Публикации

Понтийско-новогреческий словарь Δ-Λ

Δ

page===0

δάβα = πέρασμα, διάβαση
δαβάζω = μεταβιβάζω
δαβάζω = διαβάζω
δαβαίνω = διαβαίνω
δάβαση = διάβαση
δάβασμα = διάβασμα
δάβασμα = μετάβαση στο αντικρινό μέρος
δαβασταρία = διαβασμένη
δαβαστέας = διαβασμένος
δαβαστής = διδάσκαλος Τούρκος
δαβαστός = περασμένος
δαβάτες = διαβάτης, οδοιπόρος
δαβγατίζω = διαπερνώ
δαβολεύω = δίνομαι διάβολος, πανούργος
δαβολία = διαβολιά
δαβολίζω = διδάσκω να είναι κάποιος πανούργος
δαβολικός = διαβολικός
δαβολισία = πανουργία, πονηριά
δαβόλισμαν = το να εμπνέει σε κάποιον πονηρές σκέψεις
δαβολίτζα = διαβολάκια
δαβολίτζος = έξυπνος, πανούργος
δαβολολάγηνον = λαγήνι στο οποίο διατηρούνται πυτιά για την τυροκομία
δαβολοπούλλιν = παιδί διαβόλου, μεταφ. παιδί πανούργο
δάβολος = διάβολο
δαβολόσπορον = διαβολόπαιδο
δαβολοφάγετον = απόκτημα που προέρχεται από αδικία και ματαίως αφανίζεται
δαβολοφούσκωτος = χήρα προκλητική
δαβολωσύνα = πανουργία, πονηριά
δαβρέχω = ποτίζω λίγο
δαβρίν = ραβδί
δάδ(ιν) = δαδί
δαδάριν = ξύλο που έχει δαδί
δαδέα = οσμή δαδιού
δαδένος = ρητινώδης
δαδίν = δαδί
δαδόξυλον = ξύλο που έχει δαδί
δαδόπον = δαδάκι
δάζω = διευθετώ τον στήμονα στο υφαντικό ιστό
δάζω = μεταβιβάζω
δαίμονας = δαίμονας
δαιμονάσκουμαι = δαιμονίζομαι
δαιμονέας = δαιμόνιος
δαιμόνιγμαν = δαιμονίζω
δαιμονίζω = δαιμονίζω
δαιμόνιον = δαιμόνιον
δακέα = δαγκωματιά
δακεύω = χειροτονούμαι διάκονος
δάκινω = δαγκώνω
δακίτζος = μικρός διάκος
δακλύζω = ξεβγάζω
δακλώ = ξεβγάζω
δακλώσκουμαι = περιφέρομαι τριγύρω
δάκνεμα = δαγκωματιά
δακνέτζης = αυτός που δαγκώνει
δάκνω = δαγκώνω
δακομπώ = ξεσκονίζω
δακόπουλλον = μικρός διάκος
δάκος = διάκος
δακόσοι = διακόσιοι
δακράζω = δακρύζω
δακροβολώ = χύνω δάκρυα
δακρόπον = λίγα δάκρυα
δάκρος = δάκρυ
δάκρυ = δάκρυ
δακρύζω = δακρύζω
δάκρυον = νερό λίγο ψυχρό
δάκρυσμαν = δακρύζω
δακρώ = δακρύζω
δακρώνω = δακρύζω
δάκω = δαγκώνω
δαλαλετής = κήρυξ
δάλος = ξεχώρισμα
δαλύζω = διαλύω
δαλυστέρα = χτένα
δαλυχτέριν = χτένα
δαμάλα = αγελάδα
δαμάλιν = αγελάδα
δαμέσιν = χορτόπιτα
δαμετρούμαι = τρώω με μέτρο
δαμοιράζω = δαμοιράζω
δανείζω = δανείζω
δανεικόν = δανεικό
δάνεισμαν = δανείζω
δανειστής = δανειστής
δανείω = δανείζω
δάνος = το δανειζόμενο
δάνω = διαβαίνω, περνώ
δάξιμο(ν) = δήγμα, δάγκωμα
δαπάνα = δαπάνη
δαπανάγουμαι = παίρνω τα αναγκαία εφόδια
δαπανίζω = εφοδιάζω με τα αναγκαία εφόδια τροφής
δαπατώ = διέρχομαι, περιέρχομαι
δαπερώ = διαπερνώ
δάπλοκο = κλάδος θάμνου που χρησιμοποιείται ως πάσσαλος στην κατασκευή φράχτη
δαρβέσος = δερβίσης
δάργυρη = υδράργυρος
δαρέσα = είδος πίτας
δαρίζω = διαμοιράζω, διανέμω
δάριν = σιτηρέσιο
δάρισμαν = διαμοιράζω, διανέμω
δαριστέριν = όργανο δια του οποίου γίνεται η διανομή
δαριστής = διανομέας
δάρκουμαι = δέρνω
δάρμαν = δέρμα
δαρμενεία = νουθεσία, συμβουλή
δαρμενευτής = σύμβουλος, αυτός που νουθετεί
δαρμενεύω = νουθετώ, συμβουλεύω
δαρμός = δαρμός, χτύπημα
δάροφον = διάφορο
δάρσιμον = χτύπημα, δαρμός
δάρτι = προ ολίγο
δαρτιζ’νος = ο προ λίγο γινόμενος
δαρώ = ξαναμωραίνομαι
δάσιμο = διάβαση
δάσιμον = διευθέτηση στήμονα στο υφαντικό ιστό
δασκαλεία = διδασκαλεία
δασκαλείον = σχολείο
δασκάλεμα = συμβουλή, νουθεσία
δασκαλεύω = δασκαλεύω
δασκαλική = διδασκαλική
page===1

δασκαλικόν = δασκαλικά
δασκαλικός = δασκαλικός
δασκαλίνα = σύζυγος δασκάλου
δασκαλίτζης = μικρός σε ηλικία δάσκαλος
δασκαλοπαίδιν = τέκνο δασκάλου, μαθητής
δάσκαλος = δάσκαλος
δασκαλωσύνα = το επάγγελμα του δασκάλου
δασκεία = κατήχηση
δασκελώ = διασκελίζω
δασκευή = κατήχηση
δασκευτά = με διδαχή θρησκευτική
δασκευτέριν = βιβλίο με θρησκευτικές διδαχές
δασκεύω = κατηχώ
δάσμα(ν) = μεταβιβάζω
δάσος = δάσος
δαστήρα = ιστός αράχνης
δαστηρώνω = γεμίζομαι από αραχνιές
δαστολίχω = κατασταλάζω
δάστρα = ιστός αράχνης
δασύν = αυτός που έχει πυκνή σύσταση
δασύρω = δασύρω
δαταγερός = αυτός που δίνει διαταγές, προστάζει
δαταγή = διαταγή
δαταγός = ο διατάσσων, διευθύνων
δαταγωγή = τακτοποίηση, διευθέτηση οικίας
δαταγωγός = εκείνος που διατάσσει, διευθύνει
δατάζω = διατάζω, προστάζω
δατάχτορας = εκείνος που διατάζει, ορίζει
δατινάουμαι = ανατινάσσομαι
δάτος = τραύμα
δατρέχω = νήμα που διαπερνά εύκολα στη βελόνα
δατρός = γιατρός
δατώνω = τραυματίζομαι
δαυκίν = δαύκος
δαυλάζω = χτυπώ με δαυλό
δαυλίζω = υποκινώ εχθρότητα
δαυλίν = απόκαμα ξύλου
δαυλιστέριν = όργανο με το οποίο υποδαυλίζουν τα καιόμενα ξύλα εστίας
δαφεγγίζω = βλέπω αμυδρώς
δαφεντεύω = διαφεντεύω
δάφνη = δάφνη
δαφνίδιν = δάφνη
δαφνιδόφυλλον = φύλλο δάφνης
δαφνίν = δάφνη
δαφνόκλαδον = κλαδί δάφνης
δαφνοκούκκουτζο = καρπός δάφνης
δαφνόλαδον = δαφνέλαιο
δάφνον = δάφνη
δαφνόρριζον = ρίζα δάφνης
δαφνόφυλλον = φύλλο δάφνης
δαφορά = διαφορά
δαφορεύω = εξουσιάζω, δεσπόζω
δαφτουλίζω = ξεπουπουλίζω
δαφυντής = διευθυντής
δαχατέρα = θυγατέρα
δάχλον = δάχτυλο
δάχουλεν = υπόθερμο, χλιαρό
δαχτερόν = καλάθι όπου τοποθετούν αδράχτια
δαχτυλάζω = ψαύω με το δάκτυλο
δαχτύλασμαν = ψαύω με το δάκτυλο
δαχτυλέα = δαχτυλιά
δαχτυλήθρα = δαχτυλήθρα
δαχτυλήτρα = δαχτυλήθρα
δαχτυλίασμαν = ψαύω με το δάκτυλο
δαχτυλίδα = ψαύω με το δάκτυλο
δαχτυλίδιν = δαχτυλίδι
δαχτυλίζω = δοκιμάζω τροφή με το δάχτυλο
δαχτύλιν = δάκτυλος
δαχτυλίτζα = δαχτυλάκι
δαχτυλίτζιν = δαχτυλίδι
δαχτυλίτζος = δαχτυλίδι
δάχτυλον = δάχτυλο
δαχτυλόπον = δαχτυλάκι
δέβα = πέρασμα, διάβαση
δεβάζω = διαβάζω
δεβαίνω = διέρχομαι, περνώ
δέβαση = διάβαση
δεβαστέας = διαβασμένος
δεβαστός = περασμένος
δεβάτες = διαβάτης, οδοιπόρος
δεβγατίζω = διαπερνώ
δεβγάτισμαν = περνώ το στημόνι στα μιτάρια του αργαλειού
δέδιν = κακή τύχη, κακό ριζικό
δέηση = δέηση
δείκινω = δείχνω
δεικνύζω = δείχνω
δείκνω = δείχνω
δείλαγμαν = δειλία
δειλαίνομαι = δειλιάζω
δειλία = δειλία
δειλιασμένα = δειλιασμένα
δειλίζω = δειπνίζω
δείλιν = δείπνο
δειλινάζω = παρέχω στα ζώα την απογευματινή τροφή
δειλινάριν = γεύμα την ώρα του δειλινού
δειλινόν = δείπνο
δειλός = δειλός
δεινά = θαμπά
δείνα = αντωνυμία που αναφέρεται αντί προσώπου
δεινός = θαμπός
δείξα = καλή εμφάνιση
δείξιμο(ν) = δείξιμο
δειπνώ = δειπνώ
δείσα = ομίχλη
δεισακός = ομιχλώδης
δεισάρα = θαμπά, θολά
δεισάριν = ομιχλώδης
δεισόβολον = τόπος ομιχλώδης
δεισοτόπιν = τόπος ομιχλώδης
δεισοφώλιν = τόπος ομιχλώδης
δείσωμαν = η μεταβολή του καιρού σε ομιχλώδης
δεισώνω = γίνομαι ομιχλώδης
δεισωτός = ομιχλώδης
δεκαδύο = δώδεκα
δεκανίκιν = δεκανίκι
δεκαοχτώ = δεκαοχτώ
δεκαπεντάχρονος = δεκαπεντάχρονος
δεκαπέντε = δεκαπέντε
δεκάριν = δεκάρικο
δεκατέσσαροι = δεκατέσσερα
page===2

δεκατρείς = δεκατρείς
Δεκατριόνης = ήρωας παραμυθιού ο οποίος είναι ο δέκατος τρίτος και τελευταίως στη σειρά αδελφών
δέκρον = δάκρυ
δελάζω = περιπλέκω, μπερδεύω
δελακώνω = κάνω θηλιά
δελάριν = μπερδεμένο νήμα
δελαστήρα = εμπόδιο, πρόσκομμα
δελίασμαν = περιπλέκω, μπερδεύω
δελινάρ(ιν) = γεύμα την ώρα δειλινού
δελιώ = δειλιάζω
δέλτα = δέλτα
δελφίνιν = δελφίνι
δελφίνος = δελφίνι
δελφλινόλαδον = δελφινέλαιο
δελ’νάζω = παρέχω στα ζώα την απογευματινή τροφή
δέμα = δέμα
δέμακρον = στενό και λίαν επίμηκες
δεματάζω = δεματιάζω
δεματικόν = δεσμός
δεμάτιν = δέμα σταχυών
δεν = δεν
δεναστά = επείγουσα ανάγκη
δενέξιμον = διώξιμο
δενέχω = διώχνω
δεντράριν = δάσος
δεντρίν = δενδρύλλιο
δεντρίτζιν = δέντρο
δεντροκέφαλον = κορυφή δέντρου
δεντρόκλαδον = κλαδί δέντρου
δεντρολάχανον = λαχανίδα με μεγάλα φύλλα χωρίς μάπαν
δεντρολίβανον = δεντρολίβανο
δεντρολογία = διάφορα είδη δέντρων
δεντρομόλοχον = αλθαία
δεντρόν = δέντρο
δεντρότοπος = σύνδενδρος
δεντροφύλλωμαν = φυλλοφορία δέντρων
δεντρόφυτος = δεντρόφυτος
δεντρώνω = δεντρώνω
δένω = δένω
δεξά = δεξιά
δεξάμενος = νονός
δεξιά = δεξιά
δεξίζω = δείχνω
δεξιμάτης = βαπτιστικός
δέξιμον = διώξιμο
δεξιός = δεξιός
δέξισμα(ν) = δείχνω
δεξός = δεξιός
δεξοχέρης = επιδέξιος
δέρ(ιν) = σιτηρέσιο
δερβίσης = δερβίσης
δερίζω = διαμοιράζω, διανέμω
δέρμαν = δέρμα
δέρμαν = δαρμός
δερματώνω = εκφύω δέρμα, επουλώνομαι
δερνοκοπώ = ολοφύρομαι, μαλλιοτραβιέμαι
δερπάνιν = δρεπάνι
δέρω = δέρνω, χτυπώ
δεσίδα = μορφή, πρόσωπο
δέσιμον = δέσιμο
δεσκαλεύω = δασκαλεύω
δεσκαλική = δασκαλική
δεσκαλικόν = δασκαλικό
δεσκαλίτζης = μικρός σε ηλικία δάσκαλος
δέσκαλος = δάσκαλος
δεσκαλωσύνα = το επάγγελμα του δασκάλου
δεσμέα = οσμή δυόσμου
δέσμη = δέσμη
δεσμόλαδον = μινθέλαιο
δέσποινα = οικοδέσποινα, οικοκυρά
δεσποινίτζα = αλκυόνη
δεσποτακός = αυτός που ανήκει σε δεσπότη, μεγαλοπρεπής, ωραίος, γενναιόδωρος
δεσπότης = δεσπότης
δεσποτική = δεσποτική
δεσποτικόν = αρχιερατικός θρόνος
δεσύν = εκείνος που έχει πυκνή σύσταση
δετζίμιν = σχοινί
δευτεοπούλλιν = δεύτερο νέο σμήνος μελισσών
δευτεράζω = νηστεύω την Δευτέρα
δευτεράζω = επαναλαμβάνω
δευτεραίος = δεύτερος
δευτεράτικα = κατά την Δευτέρα
δευτεράτισσα = γυναίκα που νηστεύει την Δευτέρα
δευτερεία = δεύτερη τάξη του σχολείου
δευτεροδόναρον = δεύτερο νέο σμήνος μελισσών
δευτεροκλειδούμαι = κλειδώνομαι καλά
δεύτερος = δεύτερος
δευτερόσυκον = συκιά που καρποφορεί δύο φορές
δευτερώνω = επαναλαμβάνω
δεχνύζω = δείχνω
δέχνω = διώκω
δέχομαι = δέχομαι
δέχω = διώκω
δημογέροντας = δημογέροντας
δημογεροντία = δημογεροντία
διά = διά
διαβολιά = διαβολιά, ραδιουργία
διάβολος = διάβολος
διαβολοσυκέα = άγρια συκιά
διαβολόσυκο = καρπός της άγριας συκιάς
διαθήκη = νουθεσία, συμβουλή
διακλύζω = ξεβγάζω
διάκλυσμα = ξέβγαλμα
διακόπουλλο = μικρός διάκος
διάκος = διάκος
διακρίνω = διακρίνω
διάκριση = διάκριση
διαλαλίζω = διαλαλώ
διάλος = ξεχώρισμα
διάλυσμα = ξεχώρισμα
διαλύστρα = αραιή χτένα
διαλύω = χτενίζω με διαλύστρα
διαμάντιν = διαμάντι
διαμέρια = τα πήγαινε έλα
διαμερίδια = τα πήγαινε έλα
διαμερίζομαι = διαμελίζομαι
διαμερίσματα = τα πήγαινε έλα
διαρίω = διαμοιράζω, διανέμω
διαφεντεύω = διαφεντεύω
διαφορά = διαφορά
page===3

διαφορεύω = χρήματα που αυξάνονται δια τοκισμού
διαφορλαεύω = χρήματα που αυξάνονται δια τοκισμού
διάφορον = ωφέλεια
διβέργιν = γεωργικό εργαλείο
διβωλίζω = οργώνω αργό για δεύτερη φορά
διβώλισμαν = δεύτερο όργωμα αγρού
δίγαμος = δίγαμος
διγενής = δίγνωμος
δίγνωμος = δίγνωμος
δίγοργον = είδος χορού
διγουλίζω = τρώω δύο φορές
δίγω = δίνω
δίγως = δίχως
διδαχή = διδαχή
διδυμάντραρον = δίδυμος καρπός
διδυμάριν = δίδυμοι
διδυμαρίτζα = καρποί δύο συμφυείς
διδύμιν = κλωστές που εξέχουν στο ύφασμα, το οποίο δεν υφάνθηκε σωστά
δίδυμο = δίδυμο
διεστραμμένος = διεστραμμένος
διέχω = διώκω
διήμερα = διήμερα
διήμερος = διήμερος
δίκαια = δίκαια
δικαιοκρίτης = δικαστής
δίκαιος = δίκαιος
δικαιοσύνε = δικαιοσύνη
δικαίωμα = δικαίωμα
δικαιώνω = δικαιώνω
δικαιωτικός = δίκαιος
δικανίκιν = δεκανίκι
δίκαρδον = δίκροκος
δίκαρπον = καρπός με δύο πυρήνες
δικαρπόσυκο = συκιά δις καρποφορούσα
δικάταρτον = πλοίο με δύο κατάρτια
δίκατζον = αυτός που έχει στη μία άκρη δύο προεκβολές
δικέλλιν = δικέλλι
δικέριν = κηροστάτης με δύο κεριά
δίκερος = αυτός που έχει δύο κέρατα
δικεροτρίκερα = το αρχιερατικό δικέριν και τρικέριν
δικέφαλον = δικέφαλος
δικλωπία = ανειλικρίνεια, διπροσωπία, μεροληψία
δίκλωπος = διπρόσωπος, δόλιος
δίκνω = ξαίνω το βαμβάκι με τόξο
δικοκιάζω = κλώθω δύο μονά νήματα εις διπλούν
δικοκιστά = διαβάζω με δυσκολία
δικοκκίζω = κάνω ανάγνωση επαναλαμβάνοντας δυο φορές την συλλαβή ή την λέ
δίκοκκος = καρπός με δύο πυρήνες
δίκοκον = νήμα κλωσμένο δύο φορές
δίκολος = εκείνος που έχει δύο κώλους
δικομίζω = αθροίζω, συνάγω, συγκομίζω
δίκοντος = πολύ κοντός
δικοπερώ = περνώ κάποιον από δίκη σε δίκη
δικοπορεία = η εξ ιδίων οικονομική επάρκεια
δικοπορεύω = εξοικονομώ
δικοπορώ = φέρω εις πέρας
δίκοπος = δίκοπος
δίκορμος = εκείνος που έχει δύο κορμούς
δίκορτζον = διφυής καρπός λεπτοκαρύου
δικούκαρος = εκείνο που έχει δύο αγκίστρια, διχαλωτός
δικούριν = δυο φορές κουρεμένο πρόβατο
δικουρίτζα = δυο φορές κουρεμένη προβατίνα
δικράνιν = όργανο αλωνιστικό με δύο δόντια
δίκωτα = αμφίβολη κατάσταση
διλαβίτζα = αγγείο πήλινο με δύο λαβές
δίλαβον = εκείνος που έχει δυο λαβές
διλογίζω = λέω κάτι με έννοια διφορούμενη
διμαγγείον = είδος αγγείου
δίμακρον = στενό και επίμηκες
διμάντηλον = δυο μαντήλια
δίμηνος = δίμηνος
διμίτα = είδος υπόγειου βολβού
δίμιτον = ύφασμα του οποίου ο στήμονας υφάνθηκε με δυο κλωστές
διόλου = διόλου
διόπιστος = φιλάργυρος
διορθώνω = διορθώνω, επισκευάζω, τακτοποιώ
διορίζω = διορίζω, προστάζω, διευθύνω
δίπαντρος = δυο φορές παντρεμένη
διπάτιν = οικοδομή με δύο πατώματα
δίπηχον = μήκος δύο πηχών
δίπιστος = εκείνος που έχει δύο θρησκείες, μία κρυφή και μια φανερή
διπίτυχον = αυτό που εξαρτάται από την τύχη
δίπλα = δίπλωμα, συστολή
διπλά = διπλά
διπλάζω = διπλασιάζω
διπλανάθεμαν = επανάληψη του αναθέματος
Διπλανάσταση = εσπερινός του Πάσχα ψαλλόμενος ανήμερα το μεσημέρι
διπλάροι = πολλοί
δίπλαση = διπλασιασμός νήματος
δίπλασμαν = διπλασιασμός
διπλοκλαδεύω = κλαδεύω δεύτερη φορά
διπλοκλειδώνω = διπλοκλειδώνω
διπλοκοσκινίζω = διπλοκοσκινίζω
διπλοκουμποδέσιμον = διπλοκουμποδένω
διπλοκουράζω = συμπτύσσω δύο φορές
διπλοκουρεύω = κουρεύω σύρριζα
διπλοκόφτω = κόβω δεύτερη φορά
διπλολάλεμαν = δεύτερη πρόσκληση
διπλολαλώ = καλώ δεύτερη φορά
διπλομανταλώνω = κλείνω καλά με μάνδαλο
διπλομενύω = μηνύω, ειδοποιώ δεύτερη φορά
διπλοντράνω = κοιτάζω, παρατηρώ καλά
διπλοπαρακαλώ = παρακαλώ πολύ
διπλοπέρβολον = τοίχος με δύο σειρές λίθους
διπλοπλέκω = πλέκω με διπλή κλωστή
διπλοπροσωπία = διπλοπροσωπία
διπλοπρόσωπος = διπλοπρόσωπος
διπλορωτώ = ξαναρωτώ
διπλός = διπλός
διπλοσιδεράζω = δένω με διπλές αλυσίδες
διπλοσιδερίασμαν = δέσιμο με διπλές αλυσίδες
διπλοτηγανέα = διπλή τηγανιά
διπλοφώναγμαν = επίκληση, παράκληση επαναλαμβανόμενη
διπλοχάλκινον = κατασκευασμένος με διπλά φύλλα χαλκού
δίπλωμαν = δίπλωμα, σύμπτυξη
διπλώνω = συμπτύσσω
διπλωτά = διπλωμένα, συνεπτυγμένα
διπλωτός = διπλωμένος, συνεπτυγμένος
δίποδος = δίποδος
δίπορτος = δίπορτος
page===4

διπόταμος = μέρος συμβολής δυο ποταμών
διπροσωπία = διπροσωπία
διπρόσωπος = διπρόσωπος
διπυρίζω = αγελάδα που αισθάνεται οργασμό για δεύτερη φορά
δίπυρος = δυο φορές αναφερμένος την ημέρα αυτή, πολύ πυρωμένος
διπυρώνω = υποτροπιάζω
διράζω = διαμοιράζω, διανέμω
διρρώγικον = αγελάδα που έχει δυο μαστούς υγιείς
δις = δυο φορές
δισακκιάζω = βάζω κάτι στο δισάκκι
δισακκίζω = βλέπω τα αντικείμενα διπλά
δισάκκιν = διπλό σακί
δίσακκον = διπλό σακί
δισεγγόνιν = δισέγγονος
δισεχτία = δίσεκτο έτος
δίσεχτος = δίσεκτος
δισκάριν = ξύλινος δίσκος, δίσκος της εκκλησίας
δισκοπότηρον = δισκοπότηρο
δίσκος = δίσκος
δίσκουλα = δυο σκέλη
δισσώμιν = το διπλό μέρος του πουκαμίσου ανάμεσα στον τράχηλο και τον ώμο
δίστειρον = ζώο που μένει στείρο δύο χρόνια συνεχώς
δίστομος = δίστομος
διστρατίζω = διακλαδίζομαι δύο φορές
διστράτιν = το μέρος όπου ο δρόμος διχάζεται σε δύο
διστράτισμαν = διχασμός δρόμου σε δύο
δισυντεκνία = κουμπαριά
δίφανον = είδος δικτύου
διφορίζω = φυλλοφορώ δεύτερη φορά, φύομαι εκ δευτέρου
διφόριν = καρπός θάμνου που καρποφορεί δύο φορές το χρόνο
διφούρνιν = φούρνος αναμμένος δύο φορές συνέχεια
διφυλλίζω = εκφύω δύο φύλλα, εκφύω πολλά φύλλα
δίφυλλος = δίφυλλος
διχάλιν = κορμός δέντρου διχαλωτός, αλωνιστικό όργανο διχαλωτό
διχαλωτόν = διχαλωτό αλωνιστικό όργανο
δίχειλος = δίχειλος
διχερέα = ποσότητα όση χωράει το χέρι
δίχεριν = ποσότητα όση χωράει το χέρι
διχόνοια = διχόνοια
διχός = χωρισμένος στα δύο
δίχουτα = αμφίβολος κατάσταση
διχρονίζω = γίνομαι διετής
δίχρονος = δίχρονος
διχτράτ(ιν) = μέρος όπου ο δρόμος διχάζεται στα δύο
δίχτυν = δίχτυ
δίχως = δίχως
δίχωτα = αμφίβολος κατάσταση
δίψα = δίψα
διψάκα = ζωύφιο των γλυκών υδάτων
διψακούδα = ζωύφιο των γλυκών υδάτων
δίψυχος = έγκυος
διψώ = διψώ
διώκω = διώκω
διώξιμον = διώξιμο, απέλαση
διωρία = διορία, προθεσμία
διώς = δίχως
δογματίουμαι = μανθάνω, συνηθίζω
δόδιν = κακή τύχη, κακό ριζικό, φόβος
δοθή = διεύθυνση επιγραφομένη σε επιστολή
δοιάκιν = πηδάλιο πλοίου
δοκιάζω = στεγάζω με δοκούς
δοκιμή = δοκιμή
δόκιν = δοκός, δοκάρι
δολάπιν = ντουλάπι, ερμάριο
δολερός = δόλιος, πανούργος
δόλος = δόλος
δολώνω = νοθεύω
δόμακρον = επίμηκες
δονάριν = νέο σμήνος μελισσών, κυψέλη μελισσών
δονίζω = βομβώ, ηχώ
δόνισμαν = βοή, αντήχηση, σμηνουργία μελισσών
δόνο = νέο σμήνος μελισσών
δονόν = μάνδρα, οικία
δονός = οδός
δοντάζω = δαγκώνω, αμβλύνομαι
δοντάριν = οδοντωτός
δοντέα = ίχνος δαγκώματος, δάγκωμα
δόντιν = δόντι
δοντολάβιν = όργανο εξαγωγής δοντιών
δοντοπονίος = πόνος δοντιού
δοντόπονος = πόνος δοντιού
δονώ = βομβώ, ηχώ
δόξα = δόξα
δόξα = δόξα
δόξα = ουράνιο τόξο
δοξάζω = δοξάζω
δοξεύω = γεραίρω, τιμώ
δοξολογώ = δοξολογώ, υμνώ
δοράκινο = ροδάκινο
δόσα = δώρα, προίκα
δόσιμον = το να δίνει κανείς, φόρος δημόσιος
δότες = ο παρέχων αγαθά
δούγω = δίνω
δουκαλάζω = άγω, οδηγός ζώων, νουθετώ, συμβουλεύω
δουκαλεύω = άγω, οδηγός ζώων, νουθετώ, συμβουλεύω
δουκάλιν = χαλινός, καπίστρι ζώου
δουκαλοστέλιν = η άκρη του καπιστριού
δουκάνα = δύο παράλληλα ξύλα ενωμένα πάνω και κάτω
δούκισσα = παρωνύμιο γυναίκας που αποφεύγει την εργασία ως μη συνηθισμένη
δουλεία = δουλειά
δούλεμα(ν) = δουλειά, εργασία, κατεργασία, καλλιέργεια
δουλευτέας = φιλόπονος, εργατικός
δουλευτής = φιλόπονος, εργατικός
δουλεύω = δουλεύω
δούλεψη = δούλεψη
δουλιάζω = ασχολούμαι με εργασία
δουλίτζα = δουλίτσα
δουλόπον = δουλίτσα
δούλος = δούλος
δουλοσύνη = υπηρεσία
δουμακιάζω = παχαίνομαι, πρήζομαι
δουμάκιν = λιπώδης και παχιά ουρά προβάτου
δουμακώνω = παχαίνομαι, πρήζομαι
δουρβανίζω = παράγω βούτυρο μέσω ειδικού οργάνου από γάλα ή γιαούρτι
δουρβάνιν = ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο φτιάχνεται το βούτυρο από γάλα ή γιαούρτι
δούω = δίνω
δόχνω = διώκω
δράζω = αρπάζω, ανάβω, πυρώνω, κολλώ, συγκολλώ
δράκα = ότι περιλαμβάνεται στις δύο παλάμες
Δρακέλλενος = γενναίος έλληνας
page===5

δρακοντακός = δρακοντικός
δρακοντικός = πελώριος, υπερμεγέθης, δυνατός, ισχυρός
δρακοντιώ = μεγαλώνω δυναμώνω και γίνομαι δράκος
δρακοντοκεφαλίτες = εκείνος που έχει δράκου κεφάλι
δρακοντοπέγαδον = βρύση που φυλάσσεται από δράκο
δρακοντοπούλλιν = παιδί δράκου, παιδί ανδρειωμένου
δράκος = δράκος
δραμονή = φορά, τρέξιμο
δραμός = χτύπημα, ξυλοκόπημα
δρανίν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας
δρανοκέφαλον = το πέρα της οριζόντιας στέγης μέρος
δραξανίζω = δρασκελίζω
δράξιμον = αρπαγή, συγκόλληση
δραξούδα = κολλιτσίδα
δραξούρα = κολλιτσίδα
δράργυρη = υδράργυρος
δράχνω = αρπάζω, πυρώνω, κολλών
δραχτερόν = καλάθι όπου τοποθετούν αδράχτια
δραχτό = κολλητό
δρεπάνιν = δρεπάνι
δρεύω = ποτίζω φυτά και δέντρα
δριμίτα = είδος υπόγειου βολβού
δριμίτζα = λευκός μύκητας εδώδιμος
δριμίτιν = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση
δριμυτίζω = έχω γεύση δριμεία
δρομάζω = δίνω δρόμο, νουθετώ, συμβουλεύω
δρόμος = δρόμος
δροπάν(ιν) = δρεπάνι
δροσάνα = είδος σύκου
δροσανόσυκα = είδος σύκου
δροσερός = δροσερός
δροσίζω = δροσίζω
δρουβάγγειν = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου
δρουβαγγίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι
δρουβανίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι
δρουβάνιν = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου
δρουβάνισμαν = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι
δρουβανόξυλον = ξύλο οροφής από το οποίο κρέμεται το δρουβάνιν
δρουβανοσκοίνα = σκοινιά από τα οποία κρέμεται από την οροφή το δρουβάνιν
δρυδένος = από δρυς κατασκευασμένος
δρύδιν = δρυς
δρυδόξυλον = ξύλο δρυός
δρυδόπον = δρυς
δυάριν = χαρτί δυο παιγνιόχαρτο
δύμισυ = δυόμιση
δύναμη = δύναμη
δύναμος = παντοδύναμος, ρωμαλέος
δυνάμωμαν = σφοδρότητα
δυναμώνω = δυναμώνω
δυναμωτικός = δυναμωτικός
δυναστά = επείγουσα ανάγκη
δυναστεία = θλίψη, κακουχία
δυναστεύω = βασανίζω, τυραννώ
δυνατά = δυνατά
δυνατεύω = δυναμώνω
δυνατός = δυνατός
δυνατύνω = δυναμώνω
δύνουμαι = δύναμαι, μπορώ
δύο = δύο
δυοινέτερον = των δύο
δυσακά = δυτικά
δύσεμα = δυτικός άνεμος
δύση = δύση
δυσκόλεμαν = πίεση, στενοχώρια
δυσκολεύω = δυσκολεύω
δυσκολία = δυσκολία
δύσκολος = δύσκολος
δώδεκα = δώδεκα
δωδεκάδα = δωδεκάδα
δωδεκαήμερον = δωδεκαήμερο
δωδεκάμηνος = δωδεκάμηνος
δωδεκάρα = βασιλικό συμβούλιο αποτελούμενο από δώδεκα άτομα
δωδεκάχρονος = δωδεκάχρονος
δώκεμα = δόσιμο
δώμα = οριζόντια και χωματοσκεπής στέγη οικίας
δώρημαν = το προσφερόμενο δώρο, δημόσιοι φόροι

Ε

page===0

εαυτός = εαυτός
έβγα = έξοδος, λήξη, ανατολή
εβγαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι
εβγάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω
έβγαλμα = εξαγωγή, εξάρθρωση, έξοδος
εβγήνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι
εβγό = αυγό
εβγοβάζαμο = είδος εδωδίμου μύκητα που έχει ομοιότητα με αυγό
εβδομάδα = εβδομάδα
εβδομαδάζω = αργώ μια εβδομάδα
εβδομαδάτ’κον = μισθός μιας εβδομάδας
εβδομαδίτζα = εβδομάδα
εβδομαδού = της μιας εβδομάδας
εβδομήντα = εβδομήντα
έβζηγμαν = σβήνω
εβζήνω = σβήνω
εβόρα = άνεμος, αέρας, δροσερός καιρός
εβοράουμαι = μένω σε μέρος σκιερό, δροσίζομαι
εβόρισμα = δρόσισμα, φύσημα
Εβραιΐα = γένος Εβραίων
Εβραίικα = εβραϊκά
Εβραίικος = εβραϊκός
εβραιοπούλλιν = παιδί Εβραίου
Εβραίος = Εβραίος
εβριστέ = είδος σπιτικών μακαρονιών
εγαπώ = αγαπώ
έγβα = έξοδος, λήξη, ανατολή
εγβαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι
εγβάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω, αφαιρώ
έγβαλμα = εξαγωγή, έξοδος, εξάρθρωση
εγβαλοδόντης = νωδός
εγβάλσιμον = εξαγωγή, εξάρθρωση
εγβήνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι
εγβώνω = εξέρχομαι
εγγαστρούμαι = ζώο που είναι έγκυο
έγγιγμαν = άγγιγμα, επαφή
εγγίζω = αγγίζω, πλησιάζω
εγγιχτικός = δηκτικός, σκωπτικός
εγγόνιν = εγγόνι
εγγονός = εγγονός
εγγύηση = εγγύηση
εγγυητής = εγγυητής
έγδαρμαν = γδέρνω
εγδέρσιμον = εκδορά, γδάρσιμο
εγδέρω = γδέρνω
εγδή = όλμος, γουδί
εγδίν = όλμος, γουδί
εγδοκόπαλον = γουδοχέρι, ύπερος
εγδόριν = γδαρμένο ζώο
εγδύζω = γδύνω, μεταφ. ληστεύω
έγδυσμαν = γδύσιμο
εγδυτός = γυμνός
εγδύω = γδύνω, μεταφ. ληστεύω
εγείνος = εκείνος
εγέριν = σέλλα ίππου
εγερλαεύω = σελώνω
εγερλίν = σελωμένο
εγζελίγκια = γυναικείο κόσμημα
έγκα = έφερα
εγκαινάζω = εγκαινάζω
εγκαίνια = εγκαίνια
εγκαίριμος = εκείνος που έχει προχωρημένη ηλικία
εγκάλα = αγκαλιά
εγκαλάζω = αγκαλιάζω
εγκαλέα = αγκαλιά
εγκάλεμα = καταγγελία, μήνυση
εγκαλετός = καταγγελία, μήνυση
εγκαλεχτέας = εκείνος που ψάχνει αφορμή να κάνει μήνυση
εγκαλώ = οδηγώ σε δικαστήριο
εγκάτοικος = ένοικος
εγκλεσία = εκκλησία
έγκλημαν = έγκλημα
εγκλησάσκουμαι = εκκλησιάζομαι
εγκλησία = εκκλησία
εγκλησίτζα = εκκλησάκι
εγκλησόπον = εκκλησάκι
εγκολλίουμαι = προσκολλούμαι
εγκόλπιος = φυλαχτό
εγκουνάζω = σπαργανώνω, φασκιώνω
εγκουνάσιμον = σπαργάνωμα, φάσκιωμα
εγκουνερή = πλεκτό από βέργες κάνιστρο όπου τοποθετούνται τα σπάργανα βρέφους
εγκούνια = σπάργανα βρέφους
εγκύα = έγκυος
εγλάζω = ολισθάνω, γλιστρώ
εγλαξίος = ολίσθηση, γλίστρημα
εγλασίος = ολίσθηση, γλίστρημα
εγλαστήρα = μέρος ολισθηρό
εγλύζω = διαλύω
εγλύτε = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο τολυπεύονται τα νήματα
εγλύτρα = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο τολυπεύονται τα νήματα
εγλύτωμαν = γλύτωμα
εγλυτωμός = γλυτωμός
εγλυτώνω = γλυτώνω
εγνεύω = κάνω νεύμα
έγνεφα = σε κατάσταση εγρηγόρσεως
εγνεφίζω = ξυπνώ
εγνέφισμαν = ξύπνημα
έγνεφος = νηφάλιος, ξύπνιος
εγνεφώ = ξεμεθώ, ξυπνώ
εγνέψιμον = νεύμα
εγνωριμάουμαι = γνωρίζομαι
εγνωριμία = γνωριμία
εγνώριμος = γνώριμος
εγνωρισκεύκουμαι = γνωρίζομαι
εγνωριστός = γνωστός
εγνώρσμαν = γνώρισμα
εγνωτίζω = γνωρίζω
εγουευτέας = φειδωλευόμενος, γλίσχρος
εγουεύω = φειδωλεύομαι, φείδομαι
εγραίικα = γραώδη
εγραίος = γέρος
εγροίκεμαν = κατανόηση
εγροικισμένα = κατανοητά, με φρόνηση
εγροικώ = εννοώ, καταλαβαίνω, κρίνω, ακούω
εγρωνίζω = γνωρίζω
εγρωνιμία = γνωριμία
εγρώνιμος = γνώριμος
εγώ = εγώ
εδεράγομαι = καταφεύγω κάτω από τη σκεπή για να προφυλαχτώ από τη βροχή
εδέρος = μέρος όπου καταφεύγουμε για προφυλαχτούμε από τη βροχή
page===1

