγο βαθύς βάι = έκφραση αγανάκτησης βαΐζω = περιέρχομαι στα σπίτια την Κυριακή των Βαΐων βαϊλίζω = λικνίζω, νανουρίζω βάιναση = βουητό, θόρυβος βαΐον = κλάδος θάμνου που μοιράζεται την Κυριακή των Βαΐων βαΐτζα = άρτος που δίνεται στα παιδιά που ψάλλουν του Λαζάρου βακανίζω = μιλώ θορυβωδώς κράζοντας σαν βάτραχος βακούφιν = ναός βαλά = μεταξωτό κίτρινο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος γυ βαλανίδιν = μεταξωτό κίτρινο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος γυναικείος βαλάνιν = βελανίδι βάλεμαν = τοποθέτηση βαλέριν = βαρέλι βαλής = νομάρχης βάλλω = βάζω βάλσαμον = βάλσαμο βαλσαμώνω = βαλσαμώνω βάλσιμον = τοποθέτηση βανούμελο = μέλι που έχει μεθυστική ιδιότητα βαξαλαεύω = γυαλίζω υποδήματα βάξη = μαύρη βαφή υποδήματα βαξώνω = γυαλίζω υποδήματα βαραγρανεμία = άνεμος ισχυρός βαράζω = ενοχλώ βαράκιν = λεπτό φύλλο χρυσού βαρακονεμένος = καλά τροχισμένος βαρακώνω = κοσμώ με φύλλο χρυσού βαραμάζω = πάσχω από φυματίωση βαραναστενάζω = βαριαναστενάζω βαράπιν = αχλάδι ξινό που γίνεται τουρσί στο βαρέλι βαραροθυμαγμένος = ο ξενιτεμένος που αισθάνεται μεγάλη νοσταλγία βαρασία = ενόχληση βαράσιμον = ενόχληση, εγκυμοσύνη βάρασμαν = εγκυμοσύνη βαραχλάεμαν = επιχρύσωση με φύλλα χρυσού βαραχλαεύω = επιχρυσώνω με φύλλα χρυσού βαρβαραλαξία = αλαλαγμός βάρβαρος = βάρβαρος βαρβαταρίζω = κάνω ταραχή, θόρυβο βαρέα = ρόπαλο βαρέα = βαριά βαρέας = μεγάλη σφύρα λατόμου βαρελέα = ποσότητα όση χωράει ένα βαρέλι βαρελίκα = μικρό βαρέλι βαρέλιν = βαρέλι βαρελίτσα = βαρέλι βαρελοκοίλης = κοιλάρας βάρεμα = βάρος βαρεμωσύνη = εγκυμοσύνη βαρένω = βαρύνω βαρεσμονή = εγκυμοσύνη βαρετός = βαρετός βαρηκοΐα = βαρηκοΐα βαρηκοΐζω = δεν ακούω καλά βαρήκοος = βαρήκοος βαριαναστενάζω = βαριαναστενάζω βαριγέτιν = περιουσία βαρίζω = προξενώ βάρος βαριόζιν = σφύρα λατόμου βάριος = σφύρα σιδηρουργού βάρκα = βάρκα βαρκίζω = φωνάζω βαρκισμός = δυνατή κραυγή βάρος = βάρος βαροστοίχειωμα = πρόσωπο ενοχλητικό βαροταξιδιάρος = εκείνος που κάνει ταξίδια μακράς διαρκείας βαρόφ’λλα = φυτό με τα μέγιστα φύλλα βάρσανον = βάσανο βαρτανέα = φυτό λυγαριά βαρυαγρανεμία = άνεμος ισχυρός βαρυγάστριν = ζώο ετοιμόγεννο βαρυγλωσσίζω = βραδύγλωσσος βαρυγνωμώ = δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι βαρύγνωστος = ο δύσκολα γνωριζόμενος βαρυδούλης = εκείνος που έχει βαριά εργασία βαρυδούλιν = εκείνο που χρειάζεται πολλή εργασία βαρυζύγια = πρόσβαρα βαρυζύγιν = πρόσβαρο βαρύθυμος = βαρύθυμος, ευερέθιστος βαρυκάρδεμαν = θλίβομαι, απογοητεύομαι βαρυκαρδίζω = θλίβομαι, απογοητεύομαι βαρυκάρδισμαν = θλίβομαι, απογοητεύομαι βαρύκαρδος = πολύ θλιμμένος βαρυκαρδώ = θλίβομαι, απογοητεύομαι βαρυκέφαλος = μυαλωμένος βαρυκολία = δυσκινησία βαρύκολος = δυσκίνητος βαρυκωφίζω = έχω βαρηκοΐα βαρύκωφος = βαρήκοος βαρύλογος = εκείνος που λέει λόγους υβριστικούς βαρύνω = βαρύνω βαρυπνάσκουμαι = κοιμάμαι βαριά βαρυπόδης = βραδυκίνητος βαρυπούλετος = εκείνος που δύσκολα θα πουληθεί βαρυπούλιν = εκείνος που δύσκολα θα πουληθεί βαρύς = βαρύς βαρυσκέλης = βαθύς ύπνος βαρυστενάζω = αναστενάζω βαθιά βαρύσωμος = βαρύσωμος βαρυταξιδάρης = εκείνος που κάνει ταξίδια μακράς διαρκείας βαρύτιμος = ακριβός βαρυτοπία = εύφορη γη βαρυτράχηλος = σκληροτράχηλος βαρυτσακουτζέα = βαρύ σφυροκόπημα βαρύφαιστος = εκείνος που δύσκολα υφαίνεται βαρυχειμωνία = βαρυχειμωνία βαρυχειμωνιτσία = βαρυχειμωνιά βαρυχνάς = εφιάλτης βαρύψυχος = εκείνος που έχει ογκώδης σώμα και είναι δυσκίνητος βάρωμα = βάρος βάσαλμο = βάσαλμο βασανία = βάσανο βασανίζω = βασανίζω βάσανον = τιμωρία, κολασμός βασιγέτ(ιν) = διαθήκη προφορική βασιλακός = βασιλακός βασιλέας = βασιλιάς βασιλεία = βασιλεία βασίλειον = βασίλειο βασίλεμα = βασίλεμα βασιλεύω = βασιλεύω βασιλή = βασιλεία βασιλικός = βασιλικός βασιλοκάστριν = βασιλικό κάστρο βασιλοκόριτζον = κορίτσι βασιλιά βασιλοπούλλιν = αλκυόνη, ψαροπούλι βασιλοσκάμιν = βασιλικός θρόνος βασιλοστούλαρον = ο κυριότερος στύλος που κρατάει τη στέγη βασίσκουμαι = βασίζομαι, στηρίζομαι βασμονή = θόρυβος βασμός = βαθμίδα, σκαλοπάτι βασμόσημον = βαθμίδα, σκαλοπάτι βασταγερός = ανθεκτικός βαστάγι = δέματα με τα οποία συγκρατείται το δισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών βάσταγμαν = αντοχή βασταγμονή = αντοχή βαστάζω = βαστώ βατανλούκιν = εργαλείο τεχνίτη βατάχαντον = είδος βατόμουρου βατία = βατομουριά βατίν = βατομουριά βάτος = βάτος βατόφυλλον = φύλλο βάτου βατταλαλώ = μοιρολογώ βαΰζω = κραυγάζω βαφέας = βαφέας βαφτίζω = βαφτίζω βαφτίσα = βαφτίσια βάφτιση = βάφτιση βάφτισμα(ν) = βάφτισμα βαφτιστικός = βαφτιστικός βαφτοφάει = έδεσμα από καλαμποκίσιο αλεύρι και βούτυρο βάφτω = βυθίζω στο νερό βάχ = εκφράζει παράπονο βαχλανεύκουμαι = λέω βάχ, λυπάμαι καθ’ υπερβολή βάψιμον = βάψιμο βγαίνω = βγαίνω βγάλλω = βγάζω βδέλλα = βδέλλα βδελλάζω = βάζω βδέλλες προς απομύζηση αίματος βδελλόπον = βδέλλα βδομάδα = εβδομάδα βέβαιος = βέβαιος βεβαιώνω = βεβαιώνω βεγκίζω = γαβγίζω βεελζεβούλης = διάβολος βεζίρης = βεζίρης βελάν(ιν) = βελόνα ραψίματος βελόνα = βελόνα πλεξίματος βελονάζω = βελονιάζω βελονέα = τσίμπημα, κεντιά βελονίασμαν = βελόνιασμα βελονίδιν = βελόνα για δίχτυα βελονίζω = βελονίζω βελόνιν = βελόνα ραψίματος βελονίτα = είδος αγριόχορτου βελονοθήκη = βελονοθήκη βελονόπον = βελόνα βελονοτρύπιν = τρύπα της βελόνας βελονόχορτον = αγριόχορτο με φύλλα βελονοειδή βελώνω = ενώνω, συνδέω βένετος = γαλάζιος βέξιμον = βήξιμο βεξίον = βήξιμο βερανέ = ερείπιο βερβερίζω = τρέμω βεργέα = πλήγμα με βέργα βεργέτα = δάχτυλο του αρραβώνα βεργίν = βέργα βερεμάζω = πάσχω από φυματίωση βερέμης = φυματικός βερέμιν = φυματίωση βερέπα = λοξός, πλαγίως