εδικός = ειδικός
έδρα = έδρα
έδρα = έδρα
εδρύδ(ιν) = δρυς
εδωδρόμι = έγκαυμα ή τραύμα επιπόλαιο
εδώθε = προς τα εδώ
εείνος = εκείνος
εζαρόπεσα = έπεσα στραβά
έζιν = είδος βάτου που έχει ελαστικότητα, ελαστικότητα
εζλίν = εκείνος που έχει ελαστικότητα
εζτεχάς = μυθολογικός δράκος
εθάρρος = θάρρος
εθελοντές = εθελοντές
έθινον = παιδί άτακτο και ζωηρό
έθνος = έθνος
ειβαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι
ειβάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω, αφαιρώ
είδα = είδα
είδελο = είδωλο
είδος = είδος
είδωλον = είδωλο
εικάζω = εικάζω
εικόνα = εικόνα
εικονίζω = εικονίζω
εικόνισμα = εικόνισμα
εικονογραφία = εικονογραφία
εικονοστάσιν = εικονοστάσι
εικονοστάτες = εικονοστάσι
εικός = εικασία
εικοσάρι = εικοσάρι
είκοσι = είκοσι
εικοσιεννέα = είκοσι εννέα
εικοσιέξ = είκοσι έξι
εικοσιεφτά = είκοσι εφτά
εικοσιοχτώ = είκοσι οχτώ
Εικοσιπεντή = της Μεσοπεντηκοστής
εικοσχρονέσσα = εικοσαετής
ειλίδιν = βέργα λυγαριάς
ειλίκιν = ελικοειδής βλαστός φυτού
είμαι = είμαι
είπα = είπα
ειπείναιμον = λόγος
είπεμα = λόγος
ειρήνεμαν = ειρήνευση, συμφιλίωση
ειρηνεμένα = ειρηνικά
ειρηνεύω = συμφιλιώνω, ομονοώ
ειρήνη = ειρήνη
ειρηνιακός = ειρηνικός
είς = ένα, ένας
εισκομίζω = εισκομίζω
εισόδημα = εισόδημα
εισπολλάτη = εις πολλά έτη
ειταδά = εδώ
ειταδακέσου = ίδια κατ’ εδώ
ειταδακιάνου = ίδια κατ’ εδώ προς τα άνω
ειταδαμέρου = κατ’ εδώ
είταινος = ο τάδε
ειτακεί = ίσια εκεί, προς τα εκεί
εκαικά = εκεί
εκατόν = εκατό
εκατοντάριν = εκατοστάρι
εκατοστάρα = εκατοστάρα
εκατοστάριν = εκατοστάρι
εκεαπαγκιάνου = εκεί επάνω με κατεύθυνση προς τα άνω
εκεί = εκεί
εκεί-έμπρου = εκεί εμπρός
εκεί-έξου = εκεί έξω
εκεί-κάθεν = εκεί παρακάτω
εκειάνθεν = εκεί επάνω
εκειαπαγκαικά = εκεί επάνω προς τα κάτω
εκειαπαγκέσου = εκεί επάνω
εκειαπάνου = εκεί επάνω
εκειαπεσκαικά = εκεί μέσα
εκειαπεσκέσου = εκεί μέσα
εκειαπέσου = εκεί μέσα
εκειαπισκιάνου = εκεί μέσα με κατεύθυνση προς τα άνω
εκειαφκά = εκεί από κάτω
εκειαφκακαικά = εκεί από κάτω ακριβώς
εκειαφκακιάνου = εκεί από κάτω με κατεύθυνση προς τα άνω
εκείθεν = από εκεί, προς τα εκεί
εκεικά = εκεί κοντά ακριβώς
εκεικάνας = εκεί, κοντά
εκεικέσου = κατ’ εκείνα εκεί τα μέρη
εκεικιάνου = εκεί με κατεύθυνση προς τα άνω
εκειμερέαν = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος
εκειμερόθεν = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος
εκείμερος = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος
εκειμέρου = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος
εκεινετέροι = οι δικοί τους
εκεινέτερον = ο δικός τους
εκείνος = εκείνος
εκειπέραν = εκεί απέναντι, αντίκρυ
εκειπλαγκαικά = εκεί παραπέρα
εκειπλάν = εκεί πέρα
εκειπουκά = εκεί από κάτω, εκεί κάτω
εκέσ’ = κατ’ εκείνα εκεί τα μέρη
εκιάνου = εκεί με κατεύθυνση προς τα άνω
εκκλησία = εκκλησία
εκνηκάτος = εκείνος που είναι κόκκινος
εκόρακεν = αγανάκτησε
έκσα = ακούω
έλα = έρχομαι
έλα = έλα
ελαδάς = λαδέμπορος
ελαδέα = οσμή λαδιού
ελάδεμαν = εκπίεση ελαίου, λάδωμα
ελαδένον = λαδερό φαγητό
ελαδερόν = δοχείο λαδιού
ελαδεύω = εκπιέζω λάδι
ελάδιν = λάδι
ελαδοβαφτισμένος = βαφτισμένος ως Χριστιανός
ελαδοκούτιν = δοχείο λαδιού
ελαδόπον = λίγη ποσότητα λαδιού
ελαδοπράσινος = εκείνος που έχει χρώμα λαδιού
ελαδόσκευον = δοχείο λαδιού
ελαδόσυκον = είδος συκιάς
ελαδώνω = λαδώνω
ελαιά = ελιά
ελαιόπον = μικρό δέντρο ελιάς
ελαιότοπος = τόπος με ελιές
page===2

έλαμα = έλευση
έλαμαν = έλεος
ελάμνω = οργώνω, κωπηλατώ
ελάναιμο = έλευση, ερχομός
έλαση = έλευση, ερχομός
ελάσιμον = όργωμα
ελασίον = όργωμα
έλασμαν = όργωμα
ελάτα = δοκάρι από καρπό ελάτου
ελατέα = οσμή ελάτου
ελατένος = ο κατασκευασμένος από ξύλο ελάτου
ελάτενος = ο κατασκευασμένος από ξύλο ελάτου
ελάτιν = έλατο
ελατοκλάδιν = κλαδί ελάτου
ελατοκούκκουτζον = κουκουνάρι ελάτου
ελατοκούριν = κούτσουρο ελάτου
ελατόξυλον = ξύλο ελάτου
ελατόπισσα = πίσσα ελάτου
ελατορρίζιν = ρίζα ελάτου
ελατότοπος = τόπος με έλατα
ελατόφυτον = νεαρός βλαστός ελάτου
ελάττωμα = ελάττωμα
ελατωτή = τόπος κατάφυτος από έλατα
ελάφιν = ελάφι
ελαφοκέρατον = κέρατο ελαφιού
ελαφόνερον = νερό που πίνουν τα ελάφια
ελαφόπουλλον = νεογνό ελαφιού
ελαφρά = ελαφρά
ελαφρένω = ελαφρύνω
ελαφρέσα = ελαφρόμυαλος
ελαφροαίματος = αξιαγάπητος για το ήθος του
ελαφρόκολος = εκείνος που δεν μπορεί να καθίσει σε ένα μέρος πολλή ώρα, μεταφ. εργατικός, φιλόπονος
ελαφρολάλλατζον = ελαφρός λίθος λείος και σφαιρικός
ελαφρόξυλον = ξύλο ελαφρύ
ελαφροπίνακον = ελαφρό πινάκιο ξύλου
ελαφροποδαράτος = γοργοπόδαρος
ελαφρός = ελαφρός
ελαφρόστομος = ακριτόμυθος
ελαφροσύνα = απερισκεψία, επιπολαιότητα
ελαφρότε = απερισκεψία, επιπολαιότητα
ελαφρόψυχος = εκείνος που είναι αγαθός και δεν μαλώνει με κανέναν
ελάφρυμαν = ελαφρύνω
ελαφρύνω = ελαφρύνω
ελάφρυση = ανάρρωση
ελαφρώνω = ελαφρώνω
ελάφρωση = ελάφρυνση
ελαφρωτός = επιπόλαιος, μικρόμυαλος
ελέα = ευσπλαχνία
ελέαμαν = οικτιρμός, έλεος
ελεεινός = ελεεινός
ελεημονητικός = φιλεύσπλαχνος
ελεήμονος = φιλεύσπλαχνος
ελεημοσύνη = ελεημοσύνη
ελέηση = ελέηση
ελέιμος = άξιος ελέους, οίκτου
ελειώνω = λιώνω
έλεος = πρόνοια, προστασία
ελεπείναιμον = όραση
ελεπή = πήχης εμπορικός
έλεπμαν = βλέπω
ελέπω = βλέπω
ελεύτερα = ευρυχωρία, όχι στενόχωρα
ελευτερία = ελευθερία, απαλλαγή από τις ωδίνες του τοκετού
ελεύτερος = ελεύτερος
ελευτεροφάγεια = τα μετά τον τοκετό παρατιθέμενα φαγητά
ελευτεροχάρτιν = τροπάριο εκκλησιαστικό που ψάλλετε σε ψυχορραγούσα
ελευτέρωμαν = απελευθέρωση, τοκετός
ελευτερώνω = απαλλάσσω, διευκολύνω τον τοκετό
ελευτέρωση = τοκετός, γέννα
ελεφάντινος = ελεφάντινος
ελεώ = οικτίρω, ελεώ
ελήγορα = γρήγορα
ελήγορος = γρήγορος
εληγορώ = γρηγορώ
ελιγοστεύω = λιγοστεύω
ελιγοστός = λιγοστός
ελίτζικος = λιγούτσικος
ελίχιν = μπάλωμα τρύπας τσαρουχιού
ελίχτρε = γεωργικό εργαλείο
ελκιάζω = εξελκούμαι
έλκιν = έλκος
έλκος = έλκος
Ελλαδώτες = Ελλαδίτης
ελλεβόριν = ελλέβορος
Ελλενικόν = Ελληνικό
Έλλην = Έλληνας
ελπίδα = ελπίδα
ελπίζω = ελπίζω
ελυτός = λυτός
έμα, έμας = μας
εμάζω = μοιάζω
εμείς = εμείς
εμέν = εμένα
εμετέπεσεν = τρελάθηκε
εμετέροι = οι δικοί μας
εμέτερον = ο δικός μας
εμκαικά = τοπικώς, εμπρός, εμπροστά
εμκές(ου) = εμπρός
εμκιάνου = εμπρός προς τα άνω
έμνοστα = με χάρη
εμνοστάδα = απολαυστικός, γλυκύτητα
εμνοστία = νοστιμάδα, γλυκύτητα
εμνοστίζω = γίνομαι νόστιμος
εμνοστισία = νοστιμάδα, γλυκύτητα
έμνοστος = νόστιμος
εμνοστύνω = γίνομαι νόστιμος
εμόν = δικό μου
έμορφα = ωραία, καλά, όμορφα
εμορφάδα = ομορφιά, ωραιότητα
εμορφανάλλαχτος = ο παρουσιαζόμενος ωραίος με καλή ενδυμασία
εμορφένω = ομορφαίνω
εμορφία = ομορφιά
εμορφίζω = ομορφαίνω, ωραίος, ζωγραφίζω ωραία
εμορφισάδα = ομορφιά
εμορφογύριστος = εκείνος που διεξάγει καλά ιδίως τα οικονομικά
εμορφοπερπερίσκουμαι = ξυρίζομαι ωραία
έμορφος = όμορφος
εμορφοστολίζω = στολίζω ωραία, καλλωπίζω
εμορφότα = ωραιότητα ανθρώπου, φυσική καλλονή
εμορφύνω = ομορφαίνω
page===3

εμορφωτός = λίγο όμορφος
εμουχτάνωσε = διέσυρε, συκοφάντησε
εμοφρισία = ομορφιά
έμοφρος = όμορφος
έμπα = είσοδος, αρχή
έμπα = εμπρός
εμπάζω = βάλλω, τοποθετώ
εμπαθής = εκείνος που πάσχει από ανίατη νόσο
εμπαθούσα = εκείνη που πάσχει από ανίατη νόσο
έμπαιδος = έγκυος
εμπαίνω = εισέρχομαι, μπαίνω
εμπαλλένον = το καμωμένο από παλαιά κομμάτια υφάσματος
εμπαλλίζω = μπαλώνω
εμπάλλιν = μπάλωμα
εμπάλλισμαν = μπάλωμα
εμπαλλιστός = μπαλωμένος
εμπαλλωτός = μπαλωμένος
εμπαλώνω = μπαλώνω
έμπαμαν = είσοδος, μπάσιμο
εμπάσιμον = είσοδος, μπάσιμο
εμπατή = περιοχή τόπου τινός
έμπειρος = έμπειρος, επιτήδειος
εμπερβολή = εισόδημα, πρόσοδος
εμπιστεύκουμαι = εμπιστεύομαι
εμπιστός = έμπιστος
εμπιστοχύνα = εμπιστοσύνη
εμπλάχωρος = απλόχωρος
εμποδάζω = εμποδίζω
εμποδέα = ποδιά
εμποδίζω = εμποδίζω
εμπόδιον = εμπόδιο
εμποδισμένη = γυναίκα που έπαψε να τεκνοποιεί λόγω νοσήματος
εμποδισμέντζα = έγκυος
έμποδος = έγκυος
εμπονεστάζω = αποκρέω
εμπονεστία = η προηγούμενη μέρα της περιόδου των νηστειών
εμπουρλώνω = συνδέω τις άκρες νημάτων στο στημόνι όταν κοπούν
εμπράλιστος = παραπάνω αλατισμένος
εμπραπλώνω = εκτείνω, απλώνω εμπρός
εμπραχέρωνον = το μπροστινό μέρος του αχυρώνα
εμπρέλα = ομπρέλα
εμπρευτής = ο οδηγός προπορευόμενος των βοδιών κατά το όργωμα
εμπρεύω = προπορευόμενος οδηγώ ζεύγος βοδιών κατά το όργωμα
εμπριζ’να = σε παλαιά εποχή
εμπριζ’νός = προγενέστερος, αρχαίος
εμπρκαικά = τοπικώς, εμπρός, εμπροστά
εμπρκέσου = εμπρός
εμπρκιάν(ου) = εμπρός προς τα άνω
εμπροβόδηση = σωματική ανάπτυξη
εμπροβολή = προκοπή, πρόοδος
εμπροβουκώνω = παρέχω προς τον άλλον και κατ’ επέκταση παρέχω περισσότερη τροφή
εμπροδαβαίνω = προπορεύομαι, προσπερνώ
εμπροδεβάζω = κάνω κάποιον να προσπεράσει άλλον, κατευοδώνω, προπέμπω
εμπροεστός = προϊστάμενος κοινότητας
εμπροζώσκουμαι = ζώνομαι έμπροσθεν
εμπροκάρδιν = επιστήθιο κάλυμμα γυναικός
εμπροκλιστέας = κλίνω το κεφάλι προς τα κάτω, κυφός, καμπούρης
εμπρόκλιτος = κλίνω το κεφάλι προς τα κάτω, κυφός, καμπούρης
εμπροκοίλης = εκείνος που έχει προτεταμένη την κοιλιά
εμπροκότζακον = κουμπί του στηθόδεσμου
εμπροκούριν = το εξέχον εμπρόσθιο ξύλο του σαμαριού
εμπροκυματία = τα έμπροσθεν κύματα του πλοίου
εμπρολαλέτες = όμιλος τραγουδιστών σε γαμήλια πομπή
εμπρολαλία = πρωτοπορία, εμπροσθοφυλακή
εμπρολαλώ = ελαύνω επειγόντως προς τα εμπρός
εμπρολάτες = ο προπορευόμενος, οδηγός, αρχηγός
εμπρολάτικον = ταύρος προπορευόμενος
εμπρόλογος = εισαγωγή στο λόγο, στο κύριο θέμα
εμπρομαμμή = η βοηθός της μαμής κατά τον τοκετό
εμπρόμυτα = μπρούμυτα
εμπρομυτίζω = τοποθετώ αντίστροφα, πίπτω μπρούμυτα
εμπροξύνω = χύνω μπροστά
εμπροπαίρω = προσπερνώ, προοδεύω, προκόβω
εμπροπάω = προπορεύομαι
εμπροπίσω = εμπρός και πίσω
εμπροπλάκιν = πλάκα που τοποθετείται στο στόμιο του φούρνου μετά την εισαγωγή άρτων
εμπροπόνα = πρώτοι πόνοι του τοκετού
εμπρός = εμπρός
εμπροστά = τοπικώς, εμπρός
εμπροστάλιν = μπροστέλα
εμπροστέλα = σαλιάρα
εμπροστία = πυροστιά
εμπροστινός = μπροστινός
έμπρου = εμπρός
εμπρουζ’νός = προγενέστερος, αρχαίος
εμπρουκιάνου = εμπρός προς τα άνω
εμπροΰστερα = αργά ή γρήγορα
εμπροφαίνομαι = προβάλλω, αναφαίνομαι
εμτεικά = εμπρός, τοπικώς
εμφυής = μαθητής που εύκολα μαθαίνει
έμψυχα = έμψυχα, σπλάχνα
εμώνω = ορκίζομαι
ενάζω = λιπαίνω αγρό με κοπριά
ενάμισυ = ενάμισυ
έναν = ξάι λίγο ακόμα
ενάντια = εναντίως, εχθρικώς
ενάντιος = ενάντιος
εναντιούμαι = αντιλέγω, αντιπράττω
εναπομένω = μένω
ένας = ένας
ένατα = εννιάμερα
εναύλιν = στην αυλή βρισκόμενος
εναυλοτόπιν = αγρός παρακείμενος στην οικία
ενδυτός = ντυμένος
ενέα = γενιά
ενεγκόπεν = χάθηκε
ενενήντα = ενενήντα
ενέχκουμαι = είμαι συνεργός κακής πράξης
ένι = υπάρχει
ένι-και = αν
έννα = έννοια
εννακόσοι = εννιακόσιοι
εννάμερα = εννιά ημερών
εννάνυχτα = εννιά νύχτες
εννάριν = χαρτοπαίγνιο εννιάρι
εννάσκομαι = φροντίζω
εννάχρονος = εννιάχρονος
εννέα = εννέα, εννιάμερα
εννιάμερος = εννιά ημερών
εννιαμηνίτης = εννιά μηνών
page===4

έννοια = έννοια
εννοιάουμαι = φροντίζω
ένοικος = ένοικος
ενορία = ενορία
ενοριάτης = κάτοικος ενορίας
ενού = νους
εντάμα = μαζί
εντάμοι = μαζεμένοι
εντάμωμα = προσαρμωγή δυο πραγμάτων, συνάντηση
ενταμώνω = φέρω σε επαφή, συναντώ, συναντιέμαι
εντάμωση = προσαρμογή δυο πραγμάτων, συνάντηση
ενταμωτός = προσαρμοσμένος
ενταρίν = ποδήρης χιτώνας γυναικών και ιερέων
ενταφάζω = ενταφιάζω
ενταφίασμαν = ταφή, θάψιμο
έντεκα = έντεκα
έντεκας = ανόητος, βλάκας
εντεκάχρονος = εντεκάχρονος
εντέλεια = εντέλεια, τελειότητα
έντεμα = περικάλυμμα, περίβλημα μαξιλαριού
εντζερέ = χύτρα, τέντζερης
εντιμάνιν = κατοικία
εντόπιος = εγχώριος
εντοπίτης = συμπολίτης
εντούνεικα = χτυπώ, δέρνω
εντούν’να = χτυπώ, δέρνω
εντράνεμαν = κοιτάζω, παρατηρώ
εντρανίζω = κοιτάζω, παρατηρώ
εντρεπήναιμον = ντροπή
εντρέπω = συγκινώ, καταντροπιάζω
εντροπάζω = ντροπιάζω
εντροπάρης = ντροπαλός
εντροπάσιμον = ντροπή
εντροπέας = ντροπαλός
εντροπή = ντροπή
εντροπίασμαν = ντροπιάζω
έντυμα = περικάλυμμα, περίβλημα μαξιλαριού
εντύνω = ντύνω
εντώκα = χτύπησα, έδειρα
ενώ = ενώ
ένωμαν = ενώνω
ενώνω = ενώνω
ενωρίς = νωρίς
έξα = χύνω
εξάγκωμα = με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη
εξαγούρεμαν = εξομολόγηση
εξαγουρευτής = πνευματικός, εξομολόγος
εξαγουρεύω = εξομολογώ
εξάδελφος = ξάδελφος
εξαδελφοσύνα = ιδιότητα ξαδέλφου
εξάζω = αξίζω
εξαθίζω = ξεθωριάζω
εξακόσοι = εξακόσοι
εξακουμπίζω = ακουμπώ και προσεγγίζω και σταματώ
εξακουσκούμαι = φημίζομαι
εξάκουστος = πολυθρύλητος, περιβόητος
εξαμήνα = εξαμήνα
εξαμηνίτης = ηλικία έξι μηνών
έξαμος = μέτρο διαστάσεων
εξάμωμαν = καταμέτρηση μέτρου πράγματος
εξαμώνω = παίρνω μέτρα, καταμετρώ
εξανάλλαχτος = λαμπροφορεμένος
εξανάσκελα = ανάσκελα, ύπτια
εξανοίγω = ανοίγω εντελώς
εξαπαδάντοι = κατ’ ευφημισμόν τα κακά πνεύματα
εξάπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος
εξαπέσα = λόγια ασυνάρτηστα, ανόητα
εξαπέσης = μωρολόγος
εξαπέσου = αντιστρόφως, ασυναρτήτως
εξάπλωμαν = ξαπλώνω
εξαπλώνω = ξαπλώνω
εξαπτέρυγα = εξαπτέρυγα
εξαριές = αργυρά βραχιόλια
εξάριν = χαρτοπαίγνιο χαρτί εξάρι
εξαρτεύω = διευθετώ, τακτοποιώ, εθίζω κάτι σε κάτι
εξάρτιν = σχοινί πλοίου
έξαρχος = αρχιερατικός επίτροπος κοινότητας
εξάστρα = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους
εξατιμάζω = βρίζω, δυσφημίζω
εξατιμία = περιφρόνηση
εξατιμώνω = βρίζω, δυσφημίζω
εξάφλος = ξάδελφος
εξαφλός = ξάδελφος
έξαφνα = αιφνιδιαστικά, ξαφνικά
εξαφνίζω = τρομάζω, καταπτοώ, ξαφνιάζομαι
εξάχρονος = εξάχρονος
εξάψαλμος = εξάψαλμος
εξέβα = βγαίνω
εξεγδύσκομαι = εκδύομαι, ξεντύνομαι
εξέγκα = βγάζω
εξέδωκεν = ξεθυμαίνω, αποβάλω την σφοδρότητα
εξείμαι = παραείμαι
έξειμον = το έχει κάποιος κάτι
εξείπα = παραείπα
εξελαφρύνω = ανακουφίζω
εξέμαθα = έμαθα εντελώς
εξεντερίζω = βασανίζω
εξεπαιδώνω = παύω να γεννώ
εξέπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος
εξέπεσα = παρεκτράπηκα, πτώχευσα
εξεπνόισεν = εξέπνευσε, πέθανε
εξεποίκα = αποτελείωσα
εξεργάτ’κα = την ημέρα της εορτής
εξεργάτ’κος = εκείνος που ανήκει σε μη εργάσιμη μέρα
έξεργος = αργία
εξέρθαμε = παραήρθαμε
έξερμαν = το να γνωρίζει κάτι κάποιος
εξερούμενος = ο γνωρίζων, ειδήμων
εξέρω = ξέρω, γνωρίζω
εξετάζω = εξετάζω, ερευνώ
εξέταση = εξέταση, δοκιμασία
εξέτασμαν = εξετάζω
εξεταστής = εξεταστής
εξεταχτής = εκείνος που εξετάζει και ερευνά
εξέχωρα = ξέχωρα
εξηβγαίνω = βγαίνω
εξήγηση = εξήγηση
εξηγίζω = ερμηνεύω, εξηγώ, διακρίνω
εξήγκα = βγάζω
εξήγκα = βγάζω
page===5

εξηλάζω = ηλιάζομαι, τρέχω πάνω κάτω
εξημηνίτης = εξάμηνος
εξήντα = εξήντα
εξηνταπαραδίστικος = εκείνος που έχει μόνο εξήντα παράδες
εξηύρα = εξευρίσκω
έξηχος = άτακτος, ευκίνητος, δραστήριος, ευμαθής
εξίασπρος = κατάλευκος
εξίαστρα = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους
εξίαστρον = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους
εξιγίνομαι = τελειώνω
εξικάμνω = τελειώνω, ξεκάνω το γνέσιμο
εξικεντώ = παύω να κεντώ, τελειώνω το κέντημα
εξικλαίω = παύω να κλαίω
εξιλέγω = παύω να λέγω
εξιλεπίζω = ξεφλουδίζω
εξιμαθάνω = ξεμαθαίνω, λησμονώ
εξιπλάησεν = δεν ξέρει τι του γίνεται, τα ‘χασε και κάνει σαν τρελός
εξιπλύνω = τελειώνω το πλύσιμο, παύω να πλύνω
εξιπνόισεν = εξέπνευσε, πέθανε
εξιρράφτω = τελειώνω το ράψιμο, παύω να ράβω
εξιτέκνωσε = γυναίκα που έπαψε να τεκνοποιεί
εξιφανίζω = φανερώνω, εκδηλώνω τις σκέψεις μου
εξιφαντούμαι = επιδεικνύομαι υπεροπτικός, ξεφαντώνω
εξίχωρα = ξέχωρα
εξοδάζω = δαπανώ, ξοδεύω
εξοδάρης = σπάταλος
εξοδέας = σπάταλος
εξοδευτής = ξοδευτής, σπάταλος
εξοδεύω = ξοδεύω, δαπανώ
εξόδιν = επικήδειος θρήνος, κηδεία, καταστροφή
έξοδον = δαπάνη
εξολιγού = ελάχιστα, λίγο
εξολοθρεμός = όλεθρος, καταστροφή
εξολοθρεύω = εξολοθρεύω, αφανίζω, καταστρέφω
εξομολόγεμαν = εξομολόγηση
εξομολόγηση = εξομολόγηση
εξομολογητής = εξομολογητής
εξομολογία = εξομολόγηση
εξομολόγος = εξομολόγος
εξομολογώ = εξομολογώ
εξομπλάζω = κάνω κέντημα
εξόμπλιν = υπόδειγμα κεντήματος
εξομπλοπάνιν = ύφασμα στο οποίο ξεσηκώνουν το υπόδειγμα κεντήματος
εξομώνης = εξωμότης
εξόν = πλην, εκτός
εξορία = εξορία
εξορίζω = εξορίζω
εξόριστος = εξόριστος
εξορκίζω = εξορκίζω
εξορτώνω = επανορθώνω
έξου = έξω
έξουθε = από έξω, έξωθεν
εξούρας = έξω έξω, ρηχά
εξουσία = εξουσία, δύναμη
εξοφλώ = εξοφλώ
εξύπνα = ξύπνα
εξύπνα = έξυπνος
εξυπναγμένος = ξύπνιος
εξυπνάδα = εξυπνάδα
εξυπναναστορώ = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου
εξυπνίζω = αφυπνίζω, ξυπνώ
εξυπνολογώ = ξυπνώ
εξυπνονοΐζω = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει
εξυπνονοώ = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει
έξυπνος = έξυπνος
εξυπνοστορίζω = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου
εξυπνώ = αφυπνίζομαι, ξεμεθάω
εξυπνωτός = ο ευρισκόμενος σε κατάσταση εγρηγόρσεως
εξυπολύζω = βγάζω τα υποδήματα κάποιου
εξυπολυσύνα = ξυπολυσιά
εξυπολυτίζω = βγάζω τα υποδήματα κάποιου
εξυπόλυτος = ξυπόλυτος
έξω = έξω
έξω-καικά = έξω από την πόρτα
έξω-κιάνου = έξω με κατεύθυνση προς τα άνω
έξω-μερέαν = προς τα έξω
εξωδίγω = αγγείο που εκβάλλει το υπάρχον υγρό από τους πόρους
εξωδράνα = μεγάλα δοκάρια στέγης
εξωθωρίζω = ξεθωριάζω
εξωκά = έξω από την πόρτα
εξωκέσου = προς τα έξω
εξώκλαδον = το ακριανό κλαδί του δέντρου
εξωκοιλάζω = ξεκοιλιάζω
εξωμάνταλο = ο μάνδαλος της εξώθυρας
εξωμερίτες = ο προερχόμενος από ξένο μέρος
εξωπαίρω = παρεκτρέπομαι ηθικώς, ονειροπόλος
εξώπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος
εξωπηχιάζω = παρεκτρέπομαι ηθικώς
εξωπισία = οπισθοδρόμηση
εξωπίσικον = ανάποδος
εξωπισινά = προς τα πίσω
εξωπιστός = αντίστροφος
εξωπίσω = οπίσω
εξωπλαμπανοίουμαι = απομακρύνομαι πολύ
εξώπορτα = εξώπορτα
εξωπότιν = τελευταίο ποτήρι του ποτού το οποίο το πίνουν εξερχόμενοι από το σπίτι
εξώρας = παράκαιρα, αργά
εξωρίζω = αργοπορώ, βραδύνω
εξωστεγία = γείσο, αστέγαστη αυλή
εξωτέρα = το πολιτικό δικαστήριο κατ’ αντίθεση προς το εκκλησιαστικό
εξωτερικο = δαιμόνιο, εξωτικό, φάντασμα
εξώτερον = νεράιδα
εξωτικόν = πονηρό πνεύμα, δαιμόνιο, ασθένεια εκ δαιμονικής επήρειας
εξώφυλλα = επιπολαίως, ξώφαρτσα
εξώφυλλον = στη χαρτοπαιχτική χαρτί που δεν πιάνει, το εξωτερικό φύλλο φυτού
εξωχώραφον = αγρός μακριά κείμενος
εοστί = δηλαδή, ήτοι
επαινεία = έπαινος, εγκώμιο
επαίνεμα = έπαινος
επαινεύω = επαινώ, εγκωμιάζω
επαινώ = επαινώ, εγκωμιάζω
επαίρω = λαμβάνω, παίρνω, καταλαμβάνω, κυριεύω
επακούω = εισακούω
επάνω = επάνω
επανωκάμιστον = λεπτό μεταξωτό ύφασμα φερόμενο πάνω στο στήθος
έπαρμα = πάρσιμο, άλωση
επαρχία = επαρχία, περιφέρεια διοικητική
επεγβαίνω = εξοφλούμαι
επεγβάλλω = εξοφλώ, αποκαθιστώ
έπεγι = αρκετό
page===6

επεγροικό = εννοώ, καταλαμβάνω
επειδή = επειδή
επείπα = είπα ξείπα
επέκαρεν = πείνασε υπερβολικά
επεκεί = από εκεί, έκτοτε
επεπίς(ου) = από πίσω
επεργάτ’κα = την εργάσιμη μέρα
επεργάτ’κος = ο ανήκων την εργάσιμη μέρα
έπεργος = εργάσιμη μέρα
επερσιζ’νος = περσινός
επερ’σινος = περσινός
έπεσα = γυναίκα που γέννησε, άνεμος κατευνάστηκε, χρεοκόπησα
επεύκιν = τάπης
επιβάλλω = βάλλω κάτι κάπου
επίβαρος = ο πολύ βαρύς, βραδυκίνητος
επιβολίζω = εγκεντρίζω δέντρο, μπολιάζω
επιβόλιν = το προς εμβολιασμό κλωνί
επιγονάτιον = εξάρτημα της ιερατικής αμφιέσεως
επιδέξα = επιδέξιος, επιτήδειος
επιδεξασμένα = επιδέξιος, επιτήδειος
επιδεξασμένος = επιδέξιος, επιτήδειος
επιδεξεύομαι = έχω επιδεξιότητα
επιδεξία = επιδεξιότητα
επιδέξιος = επιδέξιος
επιδεξιωσύνη = επιτηδειότητα, ικανότητα
επιδέξος = επιδέξιος
επίδοξος = επίδοξος
επιθυμία = επιθυμία
επιθυμώ = επιθυμώ
επικαλούμαι = επικαλούμαι
επικάρδιν = επιστήθιο κάλυμμα γυναικός
επικενώνω = αδειάζω το φαγητό στα πιάτα
επικέφαλη = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος
επικέφαλον = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος
επικρατώ = επαρκώ
επίλοιπος = ο υπολειπόμενος
επίμακρος = επιμήκης, μακρουλός
επίμυτα = μπρούμυτα
επινοώ = νόησα, αντιλήφτηκα
επίξηρος = ξηρός
επιρροχάζω = ροχαλίζω
επισαικά = πίσω ακριβώς
επισέσ(ου) = στο πίσω μέρος
επισκιάζω = βλέπω αμυδρά
επίσου = προς το πίσω
επιστέκει = στάθηκε
επιστραύριν = διασταυρωμένο με άλλο
επιτάφιος = επιτάφιος
επιτιμή = επιτιμή
επίτροπος = επίτροπος
επίχαρα = χαιρεκακία
επίχαρος = πρόσχαρος, εύθυμος, ευτράπελος
επιχειρίουμαι = μεταχειρίζομαι
επίχλομος = λίγο χλομός
επίχλωρος = λίγο χλομός
εποίκα = κάνω
επορώ = μπορώ
επουκά = από κάτω
επουκάθε = από κάτω προς τα πάνω
επουκάτα = από κάτω
επουράνα = επουράνια
έπραξα = απέκτησα γνώσεις, πείρα
επρέ = βρε
επρόσπεσα = έπεσα στα πόδια κάποιου
έρα = έχθρα
εράζω = προσέχω
ερασία = εμετός, ξέρασμα, αηδία, σιχασιά
εράσκομαι = αηδιάζω, σιχαίνομαι
εράσμα = εμετός, ξέρασμα, αηδία, σιχασιά
εραστά = με προσοχή
ερβίθιν = ρεβίθι
εργαλείον = εργαλείο
έργανον = όργανο
εργαστέρ(ιν) = εργαστήριο
εργατέα = εργασία μισθώμενη
εργατεύω = εργάζομαι
εργατικόν = μεροκάματο
εργατικός = εργατικός
έργον = έργο, εργασία
εργόπον = έργο λίγης διάρκειας
εργόχειρον = εργόχειρο
εργωνίζω = γνωρίζω
εργωνιμία = γνωριμία
εργώνιμος = γνώριμος
ερδάκος = δράκος
ερδύδ(ιν) = δρυς
ερεθίζω = ερεθίζω
έρεξη = όρεξη
ερετίν = πράγμα που εύκολα μπορεί να μετακινηθεί
ερέχκομαι = μου αρέσει, εγκρίνω
ερζινόν = σιταρένιο
ερημάδιν = αδέσποτο, εγκαταλελειμμένο
ερημάζω = ερημώνω, καταστρέφω
ερήμασμα = ερημώνω
ερημία = έρημος
ερημιώτης = ερημίτης
έρημος = ακατοίκητος, δυστυχής
ερημοσπίτες = εκείνος που δεν έχει την ίδια κατοικία
ερημώνω = ερημώνω
ερθάναιμον = έλευση, προσέλευση, ερχομός
ερίζω = φιλονικώ, μαλώνω, ερεθίζω, ενοχλώ
έριξη = όρεξη
ερισερισμός = συνεχής και επίμονη φιλονικία
ερισία = ενόχληση, πειρασμός
έρισμαν = φιλονικώ, μαλώνω, ερεθίζω, ενοχλώ
εριστάρης = φιλόνικος, φίλερις
εριστέας = φιλόνικος, φίλερις
ερίφης = άνθρωπος
ερκιάζω = εξελκούμαι
έρκιανταν = πολύ πρωί, νωρίς
έρκιν = έλκος
έρκος = έλκος
ερμάριν = θήκη για εργαλεία
ερμηνεία = συμβουλή, νουθεσία
ερμηνεύω = συμβουλεύω, νουθετώ
ερνάσκουμαιν = αηδιάζω, σιχαίνομαι
εροθυμώ = νοσταλγώ
έροξη = όρεξη
ερπάπης = επιτήδειος, ικανός
ερπετός = περιποιητικός, φιλόφρων
page===7

ερρούξεν = έπεσε
έρτημα = ερχομός, έλευση
έρχομαι = έρχομαι, εμφανίζομαι, προέρχομαι
ερχομός = ερχομός, έλευση
ερώτεμαν = ερώτηση
ερωτώ = ρωτώ
ερ’γώ = κρυώνω
εσβήνω = σβήνω
εσγάρα = σκάρα
εσέβα = μπήκα
εσέγκα = έβαλα
εσείς = εσύ
εσετέροι = οι δικοί σας
εσέτερον = ο δικός σας
εσήβα = μπαίνω
εσήμερον = σήμερα
εσιά = περιουσία
έσιν = έτερος, σύντροφος
εσκιάζω = σκιάζω
εσκιάς = ληστής
εσκιτζηλίκιν = η τέχνη
εσκιτζής = μπαλωματής
εσόν = ο δικός του
εσόπον = σύντροφος, ταίρι
έσου = έσω, μέσα
εσπερινός = εσπερινός
εσπλαχνία = ευσπλαχνία, έλεος
εσπλαχνίσκομαι = ευσπλαχνίζομαι, ελεώ
έσπλαχνος = εύσπλαχνος
εστρέα = δέντρο δασικό
εσ’χώρεση = συγχώρεση
εσ’χωρώ = συγχωρώ
εταιράζω = ενώνω, ταιριάζω
εταίριν = φίλος
έταιρος = σύντροφος, εραστής, σύζυγος
ετεάς = αυτός
ετεικά = εκεί
έτερα = χωριστά, ασύνδετα
έτερος = άλλος, διάφορος
ετεψίζης = αναιδής, αναίσχυντος
ετεψιζλίκιν = αναισχυντία
ετιά = ιτιά
ετιάς = αυτός
ετοιμάζω = ετοιμάζω
ετοιμασί = ετοιμασία
ετοίμασμαν = ετοιμάζω
ετοιμόλογος = ετοιμόλογος
έτοιμος = έτοιμος
έτος = έτος, χρονιά
ετότε = τότε
ετότισο = τότε
ετσεί = εκεί
ετσείνος = εκείνος
ετσειπάν(ου) = εκεί επάνω
ετσειπέσ(ου) = εκεί μέσα
ετσειπουκά = εκεί κάτω
ευγενία = ευγένεια
ευγενικός = ευγενικός
ευγενίσκουμαι = επιδεικνύω ευγένεια
εύκαιρα = ανοήτα, ασυλλόγιστα
ευκαιρέσιν = μωρά πράξη
ευκαιρολατζεύω = λέγω ασυνάρτητα λόγια
εύκαιρος = άδειος, κενός, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος
ευκαιροσκοτούμαι = κουράζομαι άνευ αποχρώντος λόγου
ευκαιρόστομος = εκείνος που λέει πολλά και μωρά, μη εχέμυθος
ευκαιροσύνα = μωρία, ανοησία
ευκαίρωμαν = άδειασμα
ευκαιρώνω = αδειάζω, μεταφ. φέρομαι απερίσκεπτα
ευκολάδα = ευκολία, ευχέρεια
ευκολία = ευκολία
ευκολόκλωστος = ο ευκόλως μεταπειθόμενος
ευκολόπιστος = ευκολόπιστος
εύκολος = εύκολος
ευλάβεια = ευλάβεια
ευλαβής = ευσεβής
ευλαβίσκουμαι = γίνομαι ευλαβής, μου έρχεται καλή διάθεση
ευλαβούσα = γυναίκα ευλαβής
εύλερα = χαλαρά
εύλερος = σπανός, απαλός, αβρός
ευλόγημαν = ευλογία
ευλογητός = ευλογητός
ευλογία = ευλογία, ευτυχία, προκοπή
εύλογος = εύλογος
ευλογώ = ευλογώ
ευλοϊκοψιμμένος = βλογιοκομμένος
εύν(ιν) = υνί αρότρου
ευρακός = ανατολικός άνεμος
ευράτικα = εύρετρα
ευρετάτικα = εύρετρα
ευρήκω = βρίσκω
εύρημα = εύρημα, έρμαιο
ευρημάτιν = εύρημα, έρμαιο
ευρίσκω = βρίσκω
ευρύχωρα = ευρύχωρα
ευρυχωρία = ευρυχωρία
ευρύχωρος = ευρύχωρος
ευτάγω = κάνω
ευτενά = μειωμένη τιμή
ευτενία = φτηνά
ευτενός = φτηνός
ευτένυμαν = φτωχαίνω
ευτενύνω = φτωχαίνω
ευτύς = ευθύς, αμέσως
ευτυχίζω = ευτυχώ, παχύνω
εύτυχος = ευτυχής, ευπροσήγορος, ευφυής
ευχάζω = αγιάζω με αγιασμό
ευχαρίστεμαν = ευχαριστία
ευχαρίστηση = ευχαρίστηση
ευχαριστία = ευχαριστία
ευχαριστίζω = ευχαριστώ
ευχαριστώ = ευχαριστώ
ευχέλαιον = ευχέλαιο
ευχή = ευχή
ευχίασμαν = άγιασμα
ευχίουμαι = προσεύχομαι, εύχομαι
ευχούμαι = εύχομαι
έφ = επιφώνημα αηδίας
έφαγα = έφαγα
εφετιζ’νός = φετινός
εφέτος = φέτος
page===8

εφκάλι = κεφάλι
εφκιάριν = λήπη, μελαγχολία
εφκιαρόπον = λήπη, μελαγχολία
εφλέα = φλοιός δέντρου, φλούδα
εφορία = επιτροπή κοινότητας που διοικεί το σχολείο
έφορος = έφορος
εφραίνομαι = χαίρομαι
εφρονολόγιστος = χαρούμενος
έφρονος = χαρούμενος
εφτά = εφτά, πλήθος
εφταβότανον = φαρμακευτική αλοιφή αποτελούμενη από εφτά ουσίες
εφτάγλωσσος = φλύαρος
εφτάδη = χαρτοπαίγνιο εφτά
εφτακέφαλος = εκείνος που έχει εφτά κεφάλια
εφτακοίλης = λαίμαργος, κοιλάρας
εφτακόσοι = εφτακόσοι
εφτακράτορας = αυτοκράτορας
εφτάνω = φτάνω
εφταπόδαρος = μεταφ. εκείνος που μπορεί να κατορθώσει τα πάντα
εφταπόπαδον = εκκλησιαστική τελετή τελούμενη από εφτά ιερείς
εφταπόπαδος = ιερέας χειροτονημένος εφτά φορές συνέχεια
εφτάργαλη = κόσκινο με εφτά εργαλεία τέμνοντα
εφτάριν = χαρτοπαίγνιο εφτά
εφτατρύπετον = χαρτοπαίγνιο εφτάρι
εφτάτρυπον = εκείνος που έχει εφτά τρύπες
εφτάχρονος = επταετής
εφτάψυχος = εφτάψυχος
εφτωχός = φτωχός
εφώς = φως
εχεμένος = εύπορος, πλούσιος
έχνος = έθνος
εχπάνω = αρπάζω
εχράζω = δίνω χρώμα ρόδινο στα ψωμιά
εχρωστώ = χρωστώ
εχτέ = χθες
εχτέσκομαι = χτενίζομαι
εχτήθα = εκ στήθους, από μνήμης
εχτηθίζω = απομνημονεύω
εχτικιάζω = προσβάλλομαι από φυματίωση
εχτικιάρης = ο πάσχων από φυματίωση
εχτικιαρλής = ο πάσχων από φυματίωση
εχτικόν = φυματίωση
εχτικώ = χτικιάζω
έχτομος = βρωμόλογος
έχτρα = έχθρα
εχτράμα = αντίστροφα, τα μέσα έξω
εχτράμενα = αντίστροφα, τα μέσα έξω
εχτραμενιάζω = αντιστρέφω, γυρίζω τα μέσα έξω
εχτράμενος = αντεστραμμένος, αντιστρόφως
εχτράμης = αντιστρόφως
εχτράμιν = αντίστροφο, αντεστραμμένο
εχτραμωτός = μωρός
εχτρέβω = αντιστρέφω, διανοίγω
έχτρεμαν = αντιστροφή
εχτρεύομαι = εχθρεύομαι
εχτρεφτέριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή ζυμαρικών
έχτρητα = έχθρα, μίσος
εχτρία = έχθρα, μίσος
εχτροπάθεια = έχθρα, μίσος
εχτροπαθώ = εχθρεύομαι, μισώ
εχτρός = εχθρός
εχτροσύνη = έχθρα, μίσος
έχω = έχω
εχωρώ = χωρώ
εψές = χθες
έψιλον = έψιλον
εωσφόρος = διάβολος, σατανάς

Ζ

page===0

ζάβα = κρίκος, δαχτυλίδι
ζαβαλής = δυστυχής, κακομοίρης, άκακος
ζαβιρέα = τόπος με πολλά φραγκοστάφυλα
ζαβίριν = φραγκοστάφυλο
ζαβιρίτα = φραγκοστάφυλο
ζαβρός = αριστερόχειρας
ζαγάριν = σκύλος
ζαγκάριν = σκουριασμένος
ζαγκαρώνω = σκουριάζω
ζαγκέα = οσμή σκουριάς
ζαγκιάζω = σκουριάζω
ζαγκινοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου προς ίππευση
ζαγκοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου προς ίππευση
ζαγκότης = κανδηλανάπτης, νεωκόρος
ζαγκουβάνα = είδος παιδιάς
ζάγκρα = άνθρωπος κάτισχνος
ζάγκωμα = σκουριά χαλκού
ζαγκωματέα = οσμή σκουριάς χάλκινου σκεύους
ζαγκώνω = σκουριάζω, μεταφ. αδυνατίζω
ζαενός = ισχνός
ζαενύνω = αδυνατίζω, ισχναίνομαι
ζαενώνω = αδυνατίζω, ισχναίνομαι
ζαζέλα = είδος φυτού ερπυστικού
ζαΐφης = ισχνός, αδύνατος
ζαλαλός = τρελός
ζαλαλώνω = ζαλίζω
ζάλη = ζάλη
ζαλίζω = ζαλίζω
ζαλικόν = αδιαθεσία
ζάλισμαν = ζαλάδα
ζαλότιν = φυτό από το οποίο γίνεται σκούπα
ζαμάνιν = εποχή, καιρός, χρόνος
ζαμνίν = κυψέλη μελισσών
ζαμπάρα = σφυρίχτρα
ζαμπαράς = γυναικοθήρας
ζαμπόγερος = ξεκουτιάρης
ζαμπογραία = γριά ρυτιδωμένη
ζαμπούλα = σκώληξ γεννημένος σαν έκθυμα στη ράχη ζώου
ζαμπουρίτα = φυτό όμοιο με τη συκιά
ζανταλώνω = ζαλίζω
ζάντεμαν = τρέλα
ζαντία = τρέλα
ζαντίτα = άγριος θάμνος του οποίου ο καρπός αν φαγωθεί προκαλεί τρέλα
ζαντόμελον = μέλι που έχει την ιδιότητα να ζαλίζει
ζαντός = τρελός
ζαντρουνίγουμαι = αμφιταλαντεύομαι καλπάζοντας
ζαντύνω = τρελαίνομαι
ζαντώνω = τρελαίνομαι
ζαντωτός = λίγο τρελός
ζαπάρτα = επίπληξη, προσβολή
ζαπούνης = ισχνός, αδύνατος
ζαπτιές = χωροφύλακας
ζάρα = ζάρωμα, πτύχωση
ζαρά = λογά, στραβά
ζαργάνα = ζαργάνα
ζαρέας = παραπαίει
ζαρζαβάτιν = ζαρζαβατικά
ζάριν = ζάρι
ζαρκάδ(ιν) = ζαρκάδι
ζαρκαδία = ζαρκάδι θηλυκό
ζαρναΐλης = αλλήθωρος
ζαρογουλάζω = στραβολαιμιάζω
ζαρογούλης = στραβολαίμης
ζαρογουλίδουμαι = στραβολαιμιάζω
ζαροκάθουμαι = κάθομαι στραβά
ζαροκείμαι = κείμαι στραβά
ζαροκερατία = αγελάδα με στραβά κέρατα
ζαροκέφαλος = στραβοκέφαλος
ζαροκοίλης = στραβοκοίλης
ζαροκολάζω = βόδι που προχωρώντας στραβώνει τα πόδια του
ζαροκολία = ασθένεια
ζαρόκολος = εκείνος που έχει διαστρεβλωμένο το κάτω μέρος το σώματος
ζαροκόφτω = κόβω στραβά
ζαρομματάζω = λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω
ζαρομμάτης = εκείνος που έχει διαστροφείς οφθαλμούς
ζαρομματώ = στραβοκοιτάζω, υποβλέπω
ζαρομύτης = στραβομύτης
ζαροπάτεμαν = στραβοπατώ, λοξοδρομώ
ζαροπατώ = στραβοπατώ, λοξοδρομώ
ζαροπέδας = κατά το βάδισμα συγκλίνω προς τα μέσα τα πόδια
ζαροπόδαρος = εκείνος που έχει στραβά πόδια
ζαροποδία = εκείνη που έχει στραβά πόδια
ζαροπρόσωπος = εκείνος που έχει άσχημα χαρακτηριστικά προσώπου
ζαρός = λοξός, ζαρωμένος
ζαροσκέλης = εκείνος που έχει στραβά σκέλη
ζαροστομάζω = στραβώνω το στόμα
ζαρόστομος = εκείνος που έχει στραβό στόμα
ζαροστομώ = στραβώνω το στόμα
ζαροστομώνω = στραβώνω το στόμα
ζαροτέρεμαν = λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω
ζαρουδάζω = χτενισμένο μαλλί το σχηματίζω σε τολύπη
ζαρουδαστέριν = ράβδος γύρω από την οποία στρίβουν το μαλλί και το τολυπεύουν
ζαρουδευτέριν = ράβδος γύρω από την οποία στρίβουν το μαλλί και το τολυπεύουν
ζαρούδιν = μαλλί λαναρισμένο σχηματισμένο ως τολύπην, δέσμη νήματος
ζαροχειλάζω = στραβώνω τα χείλη μου
ζαροχειλάς = εκείνος που έχει στραβά χείλη
ζαροχείλης = εκείνος που έχει στραβά χείλη
ζάρπη = γενναίος
ζάρπλη = γενναίος
ζαρπλής = γενναίος
ζαρώ = τρικλίζω βαδίζοντας
ζάρωμαν = κάμψη, λύγισμα
ζαρώνω = λυγίζω, κάμπτω, στραβώνω
ζαρωτά = στραβά
ζαρωτία = ασχήμια, μεταφ. στρεψοδικία, αδικία
ζαρωτός = στραβός, μεταφ. δόλιος
ζατίζω = καταπατώ, συντρίβω
ζαφρά = χολή
ζάχαρη = ζάχαρη
ζαχαρικά = ζαχαρωτά
ζαχαρώνω = ζαχαρώνω
ζαχρά = σιτηρά, σίτος, σίκαλη, κριθή
ζέα = ζειά
ζεβζέκης = φλύαρος
ζεβρός = αριστερόχειρας
ζεγκίν = αναβάτης
ζεγκίνης = πλούσιος
ζεγκοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου για ίππευση
ζέγνω = σφίγγομαι
ζελάρης = ζηλιάρης
page===1

ζελεία = ζήλια
ζέλεμαν = ζηλεύω
ζελεμάτιν = ζηλευτό
ζελέσιμος = αξιοζήλευτος
ζελεύω = ζηλεύω
ζελφίνος = δελφίνι
ζεμέας = ζημιάρης
ζεμία = ζημιά
ζεμιάρης = ζημιάρης
ζεμιοκάτα = γάτα ζημιάρα
ζεμιώνω = ζημιώνω
ζέμνω = σφίγγομαι
ζεμπερέκιν = μάνδαλος πόρτας, μπετούγια
ζεμπίλιν = σπυράκι
ζέμψιμον = ζεύξη βοδιών
ζέντερια = σπαράγγια εδώδιμα
ζεντζίριν = αλυσίδα
ζεξία = συνεταιρισμός γεωργών που έχουν ο καθένας από ένα βόδι
ζέξια = τα ζευγαρωμένα βόδια
ζέξιμον = ζεύξη βοδιών
ζέον = είδος δοχείου εκκλησίας
ζεπίλιν = σκουπίδι
ζεπίρα = κουνάβι
ζέπος = ατσίδα
ζεπούνα = πουκάμισο
ζερβά = προς τα αριστερά
ζερβοκούταλος = εκείνος που τρώει με αριστερό κουτάλι
ζερβός = αριστερόχειρας
ζερβοχέρης = εκείνος που εργάζεται με το αριστερό χέρι
ζερκάδ(ιν) = ζαρκάδι
ζερκαδία = ζαρκάδι θηλυκό
ζέρνα = η μεμβράνη του αυγού
ζερταβάς = ζώο του οποίου το δέρμα είναι πολύτιμο ως γούνα
ζερταλίδιν = βερίκοκο
ζέρταλο = βερίκοκο
ζεστά = ζεστά
ζεσταίνω = ζεσταίνω
ζεσταμονή = θερμότητα, ζεστασιά
ζέσταση = θερμότητα, ζεστασιά
ζεστασία = θερμότητα, ζεστασιά
ζεστάσκομαι = ζεσταίνομαι
ζέστη = ζέστη
ζεστοπύριν = στάχτη στην οποία υπάρχουν αναμμένα κάρβουνα
ζεστός = ζεστός
ζεστωτός = υπόθερμος
ζευγαράζω = ζευγαρώνω
ζευγαράς = γεωργός
ζευγάριν = ζευγάρι
ζευγαρώνω = ζευγαρώνω
ζευγάς = γεωργός
ζευγηλάτης = γεωργός
ζευγώνω = ζευγαρώνω ζώα
ζευλέας = κουλός
ζευλίν = ζεύξη βοδιών
ζευλοδέμιν = σχοινί που συνδέει τα κάτω άκρα των ζευγλών
ζευνίχιν = ο σπόνδυλος του τραχήλου
ζευτήριν = ο σπόνδυλος του τραχήλου
ζεύω = βάζω κάτω από τον ζυγό δύο ζώα
ζεχίριν = δηλητήριο
ζέψιμον = ζεύξη βοδιών
ζήκακας = φιλάσθενος
ζηλεία = ζήλεια
ζηλέτζης = ζηλιάρης, φθονερός
ζηλόφρονος = ζηλόφθονος
ζηλοφτονία = ζηλοφθονία
ζηλοφτονώ = ζηλοφθονώ
ζήση = ο τρόπος του ζην
ζήσιμον = ο τρόπος του ζην
ζητηλάνος = ζητιάνος, επαίτης
ζήτημα = απαίτηση
ζητίον = επαιτεία, ζητιανιά
ζητώ = ζητώ
ζία = αθόρυβα, σιγά
ζίβρα = παντελόνι αντρικό
ζιγιαφέτιν = συμποσιακή ευωχία
ζιγούδιν = είδος πυκνής χλόης
ζιζάνιν = άνθρωπος που προκαλεί σκάνδαλα
ζιζίλα = είδος πτηνού
ζιλάλιν = νερό καθαρό, διαυγές
ζιλίφιν = ο λοβός του φασολιού
ζιλιφλίκιν = είδος κοσμήματος κεφαλής
ζιλπία = έδεσμα από γιαούρτι και μέλι
ζιμπιλάγκ(ιν) = σμίλαξ
ζίνα = είδος εντόμου πτερωτού
ζίνα = σταγονίδιο
ζινίχιν = ο σπόνδυλος του τραχήλου
ζινιχώνω = προσράπτω χάντρες ως προβασκάνια
ζιντάνιν = ειρκτή, δεσμωτήριο
ζίπκα = αντρικό παντελόνι
ζιπούνα = πουκάμισο
ζίτζα = ευθύς, λεπτός και ευλύγιστος κλώνος δέντρου
ζίφκα = αντρικό παντελόνι
ζίφος = το εξωτερικό κέλυφος καρυδιού
ζίφος = το ακρότατο μέρος ιστίου πλοίου
ζίφος = σίφουνας
ζίφωνας = σίφουνας
ζογάλιν = κράνι
ζόγιν = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία αποκόβονται ισόμετρα τεμάχια για τσαρούχια
ζογριδάζω = δέρνω με ξύλο
ζογριδέα = δαρμός με ξύλο
ζογρίν = ράβδος, ρόπαλο
ζογρόξυλον = ξύλο υγρό
ζογρός = ξύλο υγρό
ζογρύνω = υγραίνομαι
ζόκκα = ζόκκα
ζόπα = ράβδος οζώδης
ζορζοβούλης = διάβολος
ζόριν = αναγκασμός, βία
ζορκαδάς = κυνηγός δορκάδων
ζορκαδία = ζαρκάδι θηλυκό
ζορκάδιν = δορκάς
ζορκαλίδα = δορκάς
ζορλαεύω = βιάζω, δυσκολεύομαι
ζουβαλάκιν = σβώλος ζύμης
ζουγούδ(ιν) = είδος πυκνής χλόης
ζουγραφίζω = ζωγραφίζω
ζούδ(ιν) = ζώδιο
ζουδέμιν = σκοινί της φάτνης
ζουδία = εικόνες ζώων
ζουζακιάζω = περνώ ζώνη στη θηλιά της βράκας
page===2

ζουζάκιν = θηλιά γύρω από τη βράκα απ’ όπου περνούν τη βρακοζώνη
ζουζίν = ασκός από δέρμα αγριόχοιρου
ζουκακεύω = δυστροπώ στο να εκτελέσω έργο
ζουκόλος = βουκόλος
ζουλαΐδα = είδος εδωδίμου ερπυστικού φυτού
ζουλεύω = ζηλεύω
ζούλιγμαν = ζούλιγμα
ζουλίζω = ζουλίζω
ζούλισμαν = ζούλιγμα
ζουλιστέριν = όργανο με το οποίο περιελίσσουν
ζουλιχτής = εκείνος που έχει το επάγγελμα του ευνουχιστή ζώων
ζουλιχτόν = συνεστραμμένο
ζουλίχτρα = φυτό ερπυστικό συστρεφόμενο
ζουλούμιν = αδικία
ζουμάρ(ιν) = ζυμάρι
ζουμαρικόν = ζυμαρικό
ζουμαρώνω = ζυμώνω
ζουμίζω = ζώο που παρέχει περισσότερο γάλα, πληγή που διαπυείται
ζουμπουλίζω = αντηχώ
ζουμπούλιν = ζουμπούλι
ζουμώνω = ζυμώνω
ζουμώσιμον = ζυμώσιμο
ζούμωτρον = ζυμωτό
ζουνάριν = ζωνάρι
ζουντανός = ζωντανός
ζουπαντούχης = άνθρωπος πολύ ψηλός, αγροίκος, βάναυσος
ζουπαντρεύω = παντρεύομαι
ζούπκα = αντρικό παντελόνι
ζουπούνα = πουκάμισο
ζουπούνι = είδος γυναικείου γιλέκου με μανίκια κεντημένα
ζουπουνόπον = χιτώνιο
ζουπουνούμαι = αποκτώ πουκάμισο
ζουράζω = μεταβάλλομαι
ζουρζουρίζω = γκρινιάζω
ζουρίτζα = γυναίκα ισχνή, ζαρωμένη
ζουρκάδ(ιν) = ζαρκάδι
ζουρκαδία = ζαρκάδι θηλυκό
ζουρμουδάζω = κάνω ορμαθό, τσαλακώνω
ζουρμούδιν = ορμαθός
ζουρμουλαγκιάζω = συνθλίβω με τα χέρια
ζουρμουλαγκίζω = κινώ κάτι σφοδρά
ζουρνά = ζουρνάς
ζουρνατζής = ζουρνατζής
ζουρνάχιν = είδος οστρέου
ζουρνεύω = κλαίω χωρίς όρεξη
ζούρτα = τα ξινά, τουρσιά
ζούφιον = δέρμα λεπτό και φθαρμένο
ζουχτρεύω = ανοίγω οπή με μυτερό ξύλο
ζουχτρίζω = ωθώ με αγκώνα ή με πόδι
ζουχτρίν = ξύλο μυτερό
ζοφίδι = πράγμα πολύ υγρό
ζυγάζω = ζευγνύω
ζυγαράζω = ζυγίζω εντός της παλάμης μου
ζυγαρέα = ζυγαριά, ο αστερισμός του ζυγού
ζυγάριν = ζεύγος, ζευγάρι
ζυγή = ζεύγος, παρασκεύασμα ολοκληρωτικό
ζύγια = ισορροπημένα και μεταφορά ελαφρά, σιγά
ζυγιάζω = ζυγίζω, κλίνω, γέρνω
ζύγιασμαν = ζύγισμα
ζυγιαστέριν = ζυγαριά
ζυγίζω = ζυγίζω
ζύγιν = ζυγαριά
ζυγογυράζω = κάνω τα ζώα να γυρίζουν γύρω από το ζυγό κατά το αλώνισμα
ζυγογύριν = κυκλικό αυλάκι στο μέσο του ζυγού όπου τοποθετείται το ζυγολώρι
ζυγολωράζω = μετακινώ το σταβάρι του αρότρου από το κέντρο του ζυγού προς το δυνατότερο βόδι που μεταφέρει το ζυγολώριν
ζυγολώριν = λουρί ζυγού στο οποίο προσαρμόζεται το άκρο του σταβαριού του αρότρου
ζυγούδιν = η ζεύγλη του ζυγού
ζυγωνάζω = υποβάλλω στο ζυγό
ζυγώνιν = ζυγός
ζυμαρικό = ζυμαρικό
ζυμαρικόν = ζυμαρικό
ζυμάριν = ζυμάρι
ζυμαρομάντηλον = ύφασμα με το οποίο καλύπτουν τη ζύμη στη σκάφη
ζυμαρόξυλο = ράβδος με την οποία ανοίγουν τα φύλλα της ζύμης
ζυμαροξύστρα = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος
ζυμαρώνω = αλείφω με ζύμη, γίνομαι σαν ζύμη
ζυμοξύστρα = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος
ζυμοξύστρες = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος
ζυμοστάτες = το μέρος της οικίας όπου τοποθετείται η σκάφη του ζυμώματος
ζυμώνω = ζυμώνω
ζύμωση = ζύμωση
ζυμωσία = ποσότητα αλευριού για ζύμωμα
ζυμώσιμον = εκείνος που ζυμώνει
ζω = ζω
ζώγ(ιν) = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία φτιάχνονται τσαρούχια
ζώγ-πετζίν = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία φτιάχνονται τσαρούχια
ζωγάρκεια = προμήθεια τροφίμων
ζώγιον = ζώο συνήθως βόδι
ζωγραφία = ζωγραφιά, εικόνα
ζωγραφίζω = ζωγραφίζω
ζωγραφισία = έξοχο κάλλος
ζωγράφος = ζωγράφος
ζώδιον = ζώδιο
ζώδος = συμφορά η οποία είναι πεπρωμένο να πάθει κάποιος
ζωή = ζωή
ζωμ(ίν) = ζωμός
ζωμάριν = ζουμερό
ζωμάτε = πλούσιος
ζωμάτος = ζουμερός
ζωμερός = ζουμερός
ζωμίζω = ζώο που παρέχει περισσότερο γάλα, πληγή που διαπυούμαι
ζωμοκυλίζω = δέρνω, ξυλοκοπώ
ζωμώνω = υπόδημα που παίρνει νερό
ζων = ζώδιο
ζωνάριν = ζώνη
ζωναροδέσιμον = το δέσιμο του ζωναριού
ζώνη = ζώνη
ζωντανεύω = ζωντανεύω
ζωντανός = ζωντανός
ζωντανύνω = συνέρχομαι από ασθένεια
ζώντας = ζωή
ζωντή = η διάρκεια της ζωής
ζωντοκλωνάριν = κλώνος δέντρου κάτι σαν ζωντανό
ζωντόχερος = ζωντοχήρος
ζωντοχωρισία = διαζύγιο
ζώνω = περιβάλλω με ζώνη, ζώνομαι
ζωός = φύλακας κάθε οικίας
ζωοτροφία = τρόφιμα αναγκαία για την συντήρηση της οικογένειας
ζώσιμο(ν) = ζώσιμο
ζώσκοινον = σκοινί με το οποίο δένεται ζώο
page===3

ζωστήρα = ζώνη
ζωστρή = ζώνη

Η


ηγαπώ = αγαπώ
ήγκα = έφερα
ηγκορέα = κόρη οφθαλμού
ηλάζω = λιάζω
ηλαίνομαι = παθαίνω ηλίαση
ηλακός = μέρος ευήλιο, φεγγίτης οικίας
ηλέα = σχοινί στο οποίο απλώνουμε ρούχα να στεγνώσουν
ηλενεπήρες = ανατολή του ήλιου
ήλες = ήλιος
ηλεφωταγμένος = ηλιοφώτιστος
ηλιακάδι = μέρος ευήλιο
ηλιακό = ηλιακός
ηλίασμαν = ηλίαση
ηλικία = ηλικία
ηλικιασμένος = ηλικιωμένος
ηλικιούμαι = ηλικιώνομαι
ηλιοκοπούμαι = υποφέρω από ηλιακό έγκαυμα
ήλιος = ήλιος
ηλιόψητος = ψημένος στον ήλιο
ηλοβασίλεμαν = ηλιοβασίλεμα
ηλόβρεχη = εν ώρα βροχής λάμπει ήλιος
ηλοκαμένος = ηλιοκαμένος
ηλοκαψία = καύμα ήλιου
ηλοκόρασον = κόρη ωραία λάμπει σαν τον ήλιο
ηλόλαμπο = λαμπρός όπως ο ήλιος
ηλοξάψιμον = καύμα ηλιακό, λιοπύρι
ηλοπαρέσα = μέρη προσήλια
ηλόπαρμαν = ανατολή του ήλιου
ηλόπορος = ευήλιος, προσήλιο
ήλος = ήλιος
ηλοτόπιν = τόπος προσήλιος
ηλοτρόπιν = ηλιοτρόπιο
ηλοφώταγμαν = φωτισμός ήλιου
ηλοφωταγμένος = ηλιοφώτιστος
ηλοχάραγμαν = ανατολή του ήλιου
ήμαρτον = μετάνοια, μεταμέλεια
ημέρα = ημέρα
ημέρεμαν = ημερεύω
ημερεύω = ημερεύω
ημεροδούλιν = ημερομίσθιο
ημεροθανάτ(ου) = Σάββατο προ της Πεντηκοστής
ημεροκάματον = μεροκάματο
ημερομάισσα = γυναίκα πονηρή
ημερομιστιάρης = εργαζόμενος με ημερομίσθιο
ημερομίστιν = ημερομίσθιο
ημερόνυχτος = διάρκεια ενός ημερονυκτίου
ήμερος = ήμερος
ημεροφάει = τροφή μιας ημέρας
ημερόφωτα = κατά την αυγή
ημέρωμα = ξημέρωμα
ημερώνω = εξημερώνω, τιθασεύω
ημερώνω = αγρυπνώ
ημερ’κον = ημερομίσθιο, μεροκάματο
ήμπαν = οπουδήποτε
ήμποιος = οποιοσδήποτε
ημ’σάριν = η μισή ποσότητα
ημ’σός = μισός
ήνταν = οτιδήποτε
ήντζ = οτιδήποτε
ήντζαν = όποιος
ήντιλεος = οτιδήποτε
ήπαρη = ήπαρ, συκώτι
ήσυχα = ήσυχα
ησυχάζω = ησυχάζω
ησύχαση = ησυχία
ησυχίζω = γίνομαι ήσυχος
ήσυχος = ήσυχος
ητεύω = με μαγικές ευχές θεραπεύω σωματικώς ή ψυχικώς
ηχόπον = σιγανό μέλος
ήχος = ήχος
ηχρά = όψη

Θ

page===0

θαβάρα = εφιάλτης
θαγατέρα = θυγατέρα
θαγματούρι = θαύμα
θαδάτσιν = στάχτη που σχηματίζεται σε αναμμένο κάρβουνο
θάκιν = μαστός αγελάδας
θαλαμίδιν = μικρό διαχώρισμα εντός κιβωτίου
θάλασσα = θάλασσα
θαλασσάκι = ακρογιαλιά
θαλασσάκρα = ακρογιαλιά
θαλασσέα = οσμή θάλασσας κατά την πνοή ελαφρού ανέμου
θαλασσινός = θαλασσινός
θαλασσομάννα = θαλάσσιο ζώο ακαλήφη
θαλασσομάχος = εκείνος που μάχεται με τα κύματα της θάλασσας θαλασσομαχώ θαλασσομαχώ
θαλασσομαχώ = θαλασσομαχώ
θαλασσοπέντικος = μυς θαλάσσιος που έχει αντί δέρματος λεπτή μεμβράνη
θαλασσοπούλλιν = θαλασσοπούλι
θαλασσότερον = θαλάσσιο νερό
θαλάσσωμα = τρικυμία
θαλασσώνω = αρχίζει να γίνεται τρικυμία
θαλύνω = φυτό που εκφύει βλαστούς και φύλλα
θάμα = θαύμα
θαμάζω = απορώ, θαυμάζω
θάμασμαν = θαυμασμός
θαμαστός = ο άξιος θαυμασμού, παράξενος
θαματουρία = μέγα θαύμα
θαμνίν = θάμνος
θάμνος = θολός, θαμπός
θαμπούρωμαν = θαμβώνομαι
θαμπουρώνω = θαμβώνομαι
θάμπωμαν = θαμπώνω
θαμπώνω = θαμπώνομαι, αλλάζω χρώμα
θανάσιμος = θανάσιμος
θανατέα = οσμή θανάτου
θανατίδιν = ότι τρώμε και προκαλεί αποστροφή για την δυσάρεστη γεύση και είναι κάτι σαν θανατηγόρο
θανατικός = θανατικός
θανατικός = φανατικός
θανατίτα = χόρτο ή καρπός πικρός
θανατίτζα = εξάνθημα που προμηνύει τον θάνατο
θάνατος = θάνατος
θανατώνω = θανατώνω
θανέσα = μνημόσυνο με γεύμα
θανή = θάνατος, κηδεία
θαραπεία = θεραπεία
θαραπεύουμαι = θεραπεύομαι
θαραπίδες = ουλές του σώματος που μένουν μετά τη θεραπεία
θάρεμαν = το να νομίζω κάτι
θαρετός = εκείνος που νομίζει κάτι
θάρρεμαν = ελπίδα
θαρρεύκουμαι = ελπίζω, έχω θάρρος
θαρρικά = ελπίδα
θάρρος = θάρρος
θαρρώ = έχω ελπίδα, βασίζομαι
θαρώ = νομίζω
θαφτούλιν = παιδί που είναι άξιο να ταφεί
θάφτω = ενταφιάζω, θάβω
θέατρον = θέατρο
θέγα = δίχως
θεγατέρα = θυγατέρα
θέγιαν = δίχως
θέγως = δίχως
θειΐτζα = θειούλα
θείος = θείος
θέκα = φώκια
θέκαλος = λέξη που δηλώνει θαυμασμό και έκπληξη
θεκάριν = θήκη της μαχαίρας
θεκλέας = αστείος, χαϊδεμένος
θεκλεία = θωπεία, χάιδεμα
θεκλέσα = ευτελή, ουτιδανός, μωρός
θεκλεύκουμαι = αστειεύομαι
θέκω = βάζω
θελάζω = εμβολιάζω με δαμαλίδα
θελακώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω
θελέα = τυλίχτρα νήματος
θελείναιμον = θέληση
θελέκ(ιν) = κουμπότρυπα
θελέκα = κουμπότρυπα, θηλιά
θελεκιάζω = κάνω κουμπότρυπες, κουμπώνω
θελεκώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω
θελέσα = εκουσίως, ματαίως
θελεσινά = εκουσίως
θέλημαν = θέλημα, επιθυμία
θεληματάρης = πεισματάρης
θεληματέας = ο εργαζόμενος κατά το θέλημά του
θεληματικά = εκουσίως
θεληματοπλέρωτος = ο απαιτών να πληρωθεί
θέληση = απαίτηση, θέληση
θελός = θολός
θέλσιμον = θέληση, βούληση
θελυκός = ζώο γένους θηλυκού
θέλω = θέλω
θελώνω = θολώνω
θέμαν = θέμα, τμήμα, κομμάτι
θέματα = αθέμιτα
θεμελίον = θεμέλιο, ράφι, αδιέξοδος
θεμελίον = θεμέλιο, ράφι, αδιέξοδος
θέμπερα = κατά τα εδώ μέρη
θεμωνάζω = κάνω θημωνιά
θεμώνιν = θημωνιά σταχυών, χόρτων κτλ.
θεμωνοκόλιν = η βάση της θημωνιάς
θεμωνόπον = θημωνιά σταχυών, χόρτων κτλ.
θεμωνοστάτες = κάθετο ξύλο θημωνιάς, στο οποίο στοιβάζουν τα στάχυα
θέξιμον = τοποθέτηση
θεογνωσία = καλή διαγωγή
θεοκατάρατος = θεοκατάρατος
θεόκριτος = εκείνος που θα τον κρίνει ο θεός
θεοξύριστος = σπανός
θεοξύριστος = σπανός
θεός = θεός
θεοστερεωμένος = ο υπό του θεού στερεωμένος
θεοτικά = ευσεβώς, εναρέτως
θεοτικός = θεοσεβής, αγαθός, ενάρετος
θεοφοβία = θεοσέβεια
θεόφοβος = θεοφοβούμενος, θεοσεβής
θεοφοβούμενος = θεοφοβούμενος, θεοσεβής
θεόφτωχος = πάμπτωχος
θεοχάλαστος = εκείνος τον οποίο χάλασε ο θεός
θεοχαρίτωτος = από θεό πλημμυρισμένος με χάρες
θεόχαρος = εκείνος που έχει τη χάρη του θεού
θεόχριστος = στερεός
θεπέκιν = μεγάλος αετός
page===1

θεπέσα = κινήσεις και πράξεις γελοίες, σαν της μαϊμούς
θερακή = μείγμα λευκής κηρήθρας και λευκού μελιού χρησιμεύουν ως αλοιφή
θερακώνω = αποκτώ ευρωστία, ρώμη, οργίζομαι, φλεγμαίνομαι
θεραπεία = θεραπεία
θεραπεύκουμαι = καλοπερνώ, ησυχάζω, ευχαριστούμαι
θεραπίδες = ουλές του σώματος που μένουν μετά την θεραπεία
θεραπός = θεράπων, υπηρέτης
θεριάζω = συνέρχομαι από ζάλη
θερίζω = θερίζω, αφανίζω, καταστρέφω
θερίνα = αθερίνα
θερινός = θερινός
θερινόσυκον = το πρώτο ωριμάζων σύκο του Ιουλίου
θερίον = θηρίο
θεριόνερο = νερό άγριο, τρομερό
θερίος = άγριος, ανήμερος, υπερμεγέθης
θέρισμαν = θέρισμα
θερισμάτιν = μέρος κατάλληλο για θέρισμα
θεριστής = θεριστής
θεριώνω = εξαγριώνομαι
θερμά = θερμά
θέρμα = θερμότητα
θερμαίνω = γίνομαι θερμός
θερμασέα = θερμότητα
θέρμαση = θερμότητα
θερμόξυλον = είδος τζιτζιφιάς
θερμός = θερμός, ζεστός
θερμωτός = εκείνος που φαίνεται να έχει πυρετό
θεροκοπώ = εξαγριώνομαι
θέρος = θερισμός
θέρωτρο = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη
θέσα = σκόρος
θέση = θέση
θεωνάς = υβριστικός, άπιστος
θεωρητικός = εκείνος που έχει ωραίο παρουσιαστικό
θεωρία = παρουσιαστικό ανθρώπου
θεωσφόρος = δαίμονας
θήκω = βάζω
θηλύκα = κουμπότρυπα, θηλιά
θηλυκιάζω = κάνω κουμπότρυπες, κουμπώνω
θηλύκιν = κουμπότρυπα
θηλυκοβολέα = το γένος των γυναικών
θηλυκός = ζώο γένους θηλυκού
θηλυκώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω
θήμασμαν = ειδικός γαμήλιος χορός αποτελούμενος από τους νεόνυμφους και εφτά μονοστέφανα ανδρόγυνα
θημίζω = χορεύω τον γαμήλιο χορό με τους νεόνυμφους τραγουδώντας γαμήλιο άσμα, τραγουδώ το άσμα των Χριστουγέννων
θήμισμαν = άσμα των Χριστουγέννων
θημιστόν = ειδικός γαμήλιος χορός
θησαυρός = θησαυρός
θίγα = δίχως
θίχα = δίχως
θίχως = δίχως
θίως = δίχως
θλιβερά = θλιβερά
θλιβερακά = θλιβερά
θλιβερακός = θλιβερός
θλιβερός = θλιβερός
θλίβομαι = θλίβομαι
θλίψη = θλίψη
θόγαλα = το καϊμάκι του γάλακτος
θογαλένον = ο παρασκευασμένος από ανθόγαλα
θογαλερόν = δοχείο στο οποίο συλλέγουν το ανθόγαλα
θογαλίζω = χωρίζω το ανθόγαλα από το άπαχο γάλα
θογαλοβάρελον = βαρέλι στο οποίο περισυλλέγεται το ανθόγαλα
θογαλόπον = λίγη ποσότητα ανθογάλατος
θογαλότανον = υπόξινο γάλα υπολειπόμενο μετά την εξαγωγή βουτύρου
θογαλοχάβιτζον = έδεσμα παρασκευασμένο από αλεύρι και ανθόγαλα
θοδωρίζω = νηστεύω την πρώτη εβδομάδα της Τεσσακοστής
θοκάρ(ιν) = φτυάρι για μεταφορά ανθράκων
θοκάριν = θήκη της μαχαίρας
θόλα = αλισίβα για πλύσιμο
θόλιν = θολός, καμάρα
θολομαχώ = δεν διακρίνω, πληγή που φλεγμαίνετε
θολός = θολός
θόλωμαν = θόλωμα
θολώνω = θολώνω
θομαρέα = οσμή θυμαριού
θομάριν = θυμάρι
θομαρόστυπα = τουρσιά από θυμάρι
θονάρα = τόπος που συσσωρεύονται δέματα σταχυών
θονός = θημωνιά
θουμουράζω = γίνομαι μαλακός, απαλός, υπερωριμάζω
θούμπουρον = φυτό βουνού
θουρμούλ(ιν) = ψίχουλο
θουρμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
θουρμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
θράκα = σωρός αναμένων ανθράκων
θρακαρέα = ποσότητα ανθράκων όση χωράει το φτυάρι (θρακάριν)
θρακάριν = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων
θράκι = σωρός αναμμένων ανθράκων
θράκωμαν = πυράκτωση ανθράκων
θρακώνω = ανάβω άνθρακα, ανάβω
θρακωτός = πυρακτωμένος
θρασκέας = δυτικός άνεμος
θράσκεμαν = πλημμύρα
θρασκεύω = πλημμυρίζω
θρέμμαν = ανάθρεμμα
θρέφω = τρέφω
θρήνος = θρήνος
θρηνώ = θρηνώ
θρησκεία = θρησκεία
θρήσκος = θρήσκος
θρίσσα = είδος μικρού ψαριού
θρισσίν = είδος μικρού ψαριού
θροκάρ(ιν) = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων
θρονάουμαι = ενθρονίζομαι
θρόνος = θρόνος
θρουμμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
θρουμμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω
θρουμμούλιν = ψίχουλο
θροφή = τροφή
θροφούδιν = είδος φαγητού θρεπτικό
θρύβω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς
θρύμμα = μικρά κομμάτια ψωμιού σε φαγητό υδαρές
θρύμπος = θρούμπι
θρύμσα = αποτρίμματα ξηρών φύλλων
θρύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς
θρύψιμον = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς θυγατέρα θυγατέρα
θυγατέρα = θυγατέρα
θυγατερίτζα = θυγατέρα
θυλάκιν = δερμάτινο σακούλι
page===2

θυλλόπιτες = πίτες από φύλλα ζύμης τηγανιτές
θυμάζω = θυμιάζω
θυμαντόν = θυμιατήρι
θύμαρη = είδος ευώδους χόρτου
θύμεψη = ενθύμηση
θύμεψη = ενθύμηση
θυμή = ενθύμηση
θυμητικόν = μνημονικό, μνήμη
θυμίαμαν = θυμίαμα, λιβάνι
θυμιαματέα = οσμή θυμιάματος
θυμιατός = θυμιατήρι
θυμίζω = υπενθυμίζω
θυμός = θυμός
θυμούμαι = σκέφτομαι, θυμάμαι
θύμπρον = φυτό βουνού
θυμώνω = θυμώνω
θυμωτής = θυμώδης, οργίλος
θύριν = θύρα, πόρτα
θύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς
θώπεκας = τσακάλι
θωρέα = όψη, θωριά, ομορφιά
θωρέματα = εμμηνόρροια
θώρετρα = δώρα γαμπρού
θωρίζω = ξεθωριάζω
θωρώ = βλέπω

Κ

page===0

κα = κάτω
καβά = καφές, καφενείο
καβάζης = κλητήρας βασιλιά
καβάκιν = λεύκη
καβαλάρης = ιππέας
καβαλίκα = καβαλίκευε
καβαλίκω = ιππεύω
καβάλιν = αυλός, φλογέρα
καβαλκεύω = ιππεύω
καβαλκιάζω = βοηθώ κάποιον να ιππεύσει
καβαλκιαστά = σταυρωτά, το ένα πάνω στο άλλο
καβαλκιαστός = ο επιβαλλόμενος πάνω στον άλλον
καβαλόπον = αυλός, φλογέρα
καβατζής = καφεπώλης
καβγά = καυγάς
καβέα = πλήθος πραγμάτων ατάκτως βαλμένα
καβίδα = γάντζος
καβίλα = σφήνα προς έμφραξη τρύπας
κάβος = ακρωτήρι, άκρο παντός πράγματος
καβούνιν = πεπόνι
καβούρεμαν = καβούρδισα
καβουρευτός = καβουρδισμένος
καβουρεύω = καβουρδίζω
καβουρμά = καβουρμάς
καβράν(ιν) = κυψέλη μελισσών από κορμό δέντρου
καβρών(ιν) = κάρβουνο
καγανάζω = θερίζω με δρέπανο
καγανέα = χτύπημα με δρέπανο
καγανέα = ποσότητα χόρτων όση κοπεί με το δρέπανο
καγανέσιν = το θεριζόμενο με δρέπανο
καγανεύω = θερίζω με δρέπανο
καγανίασμαν = θέρισμα με δρέπανο
καγάνιν = δρέπανο
καγάνισμαν = θέρισμα με δρέπανο
καγανόπον = δρέπανο
καγιά = σκόπελος, ύφαλος
καγιάδιν = ύφαλος
καγιάνα = στοίβα ξύλων
καγιανάζω = στοιβάζω ξύλα
καγιουράδιν = ψιμύθιο γυναικών
καγκαλιδέριν = κατσαρό
καγκαμμίαν = ενίοτε, κάποτε
καγκαράζω = κυρτώνομαι, καμπυλώνομαι
καγκαρεύω = αναρριχώμαι
κάγκαρος = αράχνη
καγκάσιν = κατάξηρος
καγκελάζω = σχηματίζω κοσμήματα ελικοειδή
καγκελαχτός = ελικοειδής
καγκελίζω = συσπειρώνομαι ελικοειδώς, κουλουριάζομαι
καγκέλιν = δρόμος ελικοειδής
καγκελίτζα = ελικοειδή ποικίλματα σε μάλλινες κάλτσες
καγκελωτός = ελικοειδής
καγκιάριν = πολύ ισχνό ζώο
καγκουραχτός = καμπυλωτός, κυρτός
καγκουρώνω = καμπυλώνω, κυρτώνω
καγκουρωτός = καμπυλωτός, κυρτός
καδίν = κάδος
καδίνα = καδένα
καερίζω = κακαρίζω
καερίσματα = κακαρίσματα
καζάνεμα(ν) = κερδοσκοπία
καζανεύω = κερδίζω χρήματα
καζάνιν = καζάνι
καζαντζής = ο κατασκευαστής των χάλκινων σκευών
καζέα = οσμή πετρελαίου
καζερόν = δοχείο πετρελαίου
κάζιν = πετρέλαιο
κάζιν = είδος αφάνας
καζίν = κατσαρό
καζόπον = λίγη ποσότητα πετρελαίου
καζόσκευον = δοχείο πετρελαίου
κάζω = καίω
καζώνω = διαβρέχω με πετρέλαιο
καημενίτζος = καημένος
καημένος = καημένος
καημός = καημός
κάθα = κάθε
καθαείς = καθένας
καθαρά = καθαρά
καθαρίζω = καθαρίζω
καθαρικά = τα παρασκευάσματα από καθαρό αλεύρι
καθάριν = ολόκληρος ο άρτος
καθάριση = ο πλακούντας των εμβρύων του ζώου
καθάρισμα(ν) = καθαρισμός
Καθαροδευτέρα = Καθαρή Δευτέρα
καθαροδευτεράτ’κα = κατά την Καθαρά Δευτέρα
καθαρός = καθαρός
καθαροφονία = ξαστεριά
καθαρόψωμον = άρτος καθαρός από σίτα
κάθε = κάθε
καθεαυτού = καθεαυτού
καθέδρα = βασιλικός θρόνος
καθείς = καθένας
καθέκαστα = γεγονότα, συμβάντα
καθελακός = τέλειος καθ’ όλα
κάθεν = κάτω
κάθεν-καικά = παρακάτω
κάθεν-κέσου = κατά το κάτω μέρος
κάθεν-κιάνου = εκ των κάτω προς τα άνω
καθένας = καθένας
καθεσία = καθισιά
καθέσιμο = ο τρόπος που κάθεσαι
καθεστακός = καθιστικός
καθέτερος = κατώτερος
καθηγούμενος = καθηγούμενος
καθημερινός = καθημερινός
καθημερούσια = καθημερινώς
καθημερούσιος = καθημερινός
καθίζω = καθίζω
καθίν = ακροβελία
καθισία = καθισιό
κάθισμαν = το να κάθεσαι αργά
καθιστά = καθιστά
καθιστέρα = το ξύλο πάνω στο οποίο κάθονται οι όρνιθες
καθιστέριν = οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κάθισμα
καθιστικά = καθιστά
καθιστικός = καθιστικός
καθιστός = καθιστός
καθιστούμενος = καθιστός
καθίστρα = τόπος κατάλληλος καθ’ οδών για κάθισμα και ανάπαυση
page===1