βερέπιν = λοξό, πλάγιο βεσιέτιν = διαθήκη προφορική βέσσαλον = τούβλο βέτρα = κουβάς βετρέα = ποσότητα όση χωράει ένας κουβάς βέχας = βήχας βεχίον = βήχας βέχω = βήχω βζήνω = σβήνω βήμα = βήμα βήτα = βήτα βία = βία βιάζω = βιάζω βιασμένα = βιασμένα βιαστός = βιαστικός βιβλίον = βιβλίο βίδα = βίδα βιδώνω = βιδώνω βιδωτός = βιδωτός βιζανίζω = υπερπληθύνομαι βικέα = οσμή του βίκου βικέντρ(ιν) = ράβδος με άκρη σιδερένια βίκιν = βίκος βικόχορτον = χόρτου του βίκου βιλαγιάτιν = βιλαέτι βιλλίν = το αντρικό μόριο βιντίαγμαν = ζώο που βρίσκεται σε οργασμό βιντολόης = βοϊδόμυγα βίντος = βοϊδόμυγα βιντώ = οργώ προς συνουσία βιόπιστος = φιλάργυρος βιόπον = πρόβατο βίος = βίος βιρβιλίτζιν = μικρά κοσμήματα βιρβιρίτζα = σβούρα βιρβιτήριν = σβούρα βιρβιτίδα = σβούρα βισβιριρίτζα = σβούρα βίτζα = ευθύ, λεπτό και ευλύγιστο κλαδί βιτζέα = χτύπημα με βίτζα βιτζοκοπώ = πληγώνω με μαστίγιο βιτζώνω = φεύγω βιωμένος = πλούσιος βλαβερός = βλαβερός βλάμμα = κήλη βλάντιν = φασολιά βλαστάριν = βλαστάρι βλασταρώνω = αναδίδω βλαστούς βλαστημάρης = βλάσφημος βλαστημέας = βλάσφημος βλαστήμεμαν = βλασφημία βλαστημία = βλασφημία βλαστημώ = βλασφημώ βλάφτω = βλάπτω βλάψιμον = βλάψιμο βλαψίον = βλάψιμο βλεμίριν = λείψανο, νεκρός βλεννοκοίλης = εκείνος που έχει εξογκωμένη κοιλιά όπως η βλέννα βλέννος = βλέννα βλημίδιν = δακτυλιόλιθος βλημίν = δακτυλιόλιθος βληχώνιν = το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων βλινέον = άγκιστρο αλιευτικό με δόλωμα βλίντζι = χόρτο φαγώσιμο βλίντον = βλίτο βλογία = ευλογία βλογώ = ευλογώ βλούξα = φλέμα βλουξιστέρα = αντλία από καλάμι βλουξώ = αποχρέμπτομαι βλοχώνιν = το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων βο = αυγό βοάζω = αντηχώ βοανετός = βοή, θόρυβος βοανίζω = κραυγάζω βοάνισμα = κραυγή βοβάκαν = βρέφος βόβολον = είδος χόρτου βογγήσια = βογγητά βόγγυλο = εκείνος που συνέχεια γογγύζει βογγώ = γογγύζω, στενάζω βόδα = χειροποίητη παντόφλα από ύφασμα βοεβόδας = άρχων βόεμα = βοή, θόρυβος βοετός = βοή, θόρυβος βοή = βοή βοήθεια = βοήθεια βοήθεμαν = βοήθεια βοηθή = βοήθεια βοηθητικός = βοηθητικός βοηθιστής = βοηθός βοηθός = βοηθός βοηθώ = βοηθώ βόθα = είδος δακτυλιολίθου βοθράκα = βάτραχος βοθράκια = τεμάχια πουκαμίσου στο μέρος της μασχάλης βόθυλα = το ινίο του κρανίου βοιάκη = πηδάλιο πλοίου βοιάκιν = πηδάλιο πλοίου βοΐζω = κραυγάζω, φωνάζω βοκολείος = τόπος όπου βόσκουν τα ζώα βολά = εποχή, περίσταση βολάζω = βυθίζω κάτι σε νερό βολανάζω = βελονιάζω βολετινά = κατ’ ευχή, ευστόχως βολετός = κατορθωτός βόλιγμαν = βυθίζω βολιδάζω = βυθίζω βολίζω = βυθίζω βολικά = βολικά βόλιν = εύρημα βόλισμαν = βύθισμα βολιστήριν = εργαλείο των χρυσοχόων βολονέα = κεντιά βολονίδιν = βελόνα με την οποία πλέκουν τα δίχτυα βολονίζω = βελονιάζω βολόνιν = βελόνα ραψίματος βομπάκιν = βαμβάκι βόξιμο = κραυγή βόρα = άνεμος βοράζω = πετάω στον αέρα χωρίζοντας τα σήτα από τα άχυρα βορανί = είδος εδέσματος βόρανον = είδος δέντρου βοράουμαι = σκιάζομαι βορδάλακας = βρικόλακας βορδολότιμος = υπερτιμημένος, ακριβός βορδονάρι = είδος δαμάσκηνου βορέας = βοριάς βορθάκα = βάτραχος βορίζω = αερίζω, δροσίζω βόρισμα = δρόσισμα βοριστέρι = ανεμιστήρας, βεντάλια βορίστρα = ανεμιστήρας, βεντάλια βορκού = νωθρή, τεμπέλα βορκώνω = τεμπελιάζω βορώνω = σβήνω βοσκεθίος = βοσκή, βοσκότοπος βόσκεμαν = νομή, βοσκή βοσκή = βοσκή βόσκιγμαν = βόσκω βοσκίζω = βοσκίζω βοσκίον = νομή βόσκισμαν = βοσκή βοσκιχτά = βοσκώντας βοσκοτόπιν = βοσκότοπος βόσκω = βόσκω βοτανάζω = θεραπεύω με βότανα βοτανάσιμον = θεραπεία με βότανα βοτανίασμαν = εκρίζωση παράσιτων χόρτων κήπου βοτανίζω = εκριζώνω παράσιτα άγρια χόρτα βοτάνιν = βότανο βοτάνισμαν = εκρίζωση παράσιτων χόρτων κήπου βότανον = βότανο βοτράχα = βάτραχος βοτρύδιν = τσαμπί σταφυλιού βούβα = σούφρα βουβάλιν = βουβάλι βουβάν(ιν) = κυψέλη βουβανίζω = σκαλίζω, σκάυω βουγανετός = βοή, θόρυβος βουγανίζω = κραυγάζω βουγάνισμα = κραυγή βουδάγγελος = ηλίθιος, χοντροκέφαλος βουδάνος = βόδι βούδας = γεωργός βουδέα = οσμή βοδιού βουδέκο = μικρό βόδι βουδέτα = εργασία με τη βοήθεια του βοδιού βούδιν = βόδι βουδοπέτζιν = δέρμα βοδιού βουδόπον = μικρό βόδι βουδότα = εργασία με τη βοήθεια του βοδιού βουδόφ’λλα = είδος φυτού με πλατιά φύλλα βούζ = βούισμα βουζβούζ = βούισμα βουζβουζίκα = είδος σβούρας βουζβούρα = σβούρα βουζβουστέρα = είδος σβούρας βουζλαεύω = βουίζω βούζουνος = πυώδες εξοίδημα τού δέρματος βουζτιρίκα = σβούρα βουητό = βουητό βούθεια = βοήθεια βούι = επιφώνημα που εκφράζει φόβο, τρόμο βούκα = μπουκιά βουκάχος = ανόητος, μωρός βουκέα = δαγκωματιά βουκεντρέα = χτύπημα με βουκέντρι βουκέντριν = ράβδος της οποίας το άκρο είναι σιδερένιο βουκιάζω = δαγκώνω βουκολείον = βοσκότοπος βουκόλος = βοσκός βουκώνω = μπουκώνω βούλα = σήμαντρο βουλάζω = βυθίζω σε νερό βουλγαροπούλλα = κόρη Βουλγάρου βουλή = βούληση βουλίζω = βυθίζω βουλικά = βολικά βουλιούμαι = προτίθεμαι, σκοπώ βουλώνω = σφραγίζω βουλωτός = βουλωμένος βουμπακάς = βαμβάκι βουμπακένος = βαμβακερός βουμπακερός = βαμβακερός βουμπάκι = βαμβάκι βουμπακοπρόσωπος = παχουλοπρόσωπος βουμπακορράμμιν = βαμβακερή κλωστή βούμπουρος = είδος πετούμενου εντόμου που παράγει βοή βουνέα = κόπρανα βοδιού βουνέσιος = βουνήσιος βουνέτες = βουνήσιος βουνίζομαι = φέρομαι ως βουνό βουνός = βουνό βουντάχ(ιν) = φάσκιωμα βουονίζω = βράζω βούρα = χούφτα βουράζω = δράττομαι βουράσιμον = δράττομαι βούρασμαν = δράττομαι βουρβουλίζω = τεμαχιάζω βουρβουρύζω = αφθονώ, βρίθω βουρβουταρίζω = συνωστισμός ζωυφίων βουρβουτίζω = συνωστισμός ζωυφίων βουρδοκεντρέα = ράβδος με την οποία οδηγούν τα μουλάρια βουρδοκεντρέας = οδηγός μουλαριού βουρδουλίζω = μουγκρίζω βουρέα = ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης βουρίζω = ηχώ, βομβώ βουρίτζα = ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης βούρκα = βούρκος βουρκανίζω = υβρίζω, απειλώ βουρκεντέα = χτύπημα με βουκέντρι βουρκεντρία = χτύπημα με βουκέντρι βουρκέντριν = ράβδος της οποίας το άκρο είναι σιδερένιο βούρκον = βούρκος βουρκωμένος = βουρκωμένος βουρόπον = λίγη ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης βουρουλεύκουμαι = ερωτοχτυπιέμαι βουρούχι = μεγάλος πλήθος βούρτζα = βούρτσα βουρτζίζω = βουρτσίζω βουρτζίζω = ολισθαίνω βουρτζίν = είδος βούρτσας βούρτζισμα = βούρτσισμα βουρτζίτης = είδος μύκητα με σχήμα βούρτσας βούς = βόδι βουταλίζω = βυθίζω σε νερό βουτάν(ιν) = βότανο βουτάχαντον = είδος βατόμουρο βουτζίγομαι = βυθίζομαι βουτζίν = βαρέλι βουτζώνω = βυθίζομαι βούτημα = βουτιά βουτίζω = βουτώ βούτικο = μαλακό, τρυφερό βούτορον = βούτυρο βουτορόπον = βουτυράκι βουτουράπιν = είδος αχλαδιού βουτουράρικον = εκείνος που αποδίδει πολύ γάλα βουτουράς = έμπορος βουτύρου βουτουρέα = οσμή βουτύρου βουτουρένος = βουτυρένιος βουτουρερή = δοχείο βουτύρου βουτουρίτα = είδος φυτού βουτουροβάρελον = βαρέλι βουτύρου βουτουροκόβλακον = ξύλινο δοχείο για βούτυρο βούτουρον = βούτυρο βουτουροτζούκαλον = πήλινο δοχείο βουτύρου βουτουρόχορτον = αγριόχορτο χρησιμοποιούμενο για την παραγωγή βουτύρου βουτουρώνω = βουτουρώνω βουτώ = βουτώ βουώ = βυθίζω σε υγρό και λερώνω βόχα = μπόχα, δυσοσμία, βρώμα βόχον = είδος αγριόχορτου βοχώ = βρωμώ βοώ = κραυγάζω, φωνάζω βραβύλιν = άγρια δαμασκηνιά βραβυλίτζα = είδος δαμάσκηνου βράγμαν = βρεγμένο βραδάζω = βραδιάζει βραδανός = βράδυ βραδενέσιος = βραδινός βραδενός = βραδινός βραδένω = βραδιάζει βραδεσινέσιν = το βραδινό βραδεσινός = βραδινός βραδέσιος = βραδινός βραδή = βράδυ βραδινάζω = βραδιάζει βραδινέσιν = βραδινό βραδινός = βραδινός βραδινός = βραδύς στις κινήσεις βραδούτζικο = η εσπέρα βράδυ = βράδυ βραδύγλωσσος = βραδύγλωσσος βραδυμέρι = βράδυ βραδύνω = βραδιάζει βραδυσινός = βραδινός βραζούδι = εν βρασμό οίνος βράζω = βράζω βρακανίζω = μιλώ θορυβωδώς κράζοντας σαν βάτραχος βρακίν = σώβρακο, βρακί βρακοζωνάζω = περνώ ζώνη στο σώβρακο βρακοζωναστέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζωνάστρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζώνιν = ζώνη του βακιού βρακοζωνιστέρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζωνιστέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζωνίστρα = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζωνοσύρτες = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοζωνοτέριν = ξύλινη βελόνα με την οποία περνούν τη βρακοζώνη μέσω της θηλιάς του βρακιού βρακοθελέα = θηλιά του βρακιού βρακόλακας = βρικόλακας βράκωμα = πανί βρέφους χρησιμοποιούμενο ως βρακί βρακώνω = ντύνω με βρακί βράσα = ευλογιά βρασάρης = βλογιοκομμένος βρασάσκουμαι = προσβάλλομαι από ευλογιά βρασέας = βλογιοκομμένος βράση = βρασμός βράσιμον = βράσιμο βρασίος = βρασμός βράσμαν = βρασμός βρασμός = βρασμός βρασοκομματάουμαι = αποκτώ στο πρόσωπο ουλές εξανθημάτων ευλογιάς βρασοκομματάρης = βλογιοκομμένος βρασοκομμένος = βλογιοκομμένος βραστάριν = πρόχειρο φαγητό από θρύμματα άρτου βραστή = φαγητό παρασκευασμένο με ποικίλα υλικά βραστόπον = λίγη ποσότητα «βραστής» βραστοχόρταρα = χόρτα κατάλληλα για «βραστή» βράσωμαν = ο πάσχων από ευλογιά βρασώνω = μεταδίδω την ευλογιά βρατέρα = δειλινό βρατερίζω = κλίνω προς τη δύση βραχάλιν = βραχιόλι βραχαλίτζα = το φυτό αιγόκλημα βράχαλο = φυτό της οικογένειας των πτεριδοειδών βραχαλώνω = περνώ βραχιόλι στο χέρι βραχιαλού = είδος αχλαδιού βραχιόνι = βραχίονας βραχνία = βραχνία βραχνίτα = είδος χόρτου φαγώσιμου βραχνίτζα = είδος χόρτου φαγώσιμου βραχόλιν = βραχιόλι βραχόνα = βραχίονας βρέξιμον = βρέξιμο βρεξίον = βροχή βρέφος = βρέφος βρεφούλλιν = βρέφος βρεχανίζω = βρέχω βρεχή = βροχή βρεχίον = βρέξιμο βρεχίτα = είδος παπαρούνας που ανθίζει μετά τη βροχή βρέχω = βρέχω βρί = μόριο που δηλώνει χαμηλή και συνεχής ομιλία βρίδες = ψητά κάστανα βρίζω = βρίζω βρίκα = φλύαρος βρισία = βρισιά βρίσκω = βρίσκω βριστής = υβριστής βροθάκα = βάτραχος βροθάκιν = βάτραχος βροθακίτζα = βατραχάκι Βροθακιτζής = όνομα ήρωα παραμυθιού που μεταμορφώνεται σε βάτραχο βροθακίτζος = βατραχάκι βροθακοζώμιν = νερό όπου διατρέφονται βάτραχοι βροθακόπον = βατραχάκι βροθακοπούλλιν = νεογνό βατράχου βροκολακιάζω = βρικολακιάζω βρόλος = δυσοσμία αποσύνθεσης βρόντεμαν = βροντή βροντή = βροντή βροντήσι = είδος μύκητα ο οποίος φυτρώνει κατόπιν βροντής βροντινός = βρόντος βρόντος = βρόντος βροντώ = βροντώ βρορακολίμνιν = λιμνάζοντα νερά με βατράχους βροτύδι = τσαμπί βροτύλιν = τσαμπί βροτύρι = τσαμπί βρούδα = λειχήνες που αναπτύσσονται στα υγρά κεραμίδια βρούλα = σβούρα βρούλα = φλόγα βρουλακίζω = φλέγομαι βρουλάκιμον = ισχυρές φλόγες βρουλάκισμαν = ισχυρές φλόγες βρουλίζω = φλέγομαι βρουλίζω = απογυμνώνω βρούτζι = αποξηραμένα φρούτα βρούχνα = μούχλα βρουχνάζω = μουχλιάζω βρουχνάρης = μουχλιαμένος βρουχνέα = οσμή μούχλας βρούχνος = μούχλα βροχάτος = βροχερός βροχερός = βροχερός βροχή = βροχή βροχόνερον = βροχόνερο βροχόπον = βροχούλα βροχοτόπιν = βροχότοπος βροχώνω = συρρέω βροχηδόν βρύμαν = περιουσία βρύον = φυτό βρύο βρυχειλάρης = εκείνος που έχει παχιά χείλη βρυχείλη = χείλη βρυχείλης = εκείνος που έχει παχιά χείλη βρώμα = βρώμα βρωμάρης = δυσώδης βρωμέας = βρωμιάρης βρώμεμαν = δυσοσμία βρωμίτζα = χόρτο δύσοσμο βρώμος = δυσωδία βρωμούσα = βρωμούσα βρωμοχόρταρον = κώνειο βρωμώ = βρωμώ βρώση = τροφή με ευχάριστη γεύση βύζαγμαν = θήλασμα βυζαλαχτούρα = τροφός βυζαλίζω = θηλάζω βυζαλιστέριν = βρέφος που θηλάζει βυζαλίστρα = τροφός βυζαλιχτούριν = βρέφος που θηλάζει βυζανίσκω = θηλάζω βυζάνω = βυζάνω βυζάξιμον = θηλασμός βυζαστέριν = βρέφος που θηλάζει βυζάστρα = θηλάζουσα γυναίκα βυζερόν = βρέφος που θηλάζει βυζιλίστρα = τροφός βυζιλιτσάρα = γυναίκα γαλουχούσα βυζίν = βυζί βυζορρώγιν = θηλή του μαστού προβάτου βυθίσκομαι = πέφτω σε λήθαργο βύθος = λήθαργος βύσνα = βυσσινιά βυσνοζώμιν = βυσσινάδα βυτίνα = μεγάλο πιθάρι βώκος = ανόητος, μωρός βωλάριν = βώλος βώλιν = βώλος χώματος βωλοκοπώ = θραύω τους βώλους βώτα = αυτί Γγαβά = καφές γαβάθα = γαβάθα γαβάλιν = αυλός, φλογέρα γαβάνα = δοχείο ξύλινο προς διατήρηση βουτύρου γαβανέα = ποσότητα όση χωράει η γαβάνα γαβανεά = χτύπημα δια της γαβάνας γαβανοκέφαλος = εκείνος που έχει κεφάλι σαν τη γαβάνα γαβανούμαι = κυρτώνομαι γαβατζής = καφεπώλης γαβάχιν = λεύκη γαβούζιν = κρανίο γαβουνάπιν = αχλάδι με γεύση πεπονιού γαβούνιν = πεπόνι γάβουνος = τυφλοπόντικας γαβουρεύω = καβουρδίζω γαβράνα = κυψέλη μελισσών γαβράνιν = κυψέλη μελισσών γαβρανοκέφαλος = χοντροκέφαλος Γαβρεήλης = Γαβριήλ γαβρίν = πολύ ξηρό γαγάτζι = φασόλι γαγγαλιάζω = γαργαλίζω γαγγαλίζω = γαργαλίζω γαγγαλώ = γαργαλώ γαγγάμιν = είδος αλιευτικού δικτύου για αλιεία οστράκων γάγγλα = γαργάλισμα γαγγλάζω = γαργαλιέμαι γαγγλάζω = παθαίνω εξάρθρωση γαγγλιάζω = γαργαλίζω γάγγρα = παραλυσία γαγγρίν = κρέας άπαχο και ισχνό γαγγρός = παράλυτος γαγγρώ = ισχναίνομαι γάγγρωμαν = παράλυση γαγγρώνω = παραλύω γαγγυλάζω = γαργαλίζω γαγιά = εξάρτημα γυναικείας ενδυμασίας γαγκάζω = κλαίω γοερώς γαγκανίζω = κλαίω γοερώς γαγκλάζω = κραυγάζω γάγκλασμαν = κραυγή γάγλε = βραδέως, ησύχως γαζάλα = το πέσιμο των φύλλων το φθινόπωρο γαζανεύω = αποκτώ χρήματα γάζγανον = το πολύ ξερό πράγμα γαζίλιν = τρίχα της γίδας γαθός = αγαθός γαιβάσα = σιγά γαιδαρίτζα = γάιδαρος γαιδαρίτζης = γάιδαρος γάιδαρος = γάιδαρος γαιδουρακός = γαϊδουρινός γαιδουράπιν = είδος μεγάλου αχλαδιού γαιδουράς = ονηλάτης γαιδουράχαντον = γαϊδουράγκαθο γαιδουρέα = οσμή γαϊδουριού γαιδουρέσιος = γαϊδουρινός γαιδουρεύω = φέρομαι σαν αγροίκος και βάναυσος γαιδουριάρης = ονηλάτης γαιδούριν = γάιδαρος γαιδουρίτα = γαϊδουράγκαθο γαιδουρίτζος = γάιδαρος γαιδουρίτικα = γαϊδουρινά γαιδουροκέφαλος = γαϊδουροκέφαλος γαιδουρόμηλον = είδος μήλου μεγάλου μεγέθους γαιδουρομούλαρον = μουλάρι που μοιάζει με γάιδαρο γαιδουροπούλλιν = νεογνό γαϊδάρου γαιδουρόπ’λλον = γάιδαρος γαιδουροσύνα = γαϊδουροσύνη γαιδουρότε = γαϊδουροσύνη γαιδουροφόρτιν = φορτίο γαϊδουριού γαιδουρόχτιστος = πλασμένος ως γαϊδούρι γαΐζω = κλαυθμυρίζω γαϊλα = καρακάξα γαιλάκριν = ακρογιαλιά, παραλία γαιλόνιν = πλοίο γαίμα = αίμα γαιμάχ(ιν) = καϊμάκι γάισμαν = κραυγή γαιτάνιν = λεπτό σχοινοειδές πλέγμα από μετάξι που χρησιμοποιείται για διακόσμηση ενδυμάτων γαιτανλάεμαν = κοσμώ με γαϊτάνι γαιτανλαεύω = κοσμώ με γαϊτάνι γαιτανλής = ο κοσμημένος γαϊτάνι γαιτανοφρύδης = εκείνος που έχει φρύδια σαν γαϊτάνι γαιτανώνω = κοσμώ με γαϊτάνι γαΐχιν = καΐκι γαϊχώνω = λυγίζω γάλα = γάλα γαλαζανίν = ακατάστατο σπίτι γαλαθέας = γαλαθηνός γαλαθηνός = γαλαθηνός γαλανός = γαλανός γαλαπαλούχ(ιν) = πλήθος πραγμάτων περιττά γαλαπότιν = γαλαθηνός γαλάρικον = εκείνος που παρέχει πολύ γάλα γαλαστάτες = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται τα δοχεία γάλακτος γαλαταρία = γαλακτοφόρος γαλατάς = γαλατάς γαλατέα = οσμή γάλακτος γαλατένος = γαλατένος γαλατερός = γαλατερός γαλατεύω = παράγω γάλα γαλάτικο = παρασκευασμένο από γάλα γαλατικόν = προϊόν γάλακτος γαλατίτα = είδος αγριόχορτου γαλατίτζα = γαλακτώδης καρπός αραβοσίτου γαλατίτζα = γαλατάκι γαλατοζώμιν = ζωμός γάλακτος γαλατόθρεφτος = ο θρεμμένος με γάλα γαλατοκάρσανον = μεγάλο πινάκιο για γάλα γαλατοκολόγκυθον = φαγητό από κολοκύθα βρασμένη με γάλα γαλατομάλεζον = αλευρόσουπα παρασκευασμένη με γάλα γαλατόπον = λίγο γάλα γαλατοσίρβιν = σούπα παρασκευασμένη με γάλα γαλατούδα = είδος αγριόχορτου γαλατούσα = νωπός και γαλακτώδης καρπός του αραβοσίτου γαλατούτζα = είδος αγριόχορτου γαλατοφάει = ρυζόγαλο γαλατοχάβιτζον = έδεσμα από αλεύρι και γάλα γαλάτωμαν = καρύκευμα με γάλα γαλατώνω = καρυκεύω με γάλα γαλαφόρος = λευκή σαν το γάλα γαλαχτίνα = είδος εδωδίμου μύκητα γαλαχτίτα = είδος αγριόχορτου γαλαχτώνω = αλείφομαι, ρυπαίνομαι με γάλα γαλγανίζω = φλέγω, καίω γαλέα = οσμή γάλακτος γαλέα = είδος ψαριού γαλενά = ήσυχα, ήρεμα γαλένεμαν = καταπράϋνση, γαλήνη γαλενεύω = γαληνεύω γαλενίζω = γαληνεύω γαλένιος = γαλήνιος γαλένισμαν = γαλήνια γαλενός = γαλήνιος γαλέντζα = ξύλινο πέδιλο γαλέχουλεν = χλιαρό γαλεχουλένω = θερμαίνω λίγο γάλη = βραδέως γαλήνεμαν = γαληνεύω γαλήνετος = γαλήνιος γαληνεύω = γαληνεύω γαλήνη = γαλήνη γαληνίζω = είμαι γαλήνιος, ήσυχος γαληνισία = πλήρης νηνεμία γαλιόνιν = πλοίο γαλίπ(ιν) = καλούπι γαλίτα = είδος αγριόχορτου γαλίτζι = σιγανό, ήρεμο γαλίτζια = σιγά, ήρεμα γαλίψιμο = έδεσμα από γάλα με τεμάχια ψωμιού γαλοκολόγκυθον = φαγητό από κολοκύθα βρασμένη με γάλα γαλόπον = λίγο γάλα γαλοπότικον = γαλαθηνός γαλοσίλ(ιν) = σούπα παρασκευασμένη με γάλα γαλοσίρβιν = σούπα παρασκευασμένη με γάλα γαλοστάτες = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται δοχεία με γάλα γαλοφάει = ρυζόγαλο γαλοχάβιτζον = έδεσμα από αλεύρι και γάλα γαλόχοντρος = είδος ρυζόγαλου γαλόψωμον = έδεσμα από γάλα με τεμάχια ψωμιού γαλπάχ(ιν) = σκούφια γαλτουρούμ(ιν) = λιθόστρωτος δρόμος γάμα = ξίφος, σπαθί γαμάδιν = γωνία γαμαρίζω = λερώνω γαμέας = λάγνος γαμμαδέα = ποσότητα όση χωράει μια γωνία γαμοκέριν = κερί που στέλνουν ως πρόσκληση για γάμο γαμοκύρης = ο πρωτοστάτης του γάμου πατέρας γάμος = γάμος γαμοστόλος = γαμήλια πομπή γαμοφόρος = καλεσμένος του γάμου γαμπρακά = γαμπριάτικα γαμπρέσα = γαμπριάτικα γαμπριάτικα = γαμπριάτικα γαμπροκάλεσμα = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο γαμπροκούριν = το κούτσουρο που πρέπει να σπάσει ο γαμπρός για δείξει ότι είναι ικανός ν’ αναλάβει τα έξοδα της οικογένειας γαμπρολάλεμαν = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο γαμπρολάλιν = το κάλεσμα των γονιών της μνηστής μετά το γάμο γαμπρός = γαμπρός γαμπροσκάμνιν = το κάθισμα όπου κάθεται ο γαμπρός για το ξύρισμα γαμπροστόλισμαν = ενδεδυμένος γαμπρός γαμπρουλάκης = γαμπρός γαμπροχώριν = χωριό όπου έχει εγκατεστημένους πολλούς γαμπρούς γαμψέα = χτύπημα με μαστίγιο γαμψίν = μαστίγιο γαμώ = νυμφεύομαι γαναβράζω = αισθάνομαι κούραση, μουδιάζω γαναράς = χάσμα γης γανάτ(ιν) = φτερούγα γανατώνω = δένω βιβλίο γαναχτέας = αγαναχτισμένος γανάχτεμαν = αγανάκτηση γαναχτία = αγανάκτηση γαναχτώ = αγανακτώ γανεύω = καταλαβαίνω γανίδι = άνθρωπος κατάμαυρος γανίλα = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη γαντάρ(ιν) = μονάδα βάρους γανταρά = μεγάλος γωνιαίος λίθος γαντζώνω = γαντζώνω γαντηλώνω = αρχίζω να πυρώνω γαντουρεύω = πείθω γάνωμα = κασσιτέρωμα σκεύους γανώνα = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη γανώνω = κασσιτερώνω γανώνω = διψώ πολύ γαπαράμα = γάλος γαπαρεύω = εξογκώνομαι, φουσκώνω γαπάχ(ιν) = καπάκι γαπαχώνω = καπακώνω γαραγλίδιν = εξόγκωμα γαραλαΐα = ισχυρή κραυγή γαραλαΐζω = κραυγάζω γοερά γαραλάισμα = ισχυρή κραυγή γαραμάτα = δημόσιοι φόροι γαραμψέα = οσμή μαϊντανού γάραμψον = μαϊντανός γαραμψόσπορον = σπόρος μαϊντανού γαραρεμός = λαιμαργία γαραφίλ(ιν) = γαρίφαλο γαργαλάκ(ιν) = ξυλαράκι γαργαλίδα = εξόγκωμα γαργαλιδάζω = βγάζω εξόγκωμα γαργαλιδάριν = εκείνος που έχει εξογκώματα γαργαλιδάσιμον = βγάζω εξόγκωμα γαργαλιδέας = εκείνος που έχει πολλά εξογκώματα γαργαλιδομμάτης = εκείνος που έχει μεγάλα εξογκωμένα μάτια γαργαλίζω = γαργαλίζω γαργαλομμάτης = εκείνος που έχει μεγάλα εξογκωμένα μάτια γάργαλος = διογκωμένος γαργαλώνω = διεστραμμένοι οφθαλμοί γαργασέας = ταραξίας γαργασεύω = θορυβώ γαρδαλεύω = ψάχνω, ερευνώ γαρδελάζω = αποκτώ πολλά παιδιά γαρδέλιν = γεράκι γαρδίλης = εκείνος που έχει μεγάλους οφθαλμούς γαρδίλιν = οφθαλμοί σαν διεστραμμένοι γαρδιλομμάτης = εκείνος που έχει γουρλωτούς οφθαλμούς γαρδιλώνω = γουρλώνω γαρέζης = εχθρός γαρή = γυναίκα γαρίζω = ξεφωνίζω γαρίπ(η)ς = αλλοδαπός γαρίπ(ι)κον = έρημο γαριπία = κατάσταση του ξένου γαρκόν = αρκούδα γαρματζάς = χονδροειδής, χοντροκαμωμένος γάρος = άχρηστος ζωμός μετά το έκκριμα των ελαιών στο ελαιοτριβείο γαρπούζι = καρπούζι γαρσού = απέναντι γάρτ(ιν) = λαχανικό του οποίου παρήλθε η εποχή γάρτζα = άγκιστρο γάρτζου-γούρτζου = με λαρυγγισμούς γαρτζουφουλίζω = μαδώ τις τρίχες της κεφαλής γαρτύνω = λαχανικό που αποβάλλει την νωπότητα, τραχύνομαι, σκληραίνομαι γαρφουλίζω = γρατζουνίζω γάστρενο = πήλινο σκεύος πλατύστομο γαστρίν = γλάστρα γάστριν = ζώο που εγκυμονεί γαστρώνω = γκαστρώνω γατεμλίν = καλορίζικο γατεύω = αποδιώκω, αποπέμπω γατζανία = διάρροια γατής = τούρκος ιεροδίκης γάτιν = όροφος οικοδομής γατιρτζηλούκ(ιν) = επάγγελμα αγωγιάτη γατιρτζής = αγωγιάτης γατράν(ιν) = πισσάσφαλτος γατρανώνω = επαλείφω με πισσάσφαλτο γβαίνω = βγαίνω γβάλλω = βγάζω γδέρω = γδέρνω γδύζω = γδύνω γεία = υγεία γεικάζω = εικάζω γείταινος = ο τάδε γειτονακός = γειτονικός γείτονας = γείτονας γειτόνεμαν = γειτονικές σχέσεις γειτονεύω = γειτονεύω γειτονία = γειτονιά γειτονικός = γειτονικός γειτονίτζα = μικρή γειτονιά γειτονοπούλλιν = γειτονόπουλο γείτος = ο τάδε γέλαγμαν = γέλασμα γελάζω = απατώ γέλασμα = γέλασμα γελαστέας = γελαστός γελαστηρούδι = σκώπτης γελαστός = γελαστός γελάτεια = πράγμα άξιο γέλιου γελαχτέας = δόλιος, απατεώνας γελέφιν = πέτρινη γούρνα βρύσης γελεφόνερον = νερό πέτρινης γούρνας γελίος = γέλιο γελκιάνιν = ιστίο γελοκλαινίζω = κάνω κάποιον να γελά και να κλαίει συγχρόνως γέλος = γέλιο γελουσία = πράγμα άξιο γέλιου γελύσι = λάσπη γελώ = γελώ γεματίζω = γευματίζω γεμάτος = γεμάτος γεμενία = υπόδημα ανδρικό από κατσικόδερμα γεμενιτζής = υποδηματοποιός "γεμενίων" γεμίζω = γεμίζω γεμίσα = οπωρικά, φρούτα γέμος = γέμισμα γεμουρόμηλον = μήλο «γέμουρας» γεμώνω = γεμίζω γέμωστρον = αντλία γένα = γένια γενάδα = γενειάδα γεναμώνω = ωριμάζον καρπός γενάτες = εκείνος που έχει γένια γενεά = γενιά γενεάδοι = συγγενείς γένειν = γένια γενετή = γέννηση γενικά = γενικά γενίτσαρος = γενίτσαρος γέννα = γέννα γέννεμαν = γέννημα γεννεμασία = γέννημα γεννεπλασέα = γέννηση γεννέτρα = γυναίκα που γεννά παιδιά γέννημαν = τέκνο γεννημασία = γέννημα γεννητά = καταγωγή γεννοπλάσκουμαι = δημιουργούμαι, γίνομαι γεννούλιν = ζώο που γέννησε ή που πρόκειται να γεννήσει γεννουλομάλλιν = μαλλί προβάτου που έχει γεννήσει γεννούρι = πυώδες εξοίδημα του δέρματος γεννοχτίσκουμαι = δημιουργούμαι, γίνομαι γεννώ = γεννώ γένος = γένος γερά = πληγή, τραύμα γεραδέας = γεμάτος πληγές γέρακας = γέρακας γεράκιν = γεράκι γερακίτης = είδος εδωδίμου μύκητα γερακοπλούμιστος = ποικιλόχρωμης γερακοπούλλιν = νεογνό γερακιού γεραλαεύκουμαι = πληγώνομαι, τραυματίζομαι γεραλής = πληγωμένος γέραμαν = γήρας γερανέον = γαλάζιος γερανίζω = αποκτώ χρώμα γαλάζιο γερανίν = κυανόχρωμος, γαλάζιος γερανίν = πτηνό γερανός γερανός = πτηνό γερανός γερανόφορος = εκείνος που φοράει ένδυμα σε γαλάζιο χρώμα γερανοφορώ = φορώ ένδυμα σε γαλάζιο χρώμα γερανώνω = θαμπώνω γέρασαμαν = γήρας γερατεία = γεροντική ηλικία γεργάνιν = πάπλωμα γερίζω = εμπαίζω γερίν = διαμέρισμα μάνδρας όπου μένουν τα μικρά ζώα γεριντίζω = σιχαίνομαι γερίτζικος = γεροντάκι γερίτζος = γεροντάκι γεροντακός = γεροντικός γεροντάρης = γηραλέος γεροντάς = γέροντας γεροντίζω = γερνώ γεροντικά = γεροντικά γεροντικός = γεροντικός γεροντίτζης = γέροντας γεροντοκόριτζον = γεροντοκόρη γεροντοπάλαλος = γέροντας παλαβός γεροντωτός = σχεδόν γέρος γεροπαλαλός = γέροντας παλαβός γεροπαλαλώνω = τρελαίνομαι στα γεράματα γεροπόρνος = γέρος ακόλαστος γερός = γερός γεροταφίζω = γηροκομώ γέροντα μέχρι θανάτου γερουσία = γήρας γερώ = γερνώ γερωσύνα = γεροντική ηλικία γερωτός = σχεδόν γέρος γεσαλίν = καλοθρεμμένος, ευτραφής γετίμιν = ορφανό παιδί γέφυρα = γέφυρα γεφυράζω = γεφυρώνω γεφύριν = γεφύρι γεφυροκόλιν = σκέλος γέφυρας γεφυροπόδιν = σκέλος γέφυρας γεφυροσκάλιν = σκάλα γέφυρας γεφυροσκούλιν = σκέλος γέφυρας γεφυρώνω = γεφυρώνω γεφυρώτα = γέφυρα γη = γη γηραλέος = γηραλέος γήτεμα = απάτη, φενακισμός γητεύω = γητεύω, μαγεύω για = για για = χάριν τινός γιαβάνιν = χωρίς βούτυρο γιαβανωτός = φαγητό με λίγα καρυκεύματα γιαβέρης = γιαβέρης γιαβρίν = χαϊδευτικά το μικρό παιδί γιαγιάνης = πεζός γιάγιας = ο μεγαλύτερος αδελφός σε σχέση προς τον μικρότερο γιαγλαεύω = επαλείφω με λίπος γιαγλίν = πολύ βουτυρωμένος γιάγλος = πάχος, λίπος γιαγλοφτέριν = είδος φτέρης υδροχαρούς γιαγλώνω = λερώνω με λίπος γιαγμά = λεηλασία γιαγούζιν = εκείνος που έχει μαύρο χρώμα γιαζιλαεύω = εξομαλίζω γιαζίν = πεδιάδα γιαζμά = πολύχρωμος ανδρικός κεφαλόδεσμος γιακά = γιακάς γιακούνιν = πυρκαγιά Γιακώφης = όνομα πατριάρχου της Γραφής Ιακώβ γιαλάκιν = δοχείο για τροφή σκύλου γιαλακώνω = κοιλαίνομαι γιαλέα = πήλινο τρυβλίο γεννώμενο με γυάλινη ουσία γιαλένος = γυάλινος γιαλίζω = γυαλίζω γιαλίν = γυαλί γιαλιστερός = γυαλιστερός γιαλοκόμματος = κομμάτι γυαλιού γιαλός = γιαλός γιαλοτόπιν = τόπος γιαλού γιαλόχειλον = αγκρογιαλιά γιαλώνω = γυαλίζω γιαμό = παιδιά σφαιροβολίας γιάμ’ = άραγε, μήπως γιανά = για να γιανεμός = θεραπεία γιανέσκω = γιάνω γιανίζω = παρεκκλίνω πλευρίζοντας γιανίκαρας = έλκος στομαχιού γιάνιν = πλάι, πλευρά γιαπίν = κτήριο, οικοδομή γιαρά = γερά γιαραεύω = χρησιμεύω γιαραμάζης = άχρηστος γιαρένος = φίλος, έτερος γιαριμπώνω = κοιτώ με βλέμμα απλανές γιάριν = αγαπητό πρόσωπο γιάρτι = προ ολίγου γιαρτίμιν = βοήθεια γιασεμίν = γιασεμί γιασίριν = αιχμάλωτος πολέμου γιασλανεύω = εξαπλώνω γιατί = γιατί γιατρεία = γιατρειά, θεραπεία γιάτρεμα(ν) = θεραπεύω γιατρεμονή = γιατρειά, θεραπεία γιατρεύω = γιατρεύω γιατρικόν = φάρμακο γιατρός = γιατρός γιατροσύνη = ιατρικό επάγγελμα γιαχνίν = αχνισμένο φαΐ γίγαντος = γίγαντας γιλτουρούμιν = κεραυνός γιλώπιν = ζιζάνιο των σιτηρών γίνα = τρίχα αλόγου γινέσκομαι = γίνομαι γίνομαι = γίνομαι γιοζόμαλλο = μαλλί δεύτερης κουράς γιόκας = γιόκας γιολαεύω = προπέμπω, κατευοδώνω γιολονίτζα = γλωσσού γιολτζής = διαβάτης γιόμα = κάλος με τον οποίο σύρουν τα πλοία στην παραλία γιονίζω = αποκτώ γιό γιόξα = ή γιοργάνιν = πάπλωμα γιοργανόπον = παπλωματάκι γιορτάζω = γιορτάζω γιορτή = γιορτή γιορτολόγια = η παραμονή των νηστειών και ιδίως της Μεγάλης Τεσσαρακοστής γιοσμαλίκιν = κομψή περιβολή άντρα γιοσμάς = νέος κομψά ντυμένος γιουγούδας = δόλιος, πανούργος γιούδουλον = είδωλο γιούδωλον = είδωλο γιούκιν = στρωμοθήκη γιουκλούκιν = στρωμοθήκη γιουλού = αράχνη γιούρου = γύρω γιούρτιν = πλευρά βουνού κατάλληλη ως βοσκότοπος γιουτουρεύω = με λόγο παρουσιάζω κάτι σαν αληθοφανές γιουτουρμά = λόγος πλαστός προς αληθοφάνεια γιόχσα = ή γιρζεύω = εκχερσώνω έδαφος γλαγγάζω = υφίσταμαι εξάρθρωση γλαδεύω = βγάζω λάδι από ελιές γλάζω = ολισθαίνω, γλιστρώ γλαθάζω = καθαρίζω αυλάκι προς διοχέτευση ύδατος γλαξία = μέρος ολισθηρό γλάξιμον = ολισθαίνω, γλιστρώ γλάριν = σάπιος γλάρος = γλάρος γλασίος = ολίσθηση, γλίστρημα γλαστέριν = μέρος ολισθηρό γλαστερόν = μέρος ολισθηρό γλαστήρα = μέρος ολισθηρό γλάστρα = πέτρα ολισθηρή γλεγιώνω = σαπίζω γλείφω = γλείφω γλενός = λιγνός γλεπέτζος = φαλακρός γλεπίζω = ξεφλουδίζω γλέπιν = φλούδα γλερίν = σκελίδα γλευτήρι = τόπος ολισθηρός γλεύω = γλιστρώ, ολισθαίνω γλεώνω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω γλιντερίδι = λεπτό πράγμα γλίντζης = λεπτός γλίτζα = δοχείο υπερπληρωμένο γλοίασμα = ολίσθηση γλόνω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω γλουπάδα = καρύδι ώριμο του οποίου αφαιρείται εύκολα το πράσινο εξωτερικό φλούδι γλουπαδίζω = ξεφλουδίζω γλουπέκιν = ξεφλουδισμένο γλουπέτζιν = ξεφλουδισμένο γλουπέτζος = φαλακρός γλουπίζω = ξεφλουδίζω γλουπιστός = ξεφλουδισμένος γλουφίδιν = γλύφανο γλουφιτζώνω = βαθουλώνω γλουφώνω = κοιλαίνω με σκάψιμο γλουφωτίζω = σκάβω κάνοντας τρύπα γλουφωτός = βαθουλωτός γλοφώνω = κοιλαίνω με σκάψιμο γλοφωτίζω = σκάβω κάνοντας τρύπα γλοφώτιν = βαθουλωτός γλοφωτός = βαθουλωτός γλυκά = γλυκά γλύκα = γλύκα γλυκάδα = γλυκάδα γλυκάδιν = γλύκισμα γλυκαίνω = γλυκαίνω γλυκάνισον = γλυκάνισο γλυκάντζα = εξάνθημα κεφαλής γλυκάντζιν = πολύ γλυκό γλυκάπιδον = είδος αχλαδιού πολύ γλυκό γλυκάπιν = είδος αχλαδιού πολύ γλυκό γλύκαση = γλυκάδα γλυκασία = γλυκύτητα γλύκασμαν = γλύκισμα γλυκέα = εξάνθημα κεφαλής γλυκήτρα = εξάνθημα κεφαλής γλυκιάζω = γλυκαίνω γλυκίζω = γλυκίζω γλυκιστικά = γλυκά γλυκόγαλαν = γλυκό γάλα γλυκογελώ = αρχίζω να γελώ γλυκόγλωσσος = γλυκομίλητος γλυκοζώμιν = ποτό ζαχαρούχο γλυκοκάλαμον = κανέλα γλυκοκαλάτζευτος = γλυκομίλητος γλυκοκελαηδώ = κελαηδώ γλυκά, μελωδικά γλυκοκοιμούμαι = γλυκοκοιμάμαι γλυκοκολόγκυθον = είδος κολοκυθιού με γλυκιά γεύση γλυκόλαλος = γλυκομίλητος γλυκολαλώ = γλυκομιλώ γλυκόλογος = γλυκομίλητος γλυκομάλεζον = αλευρόσουπα παρασκευασμένη με γάλα γλυκόμηλον = είδος μήλου με γλυκιά γεύση γλυκόποτον = ποτό με γλυκιά γεύση γλυκόστομος = ευπροσήγορος, μειλίχιος γλυκοσύντζαιμαν = μειλιχιότης λόγου γλυκοσυντυχαίνω = γλυκομιλώ γλυκοσυντύχαιτος = γλυκομίλητος γλυκοσύντυχος = γλυκομίλητος γλυκοτέρεμαν = βλέμμα ερωτικό γλυκοτερώ = γλυκοκοιτάζω γλυκοχάντζα = βελτίωση του καιρού μετά από κακοκαιρία γλυκοχαράζει = γλυκοχαράζει γλυκοχυντυχία = ευπροσηγορία γλυκύνω = γλυκαίνω γλυκύς = γλυκός γλυκωτός = υπόγλυκος γλύμαν = υπόλειμμα σαπουνιού μετά τη χρήση γλυμίζω = διαλύω με τριβή γλύνω = διαλύω με τριβή γλύσιμον = διάλυση με τριβή γλυστόν = συντεθλιμμένο, συντετριμμένο γλύστρα = τρίφτης γλυτσήτρα = εξάνθημα κεφαλής γλύτωμα = λύτρωση, σωτηρία γλυτωμονή = απαλλαγή, σωτηρία γλυτωμός = γλυτωμός, απαλλαγή γλυτώνω = γλυτώνω γλυφίδα = γλυφίδα, σμίλη γλυφιδάς = αυτός που κατασκευάζει γλυφίδες γλυφίδιν = γλυφίδα γλυφιδίτζα = γυναίκα λεπτοφυής γλυφιδοπρόσωπος = λεπτός στο πρόσωπος γλυφιδού = γυναίκα σκελετώδης γλυφιδώνω = γίνομαι κάτισχνος γλυφού = εκείνη που γλύφει γλύφτρος = λαίμαργος γλύφω = γλύφω γλυφώνω = κοιλαίνω δια σκαφής γλύψιμον = γλείψιμο γλωθάκα = σιδερένιο όργανο γλώσσα = γλώσσα γλωσσάκα = ψάρι γλώσσα γλωσσάρης = φλύαρος γλωσσάτες = φλύαρος γλωσσέας = φλύαρος γλωσσεύω = φλυαρώ, αντιλέγω γλωσσίτα = γλώσσα γλωσσίτζα = γλωσσίτσα γλωσσοπονίος = πόνος γλώσσας γλωσσοφαγία = γλωσσοφαγιά γλωσσοφαγώ = γλωσσοφάω γναφίν = γνάθος γνέθω = γνέθω γνεύω = γνέφω γνέφα = γρήγορα γνεφίζω = ξυπνώ, ξεμεθώ γνεφός = νηφάλιος, ξύπνιος γνέφω = γνέφω γνώθω = αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι γνωματίζω = αποφαίνομαι γνώμη = γνώμη γνωμιάρης = ισχυρογνώμων γνωμιώ = αποκτώ ίδια γνώμη γνωρίζω = γνωρίζω γνωριμάζω = γνωρίζω, αναγνωρίζομαι γνωριμία = γνωριμία γνώριμος = γνώριμος γνωρισκεύκουμαι = αναγνωρίζομαι γνώρισμαν = γνώρισμα γνωριστός = γνωστός γνώση = γνώση γνώσκω = αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι γνωστεύω = γίνομαι γνωστικός γνωστικά = με σύνεση γνωστικεύω = γίνομαι γνωστικός γνωστικός = γνωστικός γογάς = πηγάδι γογγύζω = βογκίζω, στενάζω γόγγυλας = είδος λάχανου γογγυλομάτης = γουρλομάτης γόγγυλον = είδος λάχανου γογγυλώνω = γουρλώνω γογγυσμός = βογκητό, στεναγμός γογγυστά = γυναίκα που συνεχώς παραπονείται γογγυχτά = γυναίκα που συνεχώς παραπονείται γοιέκη = πηδάλιο πλοίου γοιέκιν = πηδάλιο πλοίου γολάγια = εύκολα γολαγούης = οδηγός γολάι = εύκολο γολγονάζω = βάζω κουδούνι στο λαιμό του ζώου γολγονίζω = κουνώ του κουδούνι στο λαιμό του ζώου γολγόνιν = κωδωνίσκος μοσχαριών γολιμώ = πεινώ πολύ γολοβομμάτης = γουρλομάτης γολόθιν = μικρό ψωμάκι γολτούκ(ιν) = μασχάλη γολτουραεύω = γουργουρίζω γολτούχ(ιν) = μασχάλη γομαράζω = ετοιμάζω φορτίο ζώου γομάριν = φορτίο ζώου γομάτα = γεμάτα γομάτος = γεμάτος γόμος = φορτίο γόμωμα = γέμισμα γομώνω = γεμίζω γομωτής = εκείνος που γεμίζει γονάκ(ιν) = οικία μεγαλοπρεπής, ανάκτορο γονακά = οικογένεια γονατίζω = γονατίζω γονατιστά = γονατιστά γονατιστός = γονατιστός γονατίτζα = δέσμη, αγκαλίδα γονατίτζιν = γόνατο γονατοκλισία = γονυκλισία γόνατον = γόνατο γονάχιν = οικία μεγαλοπρεπής, ανάκτορο γονέος = γονιός γονεύω = στάση αναπαύσεως ή διανυκτέρευσης γονικά = γεννήτορες, γονείς γονικία = γεννήτορες, γονείς γονοκόπουμαι = μου κόβονται τα γόνατα γονουσεύω = ομιλώ, συνομιλώ γοντάχιν = φασκιωμένο βρέφος γονταχλαεύω = φασκιώνω βρέφος γοντζάζω = παγώνω γοντζεύω = φτωχαίνω γοργά = ταχέως γοργολέτζα = πλήθος μικρών παιδιών γοργόρ(ιν) = κωδωνίσκος μοσχαριών γοργορίζω = γουργουρίζω γοργός = γρήγορος γορδίλ(ιν) = εκείνος που γουρλώνει τα μάτια γορδίλης = γουρλομάτης γορδιλομμάτης = γουρλομάτης γορδιλώνω = γουρλώνω τα μάτια γοροσάτες = πλούσιος γορόσιν = γρόσι γοσά = το περιεχόμενο των δύο χεριών συνενωμένων γοσγονίζω = κλέβω κρύβοντας στο θυλάκιο ή στη ζώνη γοσί = χοντρό σκοινί, κάλος γοστουρεύω = δίνω φόρα στο άλογο γοτζαμάνος = γέρων, σύζυγος γότζιν = φτέρνα γούβα = γούβα γουβαθάζω = βαθύνομαι γούβαθος = πολύ βαθύς γουβάλιν = βουβάλι γουβάνιν = κυψέλη μελισσών γουβέτιν = ισχύς, ρώμη γουβίζω = ρίχνω κάποιον μπρούμυτα γουβίν = γούβα γουβιστά = μπρούμυτα γουβιστός = μπρούμυτος γουβιτζώνω = σκάβω ανοίγοντας βαθούλωμα γουβώνω = βαθύνομαι γουγευτέας = γλίσχρος γουγεύω = φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγκουνεύομαι γουδίν = γουδί γουδουλίζω = κόβω τις τρίχες τις κεφαλής μου γουδουλοκέφαλος = αποκεφαλισμένος γουζάζω = κτυπώ με σφυρί γουζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι γουζίν = όγκος γουΐν = λάκκος, όρυγμα γούλα = λαιμός γουλαγούης = οδηγός γουλανούδιν = είδος ψαριού γουλαρεύω = ζώο που τρώει τα απομεινάρια της φάτνης γουλάρης = αδηφάγος, λαίμαργος γουλάριν = υπολείμματα τροφής γουλάσιν = διφθερίτιδα γουλάτες = αδηφάγος, λαίμαργος γουλέας = αδηφάγος, λαίμαργος γουλέντζα = κοιλότητα στο πυθμένα της θάλασσας γουλέντρα = κοιλότητα εδάφους όπου συρρέει το νερό γουλιμία = πείνα υπερβολική γουλιμώ = πεινώ πολύ γουλίν = βλαστός φυτών γουλοπονίος = πόνος του λαιμού γουλώνω = συσσωρεύω χώμα στη ρίζα του φυτού γουμάριν = γομάρι γουμενείον = διαμέρισμα μοναστηριού γουμενικόν = διαμέρισμα μοναστηριού γούμενος = ηγούμενος γουμπρέλα = ομπρέλα γούνα = γούνα γουνάπιν = σπόγγος γούνατζης = γουναράς γουνοφορεμένος = εκείνος που φοράει γούνα γουντάγου = φάσκιωμα γουντάχ(ιν) = φάσκιωμα γουνταχάζω = φασκιώνω γουνταχέα = φασκιωμένος γουνταχλαεύω = φασκιώνω βρέφος γουνταχώνω = φασκιώνω βρέφος γουντζάζω = παγώνω γουντρά = είδος σκληρού χόρτου υδροχαρούς γουργούκι = δερματικό εξόγκωμα κεφαλής γουργουλόσκιστος = εκείνος που είναι να σκιστεί από τον Γουρζουλάν γουργούρι = φάρυγγας γουργουρίζω = γουργουρίζω γουρδουγκελάζω = αλευρόσουπα που σβολιάζω κατά τη βράση γουρδουγκελάριν = αλευρόσουπα που κατά το βράσιμο σχηματίζει σβώλους γουρδουγκέλης = αγροίκος, βάρβαρος γουρδουγκέλιν = αδιάλυτος σβώλος αλευρόσουπας γουρδουπλάζω = σχηματίζω κόμπους γουρδουπλάριν = αυτό που έχει κόμπους, σβώλους γουρδούπλιν = κόμπος νήματος, σβώλος φαγητού γουρεύω = κουρεύω γουρζεύω = εκχερσώνω έδαφος Γουρζουλάς = η πανούκλα προσωποποιημένη γουρζούλιν = φαΐ δηλητηριασμένο που βλάπτει και καταστρέφει γουρζουλοαίματος = εκείνος που είναι να αιματωθεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλομακέλλιστος = εκείνος που είναι να ταφεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλομάσετος = εκείνος που είναι να μασηθεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλοπέτεινος = τσαλαπετεινός γουρζουλοπούλλιν = τέκνο Γουρζουλάν γουρζουλοσπαγμένος = εκείνος που είναι να σφαχθεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλόσπαχτος = εκείνος που είναι να σφαχθεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλοφάγετος = εκείνος που είναι τα φαγωθεί από τον Γουρζουλάν γουρζουλοφάει = φαΐ του Γουρζουλά γουρζουλώνω = δίνω σε κάποιον να φάει φαΐ καταραμένο γούρθα = γροθιά, πυγμή γουρθάζω = γρονθοκοπώ γουρθέα = γροθιά γουρίζω = ωρύομαι γούρνα = γούρνα γουρνίν = γούρνα, λεκάνη γουρνούχιν = γούρνα μέσω της οποίας διαρρέει το νερό γούρος = γενναίος γουρουδάζω = βγάζω εξογκώματα γουρουδάριν = εξογκώματα γουρουδάς = εκείνος που έχει δερματικούς όγκους γουρουδέας = εκείνος που έχει δερματικούς όγκους γουρούδιν = όγκος δέρματος γουρουλεύκουμαι = κομπάζω, υπερηφανεύομαι γουρούνιν = γουρούνι γουρπανίζω = παρακαλώ γουρπάνιν = θυσία, θύμα γουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω γουρταρομονή = απελευθέρωση, απαλλαγή γουρτεύω = τρίζω τα δόντια γουρτζανίζω = τρίζω τα δόντια γους = ως γουσγού = κουκουβάγια γούσποτε = ώσπου γούστιλια = κορακίστικα γουστράχ(ιν) = φοράδα γουτίν = κουτί γουτνίν = ύφασμα βαμβακομέταξο ριγωτό εύχρηστο για γυναικεία φορέματα γουτουρεύω = λυσσώ γουτουρομονή = λύσσα γραγρανίζω = παράγω θόρυβο γραία = γριά γραίικα = γραώδη γραικόπουλλον = ελληνόπουλο γραίνω = φθείρω, παλαιώνω γραίος = γέρος γραιπούτζα = υπέργηρη γραιώνω = γηράσκω, γερνώ γραιωτέσσα = σχεδόν γριά γράμμα = γράμμα γραμματίζω = διδάσκω, μορφώνω γραμματικός = γραμματικός γραμμόπον = γραμματάκι γραντζέα = οσμή κουρελιασμένης περιβολής γραντζικά = βαμβακερά υφάσματα γράντζιν = ράκος, κουρέλι γραντζοσάκκιν = σάκος από κουρελιασμένα υφάσματα γραντζούφης = εσχατόγηρος γράνω = φθείρω, παλαιώνω γράσιμον = φθορά ειδών ενδυμασίας γρασιμονή = φθορά ειδών ενδυμασίας γραστίν = ζώο που εγκυμονεί γρατζανίζω = τρίζω τα δόντια γρατζαρίζω = γρατζουνίζω γραφανίζω = παίζω λύρα άσχημα γραφέας = γραμματέας γραφή = επιστολή γραφνία = βράγχια γραφουλίζω = γρατζουνίζω γραφτόν = πεπρωμένο γράφω = γράφω γράψιμον = γράψιμο γρέφος = βρέφος γρεφούλλιν = βρέφος γριβέας = φιλάργυρος, σφιχτοχέρης γριβώνω = προσκολλούμαι γριβωτός = προσκολλημένος γριζέα = χέρσο έδαφος γρίζεμαν = εκχέρσωση εδάφους γριζεύω = εκχερσώνω έδαφος γριζομάκελλον = σκαπάνη γριλεύω = αφανίζω, καταστρέφω γριμαλίζω = διαπληκτίζομαι γριμαλώνω = διαπληκτίζομαι γριμώνω = γριμώνω γρίντζα = καταστάλαγμα βουτύρου και οποιασδήποτε λιπαρής ουσίας γριντζανίζω = τρίζω γριντζαφίζω = γρατζουνίζω γριντζαφώνω = σκαρφαλώνω με τα νύχια γριντζέα = χέρσο έδαφος γριντζέας = ο γελαστός ενώ δείχνει και τα δόντια γριντζεύω = εκχερσώνω έδαφος γριντζίλιν = ούλα γριντζομάκελλον = σκαπάνη γριντζόν = λερωμένο γριντζούρι = πράγμα καταλερωμένο γριντζώνω = μορφάζω δείχνοντας τα δόντια γρίπος = γρίπος γρίτζαινα = σκελετώδης γριτζανίζω = ζώα που μασούν με τρίξιμο γριτζαφίζω = γρατζουνίζω γριτζώνω = γίνομαι σκελετώδης γρόθα = γροθιά γροθάζω = γρονθοκοπώ γροθέα = γροθιά γροικώ = καταλαβαίνω γρούδι = μηδαμινό γρουζούλι = σβώλος που σχηματίζεται σε παρασκεύασμα από αλεύρι γρούθινα = είδος αγριόχορτου γρουλεύω = αφανίζω, καταστρέφω γρουντζούλ(ιν) = ούλο γρούτα = σούπα από αλεύρι φρυγανισμένο γρουτζανίζω = τρίζω γροφώνω = προσκολλούμαι γρυλλίζω = γρυλλίζω γρύμψος = αδύνατος στο πρόσωπο γρυμψώνω = αδυνατίζω γυκαικαρείον = γυναικωνίτης γυλάρι = κεφαλόπουλο γυλίδι = ευλύγιστη βέργα γυλίζω = στραγγίζω γυμνός = γυμνός γυμνοτσάρουχα = τσαρούχια που φοριούνται χωρίς κάλτσες γυμνώνω = γυμνώνω γυναίκα = γυναίκα γυναικάδελφος = κουνιάδος γυναικείον = γυναικείο γυναικείος = γυναικείος γυναικέσιος = γυναικείος γυναικίζω = νυμφεύομαι γυναίκικος = γυναικείος γυναικίστικος = γυναικίστικος γυναικίτζα = γυναικούλα γυναικίτης = γυναικωνίτης γυναικίτικος = γυναικίστικος γυναικοθείος = θείος της συζύγου γυναικολογία = άθροισμα γυναικών γυναικόπαιδα = γυναικόπαιδα γυναικότα = γυναικεία φύση γυναικού = σχετικώς προς τη γυναίκα γυναικωνίτης = γυναικωνίτης γυναικωτός = εκείνος που γυναικοφέρνει γυόσμη = δέσμη γυράζω = αποδιώκω, αποπέμπω γυράλευρον = αλεύρι γύρω από τη μυλόπετρα υδρόμυλου γύργυλλας = ουράνιο τόξο γύργυλλος = ολοστρόγγυλος γύρεμα = ζητιανιά γυρευοπούλλιν = παιδί επαίνου γυρευός = επαίτης, ζητιάνος γυρευοσάκκιν = η πήρα του επαίτου γυρευοσάκκουλον = η πήρα του επαίτου γυρεύω = γυρεύω γυρία = περιφέρεια, γύρος γυριάζω = περικυκλώνω, περιτριγυρίζω γυρίζω = γυρίζω γυρίον = επαιτεία, ζητιανιά γύρισμα = γύρισμα γυρισμός = γυρισμός γυριστός = γυριστός γυροκλώθω = γυρίζω, στρέφω, αντιστρέφω γυρόκλωσμαν = στριφογυρίζω γυροκόφτω = κόβω γύρω γύρω γύρος = γύρος, περιφέρεια γυροστρόγγυλος = ολοστρόγγυλος γυρτά = σκυφτά γύρω = γύρω γύρωμαν = αλεύρι γύρω από τη μυλόπετρα υδρόμυλου γυρώνω = σχηματίζω γύρω γύρω από την μυλόπετρα υδρόμυλου γωνέα = ακρογωνιαίος λίθος γωνία = γωνία γωνοκόλιν = βάση βράχου γ’λάρα = υπόλειμμα τροφής γ’λαρεύω = ζώο που τρώει τα απομεινάρια φάτνης |
|