καθίφτρα = καθρέφτης
κάθοικα = καθήκοντα
καθόλου = καθόλου
κάθομαι = κάθομαι, αναμένω
καθόπον = ακροβελία
καθόρι = κατακάθι λαδιού
καθοσία = καθισιό
καθουσία = καθισιό
καθρέφτης = καθρέφτης
καθύτερος = κατώτερος
καθώς = καθώς
καθώτερος = κατώτερος
κάι-κάι = στην παιδική γλώσσα πυρ, φως
καΐα = έγκαυμα
καΐζω = κλαυθμυρίζω, κραυγάζω
καικά = εκεί
καΐκιν = λέμβος, καΐκι
καϊκτζής = λεμβούχος, βαρκάρης
καϊκώνω = λυγίζω, κυρτώνω
καιμάκιν = καϊμάκι, πίαρ
καιμακλίν = αφρώδες καφές
καιμανίτζα = είδος χόρτου το οποίο αν τριφτεί στο σώμα προκαλεί πληγή
καινούρα = πριν από λίγο, τελευταία
καινουργάδι = αργός πρώτο καλλιεργούμενος
καινουργέα = η πρώτη καλλιέργεια αγρού
καινούργιν = καινούργιος
καινούργος = καινούργος
καινουργόχτιστος = ο νεοχτισμένος
καινούργωμαν = ανανέωση
καινουργώνω = ανανεώνω
καινουρλάεμαν = ανακαίνιση
καινουρλαεύω = ανακαινίζω
καινουρωτός = καινούργιος
καιρός = καιρός
καΐσιν = λουρί χρησιμοποιούμενο ως ζώνη
καιτάν(ιν) = γαϊτάνι
καιτανλής = ο κοσμημένος με γαϊτάνι
καιτανοφρύδης = εκείνος που έχει φρύδια σαν γαϊτάνι
καιτανώνω = κοσμώ με γαϊτάνι
καιτέ = μέλος, σκοπός άσματος
καίω = καίω, καταστρέφω, εξολοθρεύω
κακά = κακά
κακαδεύω = ασθενώ, αρρωσταίνω
κακαδίκιν = ασθένεια, αρρώστια
κακαδικόπον = ασθένεια ελαφριά
κακαλέα = άγριο δέντρο
κακαλέας = ένορχις, αρσενικός
κακάλμεχτον = ζώο που δύσκολα αρμέγεται
κάκαλον = όρχις ανθρώπου ή ζώου
κακανάστετος = παιδί που μεγαλώνει με δυσκολίες όσο αφορά την καχεκτική κατάσταση της υγείας
κακανίζω = κακαρίζω
κακάνισμαν = κακάρισμα
κακάντριστος = η ατυχήσασα στο γάμο γυναίκα
κακαρίζω = κακαρίζω
κακαρίνα = είδος πλοιαρίου με κυρτή πρώρα
κακαρινομύτης = εκείνος που έχει κυρτή μύτη
κακαρινωτός = τοξοειδής
κακάς = άρρωστος
κακατζεύω = κατακαίομαι, καταξηραίνομαι
κακάτζι = κατακαμένος, κατάξηρος
κακέγβαλτος = ο δύσκολα πληρωνόμενος
κακεύρετος = ο δύσκολα ευρισκόμενος
κακεύω = δύστροπος
κακέψετος = ο δύσκολα ψημένος
κακέψιν = κακόβραστο
κάκη = έχθρα
κάκητα = έχθρα
κάκια = δυστροπίες και γκρίνιες ασθενών και μικρών παιδιών
κακία = κακία
κακιάσκουμαι = μισώ, δυσαρεστούμαι
κακινάνευτος = δύσπιστος
κακίσκουμαι = αγανακτώ, οργίζομαι
κάκισμαν = αγανακτώ, οργίζομαι
κάκιωμα(ν) = μισώ, δυσαρεστούμαι
κακιώνω = μισώ, δυσαρεστούμαι
κακκάβιν = χύτρα
κακκαλάτες = ένορχις
κακκαλέα = μεγάλη απάτη εις βάρος κάποιου
κακκαλέσιν = εκείνος που είναι παρασκευασμένο από όρχεις
κακκαλίτζος = ένορχις, αρσενικός
κάκκαλο(ν) = όρχις ανθρώπου ή ζώου
κακκαλομάγουλης = εκείνος που έχει φουσκωμένα μάγουλα
κακκαλόμηλο = είδος μήλου ωοειδούς
κακκαλούδι = όρχις ανθρώπου ή ζώου
κακκαλούδικα = συκάμινα μεγάλου μεγέθους
κακκαλοφάγας = είδος δενδροβίου καμπής τριχωτής
κακκάν = αφόδευμα
κακόβραστον = κακόβραστο
κακογεννέτρα = δύστοκος
κακογεννώ = κακογεννώ
κακογνωμία = δυστροπία
κακογνωμίζω = γίνομαι δύστροπος
κακόγνωμος = δύστροπος
κακόγραια = γριά διεστραμμένη
κακοδάλιν = νήμα που δύσκολα διαλύεται
κακοδέβαστος = εκείνος που δύσκολα διαβάζεται
κακοεξοδεύκουμαι = σπαταλώ
κακοεξοδευτής = σπάταλος
κακοζώετος = εκείνος που ζει άσχημη ζωή
κακοζωία = κακοζωία
κακοθάνατα = κακοθάνατα
κακοθάνατος = κακοθάνατος
κακοθέριν = το άσχημα θεριζόμενο
κακοκαιρία = κακοκαιρία
κακοκαίριν = κακοκαιρία
κακοκαρδίζω = κακοκαρδίζω
κακόκαρδος = κακόκαρδος
κακοκόριτζον = ανάγωγο κορίτσι
κακόκρεος = εκείνος που έχει κακό κρέας
κακοκυβέρνετος = ο δύσκολα κυβερνώμενος
κακολό(γ)εμαν = κακολογώ
κακολογία = κακολογία
κακολογώ = κακολογώ
κακομαθάνω = κακά συνηθίζω
κακομάθεμαν = δυσανασχέτηση στις στερήσεις διότι έχει συνηθίσει στην καλοπέραση
κακομάθετος = εκείνος που έχει συνηθίσει στις σκληραγωγία
κακομένω = ταλαιπωρούμε κατά την διανυκτέρευση
κακομοιρία = κακομοιριά, δυστυχία
κακομούντζουνος = ασχημοπρόσωπος
κακονουνίζω = βάλω κακό στο μυαλό μου
page===2

κακονουνίστρα = εκείνη που σκέφτεται επίμονα ότι κακό θα συμβεί
κακονυχτία = το να περάσει κάποιος κακή νύχτα
κακονυχτίζω = περνώ άσχημα τη νύχτα
κακοπαθάνω = κακοπαθαίνω
κακοπάθεμαν = δυστυχία, ταλαιπωρία
κακοπαίδιν = κακό παιδί
κακόπαρτος = ο δύσκολος στην εκτέλεση
κακοπέβγαλτος = ο δύσκολα πληρωνόμενος
κακοπείρα = δυστυχής
κακοπειράουμαι = δυστυχώ, υποφέρω
κακοπειρία = η πείρα των δυσκολιών της ζωής
κακοπειρίαγμαν = δυστυχώ, υποφέρω
κακοπειρώ = δυστυχώ, υποφέρω
κακοπέραση = κακοπέραση
κακοπέσετος = εκείνος που είναι ανήσυχος στον ύπνο του
κακοπίταγος = δύστροπο παιδί
κακοπλερώνω = κακοπληρώνω
κακοπλερωτής = κακοπληρωτής
κακοπλέρωτος = εκείνος που θα πεθάνει δυστυχής
κακοπορεύουμαι = δύσκολα κερδίζω τα προς το ζην
κακοπόρευτος = ο δύσκολα πορευμένος στη ζωή
κακοπούλετος = ο δύσκολα πωλούμενος
κακοπροαίρετος = κακοπροαίρετος
κακοπροξένετος = εκείνος του οποίου η προξενιά δεν πετυχαίνει
κακορεξάζω = μου χαλάς την όρεξη και δεν τρώω με ευχαρίστηση
κακορεξία = ανορεξία
κακορεξίασμαν = μου χαλάς την όρεξη και δεν τρώω με ευχαρίστηση
κακόρεξος = εκείνος που δεν έχει όρεξη
κακορριζικία = κακό ριζικό
κακορρούζω = πέφτω άσχημα
κακός = κακός
κάκος = δυσοίωνο συναπάντημα
κακοσκότωτος = ο σκοτωμένος με κακό τρόπο
κακόστομος = υβριστής, ανόρεκτος
κακοστοχία = δυσμάθεια
κακόστοχος = δυσμαθής
κακόσυρτος = ανυπόφορος
κακότα = κακία, μοχθηρία
κακοτραγωδώ = τραγουδώ άσχημα, κακοήχως
κακοτυχία = κακοτυχία
κακότυχος = κακότυχος
κακούλα = οι τρίχες των κροτάφων των ανδρών
κακούρα = ράβδος με την οποία κατεβάζουν τα κλαδιά των δέντρων προς συλλογή των καρπών
κακουρτάκιν = πράγμα πολύ ξηρό
κακουρώνω = κυρτώνω, καμπυλώνω
κακοφάγκιαχτος = απαίσιο ζώο ή νεκρός εμφανιζόμενος σε όνειρο
κακόφανος = εκείνος που θεωρείται απαίσιος κατά την πρωινή συνάντηση
κακοφορμίζω = προκαλώ φλεγμονή
κακοχάπαρος = εκείνος που φέρνει κακές ειδήσεις
κακοχειμάζω = ζώα που περνούν κακό χειμώνα
κακοχείμασμαν = ζώα που περνούν κακό χειμώνα
κακοχούι = κακό ελάττωμα
κακόχρεος = κακοπληρωτής
κακοχρονία = κακή χρονιά λόγω αφορίας
κακόχρονον = κακή τύχη
κακοχώνευτος = κακοχώνευτος
κακόψετος = ο δύσκολα ψηνόμενος
κακόψιν = κακόβραστο
κακοψύχιν = αηδία, σιχασιά που αισθάνεται έγκυος γυναίκα
κακοψύχος = η κατάσταση της εγκύου καθ’ ότι επιθυμεί αλλόκοτα εδέσματα
κακοψυχώ = έγκυος γυναίκα που αηδιάζει
κακοψυχώ = έγκυος γυναίκα επιθυμώ αλλόκοτα εδέσματα
κακύνω = θυμώνω, κακιώνω
κακωσύνη = πράξη κακή
καλά = καλά
καλά = καλός
καλαγκούδα = είδος νυφίτσας
καλαδελφός = αδελφός αγαπητός, καλός, γνήσιος
καλαθάζω = βάζω σε καλάθι
καλαθάριν = είδος μεγάλου καλαθιού
καλαθάς = ο κατασκευαστής καλαθιών
καλαθέα = ποσότητα όση χωράει ένα καλάθι
καλαθερή = είδος καλαθιού με σκέπασμα
καλαθίασμαν = βάζω σε καλάθι
καλάθιν = καλάθι
καλαθίνα = μεγάλο καλάθι με σκέπασμα
καλαθοκέφαλος = εκείνος που έχει ατημέλητα μαλλιά
καλαθομύτης = εκείνος που έχει κοντή και χοντρή μύτι
καλαθόστομον = το σταχτόπανο της μπουγάδας που τοποθετείται στο στόμιο του καλαθιού
καλαθότσουλο = το σταχτόπανο της μπουγάδας που τοποθετείται στο στόμιο του καλαθιού
καλάθωμαν = τοποθέτηση μπουγάδας στο καλάθι
καλακονώ = τροχίζω
καλαλμέγω = αρμέγω καλά
καλάλμεχτον = ζώο εύκολα αρμεγμένο
καλαμάδραχτον = αδράχτι με το οποίο διαπερνούν τα καλάμια για να τυλίξουν σε αυτά το νήμα
καλαμάζω = τυλίγω νήμα στα καλάθια
καλαμάνιν = φυτό με ποώδες καλαμοειδείς διακλαδώσεις
καλαμάντζιν = λιπόσαρκος
καλαμάριν = μελανοδοχείο, καλαμάρι
καλαμίδιν = καλαμιά
καλαμιδόχορτον = χόρτα καλαμοειδές διαχωριζόμενα από τα στάχυα κατά το θερισμό
καλαμίζω = τυλίγω στα καλάμια νήμα
καλάμιν = καλαμιά
καλαμίστρα = άξονας τροχού ανέμης στο οποίο περνούν καλάμια για να τυλίξουν σε αυτό νήμα
καλαμιώνα = τόπος όπου φύονται καλάμια
καλανάρχης = κανονάρχης
καλαναρχώ = κανοναρχώ
καλανάστετος = ευτραφής, καλοαναθρεμμένος
καλανθρωπεύκουμαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός άνθρωπος
καλανθρωπίσκουμαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός άνθρωπος
κάλαντα = κάλαντα
καλαντάζω = λέω κάλαντα
καλανταρέσιν = ζώο που έχει γεννηθεί τον Ιανουάριο
Καλαντάρης = Ιανουάριος
καλανταρίζω = δίνω δώρο χριστουγεννιάτικο
καλανταρίτζα = είδος θάμνου
καλάντασμαν = προσφορά δώρων σε παιδιά τα Χριστούγεννα
καλαντάτ’κα = δώρα της Πρωτοχρονιάς
καλαντέσα = δώρα της Πρωτοχρονιάς
καλαντοκιούτουκο = χοντρό κούτσουρο καιγόμενο στην εστία όλο το βράδυ της πρωτοχρονιάς
καλαντοκούριν = χοντρό κούτσουρο καιγόμενο στην εστία όλο το βράδυ της πρωτοχρονιάς
καλαντόνερον = νερό αντλούμενο τα κάλαντα
καλαντουρογυρεύτρα = εκείνη που ζητιανεύει τον Ιανουάριο
Καλαντοφώτα = γιορτή της πρωτοχρονιάς και των φώτων
καλαντρειωμένος = ο κάλλιστος στην ανδρεία και ρώμη
καλάντριστος = γυναίκα ευτυχισμένη στο γάμο της
καλαπαλούκιν = πράγμα περιττό που προξενούν βάρος
καλαπίταγος = παιδί που πρόθημα εκτελεί θελήματα
καλαπόδιν = το καλαπόδι των υποδηματοποιών
καλάπως = βεβαίως
page===3

καλαρμώνω = κλείνω καλά
καλατζεία = ομιλία, συνομιλία
καλάτζεμαν = λόγος, ομιλία
καλατζευτά = ομιλώντας
καλατζευτάνος = ομιλητικός, πολυλογάς
καλατζεύω = ομιλώ, συνομιλώ
καλατζή = ομιλία, συνομιλία
καλαφάτης = εργάτης που ασχολείται με το καλαφάτισμα πλοίων
καλαφέντης = καλός αφέντης
καλγιανίτζης = πτηνό με κόκκινη ουρά
καλέβρα = είδος υποδήματος
καλεβράς = εκείνος που κατασκευάζει καλέβρες
καλέγβαλτος = δρόμος εύκολα διανυόμενος
καλέμιν = κάλαμος γραφής, καπνοδόχος
καλερή = μουσικό όργανο λύρα
κάλεσμα = κάλεσμα, πρόσκληση
καλέστερος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ
καλεστής = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ.
καλετάνος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ.
καλετερεύω = καλυτερεύω
καλετερίζω = καλυτερεύω
καλέτερος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ.
καλετής = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ.
καλεύκομαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός
καλέψετος = εύκολα ψημένος
καλέψιν = εύκολα ψημένος
καλέω = καλώ
κάλη = η αγαπητή σύζυγος
καληζωία = καλοζωία
καλημάννα = στοργική μάνα
καλημέρα = καλημέρα
καλημεράζω = καλημερίζω
καλημέρασμαν = καλημέρισμα
καλημερία = χαιρετισμός με την έκφραση καλημέρα
καλημερίζω = καλημερίζω
καλημέρισμαν = καλημερίζω
καληνύχτα = καληνύχτα
καλησπέρα = καλησπέρα
καλησπερία = χαιρετισμός με την έκφραση καλησπέρα
καλησπερίζω = καλησπερίζω
καλησπέρισμαν = καλησπέρισμα
καλιβώνω = καλιγώνω
καλιβωσία = σάκος που περιέχει τα αναγκαία σύνεργα για πετάλωμα ζώου
καλιδρομία = κατευόδιο
κάλιν = το σύνολο των ερίων της κουρά προβάτου
καλίπιν = μήτρα, καλούπι
καλίτζα = η αγαπημένη σύζυγος
καλίτζικος = καλούτσικος
καλκάνιν = καλκάνι
κάλλα = καλύτερα
καλλεμέντζα = εκείνη που έχει κάλλος
καλλιάζω = αποκτώ χρώμα, ομορφαίνω
καλλίων = καλύτερος
κάλλος = ομορφιά
κάλλυμαν = γίνομαι ωραίος
καλλύνω = γίνομαι ωραίος
καλοανάστετος = παιδί που μεγαλώνει χωρίς αρρώστιες
καλοανοίγω = ανοίγω καλά
καλοβλάφκουμαι = υφίσταμαι καίρια βλάβη
καλοβουκώνω = μπουκώνω προσεκτικά
καλόβουλος = καλόβουλος
καλοβράζω = βράζω κάτι καλά
καλογειτόνευτος = εκείνος που έχει καλές σχέσεις με τους γείτονες
καλογειτονεύω = φέρομαι καλά στους γείτονες
καλογέλαστος = γελαστός, χαρούμενος
καλογεννέτρα = γυναίκα που γεννάει εύκολα
καλογέννιν = μωρό που γεννήθηκε εύκολα
καλογεννούδα = γυναίκα που γεννάει πολλά και καλά τέκνα
καλογεννούδικο = ζώο που γεννάει πολλά και καλά
καλογεννώ = γεννώ εύκολα
καλογερεία = καλογηρική
καλογέρεμαν = καλογυρεύω
καλογερική = καλογερική
καλογερίτα = μήλο στενόμακρο
καλογερίτζα = είδος εντόμου μελανού χρώματος
καλογερίτζος = καλογεράκος
καλόγερος = καλόγερος
καλογερώ = φτάνω στα γηρατειά
καλογηρεύω = καλογυρεύω
καλογίνουμαι = ωριμάζω καλά
καλογιός = καλός υιός
καλογνεφίζω = καλοξυπνώ
καλόγνεφος = εκείνος που ξυπνά εύκολα
καλογνωμία = καλή γνώμη
καλόγνωμος = εκείνος που έχει καλή γνώμη
καλογνωρίζω = γνωρίζω κάποιον καλά, βλέπω καλά
καλογομώνω = γεμίζω καλά
καλογραία = μοναχή
καλογραίτζες = είδος μύκητα εδωδίμου μαύρου χρώματος
καλοδάλιν = νήμα που εύκολα περιπλέκεται
καλοδεβάζω = διαβάζω καλά
καλοδένω = δένω καλά
καλοδέχκουμαι = καλοδέχομαι
καλοδία = καλός δρόμος
καλοδοικώ = διορθώνω
καλοδουλεύω = δουλεύω καλά
καλοδρομάζω = ξεπροβοδίζω
καλοδρομία = ξεπροβόδισμα
καλοδρομίζω = ξεπροβοδίζω
κάλοε = καλέ
καλοεντρανώ = βλέπω, παρατηρώ καλά
καλοεντράνωτος = εκείνος που είχε καλή περιποίηση
καλοζώ = ζω καλά
καλοζώετος = καλοπέραση
καλοθάνατα = με καλό θάνατο
καλοθάνατος = εκείνος που παθαίνει ήσυχα χωρίς αρρώστιες
καλοθελέσιος = καλόκαρδος
καλοθέριν = εκείνος που θερίζεται εύκολα
καλοθήκω = καλά τοποθετώ
καλοθρονίζω = ενθρονίζω καλά
καλοθύμετος = εκείνος που είναι άξιος καλής μνήμης
καλοκαθίζω = βάζω κάποιον να καθίσει καλά
καλοκάθομαι = κάθομαι καλά
καλοκαιράζει = καλοκαιράζει
καλοκαίρης = καλοκαίρι
καλοκαιρία = καλοκαιρία
καλοκαιρίζω = καλοκαιριάζω
καλοκαίριν = καλοκαίρι
καλοκαιρ’νός = ανοιξιάτικος
καλόκακα = πότε καλά πότε κακά
page===4

καλόκαρδα = καλόκαρδα
καλοκαρδεμένα = καλόκαρδα
καλοκαρδίζω = καλοκαρδίζω
καλόκαρδος = καλόκαρδος
καλοκείμαι = στοιβάζομαι καλά
καλόκλωστος = εκείνος που εύκολα μεταπείθεται
καλοκόνομος = καλό οικονόμος
καλόκοπος = εκείνος που εύκολα κόβεται
καλοκόρασον = καλό κορίτσι
καλοκρατώ = κρατώ καλά
καλοκυβέρνευτος = εκείνος που έχει άφθονα για τις ανάγκες τις οικογένειάς του
καλοκυβέρνητος = εκείνος που έχει άφθονα για τις ανάγκες τις οικογένειάς του
καλολαλώ = μιλώ καλά
καλολογώ = μιλώ καλά
καλομαθάνω = καλομαθαίνω
καλομάθετος = καλομαθημένος
Καλομηνάς = Μάιος
Καλομηνέσιν = εκείνο που παράγεται τον Μάιο
καλομηνεύκουμαι = φέρομαι σαν τον Μάιο
καλομηνύω = ειδοποιώ, μηνύω
καλονουνίζω = σκέφτομαι καλά
καλοξέρω = γνωρίζω καλά
καλοξύζω = ξύνω καλά
καλοπαθάνω = παθαίνω δίκαια
καλοπαίρω = υποδέχομαι κάποιον με καλό τρόπο
καλόπαρτος = εύκολος στην εκτέλεση
καλοπεινώ = πεινώ πολύ
καλοπέραση = καλοπέραση
καλοπέρασμαν = καλοπερνώ
καλοπέραστος = ο καλώς παρερχόμενος
καλοπερώ = καλοπερνώ
καλοπέσετος = εκείνος που κοιμάται καλά και ήσυχα
καλόπιστος = καλόπιστος
καλοπίταγος = που πρόθημα εκτελεί θελήματα
καλοπίχαρος = γελαστός, πρόσχαρος
καλοπλέκω = πλέκω τεχνικά
καλοπλερώνω = πληρώνω καλά τα χρέη μου
καλόπλυτος = καλά πλυμένος
καλοπορεύομαι = ζω καλά με άνεση οικονομική
καλοπόρευτος = ζω με ευπορία
καλοπροαίρετος = καλοπροαίρετος
καλοπροσωπεύκομαι = υποκρίνομαι τον ηθικά άμεμπτο
καλορριζικία = ευδαιμονία, ευτυχία
καλορρίζικος = καλορίζικος
καλορωτώ = ρωτώ να μάθω τι ακριβώς
κάλος = πρόσκληση
καλός = καλός
καλοσιμώνω = πλησιάζω πολύ
καλόσπαος = ζώο εύκολα σφαζόμενο
καλοσταλίζω = σταματώ καλά
καλοσταμνίζω = δένω καλά μέσα στο στάβλο
καλόστομος = εκείνος που λέει καλούς λόγους
καλοστοχάσκομαι = προσέχω, βλέπω καλά
καλοστόχευτος = ο εύκολα αντιλαμβανόμενος
καλόστοχος = ο εύκολα αντιλαμβανόμενος, ευφυής
καλοστρατεία = κατευόδιο
καλοστρατεύω = κατευοδώνω
καλοστρατίζω = κατευοδώνω
καλοσυένευτος = εκείνος που φέρεται καλά στους συγγενείς
καλοσφραγίζω = σφραγίζω καλά
καλοτέρεμαν = κοιτάζω προσεκτικά, προσέχω καλά
καλοτηρώ = κοιτάζω προσεκτικά, προσέχω καλά
καλοτίμετος = εκείνος στον οποίο γίνεται τιμητική υποδοχή
καλοτοπίζω = τοποθετώ καλά
καλοτόπιν = τόπος όπου μένεις ευχαρίστως
καλοτραγωδώ = τραγουδώ ωραία
καλοτρανώ = βλέπω καλά, περιθάλπω
καλοτρύπιν = εκείνος που έχει καλές τρύπες
καλοτυλίζω = συστρέφω, τυλίγω στερεά
καλοτυχία = καλοτυχία
καλότυχος = καλότυχος
καλουπιάζω = διπλώνω ρούχα
καλούπιν = μήτρα, χυτήριο σφαιρών μολύβδου
καλοφαγία = καλοφαγία
καλοφάγκιαχτος = εκείνος που θεωρείται καλός οιωνός ζωντανός ή νεκρός εμφανιζόμενος στον ύπνο
καλοφάζω = ταΐζω καλά
καλοφανεμένος = ευπρόσωπος
καλοφάνθουμαι = καλοφαίνομαι
καλοφανίζω = φαίνομαι να έχω κάλλος
καλόφανος = εκείνος που φαίνεται καλός στην υποδοχή
καλοφόρετος = καλοφόρετος
καλοφορώ = φορώ καλά
καλοφράζω = φράζω καλά
καλόφωνος = καλλίφωνος
καλοχάρτζευτος = εκείνος που δαπανήθηκε καλά
καλοχαρτζεύω = ξοδεύω σκοπίμως και όχι σπάταλα
καλοχείμαγος = ζώο που τρέφεται εύκολα το χειμώνα
καλοχειμάζω = ζώο που περνάει καλά το χειμώνα
καλοχορτάζω = χορταίνω καλά
καλοχρονία = καλή χρονιά
καλοχτενίζω = χτενίζω καλά
καλοχώνευτος = χωνεύω καλά
καλοχώνω = χώνω καλά
καλοψένω = ψήνω καλά
καλόψετος = εύκολα ψημένος
καλόψιν = εύκολα ψημένος
καλπάκιν = σκουφί
καλπακίτζα = μικρό σκουφί
καλπακόπουλλο = σκουφάκι
κάλτζα = κάλτσα
καλτζίνα = μάλλινη κάλτσα
καλτζοδέμαν = δέμα της κάλτσας
καλτζοδέτρα = δέμα της κάλτσας
καλτζορράμμιν = νήμα κάλτσας
καλτζοτζούπιν = καλτσοβελόνα
καλύβιν = καλύβα
καλυβοστέγαστον = οίκημα πρόχειρα στεγασμένο σαν καλύβα
καλυμμαύκιν = κάλυμμα κεφαλής των ιερωμένων
καλυμμένος = καλυμμένος
καλυμπώνω = καμμύω
καλύνω = αναρρώνω
καλυτερεύω = καλυτερεύω
καλυτερίζω = βελτιώνομαι
καλυτέρισμαν = βελτιώνομαι
καλύτερος = καλύτερος
καλύφιν = εκείνο που εύκολα υφαίνεται
κάλφας = μηχανικός αρχιμάστορας
καλώ = καλώ
καλωράζω = επιτηρώ καλά
καλωρίαστον = ζώο που εύκολα επιτηρείται κατά την βοσκή
page===5

καλώς = καλώς
καλωσηρθάζω = καλωσορίζω
καλωσηρθίασμαν = καλωσόρισμα
καλωσυνεύω = ασθενής που βελτιώνεται
καλωσύνη = καλωσύνη
καλωσώρεμαν = επίσκεψη στο σπίτι του νεοφερμένου ξενιτεμένου για χαιρετισμό
καλωσωρεύω = χαιρετώ τον επισκέπτη
καλωσωρίζω = καλωσορίζω
καλωσώρισμαν = χαιρετισμός προς τον ξενιτεμένο
κάμα = ξίφος, σπαθί
κάμα = κάψιμο, έγκαυμα
καμάκα = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο
καμακέα = χτύπημα με καμάκα
καμάκιν = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο
καμακόπον = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο
καμακουλώνω = κυρτώνομαι
καμακώνω = χτυπώ με καμάκα, επιβαίνω
καμαλαρέα = σωρός ξερών κρεμμυδιών
καμαρίτζα = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο
καμαροκόφτε = μικρό πριόνι κυρτού σχήματος
καμαροφρύδα = καμαροφρύδα
καμαροφρύδιν = φρύδι τοξοειδές
καμαρώ = κύπτω, φέρνω τη νυφική καλύπτρα
καμάρωμα = σκύψιμο, νυμφική καλύπτρα
καμαρώνω = κλίνω, σκύβω
καμαρωτέριν = νυφικό πέπλο
καμαρωτός = εκείνος που έχει εξωτερικό σχήμα θόλου
καμασέα = εργασία με ημερομίσθιο
κάμαση = εργασία με ημερομίσθιο
καματάρης = ο εργαζόμενος ημερομίσθιος
καμάτεμαν = γίνομαι εργατικός, φιλόπονος
καματερεύω = γίνομαι εργατικός
καματερός = εργατικός, φιλόπονος
καματερωσύνα = εργατικότητα, φιλεργία
καματεύω = βάζω κάποιον να εργαστεί για μένα
καματίζω = χρησιμοποιώ άνθρωπο ή ζώο για κάποια εργασία
καμάτισμαν = χρησιμοποιώ άνθρωπο ή ζώο για κάποια εργασία
κάματρο = μεροκάματο, ημερομίσθιο
καμάτρος = εργατικός, φιλόπονος
καμελάρης = καμηλιέρης
καμελαύκιν = το κάλυμμα της κεφαλής των ιερωμένων
καμέλιν = καμήλα
καμελόπον = καμήλα
καμενίτζης = εκείνος που έχει εγκαύματα
καμενοσάνιδον = σανίδα από ξύλο καστανιάς πάνω στην οποία οι χρυσοχόοι κάνουν συγκόλληση
κάμερου = κάπου
καμήλα = καμήλα
καμήλι = καμήλα
καμιζόλα = πουκάμισο
κάμινας = καύσωνας
καμινεύω = καίω σε κεραμουργικό κλίβανο πήλινα αγγεία
καμίνιν = καμίνι
καμινόξυλον = ξύλο για εστία
καμινώνω = φλέγω
καμινωσία = η συσκευή του τσακμακιού
καμινωτέριν = ο χάλυβας των πυροβόλων όπλων
καμίσιν = πουκάμισο
καμισόβρακον = πουκάμισο και σώβρακο μαζί
καμισόλα = πουκάμισο
καμισόπ’λλον = πουκάμισο
καμμίαν = ποτέ
καμμώνω = αποκοιμούμαι
κάμνεμα = η νηματοποίηση του λιναριού
κάμνω = εργάζομαι, δουλεύω, κάνω
καμονή = καημός
καμουρίζω = νυστάζω, ονειροπολώ
κάμπα = κάμπια
καμπάζω = αποκτώ κάμπια
καμπάνα = καμπάνα
καμπαναρείον = καμπαναριό
καμπανίζω = ανατέλλω
κάμποιος = κάποιος
κάμπος = κάμπια
κάμπος = κάμπος
καμποσίκος = κάμποσος
καμποσίτζικος = κάμποσος
κάμποσος = κάμποσος
καμπουράζω = καμπουριάζω
καμπούρης = καμπούρης
καμπουρίασμαν = καμπούριασμα
καμπούρωμα = καμπουριάζω
καμπουρωτός = καμπουρωτός
καμποφάγας = πτηνό που τρώει τις κάμπιες
καμποφαγούδιν = πτηνό που τρώει τις κάμπιες
καμπώνω = αποκοιμούμαι
κάμσιμον = το γνέσιμο του ερίου
καμψέα = καμτσικιά
καμψιλαεύω = μαστιγώνω
καμψίν = μαστίγι
κάμω = κάνω
καμώματα = καμώματα
κάν = μέχρι, έως
καναβάτζα = σάκος από κάνναβη
κάναβος = απείκασμα νερού εκ πηλού
καναβούρι = πράξη κατά την οποία κατασκευάζουν από πηλό απείκασμα νερού
κανακάριν = κανακάρης
κανάκεμαν = περιποίηση, χάδια
κανακεύω = κανακεύω
κανάκια = πολύτιμα στολίδια
κανάλιν = άνεμος που όταν πνέει ρυτιδώνει την θάλασσα
κανάρα = κουνούπι
κανάριν = καναρίνι
καναρίνα = θαλάσσιο πτηνό
κανάτα = κανάτα
κανάτιν = φτερούγα, χαρτόνι, παντζούρι
κανατώνω = δένω βιβλίο
κανεβίζιν = ταφτάς
κανέες = κενά μέρη επάνω από τα μεγάλα ερμάρια της οικίας
κανεί = είμαι ικανός
κανείμαι = είμαι ικανός
κανείς = κανείς
κανέλα = κινάμωμο
κανεύω = καταπείθομαι, πιστεύω
κάνι = στύλος, δοκός
κανίν = φιαλίδιο
κανισκιάρης = ο κομιστής κανίστρου που περιέχει δώρο
κανίσκιν = δώρο που αποστέλλεται σε νεόνυμφους
κανίστριν = κάνιστρο
κανναβένος = ο καμωμένος από κάνναβη
καννάβιν = κάνναβη
page===6

κανναβίτζα = νήμα από κάνναβη
κανναβλής = ο καμωμένος από κάνναβη
κανναβορράμμιν = νήμα από κάνναβη
κανναβόσπορος = κανναβόσπορος
κανναβουρώνιν = αγρός από καννάβη
κανοκιάλιν = τηλεσκόπιο, κιάλια
κανόνα = κανόνας
κανονάρχης = κανονάρχης
κανοναρχώ = κανοναρχώ
κανονίζω = επιβάλλω εκκλησιαστική ποινή, τιμωρώ
κανονικόν = ετήσια χορηγία ιερέως προς αρχιερέα
κανόνιν = φέρετρο εκκλησίας
κανόνισμαν = επιβάλλω εκκλησιαστική ποινή, τιμωρώ
κανταρά = βράχος
καντάριν = στατήρας, καντάρι
κάντζα = γάντζος, άγκιστρο
καντζαρεύω = αναρριχώμαι
καντζαρίζω = αναρριχώμαι
κάντζαρος = αράχνη, ακρίδα
καντζαρόσπιτον = ιστός αράχνης
καντζί(ν) = ο καρπός φουντουκιού, καρυδιού κτλ.
καντζιλίδα = συσπειρωμένο κλωστή
καντζιμίτρα = έντομο
καντζογραία = γριά καταρρυτιδωμένη
καντζολόγεμαν = ο αποχωρισμός των φουντουκιών από την κάψα
καντζολογεύω = συλλέγω τους εναπομείναντες καρπούς μετά την συγκομιδή
καντζολογώ = συλλέγω τους εναπομείναντες καρπούς μετά την συγκομιδή
καντζόπον = ο καρπός φουντουκιού, καρυδιού κτλ.
καντζόπον = γάντζος, άγκιστρο
καντζοσίρβιν = σούπα αρτυσμένη με κοπανισμένη ψίχα ξηρών καρπών
καντζούρης = φιλάργυρος
κάντζωμαν = καρυκεύω με σπασμένα καντζία
καντζώνω = καρυκεύω με σπασμένα καντζία
καντήλα = καντήλα
καντηλάεμαν = φεγγοβολώ
καντηλαεύω = φεγγοβολώ
καντηλανάφτης = καντηλανάφτης
καντηλάφτης = καντηλανάφτης
καντήλιν = καντήλα
καντηλίτζα = καντηλάκι
καντηλόπον = καντηλάκι
καντηλώνω = αρχίζω να πυρώνω
καντόζον = το εκατοστάρικο του κρασιού
καντούρεμαν = πείθω
καντουρεύω = πείθω
καντραμάδα = κλάδος οπωροφόρου δέντρου με πολλούς καρπούς
καντρίδιν = δερμάτινο λουρί συνδεόμενο με το ζυγό τον ρυμό του αρότρου
κάντρον = φωτογραφία, κάδρο
καντρούκιν = δέρμα ακατέργαστο και σκληρό
καντρουκώνω = ισχναίνω
καντυλάζω = πρήζομαι
καπάκιν = καπάκι
καπακώνω = καπακώνω
καπαλάκι = αγριόφυτο με πλατιά φύλλα δυσώδη
καπανάριν = βραχώδης έδαφος
καπανέα = χτύπημα με πέτρα
καπανεύω = αναθεματίζω
καπάνιν = πέτρα, βράχος
καπανοσκούλιν = κούφωμα βράχου
καπαράμα = γάλος
καπαρεύω = φουσκώνω
καπαροτζούφιν = είδος θάμνου
καπάτζιν = κόρα
καπατζώνω = σχηματίζω κόρα
κάπερου = κάπου
καπετάνος = καπετάνιος
καπέτζης = κασιδιάρης
καπηλός = πρατήριο οινοπνευματωδών ποτών
καπίστιν = χαλινός
καπιτζάρης = μυλωθρός
καπιτζεύω = παίρνω τα αλεστικά μου δικαιώματα
καπίτζιν = το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά
καπιτζλαεύω = παίρνω τα αλεστικά μου δικαιώματα
καπλάνης = τίγρη
καπνάριν = καπνισμένος
καπνάς = καπνάς
καπνέα = καπνίλα
κάπνη = επικαθημένη καπνίλα στους τοίχους
κάπνιγμαν = κάπνισμα
καπνίζω = καπνίζω
καπνικόν = αρχιερατική επιχορήγηση καταβαλλόμενη σε κάθε οικογένεια
κάπνισμα(ν) = κάπνισμα
καπνοθήκη = καπνοθήκη
καπνοκούριν = κούτσουρο καμένο που αναδίδει καπνό
καπνός = καπνός
καπνοσακκούλα = σακούλα προς θήκη καπνού
καπνόφυλλον = καπνόφυλλο
καπνόφυτον = φυτό καπνού
κάποθεν = από κάπου
κάποιος = κάποιος
καποσίκος = κάμποσος
καποσίστικος = κάμποσος
καποσίτζικος = κάμποσος
κάποτε = κάποτε
κάπου = κάπου
καπούκιν = φλοιός, φλούδα
καπούτζης = ψωραλέος
καπράνι = αγριόχοιρος
καπροχειλού = εκείνος που έχει χονδρά χείλη σαν του κάπρου
καπρώνω = σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω
κάπως = κάπως
κάρα = κεφάλι
καραβάνα = ανδρική βράκα
καραβέα = ποσότητα πράγματος όση χωράει το πλοίο
καραβέα = οσμή καραβιού
καραβίδα = καραβίδα
καράβιν = καράβι
καραβόβαρκον = η βάρκα του καραβιού
καραβοκύρης = καραβοκύρης
καραβοπίσσιν = πίσσα μαύρη από καιόμενα έλατα
καραβόπον = καραβάκι
καραβοφόρτι = φορτίο πλοίου
καρακάτζιν = κόρα του ψωμιού
καραμουτάσκουμαι = μαυρίζω από το θυμό μου, κατσουφιάζω, σκυθρωπιάζω
καραμουτώνω = μαυρίζω από το θυμό μου, κατσουφιάζω, σκυθρωπιάζω
καραμφίλιν = μοσχοκάρφι, γαρίφαλο
καράνα = κουνούπι
καραντίνα = καραντίνα
καραπατάκης = μαύρη θαλάσσια πάπια
καραπέτζης = κατάμαυρος
page===7

καραπισταγκού = γυναίκα μαύρη στο σώμα
καραπιστάνιν = κατάμαυρο
καρατιουζένιν = μονόχορδο μουσικό όργανο
καραφίλ(ιν) = μοσχοκάρφι, γαρίφαλο
καραχαμπάρι = κακή είδηση
καραχανίες = λόγοι ανυπόστατοι
καρβάλα = η αγκύλη του σκουλαρικιού
κάρβος = η ανθρακιά της εστίας
καρβωνάρειον = αποθήκη ανθράκων
καρβωνάρης = ανθρακοπώλης
καρβωνάριν = εκείνο που περιέχει πολλά κάρβουνα
καρβωνάς = ανθρακοπώλης
καρβώνιν = άνθρακας, κάρβουνο
καρβωνογάστριν = εργαλείο των χρυσοχόων
καρβωνοζώμιν = νερό μέσα στο οποίο σβήνουν αναμμένα κάρβουνα
καρβωνόπον = καρβουνάκι
καρβωντζής = ανθρακοπώλης
καρβωνώνω = μαυρίζω, καρβουνιάζω
καργιόλα = σιδερένια κλίνη
καρδακός = ανδρείος, γενναίος
καρδαμίτζα = καρδαμίτσα
κάρδαμον = κάρδαμο
καρδάρης = ανδρείος, γενναίος
καρδάτες = ανδρείος, γενναίος
καρδαχπαίνω = τρομάζω πολύ
καρδελίνα = καρδερίνα
καρδεύω = εγκαρδιώνω, ενθαρρύνω
καρδία = καρδιά
καρδίζω = διεγείρω την προθυμία κάποιου
καρδίτζα = καρδούλα
καρδοκαίω = προκαλώ σε κάποιον λύπη, διψώ υπερβολικά
καρδόκαμαν = προκαλώ σε κάποιον λύπη, διψώ υπερβολικά
καρδόκομμαν = καταπτοώ
καρδοκόφτες = εργαλείο χρυσοχόων
καρδοκόφτω = καταπτοώ
καρδοκόψιμον = καταπτόηση, τρόμος
καρδοκοψίος = καταπτόηση, τρόμος
καρδολαβίζω = λυπώ κάποιον κατάκαρδα
κάρδομαν = κάρδαμο
καρδοπαίζω = αγωνιώ, τρέμω
καρδοπαίξιμον = ο παλμός της καρδιάς από φόβο
καρδοπάνιν = πανί που καλύπτει το στήθος
καρδόπον = καρδούλα
καρδοπόνα = πόνος καρδιάς
καρδοπονάουμαι = στενοχωριέμαι
καρδοπόνεμαν = πονώ στην καρδιά
καρδοπονίος = πόνος στομαχιού
καρδοπονίουμαι = αισθάνομαι πόνο στο στομάχι
καρδοπονίτα = φαγώσιμα που ενοχλούν το στομάχι
καρδόπονος = πόνος στομαχιού
καρδοπονώ = προξενώ λύπη, στενοχωρώ, μου πονάει το στομάχι
καρδοσκώλεκον = σκώληκας των εντέρων
καρδοσυλλυσμός = θλίψη
καρδοσυλλύω = θλίβομαι πολύ
καρδοτάραγμαν = εκείνο που ταράζει το στομάχι
καρδοτάραγον = πράξη που προκαλεί αηδία
καρδοτυραννισία = στενοχώρια, αδημονία
καρδοχτύπιν = χτύπος, παλμός καρδιάς
καρενίτα = χόρτο όμοιο με πράσο
καρεφτός = σφιχτός
καρή = γυναίκα
καριάκι = ανάλατο νωπό βούτυρο
καρίπης = αλλοδαπός
καριπία = η κατάσταση του ξένου
καρίπικον = έρημος, ορφανός
καρίσιν = σπιθαμί
καρίτσα = γυναίκα
καρκαλάκιν = ξυλαράκι
καρκαλάκος = νεωκόρος, κανδηλάπτης
καρκανίτζα = βάδισμα πηδηχτό
καρκαρίζω = βράζω θορυβωδώς
καρκάρισμαν = βράζω θορυβωδώς
καρκατσόνα = μέρη απόκρημνα
καρκατσώνω = ανυψώνομαι ευθυτενώς
καρκινεύω = αναρριχώμαι
καρμάνα = είδος αδραχτιού
καρμανέα = πράγμα ηλιοκαμένο
καρμανίζω = στριφογυρίζω
καρμανίουμαι = κατακαίομαι από τον ήλιο
καρμανίτζα = είδος αδραχτιού
καρμανιτζέα = ποσότητα νήματος όση χωράει η καρμανίτζα
καρμανίτζιν = είδος αδραχτιού
καρναλέα = ποσότητα όση χωράει το καρνάλιν
καρνάλιν = μικρό καλάθι
καρναλοκέφαλος = μεταφ. χοντροκέφαλος, ευήθης
καρνίζω = αλληθωρίζω
καρνομμάτης = αλλήθωρος
καρνός = αλλήθωρος
κάρνωμαν = αλληθώρισμα
καρνώνω = αλληθωρίζω
καρονέσιν = πόα, χλόη
καρουλέα = ποσότητα νήματος όση χωράει το καρούλι
καρούλιν = κουβαρίστρα
καρούσιν = σπιθαμή
καρπαρίτα = είδος θάμνου
καρπένω = παράγω καρπό
καρπερός = καρπερός
καρπετίζω = σείομαι, κινούμαι
καρπέτιν = είδος χοντρού μάλλινου εφαπλώματος
καρπός = καρπός
καρπουζάπιν = αχλάδι όμοιο με καρπούζι
καρπούζιν = καρπούζι
καρπουζοζώμιν = χυμός καρπουζιού
καρπουζόπον = καρπούζι
καρπούτζιν = κόρα του άρτου
καρπύνω = παράγω καρπό
καρπώνω = παράγω καρπό
καρσανάς = εκείνος που παράγει και πωλεί καρσάνια
καρσανέα = ποσότητα όση χωράει το καρσάνιν
καρσάνιν = σκάφη ζυμώματος ή άλλης χρήσεως
καρσανοκέφαλος = χοντροκέφαλος
καρσανόπον = σκάφη ζυμώματος ή άλλης χρήσεως
καρσού = αντίκρυ, απέναντι
καρτάζιν = κάψα φουντουκιού
καρτάης = αναμαλλιασμένος
καρταλέας = εκείνος που έχει κόπρανα πάνω στο χιτώνα του
καρτάλιν = γύπας
καρτάλιν = ξηρά κόπρανα ανθρώπου
κάρταλος = ξηρά κόπρανα ανθρώπου
καρτανίζω = διαμελίζω, κατασπαράζω
page===8

καρτέλισμαν = διαμελίζω, κατασπαράζω
καρτερώ = καρτερώ
καρτζάγκαλος = καλικάτζαρος
καρτζάζω = αναρριχώμαι
καρτζάλα = υπόγειος σφαιροειδής βολβός φυτού
καρτζάλης = εξόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος
καρτζαλώνω = γουρλώνω τα μάτια
καρτζαλώνω = αναρριχώμαι
κάρτζασμαν = αναρρίχηση
κάρτζιν = οι γαμψοί όνυχες ορνέου
κάρτιν = λαχανικό εκτός εποχής
καρτολέας = οσμή πατάτας
καρτολένος = ο παρασκευασμένος από πατάτα
καρτόλιν = πατάτα
καρτολοτήγανον = τηγάνι για πατάτες και αυγά
καρτολούχιν = κήπος με πατάτες
καρτολώνω = ρυπαίνω με πατάτες
κάρτον = ένα τέταρτο της ώρας
καρτοφένος = ο παρασκευασμένος από πατάτα
καρτόφιν = πατάτα
καρτοφοτήγανον = τηγάνι για πατάτες και αυγά
καρτοφοτόπιν = τόπος κατάλληλος για καλλιέργεια πατάτας
καρτοφόφυλλον = φύλλο πατάτας
καρτσίβελος = φειδωλός, φιλάργυρος
καρτσουφλίζω = γρατσουνίζω
καρτύνω = λαχανικά που αποβάλλουν την νωπότητα
καρυδάς = έμπορος καρυδιών
καρυδάτες = γλύκυσμα από καρύδια και ζάχαρη
καρυδέα = οσμή καρυδιού
καρυδέλαδον = καρυδέλαιο
καρυδένος = ο παρασκευασμένος από καρύδια
καρύδιν = καρύδι
καρυδίτζα = καρυδάκι
καρυδίτζιν = καρύδι
καρυδίτζος = είδος μικρού πτηνού
καρυδοκάντζιν = ψίχα καρυδιού
καρυδόπον = καρύδι
καρυδόπ’λλον = καρύδι
καρυδοσάνιδον = σανίδι από ξύλο καρυδιάς
καρυδοσίβριν = σούπα από χοντροαλεσμένο σιτάρι αρτυσμένη με ψίχα καρυδιού
καρυδότζεφλον = τσόφλι καρυδιού
καρυδόφυλλον = φύλλο καρυδιάς
καρυδόφυτον = φυτό καρυδιάς
κάρυες = μικρές ξύλινες τροχαλίες αργαλειού
καρύκλα = όγκος σαν καρύδι στο κεφάλι
κάρφα = νυφικό πέπλο
καρφάριν = ξύλο με σειρά καρφιών στα οποία προσδένονται νήματα και υφαίνονται τάπητες
καρφέα = ίχνος καρφιού
καρφί(ν) = καρφί
καρφίτζα = καρφίτσα
καρφοκέφαλος = απρόκοφτος
καρφόπον = καρφί
κάρφος = ήλος χοντρός
κάρφωμαν = καρφώνω
καρφώνω = καρφώνω
καρφωτά = καρφωτά
καρφωτός = καρφωτός
κάσα = ταμείο
κασανίζω = σύρω κατά γης
κασανίκιν = άχρηστο κομμάτι υφάσματος
κασάπης = κρεοπώλης
κασέλα = κιβώτιο
κασκαούτα = παπαρούνα
κασκάρα = καρακάξα
κασκάριν = ο πυρίτης λίθος
κασκαρομμάτης = τυφλός
κάσκας = σκίουρος
κασουκάκι = λαπάς
κασπίν = δέσμη νήματος
κασσίτερη = κασσίτερος
καστανένος = ο παρασκευασμένος από ξύλο καστανιάς
καστανίτζα = είδος κολοκύθας
καστανίτης = είδος σταφυλιού από μαύρες ρώγες
κάστανο(ν) = καστανιά, κάστανο
καστανοκούρι = κομμάτι από κορμό καστανιάς
καστανόπον = καστανιά, κάστανο
καστανόφυλλοι = οι φύλλοι του φθινοπώρου
καστανόφυλλον = φύλλο καστανιάς
καστανόφυτο = φυτό καστανιάς
καστανώ = ύφασμα που κηλιδώνεται με κηλίδες ανεξίτηλες
καστανωτός = καστανός
καστρινός = ο προερχόμενος από κάστρο
καστρόλιθος = μεγάλος βράχος
κάστρον = κάστρο
καστροπαραδότες = εκείνοι που παραδίδουν το κάστρο στους εχθρούς
καστροπέντικος = σπουργίτης
καστρόπορτα = καστρόπορτα
καστροσείουμε = σείομαι ως το κάστρο
καστροτόπιν = τόπος κάστρου
καστρόχτιστος = οικοδομημένος καλά σαν κάστρο
κατά = κατά
κάτα = γάτα
κατάβαση = κατάβαση
καταβασίδι = κατήφορος
καταβαστικός = μετριόφρων, καταδεκτικός
καταβάτιν = λιναρόσπορος
καταβουνέα = χρυσοκάνθαρος
κατάβραδα = προς το βράδυ
κατάβρεχος = πολύ βροχερός
καταβρέχω = βρέχω πολύ
καταγαρίζω = φωνάζω, κραυγάζω
καταγιάλιν = ακρογιαλιά
καταγιαλίσκομαι = πρήζομαι τόσο ώστε το δέρμα στίλβει σαν γυαλί
καταγλαθάζω = διευκολύνω την ροή ύδατος καθαρίζοντας το αυλάκι
καταγραμμένος = γραμμένος
καταγριλεύω = καταστρέφω ολοσχερώς
καταγυράζω = αποδιώκω, εκδιώκω
καταγυρίζω = περιφέρομαι εδώ και εκεί
καταδακρώνω = δακρύζω πολύ
καταδέχκομαι = καταδέχομαι
καταδεχτικός = καταδεχόμενος
κατάδικος = κατάδικος
καταδιπλώνω = διπλώνω καλά
καταθάρα = εικασία, υπόθεση
καταθάρρα = θάρρος
καταθαρρώ = ελπίζω, εμπιστεύομαι
κατάθεμαν = το άξιο αναθέματος, αφορισμένο
καταθήκω = τοποθετώ εκεί που πρέπει
καταΐφιν = κανταΐφι
κατακάθα = κατακάθι
page===9

κατακάθισμαν = κατακάθι
κατακάθομαι = κατακάθομαι
κατακαιρία = ο παρών καιρός
κατακαίω = κατακαίω
κατακαμός = μεγάλος καημός
κατάκαρδα = κατάκαρδα
κατακαρδώ = ενθαρρύνω
κατακαρδώνω = ενθαρρύνω
κατακαρσού = αντίκρυ, απέναντι
κατακενώνω = κενώνω, αδειάζω
κατακέφαλα = κατακέφαλα
κατακεφαλάζω = αντιστρέφω το σώμα κατακέφαλα
κατακεφαλίασμαν = αντιστρέφω το σώμα κατακέφαλα
κατακεφαλίζω = αντιστρέφω
κατακέφαλος = αναποδογυρισμένος
κατακιτρινίζω = κατακιτρινίζω
κατακίτρινος = κατακίτρινος
κατακλαδάζω = σπάω τους κλάδους δέντρου
κατακλάδεμαν = κλαδεύω καλά
κατακλαδεύων = κλαδεύω καλά
κατακλαίω = καταλαλώ, κατηγορώ
κατάκλαμαν = καταλαλώ, κατηγορώ
κατακλάνα = κυβιστήματα, τούμπες
κατακλανάουμαι = κάνω τούμπες, κυβιστώ
κατακλάνω = πέρδομαι πολύ
κατακλάψιμον = διασυρμός, καταλαλιά
κατακλείδι = κατακλείδι
κατακλειδώνω = κλειδώνω καλά
κατακλέφτω = κατακλέβω
κατακλημιδάουμαι = γίνομαι κατάφορτος από καρπό
κατακλημίδιν = το κατάφορτο από καρπό
κατακλίθιν = το κατάφορτο από καρπό
κατακλίθω = κλίνω, γέρνω προς τα κάτω
κατακλιντζεύω = κατακόβω όλα τα κλαδιά δέντρου
κατακλυσμός = κατακλυσμός
κατακλώθω = περιστρέφω, συστρέφω
κατακοκκινίζω = κατακοκκινίζω
κατακόκκινος = κατακόκκινος
κατακορδυλούμαι = κομπιάζω
κατακόσκινα = αποκοσκινίδια
κατακοσκίνισμαν = καλό κοσκίνισμα
κατακουβαράουμαι = ποτάμι που προχωρεί με τα ύδατα εξογκωμένα σαν κουβάρι
κατακουντέριν = περιφρονημένος
κατακουντώ = σκουντώ
κατακουράζω = κατακουράζω
κατακουρτώ = καταβροχθίζω
κατακοφτά = με γοργό ρυθμό
κατακοφτόν = χορός με γοργό ρυθμό
κατακόφτω = κομματιάζω
κατακρατεύτρα = γυναίκα φειδωλή
κατακρατώ = κατακρατώ
κατακρεμιγμένος = πτωχότατος
κατάκριμαν = μεγάλη αμαρτία
κατακρίνω = κατακρίνω
κατάκριση = κατάκριση
κατακρονιάσου = γκρεμίσου
κατακρότιν = καρπός που έπεσε κατά γης
κατακρούχτιν = καρπός που έπεσε κατά γης
κατακρούω = κατηγορώ κάποιον αδικαιολόγητα
κατακυλίζω = κατρακυλώ
κατακύλιν = στρογγυλό, σφαιρικό
κατακύλισμαν = κατρακυλώ
κατακυλιστά = κατρακυλώντας
κατακώλεμα(ν) = αποδιώκω, αποπέμπω
κατακώλι = κυνηγητό
κατακωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω
καταλαβαίνω = καταλαβαίνω
καταλάγγεμαν = κάνω αναπηδήματα
καταλαγγεύω = κάνω αναπηδήματα
καταλαχού = τυχαίως
καταλύνω = καταστρέφω
καταμάγια = σκούπα από κουρελόπανα δεμένα σε άκρο κονταριού, μεταφ. άνθρωπος μαυρισμένος
καταμαλάζω = πιάνω με τα χέρια και μαλάζω
καταμασώ = μασώ καλά
καταματώνω = καταματώνω
καταμαυρίζω = καταμαυρίζω
κατάμαυρος = κατάμαυρος
καταμαυρύνω = καταμαυρίζω
καταμεσού = στο μέσο
καταμήνα = η έμμηνος ρύση γυναικός
καταμούρταρος = ομιχλώδης
καταναξερώ = ξερνώ πολύ
καταντάχκομαι = καταντώ
καταντία = κατάντια
καταντικρύ = αντίκρυ, απέναντι
καταντώ = καταντώ
καταξάνω = ξαίνω εντελώς
καταπαίρνω = μαλώνω, επιπλήττω
καταπάτιν = καταπατημένο
καταπατώ = καταπατώ
καταπιάνω = συρράπτω κάτι του οποίου έχει φύγει η ραφή, συμμαζεύω
καταπίνω = καταπίνω
καταπλάνω = δημιουργούμαι, φτιάχνομαι
καταπλούμιστος = ο πολύ ποικιλόμορφος
καταπνίουμαι = καταπνίγομαι
καταπόδι = καταπόδι
καταποδιαστά = καταποδιαστά
καταπραγιάζω = αδυνατίζω πολύ, εξασθενώ
καταπραένω = καταπραΰνω
καταπραΐζω = αδρανώ
καταπρασινίζω = πρασινίζω εντελώς
καταπράσινος = καταπράσινος
καταπραϋνίζω = καταπραΰνομαι
κατάπρυμα = κατάπρυμα
κατάρα = κατάρα
καταράσκουμαι = καταριέμαι
κατάρατος = καταραμένος
καταρούμαι = καταριέμαι
καταρράχτες = καταρράχτες
καταρριγώ = τουρτουρίζω
καταρροή = καταρροή
κατάρτιν = κατάρτι
καταρώ = καταριέμαι
καταρώνω = κατάρα
κατασάλεμα(ν) = μετακινώ
κατασαλεύω = μετακινώ
κατασκαμός = υπερβολική κόπωση
κατασκάνω = κουράζομαι πολύ
κατασκίζω = σκίζω καλά
κατασκοτώνω = κατασκοτώνω
page===10

κατασπάνω = κατακομματιάζω
καταστάζω = στάζω προς τα κάτω σταγόνες
καταστάλαγμα(ν) = καταστάλαγμα
κατασταλάζω = κατασταλάζω
κατασταυρώνω = κάνω κάτι σε σχήμα σταυρού
καταστέκω = αποκαθίσταμαι οικονομικώς
καταστρέφκομαι = καταστρέφομαι εντελώς
καταστροφία = καταστροφή
κατάστρωμαν = κατάστρωμα
καταστρώνω = καταστρώνω
κατάσυρμαν = διασύρω, κακολογώ
κατασυρμονή = κακολογία, κατηγορία
κατασύρω = διασύρω, κακολογώ
κατασώνω = καταφθάνω
κατατάγουμαι = κατάγομαι
κατατζακώνω = σπάω δυνατά
κατατζερίζω = καταξεσκίζω
κατατζουμουδιώ = τσαλακώνω
κατατζυμπώ = αισθάνομαι ρίγη
κατατόρνευτος = μεταφ. καλλωπισμένος
κατατρεγμονή = διασυρμός, κατηγορία
κατατρέξιμον = κατηγορία, διασυρμός, τρέχω πάνω κάτω
κατατρέχω = κατατρέχω
κατατρυπαίνω = ανοίγω πολλές τρύπες
κατατσακλίζω = σπάνω κάτι με κρότο
καταφάετον = φαγωμένο από γάτα
καταφανίζω = εξολοθρεύω, καταστρέφω
καταφανισμός = όλεθρος, καταστροφή
καταφραγμός = ειλεός εντέρων
καταφράγομαι = παθαίνω ειλεό
καταφρόνεση = καταφρόνεση
καταφρονία = περιφρόνηση
καταφρονώ = καταφρονώ
καταχαλάνω = χαλώ τον κόσμο
καταχαλάσκουμαι = εξοργίζομαι
κατάχειρα = πρόχειρα, περίπου
καταχρεούμαι = καταχρεώνομαι
καταχτίζω = χτίζω με επιμέλεια
καταχτόνα = κατάβαθα
κατέβα = κατέβα
κατεβάζω = κατεβάζω
κατεβαίνω = κατεβαίνω
κατέβαση = αποπληξία
κατέβασμα(ν) = κήλη
κατεβατά = σχοινιά από τα οποία εξαρτώνται τα μιτάρια του υφαντικού ιστού
κατεμλίν = καλορίζικο
κατεμούτα = υπόγειος βολβός άγριου φυτού εδωδίμου
κατενή = στακτή κονία
κατενίζω = ξεπλένω
κατενίν = καθαρό, διαυγές
κατένισμα(ν) = ξέπλυμα
κατενός = καθαρός, διαυγής
κατενοτζέλεβον = σκεύος στο οποίο κατασκευάζουν το σταχτόνερο
κατενόχορτον = είδος χόρτου για καθάρισμα των κηλίδων ρούχων
κατέξοδα = δαπάνες πολλές
κατεπούλλιν = γατάκι
κατεργάρης = κατεργάρης
κάτεργον = πλοίο πολεμικό
κατερύζω = απομακρύνω, αποδιώκω
κατερώτεμαν = ασπασμός χαιρετισμού ή αποχαιρετισμού
κατερωτώ = εξακριβώνω ρωτώντας
κατευοδιάζω = προπέμπω, κατευοδώνω
κατέφλιο = κατώφλι
κατεφορίζω = κατηφορίζω
κατζάδα = κατσάδα
κατζάριν = μπερδεμένο νήμα
κατζάρω = επιπλήττω, επιτιμώ
κατζάτα = μέτωπο
κατζατέα = ποσότητα όση χωράει το μέτωπο
κατζάτιν = μέτωπο
κατζαχνία = ομίχλη
κατζεύω = βατεύω
κάτζικα = κον΄τα
κατζίκα = κατσίκα
κατζιμαλοβόρης = άνεμος που πνέει μετά την ομίχλη
κατζίμαλος = ομίχλη
κατζίν = μέτωπο
κατζιπετρώματα = απόκρημνοι βράχοι όπου μόνο κατσίκες αναρριχώνται
κατζιποδία = κώλυμα, πρόσκομμα, ατυχία
κατζίτα = γαρίδα
κατζιώνω = μπερδεύω
κατζογραία = γριά κατσιασμένη και ρυτιδωμένη
κατζοδέτρα = λευκός γυναικείος κεφαλόδεσμος που φτάνει μέχρι το μέτωπο
κατζουμαλλίζω = ξεμαλλιάζω
κατζουμαλλού = ξεμαλλιασμένη
κατζούφης = ρυτιδωμένος
κατζουφιάζω = ρυτιδώνομαι
κατηβάζω = κατεβάζω
κατηβαίνω = κατεβαίνω
κατηγοράνος = φιλοκατήγορος, φιλόψογος
κατηγορία = κατηγορία
κατήγορος = κατήγορος
κατηγορώ = κατηγορώ
κατής = τούρκος ιεροδίκης
κατήφορα = κατηφορικά
κατηφορέτες = ο κάτοικος των παραλίων μερών σε αντίθεση προς τους κατοίκους των μεσογείων
κατηφορία = κατωφέρεια
κατηφορίζω = κατηφορίζω
κατηφόρισμαν = κατηφορίζω
κατηφορίτες = ο κάτοικος των παραλίων μερών σε αντίθεση προς τους κατοίκους των μεσογείων
κατηφορόπον = σύντομος δρόμος
κατηφορωτός = λίγο κατηφορικός
κατηχίζω = προσπαθώ να πείσω κάποιον
κάτι = κάτι
κατί = όπως
κάτιλεγος = τι λογής
κάτιλογα = κάπως, κατά κάποιο τρόπο
κατιμνώ = ορκίζομαι
κάτιν = όροφος οικοδομής
κατίπολλα = κατά πολύ
κατιρτζηλούκιν = επάγγελμα αγωγιάτη
κατιρτζηλουκόπον = επάγγελμα αγωγιάτη με λίγα κέρδη
κατιρτζής = αγωγιάτης
κάτις = κάποιος
κατίτζα = γατούλα
κατιφέ = κατιφές, βελούδο
κατκρέμομαι = κρέμομαι προς τα κάτω
κατοικητήριν = ενδιαίτημα
κάτοισος = τι λογής
κατολέος = αγριόγατα
page===11

κατολεύω = αδυνατίζω
κατομνύω = ορκίζομαι
κατόπον = γατούλα
κατοπούλλα = νεογνό γάτας
κατοπουλλάζω = γάτα που γεννά
κατορθώνω = κατορθώνω
κατορίτα = είδος μύκητα εδωδίμου
κατορκίζω = κάνω κάποιον να ορκιστεί
κατορφανίουμαι = ορφανεύομαι
κατουδάζω = γάτα που γεννά
κατούδιν = γάτα
κατούρεμαν = ούρα
κατουρερή = ουροδοχείο
κατουρέτζα = είδος κανθάρου
κατουρετζέας = εκείνος που έχει ακράτεια
κατουρέτζης = εκείνος που έχει ακράτεια
κατουρέτζιν = ούρα
κατούρισμαν = κατούρημα
κατουρώ = κατουρώ
κατοχή = κατοχή
κατοχίζω = προσπαθώ να πείσω κάποιον
κατόχιν = εργαλείο υποδηματοποιών
κατρακόσκινο = αποκοσκινίδια
κατρακότσινο = αποκοσκινίδια
κατρακύλι = στρογγυλό, σφαιρικό
κατρακυλίζω = κατρακυλώ
κατρακώλι = παιδικό κυνηγητό
κατρακωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω
κατράνιν = πισσάσφαλτος
κατρανώνω = επαλείφω με πισσάσφαλτο
κατρίφτης = καθρέφτης
κατσά = κιλίμι από μαλλί συμπιεσμένο
κατσανίζω = σύρω κατά γης
κατσανιχτέρα = μέρος ολισθηρό και κατηφορικό όπου τα παιδιά μπορούν να παίζουν γλιστρώντας προς τα κάτω
κατσάριν = μαλλί πυκνό και συμπιεσμένο
κατσίν = υπολειπόμενο στυπείο μετά την κατεργασία του λιναριού
κατσκάρα = καρακάξα
κατσκαρίτζα = μικρή καρακάξα
κατσόκολος = σκωπτικός, υπέργηρος
κάτσος = μοσχάρι
κατσούδιν = μοσχάρι
κατσώνω = συμπυκνώνομαι, συμπιλούμε
κάτω = κάτω
κατώγειν = το υπό την οικεία διαμέρισμα
κατωγής = κάτω από τη γη
κατωθίτζι = φόδρα
κατωθύριν = κατώφλι
κατωθυρόπον = μικρό κατώφλι
κατωκείμιν = εκείνο που κείται κατά γης
κατωκέρετζον = η κάτω κόρα του ψωμιού
κατωσώριν = καρπός παρμένος από τη γη μετά το πέσιμο από το δέντρο
κατώτερος = κατώτερος
κατώφλιο = κατώφλι
κατωφόριν = σώβρακο
καυκαλιδάζω = φουσκώνω
καυκαλιδίασμαν = φουσκώνω
καυκαλίδιν = οίδημα δερματικό
καυκαλίζω = ξεφλουδίζω
καυκάλιν = τσόφλι, οίδημα δερματικό
καυκάλισμα(ν) = ξεφλούδισμα
καυκί(ν) = το φλιτζάνι του καφέ, υάλινο ποτηράκι
καυκία = καύχημα
καυκίζω = καυχιέμαι
καυκογυρίζω = κερνάω ποτηράκια
καυκομμάτης = εκείνος που έχει οφθαλμούς καθαρούς και διαυγείς όπως τα γυάλινα ποτηράκια
καυκόπον = φλιτζανάκι, υάλινο ποτηράκι
καυκούτζα = είδος άγριου χόρτου
καυτός = καυτός
καυτώνω = καίω
καυχαινίζω = καυχώμαι
καυχαίνω = καυχώμαι
καυχέας = μεγάλαυχος, καυχηματίας
καύχημα = καύχημα
καυχία = καύχημα
καυχίζω = καυχιέμαι
καυχίος = καυχηματίας
καύχισμα(ν) = καύχημα
καυχιστέας = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος
καυχίτζης = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος
καυχουλέτζης = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος
καυχούμαι = αυτοεπαινούμαι
καφάς = κρανίο
καφέσιν = δικτυωτό παραθύρου
καφουλάριν = μέρος με θάμνους
καφουλέα = θάμνος
καφούλια = θάμνος
καφούλιν = θάμνος
καφουλοκόλιν = βάση του θάμνου
καφουλόπον = θάμνος
καφουλοτόπιν = τόπος πλήρης με θάμνους
καφουλότοπος = τόπος πλήρης με θάμνους
καφουλώνω = πληρούμαι με θάμνους
καφούρα = ατμός αναδιδόμενος από καυτό νερό, αναθυμιάσεις γης
καφουράζω = αναδίδω ατμό, αναθυμίαση
καφουρί = το αραιό χτένι του αργαλειού
καφουρώνω = νερό που βγάζει φυσαλίδες
καφρούτζα = καρφίτσα
καφτοφέα = οσμή πατάτας
κάφτω = καίω
κάχλα = το φλέγμα του αποχρεμπτομένου
καχλάζω = αποχρέμπτομαι
καχλέας = εκείνος που συνεχώς αποχρέμπτεται
καχλίζω = αποχρέμπτομαι
καχπέ = γυναίκα εταίρα
κάψα = καύσωνας
καψάδα = καύσωνας
καψαλάκης = ηλίθιος
κάψιμο(ν) = κάψιμο
καψόλιν = το καψούλι πυροβόλου όπλου
καψολοκουτέα = ποσότητα καψουλιών όση χωράει το καψουλοκούτι
καψολοκούτιν = κουτί για καψούλια
καψώνω = καψώνω
κεβεζελίκιν = φλυαρία, μωρολογία
κεβεζές = φλύαρος, μωρολόγος
κεβρεεύω = ξηραίνομαι στον ήλιο
κεζίν = ύφασμα μεταξοβάμβακο με χρωματιστές ραβδώσεις
κεζινεύκουμαι = περιδιαβάζω
κείμαι = πλαγιάζω
κέιφιν = κέφι
κεϊφλής = εύθυμος
page===12

κεϊφόπον = ευθυμία λίγης διάρκειας
κέλα = κιόλας
κελαηδία = κελάδημα
κελαηδώ = κελαηδώ
κελάριν = κελάρι
κέλαρος = αποθηκάριος τροφίμων
κελαρώνω = βάζω τρόφιμα στο κελάρι
κελέκιν = βαρκούλα
κελέμι = λάχανο, κράμβη
κελεπούριν = κελεπούρι
κελετέας = εκείνος που έχει κήλη
κελετούμαι = παθαίνω κήλη
κελέτωμα = κήλη
κελετώνω = λερώνω, μολύνω
κελεύω = χειροτονώ
κελεφά = κακώς
κελεφός = ο κακής ποιότητας, σκοτεινός, τρομερός, μεταφ. ανέντιμος, κακότροπος
κελεφωσύνη = κακοτροπία, αταξία
κέλης = κασιδιάρης
κέλιν = αγριόχορτο πλατύφυλλο
κελίν = κελί καλόγηρου, καλύβα
κελίτες = ασκητής
κελίτζης = κασιδιάρης
κελόφυλλον = φύλλο του χόρτου κέλιν
κελπερή = πτυάριο φούρνου
κεμεντζέ = λύρα
κεμεντζετζής = λυράρης
κεμέριν = θόλος
κεμερόπον = θόλος
κεμερωτός = θολωτός
κεμέρ’κον = λευκή λωρίδα τριχώματος στην πλάτη του ζώου
κεμετζόπουλλο = ναύτης
κεμιτζής = πλοίαρχος, καραβοκύρης
κενάζω = συνερίζομαι
κενάριν = άκρο, γωνία, περιφέρεια
κενέα = γένος, είδος
κενετσέα = ποσότητα όση χωράει το κενέτσιν
κενέτσιν = κουτάλα
κενετσόστομος = εκείνος που έχει πλατύ στόμα
κενέφιν = απόπατος
κενίν = κυνήγι
κενταράζω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί
κεντάριν = βλαστός εκφυόμενος από γεώμηλα
κενταρώνω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί
κεντασμένος = εκείνος του οποίου η κατάσταση είναι νοσηρά
κεντέα = κέντημα βελόνας
κέντεμα = κεντώ
κεντεύω = κεντώ
κέντημα = κέντημα
κεντισκάται = κεντιέται
κεντράζω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί
κεντρίασμαν = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί
κεντρίζω = κεντώ τα βόδια με το βούκεντρο για να προχωρήσουν
κεντρίν = βλαστός
κέντρωμαν = εκφύω βλαστό
κεντρώνω = εκφύω βλαστό
κεντώ = κεντώ
κέντωμαν = ράβω πάπλωμα κεντητό
κεντωτόν = ραμμένο με κεντητά σχήματα
κένωμα(ν) = εκκένωση φαγητού από την κατσαρόλα στα πιάτα
κενώνω = αδειάζω από την κατσαρόλα στα πιάτα
κεπάπιν = κρέας οπτό στο οβελό
κεπέα = ποσότητα προϊόντων ενός κήπου
κεπεκεί = ποσότητα προϊόντων ενός κήπου
κεπεπεί = από εκεί, έπειτα
κεπερεύω = περιφρονητικά ψοφώ
κεπί(ν) = κήπος
κεπικά = κηπευτικά
κεπίτζα = κηπάριο
κεποκόλιν = η άκρα του κήπου
κεπόπον = κήπος
κερά = σύμφωνος
κεράζω = κερνώ
κερακαδέσιν = κυριακάτικο
κερακάδιν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα τροπάρια κάθε Κυριακής
κερακάριν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα τροπάρια κάθε Κυριακής
κεραλοιφή = αλοιφή θεραπευτική από κερί και άλλες ουσίες
κεραμιδάς = κεραμουργός
κεραμιδέα = χτύπημα με κεραμίδι
κεραμιδέα = ποσότητα όση χωράει ένα κεραμίδι
κεραμίδιν = κεραμίδι
κεραμιδοκόμματον = θραύσμα, τμήμα κεραμιδιού
κεραμιδοστέγαστος = ο στεγασμένος με κεραμίδια
κεραμιδώνω = κεραμιδώνω
κεράνιν = δοκάρι στέγης, σκόλοψ περιφράγματος κήπου
κερασάπιν = αχλάδι που ωριμάζει τον Ιούνιο
κεράσιν = κεράσι, κερασιά
κερασινέσιν = το παραγόμενο κατά τον Ιούνιο
κερασινός = Ιούνιος
κερασίτης = μύκητας εδώδιμος που βρίσκεται στο κορμό κερασιάς
κέρασμα(ν) = κέρασμα
κερασοζώμιν = χυμός κερασιού
κερασόμηλον = μηλιά εγκεντρισμένη στην κερασιά
κεραστής = εκείνος που κερνά ποτά
κερατάζω = χτυπώ με τα κέρατα
κερατάτ’κον = ζώο με κέρατα
κερατέα = χτύπημα με κέρατα, ίχνος πλήγματος από κέρατο
κερατέας = κερασφόρος, διάβολος
κερατιδάζω = βάζω στα κέρατα του βοδιού σκοινί σαν χαλινάρι
κερατίδιν = το σκοινί που δένουν στα κέρατα του βοδιού για να το οδηγούν
κερατίζω = χτυπώ με τα κέρατα
κερατίτζα = είδος φυτού
κέρατο(ν) = κέρατο
κερατούδες = οι ψευτοκαρποί της κορομηλιάς
κερατούτζα = ξυλοκέρατο, χαρούπι
κερατώνω = μένω ακίνητος, μεταφ. πεθαίνω
Κερβάνα = όνομα αγελάδας που προηγείται της αγέλης
κερβάνιν = καραβάνι
κερβαντζής = αρχηγός καραβανιού
κερδαίνω = αποκτώ, οικειοποιούμαι
κερδίζω = κερδίζω
κέρδος = κέρδος
κερέα = οσμή κεριού
κερεβίζιν = σέλινο
κερεκαδάτ’κα = κυριακάτικα
Κερεκή = Κυριακή
κερεκιάτικα = κυριακάτικα
κερέλαδον = φαρμακευτική αλοιφή από κερί και λάδι
κερένος = ο φτιαγμένος από κερί
κερεντέα = πλήγμα, χτύπημα με κερεντήν
page===13

κερεντέα = ποσότησα σταχιών όση κόβει η κερεντή
κερεντή = μεγάλο δρέπανο
κερεντοστελέα = μήκος όσο είναι το μήκος της κερεντής
κερεντοστέλιν = η λαβή της κερεντής
κερετζάζω = σχηματίζω κρούστα στην επιφάνεια της ζύμης
κερετζάς = εκείνος που αγαπά την κόρα του ψωμιού
κερέτζιν = η κόρα του ψωμιού, ξεροκάμματο
κερετζώνω = σχηματίζεται κρούστα στην επιφάνεια φαγητού, πληγής κτλ
κερεύω = τεντώνω, στυλώνω
κερί(ν) = κερί
κερκελλάζω = συσπειρώνω, κουλουριάζω
κερκελλάριν = κυκλικός, ελικοειδές, σγουρός
κερκέλλιν = κρίκος, κουλουράκι
κερκελλίτζα = φαγητά με σφαιρικό σχήμα
κερκελλοκάμισον = πουκάμισο καλοκεντημένο
κερκελλοφάγειν = έδεσμα παρασκευασμένο από κερκέλλιν
κερκέτα = ξύλο προέχον της πρώρας λέμβου
κερκέφιν = τελάρο κεντήματος
κερμασαούδα = θάμνος που παράγει καρπούς βοτρυοειδή
κερνάτορας = εκείνος που κερνάει
κεροζύγιαστος = ο ζυγισμένος με αντίβαρο κερί
κεροκόλλα = τεμάχια κεριών κολλημένα
κερόλαδον = φαρμακευτική αλοιφή από κερί και λάδι
κερολάς = δοχείο στο οποίο λιώνουν το κερί
κερολύτρα = δοχείο στο οποίο λιώνουν το κερί
κεροπάνιν = πανί ειδικό που χρησιμοποιείται ως διυλιστήριο του κεριού
κεροπίσσιν = αλοιφή φαρμακευτική από κερί και πίσσα
κεροψάλιδον = ψαλίδι με το οποίο κόβουν τις καμένες θρυαλλίδες των κεριών
κερπούτζιν = καρπούζι
κερτανλούκιν = περιδέραιο
κερώνω = κερώνω, κιτρινίζω, χλομιάζω
κεσέ = βαλάντιο
κεσέ = γωνία
κεσές = σπανός
κέσκε = μακάρι
κέσου = κίνηση επί οριζοντίου εδάφους
κέτζα = η λέρα της επιδερμίδας
κετζάζω = λερώνεται το δέρμα μου
κετζέας = εκείνος που έχει λερωμένο σώμα
κετζέλαδον = λάδι που παράγεται από καρπό κέτζιν και χρησιμοποιείται ως αλοιφή κατά της ψώρας
κέτζιν = η λέρα της επιδερμίδας
κέτζιν = είδος θάμνου
κετζόφυλλον = φύλλο του θάμνου κέτζιν
κετζώνω = λερώνεται το δέρμα μου
κέτιλα = είδος ψαριού
κετσίνεμαν = συντηρούμαι
κετσινεύω = συντηρούμαι
κεφάλαιον = αρχή υπερέχουσα
κεφαλαρέα = το ψηλότερο μέρος τοπίου
κεφαλή = κεφαλή
κεφάλιν = κεφάλι
κεφαλόβρυσο = η πηγή του νερού
κεφαλογράμμιν = κεφαλαίο γράμμα
κεφαλοδέμιν = γυναικείος κεφαλόδεσμος
κεφαλοκόφτες = ο κόπτης της κεφαλής, μεταφ. γενναίος
κεφαλοκοψία = μεγάλη ταραχή, μεγάλος θόρυβος
κεφαλοκοψίος = αθρόα σφαγή ανθρώπων
κεφαλομάλλιν = μαλλί
κεφαλόνερα = υγρά της μήτρας κατά την γέννα
κεφαλοπέτζιν = πετσί της κεφαλή
κεφαλοπλύνω = πλύνω το κεφάλι
κεφαλόποδα = κεφάλι και πόδια ζώου μαγειρεμένα μαζί
κεφαλοπονίος = πονοκέφαλος
κεφαλοπονώ = έχω σκοτούρες, στενοχωριέμαι
κεφαλόπ’λλον = κεφάλι
κεφαλόρριζα = η βάση της κεφαλής
κεφαλόρριζον = η βάση της κεφαλής
κέφαλος = κέφαλος
κέφαλος = εγκέφαλος
κεφαλόχωμα = λευκός άργιλος με το οποίο καθαρίζουν την κεφαλή
κεφαλώνα = η κεφαλή
κεφαλώνω = στεφανώνω
κεχράλευρον = αλεύρι αραβοσίτου
κεχρίν = κεχρί
κεχρινίτζα = είδος στρουθιού μικρού
κεχριούμαι = λερώνομαι με κεχράλευρο
Κεχριπάρα = όνομα αγελάδας που έχει χρώμα κεχριμπαριού
κεχριπαρένος = κεχριμπαρένιος
κεχριπάριν = κεχριμπάρι
κεψέ = μεγάλη χάλκινη κουτάλα
κηκίδιν = ο καρπός της δρυός
κηλιδάζω = κηλιδώνω, λερώνω
κηλίδιν = κηλίδα, λέρα
κήλον = ξηρό
κηλούμαιν = παθαίνω κήλη
κηπουρός = κηπουρός
κήρυκας = κήρυκας
κιακιαζλαεύω = μιλώ με βραδυγλωσσία
κιακιαζωτός = λίγο βραδύγλωσσος
κιακιάης = βραδύγλωσσος
κιάλης = κασιδιάρης
κιαλπατή = τανάλια
κιαμαντζά = λύρα
κιαμάρ(ιν) = θόλος
κιαμτό = αμέ, βέβαια
κιάνου = η προς τα άνω κίνηση
κιαντή = τον εαυτό του
κιάνω = η προς τα άνω κίνηση
κιάριν = κέρδος
κιάρ’ = λοιπόν, αλλά, όμως
κιασά = γωνία
κιάσμεν = δεν είναι έτσι;
κιαχγιάς = ο εισπράκτορας φόρων
κιβανεύκουμαι = έχω θάρρος, πεποίθηση, εμπιστεύομαι, βασίζομαι
κιβαρό = αραιό κόσκινο αλευριού
κιβαροκότσινο = αραιό κόσκινο αλευριού
κιβόριν = μνήμα, τάφος
κιζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι
κιζιρίτα = αγριόφυτο που παράγει μπουμπούκια που σπάνε με κρότο
κικίμ(ιν) = χάλκινη στάμνα για θέρμανση νερού
κικνάριν = έλατο
κιλάκιν = είδος δοχείου
κιλάχιν = είδος καλύμματος κεφαλής ανδρός
κιλίμιν = κιλίμι
κιλόν = κιλό
κιμιγιά = φυτό μυθικό, το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο
κιμιμίνο = είδος φτερωτού εντόμου
κιμωλία = κιμωλία
κιμωλώνω = λερώνω με κιμωλία
κινάζω = αποποιούμαι την εκτέλεση έργου παρακινώντας άλλον να την κάνει
page===14

κίνηση = κίνηση
κινητικόν = κινητικός
κιντάζω = κεντώ, μεταφ. ενοχλώ, πειράζω
κιντατένεν = το παρασκευασμένο από τσουκνίδες
κιντατοζώμιν = αφέψημα τσουκνίδας
κιντέα = τσουκνίδα
κιντίασμαν = κεντώ
κιντίν = η ώρα του δειλινού
κιντυνεύω = κινδυνεύω
κινώ = κινώ
κιοζατεύω = παραφυλάγω
κιοζέ = πηγή αναβλύζουσα νερό
κιόλας = κιόλας
κιόλιν = λίμνη
κιόνη = όργανο τεκτονικό σε σχήμα γωνίας
κιορέ = συμφώνως προς τι
κιοσέ = γανία
κιοσές = σπανός
κιουβέτζι = γιουβέτσι
κιουλλιούρ(ιν) = άρτος παρασκευασμένος από αλεύρι αραβοσίτου
κιουπέα = ποσότητα όση χωράει το πιθάρι
κιούπιν = πιθάρι
κιουτούκιν = τεμάχιο από κορμό δέντρου
κιοφτέ = κεφτές
κιρά = ενοίκιο, μίσθωμα
κιράτζιν = ξύλινο εργαλείο των κεραμουργών
κίρεπη = είδος αξίνας
κιρέτζιν = ασβέστης
κιρετζόλιθον = λίθος κατάλληλος για ασβέστη
κιρετζόπετρα = λίθος κατάλληλος για ασβέστη
κιρίτιν = πυρείο
κισπετλής = εκείνος που έχει ωραίο παράστημα
κίσσα = καρακάξα
κισσάδιν = κισσός
κισσαδόφυλλον = φύλλο κισσού
κιτάριν = το κάλλαιο των ορνίθων και πετεινών, ράμφος
κίτιρνος = κίτιρνος
κιτίσιν = διαγωγή, συμπεριφορά
κιτρινάδα = κιτρινάδα
κιτρινάδιν = η γύρη των ανθέων
κιτρινάζω = κιτρινίζω
κιτρινάρης = κιτρινιάρης
κιτρινέας = κιτρινιάρης
κιτρινειδής = κιτρινωπός
κιτρινίζω = κιτρινίζω
κιτρινίτζα = άνθος με ζωηρό κίτρινο χρώμα
κιτρινόξυλον = ξύλο βαφικό με το οποίο βάφουν κίτρινα τα αυγά
κίτρινος = κίτρινος
κιτρινωτός = κιτρινωπός
κιτρολέμονον = είδος λεμονιού μεγάλο
κίτρον = κίτρο
κιφάλιν = κεφάλι
κλάβα = μεγάλο κεφάλι
κλαδάριν = δέντρο με πολλά κλαδιά
κλάδεμαν = κλάδεμα
κλαδεμάτιν = το κατάλληλο για κλάδεμα
κλαδευτήριν = κλαδευτήρι
κλαδεύω = κλαδεύω
κλαδί(ν) = κλαδί
κλαδόπον = κλαδάκι
κλάδωμαν = κλαδεύω
κλαδώνω = κλαδεύω
κλαημός = θρήνος, κλαυθμός
κλαίη = κλάψιμο
κλαιμάρης = κλαψιάρης
κλαιμέας = κλαψιάρης
κλαιμούτζης = κλαψιάρης
κλαιμούτζικος = κλαψιάρης
κλαινίζω = κάνω κάποιον να κλαίει
κλαίος = κλάψιμο
κλαίση = κλάμα, θρήνος
κλαίω = κλαίω
κλακλανίζω = πλημμυρώ μετά κοχλασμού
κλάμαν = κλάμα
κλανέτζης = κλανιάρης
κλάνω = πέρδομαι
κλάσιμον = κλάσιμο
κλάσμαν = πορδή
κλάστας = ο περδόμενος
κλαστέας = ο περδόμενος
κλαστέρης = ο περδόμενος
κλαψέας = κλαψιάρης
κλάψιμο(ν) = κλάψιμο
κλαψίον = κλάψιμο
κλέθερνον = σκλήθρα
κλεθρένος = ο κατασκευασμένος από σκλήθρα
κλεθρίν = σκλήθρα
κλεθρολέπιν = ο φλοιός της σκλήθρας
κλεθρόξυλον = ξύλο σκλήθρας
κλεθροτόπιν = τόπος όπου μεγαλώνουν σκλήθρα
κλεθρόφυλλον = φύλλο σκλήθρας
κλείδα = κλείδα
κλειδί(ν) = κλειδί
κλειδίτζα = σουγιάς
κλειδοκράτορας = κλειδοκράτορας
κλείδωμα(ν) = κλείδωμα
κλειδώνω = κλειδώνω
κλειδωστέριν = κλειδαριά
κλειδωτήρι = μαγικό κλειδί που το φέρει μαζί της έγκυος γυναίκα για να μην αποβάλει
κλείσμαν = το σπίτι που είναι να κλείσει, να ερημωθεί
κλειστός = κλειστός
κλείω = κλείνομαι
κλεμάζω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς
κλέμαν = κλήμα
κλεματάριν = κληματαριά
κλεματώνω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς
κλεμίν = κλήμα της αμπέλου
κλεμώνω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς
κλερθίν = σκλήθρα
κλεφτερούτζα = κρυψώνα, παιχνίδι κρυφτό
κλέφτης = κλέφτης
κλεφτία = κλοπή
κλέφτικον = κλέφτικο
κλεφτίτζης = κλεφτάκος
κλεφτοχώριν = χωριό απ’ όπου προέρχονται πολλοί κλέφτες
κλέφτω = κλέβω
κλεψία = κλεψία
κλεψιμάτικο = κλοπιμαίο
κλεψιμάτιν = κλοπιμαίο
κλέψιμον = κλοπή, απαγωγή
page===15

κλεψίον = κλοπή
κλεψιστά = στα κλέφτικα, κρυφίως, λαθρά
κλήμα = κλήμα αμπέλου
κληματίζω = εκφύω κλήματα
κλήρα = ψήφος
κλητόν = συγκέντρωση διασκεδαστών
κλητόριν = τόπος όπου συγκεντρώνονται για διασκέδαση
κλιάτα = κλάψιμο
κλιβανίζω = βάζω κάτι πάνω στο κλιβάνιν
κλιβάνιν = εστία
κλιβανοπώμιν = κάλυμμα κλιβανιού
κλιθάρι = κριθάρι
κλίθω = κλίνω, γέρνω
κλίκου = παιχνίδι κρυφτό
κλινάριν = κλίνη
κλίνη = κούνια, λίκνο
κλινοκαίρης = φθινόπωρο
κλινοκαιρίτης = εκείνος που έχει ώριμη ηλικία
κλινόπωρον = φθινόπωρο
κλιντζεύω = σπάω τα κλαδιά των δέντρων
κλιντός = σκυφτός
κλίνω = κλίνω, γέρνω
κλίσιμον = σκύψιμο
κλίστικο = το άγονο αβγό
κλοκίτζα = άνθος φυτού
κλουγξίζω = έχω λόξυγκα
κλούγξισμαν = λόξυγκας
κλούκα = κλώσα, το πτηνό ινδιάνος
κλούκιγμαν = κλώσω
κλουκίζω = κλώσω
κλούκισμαν = κλώσιμο
κλούξα = κλώσα
κλούσαξη = δοχείο στο οποίο παρασκευάζεται το σταχτόνερο για την μπουγάδα
κλούσκα = κλώσα
κλούφτικον = λόξυγκας
κλύδα = όχλος
κλωβός = κλουβί
κλωθογυρίζω = κλωθογυρίζω
κλωθογύρισμα = κλωθογύρισμα
κλώθω = κλώθω
κλώνα = κλαδί
κλωνάριν = κλωνάρι, κλαδί
κλώση = επιστροφή, γυρισμός
κλώσιμο(ν) = γνέσιμο, περιστροφή, επιστροφή
κλώσμα = γύρισμα, στροφή
κλώσσα = κλώσα
κλωστάδραχτον = αδράχτι με το οποίο στρίβουν δυο μονά νήματα σε διπλά
κλωστάριν = κλωστή, νήμα
κλωστέριν = είδος ατράκτου, περίστροφο
κλωστερίτζα = εργαλείο χρυσοχόων
κλωστή = κλωστή, νήμα
κλωστήρα = είδος παιχνιδιού
κλωστής = γανωτής
κλώστης = αδράχτι με το οποίο στρίβουν δυο μονά νήματα σε διπλά
κλωστογύρισμαν = επιστροφή
κλωστός = αντεστραμμένος
κλωστοτήγανον = τηγάνι με ειδικό καπάκι για αντιστροφή εδεσμάτων
κλωστού = άστατος
κλώστρα = λίθινος τροχός ακονίσματος
κνεθοπονώ = ξύνομαι και συγχρόνως πονώ
κνέθω = ξύνω
κνέσιμον = ξύσιμο
κνεσίον = φαγούρα
κνηκάτος = κόκκινος
κνήσιμον = ξύνω
κνήσμα = αμυχή που προκαλείται στο σώμα μετά την φαγούρα
κνησμάρα = κνησμός, φαγούρα
κνιδέα = τσουκνίδα
κοβαλαεύω = καταδιώκω
κόβαλος = εκείνος που κουβαλάει τα τρόφιμα του σπιτιού του
κοβαλώ = κουβαλώ
κοβλακάς = εκείνος που κατασκευάζει κοβλάκια
κοβλακιάζω = βάλω στο κοβλάκι γάλα ή γιαούρτι
κοβλάκιν = είδος δοχείου
κοβλακίτα = μαργαρίτα
κοβοράζω = αφοδεύω
κοβόριν = κόπρος ανθρώπου
κοβοτίτζα = είδος σαύρας
κογίζω = βήχω
κογκορόζιν = αγριόχορτο με γεύση υπόξινη
κογκορόης = οίστρος
κογκόσιν = το πτερύγιο του αφτιού, ο λαιμός του βοδιού
κοδέσπαινα = νοικοκυρά
κοδεσπαινακά = νοικοκυρεμένα
κοδεσπαινακός = νοικοκυρεμένος
κοδεσπαινάουμαι = ασχολούμαι με τα νοικοκυριά
κοδεσπαινία = νοικοκυροσύνη
κοδέσποινα = νοικοκυρά
κοδεσποινεύκουμαι = κάνω νοικοκυριό
κοδεσποινίτζα = οικοδέσποινα νεαρή
κοδίζω = ψευδίζω
κοδός = ψευδός
κοδώνω = ψευδίζω
κοθάζω = βινώ
κοθεύω = βινώ
κοθίν = η κεφαλή του αραβοσίτου απογυμνωμένη, μεταφ. το αντρικό μόριο
κοιλάδιν = μέλος πεδινό μεταξύ λόφων ή βουνών
κοιλάντρι = οι εσωτερικές άχρηστες ουσίες της κολοκύθας
κοιλάρης = προγάστωρ
κοιλάτες = προγάστωρ
κοιλέας = προγάστωρ
κοιλία = κοιλιά
κοιλιόκοφτος = πατέρας
κοιλιόρφανος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας
κοιλίτζα = κοιλίτσα
κοιλόθρησκος = εκείνος που αρταίνει
κοιλομανίσκομαι = κοιλόπονος
κοιλόπον = κοιλιά
κοιλοπονήτρα = γυναίκα που αισθάνεται πόνους γέννας
κοιλόπονος = κοιλόπονος
κοιλοπονώ = κοιλοπονώ
κοιλορφάνιστος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας
κοιλόρφανος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας
κοιλώνω = κοιλώνω
κοιματίζω = κοιτάζω χαμηλά
κοίμεμαν = κοιμάμαι
κοιμηθίος = κοιμισμένος
κοίμηση = θάνατος
κοιμησίος = ο τρόπος να κοιμάσαι
κοιμητερόπον = μικρό κοιμητήριο
page===16

κοιμητήριν = κοιμητήριο
κοιμίζω = κοιμίζω
κοίμισμαν = κοιμίζω
κοιμιστάρης = υπναράς
κοιμιστέας = υπναράς
κοιμούμαι = κοιμάμαι
κοϊμτζής = χρυσοχόος
κοινός = κοινής
κοινωνία = αγία κοινωνία
κοινώνισμαν = κοινωνώ
κοινωνώ = κοινωνώ
κοιτάμενος = ασθενής
κόκα = κλωστή μονή
κόκι = ρίζα
κοκκαλίνος = οτιδήποτε λεπτό και μακρουλό
κόκκαλον = κόκκαλο
κοκκάμπαρον = αμπάρι
κοκκάς = πλανόδιος πωλητής σίτου με γαϊδουράκι
κοκκένος = σιταρένιος
κοκκιάριν = σιταρένιος
κοκκίν = σίτος
κοκκινάδα = κοκκινάδα
κοκκινάζω = κοκκινίζω
κοκκινάπιν = αχλάδι που έχει υπέρυθρη πλευρά
κοκκινάρα = κρόκος αβγού
κοκκινάχραδον = άγριο αχλάδι κοκκινωπό
κοκκινέας = κόκκινος στην όψη
κοκκινειδάζω = πυρακτώνομαι μέχρι ερυθρότητας
κοκκινειδής = κοκκινωπός
κοκκινίζω = κοκκινίζω
κοκκινοβάζαμο = είδος εδωδίμου μύκητα
κοκκινογούλιν = παντζάρι
κοκκινοκολόγκυθον = είδος κολοκύθας
κοκκινόκολος = κόκκινος στη βάση του
κοκκινομάγουλος = κοκκινομάγουλος
κοκκινομμάτης = εκείνος που έχει κόκκινα μάτια
κοκκινομμάτιν = εκείνος που έχει κόκκινα μάτια
κοκκινόμπορον = βατόμουρο κόκκινο
κοκκινομύτης = εκείνος που έχει κόκκινη μύτη
κοκκινομύτ’κα = περικνημίδες με κόκκινες μύτες
κοκκινοπρόσωπος = κοκκινοπρόσωπος
κόκκινος = κόκκινος
κοκκινοφόρετος = εκείνος που φορεί κόκκινα
κοκκινόφορος = εκείνος που φορεί κόκκινα
κοκκινοχλαμύδα = άνθρωπος υποχονδριακός
κοκκινοχράσκουμαι = αποκτώ κόκκινο χρώμα στο πρόσωπο
κοκκινωπός = κοκκινωπός
κοκκολογίζω = κάνω κοκκολόι
κοκκολόι = η συλλογή των απομεινάντων καρπών στο δέντρο
κοκκυμελέα = ο οσμή του δαμάσκηνου
κοκκυμελένεν = ο παρασκευαζόμενος από δαμάσκηνα
κοκκύμελον = δαμάσκηνο
κοκκυμελόπον = δαμάσκηνο
κοκκυμελοσίρβιν = σούπα καρυκευμένη με δαμάσκηνα
κοκκυτζάουμαι = προσβάλλομαι από κοκίτη
κοκκύτζος = κοκκύτης
κοκνέτζα = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα από τη μέση μέχρι των κνημών
κοκοβάζω = αφαιρώ τον εξωτερικό κάλυμμα του καρυδιού
κοκόβιν = καρύδι του οποίου έχει αφαιρεθεί το εξωτερικό κάλυμμα
κοκοβούτζα = είδος σαύρας
κοκοζλανεύκουμαι = κοκορεύομαι
κοκόνα = οικοκυρά, οικοδέσποινα
κοκονάζω = οχεύω
κοκονίτζα = είδος μύκητα
κόκος = πετεινός
κοκότρεμαν = σκαλίζω με μυτερό όργανο
κοκοτρεύω = σκαλίζω με μυτερό όργανο
κολάγια = εύκολα
κολαγούζης = οδηγός
κολάζω = βασανίζω
κολάι = εύκολο
κολακεία = κολακεία
κολάκεμαν = κολακεία
κολακεύω = κολακεύω
κόλαση = κόλαση
κολαστήρια = κολαστήρια
κολατίζω = κολάζω
κολέας = εκείνος που έχει ογκώδεις γλουτούς
κολέμπαλλον = πανί βρέφους
κολεντζάζω = γίνομαι σαν ξερή μύξα της μύτης, τρέχει από τη μύτη μου μύξα
κολέντζιν = ξερή ακαθαρσία της μύτης
κολίντερον = το απευθυσμένο έντερο
κόλλα = κόλλα
κολλαρίστικος = εκείνος που φοράει κολάρο
κόλληση = μαγιά γιαουρτιού, αποταμιευμένα χρήματα
κολλίζω = κολλώ, συγκολλώ, πήζω το γάλα με μαγιά για να γίνει γιαούρτι, ανάβω, καίω
κολλίκιν = είδος άρτου από φουρνισμένο κέχρινο αλεύρι
κόλλισμαν = συγκόλληση, μαγιά γιαουρτιού
κολλισμονή = καταστροφή
κολλιστέριν = δοχείο όπου πήζει το γάλα σε γιαούρτι
κολλιχτά = κολλητά
κολλιχτός = κολλητός
κόλλυβα = κόλλυβα
κολλυβόζωμο = είδος σιταρόσουπας
κολοβάνα = τα οστά της λεκάνης
κολοβέτζης = άνθρωπος ραδιούργος
κολογκυθάπιν = αχλαδιά με μεγάλα αχλάδια, αχλάδι που έχει γεύση κολοκύθας
κολογκυθαρίζω = επιπλέω ως νεροκολοκύθα
κολογκυθάς = εκείνος που πουλά κολοκύθια
κολογκυθέα = οσμή μαγειρεμένης κολοκύθας
κολογκυθένος = ο παρασκευασμένος από κολοκύθα
κολογκύθιν = κολοκύθα
κολογκυθόδορα = λεπτές φέτες κολοκύθας που ξεραίνονται στον ήλιο
κολογκυθοείλικο = ελικοειδής βλαστός κολοκύθας
κολογκυθοκάτα = γάτα που γεννήθηκε την εποχή που ωριμάζει η κολοκύθα
κολογκυθομάλεζον = είδος σούπας από κολοκύθα
κολογκυθόσπορον = σπόρος κολοκυθιάς
κολογκυθοφάει = φαγητό από κολοκύθα
κολογκυθόφυλλον = φύλλο κολοκυθιάς
κολοδέμιν = πιστιά
κολοθεύω = παρασκευάζω ψωμιά
κολόθιν = καρβέλι
κολοθόπον = καρβελάκι
κολοκαθεσία = ανάπαυση
κολοκάθιν = σκαμνάκι, ουροδοχείο
κολοκαθιώ = λερώνομαι
κολοκάθουμαι = κάθομαι οκλαδόν
κολοκάτζι = σκαμνάκι
κολοκνέσκουμαι = ξύνω τους γλουτούς
κολόλεμαν = αργοπορία
page===17

κολολεύων = αργοπορώ, χασομερώ
κολολόγια = συκοφαντίες
κολομέριν = γλουτός
κολομίντερο = μικρό μιντέρι για να καθόμαστε κατά γης
κολοντέριν = το απευθυσμένο έντερο
κολοξερώ = έχω διάρροια και εμετό
κολοπάτια = γλουτοί
κολοπέτζα = θαλάσσιο πτηνό
κολοπετζέας = διάβροχος, κάθυγρος
κολοπέτζιν = γίνομαι μούσκεμα
κολοπετζώ = είμαι διάβροχος
κολοπίτζα = φυτό υδροχαρές
κολοπούτζα = θαλάσσιο πτηνό
κολόραδο = ο τελευταίος σπόνδυλος της σπονδυλικής στήλης
κόλος = το άκρο του απευθυσμένου εντέρου
κολοσπίξιμον = σφίξιμο στη φυσική ανάγκη, μεταφ. στενοχώρια
κολοσπόγγιν = χαρτί υγείας
κολοσύρω = σύρω κατά γης άκοντα
κολοτάνταλος = είδος παιχνιδιού
κολοτρίφκουμαι = εκεί που κάθομαι τρίβομαι συνεχώς
κολοτρύπιν = ο πρωκτός
κολοφτέριν = το φτερό της ουράς πτηνού
κολοφώλιν = συγγενολόι
κόλπιος = φυλαχτό
κολτούκιν = μασχάλη
κολυβήθρα = κολυμπήθρα
κολυμπετά = κολυμπώντας
κολυμπετής = κολυμβητής
κολύμπιν = κολύμπι
κολυμπώ = κολυμπώ
κολφομάντηλον = μαντήλι τσέπης
κόλφος = στήθος, αγκαλιά
κολώνω = πατώνω
κόμαν = ακόμη
κομάριν = κουμαριά
κομαρόφυλλον = φύλλο κομάρου
κομέσιν = βούβαλος
κόμιν = μάνδρα
κόμμαν = σωρός αλωνισμένων σιτηρών, απόκομμα
κομματάζω = κομματιάζω
κομματάριν = κομματιασμένο
κομμάτιν = κομμάτι
κομματόπον = κομματάκι
κομμενοζώετος = εκείνος του οποίου κόβεται η ζωή
κομμενοήμερος = εκείνος του οποίου είναι να κοπούν οι μέρες
κομμενοκάκκαλος = ευνουχισμένος
κομμενομύτης = εκείνος που έχει κομμένη μύτη
κομμενοτζίκαρος = εκείνος του οποίου είναι κομμένοι οι πνεύμονες
κομμενοτζούρωτος = εκείνος του οποίου είναι να εξαντληθούν τα χρόνια
κομμενοχείλης = εκείνος του έχει κομμένο χείλος
κομμενόχρονος = εκείνος του οποίου είναι να κοπούν τα χρόνια
κομπέσα = ψητά κάστανα
κομποβέλονον = μεγάλη καρφίτσα
κομπογελώ = απαντώ, γελώ
κομπόδεμαν = μιλά ψεύτικα
κόμπος = κόμπος
κομποσκοίνα = κομπολόι
κομπώ = ξεσκονίζω, εξαντλώ
κόμπωμα = απάτη
κομπώνω = απατώ, απατώμαι, γελιέμαι
κομπωτή = ο απατών
κομπωτίζω = κομπώνω, απατώ
κομπωτίτζης = ο απατών
κομψού = γυναίκα ραδιούργα
κονάκιν = ανάκτορο
κοναπίζω = χτυπώ με κόπανο
κόνεμαν = κάνω σταθμός ανάπαυσης ή διανυκτέρευσης
κονεύω = κάνω σταθμός ανάπαυσης ή διανυκτέρευσης
κονίδα = κόνιδα
κονιδάζω = γεμίζω κόνιδες
κονιδάριν = εκείνος που είναι γεμάτος από κόνιδες
κονιδέας = ο πλήρης από κόνιδες
κονιδίασμαν = γεμίζω κόνιδες
κονίδιν = κόνιδα
κονοτσίλι = το άχυρο του λιναριού
κονούσεμαν = ομιλώ, συνομιλώ
κονουσεύω = ομιλώ, συνομιλώ
κοντά = κοντά
κοντακέα = χτύπημα με υποκόπανο όπλου
κοντακιάζω = σπαργανώνω, φασκιώνω
κοντακιανός = λίγο κοντός στο ανάστημα
κοντάκιασμαν = σπαργάνωμα, φάσκιωμα
κοντάκιν = φασκιωμένο βρέφος
κοντάνα = κοντά
κονταράς = εκείνος που βαστά κοντάρι
κονταργεύω = λίγο αργώ
κονταργώ = αργώ, καθυστερώ
κονταρέα = κτύπημα με κοντάρι
κοντάριν = κοντός, κοντάρι
κονταροδάχτυλος = εκείνος που έχει μικρά δάχτυλα
κοντάτζικας = κοντά
κοντένω = κονταίνω
κόντες = τα περισσεύματα του στήμονος στο αργαλειό
κοντέσιν = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα που φτάνει μέχρι τη μέση
κοντεύω = κοντεύω
κοντζέλιν = μίσχος καρπού, καυλός φυτού
κόντζιν = κριάρι
κοντζολόζοι = δαίμονες που βγαίνουν κάτω από τη γη το δωδεκαήμερο της παραμονής των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια
κοντίκος = κοντός
κοντίτζικος = κοντούλης
κοντογλώσσι = ο σταφυλίτης του φάρυγγα
κοντογούλης = εκείνος που έχει κοντό λαιμό
κοντογούνιν = ένδυμα εξωτερικό με υπένδυμα γούνας
κοντοζύγωνον = κοντός ζυγός
κοντοζώετος = εκείνος που είναι να ζήσει λίγα χρόνια
κοντοήμερος = εκείνος που είναι να ζήσει λίγες μέρες
κοντοκάλαμον = μεταξύ κνήμης και κάλτσας
κοντοκάμισος = εκείνος που φοράει κοντό πουκάμισο
κοντολαβίτζης = είδος κερασιού με κοντό μίσχο
κοντολασέα = σύντομος περίπατος
κοντολογής = με λίγα λόγια, εν συντομία
κοντόπαχος = κοντός και παχύς
κοντοπιάνω = αργώ στην εκτέλεση έργου
κοντοπίθαρος = κοντός και προγάστωρ
κοντοπλεύριν = η τελευταία νόθος πλευρά του ανθρώπινου θώρακα
κοντοπόδαρος = εκείνος που έχει κοντά πόδια
κοντορράμμιν = κοντό νήμα
κοντόρταρον = κοντή κάλτσα
κόντος = η ιδιότητα του κοντού
κοντός = κοντός
page===18

κοντόσιν = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα που φτάνει ως τη μέση
κοντοσκάλικον = σώβρακο που έχει κοντή σκάλα
κοντοσοσονίζω = κοντανασαίνω, λαχανιάζω
κοντοσοσόνισμαν = λαχάνιασμα
κοντοστέκω = στην πορεία σταματώ
κοντουρεύω = φιλοξενώ
κοντούτζικος = κοντούλικος
κοντοφτάνω = πλησιάζω
κοντοφώσης = εκείνος που έχει κοντή όραση, μύωψ
κοντόχρονος = εκείνος που είναι λίγα τα χρόνια του
κοντράτον = συμβόλαιο, συμφωνητικό
κοντυλέα = η ικανότητα το να γράφεις και να συντάσσεις
κοντυλησία = σωματική κόπωση
κοντυλιδάζω = κόβω κορμό δένδρου σε κοντυλίδια
κοντυλίδιν = κυλινδρικό τεμάχιο από κορμό δέντρου ψηλό και ευθυτενές, πεύκο ή έλατο
κοντύλιν = στυλός
κοντυλισμός = σωματική κόπωση
κοντυλομάχαιρον = μαχαίρι που χρησιμοποιείται για επεξεργασία γραφικού καλάμου
κοντυλόπον = στυλό
κοντυλώ = κουράζομαι
κόντυμαν = κονταίνω
κοντύνω = κονταίνω
κονώνω = αδειάζω από την κατσαρόλα στα πιάτα
κονωτού = δημητριακοί καρποί που είναι τοποθετημένα χύμα κάτω
κόξα = μηρός
κοπάδιν = κοπάδι
κοπαλέα = χτύπημα με κόπανο
κοπαλέα = χτύπημα με κόπανο
κοπαλίζω = χτυπώ με κόπανο
κοπάλιν = κόπανος
κοπαλίτα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος
κοπαλίτρα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος
κοπαλίχτρα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος
κοπαλόπον = κόπανος
κοπάλωμαν = γίνομαι κόπανος
κοπαλώνω = γίνομαι κόπανος
κοπανέα = χτύπημα με κόπανο
κοπάνιν = κόπανος
κοπάνισμαν = κοπάνισμα
κοπανιστός = κοπανιστός
κοπανίστρα = ύψωμα λίθων επί του οποίου κοπανίζουν το λινάρι
κόπανος = κόπανος
κοπελάζω = γεννώ νόθο τέκνο
κοπέλιν = νόθο παιδί
κοπελού = εκείνη που γεννά νόθο παιδί
κοπή = τομή
κοπιάζω = κοπιάζω
κοπιδάζω = κάνω εγκοπή, σχισμή
κοπιδέα = ίχνος τομής
κοπίδιν = σχισμή, εγκοπή
κοπιδώνω = κάνω εγκοπή, σχισμή
κόπος = κόπος
κοπούκι = αφρός φαγητού ή καφέ
κοπρέα = δυσοσμία κόπρου
κοπρέας = υβριστικός, ευτελής, ουτιδανός
κοπρερόν = το απευθυσμένο έντερο
κοπρέτα = κοπροθήκη
κοπρίδι = κοπριά για λίπασμα
κοπριδώνω = λιπαίνω με κοπριά
κόπρισμα(ν) = κοπριά
κοπρίφταρον = φτυάρι μεταφοράς κοπριάς
κοπροθέκα = μέρος όπου αποτίθεται η κοπριά
κοπροθέσιν = μέρος όπου αποτίθεται η κοπριά
κοπροκάλαθον = καλάθι για μεταφορά κοπριάς
κοπρομούμουλον = έντομο που μαζεύει κοπριά
κόπρος = κοπριά
κοπροσκώλεκον = σκουλήκι που γεννιέται στην κοπριά
κοπρόστομος = αισχρολόγος, υβριστής
κοπροφάας = κοπροφάγος, εκείνος που δεν κάνει σωστές δουλειές
κοπροφαΐα = το να τρώει κανείς κοπριά, πράξη αισχρή
κοπρώνας = μέρος όπου τοποθετούν κοπριά
κοπρώνω = λερώνω με κοπριά
κοπτέλι = στερνοπαίδι
κόρ(η) = κόρη, κόρη οφθαλμού, κούκλα
κόρακας = κόρακας
κορακίδιν = κρόταλο της θύρας
κοράκιν = κρόταλο της θύρας
κορακοθεία = γυναίκα ανόητη
κορακοκλείδι = κρόταλο της θύρας
κορακοφάετος = εκείνος που τρώει κοράκια
κοράκωμαν = κλείνω τη θύρα με κοράκιν
κορακώνω = κλείνω τη θύρα με κοράκιν
κορακωτήρι = κλείνω τη θύρα με κοράκιν
κορασέα = κόρη
κορασίτα = φυτό που χρησιμοποιείται για βαφή αυγών
κοράσον = κόρη
κοραστάριν = μεγάλο πριόνι με το οποίο σχίζουν τα σανίδια
κόρδα = χορδή
κορδόμια = λεπροί κρουνοί βροχής που τρέχουν από τη στέγη σαν χορδές
κορδυλάζω = κομπιάζω
κορδυλάριν = γεμάτο κόμπους
κορδυλάσιμον = κόμπιασμα
κορδύλασμαν = κόμπιασμα
κορδυλέα = κόμπος
κορδύλη = κόμπος, δεσμός, μπόγος
κορδυλιάρικο = γεμάτο με κόμπους
κορδυλίασμαν = κόμπιασμα
κορδύλιν = κόμπος, θηλιά, κομπόδεμα
κορδύλωμα(ν) = κομπιάζω
κορδυλώνω = κομπιάζω
κόρης = τυφλός
κοριδάζω = μου γεννιούνται κοριοί
κορίδιν = κοριός
κορίτζα = κορούλα
κοριτζακός = κοριτσίστικος
κοριτζάλα = κόρη εύσωμη και ευπρόσωπη
κοριτζάς = εκείνος που παίζει με κοριτσίστικα
κορίτζιν = κόρη
κοριτζίτζα = κοριτσάκι, κορούλα
κοριτζόντας = κατά την κοριτσίστικη ηλικία
κοριτζόπουλλον = κοριτσόπουλο, κοριτσάκι
κοριτζότα = η κοριτσίστικη ηλικία
κορίτιν = κατσικάκι
κοριτόπον = κατσικάκι
κορκέας = κουρελής
κορκέλλα = ράκη, κουρέλια
κορκελλάζω = κουρελιάζω
κορκιάνο = κουρελού
κόρκιν = ράκος, κουρέλι
κορκόντειλος = κροκόδειλος
page===19

κορκοτάζω = κόβω και γίνομαι σαν τα κορκότα
κορκοτάς = εκείνος που πουλά κορκότα
κορκοτεύω = παρασκευάζω κορκότα
κορκότης = χονδραλεσμένο σιτάρι
κορκοτικά = είδη κορκότων
κορκότιν = ξεφλουδισμένο και χονδραλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι
κορκοτίτζης = μικρός σε ηλικία που αναμειγνύεται σε υποθέσεις μεγάλων
κορκοτίτζιν = λίγη ποσότητα κορκοτιού
κορκότον = ξεφλουδισμένο και χονδραλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι
κορκοτόπον = λίγη ποσότητα κορκοτιού
κορκοτοσίρβιν = σούπα από κορκότα
κορμί(ν) = κορμί
κορμόπανο = κορμός πουκαμίσου
κορμός = κορμός
κορνίτζα = κορνίζα
κορνοφώλη = φωλιά κορώνας
κορό = τρυφερό
κόρογκα = είδος ροβής
κοροϊδεύομαι = κοροϊδεύομαι
κορόιδο = κορόιδο
κοροκύθι = στυπείο λιναριού
κορόμηλον = κορόμηλο
κόρος = κατάλληλη υγρασία για σπορά
κορουκτζής = δασοφύλακας
κορούμι = καπνιά της καπνοδόχου
κόρτζα = γωνία εσωτερική
κορτζίδιν = μικρό κούτσουρο που χρησιμοποιείται ως κάθισμα
κορτίστιν = νερή γίδα που γεννά μόλις μπει στο δεύτερο έτος της ηλικίας της
κορτσέφιν = η κορυφή της κεφαλής
κορτσίλιν = είδος ψαριού βατραχοειδούς
κορυφώνω = βλαστάνω
κορφά = κορυφή
κορφάδιν = αποκομμένη κορυφή δέντρου
κορφή = κορυφή
κορφίτζα = κορυφή
κορφοβούνιν = κορυφή βουνού
κόρφος = στήθος, αγκαλιά
κορώνα = κοράκι
κορώνα = κορώνα
κορωνάζω = μαυροφορώ
κορωνέα = τζιτζιφιά
κορωνέας = μαύρος σαν το κόρακα, μεταφ. δυστυχής
κορωνίδιν = ρόπτρο θύρας
κορωνίτζος = δυστυχής, κακομοίρης
κορωνοφώλι = μιναρές τουρκικού τεμένους
κορώνω = τυφλώνω
κορ’τζοπούλλα = κούκλα
κορ’τζοπουλλέσιν = αυτό που ανήκει στην κόρη
κορ’τζοτζίμιδος = εκείνος που έχει νου όσο ένα κορίτσι δηλ. λίγο
κόσα = είδος αρωματικού φυτού
κόσα = είδος δρεπάνου
κοσάρα = κότα
κοσέα = τραγίλα
κοσές = σπανός
κοσκινάς = ο κατασκευαστής κοσκίνων
κοσκινέα = ποσότητα όση χωράει το κόσκινο
κοσκίνιγμαν = κοσκινίζω
κοσκινίζω = κοσκινίζω
κοσκίνιν = κόσκινο
κοσκίνισμαν = κοσκινίζω
κόσκινον = κόσκινο
κοσκοβόρα = γυναίκα ευτελής, περιφρονημένη
κοσμικός = κοσμικός
κόσμινη = κόσμος
κοσμίτες = κοσμικός
κοσμογιατρεμένος = εκείνος που θεραπεύει τους πάντες
κοσμογιάτρευτος = εκείνος που θεραπεύει τους πάντες
κοσμογυρισμένος = κοσμογυρισμένος
κοσμογύριστος = κοσμογυριστής
κοσμοδαβασία = καταστροφή, όλεθρος
κοσμοδεβάζω = γεγονός δυσάρεστο μεγαλοποιώ σε υπέρτατο βαθμό
κοσμοδόνα = πολλά δώρα όσα έχει όλος ο κόσμος
κοσμοκράτορας = κοσμοκράτορας
κόσμος = κόσμος
κόσος = τράγος
κοσσάρα = όρνιθα
κοσσαράζω = ανατριχιάζω
κοσσάριν = όρνιθα
κοσσαρίτζα = όρνιθα
κοσσαροκλέφτες = κλέφτης ορνίθων
κοσσαρόπον = όρνιθα
κοσσαροπούλλιν = κοτοπουλάκια
κοσσαροφάγεια = τρόφιμα παρασκευασμένα από κότα
κοσσαρόφτειρα = κοτόψειρα
κοσσού = κλώσα
κοσσύφης = κότσυφας
κοσσύφι = κότσυφας
κοστελάζω = κοτσάνι που μεγαλώνει
κοστέλιν = κοτσάνι
κοστελώνω = κοτσάνι που μεγαλώνει
κοστούρεμαν = ελαύνω τάχιστα
κοστουρεύω = ελαύνω τάχιστα
κοστραμπέλα = είδος πτηνού με στήθος υπέρυθρο
κοσώνω = παραγηράσκω
κοτάζω = μετρώ σιτηρά με κότιν
κοταμπέλα = είδος πτηνού με στήθος υπέρυθρο
κοτέα = ποσότητα όση χωράει το κότιν
κοτέλ(ιν) = μεγάλο τεμάχιο άρτου
κοτεράζω = δίνω σε κάποιον μεγάλο κομμάτι ψωμιού
κοτερέα = μεγάλο τεμάχιο άρτου
κοτερέας = εκείνος που καταβροχθίζει μεγάλο κομμάτι ψωμιού, ζητιάνος
κοτέριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου
κοτζά = κουτσαίνοντας
κοτζαγκέλιν = γαμήλιος χορός, ραφή ελικοειδής
κοτζαγκελωτός = ελικοειδής
κοτζακιάζω = εμβολιάζω με δαμαλίδα, αρραβωνιάζω, κουμπώνω
κοτζάκιασμαν = δαμαλισμός, αρραβωνιάζω, κουμπώνω
κοτζάκιν = δαμαλίδα, κουμπί, μπουμπούκι
κοτζακώνω = εμβολιάζω με δαμαλίδα, κουμπώνω
κοτζαλέα = παιδιά που στριφογυρίζουν στη μία φτέρνα
κοτζαμάνος = γέρος, σύζυγος
κοτζάνιφτος = εκείνος που δεν νίφτηκε καλά
κοτζέας = χωλός, κουτσός
κοτζέας = πετεινός
κότζι = κουτσαίνοντας
κοτζίζω = κουτσαίνω
κότζιν = φτέρνα
κότζιν = κριάρι
κότζισμαν = κούτσαμα
κοτζίτζα = κρεατοελιά
page===20

κοτζίφταρον = παλιό φτυάρι
κοτζιχτά = κουτσαίνοντας
κοτζιχτό = παιχνίδι κουτσό
κοτζοδάχτυλον = ωτίτης
κοτζοδούλιν = μικροδουλειά της οικίας
κοτζοδρόμιν = μονοπάτι
κοτζοκέριν = υπολείμματα κεριού, τσιγάρου
κοτζοκεφαλίζω = αποκεφαλίζω
κοτζοκέφαλος = εκείνος που λέει πράγματα αστεία
κοτζοκορφίζω = αποκόβω την κεφαλή φυτού
κοτζολάβικον = σπασμένη λαβή
κοτζολάμνιν = μαχαίρι παλαιωμένο
κοτζολάμπιν = μικρή λάμπα πετρελαίου χωρίς γυαλί
κοτζολεύκιν = θαμνώδες δενδρύλλιο άγριας λεύκης
κοτζονέστιν = η νηστεία της Τετάρτης και τη Παρασκευής
κοτζονόμηλον = αγριόμηλο ξινό
κοτζοπάνιν = μικρό κομμάτι από πανί
κοτζοπανίουμαι = κλαίω κοπανώντας κάτω
κοτζοπάριν = νόμισμα ελάχιστης αξίας
κοτζοπάτεμαν = στραβοπατώ
κοτζοπατώ = στραβοπατώ
κοτζοπέτεινος = κουτσός πετεινός
κοτζοπίνακον = πινάκιο φθαρμένο
κοτζοπλύνω = μισοπλύνω
κοτζοπλύσιν = λίγα ρούχα για πλύσιμο
κοτζορρύμιν = ρυάκι με λίγο νερό
κοτζός = κουτσός
κοτζοτζίγαρον = αποτσίγαρο
κοτζοχερίουμαι = γίνομαι κουτσός ως προς τα χέρια
κοτζοχώριν = μικρό χωριό
κοτζύφης = κόσσυφας
κοτζώνω = κουτσαίνω
κοτικέα = ποσότητα όση χωράει το κοτίκιν
κοτίκιν = ξύλινη κάσα που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταφοράς
κότιν = μόδιον
κοτκοτάνος = έθιμο να τσουγκρίζουν αβγά την δεύτερη μέρα του Πάσχα από την ανάποδη
κοτοβός = ανόητος, βλάκας
κοτοκέφαλος = χονδροκέφαλος
κοτονίζω = σκοτώνω
κοτόριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου
κοτόσιν = καρποφόρο στέλεχος αραβοσίτου, γουλί κράμβης
κοτοσώνω = γίνομαι σαν κούτσουρο, αποβλακώνομαι
κότρος = λίθος στρογγυλός
κότσεμαν = μετανάστευση
κοτσεύω = μεταναστεύω
κοττακίδα = μικρή κότα
κοττοβός = ανόητος, βλάκας
κοττοβώνω = αποβλακώνομαι
κόττος = πετεινός, πετεινόμυαλος
κοτύλη = σβέρκος
κοτύλιν = λακκάκι, ιστός υφαντουργικός
κουβάλεμαν = κουβάλημα
κουβαλετός = ο μεταφερόμενος
κούβαλος = εκείνος που κουβαλάει τα τρόφιμα του σπιτιού του
κουβαλώ = κουβαλώ
κουβαράζω = κουβαριάζω
κουβαρίαγμαν = κουβαριάζω
κουβάριν = κουβάρι
κουβαρίτζα = κουβάρι
κουβαρόπ’λλον = κουβαράκι
κουβεντιάζω = κουβεντιάζω
κουβέτιν = δύναμη σωματική, ρώμη
κουβετλής = ισχυρός, ρωμαλέος
κουδίζω = πτηνό που τρώει, μεταφ. διαπληκτίζομαι
κούδισμαν = πτηνό που τρώει, μεταφ. διαπληκτίζομαι
κουδίχτας = εριστικός, φιλόνικος
κουδούκα = είδος εδέσματος
κουδουκέα = πλήγμα ράμφους πτηνού, ίχνος πλήγματος ράμφους πτηνού
κουδουκιάζω = πλήττω, χτυπώ με ράμφος
κουδουκίζω = τρώω με ράμφος
κουδούκιν = ράμφος, θηλή
κουδούκισμαν = τρώω με ράμφος
κουδουκοφάγειν = είδος εδέσματος
κουδουχτεράς = δρυοκολάπτης
κούζεμαν = αγανακτώ, οργίζομαι
κουζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι
κουζί = αρνί
κουζούμιν = έδεσμα εκλεκτό
κούζω = φωνάζω, λαλώ
κουθκουτάνος = δρυοκολάπτης
κουθούριν = κεφαλή αραβοσίτου απογυμνωμένη
κουθουροφάγας = εκείνος που τρώει κουκούρια
κουΐζω = λαλώ, φωνάζω
κουϊμτζής = χρυσοχόος
κουΐν = λάκκος, όρυγμα
κουϊσμός = κραυγή θρηνώδης
κουϊστέας = εκείνος που φωνάζει
κουκάρα = εργαλείο σιδηρούν κυρτό στην άκρη
κουκάριν = εργαλείο σιδηρούν κυρτό στην άκρη
κουκαρίνα = μυθικό πτηνό
κουκαρλίν = εκείνο που έχει άκρο αγκιστρωτό
κουκαρώνω = λυγίζω στην άκρη για να γίνει σαν άγκιστρο, κυρτώνομαι
κουκαρωτός = αγκιστροειδής
κουκκουδάρης = εκείνος που έχει πολλούς πυρήνες
κουκκούδιν = πυρήνας καρπού, σπυρί, έκθυμα δερματικό
κουκκουδιστής = χιόνι το οποίο πίπτει κατά μικρούς κόκκους
κουκκουδίτα = φυτό άγριο με σκληρούς σπόρους
κουκκούτζα = μικρό και σκληρό έκθυμα χειρός
κουκκουτζάζω = καρπός που έχει πυρήνα, άνθρωπος φέρει σπυράκια
κουκκούτζιν = κουκούτσι, χαλάζι, μπουμπούκι
κουκκούτζωμαν = μπουμπουκιάζω
κουκκουτζώνω = μπουμπουκιάζω
κουκλώνω = κάθομαι οκλαδόν
κουκολάλετος = εκεί που μόνο οι κούκοι λαλούν, έρημος
κούκος = κούκος
κούκουβα = οκλαδόν
κουκουβάγια = κουκουβάγια
κουκουβάζω = κάθομαι οκλαδόν
κουκουβάκα = μανιτάρι, παιχνίδι παιδικό
κουκουβακώ = αφρίζω
κούκουδας = κούκος, δρυοκολάπτης, κουκουβάγια
κουκουδόφυλλον = χόρτο πλατύφυλλο χρήσιμο ως τροφή ζώων
κουκούλα = κουκούλα
κουκουλάτες = κουκουλωμένος
κουκουλέας = κουκουλωμένος
κουκουλέτος = ανδρικό κάλυμμα της κεφαλής με λοφίο προς τα άνω
κουκουλήσα = ανδρικό κάλυμμα της κεφαλής με λοφίο προς τα άνω
κουκούλιν = κουκούλα, κουκούλι μεταξοσκώληκα
κουκουλίν = πτηνό με λοφίο στο κεφάλι
κουκουλίνα = φυτό φουντωτό
page===21

κουκουλομμάτης = εκείνος που έχει μάτια με φουσκωμένα βλέφαρα
κουκουλόπον = μικρή κουκούλα
κουκουλόφυλλον = φυτό με φύλλωμα φουντωτό
κουκούλωμαν = κουκουλώνω
κουκουλώνω = κουκουλώνω
κουκουλωτέριν = γυναικείος κεφαλόδεσμος
κουκουμέα = ποσότητα όση χωράει το κουκούμιν
κουκουμέλα = ωραία γυναίκα
κουκουμίζω = ξεχειλίζει το κουκούμιν, περιβρέχομαι αφθόνως
κουκούμιν = χάλκινη στάμνα που χρησιμοποιείται για ζέσταμα νερού
κουκουμόπον = μικρή χάλκινη στάμνα
κουκουνίζω = χρεμετίζω, κλαίω
κουκούνισμαν = χρεμετίζω, κλαίω
κούκουρα = σκυφτά
κουκουρίκος = πετεινός
κούκουρος = σπίνος
κούκουρος = κυφός, καμπούρης, εσχατόγηρος
κουκούρωμαν = καμπουριάζω, μεταφ. συννεφιάζω
κουκουρώνω = καμπουριάζω, μεταφ. συννεφιάζω
κουκουρωτός = λίγο σκυφτός
κουκουτζάς = κοκίτης, ισχυρός και παρατεταμένος βήχας
κούλα = εντόσθια ψαριών
κουλακεύω = κολακεύω
κουλάκια = τρίχες κεφαλής
κουλάντζιν = περίττωμα αιγοπροβάτου
κουλαπτάνιν = σιρίτι
κουλάριν = κουτάλι
κουλία = εδέσματα
κουλία = προβατίνα ή γίδα χωρίς κέρατα, κεφάλι χωρίς τρίχες
κούλιγμαν = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών
κουλίδιν = το αποκομμένο κεφάλι μικρού ψαριού
κουλίζω = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών
κούλικον = ζώο χωρίς κέρατα
κούλισμαν = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών
κουλίτζιν = ξίφος, σπαθί
κουλκάντζιν = φλάσκα, νεροκολοκύθα
κουλλυράζω = αιγοπρόβατο που αφοδεύει
κουλλύριν = ψωμί καλαμποκίσιο
κουλουκεύω = σκύλα που γεννά
κουλούκι = νεογνό σκύλας, είδος πασχαλιάτικης κουλούρας
κουλώνω = αμβλύνομαι
κουμάγια = εφοδιασμός τροφίμων
κουμαντά = διαταγή, διοίκηση
κουμαντάρης = ο διευθύνων, οι διοικών
κουμαντάριγμαν = διευθύνω, διοικώ
κουμανταρίζω = διευθύνω, διοικώ
κουμάσιν = ύφασμα μεταξωτό
κουμμαντζούρι = μεγάλο κομμάτι άρτου
κουμνί = πιθαράκι
κουμουλάδα = σωρός πραγμάτων
κουμουλάεμαν = συγκέντρωση
κουμουλαεύω = συγκεντρώνομαι
κουμουλάζω = συσσωρεύω, συγκεντρώνω
κουμουλάπιν = αχλάδι πράσινο μετρίου μεγέθου
κουμουλασέα = σωρός πραγμάτων
κουμουλαστά = συσσωρευμένα, συμμαζεμένα
κουμουλαστέριν = όργανο με το οποίο μαζεύουν σε σωρό τα αλωνισμένα στάχυα
κουμουλαστός = συσσωρευμένος
κουμουλίαγμαν = συσσωρεύω, συγκεντρώνω
κουμούλιν = σωρός
κουμουλόπον = μικρός σωρός, ο αστερισμός της πλειάδος
κούμουλος = κούμουλος
κουμούλωμαν = υπερπληρώνω δοχείο και παραπάνω από τα χείλη
κουμουλώνω = υπερπληρώνω δοχείο και παραπάνω από τα χείλη
κουμούσιν = μπουμπούκι, κώνος ελάτης, ο εχίνος του κάστανου
κουμπάζω = κουμπώνω, θηλυκώνω
κουμπαρολάλεμαν = ειδική πρόσκληση κουμπάρου στο γάμο
κουμπάρος = κουμπάρος
κουμπαρωσύνα = η σχέση του κουμπάρου προς τους στεφανωμένους
κουμπαστός = κουμπωτός
κουμπί(ν) = κουμπί
κουμπίασμαν = κούμπωμα
κουμπίζω = ακουμπώ
κουμπίτα = είδος χόρτου του οποίου το στέλεχος έχει πολλούς κόμβους
κουμπίτζα = είδος εντόμου το οποίο συστέλλεται σε σχήμα κόμβου
κουμπίτζιν = κουμπί
κουμποβέλονον = μεγάλη καρφίτσα
κουμποσπάλερον = μεταξωτό επιστήθιο νύφης
κουμπουρεύω = δέρνω, γρονθοκοπώ
κούμπωμαν = κουμπώνω
κουμπώνω = απατώ, απατώμαι, γελιέμαι
κουμώνω = κουμπώνω, θηλυκώνω
κουνανέα = αιώρα
κουνανίζω = αιωρούμαι
κουνάπιν = σπάγγος
κουνέμπαλλον = πανί της κούνιας
κουνέσιν = ο ανήκων εις της κούνια
κουνί(ν) = κούνια, λίκνο
κούνιγμαν = λικνίζω, κινούμαι
κουνίζω = λικνίζω, κινούμαι
κούνισμαν = λικνίζω, κινούμαι
κουνιστάς = εκείνος που κουνίζει, λικνίζει
κουνιχτά = λικνίζοντας
κουνοδέμιν = το δέμα της κούνιας
κουνοκόλιν = η άκρα της κούνιας
κουνοπαίδιν = βρέφος, μικρό παιδί
κουνοσκέπαγμαν = κάλυμμα κούνιας
κουνούπα = κουνούπι
κουνούπιν = κουνούπι
κουντά = κοντά
κουντάνα = κοντά, πλησίον
κουντάριν = ακαλήφη, τσουκνίδα
κούντεμαν = ωθώ, σπρώχνω
κουντετά = σπρώχνοντας
κουντετής = εκείνος που σπρώχνει
κουντζέλλιν = μίσχος καρπών και φύλλων
κούντζι = κριάρι
κουντζίζω = σπω, τσακίζω
κουντζίν = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως
κουντζόπον = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως
κούντημαν = ωθώ, σπρώχνω, παροτρύνω
κούντι = τεμάχιο ζύμης ανοιγμένο σε φύλλο
κούντικα = είδος φασολιών
κουντουλάκι = βώλος
κουντούπας = άνθρωπος κοντός, πετεινός χωρίς ουρά
κουντούρα = είδος υποδήματος
Κούντουρος = Φεβρουάριος
κουντώ = ωθώ, σπρώχνω, παροτρύνω, παρορμώ
κούπα = μπρούμυτα
κουπανίζω = κοπανίζω
page===22

κουπάνιν = κόπανος
κουπανίστρα = ύψωμα λίθων επί των οποίων κοπανίζουν το λινάρι
κούπανος = κόπανος
κουπέ = τρούλος, θόλος
κούπιγμαν = αντιστρέφω, βάζω μπρούμυτα, ξοδεύω αφειδώς
κουπίζω = αντιστρέφω, βάζω μπρούμυτα, ξοδεύω αφειδώς
κουπίκα = καμπούρα
κουπιστέριν = ο ευκτήριος οίκος των Μουσουλμάνων
κουπιχτά = σκύβοντας
κουπιχτής = μουσουλμάνος στο θρήσκευμα
κουράζω = σπω πράγματα στη μέση, σχίζω, κάμπτομαι, λυγίζομαι, αποκάμνω
κουράκιν = κρόταλο της θύρας
κουρακώνω = κλείνω τη θύρα με κοράκιν
κούρασμαν = κουρά ζώου, περικοπή των άκρων πράγματος, κλάδεμα
κουραστάριν = μεγάλο πριόνι με το οποίο σχίζουν σανίδια
κούρβα = πόρνη
κούρεμα(ν) = κουρά ζώου, περικοπή των άκρων πράγματος, κλάδεμα
κούρεμα(ν) = χορδισμός, έναρξη μουσικού σκοπού, επισκευή
κουρεύω = κουρεύω, κλαδεύω
κουρεύω = χορδίζω, κουρδίζω, αρχίζω μουσικό σκοπό, στήνω, επισκευάζω, τοποθετώ
κουρίζα = κλώσα
κουρίκιν = πώλος όνου
κουρικόπον = πώλος όνου
κουρίν = κούτσουρο
κουρίνα = θήλυ νεογνού όνου
κουρκουβάντζιν = κόπρος αιγοπροβάτων, βερβελιά, θάμνος που παράγει καρπό όμοιο με βερβελιά
κουρκουλίτζα = είδος φυτού
κουρκουντέλιν = φόρεμα καταρρακωμένο
κουρκούρι = φάρυγγας
κουρμούτζι = ξεροκόμματο άρτου
κούρνα = γούρνα
κουρνάζης = γλίσχρος, φειδωλός
κουρνία = κρήνη, βρύση
κουρνόν = υγρό διυλισμένο, διαυγές, καθαρό
κούρνος = γούρνα
κουρνόφορος = νεροχύτης
κουρομάνικος = ρακένδυτος, κουρελής
κουρόπον = κούτσουρο
κούρος = υιός
κουρούζα = ρίζα δέντρου κατάλληλη για καύσιμη ύλη
κουρουλεύκουμαι = κομπάζω, υπερηφανεύομαι
κουρούλλιν = ψωμί καλαμποκίσιο
κουρουμπάζω = μπουμπουκιάζω
κουρούμπιν = μπουμπούκι
κουρουμπώνω = μπουμπουκιάζω
κουρουπίζω = αποκόβω τις κορυφές φυτών
κουρουσπάνιν = χοντρό κούτσουρο, μεταφ. παιδί παχουλό
κουρπανίζω = παρακαλώ, θυσιάζομαι
κουρπάνιν = θυσία, θύμα
κουρσάρος = ληστής
κουρσεύω = κυριεύω και λεηλατώ, αιχμαλωτίζω, οδεύω, οδοιπορώ
κουρσίν = κρόσσια, φούντα γυναικείας ζώνης, φούντα φεσιού, χρυσοειδές κόσμημα καλύμματος γυναικείας στολής
κούρσος = επιδρομή
κούρτα = γουλιά, ελαχίστη ποσότητα πράγματος
κουρτάρεμαν = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω
κουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω
κουρταρομονή = απελευθέρωση, απαλλαγή, σωτηρία
κούρτεμαν = καταπίνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι
κουρτζανίζω = τρίζω
κουρτζουμέλης = αμελής, νωθρός
κούρτη = ο οισοφάγος, καταπινάρι
κούρτι = ο λάρυγγας
κουρτίτζα = ελαχίστη ποσότητα
κουρτίχτρα = ο σταφυλίτης του φάρυγγα
κουρτσάκι = ο φάρυγγας
κουρτσέα = κατάποσης
κουρτώ = καταπίνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι
κουρτώνω = κυρτώνομαι, καμπουριάζω
κούρφα = εγκώμιο, έπαινος
κουρφέας = ο αυτοεπαινούμενος, καυχησιάρης
κούρφεμαν = επαινώ, εγκωμιάζω
κουρφεύω = επαινώ, εγκωμιάζω
κουρφία = έπαινος, καύχηση
κούρφιγμαν = επαινώ, εγκωμιάζω
κουρφίζω = επαινώ, εγκωμιάζω, καυχησιολογώ
κούρφισμαν = επαινώ, εγκωμιάζω, καυχησιολογώ
κουρφιτζέας = καυχησιάρης
κουσιάτα = πίθος στενόστομος με δύο λαβές
κουσκανέας = ζηλότυπος, φθονερός
κουσκανεύκουμαι = ζηλεύω, φθονώ
κουσκανία = ζήλεια, φθόνος
κουσκαντζαρία = ζηλότυπη, φθονερή
κουσκαντζέας = ζηλότυπος, φθονερός
κουσκουράζω = παρασκευάζω κουσκούρια, χοντροφτιάχνω
κουσκουρέα = οσμή του κουσκουριού
κουσκούριν = πλινθοποιημένη ξηρή κοπριά βοδιών που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, μεταφ. ψωμί σκληρό
κουσκουρώνω = ψωρί που σκληρύνεται
κουσκουτάνα = αγριόχορτο που φέρει υπόγειο βολβό εδώδιμο αλλά και δηλητηριώδη σε μεγάλη ποσότητα
κουσκουτάνιν = χόρτο άγριο
κουσούριν = ελάττωμα σωματικό, ηθικό και τεχνικό, έλλειψη, παράλειψη
κουσπίδιν = το κατώτατο άκρο της σπονδυλικής στήλης
κουσπίν = οι στροφείς της θύρας
κουσπίτα = αγριόχορτο με υπόξινη γεύση
κουστάζω = κάνω βώλους από χιόνι, σβολιάζω
κουστάριν = φαγητό που έχει σβολιάσει
κούστιν = βώλος ζύμης, πηλού κτλ.
κουστίτζης = στρουμπουλός σαν βώλος
κουστράχιν = θηλυκό άλογο, φοράδα
κουστώνω = σβολιάζω
κουταβάζω = σκύλα που γεννά
κουτάβιν = κουτάβι
κουταβόπον = κουταβάκι
κουταλάζω = τρώω με την κουτάλα από την χύτρα
κουταλέα = ποσότητα όση χωράει η κουτάλα
κουταλέας = πειναλέος
κουταλήτρα = το βατραχάκι γυρίνος
κουταλίζω = τρώω με την κουτάλα από την χύτρα
κουτάλιν = κουτάλι
κουταλίτζης = κουτάλα
κουτέα = ποσότητα όση χωράει ένα κουτίν
κουτεύω = θωπεύω
κούτζα = μικρό και σκληρό έκθυμα χειρός
κουτζάκι = δαμαλίδα, κουμπί, μπουμπούκι
κουτζή = κόρη, νεαρή
κουτζίδιν = κόρη, νεαρή
κουτζίκης = αγόρι, νεαρός
κουτζίκιν = μικρούλης
κουτζικόπον = μικρούλης
κουτζιρίνα = μαρίδα
κουτζκουτζία = όρνιθα
page===23

κουτζός = κουτσός
κουτζουγουλίζω = αποκεφαλίζω
κουτζουγούλισμαν = αποκεφαλίζω
κουτζουκιάζω = γαργαλίζω
κούτζουκλος = υπερπλήρης, παραγεμισμένος
κουτζούκλωμαν = παραγεμίζω
κουτζουκλώνω = παραγεμίζω
κουτζούλλιν = κλειτορίδα
κουτζούπιν = είδος μακρουλού δαμάσκηνου
κούτζουρα = ανακούρκουδα
κουτζουράζω = κάθομαι συμμαζεμένα
κουτζουρέας = χωλός, κουτσός
κουτζουρίζω = κόβω σύριζα φυτό, ζώο που βόσκει αποκόβοντας τους βλαστούς
κούτζουρο = κούτσουρο
κούτζουρος = κούτσουρος
κουτίν = κουτί
κουτίτζα = κατσίκα
κουτνίν = ύφασμα βαμβακομέταξο ριγωτό εύχρηστο στα γυναικεία φορέματα
κουτνοσπάλερον = επιστήθιο γυναικείο κάλυμμα από κοτνίν
κουτοπούλλιν = κουτάκι
κουτόπ’λλον = κουτάκι
κουτού = γυναίκα που επιτυγχάνει τα προξενιά
κουτούζης = κολοβωμένος, φαλακρός
κουτουζλαεύω = αποκόβω τις κορυφές φυτών
κουτουζώνω = αποκόβω τις κορυφές φυτών
κουτούλα = χήρος
κουτουλάζω = κουρεύομαι
κουτουλέας = χήρος
κουτούλης = χήρος, εκείνος του οποίου έχει αποκοπεί
κουτούλιγμαν = κόβω τις τρίχες της κεφαλής
κουτουλίζω = κόβω τις τρίχες της κεφαλής
κουτούλισμαν = κόβω τις τρίχες της κεφαλής
κουτουλίτζα = χήρα
κουτουλοκέφαλος = αποκεφαλισμένος
κουτούνα = στέλεχος αραβοσίτου μετά την αφαίρεση του καρπού
κουτουνάζω = χονδροκόβω τα στάχυα κατά το αλωνισμό
κουτουπανάζω = καταβροχθίζω
κουτούπανος = δρυοκολάπτης
κουτουράζω = κομματιάζω, θρυμματίζω
κουτουρεία = ανησυχία, θόρυβος
κουτουρεμός = ανησυχία, θόρυβος
κουτουρεύω = λυσσώ, μεταφ. ατακτώ ασυγκράτητα
κουτουρίζω = κομματιάζω, θρυμματίζω
κουτούριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου
κουτουρνάζω = κιτρινίζω
κούτουρνος = κίτρινος
κουτουρομονή = λύσσα
κουτούφαλος = επιπόλαιος
κούτρα = μέτωπο, κορυφή
κουτριάρης = εκείνος που έχει πλατύ και εξογκωμένο μέτωπο
κουτρινάζω = κιτρινίζω
κουτρούβι = πήλινο αγγείο
κουτρουπίτζα = χοντροκέφαλη
κουτρώ = χτυπώ με τα κέρατα
κουτσκούριν = αβγό γεμισμένο με πίσσα για το τσούγκρισμα του Πάσχα
Κουτσούκης = Φεβρουάριος
κουτσουκιάρης = σημαδιακός
κουτσουμαλλία = ξεμαλλιασμένος
κουτσουμαλλίομαι = ξεμαλλιάζομαι
κούτσουπιτα = αγριόχορτο με γεύση υπόξινη
κούφα = υπόκωφος
κούφα = κοφίνι, ξύλινο αγγείο που χρησιμοποιείται για το χτύπημα γιαουρτιού για παραγωγή βουτύρου
κουφαίνω = βαθουλώνομαι
κουφαλάεμαν = χτυπώ γιαούρτι μέσα στην κούφαν για να φτιάξει βούτυρο
κουφαλεύω = χτυπώ γιαούρτι μέσα στην κούφαν για να φτιάξει βούτυρο
κουφιλίνα = κούφιο καρύδι
κουφίτζα = δοχείο ξύλινο
κουφοδόντης = εκείνος που έχει κούφια δόντια, νωδός, φαφούτης
κουφοκάρυδον = κούφιο καρύδι
κουφοκάρυν = κούφιο καρύδι
κουφολογώ = κάνω κουφάλα στο ξύλο
κουφολόεμαν = κάνω κουφάλα στο ξύλο
κουφόμηλον = είδος μήλου
κουφομμάτης = εκείνος που έχει βαθουλωμένα μάτια
κουφοξυλένος = ο καμωμένος από κουφόξυλο
κουφόξυστρα = φυτό με φύλλα κολλώδη χρησιμοποιούμενα κατά των κοριών
κούφος = κούφιος, μεταφ. ελαφρόμυαλος
κουφοστάτες = μέρος όπου τοποθετούνται τα ξύλινα δοχεία ύδατος
κουφόσυκον = ερινεός, δέντρο και καρπός
κούφωμαν = κούφιο, κοιλότητα δέντρου, πέτρας κτλ
κουφώνω = γίνομαι κούφιος, βαθουλός
κουχνουτάζω = ευρωτιώ, μουχλιάζω
κουχνουτάριν = μουχλιασμένο
κουχνουτάσιμον = ευρωτιώ, μουχλιάζω
κουχνουτέα = οσμή μουχλιασμένου άρτου κτλ
κουχνουτίασμαν = ευρωτιώ, μουχλιάζω
κουχταρά = υπόγειο βαθύ και σκοτεινό
κόφα = υπόκωφος
κοφίνιν = κοφίνι
κόφλος = στήθος, αγκαλιά
κοφοτζούτζα = είδος σαύρας
κοφτά = κοφτά
κοφτά = κεφτές
κοφταίο = δριμύς κοιλόπονος, κόψιμο, σφάχτης
κοφταρά = κεφτές
κοφτάριν = εκείνο που κόβει καλά, εκείνου του οποίου έχει αλλοιωθεί η σύσταση
κοφτερά = σφοδρώς, δυνατά
κοφτερίτζα = σύντομος δρόμος
κοφτερός = κοφτερός, δραστήριος, ρέκτης
κόφτες = εργαλείο της κεραμουργίας, της ταλασιουργίας
κοφτός = κοφτός
κόφτω = κόβω, ορίζω, καθορίζω, διακόπτω, ματαιώνω
κοχαΐτα = είδος χόρτου πλατύφυλλο
κοχαρέας = εκείνος που βήχει συχνά
κοχάριγμαν = βήχω συχνά
κοχαρίζω = βήχω συχνά
κοχάρισμαν = βήχω συχνά
κόχη = η γωνία του άρτου, η κόρα του άρτου
κοχίζω = βήχω, κλαίω με αναφιλητά
κοχίος = ισχυρός βήχας
κόχισμαν = βήχω
κοχλάζω = κοχλάζω
κοχλακίζω = κοχλάζω, βράζω με κοχλασμό, αναβρύω με κοχλασμό
κοχλάκισμαν = κοχλάζω, βράζω με κοχλασμό
κοχλακίτα = πηγή που αναβλύζει νερό μετά κοχλασμού
κοχλαρίτζα = υδρόβιο ζωύφιο
κόχλασμαν = κοχλάζω
κοχλιδάζω = στρέφω κοχλιοειδές
κοχλιδέα = οσμή μαγειρεμένων σαλιγκαριών
κοχλίδιν = σαλιγκάρι
page===24

κοχλιδίτζα = ο θαλάσσιος κοχλίας
κοχλιδότζεπλον = όστρακο σαλιγκαριού
κοχλίος = κοχλίας, σαλιγκάρι
κόχλος = κοχλίας, σαλιγκάρι
κοχράκα = κόρακας
κοχτέας = κατηφής, σκυθρωπός
κοψάδα = η κόψη, η κατατομή του προσώπου
κόψη = κόψη, τομή
κοψίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου
κόψιμο(ν) = κόψιμο
κραγκανάκιν = εξάρτημα της συσκευής του αλευρόμυλου
κράζω = κράζω
κραματίζω = κατακάθομαι, κατασταλάζω
κραμάτισμαν = κατακάθομαι, κατασταλάζω
κραμπίζω = κατακάθομαι, κατασταλάζω
κραμπίν = κραμβολάχανο
κράναλος = μισανάλατος
κρανέα = κρανιά
κρανέψιν = μισοψημένο
κράνιν = κρανιά
κρανίτζι = μικρός καρπός της κρανιάς
κρανίτικο = ποτό οινοπνευματώδους που παράγεται από κράνια
κράνοιχτος = μισανοιγμένος
κρανοκούκκουδο = σίτο που έχει χονδρούς κόκκους μέχρι τους πυρήνες του καρπού της κρανιάς
κρανολαίες = κράνια σε άλμη σαν ελιές
κράξιμον = κράζω
κραπή = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή
κραπίν = νερό διαυγές, καθαρό
κραπίν = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή
κράριν = αρσενικό πρόβατο, κριός
κραρός = ψυχρός
κρασάς = κρασάς
κρασέα = κρασίλα
κρασί(ν) = κρασί
κρασοδαίμονας = ο δαίμονας της κρασιού
κρασόπον = κρασάκι
κρασοπότηρον = κρασοπότηρο
κρασόποτος = ο φίλος του κρασιού
κρασοφακέλιστος = οινόφλυξ, κρασοκανάτας
κρασοφίντζανον = κρασοπότηρο
κρασώνω = κερνώ κρασί, λερώνω με κρασί
κράτεμα = κράτημα, τήρηση συνήθειας, υποστήριξη οικονομική ή ηθική
κρατεύκομαι = συγκρατούμαι
κρατευτέριν = λαβή, χερούλι δοχείου
κράτος = παρεχόμενη οικονομική ή ηθική υποστήριξη
κρατώ = κρατώ, συγκρατώ, αντέχω, τηρώ, συγκροτώ, διαρκώ, υποστηρίζω
κράχτες = ο καλών στο ναό κατά νυχτερινές ακολουθίες συνήθως νεωκόρος
κρέας = κρέας
κρεατάρης = παχύσαρκος, φαγητό που έχει πολύ κρέας
κρεατέα = οσμή κρέατος
κρεατένος = ο παρασκευασμένος από κρέας
κρεατίτης = ο παρασκευασμένος από κρέας
κρεατοζώμιν = ζουμί κρέατος
κρεατοκούριν = χονδρό σανίδι πάνω στο οποίο κόβουν και λιανίζουν το κρέας
κρεατονήστιν = αποκριά
κρεατόπον = λίγη ποσότητα κρέατος
κρεατοσάνιδον = χονδρό σανίδι πάνω στο οποίο κόβουν και λιανίζουν το κρέας
κρεατοσίρβιν = κρεατόσουπα
κρεατώνω = γίνομαι ευτραφής, παχαίνω, έρχομαι σε επαφή με το κρέας και παίρνω την μυρωδιά του
κρεββαταρέα = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται την ημέρα τα στρώματα
κρεββατικά = στώματα
κρεββάτιν = κρεβάτι
κρεββατίνα = υφαντικός ιστός, αργαλειός
κρεββατοθήκα = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται την ημέρα τα στρώματα
κρεββατόπον = κρεβατάκι
κρεββατοπουστουρίχτρα = κρεβατομουρμούρα
κρεββατουμαι = κρεβατώνομαι
κρεμάζω = γκρεμίζω
κρεμαλίζω = κρεμάω
κρεμαντούλιν = οι όρχεις
κρεμάνω = αναρτώ, απαγχονίζω, γέρνω, κλίνω
κρέμασμαν = κρέμασμα, κρεμάλα, αγχόνη
κρεμασταρέα = αιώρα, κούνια
κρεμαστάριν = κρεμάμενος
κρεμαστέρα = κρεμάστρα
κρεμαστέριν = κρεμάστρα
κρεμάστες = καλαμπόκια κρεμασμένα σε ορμαθούς
κρεμαστή = κρεμαστή αλυσίδα με άγκιστρο
κρεμαστούδες = πολλοί καρποί κρεμασμένοι σε ένα κλαδί
κρεμαστοχείλης = εκείνος που έχει το κάτω χείλος κρεμασμένο
κρεμάστρα = κρεμάστρα, ορμαθός ξηρών λάχανων κρεμασμένων
κρεμίζω = γκρεμίζω, καταρρίπτω, αφήνω, αποδιώκω
κρέμιν = κρημνός
κρέμισμαν = γκρέμισμα, κατάρριψη
κρεμισταρέα = κρημνός, βράχος απότομος
κρεμιστέριν = κρημνός, βράχος απότομος
κρεμμύδιν = κρεμμύδι
κρεμοκόλιν = χείλος κρημνού
κρεμοκόφτω = αποκοπτόμενος κατολισθαίνω
κρέμομαι = κρέμομαι
κρεμόνα = κλαδάκια ριγμένα κατά γης
κρεμός = γκρεμός
κρενάζω = διοχετεύω νερό
κρένερον = κρύο νερό
κρενίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρενόκολος = εκείνος που πάσχει από ευκοιλιότητα
κρενόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρεντήρα = φαγητό πολύ υδαρές
κρεντήριν = δοχείο ύδατος
κρεπάρω = κόβομαι, σκάω
κρεπεγάδιν = πηγή ψυχρού ύδατος
κρέρκουμαι = ερεύγομαι, ρεύομαι
κρήταμον = άγριο φυτό
κρίαρος = κριός μεγαλόσωμος, μεταφ. ανδρείος, γενναίος
κριγκί = σκουλαρίκι, είδος αγρίου λευκού άνθους
κριθαρένος = κριθαρένος
κριθάριν = κριθάρι
κριθαρίτζα = κριθαράκι
κριθαρόνερον = νερό βρασμένου κριθαριού
κριθαροσίρβιν = σούπα από ξεφλουδισμένο κριθάρι
κριθαροτάραγον = αλεύρι ανάμεικτο με κριθάρι με σιτηρά
κριθαρόψωμον = ψωμί από κριθάρι
κριθένος = κρίθινος
κρίθινος = κρίθινος
κρικίν = ενώτιο, σκουλαρίκι, είδος άγριου λευκού άνθους
κρίμα = κρίμα, αμαρτία
κριματίζω = αμαρτάνω, κολάζομαι
κριματιστέριν = άνθρωπος αξιολύπητος
κρίντζιν = εύθραυστο
κρίνω = κρίνω, δικάζω, διακρίνω, εκφέρω γνώμη
page===25

κρίση = κρίση, δίκη, γνώμη, έκβαση
κρίσιμον = γνώμη, κρίση
κρισολογία = δίκη, διαδικασία
κρισολογώ = δικάζομαι, κρίνομαι
κριτήριον = δικαστήριον
κριτής = δικαστής
κροκοπούλλι = πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό
κροκός = κρόκος
κρομμυδάς = κρεμμυδάς
κρομμυδέα = οσμή κρεμμυδιού
κρομμυδένος = ο παρασκευασμένος από κρεμμύδια
κρομμυδιάρης = ψεύτης
κρομμύδιν = κρεμμύδι
κρομμυδόπον = κρομμύδι
κρομμυδόσυκα = σύκα με γεύση όπως τα κρεμμύδια
κρομμυδότζεπλον = φλοιός κρεμμυδιού
κρομμυδόφυλλον = φύλλο κρεμμυδιού
κρομμυδόφυτον = φυτό κρεμμυδιού
κρόνερον = κρύο νερό
κρονή = κρήνη, βρύση
κρονίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρονίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρονόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρόσιν = γρόσι
κροσταλλίδιν = κρύσταλλο
κρόσταλλον = κρύσταλλο
κρούμα = νόσος επιδημική
κρούμαι = κρυώνω
κρουμπάζω = φυτό που εκφύει οφθαλμούς
κρούμπιν = μπουμπούκι, όζος δέντρου
κρουνή = κρήνη, βρύση
κρουνόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση
κρούντζιν = εύθραυστο, μπουμπούκι
κρουντζώνω = γίνομαι εύθραυστος, μπουμπουκιάζω
κρούσιμον = οξεία ασθένεια
κρουσσίν = κρόσσια, φούντα γυναικείας ζώνης, φούντα φεσιού, χρυσοειδές κόσμημα του καλύμματος της γυναικείας κεφαλής
κρούχτας = εκείνος που χτυπά
κρουχτικόν = παιδί που έχει τη συνήθεια να χτυπά
κρούω = χτυπώ, φονεύω, ορύσσω, προσλαμβάνομαι από νόσο
κρύα = κρύα
κρυάδα = κρυάδα
κρυαίνω = κρυώνω
κρυβίσκομαι = κρύπτομαι
κρυβισταρέα = κρύπτη, κρυψώνα
κρυερά = ψυχρά, αδιάφορα
κρυερός = ψυχρός
κρυολόγεμαν = κρυολογώ
κρυολογώ = κρυολογώ
κρυόνερον = κρύο νερό
κρυορριγώ = αισθάνομαι ψύχος, ριγώ
κρύος = κρύος
κρυσταλλίδιν = κρύσταλλο
κρύσταλλον = κρύσταλλο
κρυφά = κρυφά
κρυφαγαστρωμένον = έγκυος εκ κλεψιγαμία
κρυφοκόριτζον = κορίτσι έγκυο εκ κλεψιγαμία
κρυφός = κρυφός
κρυφοταγίζω = παρέχω τροφή παραπάνω από την κανονική
κρυφοτέρεμαν = κρυφοκοιτάζω
κρυφοτερώ = κρυφοκοιτάζω
κρυφοτζιτίζω = κρυφοκοιτάζω
κρυφοτσαμπλίζω = κλείνω κρυφά το μάτι σε κάποιον
κρυφταρέα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος, κρυφτό
κρυφταρείος = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος
κρυφτέρα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος
κρυφτερίτζα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος
κρύφτω = κρύβω, κρύβομαι
κρύφως = κρυφά
κρύψιμον = κρύψιμο
κρυψίος = κρύψιμο
κρυώνω = κρυώνω
κρυωτός = υπόψυχρος
κρωπέα = το χτύπημα με κρωπίν
κρωπή = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος
κρωπίζω = κόβω με κρωπίν
κρωπίν = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος
κρωπομύτης = εκείνος που έχει κυρτή μύτη προς τα κάτω
κρωπόπον = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος
κυβέρνημαν = η διοίκηση της οικογένειας από οικονομικής απόψεως
κυβέρνηση = κυβέρνηση, οικονομική συντήρηση της οικογένειας
κυβερνώ = κυβερνώ, διεθύνω
κυδωνάτες = ποτό από κυδώνι
κυδωνέα = οσμή κυδωνιου
κυδώνιν = κυδώνι
κυκλώνω = κυκλώνω
κυλημερίζω = κυλώ, περνώ την ημέρα
κυλιβαρίζω = κατρακυλώ
κύλιγμαν = κυλώ
κυλίδι = τροχός αμάξης
κυλίζω = κυλώ
κυλιντάριν = κύλινδρος, τροχός
κυλιντήριον = κύλινδρος
κυλιντρίζω = πατώ την χωματοσκεπή στέγη με το κυλίντριν για να ισοπεδωθεί και να κλείσουν οι σχισμές
κυλίντριν = ειδικός κύλινδρος λίθος για χωματοσκεπείς στέγες
κυλίντρισμαν = πατώ την χωματοσκεπή στέγη με το κυλίντριν για να ισοπεδωθεί και να κλείσουν οι σχισμές
κύλισμαν = κυλώ
κυλόστομο = το άνοιγμα των δακτύλων αντίχειρα και λιχανού
κύμα = κύμα
κυματίζω = κυματίζω
κυμιόνιν = κύμινο
κυνήγεμαν = κυνήγι, καταδίωξη
κυνηγεύω = κυνηγώ, καταδιώκω
κυνήγιν = κυνήγι
κυνηγόπον = θήραμα
κυνηγός = κυνηγός
κυνηγόσκυλλον = κυνηγόσκυλο
κυνηγοτόπιν = τόπος κυνηγιού
κυνηγώ = κυνηγώ
κυπαρέσσιν = κυπαρίσσι
κυπαρισσένος = κυπαρισσένιος
κυπαρισσόπον = κυπαρίσσι
κυρά = κουνιάδα
κυρά-δόξα = ουράνιο τόξο
κυρά-θεία = προσφώνηση προς ηλικιωμένη γυναίκα
κυρακαδάτ’κα = κυριακάτικα
κυρακαδέσιν = κυριακάτικο
κυρακάδιν = βιβλίο εκκλησιαστικό με τροπάρια ψαλλόμενα τις Κυριακές
Κυρακίτζα = Κυριακή
κυράτζα = στοργική προσφώνηση πεθεράς
κύρης = οικογενειάρχης, πατέρας
page===26

κυριακάτικα = κυριακάτικα
κυριελεήσια = οι χάντρες του κομπολογιού
κυριεύω = κυριεύω
κυρίτζικα = καθαρεύουσα γλώσσα
κύριωμα = πεισμώνω
κυριώνω = πεισμώνω
κυρότε = η πατρότητα
κυρουκά = τα πατρικά
κυρώνω = αποπερατώνω, φθάνω στο τέλος
κυτάλιν = αλιευτικό όργανο που έχει σχήμα κουτάλας
κύτταρη = η κλειτορίς του γυναικείου αιδοίου
κωβίδιν = κωβιός
κωβίτιν = είδος ψαριού γλοιώδης
κώδικας = εκκλησιαστικό βιβλίο όπου καταγράφονται ονόματα προς μνημόσυνο
κώδιν = σώμα, ανάστημα, το τρίχωμα της κεφαλής
κωδώνα = κώδωνας
κωδωνάζω = κρεμάω κουδούνι στο λαιμό του ζώου
κωδωνάτες = κωδωνοφόρος
κωδωνίζω = κωδωνίζω, ηχώ, αντηχώ με κουδουνιστή φωνή, οδηγώ την βοσκή
κωδώνιν = κουδούνι
κωδωνόπον = κουδούνι
κωδωνώνω = κρεμάω κουδούνι στο λαιμό του ζώου
κωλισάφτρα = σαύρα
κωλοσαύλα = σαύρα
κωλοσάφλα = σαύρα
κώλυσμα = αποδιώκω, αποπέμπω
κωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω
κώνειν = φυτό με αφέψημα του οποίου καθαρίζουν τα φθειριώντα ζώα
κωνίδα = η κορυφή της κεφαλής
κωνώπιν = κουνούπι
κωνωπίουμαι = κυλίομαι κατά γης, μαλλιοτραβιέμαι ολοφυρόμενος
κωπίδιν = κουπί, κώπη
κωπίν = κουπί
κωσσέα = οσμή της κλώσας, το αίσθημα της γεύσης χαλασμένου αβγού
κωσσού = κλώσα, άνθρωπος που κάθεται συνεχώς σε ένα μέρος
κωσσούδιν = κλώσα
κωσσούτζα = κλώσα
κωσσώνω = κλωσώ, εκβάλλω τ’ αβγά
κωσταντινάτον = παλαιό νόμισμα
κωφά = υποκόφως
κωφήτρα = έντομο που προκαλεί την κώφωση όταν εισέρχεται στο αυτί
κωφίζω = έχω βαρηκοΐα
κωφίτα = αγριόχορτο του οποίου το άνθος μοιάζει με αυτί
κωφοξύλαβον = ξύλινη λαβή πυράγρας των σιδηρουργών και χαλκουργών
κωφός = κουφός
κωφότα = βαρηκοΐα, κωφεύοντας
κώφωμαν = κουφαίνω
κωφώνω = κουφαίνω
κωφωτά = κωφεύοντας
κωφωτίτα = αγριόχορτο του οποίου το άνθος μοιάζει με αυτί
κωφωτός = βαρήκοος

Λ

page===0

λαάν(ιν) = λεκάνη
λαβαίνω = δέχομαι
λαβασέα = οσμή της λαγάνας
λαβάσιν = λαγάνα
λαβασώνω = γίνομαι σαν λαγάνα, απλώνομαι
λαβίδα = μεταφ. αφορμή, πρόφαση
λαβίδιν = λαβή, στειλιάρι
λαβιδώνω = βάζω λαβή, χερούλι, μεταφ. επινοώ αφορμή, αιτιολογώ
λάβιν = λαβή
λαβράκιν = λαβράκι
λαβώνω = περνώ λαβή σε όργανο, μεταφ. δικαιολογώ, αιτιολογώ
λαβωτίζω = τρώω λαίμαργα από την χύτρα
λαβώτιν = είδος κουτάλας προς άντληση ύδατος, ξύλινη σέσουλα, μικρό φτυάρι, ξύλινο σκαφίδι
λάγαρος = καθαρός
λαγγευτά = πηδηχτά
λαγγευτήριν = παιδικό παιχνίδι
λαγγευτός = είδος χορού πηδηχτού
λαγγεύω = πηδώ
λαγγόνιν = τεμάχιο υφάσματος παρεμβαλλόμενο στο γυναικείο χιτώνα από τις μασχάλες και κάτω
λαγγωσκυλλόπον = λαγωνικό
λαγωνικόν = λαγωνικό
λαγωτέα = ποσότησα όση χωράει το λαγώτιν
λαγωτίζω = τρώω λαίμαργα από την χύτρα, τρώω με το λαγώτιν
λαγώτιν = είδος κουτάλας, ξύλινη σέσουλα, ξύλινο σκαφίδι, μικρό φτυάρι
λάδιν = λάδι
λαζουδάς = ασπάλαξ που τρώει την ρίζα του αραβοσίτου, σκουλήκι χοντρό και κιτρινωπό
λαζουδένος = ο προερχόμενος από καλαμπόκι, ο παρασκευασμένος από καλαμποκίσιο αλεύρι
λαζούδιν = καλαμπόκι
λαζουδοσίρβιν = σούπα από χοντροκομμένο καλαμπόκι
λαζουδοψώμιν = ψωμιά από καλαμπόκι
λάζω = γαβγίζω
λαθάσκουμαι = κάνω κάτι κατά λάθος
λαθεύω = κάνω λάθος, αμαρτάνω
λάθος = λάθος
λαθουρίτα = λάθυρος
λαθύριν = λάθυρος
λαθυρίτα = λάθυρος
λάθωμαν = λάθος, εσφαλμένος υπολογισμός
λαθώνω = κάνω λάθος
λαία = ελιά
λαΐζω = κινώ, σείω
λαϊκός = λαϊκός
λαιμά = αμυγδαλές φάρυγγος
λαιμαργία = λαιμαργία
λαίμαργος = λαίμαργος
λαιμονήτρα = πλεκτό μάλλινο περιλαίμιο
λάισμα = κίνηση, εξαγωγή βουτύρου από το γιαούρτι κινούμενο στο ξυλάγγειν
λαϊστέρα = αιώρα, κούνια
λαϊστέριν = το κινούμενο, το αιωρούμενο
λάκα-λούκα = τροχάδην
λακάνα = λεκάνη
λακάτιν = είδος αλιευτικού οργάνου
λακιρτεύω = ομιλώ
λάκκος = λάκκος, βαθούλωμα
λακκώνω = συρρέω σε μέρος λακκώδες το νερό
λακονίζω = ακονίζω, τροχίζω
λακόνιν = πέτρα κατάλληλη για ακόνισμα
λακότιν = είδος κάμπιας που καταστρέφει τα λαχανικά
λακώτ(ιν) = είδος κουτάλας, ξύλινη σέσουλα, ξύλινο σκαφίδι, μικρό φτυάρι
λαλά = στη παιδική γλώσσα στολίδι
λαλά = στη παιδική γλώσσα χεράκι
λαλάγγα = πρόχειρα κατασκευασμένος άρτος
λαλάγγιν = τηγανίτα
λαλαγγίτα = τηγανίτα, άρτος σε σχήμα λαγάνας
λαλαγγωτό = ζύμη για λαλάγγια
λαλάκα = στη παιδική γλώσσα χεράκι
λαλάς = υπάλληλος βασιλιά
λαλαχάρης = παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος
λαλαχέας = παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος
λαλαχεία = η μετά θωπειών ανατροφή παιδιού
λαλάχεμαν = θωπεύω, χαϊδεύω
λαλαχεύω = θωπεύω, χαϊδεύω
λαλαχή = η μετά θωπειών ανατροφή παιδιού
λαλάχωρος = ευρύχωρος
λάλεμα = πρόσκληση σε γάμο ή βάφτιση, φώνηση, προώθηση ζώων
λαλετής = άνθρωπος αγγελιοφόρος που καλεί σε γάμο ή βάφτιση
λαλή = φωνή
λαλία = φωνή, απόκριση, κρότος
λαλιστής = άνθρωπος αγγελιοφόρος που καλεί σε γάμο ή βάφτιση
λαλίτζα = φωνούλα
λαλλατζέα = πετροβόλημα
λαλλάτζιν = λίθος λείος και σφαιρικός
λαλλατζόπετρα = λίθος λείος και σφαιρικός
λαλλατζοπλούμιστον = πετραδάκι λείο και ποικίλο σε χρώματα
λαλλατζόπον = μικρό λαλλάτζιν
λαλομερίζω = βρέφος που αρχίζει να εκβάλλει τους πρώτους του φθόγγους
λαλόπον = φωνούλα
λάλος = άνθρωπος μωρός, ανόητος
λαλούκα = ανόητη
λαλώ = ομιλώ, φλυαρώ, προσκαλώ σε γάμο ή βάφτιση, οδηγώ ζώα στη βοσκή
λαλώνω = γίνομαι άφωνος
λαλωτός = ανόητος, μωρός
λάμα = εργαλείο λάμα
λαμνίν = λεπτό μαχαίρι, ο λοβός των φασολιών, λεπτή φέτα άρτου, μήλου κτλ.
λάμνω = οργώνω, κωπηλατώ, φτερουγίζω
λάμπα = λάμπα
λαμπάδα = λαμπάδα
λαμπαδοφώσιν = το φως της λαμπάδας
λάμπατζα = παιδικό παιχνίδι
λαμπερός = λαμπερός
λαμποβρέχει = βρέχει ενώ ο ήλιος λάμπει
λαμποβρεχή = βροχή με ήλιο να λάμπει
λαμπογιάλιν = γυαλί της λάμπας
λαμπογύρα = τα λάμποντα γύρω μέρη
λάμπουκα = παιδικό παιχνίδι
λαμπουκίζω = σκύλος που τρώει με την γλώσσα, τρώω αδηφάγος
λαμπράζω = κάνω Πάσχα, μεταφ. αγάλλομαι, αισθάνομαι ευχαρίστηση
λαμπρακίζω = λάμπω
λαμπρακός = εκείνος που φορεί πασχαλιάτικα ρούχα
λαμπράτικα = Πασχαλιάτικα
λαμπράτικος = Πασχαλιάτικος
λαμπρέσιν = Πασχαλινό
Λαμπρή = Πάσχα
λαμπροήμερα = τρεις ημέρες του Πάσχα
λαμπροφόρετος = εκείνος που φοράει λαμπριάτικα φορέματα
λαμπροφορώ = φοράω λαμπριάτικη ενδυμασία
λάμπω = λάμπω
λαμψάνα = ο τρυφερός βλαστός της άγριας τριανταφυλλιάς
λαμψάνιν = σινάπι
λάμψη = λάμψη
page===1

λαναρέα = ποσότητα όση δέχεται το λανάριν
λαναρίδιν = το ταλασιουργικό όργανο λανάριν
λαναρίζω = ξαίνω μαλλί με το λανάρι
λανάριν = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο ξαίνουν τα μαλλιά
λανόν = αραιό και ελαφρό, το μη καλά κλωσμένο
λανός = δυστυχής, ταλαίπωρος
λαντακίζω = καίομαι, φλέγομαι, φεγγοβολώ
λαντένα = λεπτή δοκός της οροφής
λαντέριν = το αντρικό μόριο
λάντζα = μεγάλο βαρέλι μέσα στο οποίο βράζει ο μούστος
λάντζα = στραγάλια ή φρυγανισμένα κριθάρια
λαντούρα = ισχυρή λάμψη, φωτοβολία
λαξί = μύκητας παράσιτος
λάξιμον = γάβγισμα
λαοπλάνος = εκείνος που αποπλανεί τον λαό
λαός = λαός
λάπα = γρήγορα, ταχέως
λαπά = λαπάς, χυλός αλευριού, μουσταλευριά
λαπαζάνος = φλύαρος, μωρολόγος
λαπαζένιν = είδος τεύτλου με πλατιά φύλλα
λάπαζον = λάπαθο
λαπαζόφυλλον = φύλλο λάπαθου
λάπατον = λάπαθο
λαπίνα = είδος ψαριού
λαπλαπίν = στραγάλι
λάπος = λαπάς, χυλός αλευριού, μουσταλευριά
λαπόστομος = εκείνος που το στόμα του είναι μόνο για λαπά, τα λόγια του μοιάζουν άνοστα
λαπουδέυω = μπουσουλάω
λαπούκα = παιδικό παιχνίδι
λαποφάγας = εκείνος που το στόμα του είναι μόνο για λαπά, τα λόγια του μοιάζουν άνοστα
λάρωμα(ν) = θεραπεία
λαρωμονή = θεραπεία
λαρώνω = θεραπεύω, ιατρεύω, αναρρώνω
λάσ(ιν) = πτώμα
λασέα = δυσωδία πτώματος
λάσιμον = περίπατος
λάσιν = πυκνόφυλλο δέντρο
λασίον = περίπατος
λάσκεμα = περίπατος
λασκίζω = περιάγω σε περίπατο
λασκίον = περίπατος
λάσκομαι = κάνω περίπατο
λασόμενος = γάιδαρος
λασούρα = γυναίκα περιφερόμενη όλη μέρα στους δρόμους
λασουρέας = ο αρεσκόμενος στους περιπάτους
λάτα = έλατα
λατάρα = σπασμωδική κίνηση των ποδιών, τα κινούμενα πόδια
λαταρίζω = κινούμαι ελαφρώς, μετακινώ κάτι
λατάρισμα(ν) = ελαφριά κίνηση χωρίς μετακίνηση
λάτενος = ο παρασκευασμένος από ξύλο ελάτου
λατικένικον = πήλινο αγγείο
λατισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα
λάτος = μακρύ κλήμα αμπέλου
λατρεύω = λατρεύω
λατσαρίουμαι = τρώω κατά κόρον
λάφα = καυχησιολογία, κομπασμός
λαφαζάνος = καυχησιολόγος, φλύαρος
λάφιν = ελάφι
λαφρός = ελαφρός
λαφρύνω = ελαφραίνω
λαφρώνω = ελαφρώνω
λαφύριτα = λάθυρο
λάχαιμα = κακής ώρας πάθημα
λαχαίνω = συναντώ, τυγχάνω
λαχανέα = οσμή του μαγειρεμένου λάχανου
λαχανέας = λαχανοφάγος
λαχανένον = ο παρασκευασμένος από λάχανο
λαχανικόν = κράμβη, λαχανικά
λάχανο(ν) = λάχανο
λαχανοζώμιν = ο ζωμός των λαχανικών σε άλμη
λαχανοκέπιν = λαχανόκηπος
λαχανοκούταλον = κουτάλα λαχανόσουπας
λαχανομμάτης = εκείνος που έχει μάτια γαλαζωπά όπως το χρώμα του λάχανου
λαχανόπον = λάχανο
λαχανόρριζον = το γουλί του λάχανου
λαχανόσπορος = σπόρος λάχανου
λαχανόφτειρα = ψείρα λαχανικών
λαχανόφυλλον = φύλλο λάχανου
λαχανόφυτον = φυτό λάχανου
λαχίδα = η κατά διαδοχική σειρά εργασίες
λαχιδάζω = ορίζω με κλήρο τη σειρά προτεραιότητας εργασία
λαχιδακά = με τη σειρά
λαχλάκικο = όχι πολύ σφιχτό, λίγο χαλαρό
λαχμάζω = λαχανιάζω
λάχμασμαν = λαχάνιασμα
λάχοι = εκφράζει ευχή ίσο με το είθε
λαχοράκιν = ύφασμα μάλλινο ποικιλόχρωμο
λαχόριν = πολυτελής γυναικεία ζώνη
λαχουσεία = ψιθύρισμα
λαχουσεύω = ψιθυρίζω, θορυβώ
λαχουσή = ψιθύρισμα
λάχτα = κλοτσιά, λάκτισμα
λαχτάζω = λακτίζω, κλοτσώ
λαχτάρης = εκείνος που έχει τη συνήθεια να λακτίζει
λαχταρίζω = τραντάζομαι, λαχταρώ
λαχτέα = κλοτσιά
λαχτίζω = κλοτσώ, τραντάζομαι
λάχτισμα(ν) = κλοτσιά
λαχτοκοπώ = κλοτσοκοπώ
λαχώνω = επιτρέπεται η σύναψη γάμου χωρίς να υπάρχει εκκλησιαστικό κώλυμα
λέα = δάσος
λεάνιν = λεκάνη
λεβάντα = λεβάντα
λεβάντης = ανατολικός άνεμος
λέβδη = οπή στο μέσο πλοιαρίου
λεβέντης = στρατηγός, ληστής
λεβόρβορο = ρεβόλβερ
λεβόριν = ελλέβορος
λεγδώνω = λερώνω
λέγειν = ομιλία, ευγλωττία
λεγένιν = λεκάνη
λεγεντζέ = χύτρα λεκανοειδής
λεγίδ(ιν) = ευλύγιστη βέργα
λεγκέρι = χάλκινο τρυβλίο, ρηχή χάλκινη λεκάνη
λεγμετεράζω = αντιστρέφω τα αλωνισμένα στάχυα για να ανέβουν στην επιφάνεια τα άκοπα
λεγμετέριν = όργανο με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος αποχωρισμένος από τα άχυρα
λεγνακιανός = λεπτοφυής, λεπτοκαμωμένος
λεγνεύω = λεπτύνομαι
λεγνία = λεπτότης
λεγνίκος = λεπτοκαμωμένος
page===2

λεγνοκάθετος = εκείνος που έχει ανάστημα λεπτό και ψηλό
λεγνοκατάθετος = εκείνος που έχει ανάστημα λεπτό και ψηλό
λεγνόκλαδον = δέντρο που έχει λεπτά κλαδιά
λεγνόκλαδον = δέντρο που έχει λεπτά κλαδιά
λεγνόμακρος = λεπτός και ψηλός
λεγνοξυλέα = λεπτό ξύλο
λεγνόξυλον = λεπτό ξύλο
λεγνός = λεπτός, ισχνός
λέγνος = λεπτότητα
λεγνοτζέπλικον = καρπός που έχει λεπτό φλοιό
λέγνυμα(ν) = κάνω κάτι λεπτό
λεγνύνω = κάνω κάτι λεπτό
λεγνώματα = η φθίση φεγγαριού
λέγω = ομιλώ, διηγούμαι
λεθρίδ(ν) = ριζάρι
λεθρός = φρέαρ, πηγάδι
λεϊλέκος = πελαργός
λείξη = γλείψιμο
λείξιμον = γλείψιμο
λειπανάβατο = αυτό που δεν έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση
λείπω = λείπω
λειρίτα = αγριόχορτο
λειτουργία = λειτουγία
λειτουργώ = λειτουργώ
λειτρία = λειτουργία
λειτριχάζω = ζώο που αλλάζει τρίχωμα
λειτριχίασμαν = αλλαγή τριχώματος
λειτριχίζω = ζώο που αλλάζει τρίχωμα
λειτρίχισμαν = ζώο που αλλάζει τρίχωμα
λειτρούεμαν = η θεία λειτουργία
λειτρουΐα = η θεία λειτουργία
λειτρουώ = λειτουργώ
λειφκιαίνω = ελαττώνομαι, λιγοστεύω
λειφτάζω = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω
λειφτασία = έλλειμμα, έλλειψη
λείφτασμαν = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω
λειφτέσα = απρεπείς τρόποι συμπεριφοράς
λειφτός = λειψός, μεταφ. λιγόμυαλος
λειφτωτός = λίγο μωρός, κουκούτσικο
λείχω = γλείφω
λειψάζω = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω
λείψανον = λείψανο
λείψασμαν = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω
λειψία = έλλειψη
λείψιμον = λείπω
λειψός = ελλιπής
λείωμα = λιώσιμο, διάλυση
λειώνω = λιώνω
λεκάνα = λεκάνη
λεκάνιν = λεκάνη
λεκάτιν = είδος αλιευτικού οργάνου
λελέ = στην παιδική γλώσσα χεράκι
λελέκα = στην παιδική γλώσσα χεράκι
λέλεμα = φαγητό παραβρασμένο, χυλοποιημένο
λελευΐζω = να σε χαρώ
λελεύω = να σε χαρώ
λελεύω = γίνομαι ελεεινός
λεμινάρ(ιν) = γεύμα την ώρα του δειλινού
λεμονάπιν = αχλάδι με γεύση υπόξινη
λεμονοζώμιν = χυμος λεμονιού
λεμονόφυλλον = φύλλο λεμονιάς
λεμονόφυτον = φυτό λεμονιάς
λέμσος = άνθρωπος ψηλός και ξερακιανός
λενός = πατητήρι σταφυλιών
λέντζιν = κνήμη, ωλένη, κόκαλο
λεντζού = κάτισχνη, κοκκαλιάρα
λέξιμον = ο τρόπος του λέγειν
λεοντάριν = λιοντάρι
λεονταρόπον = λιονταράκι
λεονταρόπουλλον = νεογνό λιονταριού
λεοντάρος = λιοντάρι
λέοντας = λιοντάρι
λέος = λιοντάρι
λεπιδάζω = πληγή που εκφύει νέο δέρμα
λεπίδιν = φλοιός, νέο δέρμα πληγής
λεπίζω = ξεφλουδίζω
λέπιν = φλοιός, φλούδα, λέπι ψαριού, μεταφ. κουρέλι, ράκος
λεπλεκούτα = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι
λεπλέπιν = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι
λέπρα = λέπρα
λεπράζω = προσβάλλομαι από λέπρα
λεπρός = λεπρός
λέπω = βλέπω
λέρα = βρωμιά
λεράριν = λερωμένο, ρυπαρό
λερνίτζα = είδος χόρτου εδωδίμου
λερός = λερωμένος
λέρωμαν = λερώνω
λερώνω = λερώνω
λεσέα = δυσωδία πτώματος
λέσιμον = λόγος
λέσιν = πτώμα
λεσμονώ = λησμονώ, ξεχνώ
λετζέκιν = ειδικό κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής
λεύκη = λεύκη
λευκίν = η άγρια δασική λεύκη
λευκούρης = μεταφ. ηλίθιος, μωρός
λευκούριν = ζώο με λευκή ουρά
λευρός = σπανός, απαλός, τρυφερός, αβρός
λευτερής = φλύαρος, μωρολόγος
λευτερίτζα = νυχτερίδα
λευτερώνω = ελευθερώνω
λευτέρωση = ελευθέρωση
λεφέριν = είδος ψαριού
λεφτά = προσεκτικά
λεφτοκαρένος = ο φτιαγμένος από ξύλο φουντουκιάς
λεφτοκάριν = φουντούκι
λεφτοκαρίτζα = φουντουκιά
λεφτοκαροκάντζιν = καρπός φουντουκιού
λεφτοκαρόν = φουντούκι
λεφτοκαρόξυλον = ξύλο λεπτοκαρυάς
λεφτοκαρόπον = φουντούκι
λεφτοκαροτζέπλιν = φλοιός φουντουκιού
λεφτοκαροτζέπλιν = φλοιός φουντουκιού
λεφτοκαρόφυλλον = φύλλο φουντουκιάς
λεφτοκαρώνα = μέρος φυτεμένο με φουντουκιές
λεχνάριν = λύχνος
λεχναροστάτης = λύχνος
λεχνοστάτης = μέρος όπου αποτίθεται ο λύχνος
λεχούσα = λεχώνα
page===3

λεχουσασμένον = βρέφος μόλις γεννημένο
λεχουσεύω = γυναίκα σε κατάσταση λοχείας
λεχουσία = τοκετός, λοχεία
λεχουσιάτικο = σχετικό με την λοχεία και την λεχώνα
λεχτζέα = είδος χόρτου
ληγάρα = γρήγορα
λημερεύω = μνημονεύω
λημόσυνον = μνημόσυνο
ληνός = πατητήρι σταφυλιών
ληταράζω = τυλίγω σχοινί ή νήμα
λητάριν = σχοινί
λητάριν = σχοινί
λίβα = σύννεφο, συννεφιασμένος καιρός
λιβαδέσιν = το προερχόμενο από το λιβάδι
λιβαδία = λιβάδι
λιβάδιν = λιβάδι
λιβαδόπον = μικρής εκτάσεως λιβάδι
λιβαδόχορτον = χόρτο λιβαδιού
λιβαδόχορτον = χόρτο λιβαδιού
λιβαιδέκι = είδος εδωδίμου μύκητα φυόμενο στα λιβάδια
λιβαιδίζω = βόσκω στα λιβάδια, μεταφ. καλοπερνώ
λιβάνιν = λιβάνι, θυμίαμα
λιβανοκέρα = λιβάνια και κεριά μαζί
λίβιν = σύννεφο
λιβόπον = συννεφάκι
λιβόρ(ιν) = ελλέβορος
λιβόρα = τόπος υπόσκιος και δροσερός
λιβορίζω = αερίζω, δροσίζω
λιβόρισμαν = αερίζω, δροσίζω
λίβος = σύννεφο, καιρός συννεφώδης
λιβοχάσιν = συννεφιά με πνοή νότιου ανέμου
λιβρός = σπανός, απαλός, τρυφερός, αβρός
λιβωμένα = σκυθρωπά, κατσούφικα
λιβώνω = συννεφιάζω, μεταφ. σκυθρωπιάζω
λίβωση = συννεφιά
λιβωτός = συννεφώδης
λιγγουρνώ = λιγώνομαι
λιγγρινώ = λιγώνομαι
λιγγρίω = επιθυμώ σφοδρά, κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό
λίγδα = λίγδα, λέρα
λιγδάζω = λερώνομαι
λιγδερός = λερωμένος, ρυπαρός
λιγδώνω = λερώνω, χυλώνω με το βρασμό
λίγκιν = μεγάλο γουδί στο οποίο χτυπούν την καννάβι
λιγμετέριν = όργανο με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος αποχωρισόμενος από τα άχυρα
λιγνός = λεπτός
λιγνώματα = η φθίση φεγγαριού
λιγοθυμάζω = λιποθυμώ
λιγοθυμία = λιποθυμία, στενοχώρια
λιγοθυμώ = λιποθυμώ
λίγος = λίγος
λίγωμα = λίγωμα
λιγώνω = λιγώνω
λιγωράζω = λιγώνομαι
λιγωρία = αδημονία, στενοχώρια, λιποθυμία
λιγωρίζω = κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό, επιθυμώ σφοδρά
λίδιν = ζώο ικτιδοειδές
λιζάριν = παντζάρι
λιθάζω = πετροβολώ
λιθαράζω = πετροβολώ
λιθαράριν = μέρος γεμάτο με πέτρες
λιθαράς = πρόσωπο παραμυθιών ο οποίος ρίχνει πέτρες μέχρι τα σύννεφα
λιθαρέα = χτύπημα με πέτρα
λιθαρένος = ο κατασκευασμένος με πέτρα
λιθάριν = πέτρα, λίθος, βράχος
λιθαροκόλιν = βάση μεγάλου βράχου
λιθαρομύτιν = κορυφή βράχου
λιθαρόπον = πετραδάκι
λιθαρορρίζα = βάση βράχου
λιθαρόσπασμαν = ρήγμα βράχου
λιθαροσώριν = σωρός λίθων
λιθαρώνα = τόπος πετρώδης, λατομείο
λίθικος = ο κατασκευασμένος με λίθους
λίθινος = ο κτισμένος με λίθους
λιθοκάμινος = η κάθετος προς τα νώτα της εστίας πέτρα
λιθοκάσκαρον = πυριτόλιθος
λιθόμηλον = μήλα που σκληρά και αργά ωριμάζουν
λιθοστράτιν = δρόμος λιθόστρωτος
λιθοσώριν = σωρός λίθων
λιθόχτιστος = χτισμένος με λίθους
λιθρίδιν = λιθρίδιν σωρός λίθων
λιθώνω = κλείνω με λίθο, τοποθετώ λίθο πάνω σε κάτι προς πίεση
λικιδάριν = ψάρι με πολλά λέπια
λικίδιν = λέπι ψαριού
λικίριν = ο χυμός των σταφυλιών με το πρώτο πάτημα
λικμάνιν = λάμπα ψαρόλαδου
λικμανοστάτε = σανίδα πάνω στην οποία τοποθετείται η λάμπα ψαρόλαδου
λικουρίνος = είδος ψαριού
λικριτσίδιν = λέπι ψαριού
λιλί(ν) = στη παιδική γλώσσα το αντρικό μόριο
λιλίγκα = άνθη του αγρού ιόχροα
λίμαγμαν = πεινώ πολύ, λιμώττω
λιμάζω = πεινώ πολύ, λιμώττω
λιμανίζω = τρώω σαν σκύλος, παρασιτώ
λιμάνιν = λιμάνι
λιμάνιν = ξύλινο δοχείο για την τροφή του σκύλου
λιμανλαεύω = γαληνιώ
λιμανοκούριν = ξύλινο δοχείο για την τροφή του σκύλου
λιμάραντος = μαραμένος στον ήλιο, μεταφ. νωθρός, χαύνος
λιμαργία = λαιμαργία
λίμαργος = λαίμαργος
λιμάρης = λαίμαργος
λιμαρίτα = είδος δενδρυλλίου
λίμασμαν = πεινώ πολύ, λιμώττω
λιμαχούμαι = πεινώ πολύ, λιμώττω
λιμαχτά = με βουλιμία, λαίμαργα
λιμενάουμαι = λιμενίζομαι
λιμενασία = ηλιόλουστη μέρα το χειμώνα, γαλήνη θαλάσσης
λιμένεμαν = εγκαθίσταμαι σε μέρος ασφαλές, αποκαλύπτομαι από τα χιόνια που λιώνουν
λιμενεύω = εγκαθίσταμαι σε μέρος ασφαλές, αποκαλύπτομαι από τα χιόνια που λιώνουν
λιμένη = λιμένας
λιμιώνας = λιμένας
λίμνα = λίμνη
λιμνάζω = λιμνάζω
λιμνίν = λίμνη
λιμνίτζιν = λίμνη
λιμνόπον = λίμνη
λιμνώνω = λιμνάζω
λιμοκουράουμαι = κάμπτομαι, λυγίζω από την πείνα
λιμός = λιμός, πείνα
page===4

λιμόχορος = χορός λιμού
λιμοχώριν = χωριό όπου υπάρχει συνέχεια πείνα
λιμοψοφώ = λιμοκτονώ
λιμπίζομαι = νοστιμεύομαι, επιθυμώ, λαχταρώ
λιμπισία = πράγμα που προξενεί επιθυμία της απολαύσεώς του
λιμπογούλης = λαίμαργος
λινάουμαι = κάμπτομαι, λυγίζομαι
λινάριν = φυτό λίνος και το νήμα από αυτό
λινέα = σχοινί μακρύ πάνω στο οποίο απλώνουν ρούχα
λινοκκόκι = σπόρος λίνου
λινόν = λινό
λινοσκεπασμένος = ο σκεπασμένος με λινό ύφασμα
λινόσπορος = λιναρόσπορος
λίντζα = κνήμη, ωλένη, κόκαλο
λιντζεύω = κόβω τους κλώνους φυτού
λιντρίουμαι = αναρριχώμαι σε λείο κορμό δέντρου
λιντριχτέριν = λείος κορμός δέντρου
λίνωμαν = ύφασμα που παλαιώνει τόσο πολύ ώστε τα νήματα λεπταίνονται και απομονώνονται χωρίς όμως να ανοίξει τρύπα
λινώνω = ύφασμα που παλαιώνει τόσο πολύ ώστε τα νήματα λεπταίνονται και απομονώνονται χωρίς όμως να ανοίξει τρύπα
λιόγγος = κοίλωμα γης λασπώδες, βαθύς λάκκος
λιουκίζω = θωπεύω, περιποιούμαι
λιπαρίτα = άγριο φυτό
λιπαρός = λιπαρός
λίπαση = λίπος φαγητού
λιπατά = είδος γυναικείου φορέματος
λιπατούμαι = αποκτώ ή φορώ λιπατάν
λιπουρτίζω = καταβροχθίζω λαίμαργα
λίρα = χρυσή λίρα
λιροπρόσωπος = δυσειδής, ασκημομούρα
λισάμπριν = περιλαίμιο σκύλου με σιδερένιες ακίδες προς άμυνα από λύκους, ράβδος με την οποία δένεται σκύλλος
λισγάριν = εργαλείο για σκάψιμο και όργωμα
λισγεύω = σκάβω, οργώνω, καλλιεργώ
λίσγος = εργαλείο για σκάψιμο και όργωμα
λισμώνω = αναστρέφω, χαλώ
λιστρεύω = σκάβω, οργώνω
λιστρίν = γεωργικά εργαλεία
λιτζάνα = αγριόχορτα εδώδιμα
λιφανίδιν = σταφύλι μακρουλό και μαύρο
λιφόριν = καρπός θάμνου που καρποφορεί δυο φορές το χρόνο
λιχνέας = λαίμαργος, αδηφάγος
λιχνεύω = τρώω λαίμαργα
λίχνη = κατά το λίχνισμα τα λεπτά άχυρα που παρασύρονται από τον άνεμο
λιχνίζω = λιχνίζω
λίχνισμαν = λίχνισμα
λιχτζέα = είδος χόρτου
λίχτρε = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό
λίχτρεμαν = όργωμα με λίχτρεν
λιχτρεύω = οργώνω με λίχτρεν
λιχτρί = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό
λιχτρομάκελλον = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό
λόβια = φυτά με μεγάλα καρδιόσχημα φύλλα
λοβίδια = τα γάγγλια της σάρκας ζώου
λοβίζω = βγάζω τα φασόλια από τον λοβό
λοβίν = το ανδρικό μόριο
λογάδιν = πολύτιμα κοσμήματα
λογάουμαι = λαμβάνω υπ’ όψιν, λογίζομαι, γίνεται λόγος περί εμού, λέγεται
λογαράζω = χρυσώνω, επιχρυσώνω
λογαρία = υπολογισμός αριθμητικός, σκέψη, συλλογισμός
λογαριάζω = λογαριάζω
λογαριασμός = λογαριασμός
λογάριν = περιουσία σε χρήματα
λογαρκή = μέτρο βάρους μισής οκάς
λογγόζιν = κοίλωμα γης λασπώδες, όρυγμα
λόγγος = κοίλωμα γης λασπώδες, όρυγμα
λογή = είδος, γένος
λογιάζω = ομιλώ προς κάποιον, ακούω με προσοχή, συλλέγω, μαζεύω
λογισμός = σκέψη, λογικό, νους
λογξίζω = έχω λόξυγκα
λογόδομαν = συγκατάθεση γονιών για να δώσουν την κόρη σε γάμο
λογοθέκα = ευφράδης, στωμύλα
λογοθέτης = ετοιμόλογος, ευφραδής
λογοκόψιμον = επίσκεψη του μνηστήρα στο σπίτι της νύφης για την τελική διαβεβαίωση του γάμου
λογομάντηλο = μαντήλι που αποστέλλεται στον μνηστήρα για την τελική συγκατάθεση του γάμου
λογοπαίρω = παίρνω την συγκατάθεση για τον γάμο της κόρης
λογόπαρμαν = η συγκατάθεση για τον αρραβώνα της κόρης, η προειδοποίηση τον οικείων της μνηστής προς τους οικείους του μνηστήρα πως ετοιμάζουν το γάμο
λογοπιάσκουμαι = λογομαχώ, φιλονικώ
λογοποιόμαι = λογομαχώ, φιλονικώ
λογόπον = λογάκι
λόγος = λόγος, υπόσχεση, φήμη, αιτία, αφορμή
λογοτριβή = λογοτριβή, φιλονικία
λογοτριβώ = φιλονικώ
λογύρ(ιν) = η πρώτη κυκλική σειρά λίθων πάνω στα οποία στηρίζεται όλος ο θόλος του φούρνου
λογυρίζω = περιφέρομαι
λογχίζω = λογχίζω
λοιμική = ιλαρά
λοιπά = λοιπά
λοίφη = τεμάχιο χοντρού υφάσματος προς τριβή στο μπάνιο
λόκοκκος = ο παρασκευασμένος από ολόκληρο σιτάρι
λοκούμιν = λουκούμι
λολέκα = στην παιδική γλώσσα χεράκι
λολότζιν = εργαλείο κεραμουργών
λολότζιν = πράγμα διάβροχο
λόμιν = λοστός
λομόναχος = ολομόναχος
λοντάριν = λιοντάρι
λοντρίζω = τεμαχίζω, κομματιάζω
λόνω = λιώνω
λοξά = λοξά
λοξαγγούρης = μεταφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος
λοξός = λοξός
λοπίν = το ανδρικό μόριο
λοπουτάζω = ραβδίζω
λοπουτέα = κτύπημα με ράβδο
λοπούτης = ασύνετος, αστόχαστος
λοπούτιν = ράβδος χοντρή
λορόι = ρολόι
λοτισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα
λότσος = αγροίκος, ηλίθιος
λουγγουρίω = κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό, επιθυμώ σφοδρά
λουγξίζω = έχω λόξυγκα
λούδ(ιν) = λουλούδι
λούζω = λούζω
λουκή = λευκή άργιλος που χρησιμοποιείται για το άσπρισμα των σπιτιών
λουκίζω = ασπρίζω το σπίτι με λουκή
λούκισμαν = άσπρισμα σπιτιού με λουκή
λουλά = σωλήνας, κρουνός, καπνοσύριγγα
λουλάκια = θραύσματα πήλινου αγγείου
λουλούδιν = λουλούδι
λουλούτζ(ιν) = πράγμα διάβροχο
λουμπίζω = τρώω βιαστικά χωρίς να μασήσω
page===5

λουμπούδα = καρπός πολύ ώριμος
λουμπουδιάζω = υπερωριμάζω
λουξίω = έχω λόξυγκα
λουξίω = έχω λόξυγκα
λουπακίζει = χιονίζει με μεγάλες νιφάδες
λουπώνω = ξύλο που φουσκώνει από το νερό
λούρα = λύρα
λουσιμάτιν = εκείνο που είναι για λούσιμο
λούσιμο(ν) = λούσιμο
λουσίον = λούσιμο
λούσκον = πράγμα διάβροχο
λούστρον = λούστρο
λουστροπρόσωπος = χλευαστικώς, μελαχρινός, μαύρος
λουτούδιν = δέντρο που έχει καρπούς σαν κεράσια με κίτρινο χρώμα
λουτουδόπον = δέντρο που έχει καρπούς σαν κεράσια με κίτρινο χρώμα
λουτουρία = λειτουργία
λουτρακά = τα χρειαζούμενα για το λουτρό
λουτρίσκουμαι = λούζομαι
λουτρόν = λουτρό
λουτρόπου = 24 Ιουνίου όταν γίνεται η τροπή του ήλιου
λουτρουΐα = λειτουργία
λουτρουώ = λειτουργώ
λουφτουκάρυ = φουντούκι
λοφκοτάρυν = φουντούκι
λοφτοκάρυν = φουντούκι
λόχα = υπερβολική ζέστη
λοχμανώ = ασθμαίνω, πνευστιώ
λοχόνα = λεχώνα
λοχουσία = τοκετός, λοχεία
λυγεροκορμούσα = λυγερόκορμη
λυγερός = λυγερός
λυγίδιν = ευλύγιστη βέργα
λυγιδόξυλον = ξύλο κατάλληλο για λυγισθή
λυγιδούμαι = κάμπτομαι, λυγίζομαι
λυγίζω = λυγίζω
λύγισμαν = λύγισμα
λυγνός = λιγνός
λυθρίδιν = ριζάρι, αγριόχορτο εδώδιμο
λυθρινόρριζα = η ρίζα του ερυθροδάνου
λυκάνθρωπος = λυκάνθρωπος
λυκάσκουμαι = λυπούμαι
λυκιάουμαι = λυσσώ από δάγκωμα λύκου
λυκογούνιν = γούνα από δέρμα λύκου
λυκοδόπον = λύκος
λυκοκαλομάννα = προγιαγιά
λυκομάσετος = εκείνος που τον μασάει ο λύκος
λυκομάχιν = περιλαίμιο σκύλου με σιδερένιες αγκαθωτές προεξοχές για άμυνα κατά λύκου
λυκομαχώ = μάχομαι με λύκο
λυκοπάππος = προπάππους
λυκοπεθερός = πατέρας ή παππούς πεθερού
λυκοπούλλιν = νεογνό λύκου
λυκόρριζα = γλυκόριζα
λύκος = λύκος
λυκοτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν λύκοι
λυκοτσούνα = λύκαινα
λυκουδάς = λύκος
λυκούδιν = λύκος
λύκουδος = λύκος
λυκούτζης = μικρός λύκος
λυκοφάετος = εκείνος που είναι να τον φάει λύκος
λυκοχάντζιν = καιρός που συννεφιάζει
λυκοχάντζου = δαιμόνιο με μορφή λύκου
λυκοχάσμα = το άνοιγμα των δακτύλων αντίχειρα και λιχανού λαμβανόμενο ως μέτρο μήκους
λύντζιν = μικρός και λείος λίθος ακρογιαλιάς
λύνω = λύνω
λύπη = λύπη
λυπητερά = λυπητερά
λυπητερός = λυπητερός
λυπίζω = προξενώ λύπη, λυπάμαι
λυπούμαι = λυπάμαι
λύρα = λύρα
λυρθίδ(ιν) = ριζάρι, αγριόχορτο εδώδιμο
λυριτζής = λυριτζής
λύσιμο(ν) = λύσιμο
λυσιμονή = άφεση, συγχώρεση
λυσσάζω = λυσσάζω, βουλιμιώ
λυσσάρης = λυσσάρης, λαίμαργος
λυσσία = λυσσία
λυταρίζω = βούτυρο το οποίο δεν συμπυκνώνεται σε βώλους κατά το δρουβάνισμα, αλλά μένει σκόρπιο μέσα στο γιαούρτι
λυτάριν = μη συμπυκνωμένο, χαλαρό
λυτία = ημέρα μη νηστήσιμος
λυτός = λυτός
λυτρωμονή = ελευθέρωση, λυτρωμός
λυχνάζω = ύφασμα διαφανές
λυχνάριν = λύχνος
λυχναρομύτης = μυξιάρης
λυχναρομύτιν = το άκρο του λύχνου
λυχναροστάτης = το μέρος που αποτίθεται ο λύχνος
λυχνίζω = ύφασμα διαφανές
λύχνος = λύχνος
λυχνοστάτης = το μέρος που αποτίθεται ο λύχνος
λωβία = ανόητη
λωλά = μιλάω ψευδά
λωλίζω = τραυλίζω, ψευδίζω, είμαι κωφάλαλος
λωλός = τραυλός, κωφάλαλος
λωλότσης = ηλίθιος, μωρός
λώλωμαν = καθιστώ κάποιον άφωνο, άλαλο
λωλώνω = καθιστώ κάποιον άφωνο, άλαλο
λωλωτά = ψευδά, τραυλίζοντας
λωλωτός = λίγο τραυλός
λώμα = ούγια
λωματικά = διάφορα είδη ρουχισμού
λωματοθήκη = θήκη για ρούχα
λωματόσκοινον = σχοινί στο οποίο απλώνουν ρούχα
λωράζω = μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών με δερμάτινες λωρίδες, κολοκύθα που εκφύει ελικοειδείς βλαστούς
λωράριν = υπόδημα με πολλά λουριά
λωρί(ν) = δερμάτινο λουρί
λωρίαγμαν = μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών
λωρίασμαν = λωρίαγμαν μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών
λωρίζω = πλέκω κόσκινο με λεπτές δερμάτινες λωρίδες, υγραίνομαι, νοτίζω
λωρίτζιν = δερμάτινος τελαμών ξίφους
λωροκόσκινον = κόσκινο πλεγμένο με λεπτές δερμάτινες λωρίδες
λώρωμαν = κολοκύθα που εκφύει βλαστούς, υγραίνομαι, νοτίζω
λωρώνω = κολοκύθα που εκφύει βλαστούς, υγραίνομαι, νοτίζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit