|
Публикации
Понтийско-новогреческий словарь Δ-ΛΔδάβα = πέρασμα, διάβαση δαβάζω = μεταβιβάζω δαβάζω = διαβάζω δαβαίνω = διαβαίνω δάβαση = διάβαση δάβασμα = διάβασμα δάβασμα = μετάβαση στο αντικρινό μέρος δαβασταρία = διαβασμένη δαβαστέας = διαβασμένος δαβαστής = διδάσκαλος Τούρκος δαβαστός = περασμένος δαβάτες = διαβάτης, οδοιπόρος δαβγατίζω = διαπερνώ δαβολεύω = δίνομαι διάβολος, πανούργος δαβολία = διαβολιά δαβολίζω = διδάσκω να είναι κάποιος πανούργος δαβολικός = διαβολικός δαβολισία = πανουργία, πονηριά δαβόλισμαν = το να εμπνέει σε κάποιον πονηρές σκέψεις δαβολίτζα = διαβολάκια δαβολίτζος = έξυπνος, πανούργος δαβολολάγηνον = λαγήνι στο οποίο διατηρούνται πυτιά για την τυροκομία δαβολοπούλλιν = παιδί διαβόλου, μεταφ. παιδί πανούργο δάβολος = διάβολο δαβολόσπορον = διαβολόπαιδο δαβολοφάγετον = απόκτημα που προέρχεται από αδικία και ματαίως αφανίζεται δαβολοφούσκωτος = χήρα προκλητική δαβολωσύνα = πανουργία, πονηριά δαβρέχω = ποτίζω λίγο δαβρίν = ραβδί δάδ(ιν) = δαδί δαδάριν = ξύλο που έχει δαδί δαδέα = οσμή δαδιού δαδένος = ρητινώδης δαδίν = δαδί δαδόξυλον = ξύλο που έχει δαδί δαδόπον = δαδάκι δάζω = διευθετώ τον στήμονα στο υφαντικό ιστό δάζω = μεταβιβάζω δαίμονας = δαίμονας δαιμονάσκουμαι = δαιμονίζομαι δαιμονέας = δαιμόνιος δαιμόνιγμαν = δαιμονίζω δαιμονίζω = δαιμονίζω δαιμόνιον = δαιμόνιον δακέα = δαγκωματιά δακεύω = χειροτονούμαι διάκονος δάκινω = δαγκώνω δακίτζος = μικρός διάκος δακλύζω = ξεβγάζω δακλώ = ξεβγάζω δακλώσκουμαι = περιφέρομαι τριγύρω δάκνεμα = δαγκωματιά δακνέτζης = αυτός που δαγκώνει δάκνω = δαγκώνω δακομπώ = ξεσκονίζω δακόπουλλον = μικρός διάκος δάκος = διάκος δακόσοι = διακόσιοι δακράζω = δακρύζω δακροβολώ = χύνω δάκρυα δακρόπον = λίγα δάκρυα δάκρος = δάκρυ δάκρυ = δάκρυ δακρύζω = δακρύζω δάκρυον = νερό λίγο ψυχρό δάκρυσμαν = δακρύζω δακρώ = δακρύζω δακρώνω = δακρύζω δάκω = δαγκώνω δαλαλετής = κήρυξ δάλος = ξεχώρισμα δαλύζω = διαλύω δαλυστέρα = χτένα δαλυχτέριν = χτένα δαμάλα = αγελάδα δαμάλιν = αγελάδα δαμέσιν = χορτόπιτα δαμετρούμαι = τρώω με μέτρο δαμοιράζω = δαμοιράζω δανείζω = δανείζω δανεικόν = δανεικό δάνεισμαν = δανείζω δανειστής = δανειστής δανείω = δανείζω δάνος = το δανειζόμενο δάνω = διαβαίνω, περνώ δάξιμο(ν) = δήγμα, δάγκωμα δαπάνα = δαπάνη δαπανάγουμαι = παίρνω τα αναγκαία εφόδια δαπανίζω = εφοδιάζω με τα αναγκαία εφόδια τροφής δαπατώ = διέρχομαι, περιέρχομαι δαπερώ = διαπερνώ δάπλοκο = κλάδος θάμνου που χρησιμοποιείται ως πάσσαλος στην κατασκευή φράχτη δαρβέσος = δερβίσης δάργυρη = υδράργυρος δαρέσα = είδος πίτας δαρίζω = διαμοιράζω, διανέμω δάριν = σιτηρέσιο δάρισμαν = διαμοιράζω, διανέμω δαριστέριν = όργανο δια του οποίου γίνεται η διανομή δαριστής = διανομέας δάρκουμαι = δέρνω δάρμαν = δέρμα δαρμενεία = νουθεσία, συμβουλή δαρμενευτής = σύμβουλος, αυτός που νουθετεί δαρμενεύω = νουθετώ, συμβουλεύω δαρμός = δαρμός, χτύπημα δάροφον = διάφορο δάρσιμον = χτύπημα, δαρμός δάρτι = προ ολίγο δαρτιζ’νος = ο προ λίγο γινόμενος δαρώ = ξαναμωραίνομαι δάσιμο = διάβαση δάσιμον = διευθέτηση στήμονα στο υφαντικό ιστό δασκαλεία = διδασκαλεία δασκαλείον = σχολείο δασκάλεμα = συμβουλή, νουθεσία δασκαλεύω = δασκαλεύω δασκαλική = διδασκαλική δασκαλικόν = δασκαλικά δασκαλικός = δασκαλικός δασκαλίνα = σύζυγος δασκάλου δασκαλίτζης = μικρός σε ηλικία δάσκαλος δασκαλοπαίδιν = τέκνο δασκάλου, μαθητής δάσκαλος = δάσκαλος δασκαλωσύνα = το επάγγελμα του δασκάλου δασκεία = κατήχηση δασκελώ = διασκελίζω δασκευή = κατήχηση δασκευτά = με διδαχή θρησκευτική δασκευτέριν = βιβλίο με θρησκευτικές διδαχές δασκεύω = κατηχώ δάσμα(ν) = μεταβιβάζω δάσος = δάσος δαστήρα = ιστός αράχνης δαστηρώνω = γεμίζομαι από αραχνιές δαστολίχω = κατασταλάζω δάστρα = ιστός αράχνης δασύν = αυτός που έχει πυκνή σύσταση δασύρω = δασύρω δαταγερός = αυτός που δίνει διαταγές, προστάζει δαταγή = διαταγή δαταγός = ο διατάσσων, διευθύνων δαταγωγή = τακτοποίηση, διευθέτηση οικίας δαταγωγός = εκείνος που διατάσσει, διευθύνει δατάζω = διατάζω, προστάζω δατάχτορας = εκείνος που διατάζει, ορίζει δατινάουμαι = ανατινάσσομαι δάτος = τραύμα δατρέχω = νήμα που διαπερνά εύκολα στη βελόνα δατρός = γιατρός δατώνω = τραυματίζομαι δαυκίν = δαύκος δαυλάζω = χτυπώ με δαυλό δαυλίζω = υποκινώ εχθρότητα δαυλίν = απόκαμα ξύλου δαυλιστέριν = όργανο με το οποίο υποδαυλίζουν τα καιόμενα ξύλα εστίας δαφεγγίζω = βλέπω αμυδρώς δαφεντεύω = διαφεντεύω δάφνη = δάφνη δαφνίδιν = δάφνη δαφνιδόφυλλον = φύλλο δάφνης δαφνίν = δάφνη δαφνόκλαδον = κλαδί δάφνης δαφνοκούκκουτζο = καρπός δάφνης δαφνόλαδον = δαφνέλαιο δάφνον = δάφνη δαφνόρριζον = ρίζα δάφνης δαφνόφυλλον = φύλλο δάφνης δαφορά = διαφορά δαφορεύω = εξουσιάζω, δεσπόζω δαφτουλίζω = ξεπουπουλίζω δαφυντής = διευθυντής δαχατέρα = θυγατέρα δάχλον = δάχτυλο δάχουλεν = υπόθερμο, χλιαρό δαχτερόν = καλάθι όπου τοποθετούν αδράχτια δαχτυλάζω = ψαύω με το δάκτυλο δαχτύλασμαν = ψαύω με το δάκτυλο δαχτυλέα = δαχτυλιά δαχτυλήθρα = δαχτυλήθρα δαχτυλήτρα = δαχτυλήθρα δαχτυλίασμαν = ψαύω με το δάκτυλο δαχτυλίδα = ψαύω με το δάκτυλο δαχτυλίδιν = δαχτυλίδι δαχτυλίζω = δοκιμάζω τροφή με το δάχτυλο δαχτύλιν = δάκτυλος δαχτυλίτζα = δαχτυλάκι δαχτυλίτζιν = δαχτυλίδι δαχτυλίτζος = δαχτυλίδι δάχτυλον = δάχτυλο δαχτυλόπον = δαχτυλάκι δέβα = πέρασμα, διάβαση δεβάζω = διαβάζω δεβαίνω = διέρχομαι, περνώ δέβαση = διάβαση δεβαστέας = διαβασμένος δεβαστός = περασμένος δεβάτες = διαβάτης, οδοιπόρος δεβγατίζω = διαπερνώ δεβγάτισμαν = περνώ το στημόνι στα μιτάρια του αργαλειού δέδιν = κακή τύχη, κακό ριζικό δέηση = δέηση δείκινω = δείχνω δεικνύζω = δείχνω δείκνω = δείχνω δείλαγμαν = δειλία δειλαίνομαι = δειλιάζω δειλία = δειλία δειλιασμένα = δειλιασμένα δειλίζω = δειπνίζω δείλιν = δείπνο δειλινάζω = παρέχω στα ζώα την απογευματινή τροφή δειλινάριν = γεύμα την ώρα του δειλινού δειλινόν = δείπνο δειλός = δειλός δεινά = θαμπά δείνα = αντωνυμία που αναφέρεται αντί προσώπου δεινός = θαμπός δείξα = καλή εμφάνιση δείξιμο(ν) = δείξιμο δειπνώ = δειπνώ δείσα = ομίχλη δεισακός = ομιχλώδης δεισάρα = θαμπά, θολά δεισάριν = ομιχλώδης δεισόβολον = τόπος ομιχλώδης δεισοτόπιν = τόπος ομιχλώδης δεισοφώλιν = τόπος ομιχλώδης δείσωμαν = η μεταβολή του καιρού σε ομιχλώδης δεισώνω = γίνομαι ομιχλώδης δεισωτός = ομιχλώδης δεκαδύο = δώδεκα δεκανίκιν = δεκανίκι δεκαοχτώ = δεκαοχτώ δεκαπεντάχρονος = δεκαπεντάχρονος δεκαπέντε = δεκαπέντε δεκάριν = δεκάρικο δεκατέσσαροι = δεκατέσσερα δεκατρείς = δεκατρείς Δεκατριόνης = ήρωας παραμυθιού ο οποίος είναι ο δέκατος τρίτος και τελευταίως στη σειρά αδελφών δέκρον = δάκρυ δελάζω = περιπλέκω, μπερδεύω δελακώνω = κάνω θηλιά δελάριν = μπερδεμένο νήμα δελαστήρα = εμπόδιο, πρόσκομμα δελίασμαν = περιπλέκω, μπερδεύω δελινάρ(ιν) = γεύμα την ώρα δειλινού δελιώ = δειλιάζω δέλτα = δέλτα δελφίνιν = δελφίνι δελφίνος = δελφίνι δελφλινόλαδον = δελφινέλαιο δελ’νάζω = παρέχω στα ζώα την απογευματινή τροφή δέμα = δέμα δέμακρον = στενό και λίαν επίμηκες δεματάζω = δεματιάζω δεματικόν = δεσμός δεμάτιν = δέμα σταχυών δεν = δεν δεναστά = επείγουσα ανάγκη δενέξιμον = διώξιμο δενέχω = διώχνω δεντράριν = δάσος δεντρίν = δενδρύλλιο δεντρίτζιν = δέντρο δεντροκέφαλον = κορυφή δέντρου δεντρόκλαδον = κλαδί δέντρου δεντρολάχανον = λαχανίδα με μεγάλα φύλλα χωρίς μάπαν δεντρολίβανον = δεντρολίβανο δεντρολογία = διάφορα είδη δέντρων δεντρομόλοχον = αλθαία δεντρόν = δέντρο δεντρότοπος = σύνδενδρος δεντροφύλλωμαν = φυλλοφορία δέντρων δεντρόφυτος = δεντρόφυτος δεντρώνω = δεντρώνω δένω = δένω δεξά = δεξιά δεξάμενος = νονός δεξιά = δεξιά δεξίζω = δείχνω δεξιμάτης = βαπτιστικός δέξιμον = διώξιμο δεξιός = δεξιός δέξισμα(ν) = δείχνω δεξός = δεξιός δεξοχέρης = επιδέξιος δέρ(ιν) = σιτηρέσιο δερβίσης = δερβίσης δερίζω = διαμοιράζω, διανέμω δέρμαν = δέρμα δέρμαν = δαρμός δερματώνω = εκφύω δέρμα, επουλώνομαι δερνοκοπώ = ολοφύρομαι, μαλλιοτραβιέμαι δερπάνιν = δρεπάνι δέρω = δέρνω, χτυπώ δεσίδα = μορφή, πρόσωπο δέσιμον = δέσιμο δεσκαλεύω = δασκαλεύω δεσκαλική = δασκαλική δεσκαλικόν = δασκαλικό δεσκαλίτζης = μικρός σε ηλικία δάσκαλος δέσκαλος = δάσκαλος δεσκαλωσύνα = το επάγγελμα του δασκάλου δεσμέα = οσμή δυόσμου δέσμη = δέσμη δεσμόλαδον = μινθέλαιο δέσποινα = οικοδέσποινα, οικοκυρά δεσποινίτζα = αλκυόνη δεσποτακός = αυτός που ανήκει σε δεσπότη, μεγαλοπρεπής, ωραίος, γενναιόδωρος δεσπότης = δεσπότης δεσποτική = δεσποτική δεσποτικόν = αρχιερατικός θρόνος δεσύν = εκείνος που έχει πυκνή σύσταση δετζίμιν = σχοινί δευτεοπούλλιν = δεύτερο νέο σμήνος μελισσών δευτεράζω = νηστεύω την Δευτέρα δευτεράζω = επαναλαμβάνω δευτεραίος = δεύτερος δευτεράτικα = κατά την Δευτέρα δευτεράτισσα = γυναίκα που νηστεύει την Δευτέρα δευτερεία = δεύτερη τάξη του σχολείου δευτεροδόναρον = δεύτερο νέο σμήνος μελισσών δευτεροκλειδούμαι = κλειδώνομαι καλά δεύτερος = δεύτερος δευτερόσυκον = συκιά που καρποφορεί δύο φορές δευτερώνω = επαναλαμβάνω δεχνύζω = δείχνω δέχνω = διώκω δέχομαι = δέχομαι δέχω = διώκω δημογέροντας = δημογέροντας δημογεροντία = δημογεροντία διά = διά διαβολιά = διαβολιά, ραδιουργία διάβολος = διάβολος διαβολοσυκέα = άγρια συκιά διαβολόσυκο = καρπός της άγριας συκιάς διαθήκη = νουθεσία, συμβουλή διακλύζω = ξεβγάζω διάκλυσμα = ξέβγαλμα διακόπουλλο = μικρός διάκος διάκος = διάκος διακρίνω = διακρίνω διάκριση = διάκριση διαλαλίζω = διαλαλώ διάλος = ξεχώρισμα διάλυσμα = ξεχώρισμα διαλύστρα = αραιή χτένα διαλύω = χτενίζω με διαλύστρα διαμάντιν = διαμάντι διαμέρια = τα πήγαινε έλα διαμερίδια = τα πήγαινε έλα διαμερίζομαι = διαμελίζομαι διαμερίσματα = τα πήγαινε έλα διαρίω = διαμοιράζω, διανέμω διαφεντεύω = διαφεντεύω διαφορά = διαφορά διαφορεύω = χρήματα που αυξάνονται δια τοκισμού διαφορλαεύω = χρήματα που αυξάνονται δια τοκισμού διάφορον = ωφέλεια διβέργιν = γεωργικό εργαλείο διβωλίζω = οργώνω αργό για δεύτερη φορά διβώλισμαν = δεύτερο όργωμα αγρού δίγαμος = δίγαμος διγενής = δίγνωμος δίγνωμος = δίγνωμος δίγοργον = είδος χορού διγουλίζω = τρώω δύο φορές δίγω = δίνω δίγως = δίχως διδαχή = διδαχή διδυμάντραρον = δίδυμος καρπός διδυμάριν = δίδυμοι διδυμαρίτζα = καρποί δύο συμφυείς διδύμιν = κλωστές που εξέχουν στο ύφασμα, το οποίο δεν υφάνθηκε σωστά δίδυμο = δίδυμο διεστραμμένος = διεστραμμένος διέχω = διώκω διήμερα = διήμερα διήμερος = διήμερος δίκαια = δίκαια δικαιοκρίτης = δικαστής δίκαιος = δίκαιος δικαιοσύνε = δικαιοσύνη δικαίωμα = δικαίωμα δικαιώνω = δικαιώνω δικαιωτικός = δίκαιος δικανίκιν = δεκανίκι δίκαρδον = δίκροκος δίκαρπον = καρπός με δύο πυρήνες δικαρπόσυκο = συκιά δις καρποφορούσα δικάταρτον = πλοίο με δύο κατάρτια δίκατζον = αυτός που έχει στη μία άκρη δύο προεκβολές δικέλλιν = δικέλλι δικέριν = κηροστάτης με δύο κεριά δίκερος = αυτός που έχει δύο κέρατα δικεροτρίκερα = το αρχιερατικό δικέριν και τρικέριν δικέφαλον = δικέφαλος δικλωπία = ανειλικρίνεια, διπροσωπία, μεροληψία δίκλωπος = διπρόσωπος, δόλιος δίκνω = ξαίνω το βαμβάκι με τόξο δικοκιάζω = κλώθω δύο μονά νήματα εις διπλούν δικοκιστά = διαβάζω με δυσκολία δικοκκίζω = κάνω ανάγνωση επαναλαμβάνοντας δυο φορές την συλλαβή ή την λέ δίκοκκος = καρπός με δύο πυρήνες δίκοκον = νήμα κλωσμένο δύο φορές δίκολος = εκείνος που έχει δύο κώλους δικομίζω = αθροίζω, συνάγω, συγκομίζω δίκοντος = πολύ κοντός δικοπερώ = περνώ κάποιον από δίκη σε δίκη δικοπορεία = η εξ ιδίων οικονομική επάρκεια δικοπορεύω = εξοικονομώ δικοπορώ = φέρω εις πέρας δίκοπος = δίκοπος δίκορμος = εκείνος που έχει δύο κορμούς δίκορτζον = διφυής καρπός λεπτοκαρύου δικούκαρος = εκείνο που έχει δύο αγκίστρια, διχαλωτός δικούριν = δυο φορές κουρεμένο πρόβατο δικουρίτζα = δυο φορές κουρεμένη προβατίνα δικράνιν = όργανο αλωνιστικό με δύο δόντια δίκωτα = αμφίβολη κατάσταση διλαβίτζα = αγγείο πήλινο με δύο λαβές δίλαβον = εκείνος που έχει δυο λαβές διλογίζω = λέω κάτι με έννοια διφορούμενη διμαγγείον = είδος αγγείου δίμακρον = στενό και επίμηκες διμάντηλον = δυο μαντήλια δίμηνος = δίμηνος διμίτα = είδος υπόγειου βολβού δίμιτον = ύφασμα του οποίου ο στήμονας υφάνθηκε με δυο κλωστές διόλου = διόλου διόπιστος = φιλάργυρος διορθώνω = διορθώνω, επισκευάζω, τακτοποιώ διορίζω = διορίζω, προστάζω, διευθύνω δίπαντρος = δυο φορές παντρεμένη διπάτιν = οικοδομή με δύο πατώματα δίπηχον = μήκος δύο πηχών δίπιστος = εκείνος που έχει δύο θρησκείες, μία κρυφή και μια φανερή διπίτυχον = αυτό που εξαρτάται από την τύχη δίπλα = δίπλωμα, συστολή διπλά = διπλά διπλάζω = διπλασιάζω διπλανάθεμαν = επανάληψη του αναθέματος Διπλανάσταση = εσπερινός του Πάσχα ψαλλόμενος ανήμερα το μεσημέρι διπλάροι = πολλοί δίπλαση = διπλασιασμός νήματος δίπλασμαν = διπλασιασμός διπλοκλαδεύω = κλαδεύω δεύτερη φορά διπλοκλειδώνω = διπλοκλειδώνω διπλοκοσκινίζω = διπλοκοσκινίζω διπλοκουμποδέσιμον = διπλοκουμποδένω διπλοκουράζω = συμπτύσσω δύο φορές διπλοκουρεύω = κουρεύω σύρριζα διπλοκόφτω = κόβω δεύτερη φορά διπλολάλεμαν = δεύτερη πρόσκληση διπλολαλώ = καλώ δεύτερη φορά διπλομανταλώνω = κλείνω καλά με μάνδαλο διπλομενύω = μηνύω, ειδοποιώ δεύτερη φορά διπλοντράνω = κοιτάζω, παρατηρώ καλά διπλοπαρακαλώ = παρακαλώ πολύ διπλοπέρβολον = τοίχος με δύο σειρές λίθους διπλοπλέκω = πλέκω με διπλή κλωστή διπλοπροσωπία = διπλοπροσωπία διπλοπρόσωπος = διπλοπρόσωπος διπλορωτώ = ξαναρωτώ διπλός = διπλός διπλοσιδεράζω = δένω με διπλές αλυσίδες διπλοσιδερίασμαν = δέσιμο με διπλές αλυσίδες διπλοτηγανέα = διπλή τηγανιά διπλοφώναγμαν = επίκληση, παράκληση επαναλαμβανόμενη διπλοχάλκινον = κατασκευασμένος με διπλά φύλλα χαλκού δίπλωμαν = δίπλωμα, σύμπτυξη διπλώνω = συμπτύσσω διπλωτά = διπλωμένα, συνεπτυγμένα διπλωτός = διπλωμένος, συνεπτυγμένος δίποδος = δίποδος δίπορτος = δίπορτος διπόταμος = μέρος συμβολής δυο ποταμών διπροσωπία = διπροσωπία διπρόσωπος = διπρόσωπος διπυρίζω = αγελάδα που αισθάνεται οργασμό για δεύτερη φορά δίπυρος = δυο φορές αναφερμένος την ημέρα αυτή, πολύ πυρωμένος διπυρώνω = υποτροπιάζω διράζω = διαμοιράζω, διανέμω διρρώγικον = αγελάδα που έχει δυο μαστούς υγιείς δις = δυο φορές δισακκιάζω = βάζω κάτι στο δισάκκι δισακκίζω = βλέπω τα αντικείμενα διπλά δισάκκιν = διπλό σακί δίσακκον = διπλό σακί δισεγγόνιν = δισέγγονος δισεχτία = δίσεκτο έτος δίσεχτος = δίσεκτος δισκάριν = ξύλινος δίσκος, δίσκος της εκκλησίας δισκοπότηρον = δισκοπότηρο δίσκος = δίσκος δίσκουλα = δυο σκέλη δισσώμιν = το διπλό μέρος του πουκαμίσου ανάμεσα στον τράχηλο και τον ώμο δίστειρον = ζώο που μένει στείρο δύο χρόνια συνεχώς δίστομος = δίστομος διστρατίζω = διακλαδίζομαι δύο φορές διστράτιν = το μέρος όπου ο δρόμος διχάζεται σε δύο διστράτισμαν = διχασμός δρόμου σε δύο δισυντεκνία = κουμπαριά δίφανον = είδος δικτύου διφορίζω = φυλλοφορώ δεύτερη φορά, φύομαι εκ δευτέρου διφόριν = καρπός θάμνου που καρποφορεί δύο φορές το χρόνο διφούρνιν = φούρνος αναμμένος δύο φορές συνέχεια διφυλλίζω = εκφύω δύο φύλλα, εκφύω πολλά φύλλα δίφυλλος = δίφυλλος διχάλιν = κορμός δέντρου διχαλωτός, αλωνιστικό όργανο διχαλωτό διχαλωτόν = διχαλωτό αλωνιστικό όργανο δίχειλος = δίχειλος διχερέα = ποσότητα όση χωράει το χέρι δίχεριν = ποσότητα όση χωράει το χέρι διχόνοια = διχόνοια διχός = χωρισμένος στα δύο δίχουτα = αμφίβολος κατάσταση διχρονίζω = γίνομαι διετής δίχρονος = δίχρονος διχτράτ(ιν) = μέρος όπου ο δρόμος διχάζεται στα δύο δίχτυν = δίχτυ δίχως = δίχως δίχωτα = αμφίβολος κατάσταση δίψα = δίψα διψάκα = ζωύφιο των γλυκών υδάτων διψακούδα = ζωύφιο των γλυκών υδάτων δίψυχος = έγκυος διψώ = διψώ διώκω = διώκω διώξιμον = διώξιμο, απέλαση διωρία = διορία, προθεσμία διώς = δίχως δογματίουμαι = μανθάνω, συνηθίζω δόδιν = κακή τύχη, κακό ριζικό, φόβος δοθή = διεύθυνση επιγραφομένη σε επιστολή δοιάκιν = πηδάλιο πλοίου δοκιάζω = στεγάζω με δοκούς δοκιμή = δοκιμή δόκιν = δοκός, δοκάρι δολάπιν = ντουλάπι, ερμάριο δολερός = δόλιος, πανούργος δόλος = δόλος δολώνω = νοθεύω δόμακρον = επίμηκες δονάριν = νέο σμήνος μελισσών, κυψέλη μελισσών δονίζω = βομβώ, ηχώ δόνισμαν = βοή, αντήχηση, σμηνουργία μελισσών δόνο = νέο σμήνος μελισσών δονόν = μάνδρα, οικία δονός = οδός δοντάζω = δαγκώνω, αμβλύνομαι δοντάριν = οδοντωτός δοντέα = ίχνος δαγκώματος, δάγκωμα δόντιν = δόντι δοντολάβιν = όργανο εξαγωγής δοντιών δοντοπονίος = πόνος δοντιού δοντόπονος = πόνος δοντιού δονώ = βομβώ, ηχώ δόξα = δόξα δόξα = δόξα δόξα = ουράνιο τόξο δοξάζω = δοξάζω δοξεύω = γεραίρω, τιμώ δοξολογώ = δοξολογώ, υμνώ δοράκινο = ροδάκινο δόσα = δώρα, προίκα δόσιμον = το να δίνει κανείς, φόρος δημόσιος δότες = ο παρέχων αγαθά δούγω = δίνω δουκαλάζω = άγω, οδηγός ζώων, νουθετώ, συμβουλεύω δουκαλεύω = άγω, οδηγός ζώων, νουθετώ, συμβουλεύω δουκάλιν = χαλινός, καπίστρι ζώου δουκαλοστέλιν = η άκρη του καπιστριού δουκάνα = δύο παράλληλα ξύλα ενωμένα πάνω και κάτω δούκισσα = παρωνύμιο γυναίκας που αποφεύγει την εργασία ως μη συνηθισμένη δουλεία = δουλειά δούλεμα(ν) = δουλειά, εργασία, κατεργασία, καλλιέργεια δουλευτέας = φιλόπονος, εργατικός δουλευτής = φιλόπονος, εργατικός δουλεύω = δουλεύω δούλεψη = δούλεψη δουλιάζω = ασχολούμαι με εργασία δουλίτζα = δουλίτσα δουλόπον = δουλίτσα δούλος = δούλος δουλοσύνη = υπηρεσία δουμακιάζω = παχαίνομαι, πρήζομαι δουμάκιν = λιπώδης και παχιά ουρά προβάτου δουμακώνω = παχαίνομαι, πρήζομαι δουρβανίζω = παράγω βούτυρο μέσω ειδικού οργάνου από γάλα ή γιαούρτι δουρβάνιν = ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο φτιάχνεται το βούτυρο από γάλα ή γιαούρτι δούω = δίνω δόχνω = διώκω δράζω = αρπάζω, ανάβω, πυρώνω, κολλώ, συγκολλώ δράκα = ότι περιλαμβάνεται στις δύο παλάμες Δρακέλλενος = γενναίος έλληνας δρακοντακός = δρακοντικός δρακοντικός = πελώριος, υπερμεγέθης, δυνατός, ισχυρός δρακοντιώ = μεγαλώνω δυναμώνω και γίνομαι δράκος δρακοντοκεφαλίτες = εκείνος που έχει δράκου κεφάλι δρακοντοπέγαδον = βρύση που φυλάσσεται από δράκο δρακοντοπούλλιν = παιδί δράκου, παιδί ανδρειωμένου δράκος = δράκος δραμονή = φορά, τρέξιμο δραμός = χτύπημα, ξυλοκόπημα δρανίν = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας δρανοκέφαλον = το πέρα της οριζόντιας στέγης μέρος δραξανίζω = δρασκελίζω δράξιμον = αρπαγή, συγκόλληση δραξούδα = κολλιτσίδα δραξούρα = κολλιτσίδα δράργυρη = υδράργυρος δράχνω = αρπάζω, πυρώνω, κολλών δραχτερόν = καλάθι όπου τοποθετούν αδράχτια δραχτό = κολλητό δρεπάνιν = δρεπάνι δρεύω = ποτίζω φυτά και δέντρα δριμίτα = είδος υπόγειου βολβού δριμίτζα = λευκός μύκητας εδώδιμος δριμίτιν = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση δριμυτίζω = έχω γεύση δριμεία δρομάζω = δίνω δρόμο, νουθετώ, συμβουλεύω δρόμος = δρόμος δροπάν(ιν) = δρεπάνι δροσάνα = είδος σύκου δροσανόσυκα = είδος σύκου δροσερός = δροσερός δροσίζω = δροσίζω δρουβάγγειν = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου δρουβαγγίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι δρουβανίζω = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι δρουβάνιν = ξύλινο δοχείο για παραγωγή βουτύρου δρουβάνισμαν = παράγω βούτυρο μέσα σε ειδικό όργανο από γάλα ή γιαούρτι δρουβανόξυλον = ξύλο οροφής από το οποίο κρέμεται το δρουβάνιν δρουβανοσκοίνα = σκοινιά από τα οποία κρέμεται από την οροφή το δρουβάνιν δρυδένος = από δρυς κατασκευασμένος δρύδιν = δρυς δρυδόξυλον = ξύλο δρυός δρυδόπον = δρυς δυάριν = χαρτί δυο παιγνιόχαρτο δύμισυ = δυόμιση δύναμη = δύναμη δύναμος = παντοδύναμος, ρωμαλέος δυνάμωμαν = σφοδρότητα δυναμώνω = δυναμώνω δυναμωτικός = δυναμωτικός δυναστά = επείγουσα ανάγκη δυναστεία = θλίψη, κακουχία δυναστεύω = βασανίζω, τυραννώ δυνατά = δυνατά δυνατεύω = δυναμώνω δυνατός = δυνατός δυνατύνω = δυναμώνω δύνουμαι = δύναμαι, μπορώ δύο = δύο δυοινέτερον = των δύο δυσακά = δυτικά δύσεμα = δυτικός άνεμος δύση = δύση δυσκόλεμαν = πίεση, στενοχώρια δυσκολεύω = δυσκολεύω δυσκολία = δυσκολία δύσκολος = δύσκολος δώδεκα = δώδεκα δωδεκάδα = δωδεκάδα δωδεκαήμερον = δωδεκαήμερο δωδεκάμηνος = δωδεκάμηνος δωδεκάρα = βασιλικό συμβούλιο αποτελούμενο από δώδεκα άτομα δωδεκάχρονος = δωδεκάχρονος δώκεμα = δόσιμο δώμα = οριζόντια και χωματοσκεπής στέγη οικίας δώρημαν = το προσφερόμενο δώρο, δημόσιοι φόροι Εεαυτός = εαυτός έβγα = έξοδος, λήξη, ανατολή εβγαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι εβγάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω έβγαλμα = εξαγωγή, εξάρθρωση, έξοδος εβγήνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι εβγό = αυγό εβγοβάζαμο = είδος εδωδίμου μύκητα που έχει ομοιότητα με αυγό εβδομάδα = εβδομάδα εβδομαδάζω = αργώ μια εβδομάδα εβδομαδάτ’κον = μισθός μιας εβδομάδας εβδομαδίτζα = εβδομάδα εβδομαδού = της μιας εβδομάδας εβδομήντα = εβδομήντα έβζηγμαν = σβήνω εβζήνω = σβήνω εβόρα = άνεμος, αέρας, δροσερός καιρός εβοράουμαι = μένω σε μέρος σκιερό, δροσίζομαι εβόρισμα = δρόσισμα, φύσημα Εβραιΐα = γένος Εβραίων Εβραίικα = εβραϊκά Εβραίικος = εβραϊκός εβραιοπούλλιν = παιδί Εβραίου Εβραίος = Εβραίος εβριστέ = είδος σπιτικών μακαρονιών εγαπώ = αγαπώ έγβα = έξοδος, λήξη, ανατολή εγβαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι εγβάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω, αφαιρώ έγβαλμα = εξαγωγή, έξοδος, εξάρθρωση εγβαλοδόντης = νωδός εγβάλσιμον = εξαγωγή, εξάρθρωση εγβήνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι εγβώνω = εξέρχομαι εγγαστρούμαι = ζώο που είναι έγκυο έγγιγμαν = άγγιγμα, επαφή εγγίζω = αγγίζω, πλησιάζω εγγιχτικός = δηκτικός, σκωπτικός εγγόνιν = εγγόνι εγγονός = εγγονός εγγύηση = εγγύηση εγγυητής = εγγυητής έγδαρμαν = γδέρνω εγδέρσιμον = εκδορά, γδάρσιμο εγδέρω = γδέρνω εγδή = όλμος, γουδί εγδίν = όλμος, γουδί εγδοκόπαλον = γουδοχέρι, ύπερος εγδόριν = γδαρμένο ζώο εγδύζω = γδύνω, μεταφ. ληστεύω έγδυσμαν = γδύσιμο εγδυτός = γυμνός εγδύω = γδύνω, μεταφ. ληστεύω εγείνος = εκείνος εγέριν = σέλλα ίππου εγερλαεύω = σελώνω εγερλίν = σελωμένο εγζελίγκια = γυναικείο κόσμημα έγκα = έφερα εγκαινάζω = εγκαινάζω εγκαίνια = εγκαίνια εγκαίριμος = εκείνος που έχει προχωρημένη ηλικία εγκάλα = αγκαλιά εγκαλάζω = αγκαλιάζω εγκαλέα = αγκαλιά εγκάλεμα = καταγγελία, μήνυση εγκαλετός = καταγγελία, μήνυση εγκαλεχτέας = εκείνος που ψάχνει αφορμή να κάνει μήνυση εγκαλώ = οδηγώ σε δικαστήριο εγκάτοικος = ένοικος εγκλεσία = εκκλησία έγκλημαν = έγκλημα εγκλησάσκουμαι = εκκλησιάζομαι εγκλησία = εκκλησία εγκλησίτζα = εκκλησάκι εγκλησόπον = εκκλησάκι εγκολλίουμαι = προσκολλούμαι εγκόλπιος = φυλαχτό εγκουνάζω = σπαργανώνω, φασκιώνω εγκουνάσιμον = σπαργάνωμα, φάσκιωμα εγκουνερή = πλεκτό από βέργες κάνιστρο όπου τοποθετούνται τα σπάργανα βρέφους εγκούνια = σπάργανα βρέφους εγκύα = έγκυος εγλάζω = ολισθάνω, γλιστρώ εγλαξίος = ολίσθηση, γλίστρημα εγλασίος = ολίσθηση, γλίστρημα εγλαστήρα = μέρος ολισθηρό εγλύζω = διαλύω εγλύτε = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο τολυπεύονται τα νήματα εγλύτρα = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο τολυπεύονται τα νήματα εγλύτωμαν = γλύτωμα εγλυτωμός = γλυτωμός εγλυτώνω = γλυτώνω εγνεύω = κάνω νεύμα έγνεφα = σε κατάσταση εγρηγόρσεως εγνεφίζω = ξυπνώ εγνέφισμαν = ξύπνημα έγνεφος = νηφάλιος, ξύπνιος εγνεφώ = ξεμεθώ, ξυπνώ εγνέψιμον = νεύμα εγνωριμάουμαι = γνωρίζομαι εγνωριμία = γνωριμία εγνώριμος = γνώριμος εγνωρισκεύκουμαι = γνωρίζομαι εγνωριστός = γνωστός εγνώρσμαν = γνώρισμα εγνωτίζω = γνωρίζω εγουευτέας = φειδωλευόμενος, γλίσχρος εγουεύω = φειδωλεύομαι, φείδομαι εγραίικα = γραώδη εγραίος = γέρος εγροίκεμαν = κατανόηση εγροικισμένα = κατανοητά, με φρόνηση εγροικώ = εννοώ, καταλαβαίνω, κρίνω, ακούω εγρωνίζω = γνωρίζω εγρωνιμία = γνωριμία εγρώνιμος = γνώριμος εγώ = εγώ εδεράγομαι = καταφεύγω κάτω από τη σκεπή για να προφυλαχτώ από τη βροχή εδέρος = μέρος όπου καταφεύγουμε για προφυλαχτούμε από τη βροχή εδικός = ειδικός έδρα = έδρα έδρα = έδρα εδρύδ(ιν) = δρυς εδωδρόμι = έγκαυμα ή τραύμα επιπόλαιο εδώθε = προς τα εδώ εείνος = εκείνος εζαρόπεσα = έπεσα στραβά έζιν = είδος βάτου που έχει ελαστικότητα, ελαστικότητα εζλίν = εκείνος που έχει ελαστικότητα εζτεχάς = μυθολογικός δράκος εθάρρος = θάρρος εθελοντές = εθελοντές έθινον = παιδί άτακτο και ζωηρό έθνος = έθνος ειβαίνω = εξέρχομαι, αναγγέλλω, λήγω, ανέρχομαι ειβάλλω = εκβάλλω, εξάγω, διαρρέω, αναβιβάζω, αφαιρώ είδα = είδα είδελο = είδωλο είδος = είδος είδωλον = είδωλο εικάζω = εικάζω εικόνα = εικόνα εικονίζω = εικονίζω εικόνισμα = εικόνισμα εικονογραφία = εικονογραφία εικονοστάσιν = εικονοστάσι εικονοστάτες = εικονοστάσι εικός = εικασία εικοσάρι = εικοσάρι είκοσι = είκοσι εικοσιεννέα = είκοσι εννέα εικοσιέξ = είκοσι έξι εικοσιεφτά = είκοσι εφτά εικοσιοχτώ = είκοσι οχτώ Εικοσιπεντή = της Μεσοπεντηκοστής εικοσχρονέσσα = εικοσαετής ειλίδιν = βέργα λυγαριάς ειλίκιν = ελικοειδής βλαστός φυτού είμαι = είμαι είπα = είπα ειπείναιμον = λόγος είπεμα = λόγος ειρήνεμαν = ειρήνευση, συμφιλίωση ειρηνεμένα = ειρηνικά ειρηνεύω = συμφιλιώνω, ομονοώ ειρήνη = ειρήνη ειρηνιακός = ειρηνικός είς = ένα, ένας εισκομίζω = εισκομίζω εισόδημα = εισόδημα εισπολλάτη = εις πολλά έτη ειταδά = εδώ ειταδακέσου = ίδια κατ’ εδώ ειταδακιάνου = ίδια κατ’ εδώ προς τα άνω ειταδαμέρου = κατ’ εδώ είταινος = ο τάδε ειτακεί = ίσια εκεί, προς τα εκεί εκαικά = εκεί εκατόν = εκατό εκατοντάριν = εκατοστάρι εκατοστάρα = εκατοστάρα εκατοστάριν = εκατοστάρι εκεαπαγκιάνου = εκεί επάνω με κατεύθυνση προς τα άνω εκεί = εκεί εκεί-έμπρου = εκεί εμπρός εκεί-έξου = εκεί έξω εκεί-κάθεν = εκεί παρακάτω εκειάνθεν = εκεί επάνω εκειαπαγκαικά = εκεί επάνω προς τα κάτω εκειαπαγκέσου = εκεί επάνω εκειαπάνου = εκεί επάνω εκειαπεσκαικά = εκεί μέσα εκειαπεσκέσου = εκεί μέσα εκειαπέσου = εκεί μέσα εκειαπισκιάνου = εκεί μέσα με κατεύθυνση προς τα άνω εκειαφκά = εκεί από κάτω εκειαφκακαικά = εκεί από κάτω ακριβώς εκειαφκακιάνου = εκεί από κάτω με κατεύθυνση προς τα άνω εκείθεν = από εκεί, προς τα εκεί εκεικά = εκεί κοντά ακριβώς εκεικάνας = εκεί, κοντά εκεικέσου = κατ’ εκείνα εκεί τα μέρη εκεικιάνου = εκεί με κατεύθυνση προς τα άνω εκειμερέαν = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος εκειμερόθεν = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος εκείμερος = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος εκειμέρου = εκεί μεριά, εις εκείνο το μέρος εκεινετέροι = οι δικοί τους εκεινέτερον = ο δικός τους εκείνος = εκείνος εκειπέραν = εκεί απέναντι, αντίκρυ εκειπλαγκαικά = εκεί παραπέρα εκειπλάν = εκεί πέρα εκειπουκά = εκεί από κάτω, εκεί κάτω εκέσ’ = κατ’ εκείνα εκεί τα μέρη εκιάνου = εκεί με κατεύθυνση προς τα άνω εκκλησία = εκκλησία εκνηκάτος = εκείνος που είναι κόκκινος εκόρακεν = αγανάκτησε έκσα = ακούω έλα = έρχομαι έλα = έλα ελαδάς = λαδέμπορος ελαδέα = οσμή λαδιού ελάδεμαν = εκπίεση ελαίου, λάδωμα ελαδένον = λαδερό φαγητό ελαδερόν = δοχείο λαδιού ελαδεύω = εκπιέζω λάδι ελάδιν = λάδι ελαδοβαφτισμένος = βαφτισμένος ως Χριστιανός ελαδοκούτιν = δοχείο λαδιού ελαδόπον = λίγη ποσότητα λαδιού ελαδοπράσινος = εκείνος που έχει χρώμα λαδιού ελαδόσκευον = δοχείο λαδιού ελαδόσυκον = είδος συκιάς ελαδώνω = λαδώνω ελαιά = ελιά ελαιόπον = μικρό δέντρο ελιάς ελαιότοπος = τόπος με ελιές έλαμα = έλευση έλαμαν = έλεος ελάμνω = οργώνω, κωπηλατώ ελάναιμο = έλευση, ερχομός έλαση = έλευση, ερχομός ελάσιμον = όργωμα ελασίον = όργωμα έλασμαν = όργωμα ελάτα = δοκάρι από καρπό ελάτου ελατέα = οσμή ελάτου ελατένος = ο κατασκευασμένος από ξύλο ελάτου ελάτενος = ο κατασκευασμένος από ξύλο ελάτου ελάτιν = έλατο ελατοκλάδιν = κλαδί ελάτου ελατοκούκκουτζον = κουκουνάρι ελάτου ελατοκούριν = κούτσουρο ελάτου ελατόξυλον = ξύλο ελάτου ελατόπισσα = πίσσα ελάτου ελατορρίζιν = ρίζα ελάτου ελατότοπος = τόπος με έλατα ελατόφυτον = νεαρός βλαστός ελάτου ελάττωμα = ελάττωμα ελατωτή = τόπος κατάφυτος από έλατα ελάφιν = ελάφι ελαφοκέρατον = κέρατο ελαφιού ελαφόνερον = νερό που πίνουν τα ελάφια ελαφόπουλλον = νεογνό ελαφιού ελαφρά = ελαφρά ελαφρένω = ελαφρύνω ελαφρέσα = ελαφρόμυαλος ελαφροαίματος = αξιαγάπητος για το ήθος του ελαφρόκολος = εκείνος που δεν μπορεί να καθίσει σε ένα μέρος πολλή ώρα, μεταφ. εργατικός, φιλόπονος ελαφρολάλλατζον = ελαφρός λίθος λείος και σφαιρικός ελαφρόξυλον = ξύλο ελαφρύ ελαφροπίνακον = ελαφρό πινάκιο ξύλου ελαφροποδαράτος = γοργοπόδαρος ελαφρός = ελαφρός ελαφρόστομος = ακριτόμυθος ελαφροσύνα = απερισκεψία, επιπολαιότητα ελαφρότε = απερισκεψία, επιπολαιότητα ελαφρόψυχος = εκείνος που είναι αγαθός και δεν μαλώνει με κανέναν ελάφρυμαν = ελαφρύνω ελαφρύνω = ελαφρύνω ελάφρυση = ανάρρωση ελαφρώνω = ελαφρώνω ελάφρωση = ελάφρυνση ελαφρωτός = επιπόλαιος, μικρόμυαλος ελέα = ευσπλαχνία ελέαμαν = οικτιρμός, έλεος ελεεινός = ελεεινός ελεημονητικός = φιλεύσπλαχνος ελεήμονος = φιλεύσπλαχνος ελεημοσύνη = ελεημοσύνη ελέηση = ελέηση ελέιμος = άξιος ελέους, οίκτου ελειώνω = λιώνω έλεος = πρόνοια, προστασία ελεπείναιμον = όραση ελεπή = πήχης εμπορικός έλεπμαν = βλέπω ελέπω = βλέπω ελεύτερα = ευρυχωρία, όχι στενόχωρα ελευτερία = ελευθερία, απαλλαγή από τις ωδίνες του τοκετού ελεύτερος = ελεύτερος ελευτεροφάγεια = τα μετά τον τοκετό παρατιθέμενα φαγητά ελευτεροχάρτιν = τροπάριο εκκλησιαστικό που ψάλλετε σε ψυχορραγούσα ελευτέρωμαν = απελευθέρωση, τοκετός ελευτερώνω = απαλλάσσω, διευκολύνω τον τοκετό ελευτέρωση = τοκετός, γέννα ελεφάντινος = ελεφάντινος ελεώ = οικτίρω, ελεώ ελήγορα = γρήγορα ελήγορος = γρήγορος εληγορώ = γρηγορώ ελιγοστεύω = λιγοστεύω ελιγοστός = λιγοστός ελίτζικος = λιγούτσικος ελίχιν = μπάλωμα τρύπας τσαρουχιού ελίχτρε = γεωργικό εργαλείο ελκιάζω = εξελκούμαι έλκιν = έλκος έλκος = έλκος Ελλαδώτες = Ελλαδίτης ελλεβόριν = ελλέβορος Ελλενικόν = Ελληνικό Έλλην = Έλληνας ελπίδα = ελπίδα ελπίζω = ελπίζω ελυτός = λυτός έμα, έμας = μας εμάζω = μοιάζω εμείς = εμείς εμέν = εμένα εμετέπεσεν = τρελάθηκε εμετέροι = οι δικοί μας εμέτερον = ο δικός μας εμκαικά = τοπικώς, εμπρός, εμπροστά εμκές(ου) = εμπρός εμκιάνου = εμπρός προς τα άνω έμνοστα = με χάρη εμνοστάδα = απολαυστικός, γλυκύτητα εμνοστία = νοστιμάδα, γλυκύτητα εμνοστίζω = γίνομαι νόστιμος εμνοστισία = νοστιμάδα, γλυκύτητα έμνοστος = νόστιμος εμνοστύνω = γίνομαι νόστιμος εμόν = δικό μου έμορφα = ωραία, καλά, όμορφα εμορφάδα = ομορφιά, ωραιότητα εμορφανάλλαχτος = ο παρουσιαζόμενος ωραίος με καλή ενδυμασία εμορφένω = ομορφαίνω εμορφία = ομορφιά εμορφίζω = ομορφαίνω, ωραίος, ζωγραφίζω ωραία εμορφισάδα = ομορφιά εμορφογύριστος = εκείνος που διεξάγει καλά ιδίως τα οικονομικά εμορφοπερπερίσκουμαι = ξυρίζομαι ωραία έμορφος = όμορφος εμορφοστολίζω = στολίζω ωραία, καλλωπίζω εμορφότα = ωραιότητα ανθρώπου, φυσική καλλονή εμορφύνω = ομορφαίνω εμορφωτός = λίγο όμορφος εμουχτάνωσε = διέσυρε, συκοφάντησε εμοφρισία = ομορφιά έμοφρος = όμορφος έμπα = είσοδος, αρχή έμπα = εμπρός εμπάζω = βάλλω, τοποθετώ εμπαθής = εκείνος που πάσχει από ανίατη νόσο εμπαθούσα = εκείνη που πάσχει από ανίατη νόσο έμπαιδος = έγκυος εμπαίνω = εισέρχομαι, μπαίνω εμπαλλένον = το καμωμένο από παλαιά κομμάτια υφάσματος εμπαλλίζω = μπαλώνω εμπάλλιν = μπάλωμα εμπάλλισμαν = μπάλωμα εμπαλλιστός = μπαλωμένος εμπαλλωτός = μπαλωμένος εμπαλώνω = μπαλώνω έμπαμαν = είσοδος, μπάσιμο εμπάσιμον = είσοδος, μπάσιμο εμπατή = περιοχή τόπου τινός έμπειρος = έμπειρος, επιτήδειος εμπερβολή = εισόδημα, πρόσοδος εμπιστεύκουμαι = εμπιστεύομαι εμπιστός = έμπιστος εμπιστοχύνα = εμπιστοσύνη εμπλάχωρος = απλόχωρος εμποδάζω = εμποδίζω εμποδέα = ποδιά εμποδίζω = εμποδίζω εμπόδιον = εμπόδιο εμποδισμένη = γυναίκα που έπαψε να τεκνοποιεί λόγω νοσήματος εμποδισμέντζα = έγκυος έμποδος = έγκυος εμπονεστάζω = αποκρέω εμπονεστία = η προηγούμενη μέρα της περιόδου των νηστειών εμπουρλώνω = συνδέω τις άκρες νημάτων στο στημόνι όταν κοπούν εμπράλιστος = παραπάνω αλατισμένος εμπραπλώνω = εκτείνω, απλώνω εμπρός εμπραχέρωνον = το μπροστινό μέρος του αχυρώνα εμπρέλα = ομπρέλα εμπρευτής = ο οδηγός προπορευόμενος των βοδιών κατά το όργωμα εμπρεύω = προπορευόμενος οδηγώ ζεύγος βοδιών κατά το όργωμα εμπριζ’να = σε παλαιά εποχή εμπριζ’νός = προγενέστερος, αρχαίος εμπρκαικά = τοπικώς, εμπρός, εμπροστά εμπρκέσου = εμπρός εμπρκιάν(ου) = εμπρός προς τα άνω εμπροβόδηση = σωματική ανάπτυξη εμπροβολή = προκοπή, πρόοδος εμπροβουκώνω = παρέχω προς τον άλλον και κατ’ επέκταση παρέχω περισσότερη τροφή εμπροδαβαίνω = προπορεύομαι, προσπερνώ εμπροδεβάζω = κάνω κάποιον να προσπεράσει άλλον, κατευοδώνω, προπέμπω εμπροεστός = προϊστάμενος κοινότητας εμπροζώσκουμαι = ζώνομαι έμπροσθεν εμπροκάρδιν = επιστήθιο κάλυμμα γυναικός εμπροκλιστέας = κλίνω το κεφάλι προς τα κάτω, κυφός, καμπούρης εμπρόκλιτος = κλίνω το κεφάλι προς τα κάτω, κυφός, καμπούρης εμπροκοίλης = εκείνος που έχει προτεταμένη την κοιλιά εμπροκότζακον = κουμπί του στηθόδεσμου εμπροκούριν = το εξέχον εμπρόσθιο ξύλο του σαμαριού εμπροκυματία = τα έμπροσθεν κύματα του πλοίου εμπρολαλέτες = όμιλος τραγουδιστών σε γαμήλια πομπή εμπρολαλία = πρωτοπορία, εμπροσθοφυλακή εμπρολαλώ = ελαύνω επειγόντως προς τα εμπρός εμπρολάτες = ο προπορευόμενος, οδηγός, αρχηγός εμπρολάτικον = ταύρος προπορευόμενος εμπρόλογος = εισαγωγή στο λόγο, στο κύριο θέμα εμπρομαμμή = η βοηθός της μαμής κατά τον τοκετό εμπρόμυτα = μπρούμυτα εμπρομυτίζω = τοποθετώ αντίστροφα, πίπτω μπρούμυτα εμπροξύνω = χύνω μπροστά εμπροπαίρω = προσπερνώ, προοδεύω, προκόβω εμπροπάω = προπορεύομαι εμπροπίσω = εμπρός και πίσω εμπροπλάκιν = πλάκα που τοποθετείται στο στόμιο του φούρνου μετά την εισαγωγή άρτων εμπροπόνα = πρώτοι πόνοι του τοκετού εμπρός = εμπρός εμπροστά = τοπικώς, εμπρός εμπροστάλιν = μπροστέλα εμπροστέλα = σαλιάρα εμπροστία = πυροστιά εμπροστινός = μπροστινός έμπρου = εμπρός εμπρουζ’νός = προγενέστερος, αρχαίος εμπρουκιάνου = εμπρός προς τα άνω εμπροΰστερα = αργά ή γρήγορα εμπροφαίνομαι = προβάλλω, αναφαίνομαι εμτεικά = εμπρός, τοπικώς εμφυής = μαθητής που εύκολα μαθαίνει έμψυχα = έμψυχα, σπλάχνα εμώνω = ορκίζομαι ενάζω = λιπαίνω αγρό με κοπριά ενάμισυ = ενάμισυ έναν = ξάι λίγο ακόμα ενάντια = εναντίως, εχθρικώς ενάντιος = ενάντιος εναντιούμαι = αντιλέγω, αντιπράττω εναπομένω = μένω ένας = ένας ένατα = εννιάμερα εναύλιν = στην αυλή βρισκόμενος εναυλοτόπιν = αγρός παρακείμενος στην οικία ενδυτός = ντυμένος ενέα = γενιά ενεγκόπεν = χάθηκε ενενήντα = ενενήντα ενέχκουμαι = είμαι συνεργός κακής πράξης ένι = υπάρχει ένι-και = αν έννα = έννοια εννακόσοι = εννιακόσιοι εννάμερα = εννιά ημερών εννάνυχτα = εννιά νύχτες εννάριν = χαρτοπαίγνιο εννιάρι εννάσκομαι = φροντίζω εννάχρονος = εννιάχρονος εννέα = εννέα, εννιάμερα εννιάμερος = εννιά ημερών εννιαμηνίτης = εννιά μηνών έννοια = έννοια εννοιάουμαι = φροντίζω ένοικος = ένοικος ενορία = ενορία ενοριάτης = κάτοικος ενορίας ενού = νους εντάμα = μαζί εντάμοι = μαζεμένοι εντάμωμα = προσαρμωγή δυο πραγμάτων, συνάντηση ενταμώνω = φέρω σε επαφή, συναντώ, συναντιέμαι εντάμωση = προσαρμογή δυο πραγμάτων, συνάντηση ενταμωτός = προσαρμοσμένος ενταρίν = ποδήρης χιτώνας γυναικών και ιερέων ενταφάζω = ενταφιάζω ενταφίασμαν = ταφή, θάψιμο έντεκα = έντεκα έντεκας = ανόητος, βλάκας εντεκάχρονος = εντεκάχρονος εντέλεια = εντέλεια, τελειότητα έντεμα = περικάλυμμα, περίβλημα μαξιλαριού εντζερέ = χύτρα, τέντζερης εντιμάνιν = κατοικία εντόπιος = εγχώριος εντοπίτης = συμπολίτης εντούνεικα = χτυπώ, δέρνω εντούν’να = χτυπώ, δέρνω εντράνεμαν = κοιτάζω, παρατηρώ εντρανίζω = κοιτάζω, παρατηρώ εντρεπήναιμον = ντροπή εντρέπω = συγκινώ, καταντροπιάζω εντροπάζω = ντροπιάζω εντροπάρης = ντροπαλός εντροπάσιμον = ντροπή εντροπέας = ντροπαλός εντροπή = ντροπή εντροπίασμαν = ντροπιάζω έντυμα = περικάλυμμα, περίβλημα μαξιλαριού εντύνω = ντύνω εντώκα = χτύπησα, έδειρα ενώ = ενώ ένωμαν = ενώνω ενώνω = ενώνω ενωρίς = νωρίς έξα = χύνω εξάγκωμα = με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη εξαγούρεμαν = εξομολόγηση εξαγουρευτής = πνευματικός, εξομολόγος εξαγουρεύω = εξομολογώ εξάδελφος = ξάδελφος εξαδελφοσύνα = ιδιότητα ξαδέλφου εξάζω = αξίζω εξαθίζω = ξεθωριάζω εξακόσοι = εξακόσοι εξακουμπίζω = ακουμπώ και προσεγγίζω και σταματώ εξακουσκούμαι = φημίζομαι εξάκουστος = πολυθρύλητος, περιβόητος εξαμήνα = εξαμήνα εξαμηνίτης = ηλικία έξι μηνών έξαμος = μέτρο διαστάσεων εξάμωμαν = καταμέτρηση μέτρου πράγματος εξαμώνω = παίρνω μέτρα, καταμετρώ εξανάλλαχτος = λαμπροφορεμένος εξανάσκελα = ανάσκελα, ύπτια εξανοίγω = ανοίγω εντελώς εξαπαδάντοι = κατ’ ευφημισμόν τα κακά πνεύματα εξάπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος εξαπέσα = λόγια ασυνάρτηστα, ανόητα εξαπέσης = μωρολόγος εξαπέσου = αντιστρόφως, ασυναρτήτως εξάπλωμαν = ξαπλώνω εξαπλώνω = ξαπλώνω εξαπτέρυγα = εξαπτέρυγα εξαριές = αργυρά βραχιόλια εξάριν = χαρτοπαίγνιο χαρτί εξάρι εξαρτεύω = διευθετώ, τακτοποιώ, εθίζω κάτι σε κάτι εξάρτιν = σχοινί πλοίου έξαρχος = αρχιερατικός επίτροπος κοινότητας εξάστρα = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους εξατιμάζω = βρίζω, δυσφημίζω εξατιμία = περιφρόνηση εξατιμώνω = βρίζω, δυσφημίζω εξάφλος = ξάδελφος εξαφλός = ξάδελφος έξαφνα = αιφνιδιαστικά, ξαφνικά εξαφνίζω = τρομάζω, καταπτοώ, ξαφνιάζομαι εξάχρονος = εξάχρονος εξάψαλμος = εξάψαλμος εξέβα = βγαίνω εξεγδύσκομαι = εκδύομαι, ξεντύνομαι εξέγκα = βγάζω εξέδωκεν = ξεθυμαίνω, αποβάλω την σφοδρότητα εξείμαι = παραείμαι έξειμον = το έχει κάποιος κάτι εξείπα = παραείπα εξελαφρύνω = ανακουφίζω εξέμαθα = έμαθα εντελώς εξεντερίζω = βασανίζω εξεπαιδώνω = παύω να γεννώ εξέπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος εξέπεσα = παρεκτράπηκα, πτώχευσα εξεπνόισεν = εξέπνευσε, πέθανε εξεποίκα = αποτελείωσα εξεργάτ’κα = την ημέρα της εορτής εξεργάτ’κος = εκείνος που ανήκει σε μη εργάσιμη μέρα έξεργος = αργία εξέρθαμε = παραήρθαμε έξερμαν = το να γνωρίζει κάτι κάποιος εξερούμενος = ο γνωρίζων, ειδήμων εξέρω = ξέρω, γνωρίζω εξετάζω = εξετάζω, ερευνώ εξέταση = εξέταση, δοκιμασία εξέτασμαν = εξετάζω εξεταστής = εξεταστής εξεταχτής = εκείνος που εξετάζει και ερευνά εξέχωρα = ξέχωρα εξηβγαίνω = βγαίνω εξήγηση = εξήγηση εξηγίζω = ερμηνεύω, εξηγώ, διακρίνω εξήγκα = βγάζω εξήγκα = βγάζω εξηλάζω = ηλιάζομαι, τρέχω πάνω κάτω εξημηνίτης = εξάμηνος εξήντα = εξήντα εξηνταπαραδίστικος = εκείνος που έχει μόνο εξήντα παράδες εξηύρα = εξευρίσκω έξηχος = άτακτος, ευκίνητος, δραστήριος, ευμαθής εξίασπρος = κατάλευκος εξίαστρα = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους εξίαστρον = η πούλια, ο αυγερινός, άστρο πρώτου μεγέθους εξιγίνομαι = τελειώνω εξικάμνω = τελειώνω, ξεκάνω το γνέσιμο εξικεντώ = παύω να κεντώ, τελειώνω το κέντημα εξικλαίω = παύω να κλαίω εξιλέγω = παύω να λέγω εξιλεπίζω = ξεφλουδίζω εξιμαθάνω = ξεμαθαίνω, λησμονώ εξιπλάησεν = δεν ξέρει τι του γίνεται, τα ‘χασε και κάνει σαν τρελός εξιπλύνω = τελειώνω το πλύσιμο, παύω να πλύνω εξιπνόισεν = εξέπνευσε, πέθανε εξιρράφτω = τελειώνω το ράψιμο, παύω να ράβω εξιτέκνωσε = γυναίκα που έπαψε να τεκνοποιεί εξιφανίζω = φανερώνω, εκδηλώνω τις σκέψεις μου εξιφαντούμαι = επιδεικνύομαι υπεροπτικός, ξεφαντώνω εξίχωρα = ξέχωρα εξοδάζω = δαπανώ, ξοδεύω εξοδάρης = σπάταλος εξοδέας = σπάταλος εξοδευτής = ξοδευτής, σπάταλος εξοδεύω = ξοδεύω, δαπανώ εξόδιν = επικήδειος θρήνος, κηδεία, καταστροφή έξοδον = δαπάνη εξολιγού = ελάχιστα, λίγο εξολοθρεμός = όλεθρος, καταστροφή εξολοθρεύω = εξολοθρεύω, αφανίζω, καταστρέφω εξομολόγεμαν = εξομολόγηση εξομολόγηση = εξομολόγηση εξομολογητής = εξομολογητής εξομολογία = εξομολόγηση εξομολόγος = εξομολόγος εξομολογώ = εξομολογώ εξομπλάζω = κάνω κέντημα εξόμπλιν = υπόδειγμα κεντήματος εξομπλοπάνιν = ύφασμα στο οποίο ξεσηκώνουν το υπόδειγμα κεντήματος εξομώνης = εξωμότης εξόν = πλην, εκτός εξορία = εξορία εξορίζω = εξορίζω εξόριστος = εξόριστος εξορκίζω = εξορκίζω εξορτώνω = επανορθώνω έξου = έξω έξουθε = από έξω, έξωθεν εξούρας = έξω έξω, ρηχά εξουσία = εξουσία, δύναμη εξοφλώ = εξοφλώ εξύπνα = ξύπνα εξύπνα = έξυπνος εξυπναγμένος = ξύπνιος εξυπνάδα = εξυπνάδα εξυπναναστορώ = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου εξυπνίζω = αφυπνίζω, ξυπνώ εξυπνολογώ = ξυπνώ εξυπνονοΐζω = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει εξυπνονοώ = αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει έξυπνος = έξυπνος εξυπνοστορίζω = ξυπνώντας αναπολώ τη μνήμη μου εξυπνώ = αφυπνίζομαι, ξεμεθάω εξυπνωτός = ο ευρισκόμενος σε κατάσταση εγρηγόρσεως εξυπολύζω = βγάζω τα υποδήματα κάποιου εξυπολυσύνα = ξυπολυσιά εξυπολυτίζω = βγάζω τα υποδήματα κάποιου εξυπόλυτος = ξυπόλυτος έξω = έξω έξω-καικά = έξω από την πόρτα έξω-κιάνου = έξω με κατεύθυνση προς τα άνω έξω-μερέαν = προς τα έξω εξωδίγω = αγγείο που εκβάλλει το υπάρχον υγρό από τους πόρους εξωδράνα = μεγάλα δοκάρια στέγης εξωθωρίζω = ξεθωριάζω εξωκά = έξω από την πόρτα εξωκέσου = προς τα έξω εξώκλαδον = το ακριανό κλαδί του δέντρου εξωκοιλάζω = ξεκοιλιάζω εξωμάνταλο = ο μάνδαλος της εξώθυρας εξωμερίτες = ο προερχόμενος από ξένο μέρος εξωπαίρω = παρεκτρέπομαι ηθικώς, ονειροπόλος εξώπαρτος = άτακτος, ανυπάκουος, απρόσεκτος εξωπηχιάζω = παρεκτρέπομαι ηθικώς εξωπισία = οπισθοδρόμηση εξωπίσικον = ανάποδος εξωπισινά = προς τα πίσω εξωπιστός = αντίστροφος εξωπίσω = οπίσω εξωπλαμπανοίουμαι = απομακρύνομαι πολύ εξώπορτα = εξώπορτα εξωπότιν = τελευταίο ποτήρι του ποτού το οποίο το πίνουν εξερχόμενοι από το σπίτι εξώρας = παράκαιρα, αργά εξωρίζω = αργοπορώ, βραδύνω εξωστεγία = γείσο, αστέγαστη αυλή εξωτέρα = το πολιτικό δικαστήριο κατ’ αντίθεση προς το εκκλησιαστικό εξωτερικο = δαιμόνιο, εξωτικό, φάντασμα εξώτερον = νεράιδα εξωτικόν = πονηρό πνεύμα, δαιμόνιο, ασθένεια εκ δαιμονικής επήρειας εξώφυλλα = επιπολαίως, ξώφαρτσα εξώφυλλον = στη χαρτοπαιχτική χαρτί που δεν πιάνει, το εξωτερικό φύλλο φυτού εξωχώραφον = αγρός μακριά κείμενος εοστί = δηλαδή, ήτοι επαινεία = έπαινος, εγκώμιο επαίνεμα = έπαινος επαινεύω = επαινώ, εγκωμιάζω επαινώ = επαινώ, εγκωμιάζω επαίρω = λαμβάνω, παίρνω, καταλαμβάνω, κυριεύω επακούω = εισακούω επάνω = επάνω επανωκάμιστον = λεπτό μεταξωτό ύφασμα φερόμενο πάνω στο στήθος έπαρμα = πάρσιμο, άλωση επαρχία = επαρχία, περιφέρεια διοικητική επεγβαίνω = εξοφλούμαι επεγβάλλω = εξοφλώ, αποκαθιστώ έπεγι = αρκετό επεγροικό = εννοώ, καταλαμβάνω επειδή = επειδή επείπα = είπα ξείπα επέκαρεν = πείνασε υπερβολικά επεκεί = από εκεί, έκτοτε επεπίς(ου) = από πίσω επεργάτ’κα = την εργάσιμη μέρα επεργάτ’κος = ο ανήκων την εργάσιμη μέρα έπεργος = εργάσιμη μέρα επερσιζ’νος = περσινός επερ’σινος = περσινός έπεσα = γυναίκα που γέννησε, άνεμος κατευνάστηκε, χρεοκόπησα επεύκιν = τάπης επιβάλλω = βάλλω κάτι κάπου επίβαρος = ο πολύ βαρύς, βραδυκίνητος επιβολίζω = εγκεντρίζω δέντρο, μπολιάζω επιβόλιν = το προς εμβολιασμό κλωνί επιγονάτιον = εξάρτημα της ιερατικής αμφιέσεως επιδέξα = επιδέξιος, επιτήδειος επιδεξασμένα = επιδέξιος, επιτήδειος επιδεξασμένος = επιδέξιος, επιτήδειος επιδεξεύομαι = έχω επιδεξιότητα επιδεξία = επιδεξιότητα επιδέξιος = επιδέξιος επιδεξιωσύνη = επιτηδειότητα, ικανότητα επιδέξος = επιδέξιος επίδοξος = επίδοξος επιθυμία = επιθυμία επιθυμώ = επιθυμώ επικαλούμαι = επικαλούμαι επικάρδιν = επιστήθιο κάλυμμα γυναικός επικενώνω = αδειάζω το φαγητό στα πιάτα επικέφαλη = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος επικέφαλον = η ανώτατη άκρη παντός πράγματος επικρατώ = επαρκώ επίλοιπος = ο υπολειπόμενος επίμακρος = επιμήκης, μακρουλός επίμυτα = μπρούμυτα επινοώ = νόησα, αντιλήφτηκα επίξηρος = ξηρός επιρροχάζω = ροχαλίζω επισαικά = πίσω ακριβώς επισέσ(ου) = στο πίσω μέρος επισκιάζω = βλέπω αμυδρά επίσου = προς το πίσω επιστέκει = στάθηκε επιστραύριν = διασταυρωμένο με άλλο επιτάφιος = επιτάφιος επιτιμή = επιτιμή επίτροπος = επίτροπος επίχαρα = χαιρεκακία επίχαρος = πρόσχαρος, εύθυμος, ευτράπελος επιχειρίουμαι = μεταχειρίζομαι επίχλομος = λίγο χλομός επίχλωρος = λίγο χλομός εποίκα = κάνω επορώ = μπορώ επουκά = από κάτω επουκάθε = από κάτω προς τα πάνω επουκάτα = από κάτω επουράνα = επουράνια έπραξα = απέκτησα γνώσεις, πείρα επρέ = βρε επρόσπεσα = έπεσα στα πόδια κάποιου έρα = έχθρα εράζω = προσέχω ερασία = εμετός, ξέρασμα, αηδία, σιχασιά εράσκομαι = αηδιάζω, σιχαίνομαι εράσμα = εμετός, ξέρασμα, αηδία, σιχασιά εραστά = με προσοχή ερβίθιν = ρεβίθι εργαλείον = εργαλείο έργανον = όργανο εργαστέρ(ιν) = εργαστήριο εργατέα = εργασία μισθώμενη εργατεύω = εργάζομαι εργατικόν = μεροκάματο εργατικός = εργατικός έργον = έργο, εργασία εργόπον = έργο λίγης διάρκειας εργόχειρον = εργόχειρο εργωνίζω = γνωρίζω εργωνιμία = γνωριμία εργώνιμος = γνώριμος ερδάκος = δράκος ερδύδ(ιν) = δρυς ερεθίζω = ερεθίζω έρεξη = όρεξη ερετίν = πράγμα που εύκολα μπορεί να μετακινηθεί ερέχκομαι = μου αρέσει, εγκρίνω ερζινόν = σιταρένιο ερημάδιν = αδέσποτο, εγκαταλελειμμένο ερημάζω = ερημώνω, καταστρέφω ερήμασμα = ερημώνω ερημία = έρημος ερημιώτης = ερημίτης έρημος = ακατοίκητος, δυστυχής ερημοσπίτες = εκείνος που δεν έχει την ίδια κατοικία ερημώνω = ερημώνω ερθάναιμον = έλευση, προσέλευση, ερχομός ερίζω = φιλονικώ, μαλώνω, ερεθίζω, ενοχλώ έριξη = όρεξη ερισερισμός = συνεχής και επίμονη φιλονικία ερισία = ενόχληση, πειρασμός έρισμαν = φιλονικώ, μαλώνω, ερεθίζω, ενοχλώ εριστάρης = φιλόνικος, φίλερις εριστέας = φιλόνικος, φίλερις ερίφης = άνθρωπος ερκιάζω = εξελκούμαι έρκιανταν = πολύ πρωί, νωρίς έρκιν = έλκος έρκος = έλκος ερμάριν = θήκη για εργαλεία ερμηνεία = συμβουλή, νουθεσία ερμηνεύω = συμβουλεύω, νουθετώ ερνάσκουμαιν = αηδιάζω, σιχαίνομαι εροθυμώ = νοσταλγώ έροξη = όρεξη ερπάπης = επιτήδειος, ικανός ερπετός = περιποιητικός, φιλόφρων ερρούξεν = έπεσε έρτημα = ερχομός, έλευση έρχομαι = έρχομαι, εμφανίζομαι, προέρχομαι ερχομός = ερχομός, έλευση ερώτεμαν = ερώτηση ερωτώ = ρωτώ ερ’γώ = κρυώνω εσβήνω = σβήνω εσγάρα = σκάρα εσέβα = μπήκα εσέγκα = έβαλα εσείς = εσύ εσετέροι = οι δικοί σας εσέτερον = ο δικός σας εσήβα = μπαίνω εσήμερον = σήμερα εσιά = περιουσία έσιν = έτερος, σύντροφος εσκιάζω = σκιάζω εσκιάς = ληστής εσκιτζηλίκιν = η τέχνη εσκιτζής = μπαλωματής εσόν = ο δικός του εσόπον = σύντροφος, ταίρι έσου = έσω, μέσα εσπερινός = εσπερινός εσπλαχνία = ευσπλαχνία, έλεος εσπλαχνίσκομαι = ευσπλαχνίζομαι, ελεώ έσπλαχνος = εύσπλαχνος εστρέα = δέντρο δασικό εσ’χώρεση = συγχώρεση εσ’χωρώ = συγχωρώ εταιράζω = ενώνω, ταιριάζω εταίριν = φίλος έταιρος = σύντροφος, εραστής, σύζυγος ετεάς = αυτός ετεικά = εκεί έτερα = χωριστά, ασύνδετα έτερος = άλλος, διάφορος ετεψίζης = αναιδής, αναίσχυντος ετεψιζλίκιν = αναισχυντία ετιά = ιτιά ετιάς = αυτός ετοιμάζω = ετοιμάζω ετοιμασί = ετοιμασία ετοίμασμαν = ετοιμάζω ετοιμόλογος = ετοιμόλογος έτοιμος = έτοιμος έτος = έτος, χρονιά ετότε = τότε ετότισο = τότε ετσεί = εκεί ετσείνος = εκείνος ετσειπάν(ου) = εκεί επάνω ετσειπέσ(ου) = εκεί μέσα ετσειπουκά = εκεί κάτω ευγενία = ευγένεια ευγενικός = ευγενικός ευγενίσκουμαι = επιδεικνύω ευγένεια εύκαιρα = ανοήτα, ασυλλόγιστα ευκαιρέσιν = μωρά πράξη ευκαιρολατζεύω = λέγω ασυνάρτητα λόγια εύκαιρος = άδειος, κενός, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος ευκαιροσκοτούμαι = κουράζομαι άνευ αποχρώντος λόγου ευκαιρόστομος = εκείνος που λέει πολλά και μωρά, μη εχέμυθος ευκαιροσύνα = μωρία, ανοησία ευκαίρωμαν = άδειασμα ευκαιρώνω = αδειάζω, μεταφ. φέρομαι απερίσκεπτα ευκολάδα = ευκολία, ευχέρεια ευκολία = ευκολία ευκολόκλωστος = ο ευκόλως μεταπειθόμενος ευκολόπιστος = ευκολόπιστος εύκολος = εύκολος ευλάβεια = ευλάβεια ευλαβής = ευσεβής ευλαβίσκουμαι = γίνομαι ευλαβής, μου έρχεται καλή διάθεση ευλαβούσα = γυναίκα ευλαβής εύλερα = χαλαρά εύλερος = σπανός, απαλός, αβρός ευλόγημαν = ευλογία ευλογητός = ευλογητός ευλογία = ευλογία, ευτυχία, προκοπή εύλογος = εύλογος ευλογώ = ευλογώ ευλοϊκοψιμμένος = βλογιοκομμένος εύν(ιν) = υνί αρότρου ευρακός = ανατολικός άνεμος ευράτικα = εύρετρα ευρετάτικα = εύρετρα ευρήκω = βρίσκω εύρημα = εύρημα, έρμαιο ευρημάτιν = εύρημα, έρμαιο ευρίσκω = βρίσκω ευρύχωρα = ευρύχωρα ευρυχωρία = ευρυχωρία ευρύχωρος = ευρύχωρος ευτάγω = κάνω ευτενά = μειωμένη τιμή ευτενία = φτηνά ευτενός = φτηνός ευτένυμαν = φτωχαίνω ευτενύνω = φτωχαίνω ευτύς = ευθύς, αμέσως ευτυχίζω = ευτυχώ, παχύνω εύτυχος = ευτυχής, ευπροσήγορος, ευφυής ευχάζω = αγιάζω με αγιασμό ευχαρίστεμαν = ευχαριστία ευχαρίστηση = ευχαρίστηση ευχαριστία = ευχαριστία ευχαριστίζω = ευχαριστώ ευχαριστώ = ευχαριστώ ευχέλαιον = ευχέλαιο ευχή = ευχή ευχίασμαν = άγιασμα ευχίουμαι = προσεύχομαι, εύχομαι ευχούμαι = εύχομαι έφ = επιφώνημα αηδίας έφαγα = έφαγα εφετιζ’νός = φετινός εφέτος = φέτος εφκάλι = κεφάλι εφκιάριν = λήπη, μελαγχολία εφκιαρόπον = λήπη, μελαγχολία εφλέα = φλοιός δέντρου, φλούδα εφορία = επιτροπή κοινότητας που διοικεί το σχολείο έφορος = έφορος εφραίνομαι = χαίρομαι εφρονολόγιστος = χαρούμενος έφρονος = χαρούμενος εφτά = εφτά, πλήθος εφταβότανον = φαρμακευτική αλοιφή αποτελούμενη από εφτά ουσίες εφτάγλωσσος = φλύαρος εφτάδη = χαρτοπαίγνιο εφτά εφτακέφαλος = εκείνος που έχει εφτά κεφάλια εφτακοίλης = λαίμαργος, κοιλάρας εφτακόσοι = εφτακόσοι εφτακράτορας = αυτοκράτορας εφτάνω = φτάνω εφταπόδαρος = μεταφ. εκείνος που μπορεί να κατορθώσει τα πάντα εφταπόπαδον = εκκλησιαστική τελετή τελούμενη από εφτά ιερείς εφταπόπαδος = ιερέας χειροτονημένος εφτά φορές συνέχεια εφτάργαλη = κόσκινο με εφτά εργαλεία τέμνοντα εφτάριν = χαρτοπαίγνιο εφτά εφτατρύπετον = χαρτοπαίγνιο εφτάρι εφτάτρυπον = εκείνος που έχει εφτά τρύπες εφτάχρονος = επταετής εφτάψυχος = εφτάψυχος εφτωχός = φτωχός εφώς = φως εχεμένος = εύπορος, πλούσιος έχνος = έθνος εχπάνω = αρπάζω εχράζω = δίνω χρώμα ρόδινο στα ψωμιά εχρωστώ = χρωστώ εχτέ = χθες εχτέσκομαι = χτενίζομαι εχτήθα = εκ στήθους, από μνήμης εχτηθίζω = απομνημονεύω εχτικιάζω = προσβάλλομαι από φυματίωση εχτικιάρης = ο πάσχων από φυματίωση εχτικιαρλής = ο πάσχων από φυματίωση εχτικόν = φυματίωση εχτικώ = χτικιάζω έχτομος = βρωμόλογος έχτρα = έχθρα εχτράμα = αντίστροφα, τα μέσα έξω εχτράμενα = αντίστροφα, τα μέσα έξω εχτραμενιάζω = αντιστρέφω, γυρίζω τα μέσα έξω εχτράμενος = αντεστραμμένος, αντιστρόφως εχτράμης = αντιστρόφως εχτράμιν = αντίστροφο, αντεστραμμένο εχτραμωτός = μωρός εχτρέβω = αντιστρέφω, διανοίγω έχτρεμαν = αντιστροφή εχτρεύομαι = εχθρεύομαι εχτρεφτέριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή ζυμαρικών έχτρητα = έχθρα, μίσος εχτρία = έχθρα, μίσος εχτροπάθεια = έχθρα, μίσος εχτροπαθώ = εχθρεύομαι, μισώ εχτρός = εχθρός εχτροσύνη = έχθρα, μίσος έχω = έχω εχωρώ = χωρώ εψές = χθες έψιλον = έψιλον εωσφόρος = διάβολος, σατανάς Ζζάβα = κρίκος, δαχτυλίδι ζαβαλής = δυστυχής, κακομοίρης, άκακος ζαβιρέα = τόπος με πολλά φραγκοστάφυλα ζαβίριν = φραγκοστάφυλο ζαβιρίτα = φραγκοστάφυλο ζαβρός = αριστερόχειρας ζαγάριν = σκύλος ζαγκάριν = σκουριασμένος ζαγκαρώνω = σκουριάζω ζαγκέα = οσμή σκουριάς ζαγκιάζω = σκουριάζω ζαγκινοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου προς ίππευση ζαγκοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου προς ίππευση ζαγκότης = κανδηλανάπτης, νεωκόρος ζαγκουβάνα = είδος παιδιάς ζάγκρα = άνθρωπος κάτισχνος ζάγκωμα = σκουριά χαλκού ζαγκωματέα = οσμή σκουριάς χάλκινου σκεύους ζαγκώνω = σκουριάζω, μεταφ. αδυνατίζω ζαενός = ισχνός ζαενύνω = αδυνατίζω, ισχναίνομαι ζαενώνω = αδυνατίζω, ισχναίνομαι ζαζέλα = είδος φυτού ερπυστικού ζαΐφης = ισχνός, αδύνατος ζαλαλός = τρελός ζαλαλώνω = ζαλίζω ζάλη = ζάλη ζαλίζω = ζαλίζω ζαλικόν = αδιαθεσία ζάλισμαν = ζαλάδα ζαλότιν = φυτό από το οποίο γίνεται σκούπα ζαμάνιν = εποχή, καιρός, χρόνος ζαμνίν = κυψέλη μελισσών ζαμπάρα = σφυρίχτρα ζαμπαράς = γυναικοθήρας ζαμπόγερος = ξεκουτιάρης ζαμπογραία = γριά ρυτιδωμένη ζαμπούλα = σκώληξ γεννημένος σαν έκθυμα στη ράχη ζώου ζαμπουρίτα = φυτό όμοιο με τη συκιά ζανταλώνω = ζαλίζω ζάντεμαν = τρέλα ζαντία = τρέλα ζαντίτα = άγριος θάμνος του οποίου ο καρπός αν φαγωθεί προκαλεί τρέλα ζαντόμελον = μέλι που έχει την ιδιότητα να ζαλίζει ζαντός = τρελός ζαντρουνίγουμαι = αμφιταλαντεύομαι καλπάζοντας ζαντύνω = τρελαίνομαι ζαντώνω = τρελαίνομαι ζαντωτός = λίγο τρελός ζαπάρτα = επίπληξη, προσβολή ζαπούνης = ισχνός, αδύνατος ζαπτιές = χωροφύλακας ζάρα = ζάρωμα, πτύχωση ζαρά = λογά, στραβά ζαργάνα = ζαργάνα ζαρέας = παραπαίει ζαρζαβάτιν = ζαρζαβατικά ζάριν = ζάρι ζαρκάδ(ιν) = ζαρκάδι ζαρκαδία = ζαρκάδι θηλυκό ζαρναΐλης = αλλήθωρος ζαρογουλάζω = στραβολαιμιάζω ζαρογούλης = στραβολαίμης ζαρογουλίδουμαι = στραβολαιμιάζω ζαροκάθουμαι = κάθομαι στραβά ζαροκείμαι = κείμαι στραβά ζαροκερατία = αγελάδα με στραβά κέρατα ζαροκέφαλος = στραβοκέφαλος ζαροκοίλης = στραβοκοίλης ζαροκολάζω = βόδι που προχωρώντας στραβώνει τα πόδια του ζαροκολία = ασθένεια ζαρόκολος = εκείνος που έχει διαστρεβλωμένο το κάτω μέρος το σώματος ζαροκόφτω = κόβω στραβά ζαρομματάζω = λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω ζαρομμάτης = εκείνος που έχει διαστροφείς οφθαλμούς ζαρομματώ = στραβοκοιτάζω, υποβλέπω ζαρομύτης = στραβομύτης ζαροπάτεμαν = στραβοπατώ, λοξοδρομώ ζαροπατώ = στραβοπατώ, λοξοδρομώ ζαροπέδας = κατά το βάδισμα συγκλίνω προς τα μέσα τα πόδια ζαροπόδαρος = εκείνος που έχει στραβά πόδια ζαροποδία = εκείνη που έχει στραβά πόδια ζαροπρόσωπος = εκείνος που έχει άσχημα χαρακτηριστικά προσώπου ζαρός = λοξός, ζαρωμένος ζαροσκέλης = εκείνος που έχει στραβά σκέλη ζαροστομάζω = στραβώνω το στόμα ζαρόστομος = εκείνος που έχει στραβό στόμα ζαροστομώ = στραβώνω το στόμα ζαροστομώνω = στραβώνω το στόμα ζαροτέρεμαν = λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω ζαρουδάζω = χτενισμένο μαλλί το σχηματίζω σε τολύπη ζαρουδαστέριν = ράβδος γύρω από την οποία στρίβουν το μαλλί και το τολυπεύουν ζαρουδευτέριν = ράβδος γύρω από την οποία στρίβουν το μαλλί και το τολυπεύουν ζαρούδιν = μαλλί λαναρισμένο σχηματισμένο ως τολύπην, δέσμη νήματος ζαροχειλάζω = στραβώνω τα χείλη μου ζαροχειλάς = εκείνος που έχει στραβά χείλη ζαροχείλης = εκείνος που έχει στραβά χείλη ζάρπη = γενναίος ζάρπλη = γενναίος ζαρπλής = γενναίος ζαρώ = τρικλίζω βαδίζοντας ζάρωμαν = κάμψη, λύγισμα ζαρώνω = λυγίζω, κάμπτω, στραβώνω ζαρωτά = στραβά ζαρωτία = ασχήμια, μεταφ. στρεψοδικία, αδικία ζαρωτός = στραβός, μεταφ. δόλιος ζατίζω = καταπατώ, συντρίβω ζαφρά = χολή ζάχαρη = ζάχαρη ζαχαρικά = ζαχαρωτά ζαχαρώνω = ζαχαρώνω ζαχρά = σιτηρά, σίτος, σίκαλη, κριθή ζέα = ζειά ζεβζέκης = φλύαρος ζεβρός = αριστερόχειρας ζεγκίν = αναβάτης ζεγκίνης = πλούσιος ζεγκοπατώ = πατώ τον αναβολέα εφίππου για ίππευση ζέγνω = σφίγγομαι ζελάρης = ζηλιάρης ζελεία = ζήλια ζέλεμαν = ζηλεύω ζελεμάτιν = ζηλευτό ζελέσιμος = αξιοζήλευτος ζελεύω = ζηλεύω ζελφίνος = δελφίνι ζεμέας = ζημιάρης ζεμία = ζημιά ζεμιάρης = ζημιάρης ζεμιοκάτα = γάτα ζημιάρα ζεμιώνω = ζημιώνω ζέμνω = σφίγγομαι ζεμπερέκιν = μάνδαλος πόρτας, μπετούγια ζεμπίλιν = σπυράκι ζέμψιμον = ζεύξη βοδιών ζέντερια = σπαράγγια εδώδιμα ζεντζίριν = αλυσίδα ζεξία = συνεταιρισμός γεωργών που έχουν ο καθένας από ένα βόδι ζέξια = τα ζευγαρωμένα βόδια ζέξιμον = ζεύξη βοδιών ζέον = είδος δοχείου εκκλησίας ζεπίλιν = σκουπίδι ζεπίρα = κουνάβι ζέπος = ατσίδα ζεπούνα = πουκάμισο ζερβά = προς τα αριστερά ζερβοκούταλος = εκείνος που τρώει με αριστερό κουτάλι ζερβός = αριστερόχειρας ζερβοχέρης = εκείνος που εργάζεται με το αριστερό χέρι ζερκάδ(ιν) = ζαρκάδι ζερκαδία = ζαρκάδι θηλυκό ζέρνα = η μεμβράνη του αυγού ζερταβάς = ζώο του οποίου το δέρμα είναι πολύτιμο ως γούνα ζερταλίδιν = βερίκοκο ζέρταλο = βερίκοκο ζεστά = ζεστά ζεσταίνω = ζεσταίνω ζεσταμονή = θερμότητα, ζεστασιά ζέσταση = θερμότητα, ζεστασιά ζεστασία = θερμότητα, ζεστασιά ζεστάσκομαι = ζεσταίνομαι ζέστη = ζέστη ζεστοπύριν = στάχτη στην οποία υπάρχουν αναμμένα κάρβουνα ζεστός = ζεστός ζεστωτός = υπόθερμος ζευγαράζω = ζευγαρώνω ζευγαράς = γεωργός ζευγάριν = ζευγάρι ζευγαρώνω = ζευγαρώνω ζευγάς = γεωργός ζευγηλάτης = γεωργός ζευγώνω = ζευγαρώνω ζώα ζευλέας = κουλός ζευλίν = ζεύξη βοδιών ζευλοδέμιν = σχοινί που συνδέει τα κάτω άκρα των ζευγλών ζευνίχιν = ο σπόνδυλος του τραχήλου ζευτήριν = ο σπόνδυλος του τραχήλου ζεύω = βάζω κάτω από τον ζυγό δύο ζώα ζεχίριν = δηλητήριο ζέψιμον = ζεύξη βοδιών ζήκακας = φιλάσθενος ζηλεία = ζήλεια ζηλέτζης = ζηλιάρης, φθονερός ζηλόφρονος = ζηλόφθονος ζηλοφτονία = ζηλοφθονία ζηλοφτονώ = ζηλοφθονώ ζήση = ο τρόπος του ζην ζήσιμον = ο τρόπος του ζην ζητηλάνος = ζητιάνος, επαίτης ζήτημα = απαίτηση ζητίον = επαιτεία, ζητιανιά ζητώ = ζητώ ζία = αθόρυβα, σιγά ζίβρα = παντελόνι αντρικό ζιγιαφέτιν = συμποσιακή ευωχία ζιγούδιν = είδος πυκνής χλόης ζιζάνιν = άνθρωπος που προκαλεί σκάνδαλα ζιζίλα = είδος πτηνού ζιλάλιν = νερό καθαρό, διαυγές ζιλίφιν = ο λοβός του φασολιού ζιλιφλίκιν = είδος κοσμήματος κεφαλής ζιλπία = έδεσμα από γιαούρτι και μέλι ζιμπιλάγκ(ιν) = σμίλαξ ζίνα = είδος εντόμου πτερωτού ζίνα = σταγονίδιο ζινίχιν = ο σπόνδυλος του τραχήλου ζινιχώνω = προσράπτω χάντρες ως προβασκάνια ζιντάνιν = ειρκτή, δεσμωτήριο ζίπκα = αντρικό παντελόνι ζιπούνα = πουκάμισο ζίτζα = ευθύς, λεπτός και ευλύγιστος κλώνος δέντρου ζίφκα = αντρικό παντελόνι ζίφος = το εξωτερικό κέλυφος καρυδιού ζίφος = το ακρότατο μέρος ιστίου πλοίου ζίφος = σίφουνας ζίφωνας = σίφουνας ζογάλιν = κράνι ζόγιν = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία αποκόβονται ισόμετρα τεμάχια για τσαρούχια ζογριδάζω = δέρνω με ξύλο ζογριδέα = δαρμός με ξύλο ζογρίν = ράβδος, ρόπαλο ζογρόξυλον = ξύλο υγρό ζογρός = ξύλο υγρό ζογρύνω = υγραίνομαι ζόκκα = ζόκκα ζόπα = ράβδος οζώδης ζορζοβούλης = διάβολος ζόριν = αναγκασμός, βία ζορκαδάς = κυνηγός δορκάδων ζορκαδία = ζαρκάδι θηλυκό ζορκάδιν = δορκάς ζορκαλίδα = δορκάς ζορλαεύω = βιάζω, δυσκολεύομαι ζουβαλάκιν = σβώλος ζύμης ζουγούδ(ιν) = είδος πυκνής χλόης ζουγραφίζω = ζωγραφίζω ζούδ(ιν) = ζώδιο ζουδέμιν = σκοινί της φάτνης ζουδία = εικόνες ζώων ζουζακιάζω = περνώ ζώνη στη θηλιά της βράκας ζουζάκιν = θηλιά γύρω από τη βράκα απ’ όπου περνούν τη βρακοζώνη ζουζίν = ασκός από δέρμα αγριόχοιρου ζουκακεύω = δυστροπώ στο να εκτελέσω έργο ζουκόλος = βουκόλος ζουλαΐδα = είδος εδωδίμου ερπυστικού φυτού ζουλεύω = ζηλεύω ζούλιγμαν = ζούλιγμα ζουλίζω = ζουλίζω ζούλισμαν = ζούλιγμα ζουλιστέριν = όργανο με το οποίο περιελίσσουν ζουλιχτής = εκείνος που έχει το επάγγελμα του ευνουχιστή ζώων ζουλιχτόν = συνεστραμμένο ζουλίχτρα = φυτό ερπυστικό συστρεφόμενο ζουλούμιν = αδικία ζουμάρ(ιν) = ζυμάρι ζουμαρικόν = ζυμαρικό ζουμαρώνω = ζυμώνω ζουμίζω = ζώο που παρέχει περισσότερο γάλα, πληγή που διαπυείται ζουμπουλίζω = αντηχώ ζουμπούλιν = ζουμπούλι ζουμώνω = ζυμώνω ζουμώσιμον = ζυμώσιμο ζούμωτρον = ζυμωτό ζουνάριν = ζωνάρι ζουντανός = ζωντανός ζουπαντούχης = άνθρωπος πολύ ψηλός, αγροίκος, βάναυσος ζουπαντρεύω = παντρεύομαι ζούπκα = αντρικό παντελόνι ζουπούνα = πουκάμισο ζουπούνι = είδος γυναικείου γιλέκου με μανίκια κεντημένα ζουπουνόπον = χιτώνιο ζουπουνούμαι = αποκτώ πουκάμισο ζουράζω = μεταβάλλομαι ζουρζουρίζω = γκρινιάζω ζουρίτζα = γυναίκα ισχνή, ζαρωμένη ζουρκάδ(ιν) = ζαρκάδι ζουρκαδία = ζαρκάδι θηλυκό ζουρμουδάζω = κάνω ορμαθό, τσαλακώνω ζουρμούδιν = ορμαθός ζουρμουλαγκιάζω = συνθλίβω με τα χέρια ζουρμουλαγκίζω = κινώ κάτι σφοδρά ζουρνά = ζουρνάς ζουρνατζής = ζουρνατζής ζουρνάχιν = είδος οστρέου ζουρνεύω = κλαίω χωρίς όρεξη ζούρτα = τα ξινά, τουρσιά ζούφιον = δέρμα λεπτό και φθαρμένο ζουχτρεύω = ανοίγω οπή με μυτερό ξύλο ζουχτρίζω = ωθώ με αγκώνα ή με πόδι ζουχτρίν = ξύλο μυτερό ζοφίδι = πράγμα πολύ υγρό ζυγάζω = ζευγνύω ζυγαράζω = ζυγίζω εντός της παλάμης μου ζυγαρέα = ζυγαριά, ο αστερισμός του ζυγού ζυγάριν = ζεύγος, ζευγάρι ζυγή = ζεύγος, παρασκεύασμα ολοκληρωτικό ζύγια = ισορροπημένα και μεταφορά ελαφρά, σιγά ζυγιάζω = ζυγίζω, κλίνω, γέρνω ζύγιασμαν = ζύγισμα ζυγιαστέριν = ζυγαριά ζυγίζω = ζυγίζω ζύγιν = ζυγαριά ζυγογυράζω = κάνω τα ζώα να γυρίζουν γύρω από το ζυγό κατά το αλώνισμα ζυγογύριν = κυκλικό αυλάκι στο μέσο του ζυγού όπου τοποθετείται το ζυγολώρι ζυγολωράζω = μετακινώ το σταβάρι του αρότρου από το κέντρο του ζυγού προς το δυνατότερο βόδι που μεταφέρει το ζυγολώριν ζυγολώριν = λουρί ζυγού στο οποίο προσαρμόζεται το άκρο του σταβαριού του αρότρου ζυγούδιν = η ζεύγλη του ζυγού ζυγωνάζω = υποβάλλω στο ζυγό ζυγώνιν = ζυγός ζυμαρικό = ζυμαρικό ζυμαρικόν = ζυμαρικό ζυμάριν = ζυμάρι ζυμαρομάντηλον = ύφασμα με το οποίο καλύπτουν τη ζύμη στη σκάφη ζυμαρόξυλο = ράβδος με την οποία ανοίγουν τα φύλλα της ζύμης ζυμαροξύστρα = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος ζυμαρώνω = αλείφω με ζύμη, γίνομαι σαν ζύμη ζυμοξύστρα = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος ζυμοξύστρες = ξύστρα της σκάφης του ζυμώματος ζυμοστάτες = το μέρος της οικίας όπου τοποθετείται η σκάφη του ζυμώματος ζυμώνω = ζυμώνω ζύμωση = ζύμωση ζυμωσία = ποσότητα αλευριού για ζύμωμα ζυμώσιμον = εκείνος που ζυμώνει ζω = ζω ζώγ(ιν) = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία φτιάχνονται τσαρούχια ζώγ-πετζίν = ταινία δέρματος βοδιού από την οποία φτιάχνονται τσαρούχια ζωγάρκεια = προμήθεια τροφίμων ζώγιον = ζώο συνήθως βόδι ζωγραφία = ζωγραφιά, εικόνα ζωγραφίζω = ζωγραφίζω ζωγραφισία = έξοχο κάλλος ζωγράφος = ζωγράφος ζώδιον = ζώδιο ζώδος = συμφορά η οποία είναι πεπρωμένο να πάθει κάποιος ζωή = ζωή ζωμ(ίν) = ζωμός ζωμάριν = ζουμερό ζωμάτε = πλούσιος ζωμάτος = ζουμερός ζωμερός = ζουμερός ζωμίζω = ζώο που παρέχει περισσότερο γάλα, πληγή που διαπυούμαι ζωμοκυλίζω = δέρνω, ξυλοκοπώ ζωμώνω = υπόδημα που παίρνει νερό ζων = ζώδιο ζωνάριν = ζώνη ζωναροδέσιμον = το δέσιμο του ζωναριού ζώνη = ζώνη ζωντανεύω = ζωντανεύω ζωντανός = ζωντανός ζωντανύνω = συνέρχομαι από ασθένεια ζώντας = ζωή ζωντή = η διάρκεια της ζωής ζωντοκλωνάριν = κλώνος δέντρου κάτι σαν ζωντανό ζωντόχερος = ζωντοχήρος ζωντοχωρισία = διαζύγιο ζώνω = περιβάλλω με ζώνη, ζώνομαι ζωός = φύλακας κάθε οικίας ζωοτροφία = τρόφιμα αναγκαία για την συντήρηση της οικογένειας ζώσιμο(ν) = ζώσιμο ζώσκοινον = σκοινί με το οποίο δένεται ζώο ζωστήρα = ζώνη ζωστρή = ζώνη Ηηγαπώ = αγαπώ ήγκα = έφερα ηγκορέα = κόρη οφθαλμού ηλάζω = λιάζω ηλαίνομαι = παθαίνω ηλίαση ηλακός = μέρος ευήλιο, φεγγίτης οικίας ηλέα = σχοινί στο οποίο απλώνουμε ρούχα να στεγνώσουν ηλενεπήρες = ανατολή του ήλιου ήλες = ήλιος ηλεφωταγμένος = ηλιοφώτιστος ηλιακάδι = μέρος ευήλιο ηλιακό = ηλιακός ηλίασμαν = ηλίαση ηλικία = ηλικία ηλικιασμένος = ηλικιωμένος ηλικιούμαι = ηλικιώνομαι ηλιοκοπούμαι = υποφέρω από ηλιακό έγκαυμα ήλιος = ήλιος ηλιόψητος = ψημένος στον ήλιο ηλοβασίλεμαν = ηλιοβασίλεμα ηλόβρεχη = εν ώρα βροχής λάμπει ήλιος ηλοκαμένος = ηλιοκαμένος ηλοκαψία = καύμα ήλιου ηλοκόρασον = κόρη ωραία λάμπει σαν τον ήλιο ηλόλαμπο = λαμπρός όπως ο ήλιος ηλοξάψιμον = καύμα ηλιακό, λιοπύρι ηλοπαρέσα = μέρη προσήλια ηλόπαρμαν = ανατολή του ήλιου ηλόπορος = ευήλιος, προσήλιο ήλος = ήλιος ηλοτόπιν = τόπος προσήλιος ηλοτρόπιν = ηλιοτρόπιο ηλοφώταγμαν = φωτισμός ήλιου ηλοφωταγμένος = ηλιοφώτιστος ηλοχάραγμαν = ανατολή του ήλιου ήμαρτον = μετάνοια, μεταμέλεια ημέρα = ημέρα ημέρεμαν = ημερεύω ημερεύω = ημερεύω ημεροδούλιν = ημερομίσθιο ημεροθανάτ(ου) = Σάββατο προ της Πεντηκοστής ημεροκάματον = μεροκάματο ημερομάισσα = γυναίκα πονηρή ημερομιστιάρης = εργαζόμενος με ημερομίσθιο ημερομίστιν = ημερομίσθιο ημερόνυχτος = διάρκεια ενός ημερονυκτίου ήμερος = ήμερος ημεροφάει = τροφή μιας ημέρας ημερόφωτα = κατά την αυγή ημέρωμα = ξημέρωμα ημερώνω = εξημερώνω, τιθασεύω ημερώνω = αγρυπνώ ημερ’κον = ημερομίσθιο, μεροκάματο ήμπαν = οπουδήποτε ήμποιος = οποιοσδήποτε ημ’σάριν = η μισή ποσότητα ημ’σός = μισός ήνταν = οτιδήποτε ήντζ = οτιδήποτε ήντζαν = όποιος ήντιλεος = οτιδήποτε ήπαρη = ήπαρ, συκώτι ήσυχα = ήσυχα ησυχάζω = ησυχάζω ησύχαση = ησυχία ησυχίζω = γίνομαι ήσυχος ήσυχος = ήσυχος ητεύω = με μαγικές ευχές θεραπεύω σωματικώς ή ψυχικώς ηχόπον = σιγανό μέλος ήχος = ήχος ηχρά = όψη Θθαβάρα = εφιάλτης θαγατέρα = θυγατέρα θαγματούρι = θαύμα θαδάτσιν = στάχτη που σχηματίζεται σε αναμμένο κάρβουνο θάκιν = μαστός αγελάδας θαλαμίδιν = μικρό διαχώρισμα εντός κιβωτίου θάλασσα = θάλασσα θαλασσάκι = ακρογιαλιά θαλασσάκρα = ακρογιαλιά θαλασσέα = οσμή θάλασσας κατά την πνοή ελαφρού ανέμου θαλασσινός = θαλασσινός θαλασσομάννα = θαλάσσιο ζώο ακαλήφη θαλασσομάχος = εκείνος που μάχεται με τα κύματα της θάλασσας θαλασσομαχώ θαλασσομαχώ θαλασσομαχώ = θαλασσομαχώ θαλασσοπέντικος = μυς θαλάσσιος που έχει αντί δέρματος λεπτή μεμβράνη θαλασσοπούλλιν = θαλασσοπούλι θαλασσότερον = θαλάσσιο νερό θαλάσσωμα = τρικυμία θαλασσώνω = αρχίζει να γίνεται τρικυμία θαλύνω = φυτό που εκφύει βλαστούς και φύλλα θάμα = θαύμα θαμάζω = απορώ, θαυμάζω θάμασμαν = θαυμασμός θαμαστός = ο άξιος θαυμασμού, παράξενος θαματουρία = μέγα θαύμα θαμνίν = θάμνος θάμνος = θολός, θαμπός θαμπούρωμαν = θαμβώνομαι θαμπουρώνω = θαμβώνομαι θάμπωμαν = θαμπώνω θαμπώνω = θαμπώνομαι, αλλάζω χρώμα θανάσιμος = θανάσιμος θανατέα = οσμή θανάτου θανατίδιν = ότι τρώμε και προκαλεί αποστροφή για την δυσάρεστη γεύση και είναι κάτι σαν θανατηγόρο θανατικός = θανατικός θανατικός = φανατικός θανατίτα = χόρτο ή καρπός πικρός θανατίτζα = εξάνθημα που προμηνύει τον θάνατο θάνατος = θάνατος θανατώνω = θανατώνω θανέσα = μνημόσυνο με γεύμα θανή = θάνατος, κηδεία θαραπεία = θεραπεία θαραπεύουμαι = θεραπεύομαι θαραπίδες = ουλές του σώματος που μένουν μετά τη θεραπεία θάρεμαν = το να νομίζω κάτι θαρετός = εκείνος που νομίζει κάτι θάρρεμαν = ελπίδα θαρρεύκουμαι = ελπίζω, έχω θάρρος θαρρικά = ελπίδα θάρρος = θάρρος θαρρώ = έχω ελπίδα, βασίζομαι θαρώ = νομίζω θαφτούλιν = παιδί που είναι άξιο να ταφεί θάφτω = ενταφιάζω, θάβω θέατρον = θέατρο θέγα = δίχως θεγατέρα = θυγατέρα θέγιαν = δίχως θέγως = δίχως θειΐτζα = θειούλα θείος = θείος θέκα = φώκια θέκαλος = λέξη που δηλώνει θαυμασμό και έκπληξη θεκάριν = θήκη της μαχαίρας θεκλέας = αστείος, χαϊδεμένος θεκλεία = θωπεία, χάιδεμα θεκλέσα = ευτελή, ουτιδανός, μωρός θεκλεύκουμαι = αστειεύομαι θέκω = βάζω θελάζω = εμβολιάζω με δαμαλίδα θελακώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω θελέα = τυλίχτρα νήματος θελείναιμον = θέληση θελέκ(ιν) = κουμπότρυπα θελέκα = κουμπότρυπα, θηλιά θελεκιάζω = κάνω κουμπότρυπες, κουμπώνω θελεκώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω θελέσα = εκουσίως, ματαίως θελεσινά = εκουσίως θέλημαν = θέλημα, επιθυμία θεληματάρης = πεισματάρης θεληματέας = ο εργαζόμενος κατά το θέλημά του θεληματικά = εκουσίως θεληματοπλέρωτος = ο απαιτών να πληρωθεί θέληση = απαίτηση, θέληση θελός = θολός θέλσιμον = θέληση, βούληση θελυκός = ζώο γένους θηλυκού θέλω = θέλω θελώνω = θολώνω θέμαν = θέμα, τμήμα, κομμάτι θέματα = αθέμιτα θεμελίον = θεμέλιο, ράφι, αδιέξοδος θεμελίον = θεμέλιο, ράφι, αδιέξοδος θέμπερα = κατά τα εδώ μέρη θεμωνάζω = κάνω θημωνιά θεμώνιν = θημωνιά σταχυών, χόρτων κτλ. θεμωνοκόλιν = η βάση της θημωνιάς θεμωνόπον = θημωνιά σταχυών, χόρτων κτλ. θεμωνοστάτες = κάθετο ξύλο θημωνιάς, στο οποίο στοιβάζουν τα στάχυα θέξιμον = τοποθέτηση θεογνωσία = καλή διαγωγή θεοκατάρατος = θεοκατάρατος θεόκριτος = εκείνος που θα τον κρίνει ο θεός θεοξύριστος = σπανός θεοξύριστος = σπανός θεός = θεός θεοστερεωμένος = ο υπό του θεού στερεωμένος θεοτικά = ευσεβώς, εναρέτως θεοτικός = θεοσεβής, αγαθός, ενάρετος θεοφοβία = θεοσέβεια θεόφοβος = θεοφοβούμενος, θεοσεβής θεοφοβούμενος = θεοφοβούμενος, θεοσεβής θεόφτωχος = πάμπτωχος θεοχάλαστος = εκείνος τον οποίο χάλασε ο θεός θεοχαρίτωτος = από θεό πλημμυρισμένος με χάρες θεόχαρος = εκείνος που έχει τη χάρη του θεού θεόχριστος = στερεός θεπέκιν = μεγάλος αετός θεπέσα = κινήσεις και πράξεις γελοίες, σαν της μαϊμούς θερακή = μείγμα λευκής κηρήθρας και λευκού μελιού χρησιμεύουν ως αλοιφή θερακώνω = αποκτώ ευρωστία, ρώμη, οργίζομαι, φλεγμαίνομαι θεραπεία = θεραπεία θεραπεύκουμαι = καλοπερνώ, ησυχάζω, ευχαριστούμαι θεραπίδες = ουλές του σώματος που μένουν μετά την θεραπεία θεραπός = θεράπων, υπηρέτης θεριάζω = συνέρχομαι από ζάλη θερίζω = θερίζω, αφανίζω, καταστρέφω θερίνα = αθερίνα θερινός = θερινός θερινόσυκον = το πρώτο ωριμάζων σύκο του Ιουλίου θερίον = θηρίο θεριόνερο = νερό άγριο, τρομερό θερίος = άγριος, ανήμερος, υπερμεγέθης θέρισμαν = θέρισμα θερισμάτιν = μέρος κατάλληλο για θέρισμα θεριστής = θεριστής θεριώνω = εξαγριώνομαι θερμά = θερμά θέρμα = θερμότητα θερμαίνω = γίνομαι θερμός θερμασέα = θερμότητα θέρμαση = θερμότητα θερμόξυλον = είδος τζιτζιφιάς θερμός = θερμός, ζεστός θερμωτός = εκείνος που φαίνεται να έχει πυρετό θεροκοπώ = εξαγριώνομαι θέρος = θερισμός θέρωτρο = δώρα του γαμπρού προς τη νύφη θέσα = σκόρος θέση = θέση θεωνάς = υβριστικός, άπιστος θεωρητικός = εκείνος που έχει ωραίο παρουσιαστικό θεωρία = παρουσιαστικό ανθρώπου θεωσφόρος = δαίμονας θήκω = βάζω θηλύκα = κουμπότρυπα, θηλιά θηλυκιάζω = κάνω κουμπότρυπες, κουμπώνω θηλύκιν = κουμπότρυπα θηλυκοβολέα = το γένος των γυναικών θηλυκός = ζώο γένους θηλυκού θηλυκώνω = κάνω θηλιά, κουμπώνω θήμασμαν = ειδικός γαμήλιος χορός αποτελούμενος από τους νεόνυμφους και εφτά μονοστέφανα ανδρόγυνα θημίζω = χορεύω τον γαμήλιο χορό με τους νεόνυμφους τραγουδώντας γαμήλιο άσμα, τραγουδώ το άσμα των Χριστουγέννων θήμισμαν = άσμα των Χριστουγέννων θημιστόν = ειδικός γαμήλιος χορός θησαυρός = θησαυρός θίγα = δίχως θίχα = δίχως θίχως = δίχως θίως = δίχως θλιβερά = θλιβερά θλιβερακά = θλιβερά θλιβερακός = θλιβερός θλιβερός = θλιβερός θλίβομαι = θλίβομαι θλίψη = θλίψη θόγαλα = το καϊμάκι του γάλακτος θογαλένον = ο παρασκευασμένος από ανθόγαλα θογαλερόν = δοχείο στο οποίο συλλέγουν το ανθόγαλα θογαλίζω = χωρίζω το ανθόγαλα από το άπαχο γάλα θογαλοβάρελον = βαρέλι στο οποίο περισυλλέγεται το ανθόγαλα θογαλόπον = λίγη ποσότητα ανθογάλατος θογαλότανον = υπόξινο γάλα υπολειπόμενο μετά την εξαγωγή βουτύρου θογαλοχάβιτζον = έδεσμα παρασκευασμένο από αλεύρι και ανθόγαλα θοδωρίζω = νηστεύω την πρώτη εβδομάδα της Τεσσακοστής θοκάρ(ιν) = φτυάρι για μεταφορά ανθράκων θοκάριν = θήκη της μαχαίρας θόλα = αλισίβα για πλύσιμο θόλιν = θολός, καμάρα θολομαχώ = δεν διακρίνω, πληγή που φλεγμαίνετε θολός = θολός θόλωμαν = θόλωμα θολώνω = θολώνω θομαρέα = οσμή θυμαριού θομάριν = θυμάρι θομαρόστυπα = τουρσιά από θυμάρι θονάρα = τόπος που συσσωρεύονται δέματα σταχυών θονός = θημωνιά θουμουράζω = γίνομαι μαλακός, απαλός, υπερωριμάζω θούμπουρον = φυτό βουνού θουρμούλ(ιν) = ψίχουλο θουρμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω θουρμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω θράκα = σωρός αναμένων ανθράκων θρακαρέα = ποσότητα ανθράκων όση χωράει το φτυάρι (θρακάριν) θρακάριν = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων θράκι = σωρός αναμμένων ανθράκων θράκωμαν = πυράκτωση ανθράκων θρακώνω = ανάβω άνθρακα, ανάβω θρακωτός = πυρακτωμένος θρασκέας = δυτικός άνεμος θράσκεμαν = πλημμύρα θρασκεύω = πλημμυρίζω θρέμμαν = ανάθρεμμα θρέφω = τρέφω θρήνος = θρήνος θρηνώ = θρηνώ θρησκεία = θρησκεία θρήσκος = θρήσκος θρίσσα = είδος μικρού ψαριού θρισσίν = είδος μικρού ψαριού θροκάρ(ιν) = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων θρονάουμαι = ενθρονίζομαι θρόνος = θρόνος θρουμμουλάζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω θρουμμουλίζω = κάνω ψίχουλα, θρυμματίζω θρουμμούλιν = ψίχουλο θροφή = τροφή θροφούδιν = είδος φαγητού θρεπτικό θρύβω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς θρύμμα = μικρά κομμάτια ψωμιού σε φαγητό υδαρές θρύμπος = θρούμπι θρύμσα = αποτρίμματα ξηρών φύλλων θρύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς θρύψιμον = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς θυγατέρα θυγατέρα θυγατέρα = θυγατέρα θυγατερίτζα = θυγατέρα θυλάκιν = δερμάτινο σακούλι θυλλόπιτες = πίτες από φύλλα ζύμης τηγανιτές θυμάζω = θυμιάζω θυμαντόν = θυμιατήρι θύμαρη = είδος ευώδους χόρτου θύμεψη = ενθύμηση θύμεψη = ενθύμηση θυμή = ενθύμηση θυμητικόν = μνημονικό, μνήμη θυμίαμαν = θυμίαμα, λιβάνι θυμιαματέα = οσμή θυμιάματος θυμιατός = θυμιατήρι θυμίζω = υπενθυμίζω θυμός = θυμός θυμούμαι = σκέφτομαι, θυμάμαι θύμπρον = φυτό βουνού θυμώνω = θυμώνω θυμωτής = θυμώδης, οργίλος θύριν = θύρα, πόρτα θύφτω = τεμαχίζω ψωμί σε μικρά κομμάτια εντός φαγητού υδαρούς θώπεκας = τσακάλι θωρέα = όψη, θωριά, ομορφιά θωρέματα = εμμηνόρροια θώρετρα = δώρα γαμπρού θωρίζω = ξεθωριάζω θωρώ = βλέπω Κκα = κάτω καβά = καφές, καφενείο καβάζης = κλητήρας βασιλιά καβάκιν = λεύκη καβαλάρης = ιππέας καβαλίκα = καβαλίκευε καβαλίκω = ιππεύω καβάλιν = αυλός, φλογέρα καβαλκεύω = ιππεύω καβαλκιάζω = βοηθώ κάποιον να ιππεύσει καβαλκιαστά = σταυρωτά, το ένα πάνω στο άλλο καβαλκιαστός = ο επιβαλλόμενος πάνω στον άλλον καβαλόπον = αυλός, φλογέρα καβατζής = καφεπώλης καβγά = καυγάς καβέα = πλήθος πραγμάτων ατάκτως βαλμένα καβίδα = γάντζος καβίλα = σφήνα προς έμφραξη τρύπας κάβος = ακρωτήρι, άκρο παντός πράγματος καβούνιν = πεπόνι καβούρεμαν = καβούρδισα καβουρευτός = καβουρδισμένος καβουρεύω = καβουρδίζω καβουρμά = καβουρμάς καβράν(ιν) = κυψέλη μελισσών από κορμό δέντρου καβρών(ιν) = κάρβουνο καγανάζω = θερίζω με δρέπανο καγανέα = χτύπημα με δρέπανο καγανέα = ποσότητα χόρτων όση κοπεί με το δρέπανο καγανέσιν = το θεριζόμενο με δρέπανο καγανεύω = θερίζω με δρέπανο καγανίασμαν = θέρισμα με δρέπανο καγάνιν = δρέπανο καγάνισμαν = θέρισμα με δρέπανο καγανόπον = δρέπανο καγιά = σκόπελος, ύφαλος καγιάδιν = ύφαλος καγιάνα = στοίβα ξύλων καγιανάζω = στοιβάζω ξύλα καγιουράδιν = ψιμύθιο γυναικών καγκαλιδέριν = κατσαρό καγκαμμίαν = ενίοτε, κάποτε καγκαράζω = κυρτώνομαι, καμπυλώνομαι καγκαρεύω = αναρριχώμαι κάγκαρος = αράχνη καγκάσιν = κατάξηρος καγκελάζω = σχηματίζω κοσμήματα ελικοειδή καγκελαχτός = ελικοειδής καγκελίζω = συσπειρώνομαι ελικοειδώς, κουλουριάζομαι καγκέλιν = δρόμος ελικοειδής καγκελίτζα = ελικοειδή ποικίλματα σε μάλλινες κάλτσες καγκελωτός = ελικοειδής καγκιάριν = πολύ ισχνό ζώο καγκουραχτός = καμπυλωτός, κυρτός καγκουρώνω = καμπυλώνω, κυρτώνω καγκουρωτός = καμπυλωτός, κυρτός καδίν = κάδος καδίνα = καδένα καερίζω = κακαρίζω καερίσματα = κακαρίσματα καζάνεμα(ν) = κερδοσκοπία καζανεύω = κερδίζω χρήματα καζάνιν = καζάνι καζαντζής = ο κατασκευαστής των χάλκινων σκευών καζέα = οσμή πετρελαίου καζερόν = δοχείο πετρελαίου κάζιν = πετρέλαιο κάζιν = είδος αφάνας καζίν = κατσαρό καζόπον = λίγη ποσότητα πετρελαίου καζόσκευον = δοχείο πετρελαίου κάζω = καίω καζώνω = διαβρέχω με πετρέλαιο καημενίτζος = καημένος καημένος = καημένος καημός = καημός κάθα = κάθε καθαείς = καθένας καθαρά = καθαρά καθαρίζω = καθαρίζω καθαρικά = τα παρασκευάσματα από καθαρό αλεύρι καθάριν = ολόκληρος ο άρτος καθάριση = ο πλακούντας των εμβρύων του ζώου καθάρισμα(ν) = καθαρισμός Καθαροδευτέρα = Καθαρή Δευτέρα καθαροδευτεράτ’κα = κατά την Καθαρά Δευτέρα καθαρός = καθαρός καθαροφονία = ξαστεριά καθαρόψωμον = άρτος καθαρός από σίτα κάθε = κάθε καθεαυτού = καθεαυτού καθέδρα = βασιλικός θρόνος καθείς = καθένας καθέκαστα = γεγονότα, συμβάντα καθελακός = τέλειος καθ’ όλα κάθεν = κάτω κάθεν-καικά = παρακάτω κάθεν-κέσου = κατά το κάτω μέρος κάθεν-κιάνου = εκ των κάτω προς τα άνω καθένας = καθένας καθεσία = καθισιά καθέσιμο = ο τρόπος που κάθεσαι καθεστακός = καθιστικός καθέτερος = κατώτερος καθηγούμενος = καθηγούμενος καθημερινός = καθημερινός καθημερούσια = καθημερινώς καθημερούσιος = καθημερινός καθίζω = καθίζω καθίν = ακροβελία καθισία = καθισιό κάθισμαν = το να κάθεσαι αργά καθιστά = καθιστά καθιστέρα = το ξύλο πάνω στο οποίο κάθονται οι όρνιθες καθιστέριν = οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κάθισμα καθιστικά = καθιστά καθιστικός = καθιστικός καθιστός = καθιστός καθιστούμενος = καθιστός καθίστρα = τόπος κατάλληλος καθ’ οδών για κάθισμα και ανάπαυση καθίφτρα = καθρέφτης κάθοικα = καθήκοντα καθόλου = καθόλου κάθομαι = κάθομαι, αναμένω καθόπον = ακροβελία καθόρι = κατακάθι λαδιού καθοσία = καθισιό καθουσία = καθισιό καθρέφτης = καθρέφτης καθύτερος = κατώτερος καθώς = καθώς καθώτερος = κατώτερος κάι-κάι = στην παιδική γλώσσα πυρ, φως καΐα = έγκαυμα καΐζω = κλαυθμυρίζω, κραυγάζω καικά = εκεί καΐκιν = λέμβος, καΐκι καϊκτζής = λεμβούχος, βαρκάρης καϊκώνω = λυγίζω, κυρτώνω καιμάκιν = καϊμάκι, πίαρ καιμακλίν = αφρώδες καφές καιμανίτζα = είδος χόρτου το οποίο αν τριφτεί στο σώμα προκαλεί πληγή καινούρα = πριν από λίγο, τελευταία καινουργάδι = αργός πρώτο καλλιεργούμενος καινουργέα = η πρώτη καλλιέργεια αγρού καινούργιν = καινούργιος καινούργος = καινούργος καινουργόχτιστος = ο νεοχτισμένος καινούργωμαν = ανανέωση καινουργώνω = ανανεώνω καινουρλάεμαν = ανακαίνιση καινουρλαεύω = ανακαινίζω καινουρωτός = καινούργιος καιρός = καιρός καΐσιν = λουρί χρησιμοποιούμενο ως ζώνη καιτάν(ιν) = γαϊτάνι καιτανλής = ο κοσμημένος με γαϊτάνι καιτανοφρύδης = εκείνος που έχει φρύδια σαν γαϊτάνι καιτανώνω = κοσμώ με γαϊτάνι καιτέ = μέλος, σκοπός άσματος καίω = καίω, καταστρέφω, εξολοθρεύω κακά = κακά κακαδεύω = ασθενώ, αρρωσταίνω κακαδίκιν = ασθένεια, αρρώστια κακαδικόπον = ασθένεια ελαφριά κακαλέα = άγριο δέντρο κακαλέας = ένορχις, αρσενικός κακάλμεχτον = ζώο που δύσκολα αρμέγεται κάκαλον = όρχις ανθρώπου ή ζώου κακανάστετος = παιδί που μεγαλώνει με δυσκολίες όσο αφορά την καχεκτική κατάσταση της υγείας κακανίζω = κακαρίζω κακάνισμαν = κακάρισμα κακάντριστος = η ατυχήσασα στο γάμο γυναίκα κακαρίζω = κακαρίζω κακαρίνα = είδος πλοιαρίου με κυρτή πρώρα κακαρινομύτης = εκείνος που έχει κυρτή μύτη κακαρινωτός = τοξοειδής κακάς = άρρωστος κακατζεύω = κατακαίομαι, καταξηραίνομαι κακάτζι = κατακαμένος, κατάξηρος κακέγβαλτος = ο δύσκολα πληρωνόμενος κακεύρετος = ο δύσκολα ευρισκόμενος κακεύω = δύστροπος κακέψετος = ο δύσκολα ψημένος κακέψιν = κακόβραστο κάκη = έχθρα κάκητα = έχθρα κάκια = δυστροπίες και γκρίνιες ασθενών και μικρών παιδιών κακία = κακία κακιάσκουμαι = μισώ, δυσαρεστούμαι κακινάνευτος = δύσπιστος κακίσκουμαι = αγανακτώ, οργίζομαι κάκισμαν = αγανακτώ, οργίζομαι κάκιωμα(ν) = μισώ, δυσαρεστούμαι κακιώνω = μισώ, δυσαρεστούμαι κακκάβιν = χύτρα κακκαλάτες = ένορχις κακκαλέα = μεγάλη απάτη εις βάρος κάποιου κακκαλέσιν = εκείνος που είναι παρασκευασμένο από όρχεις κακκαλίτζος = ένορχις, αρσενικός κάκκαλο(ν) = όρχις ανθρώπου ή ζώου κακκαλομάγουλης = εκείνος που έχει φουσκωμένα μάγουλα κακκαλόμηλο = είδος μήλου ωοειδούς κακκαλούδι = όρχις ανθρώπου ή ζώου κακκαλούδικα = συκάμινα μεγάλου μεγέθους κακκαλοφάγας = είδος δενδροβίου καμπής τριχωτής κακκάν = αφόδευμα κακόβραστον = κακόβραστο κακογεννέτρα = δύστοκος κακογεννώ = κακογεννώ κακογνωμία = δυστροπία κακογνωμίζω = γίνομαι δύστροπος κακόγνωμος = δύστροπος κακόγραια = γριά διεστραμμένη κακοδάλιν = νήμα που δύσκολα διαλύεται κακοδέβαστος = εκείνος που δύσκολα διαβάζεται κακοεξοδεύκουμαι = σπαταλώ κακοεξοδευτής = σπάταλος κακοζώετος = εκείνος που ζει άσχημη ζωή κακοζωία = κακοζωία κακοθάνατα = κακοθάνατα κακοθάνατος = κακοθάνατος κακοθέριν = το άσχημα θεριζόμενο κακοκαιρία = κακοκαιρία κακοκαίριν = κακοκαιρία κακοκαρδίζω = κακοκαρδίζω κακόκαρδος = κακόκαρδος κακοκόριτζον = ανάγωγο κορίτσι κακόκρεος = εκείνος που έχει κακό κρέας κακοκυβέρνετος = ο δύσκολα κυβερνώμενος κακολό(γ)εμαν = κακολογώ κακολογία = κακολογία κακολογώ = κακολογώ κακομαθάνω = κακά συνηθίζω κακομάθεμαν = δυσανασχέτηση στις στερήσεις διότι έχει συνηθίσει στην καλοπέραση κακομάθετος = εκείνος που έχει συνηθίσει στις σκληραγωγία κακομένω = ταλαιπωρούμε κατά την διανυκτέρευση κακομοιρία = κακομοιριά, δυστυχία κακομούντζουνος = ασχημοπρόσωπος κακονουνίζω = βάλω κακό στο μυαλό μου κακονουνίστρα = εκείνη που σκέφτεται επίμονα ότι κακό θα συμβεί κακονυχτία = το να περάσει κάποιος κακή νύχτα κακονυχτίζω = περνώ άσχημα τη νύχτα κακοπαθάνω = κακοπαθαίνω κακοπάθεμαν = δυστυχία, ταλαιπωρία κακοπαίδιν = κακό παιδί κακόπαρτος = ο δύσκολος στην εκτέλεση κακοπέβγαλτος = ο δύσκολα πληρωνόμενος κακοπείρα = δυστυχής κακοπειράουμαι = δυστυχώ, υποφέρω κακοπειρία = η πείρα των δυσκολιών της ζωής κακοπειρίαγμαν = δυστυχώ, υποφέρω κακοπειρώ = δυστυχώ, υποφέρω κακοπέραση = κακοπέραση κακοπέσετος = εκείνος που είναι ανήσυχος στον ύπνο του κακοπίταγος = δύστροπο παιδί κακοπλερώνω = κακοπληρώνω κακοπλερωτής = κακοπληρωτής κακοπλέρωτος = εκείνος που θα πεθάνει δυστυχής κακοπορεύουμαι = δύσκολα κερδίζω τα προς το ζην κακοπόρευτος = ο δύσκολα πορευμένος στη ζωή κακοπούλετος = ο δύσκολα πωλούμενος κακοπροαίρετος = κακοπροαίρετος κακοπροξένετος = εκείνος του οποίου η προξενιά δεν πετυχαίνει κακορεξάζω = μου χαλάς την όρεξη και δεν τρώω με ευχαρίστηση κακορεξία = ανορεξία κακορεξίασμαν = μου χαλάς την όρεξη και δεν τρώω με ευχαρίστηση κακόρεξος = εκείνος που δεν έχει όρεξη κακορριζικία = κακό ριζικό κακορρούζω = πέφτω άσχημα κακός = κακός κάκος = δυσοίωνο συναπάντημα κακοσκότωτος = ο σκοτωμένος με κακό τρόπο κακόστομος = υβριστής, ανόρεκτος κακοστοχία = δυσμάθεια κακόστοχος = δυσμαθής κακόσυρτος = ανυπόφορος κακότα = κακία, μοχθηρία κακοτραγωδώ = τραγουδώ άσχημα, κακοήχως κακοτυχία = κακοτυχία κακότυχος = κακότυχος κακούλα = οι τρίχες των κροτάφων των ανδρών κακούρα = ράβδος με την οποία κατεβάζουν τα κλαδιά των δέντρων προς συλλογή των καρπών κακουρτάκιν = πράγμα πολύ ξηρό κακουρώνω = κυρτώνω, καμπυλώνω κακοφάγκιαχτος = απαίσιο ζώο ή νεκρός εμφανιζόμενος σε όνειρο κακόφανος = εκείνος που θεωρείται απαίσιος κατά την πρωινή συνάντηση κακοφορμίζω = προκαλώ φλεγμονή κακοχάπαρος = εκείνος που φέρνει κακές ειδήσεις κακοχειμάζω = ζώα που περνούν κακό χειμώνα κακοχείμασμαν = ζώα που περνούν κακό χειμώνα κακοχούι = κακό ελάττωμα κακόχρεος = κακοπληρωτής κακοχρονία = κακή χρονιά λόγω αφορίας κακόχρονον = κακή τύχη κακοχώνευτος = κακοχώνευτος κακόψετος = ο δύσκολα ψηνόμενος κακόψιν = κακόβραστο κακοψύχιν = αηδία, σιχασιά που αισθάνεται έγκυος γυναίκα κακοψύχος = η κατάσταση της εγκύου καθ’ ότι επιθυμεί αλλόκοτα εδέσματα κακοψυχώ = έγκυος γυναίκα που αηδιάζει κακοψυχώ = έγκυος γυναίκα επιθυμώ αλλόκοτα εδέσματα κακύνω = θυμώνω, κακιώνω κακωσύνη = πράξη κακή καλά = καλά καλά = καλός καλαγκούδα = είδος νυφίτσας καλαδελφός = αδελφός αγαπητός, καλός, γνήσιος καλαθάζω = βάζω σε καλάθι καλαθάριν = είδος μεγάλου καλαθιού καλαθάς = ο κατασκευαστής καλαθιών καλαθέα = ποσότητα όση χωράει ένα καλάθι καλαθερή = είδος καλαθιού με σκέπασμα καλαθίασμαν = βάζω σε καλάθι καλάθιν = καλάθι καλαθίνα = μεγάλο καλάθι με σκέπασμα καλαθοκέφαλος = εκείνος που έχει ατημέλητα μαλλιά καλαθομύτης = εκείνος που έχει κοντή και χοντρή μύτι καλαθόστομον = το σταχτόπανο της μπουγάδας που τοποθετείται στο στόμιο του καλαθιού καλαθότσουλο = το σταχτόπανο της μπουγάδας που τοποθετείται στο στόμιο του καλαθιού καλάθωμαν = τοποθέτηση μπουγάδας στο καλάθι καλακονώ = τροχίζω καλαλμέγω = αρμέγω καλά καλάλμεχτον = ζώο εύκολα αρμεγμένο καλαμάδραχτον = αδράχτι με το οποίο διαπερνούν τα καλάμια για να τυλίξουν σε αυτά το νήμα καλαμάζω = τυλίγω νήμα στα καλάθια καλαμάνιν = φυτό με ποώδες καλαμοειδείς διακλαδώσεις καλαμάντζιν = λιπόσαρκος καλαμάριν = μελανοδοχείο, καλαμάρι καλαμίδιν = καλαμιά καλαμιδόχορτον = χόρτα καλαμοειδές διαχωριζόμενα από τα στάχυα κατά το θερισμό καλαμίζω = τυλίγω στα καλάμια νήμα καλάμιν = καλαμιά καλαμίστρα = άξονας τροχού ανέμης στο οποίο περνούν καλάμια για να τυλίξουν σε αυτό νήμα καλαμιώνα = τόπος όπου φύονται καλάμια καλανάρχης = κανονάρχης καλαναρχώ = κανοναρχώ καλανάστετος = ευτραφής, καλοαναθρεμμένος καλανθρωπεύκουμαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός άνθρωπος καλανθρωπίσκουμαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός άνθρωπος κάλαντα = κάλαντα καλαντάζω = λέω κάλαντα καλανταρέσιν = ζώο που έχει γεννηθεί τον Ιανουάριο Καλαντάρης = Ιανουάριος καλανταρίζω = δίνω δώρο χριστουγεννιάτικο καλανταρίτζα = είδος θάμνου καλάντασμαν = προσφορά δώρων σε παιδιά τα Χριστούγεννα καλαντάτ’κα = δώρα της Πρωτοχρονιάς καλαντέσα = δώρα της Πρωτοχρονιάς καλαντοκιούτουκο = χοντρό κούτσουρο καιγόμενο στην εστία όλο το βράδυ της πρωτοχρονιάς καλαντοκούριν = χοντρό κούτσουρο καιγόμενο στην εστία όλο το βράδυ της πρωτοχρονιάς καλαντόνερον = νερό αντλούμενο τα κάλαντα καλαντουρογυρεύτρα = εκείνη που ζητιανεύει τον Ιανουάριο Καλαντοφώτα = γιορτή της πρωτοχρονιάς και των φώτων καλαντρειωμένος = ο κάλλιστος στην ανδρεία και ρώμη καλάντριστος = γυναίκα ευτυχισμένη στο γάμο της καλαπαλούκιν = πράγμα περιττό που προξενούν βάρος καλαπίταγος = παιδί που πρόθημα εκτελεί θελήματα καλαπόδιν = το καλαπόδι των υποδηματοποιών καλάπως = βεβαίως καλαρμώνω = κλείνω καλά καλατζεία = ομιλία, συνομιλία καλάτζεμαν = λόγος, ομιλία καλατζευτά = ομιλώντας καλατζευτάνος = ομιλητικός, πολυλογάς καλατζεύω = ομιλώ, συνομιλώ καλατζή = ομιλία, συνομιλία καλαφάτης = εργάτης που ασχολείται με το καλαφάτισμα πλοίων καλαφέντης = καλός αφέντης καλγιανίτζης = πτηνό με κόκκινη ουρά καλέβρα = είδος υποδήματος καλεβράς = εκείνος που κατασκευάζει καλέβρες καλέγβαλτος = δρόμος εύκολα διανυόμενος καλέμιν = κάλαμος γραφής, καπνοδόχος καλερή = μουσικό όργανο λύρα κάλεσμα = κάλεσμα, πρόσκληση καλέστερος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ καλεστής = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ. καλετάνος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ. καλετερεύω = καλυτερεύω καλετερίζω = καλυτερεύω καλέτερος = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ. καλετής = άνθρωπος που καλεί κόσμο σε γάμο, βάπτιση κτλ. καλεύκομαι = προσπαθώ να φαίνομαι καλός καλέψετος = εύκολα ψημένος καλέψιν = εύκολα ψημένος καλέω = καλώ κάλη = η αγαπητή σύζυγος καληζωία = καλοζωία καλημάννα = στοργική μάνα καλημέρα = καλημέρα καλημεράζω = καλημερίζω καλημέρασμαν = καλημέρισμα καλημερία = χαιρετισμός με την έκφραση καλημέρα καλημερίζω = καλημερίζω καλημέρισμαν = καλημερίζω καληνύχτα = καληνύχτα καλησπέρα = καλησπέρα καλησπερία = χαιρετισμός με την έκφραση καλησπέρα καλησπερίζω = καλησπερίζω καλησπέρισμαν = καλησπέρισμα καλιβώνω = καλιγώνω καλιβωσία = σάκος που περιέχει τα αναγκαία σύνεργα για πετάλωμα ζώου καλιδρομία = κατευόδιο κάλιν = το σύνολο των ερίων της κουρά προβάτου καλίπιν = μήτρα, καλούπι καλίτζα = η αγαπημένη σύζυγος καλίτζικος = καλούτσικος καλκάνιν = καλκάνι κάλλα = καλύτερα καλλεμέντζα = εκείνη που έχει κάλλος καλλιάζω = αποκτώ χρώμα, ομορφαίνω καλλίων = καλύτερος κάλλος = ομορφιά κάλλυμαν = γίνομαι ωραίος καλλύνω = γίνομαι ωραίος καλοανάστετος = παιδί που μεγαλώνει χωρίς αρρώστιες καλοανοίγω = ανοίγω καλά καλοβλάφκουμαι = υφίσταμαι καίρια βλάβη καλοβουκώνω = μπουκώνω προσεκτικά καλόβουλος = καλόβουλος καλοβράζω = βράζω κάτι καλά καλογειτόνευτος = εκείνος που έχει καλές σχέσεις με τους γείτονες καλογειτονεύω = φέρομαι καλά στους γείτονες καλογέλαστος = γελαστός, χαρούμενος καλογεννέτρα = γυναίκα που γεννάει εύκολα καλογέννιν = μωρό που γεννήθηκε εύκολα καλογεννούδα = γυναίκα που γεννάει πολλά και καλά τέκνα καλογεννούδικο = ζώο που γεννάει πολλά και καλά καλογεννώ = γεννώ εύκολα καλογερεία = καλογηρική καλογέρεμαν = καλογυρεύω καλογερική = καλογερική καλογερίτα = μήλο στενόμακρο καλογερίτζα = είδος εντόμου μελανού χρώματος καλογερίτζος = καλογεράκος καλόγερος = καλόγερος καλογερώ = φτάνω στα γηρατειά καλογηρεύω = καλογυρεύω καλογίνουμαι = ωριμάζω καλά καλογιός = καλός υιός καλογνεφίζω = καλοξυπνώ καλόγνεφος = εκείνος που ξυπνά εύκολα καλογνωμία = καλή γνώμη καλόγνωμος = εκείνος που έχει καλή γνώμη καλογνωρίζω = γνωρίζω κάποιον καλά, βλέπω καλά καλογομώνω = γεμίζω καλά καλογραία = μοναχή καλογραίτζες = είδος μύκητα εδωδίμου μαύρου χρώματος καλοδάλιν = νήμα που εύκολα περιπλέκεται καλοδεβάζω = διαβάζω καλά καλοδένω = δένω καλά καλοδέχκουμαι = καλοδέχομαι καλοδία = καλός δρόμος καλοδοικώ = διορθώνω καλοδουλεύω = δουλεύω καλά καλοδρομάζω = ξεπροβοδίζω καλοδρομία = ξεπροβόδισμα καλοδρομίζω = ξεπροβοδίζω κάλοε = καλέ καλοεντρανώ = βλέπω, παρατηρώ καλά καλοεντράνωτος = εκείνος που είχε καλή περιποίηση καλοζώ = ζω καλά καλοζώετος = καλοπέραση καλοθάνατα = με καλό θάνατο καλοθάνατος = εκείνος που παθαίνει ήσυχα χωρίς αρρώστιες καλοθελέσιος = καλόκαρδος καλοθέριν = εκείνος που θερίζεται εύκολα καλοθήκω = καλά τοποθετώ καλοθρονίζω = ενθρονίζω καλά καλοθύμετος = εκείνος που είναι άξιος καλής μνήμης καλοκαθίζω = βάζω κάποιον να καθίσει καλά καλοκάθομαι = κάθομαι καλά καλοκαιράζει = καλοκαιράζει καλοκαίρης = καλοκαίρι καλοκαιρία = καλοκαιρία καλοκαιρίζω = καλοκαιριάζω καλοκαίριν = καλοκαίρι καλοκαιρ’νός = ανοιξιάτικος καλόκακα = πότε καλά πότε κακά καλόκαρδα = καλόκαρδα καλοκαρδεμένα = καλόκαρδα καλοκαρδίζω = καλοκαρδίζω καλόκαρδος = καλόκαρδος καλοκείμαι = στοιβάζομαι καλά καλόκλωστος = εκείνος που εύκολα μεταπείθεται καλοκόνομος = καλό οικονόμος καλόκοπος = εκείνος που εύκολα κόβεται καλοκόρασον = καλό κορίτσι καλοκρατώ = κρατώ καλά καλοκυβέρνευτος = εκείνος που έχει άφθονα για τις ανάγκες τις οικογένειάς του καλοκυβέρνητος = εκείνος που έχει άφθονα για τις ανάγκες τις οικογένειάς του καλολαλώ = μιλώ καλά καλολογώ = μιλώ καλά καλομαθάνω = καλομαθαίνω καλομάθετος = καλομαθημένος Καλομηνάς = Μάιος Καλομηνέσιν = εκείνο που παράγεται τον Μάιο καλομηνεύκουμαι = φέρομαι σαν τον Μάιο καλομηνύω = ειδοποιώ, μηνύω καλονουνίζω = σκέφτομαι καλά καλοξέρω = γνωρίζω καλά καλοξύζω = ξύνω καλά καλοπαθάνω = παθαίνω δίκαια καλοπαίρω = υποδέχομαι κάποιον με καλό τρόπο καλόπαρτος = εύκολος στην εκτέλεση καλοπεινώ = πεινώ πολύ καλοπέραση = καλοπέραση καλοπέρασμαν = καλοπερνώ καλοπέραστος = ο καλώς παρερχόμενος καλοπερώ = καλοπερνώ καλοπέσετος = εκείνος που κοιμάται καλά και ήσυχα καλόπιστος = καλόπιστος καλοπίταγος = που πρόθημα εκτελεί θελήματα καλοπίχαρος = γελαστός, πρόσχαρος καλοπλέκω = πλέκω τεχνικά καλοπλερώνω = πληρώνω καλά τα χρέη μου καλόπλυτος = καλά πλυμένος καλοπορεύομαι = ζω καλά με άνεση οικονομική καλοπόρευτος = ζω με ευπορία καλοπροαίρετος = καλοπροαίρετος καλοπροσωπεύκομαι = υποκρίνομαι τον ηθικά άμεμπτο καλορριζικία = ευδαιμονία, ευτυχία καλορρίζικος = καλορίζικος καλορωτώ = ρωτώ να μάθω τι ακριβώς κάλος = πρόσκληση καλός = καλός καλοσιμώνω = πλησιάζω πολύ καλόσπαος = ζώο εύκολα σφαζόμενο καλοσταλίζω = σταματώ καλά καλοσταμνίζω = δένω καλά μέσα στο στάβλο καλόστομος = εκείνος που λέει καλούς λόγους καλοστοχάσκομαι = προσέχω, βλέπω καλά καλοστόχευτος = ο εύκολα αντιλαμβανόμενος καλόστοχος = ο εύκολα αντιλαμβανόμενος, ευφυής καλοστρατεία = κατευόδιο καλοστρατεύω = κατευοδώνω καλοστρατίζω = κατευοδώνω καλοσυένευτος = εκείνος που φέρεται καλά στους συγγενείς καλοσφραγίζω = σφραγίζω καλά καλοτέρεμαν = κοιτάζω προσεκτικά, προσέχω καλά καλοτηρώ = κοιτάζω προσεκτικά, προσέχω καλά καλοτίμετος = εκείνος στον οποίο γίνεται τιμητική υποδοχή καλοτοπίζω = τοποθετώ καλά καλοτόπιν = τόπος όπου μένεις ευχαρίστως καλοτραγωδώ = τραγουδώ ωραία καλοτρανώ = βλέπω καλά, περιθάλπω καλοτρύπιν = εκείνος που έχει καλές τρύπες καλοτυλίζω = συστρέφω, τυλίγω στερεά καλοτυχία = καλοτυχία καλότυχος = καλότυχος καλουπιάζω = διπλώνω ρούχα καλούπιν = μήτρα, χυτήριο σφαιρών μολύβδου καλοφαγία = καλοφαγία καλοφάγκιαχτος = εκείνος που θεωρείται καλός οιωνός ζωντανός ή νεκρός εμφανιζόμενος στον ύπνο καλοφάζω = ταΐζω καλά καλοφανεμένος = ευπρόσωπος καλοφάνθουμαι = καλοφαίνομαι καλοφανίζω = φαίνομαι να έχω κάλλος καλόφανος = εκείνος που φαίνεται καλός στην υποδοχή καλοφόρετος = καλοφόρετος καλοφορώ = φορώ καλά καλοφράζω = φράζω καλά καλόφωνος = καλλίφωνος καλοχάρτζευτος = εκείνος που δαπανήθηκε καλά καλοχαρτζεύω = ξοδεύω σκοπίμως και όχι σπάταλα καλοχείμαγος = ζώο που τρέφεται εύκολα το χειμώνα καλοχειμάζω = ζώο που περνάει καλά το χειμώνα καλοχορτάζω = χορταίνω καλά καλοχρονία = καλή χρονιά καλοχτενίζω = χτενίζω καλά καλοχώνευτος = χωνεύω καλά καλοχώνω = χώνω καλά καλοψένω = ψήνω καλά καλόψετος = εύκολα ψημένος καλόψιν = εύκολα ψημένος καλπάκιν = σκουφί καλπακίτζα = μικρό σκουφί καλπακόπουλλο = σκουφάκι κάλτζα = κάλτσα καλτζίνα = μάλλινη κάλτσα καλτζοδέμαν = δέμα της κάλτσας καλτζοδέτρα = δέμα της κάλτσας καλτζορράμμιν = νήμα κάλτσας καλτζοτζούπιν = καλτσοβελόνα καλύβιν = καλύβα καλυβοστέγαστον = οίκημα πρόχειρα στεγασμένο σαν καλύβα καλυμμαύκιν = κάλυμμα κεφαλής των ιερωμένων καλυμμένος = καλυμμένος καλυμπώνω = καμμύω καλύνω = αναρρώνω καλυτερεύω = καλυτερεύω καλυτερίζω = βελτιώνομαι καλυτέρισμαν = βελτιώνομαι καλύτερος = καλύτερος καλύφιν = εκείνο που εύκολα υφαίνεται κάλφας = μηχανικός αρχιμάστορας καλώ = καλώ καλωράζω = επιτηρώ καλά καλωρίαστον = ζώο που εύκολα επιτηρείται κατά την βοσκή καλώς = καλώς καλωσηρθάζω = καλωσορίζω καλωσηρθίασμαν = καλωσόρισμα καλωσυνεύω = ασθενής που βελτιώνεται καλωσύνη = καλωσύνη καλωσώρεμαν = επίσκεψη στο σπίτι του νεοφερμένου ξενιτεμένου για χαιρετισμό καλωσωρεύω = χαιρετώ τον επισκέπτη καλωσωρίζω = καλωσορίζω καλωσώρισμαν = χαιρετισμός προς τον ξενιτεμένο κάμα = ξίφος, σπαθί κάμα = κάψιμο, έγκαυμα καμάκα = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο καμακέα = χτύπημα με καμάκα καμάκιν = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο καμακόπον = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο καμακουλώνω = κυρτώνομαι καμακώνω = χτυπώ με καμάκα, επιβαίνω καμαλαρέα = σωρός ξερών κρεμμυδιών καμαρίτζα = όργανο με το οποίο εξάγουν τα αναμμένα κάρβουνα από το φούρνο καμαροκόφτε = μικρό πριόνι κυρτού σχήματος καμαροφρύδα = καμαροφρύδα καμαροφρύδιν = φρύδι τοξοειδές καμαρώ = κύπτω, φέρνω τη νυφική καλύπτρα καμάρωμα = σκύψιμο, νυμφική καλύπτρα καμαρώνω = κλίνω, σκύβω καμαρωτέριν = νυφικό πέπλο καμαρωτός = εκείνος που έχει εξωτερικό σχήμα θόλου καμασέα = εργασία με ημερομίσθιο κάμαση = εργασία με ημερομίσθιο καματάρης = ο εργαζόμενος ημερομίσθιος καμάτεμαν = γίνομαι εργατικός, φιλόπονος καματερεύω = γίνομαι εργατικός καματερός = εργατικός, φιλόπονος καματερωσύνα = εργατικότητα, φιλεργία καματεύω = βάζω κάποιον να εργαστεί για μένα καματίζω = χρησιμοποιώ άνθρωπο ή ζώο για κάποια εργασία καμάτισμαν = χρησιμοποιώ άνθρωπο ή ζώο για κάποια εργασία κάματρο = μεροκάματο, ημερομίσθιο καμάτρος = εργατικός, φιλόπονος καμελάρης = καμηλιέρης καμελαύκιν = το κάλυμμα της κεφαλής των ιερωμένων καμέλιν = καμήλα καμελόπον = καμήλα καμενίτζης = εκείνος που έχει εγκαύματα καμενοσάνιδον = σανίδα από ξύλο καστανιάς πάνω στην οποία οι χρυσοχόοι κάνουν συγκόλληση κάμερου = κάπου καμήλα = καμήλα καμήλι = καμήλα καμιζόλα = πουκάμισο κάμινας = καύσωνας καμινεύω = καίω σε κεραμουργικό κλίβανο πήλινα αγγεία καμίνιν = καμίνι καμινόξυλον = ξύλο για εστία καμινώνω = φλέγω καμινωσία = η συσκευή του τσακμακιού καμινωτέριν = ο χάλυβας των πυροβόλων όπλων καμίσιν = πουκάμισο καμισόβρακον = πουκάμισο και σώβρακο μαζί καμισόλα = πουκάμισο καμισόπ’λλον = πουκάμισο καμμίαν = ποτέ καμμώνω = αποκοιμούμαι κάμνεμα = η νηματοποίηση του λιναριού κάμνω = εργάζομαι, δουλεύω, κάνω καμονή = καημός καμουρίζω = νυστάζω, ονειροπολώ κάμπα = κάμπια καμπάζω = αποκτώ κάμπια καμπάνα = καμπάνα καμπαναρείον = καμπαναριό καμπανίζω = ανατέλλω κάμποιος = κάποιος κάμπος = κάμπια κάμπος = κάμπος καμποσίκος = κάμποσος καμποσίτζικος = κάμποσος κάμποσος = κάμποσος καμπουράζω = καμπουριάζω καμπούρης = καμπούρης καμπουρίασμαν = καμπούριασμα καμπούρωμα = καμπουριάζω καμπουρωτός = καμπουρωτός καμποφάγας = πτηνό που τρώει τις κάμπιες καμποφαγούδιν = πτηνό που τρώει τις κάμπιες καμπώνω = αποκοιμούμαι κάμσιμον = το γνέσιμο του ερίου καμψέα = καμτσικιά καμψιλαεύω = μαστιγώνω καμψίν = μαστίγι κάμω = κάνω καμώματα = καμώματα κάν = μέχρι, έως καναβάτζα = σάκος από κάνναβη κάναβος = απείκασμα νερού εκ πηλού καναβούρι = πράξη κατά την οποία κατασκευάζουν από πηλό απείκασμα νερού κανακάριν = κανακάρης κανάκεμαν = περιποίηση, χάδια κανακεύω = κανακεύω κανάκια = πολύτιμα στολίδια κανάλιν = άνεμος που όταν πνέει ρυτιδώνει την θάλασσα κανάρα = κουνούπι κανάριν = καναρίνι καναρίνα = θαλάσσιο πτηνό κανάτα = κανάτα κανάτιν = φτερούγα, χαρτόνι, παντζούρι κανατώνω = δένω βιβλίο κανεβίζιν = ταφτάς κανέες = κενά μέρη επάνω από τα μεγάλα ερμάρια της οικίας κανεί = είμαι ικανός κανείμαι = είμαι ικανός κανείς = κανείς κανέλα = κινάμωμο κανεύω = καταπείθομαι, πιστεύω κάνι = στύλος, δοκός κανίν = φιαλίδιο κανισκιάρης = ο κομιστής κανίστρου που περιέχει δώρο κανίσκιν = δώρο που αποστέλλεται σε νεόνυμφους κανίστριν = κάνιστρο κανναβένος = ο καμωμένος από κάνναβη καννάβιν = κάνναβη κανναβίτζα = νήμα από κάνναβη κανναβλής = ο καμωμένος από κάνναβη κανναβορράμμιν = νήμα από κάνναβη κανναβόσπορος = κανναβόσπορος κανναβουρώνιν = αγρός από καννάβη κανοκιάλιν = τηλεσκόπιο, κιάλια κανόνα = κανόνας κανονάρχης = κανονάρχης κανοναρχώ = κανοναρχώ κανονίζω = επιβάλλω εκκλησιαστική ποινή, τιμωρώ κανονικόν = ετήσια χορηγία ιερέως προς αρχιερέα κανόνιν = φέρετρο εκκλησίας κανόνισμαν = επιβάλλω εκκλησιαστική ποινή, τιμωρώ κανταρά = βράχος καντάριν = στατήρας, καντάρι κάντζα = γάντζος, άγκιστρο καντζαρεύω = αναρριχώμαι καντζαρίζω = αναρριχώμαι κάντζαρος = αράχνη, ακρίδα καντζαρόσπιτον = ιστός αράχνης καντζί(ν) = ο καρπός φουντουκιού, καρυδιού κτλ. καντζιλίδα = συσπειρωμένο κλωστή καντζιμίτρα = έντομο καντζογραία = γριά καταρρυτιδωμένη καντζολόγεμαν = ο αποχωρισμός των φουντουκιών από την κάψα καντζολογεύω = συλλέγω τους εναπομείναντες καρπούς μετά την συγκομιδή καντζολογώ = συλλέγω τους εναπομείναντες καρπούς μετά την συγκομιδή καντζόπον = ο καρπός φουντουκιού, καρυδιού κτλ. καντζόπον = γάντζος, άγκιστρο καντζοσίρβιν = σούπα αρτυσμένη με κοπανισμένη ψίχα ξηρών καρπών καντζούρης = φιλάργυρος κάντζωμαν = καρυκεύω με σπασμένα καντζία καντζώνω = καρυκεύω με σπασμένα καντζία καντήλα = καντήλα καντηλάεμαν = φεγγοβολώ καντηλαεύω = φεγγοβολώ καντηλανάφτης = καντηλανάφτης καντηλάφτης = καντηλανάφτης καντήλιν = καντήλα καντηλίτζα = καντηλάκι καντηλόπον = καντηλάκι καντηλώνω = αρχίζω να πυρώνω καντόζον = το εκατοστάρικο του κρασιού καντούρεμαν = πείθω καντουρεύω = πείθω καντραμάδα = κλάδος οπωροφόρου δέντρου με πολλούς καρπούς καντρίδιν = δερμάτινο λουρί συνδεόμενο με το ζυγό τον ρυμό του αρότρου κάντρον = φωτογραφία, κάδρο καντρούκιν = δέρμα ακατέργαστο και σκληρό καντρουκώνω = ισχναίνω καντυλάζω = πρήζομαι καπάκιν = καπάκι καπακώνω = καπακώνω καπαλάκι = αγριόφυτο με πλατιά φύλλα δυσώδη καπανάριν = βραχώδης έδαφος καπανέα = χτύπημα με πέτρα καπανεύω = αναθεματίζω καπάνιν = πέτρα, βράχος καπανοσκούλιν = κούφωμα βράχου καπαράμα = γάλος καπαρεύω = φουσκώνω καπαροτζούφιν = είδος θάμνου καπάτζιν = κόρα καπατζώνω = σχηματίζω κόρα κάπερου = κάπου καπετάνος = καπετάνιος καπέτζης = κασιδιάρης καπηλός = πρατήριο οινοπνευματωδών ποτών καπίστιν = χαλινός καπιτζάρης = μυλωθρός καπιτζεύω = παίρνω τα αλεστικά μου δικαιώματα καπίτζιν = το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά καπιτζλαεύω = παίρνω τα αλεστικά μου δικαιώματα καπλάνης = τίγρη καπνάριν = καπνισμένος καπνάς = καπνάς καπνέα = καπνίλα κάπνη = επικαθημένη καπνίλα στους τοίχους κάπνιγμαν = κάπνισμα καπνίζω = καπνίζω καπνικόν = αρχιερατική επιχορήγηση καταβαλλόμενη σε κάθε οικογένεια κάπνισμα(ν) = κάπνισμα καπνοθήκη = καπνοθήκη καπνοκούριν = κούτσουρο καμένο που αναδίδει καπνό καπνός = καπνός καπνοσακκούλα = σακούλα προς θήκη καπνού καπνόφυλλον = καπνόφυλλο καπνόφυτον = φυτό καπνού κάποθεν = από κάπου κάποιος = κάποιος καποσίκος = κάμποσος καποσίστικος = κάμποσος καποσίτζικος = κάμποσος κάποτε = κάποτε κάπου = κάπου καπούκιν = φλοιός, φλούδα καπούτζης = ψωραλέος καπράνι = αγριόχοιρος καπροχειλού = εκείνος που έχει χονδρά χείλη σαν του κάπρου καπρώνω = σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω κάπως = κάπως κάρα = κεφάλι καραβάνα = ανδρική βράκα καραβέα = ποσότητα πράγματος όση χωράει το πλοίο καραβέα = οσμή καραβιού καραβίδα = καραβίδα καράβιν = καράβι καραβόβαρκον = η βάρκα του καραβιού καραβοκύρης = καραβοκύρης καραβοπίσσιν = πίσσα μαύρη από καιόμενα έλατα καραβόπον = καραβάκι καραβοφόρτι = φορτίο πλοίου καρακάτζιν = κόρα του ψωμιού καραμουτάσκουμαι = μαυρίζω από το θυμό μου, κατσουφιάζω, σκυθρωπιάζω καραμουτώνω = μαυρίζω από το θυμό μου, κατσουφιάζω, σκυθρωπιάζω καραμφίλιν = μοσχοκάρφι, γαρίφαλο καράνα = κουνούπι καραντίνα = καραντίνα καραπατάκης = μαύρη θαλάσσια πάπια καραπέτζης = κατάμαυρος καραπισταγκού = γυναίκα μαύρη στο σώμα καραπιστάνιν = κατάμαυρο καρατιουζένιν = μονόχορδο μουσικό όργανο καραφίλ(ιν) = μοσχοκάρφι, γαρίφαλο καραχαμπάρι = κακή είδηση καραχανίες = λόγοι ανυπόστατοι καρβάλα = η αγκύλη του σκουλαρικιού κάρβος = η ανθρακιά της εστίας καρβωνάρειον = αποθήκη ανθράκων καρβωνάρης = ανθρακοπώλης καρβωνάριν = εκείνο που περιέχει πολλά κάρβουνα καρβωνάς = ανθρακοπώλης καρβώνιν = άνθρακας, κάρβουνο καρβωνογάστριν = εργαλείο των χρυσοχόων καρβωνοζώμιν = νερό μέσα στο οποίο σβήνουν αναμμένα κάρβουνα καρβωνόπον = καρβουνάκι καρβωντζής = ανθρακοπώλης καρβωνώνω = μαυρίζω, καρβουνιάζω καργιόλα = σιδερένια κλίνη καρδακός = ανδρείος, γενναίος καρδαμίτζα = καρδαμίτσα κάρδαμον = κάρδαμο καρδάρης = ανδρείος, γενναίος καρδάτες = ανδρείος, γενναίος καρδαχπαίνω = τρομάζω πολύ καρδελίνα = καρδερίνα καρδεύω = εγκαρδιώνω, ενθαρρύνω καρδία = καρδιά καρδίζω = διεγείρω την προθυμία κάποιου καρδίτζα = καρδούλα καρδοκαίω = προκαλώ σε κάποιον λύπη, διψώ υπερβολικά καρδόκαμαν = προκαλώ σε κάποιον λύπη, διψώ υπερβολικά καρδόκομμαν = καταπτοώ καρδοκόφτες = εργαλείο χρυσοχόων καρδοκόφτω = καταπτοώ καρδοκόψιμον = καταπτόηση, τρόμος καρδοκοψίος = καταπτόηση, τρόμος καρδολαβίζω = λυπώ κάποιον κατάκαρδα κάρδομαν = κάρδαμο καρδοπαίζω = αγωνιώ, τρέμω καρδοπαίξιμον = ο παλμός της καρδιάς από φόβο καρδοπάνιν = πανί που καλύπτει το στήθος καρδόπον = καρδούλα καρδοπόνα = πόνος καρδιάς καρδοπονάουμαι = στενοχωριέμαι καρδοπόνεμαν = πονώ στην καρδιά καρδοπονίος = πόνος στομαχιού καρδοπονίουμαι = αισθάνομαι πόνο στο στομάχι καρδοπονίτα = φαγώσιμα που ενοχλούν το στομάχι καρδόπονος = πόνος στομαχιού καρδοπονώ = προξενώ λύπη, στενοχωρώ, μου πονάει το στομάχι καρδοσκώλεκον = σκώληκας των εντέρων καρδοσυλλυσμός = θλίψη καρδοσυλλύω = θλίβομαι πολύ καρδοτάραγμαν = εκείνο που ταράζει το στομάχι καρδοτάραγον = πράξη που προκαλεί αηδία καρδοτυραννισία = στενοχώρια, αδημονία καρδοχτύπιν = χτύπος, παλμός καρδιάς καρενίτα = χόρτο όμοιο με πράσο καρεφτός = σφιχτός καρή = γυναίκα καριάκι = ανάλατο νωπό βούτυρο καρίπης = αλλοδαπός καριπία = η κατάσταση του ξένου καρίπικον = έρημος, ορφανός καρίσιν = σπιθαμί καρίτσα = γυναίκα καρκαλάκιν = ξυλαράκι καρκαλάκος = νεωκόρος, κανδηλάπτης καρκανίτζα = βάδισμα πηδηχτό καρκαρίζω = βράζω θορυβωδώς καρκάρισμαν = βράζω θορυβωδώς καρκατσόνα = μέρη απόκρημνα καρκατσώνω = ανυψώνομαι ευθυτενώς καρκινεύω = αναρριχώμαι καρμάνα = είδος αδραχτιού καρμανέα = πράγμα ηλιοκαμένο καρμανίζω = στριφογυρίζω καρμανίουμαι = κατακαίομαι από τον ήλιο καρμανίτζα = είδος αδραχτιού καρμανιτζέα = ποσότητα νήματος όση χωράει η καρμανίτζα καρμανίτζιν = είδος αδραχτιού καρναλέα = ποσότητα όση χωράει το καρνάλιν καρνάλιν = μικρό καλάθι καρναλοκέφαλος = μεταφ. χοντροκέφαλος, ευήθης καρνίζω = αλληθωρίζω καρνομμάτης = αλλήθωρος καρνός = αλλήθωρος κάρνωμαν = αλληθώρισμα καρνώνω = αλληθωρίζω καρονέσιν = πόα, χλόη καρουλέα = ποσότητα νήματος όση χωράει το καρούλι καρούλιν = κουβαρίστρα καρούσιν = σπιθαμή καρπαρίτα = είδος θάμνου καρπένω = παράγω καρπό καρπερός = καρπερός καρπετίζω = σείομαι, κινούμαι καρπέτιν = είδος χοντρού μάλλινου εφαπλώματος καρπός = καρπός καρπουζάπιν = αχλάδι όμοιο με καρπούζι καρπούζιν = καρπούζι καρπουζοζώμιν = χυμός καρπουζιού καρπουζόπον = καρπούζι καρπούτζιν = κόρα του άρτου καρπύνω = παράγω καρπό καρπώνω = παράγω καρπό καρσανάς = εκείνος που παράγει και πωλεί καρσάνια καρσανέα = ποσότητα όση χωράει το καρσάνιν καρσάνιν = σκάφη ζυμώματος ή άλλης χρήσεως καρσανοκέφαλος = χοντροκέφαλος καρσανόπον = σκάφη ζυμώματος ή άλλης χρήσεως καρσού = αντίκρυ, απέναντι καρτάζιν = κάψα φουντουκιού καρτάης = αναμαλλιασμένος καρταλέας = εκείνος που έχει κόπρανα πάνω στο χιτώνα του καρτάλιν = γύπας καρτάλιν = ξηρά κόπρανα ανθρώπου κάρταλος = ξηρά κόπρανα ανθρώπου καρτανίζω = διαμελίζω, κατασπαράζω καρτέλισμαν = διαμελίζω, κατασπαράζω καρτερώ = καρτερώ καρτζάγκαλος = καλικάτζαρος καρτζάζω = αναρριχώμαι καρτζάλα = υπόγειος σφαιροειδής βολβός φυτού καρτζάλης = εξόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος καρτζαλώνω = γουρλώνω τα μάτια καρτζαλώνω = αναρριχώμαι κάρτζασμαν = αναρρίχηση κάρτζιν = οι γαμψοί όνυχες ορνέου κάρτιν = λαχανικό εκτός εποχής καρτολέας = οσμή πατάτας καρτολένος = ο παρασκευασμένος από πατάτα καρτόλιν = πατάτα καρτολοτήγανον = τηγάνι για πατάτες και αυγά καρτολούχιν = κήπος με πατάτες καρτολώνω = ρυπαίνω με πατάτες κάρτον = ένα τέταρτο της ώρας καρτοφένος = ο παρασκευασμένος από πατάτα καρτόφιν = πατάτα καρτοφοτήγανον = τηγάνι για πατάτες και αυγά καρτοφοτόπιν = τόπος κατάλληλος για καλλιέργεια πατάτας καρτοφόφυλλον = φύλλο πατάτας καρτσίβελος = φειδωλός, φιλάργυρος καρτσουφλίζω = γρατσουνίζω καρτύνω = λαχανικά που αποβάλλουν την νωπότητα καρυδάς = έμπορος καρυδιών καρυδάτες = γλύκυσμα από καρύδια και ζάχαρη καρυδέα = οσμή καρυδιού καρυδέλαδον = καρυδέλαιο καρυδένος = ο παρασκευασμένος από καρύδια καρύδιν = καρύδι καρυδίτζα = καρυδάκι καρυδίτζιν = καρύδι καρυδίτζος = είδος μικρού πτηνού καρυδοκάντζιν = ψίχα καρυδιού καρυδόπον = καρύδι καρυδόπ’λλον = καρύδι καρυδοσάνιδον = σανίδι από ξύλο καρυδιάς καρυδοσίβριν = σούπα από χοντροαλεσμένο σιτάρι αρτυσμένη με ψίχα καρυδιού καρυδότζεφλον = τσόφλι καρυδιού καρυδόφυλλον = φύλλο καρυδιάς καρυδόφυτον = φυτό καρυδιάς κάρυες = μικρές ξύλινες τροχαλίες αργαλειού καρύκλα = όγκος σαν καρύδι στο κεφάλι κάρφα = νυφικό πέπλο καρφάριν = ξύλο με σειρά καρφιών στα οποία προσδένονται νήματα και υφαίνονται τάπητες καρφέα = ίχνος καρφιού καρφί(ν) = καρφί καρφίτζα = καρφίτσα καρφοκέφαλος = απρόκοφτος καρφόπον = καρφί κάρφος = ήλος χοντρός κάρφωμαν = καρφώνω καρφώνω = καρφώνω καρφωτά = καρφωτά καρφωτός = καρφωτός κάσα = ταμείο κασανίζω = σύρω κατά γης κασανίκιν = άχρηστο κομμάτι υφάσματος κασάπης = κρεοπώλης κασέλα = κιβώτιο κασκαούτα = παπαρούνα κασκάρα = καρακάξα κασκάριν = ο πυρίτης λίθος κασκαρομμάτης = τυφλός κάσκας = σκίουρος κασουκάκι = λαπάς κασπίν = δέσμη νήματος κασσίτερη = κασσίτερος καστανένος = ο παρασκευασμένος από ξύλο καστανιάς καστανίτζα = είδος κολοκύθας καστανίτης = είδος σταφυλιού από μαύρες ρώγες κάστανο(ν) = καστανιά, κάστανο καστανοκούρι = κομμάτι από κορμό καστανιάς καστανόπον = καστανιά, κάστανο καστανόφυλλοι = οι φύλλοι του φθινοπώρου καστανόφυλλον = φύλλο καστανιάς καστανόφυτο = φυτό καστανιάς καστανώ = ύφασμα που κηλιδώνεται με κηλίδες ανεξίτηλες καστανωτός = καστανός καστρινός = ο προερχόμενος από κάστρο καστρόλιθος = μεγάλος βράχος κάστρον = κάστρο καστροπαραδότες = εκείνοι που παραδίδουν το κάστρο στους εχθρούς καστροπέντικος = σπουργίτης καστρόπορτα = καστρόπορτα καστροσείουμε = σείομαι ως το κάστρο καστροτόπιν = τόπος κάστρου καστρόχτιστος = οικοδομημένος καλά σαν κάστρο κατά = κατά κάτα = γάτα κατάβαση = κατάβαση καταβασίδι = κατήφορος καταβαστικός = μετριόφρων, καταδεκτικός καταβάτιν = λιναρόσπορος καταβουνέα = χρυσοκάνθαρος κατάβραδα = προς το βράδυ κατάβρεχος = πολύ βροχερός καταβρέχω = βρέχω πολύ καταγαρίζω = φωνάζω, κραυγάζω καταγιάλιν = ακρογιαλιά καταγιαλίσκομαι = πρήζομαι τόσο ώστε το δέρμα στίλβει σαν γυαλί καταγλαθάζω = διευκολύνω την ροή ύδατος καθαρίζοντας το αυλάκι καταγραμμένος = γραμμένος καταγριλεύω = καταστρέφω ολοσχερώς καταγυράζω = αποδιώκω, εκδιώκω καταγυρίζω = περιφέρομαι εδώ και εκεί καταδακρώνω = δακρύζω πολύ καταδέχκομαι = καταδέχομαι καταδεχτικός = καταδεχόμενος κατάδικος = κατάδικος καταδιπλώνω = διπλώνω καλά καταθάρα = εικασία, υπόθεση καταθάρρα = θάρρος καταθαρρώ = ελπίζω, εμπιστεύομαι κατάθεμαν = το άξιο αναθέματος, αφορισμένο καταθήκω = τοποθετώ εκεί που πρέπει καταΐφιν = κανταΐφι κατακάθα = κατακάθι κατακάθισμαν = κατακάθι κατακάθομαι = κατακάθομαι κατακαιρία = ο παρών καιρός κατακαίω = κατακαίω κατακαμός = μεγάλος καημός κατάκαρδα = κατάκαρδα κατακαρδώ = ενθαρρύνω κατακαρδώνω = ενθαρρύνω κατακαρσού = αντίκρυ, απέναντι κατακενώνω = κενώνω, αδειάζω κατακέφαλα = κατακέφαλα κατακεφαλάζω = αντιστρέφω το σώμα κατακέφαλα κατακεφαλίασμαν = αντιστρέφω το σώμα κατακέφαλα κατακεφαλίζω = αντιστρέφω κατακέφαλος = αναποδογυρισμένος κατακιτρινίζω = κατακιτρινίζω κατακίτρινος = κατακίτρινος κατακλαδάζω = σπάω τους κλάδους δέντρου κατακλάδεμαν = κλαδεύω καλά κατακλαδεύων = κλαδεύω καλά κατακλαίω = καταλαλώ, κατηγορώ κατάκλαμαν = καταλαλώ, κατηγορώ κατακλάνα = κυβιστήματα, τούμπες κατακλανάουμαι = κάνω τούμπες, κυβιστώ κατακλάνω = πέρδομαι πολύ κατακλάψιμον = διασυρμός, καταλαλιά κατακλείδι = κατακλείδι κατακλειδώνω = κλειδώνω καλά κατακλέφτω = κατακλέβω κατακλημιδάουμαι = γίνομαι κατάφορτος από καρπό κατακλημίδιν = το κατάφορτο από καρπό κατακλίθιν = το κατάφορτο από καρπό κατακλίθω = κλίνω, γέρνω προς τα κάτω κατακλιντζεύω = κατακόβω όλα τα κλαδιά δέντρου κατακλυσμός = κατακλυσμός κατακλώθω = περιστρέφω, συστρέφω κατακοκκινίζω = κατακοκκινίζω κατακόκκινος = κατακόκκινος κατακορδυλούμαι = κομπιάζω κατακόσκινα = αποκοσκινίδια κατακοσκίνισμαν = καλό κοσκίνισμα κατακουβαράουμαι = ποτάμι που προχωρεί με τα ύδατα εξογκωμένα σαν κουβάρι κατακουντέριν = περιφρονημένος κατακουντώ = σκουντώ κατακουράζω = κατακουράζω κατακουρτώ = καταβροχθίζω κατακοφτά = με γοργό ρυθμό κατακοφτόν = χορός με γοργό ρυθμό κατακόφτω = κομματιάζω κατακρατεύτρα = γυναίκα φειδωλή κατακρατώ = κατακρατώ κατακρεμιγμένος = πτωχότατος κατάκριμαν = μεγάλη αμαρτία κατακρίνω = κατακρίνω κατάκριση = κατάκριση κατακρονιάσου = γκρεμίσου κατακρότιν = καρπός που έπεσε κατά γης κατακρούχτιν = καρπός που έπεσε κατά γης κατακρούω = κατηγορώ κάποιον αδικαιολόγητα κατακυλίζω = κατρακυλώ κατακύλιν = στρογγυλό, σφαιρικό κατακύλισμαν = κατρακυλώ κατακυλιστά = κατρακυλώντας κατακώλεμα(ν) = αποδιώκω, αποπέμπω κατακώλι = κυνηγητό κατακωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω καταλαβαίνω = καταλαβαίνω καταλάγγεμαν = κάνω αναπηδήματα καταλαγγεύω = κάνω αναπηδήματα καταλαχού = τυχαίως καταλύνω = καταστρέφω καταμάγια = σκούπα από κουρελόπανα δεμένα σε άκρο κονταριού, μεταφ. άνθρωπος μαυρισμένος καταμαλάζω = πιάνω με τα χέρια και μαλάζω καταμασώ = μασώ καλά καταματώνω = καταματώνω καταμαυρίζω = καταμαυρίζω κατάμαυρος = κατάμαυρος καταμαυρύνω = καταμαυρίζω καταμεσού = στο μέσο καταμήνα = η έμμηνος ρύση γυναικός καταμούρταρος = ομιχλώδης καταναξερώ = ξερνώ πολύ καταντάχκομαι = καταντώ καταντία = κατάντια καταντικρύ = αντίκρυ, απέναντι καταντώ = καταντώ καταξάνω = ξαίνω εντελώς καταπαίρνω = μαλώνω, επιπλήττω καταπάτιν = καταπατημένο καταπατώ = καταπατώ καταπιάνω = συρράπτω κάτι του οποίου έχει φύγει η ραφή, συμμαζεύω καταπίνω = καταπίνω καταπλάνω = δημιουργούμαι, φτιάχνομαι καταπλούμιστος = ο πολύ ποικιλόμορφος καταπνίουμαι = καταπνίγομαι καταπόδι = καταπόδι καταποδιαστά = καταποδιαστά καταπραγιάζω = αδυνατίζω πολύ, εξασθενώ καταπραένω = καταπραΰνω καταπραΐζω = αδρανώ καταπρασινίζω = πρασινίζω εντελώς καταπράσινος = καταπράσινος καταπραϋνίζω = καταπραΰνομαι κατάπρυμα = κατάπρυμα κατάρα = κατάρα καταράσκουμαι = καταριέμαι κατάρατος = καταραμένος καταρούμαι = καταριέμαι καταρράχτες = καταρράχτες καταρριγώ = τουρτουρίζω καταρροή = καταρροή κατάρτιν = κατάρτι καταρώ = καταριέμαι καταρώνω = κατάρα κατασάλεμα(ν) = μετακινώ κατασαλεύω = μετακινώ κατασκαμός = υπερβολική κόπωση κατασκάνω = κουράζομαι πολύ κατασκίζω = σκίζω καλά κατασκοτώνω = κατασκοτώνω κατασπάνω = κατακομματιάζω καταστάζω = στάζω προς τα κάτω σταγόνες καταστάλαγμα(ν) = καταστάλαγμα κατασταλάζω = κατασταλάζω κατασταυρώνω = κάνω κάτι σε σχήμα σταυρού καταστέκω = αποκαθίσταμαι οικονομικώς καταστρέφκομαι = καταστρέφομαι εντελώς καταστροφία = καταστροφή κατάστρωμαν = κατάστρωμα καταστρώνω = καταστρώνω κατάσυρμαν = διασύρω, κακολογώ κατασυρμονή = κακολογία, κατηγορία κατασύρω = διασύρω, κακολογώ κατασώνω = καταφθάνω κατατάγουμαι = κατάγομαι κατατζακώνω = σπάω δυνατά κατατζερίζω = καταξεσκίζω κατατζουμουδιώ = τσαλακώνω κατατζυμπώ = αισθάνομαι ρίγη κατατόρνευτος = μεταφ. καλλωπισμένος κατατρεγμονή = διασυρμός, κατηγορία κατατρέξιμον = κατηγορία, διασυρμός, τρέχω πάνω κάτω κατατρέχω = κατατρέχω κατατρυπαίνω = ανοίγω πολλές τρύπες κατατσακλίζω = σπάνω κάτι με κρότο καταφάετον = φαγωμένο από γάτα καταφανίζω = εξολοθρεύω, καταστρέφω καταφανισμός = όλεθρος, καταστροφή καταφραγμός = ειλεός εντέρων καταφράγομαι = παθαίνω ειλεό καταφρόνεση = καταφρόνεση καταφρονία = περιφρόνηση καταφρονώ = καταφρονώ καταχαλάνω = χαλώ τον κόσμο καταχαλάσκουμαι = εξοργίζομαι κατάχειρα = πρόχειρα, περίπου καταχρεούμαι = καταχρεώνομαι καταχτίζω = χτίζω με επιμέλεια καταχτόνα = κατάβαθα κατέβα = κατέβα κατεβάζω = κατεβάζω κατεβαίνω = κατεβαίνω κατέβαση = αποπληξία κατέβασμα(ν) = κήλη κατεβατά = σχοινιά από τα οποία εξαρτώνται τα μιτάρια του υφαντικού ιστού κατεμλίν = καλορίζικο κατεμούτα = υπόγειος βολβός άγριου φυτού εδωδίμου κατενή = στακτή κονία κατενίζω = ξεπλένω κατενίν = καθαρό, διαυγές κατένισμα(ν) = ξέπλυμα κατενός = καθαρός, διαυγής κατενοτζέλεβον = σκεύος στο οποίο κατασκευάζουν το σταχτόνερο κατενόχορτον = είδος χόρτου για καθάρισμα των κηλίδων ρούχων κατέξοδα = δαπάνες πολλές κατεπούλλιν = γατάκι κατεργάρης = κατεργάρης κάτεργον = πλοίο πολεμικό κατερύζω = απομακρύνω, αποδιώκω κατερώτεμαν = ασπασμός χαιρετισμού ή αποχαιρετισμού κατερωτώ = εξακριβώνω ρωτώντας κατευοδιάζω = προπέμπω, κατευοδώνω κατέφλιο = κατώφλι κατεφορίζω = κατηφορίζω κατζάδα = κατσάδα κατζάριν = μπερδεμένο νήμα κατζάρω = επιπλήττω, επιτιμώ κατζάτα = μέτωπο κατζατέα = ποσότητα όση χωράει το μέτωπο κατζάτιν = μέτωπο κατζαχνία = ομίχλη κατζεύω = βατεύω κάτζικα = κον΄τα κατζίκα = κατσίκα κατζιμαλοβόρης = άνεμος που πνέει μετά την ομίχλη κατζίμαλος = ομίχλη κατζίν = μέτωπο κατζιπετρώματα = απόκρημνοι βράχοι όπου μόνο κατσίκες αναρριχώνται κατζιποδία = κώλυμα, πρόσκομμα, ατυχία κατζίτα = γαρίδα κατζιώνω = μπερδεύω κατζογραία = γριά κατσιασμένη και ρυτιδωμένη κατζοδέτρα = λευκός γυναικείος κεφαλόδεσμος που φτάνει μέχρι το μέτωπο κατζουμαλλίζω = ξεμαλλιάζω κατζουμαλλού = ξεμαλλιασμένη κατζούφης = ρυτιδωμένος κατζουφιάζω = ρυτιδώνομαι κατηβάζω = κατεβάζω κατηβαίνω = κατεβαίνω κατηγοράνος = φιλοκατήγορος, φιλόψογος κατηγορία = κατηγορία κατήγορος = κατήγορος κατηγορώ = κατηγορώ κατής = τούρκος ιεροδίκης κατήφορα = κατηφορικά κατηφορέτες = ο κάτοικος των παραλίων μερών σε αντίθεση προς τους κατοίκους των μεσογείων κατηφορία = κατωφέρεια κατηφορίζω = κατηφορίζω κατηφόρισμαν = κατηφορίζω κατηφορίτες = ο κάτοικος των παραλίων μερών σε αντίθεση προς τους κατοίκους των μεσογείων κατηφορόπον = σύντομος δρόμος κατηφορωτός = λίγο κατηφορικός κατηχίζω = προσπαθώ να πείσω κάποιον κάτι = κάτι κατί = όπως κάτιλεγος = τι λογής κάτιλογα = κάπως, κατά κάποιο τρόπο κατιμνώ = ορκίζομαι κάτιν = όροφος οικοδομής κατίπολλα = κατά πολύ κατιρτζηλούκιν = επάγγελμα αγωγιάτη κατιρτζηλουκόπον = επάγγελμα αγωγιάτη με λίγα κέρδη κατιρτζής = αγωγιάτης κάτις = κάποιος κατίτζα = γατούλα κατιφέ = κατιφές, βελούδο κατκρέμομαι = κρέμομαι προς τα κάτω κατοικητήριν = ενδιαίτημα κάτοισος = τι λογής κατολέος = αγριόγατα κατολεύω = αδυνατίζω κατομνύω = ορκίζομαι κατόπον = γατούλα κατοπούλλα = νεογνό γάτας κατοπουλλάζω = γάτα που γεννά κατορθώνω = κατορθώνω κατορίτα = είδος μύκητα εδωδίμου κατορκίζω = κάνω κάποιον να ορκιστεί κατορφανίουμαι = ορφανεύομαι κατουδάζω = γάτα που γεννά κατούδιν = γάτα κατούρεμαν = ούρα κατουρερή = ουροδοχείο κατουρέτζα = είδος κανθάρου κατουρετζέας = εκείνος που έχει ακράτεια κατουρέτζης = εκείνος που έχει ακράτεια κατουρέτζιν = ούρα κατούρισμαν = κατούρημα κατουρώ = κατουρώ κατοχή = κατοχή κατοχίζω = προσπαθώ να πείσω κάποιον κατόχιν = εργαλείο υποδηματοποιών κατρακόσκινο = αποκοσκινίδια κατρακότσινο = αποκοσκινίδια κατρακύλι = στρογγυλό, σφαιρικό κατρακυλίζω = κατρακυλώ κατρακώλι = παιδικό κυνηγητό κατρακωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω κατράνιν = πισσάσφαλτος κατρανώνω = επαλείφω με πισσάσφαλτο κατρίφτης = καθρέφτης κατσά = κιλίμι από μαλλί συμπιεσμένο κατσανίζω = σύρω κατά γης κατσανιχτέρα = μέρος ολισθηρό και κατηφορικό όπου τα παιδιά μπορούν να παίζουν γλιστρώντας προς τα κάτω κατσάριν = μαλλί πυκνό και συμπιεσμένο κατσίν = υπολειπόμενο στυπείο μετά την κατεργασία του λιναριού κατσκάρα = καρακάξα κατσκαρίτζα = μικρή καρακάξα κατσόκολος = σκωπτικός, υπέργηρος κάτσος = μοσχάρι κατσούδιν = μοσχάρι κατσώνω = συμπυκνώνομαι, συμπιλούμε κάτω = κάτω κατώγειν = το υπό την οικεία διαμέρισμα κατωγής = κάτω από τη γη κατωθίτζι = φόδρα κατωθύριν = κατώφλι κατωθυρόπον = μικρό κατώφλι κατωκείμιν = εκείνο που κείται κατά γης κατωκέρετζον = η κάτω κόρα του ψωμιού κατωσώριν = καρπός παρμένος από τη γη μετά το πέσιμο από το δέντρο κατώτερος = κατώτερος κατώφλιο = κατώφλι κατωφόριν = σώβρακο καυκαλιδάζω = φουσκώνω καυκαλιδίασμαν = φουσκώνω καυκαλίδιν = οίδημα δερματικό καυκαλίζω = ξεφλουδίζω καυκάλιν = τσόφλι, οίδημα δερματικό καυκάλισμα(ν) = ξεφλούδισμα καυκί(ν) = το φλιτζάνι του καφέ, υάλινο ποτηράκι καυκία = καύχημα καυκίζω = καυχιέμαι καυκογυρίζω = κερνάω ποτηράκια καυκομμάτης = εκείνος που έχει οφθαλμούς καθαρούς και διαυγείς όπως τα γυάλινα ποτηράκια καυκόπον = φλιτζανάκι, υάλινο ποτηράκι καυκούτζα = είδος άγριου χόρτου καυτός = καυτός καυτώνω = καίω καυχαινίζω = καυχώμαι καυχαίνω = καυχώμαι καυχέας = μεγάλαυχος, καυχηματίας καύχημα = καύχημα καυχία = καύχημα καυχίζω = καυχιέμαι καυχίος = καυχηματίας καύχισμα(ν) = καύχημα καυχιστέας = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος καυχίτζης = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος καυχουλέτζης = ο αυτοεπαινούμενος, περιαυτολόγος καυχούμαι = αυτοεπαινούμαι καφάς = κρανίο καφέσιν = δικτυωτό παραθύρου καφουλάριν = μέρος με θάμνους καφουλέα = θάμνος καφούλια = θάμνος καφούλιν = θάμνος καφουλοκόλιν = βάση του θάμνου καφουλόπον = θάμνος καφουλοτόπιν = τόπος πλήρης με θάμνους καφουλότοπος = τόπος πλήρης με θάμνους καφουλώνω = πληρούμαι με θάμνους καφούρα = ατμός αναδιδόμενος από καυτό νερό, αναθυμιάσεις γης καφουράζω = αναδίδω ατμό, αναθυμίαση καφουρί = το αραιό χτένι του αργαλειού καφουρώνω = νερό που βγάζει φυσαλίδες καφρούτζα = καρφίτσα καφτοφέα = οσμή πατάτας κάφτω = καίω κάχλα = το φλέγμα του αποχρεμπτομένου καχλάζω = αποχρέμπτομαι καχλέας = εκείνος που συνεχώς αποχρέμπτεται καχλίζω = αποχρέμπτομαι καχπέ = γυναίκα εταίρα κάψα = καύσωνας καψάδα = καύσωνας καψαλάκης = ηλίθιος κάψιμο(ν) = κάψιμο καψόλιν = το καψούλι πυροβόλου όπλου καψολοκουτέα = ποσότητα καψουλιών όση χωράει το καψουλοκούτι καψολοκούτιν = κουτί για καψούλια καψώνω = καψώνω κεβεζελίκιν = φλυαρία, μωρολογία κεβεζές = φλύαρος, μωρολόγος κεβρεεύω = ξηραίνομαι στον ήλιο κεζίν = ύφασμα μεταξοβάμβακο με χρωματιστές ραβδώσεις κεζινεύκουμαι = περιδιαβάζω κείμαι = πλαγιάζω κέιφιν = κέφι κεϊφλής = εύθυμος κεϊφόπον = ευθυμία λίγης διάρκειας κέλα = κιόλας κελαηδία = κελάδημα κελαηδώ = κελαηδώ κελάριν = κελάρι κέλαρος = αποθηκάριος τροφίμων κελαρώνω = βάζω τρόφιμα στο κελάρι κελέκιν = βαρκούλα κελέμι = λάχανο, κράμβη κελεπούριν = κελεπούρι κελετέας = εκείνος που έχει κήλη κελετούμαι = παθαίνω κήλη κελέτωμα = κήλη κελετώνω = λερώνω, μολύνω κελεύω = χειροτονώ κελεφά = κακώς κελεφός = ο κακής ποιότητας, σκοτεινός, τρομερός, μεταφ. ανέντιμος, κακότροπος κελεφωσύνη = κακοτροπία, αταξία κέλης = κασιδιάρης κέλιν = αγριόχορτο πλατύφυλλο κελίν = κελί καλόγηρου, καλύβα κελίτες = ασκητής κελίτζης = κασιδιάρης κελόφυλλον = φύλλο του χόρτου κέλιν κελπερή = πτυάριο φούρνου κεμεντζέ = λύρα κεμεντζετζής = λυράρης κεμέριν = θόλος κεμερόπον = θόλος κεμερωτός = θολωτός κεμέρ’κον = λευκή λωρίδα τριχώματος στην πλάτη του ζώου κεμετζόπουλλο = ναύτης κεμιτζής = πλοίαρχος, καραβοκύρης κενάζω = συνερίζομαι κενάριν = άκρο, γωνία, περιφέρεια κενέα = γένος, είδος κενετσέα = ποσότητα όση χωράει το κενέτσιν κενέτσιν = κουτάλα κενετσόστομος = εκείνος που έχει πλατύ στόμα κενέφιν = απόπατος κενίν = κυνήγι κενταράζω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί κεντάριν = βλαστός εκφυόμενος από γεώμηλα κενταρώνω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί κεντασμένος = εκείνος του οποίου η κατάσταση είναι νοσηρά κεντέα = κέντημα βελόνας κέντεμα = κεντώ κεντεύω = κεντώ κέντημα = κέντημα κεντισκάται = κεντιέται κεντράζω = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί κεντρίασμαν = εκφύω βλαστό πριν να φυτευτεί κεντρίζω = κεντώ τα βόδια με το βούκεντρο για να προχωρήσουν κεντρίν = βλαστός κέντρωμαν = εκφύω βλαστό κεντρώνω = εκφύω βλαστό κεντώ = κεντώ κέντωμαν = ράβω πάπλωμα κεντητό κεντωτόν = ραμμένο με κεντητά σχήματα κένωμα(ν) = εκκένωση φαγητού από την κατσαρόλα στα πιάτα κενώνω = αδειάζω από την κατσαρόλα στα πιάτα κεπάπιν = κρέας οπτό στο οβελό κεπέα = ποσότητα προϊόντων ενός κήπου κεπεκεί = ποσότητα προϊόντων ενός κήπου κεπεπεί = από εκεί, έπειτα κεπερεύω = περιφρονητικά ψοφώ κεπί(ν) = κήπος κεπικά = κηπευτικά κεπίτζα = κηπάριο κεποκόλιν = η άκρα του κήπου κεπόπον = κήπος κερά = σύμφωνος κεράζω = κερνώ κερακαδέσιν = κυριακάτικο κερακάδιν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα τροπάρια κάθε Κυριακής κερακάριν = εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα τροπάρια κάθε Κυριακής κεραλοιφή = αλοιφή θεραπευτική από κερί και άλλες ουσίες κεραμιδάς = κεραμουργός κεραμιδέα = χτύπημα με κεραμίδι κεραμιδέα = ποσότητα όση χωράει ένα κεραμίδι κεραμίδιν = κεραμίδι κεραμιδοκόμματον = θραύσμα, τμήμα κεραμιδιού κεραμιδοστέγαστος = ο στεγασμένος με κεραμίδια κεραμιδώνω = κεραμιδώνω κεράνιν = δοκάρι στέγης, σκόλοψ περιφράγματος κήπου κερασάπιν = αχλάδι που ωριμάζει τον Ιούνιο κεράσιν = κεράσι, κερασιά κερασινέσιν = το παραγόμενο κατά τον Ιούνιο κερασινός = Ιούνιος κερασίτης = μύκητας εδώδιμος που βρίσκεται στο κορμό κερασιάς κέρασμα(ν) = κέρασμα κερασοζώμιν = χυμός κερασιού κερασόμηλον = μηλιά εγκεντρισμένη στην κερασιά κεραστής = εκείνος που κερνά ποτά κερατάζω = χτυπώ με τα κέρατα κερατάτ’κον = ζώο με κέρατα κερατέα = χτύπημα με κέρατα, ίχνος πλήγματος από κέρατο κερατέας = κερασφόρος, διάβολος κερατιδάζω = βάζω στα κέρατα του βοδιού σκοινί σαν χαλινάρι κερατίδιν = το σκοινί που δένουν στα κέρατα του βοδιού για να το οδηγούν κερατίζω = χτυπώ με τα κέρατα κερατίτζα = είδος φυτού κέρατο(ν) = κέρατο κερατούδες = οι ψευτοκαρποί της κορομηλιάς κερατούτζα = ξυλοκέρατο, χαρούπι κερατώνω = μένω ακίνητος, μεταφ. πεθαίνω Κερβάνα = όνομα αγελάδας που προηγείται της αγέλης κερβάνιν = καραβάνι κερβαντζής = αρχηγός καραβανιού κερδαίνω = αποκτώ, οικειοποιούμαι κερδίζω = κερδίζω κέρδος = κέρδος κερέα = οσμή κεριού κερεβίζιν = σέλινο κερεκαδάτ’κα = κυριακάτικα Κερεκή = Κυριακή κερεκιάτικα = κυριακάτικα κερέλαδον = φαρμακευτική αλοιφή από κερί και λάδι κερένος = ο φτιαγμένος από κερί κερεντέα = πλήγμα, χτύπημα με κερεντήν κερεντέα = ποσότησα σταχιών όση κόβει η κερεντή κερεντή = μεγάλο δρέπανο κερεντοστελέα = μήκος όσο είναι το μήκος της κερεντής κερεντοστέλιν = η λαβή της κερεντής κερετζάζω = σχηματίζω κρούστα στην επιφάνεια της ζύμης κερετζάς = εκείνος που αγαπά την κόρα του ψωμιού κερέτζιν = η κόρα του ψωμιού, ξεροκάμματο κερετζώνω = σχηματίζεται κρούστα στην επιφάνεια φαγητού, πληγής κτλ κερεύω = τεντώνω, στυλώνω κερί(ν) = κερί κερκελλάζω = συσπειρώνω, κουλουριάζω κερκελλάριν = κυκλικός, ελικοειδές, σγουρός κερκέλλιν = κρίκος, κουλουράκι κερκελλίτζα = φαγητά με σφαιρικό σχήμα κερκελλοκάμισον = πουκάμισο καλοκεντημένο κερκελλοφάγειν = έδεσμα παρασκευασμένο από κερκέλλιν κερκέτα = ξύλο προέχον της πρώρας λέμβου κερκέφιν = τελάρο κεντήματος κερμασαούδα = θάμνος που παράγει καρπούς βοτρυοειδή κερνάτορας = εκείνος που κερνάει κεροζύγιαστος = ο ζυγισμένος με αντίβαρο κερί κεροκόλλα = τεμάχια κεριών κολλημένα κερόλαδον = φαρμακευτική αλοιφή από κερί και λάδι κερολάς = δοχείο στο οποίο λιώνουν το κερί κερολύτρα = δοχείο στο οποίο λιώνουν το κερί κεροπάνιν = πανί ειδικό που χρησιμοποιείται ως διυλιστήριο του κεριού κεροπίσσιν = αλοιφή φαρμακευτική από κερί και πίσσα κεροψάλιδον = ψαλίδι με το οποίο κόβουν τις καμένες θρυαλλίδες των κεριών κερπούτζιν = καρπούζι κερτανλούκιν = περιδέραιο κερώνω = κερώνω, κιτρινίζω, χλομιάζω κεσέ = βαλάντιο κεσέ = γωνία κεσές = σπανός κέσκε = μακάρι κέσου = κίνηση επί οριζοντίου εδάφους κέτζα = η λέρα της επιδερμίδας κετζάζω = λερώνεται το δέρμα μου κετζέας = εκείνος που έχει λερωμένο σώμα κετζέλαδον = λάδι που παράγεται από καρπό κέτζιν και χρησιμοποιείται ως αλοιφή κατά της ψώρας κέτζιν = η λέρα της επιδερμίδας κέτζιν = είδος θάμνου κετζόφυλλον = φύλλο του θάμνου κέτζιν κετζώνω = λερώνεται το δέρμα μου κέτιλα = είδος ψαριού κετσίνεμαν = συντηρούμαι κετσινεύω = συντηρούμαι κεφάλαιον = αρχή υπερέχουσα κεφαλαρέα = το ψηλότερο μέρος τοπίου κεφαλή = κεφαλή κεφάλιν = κεφάλι κεφαλόβρυσο = η πηγή του νερού κεφαλογράμμιν = κεφαλαίο γράμμα κεφαλοδέμιν = γυναικείος κεφαλόδεσμος κεφαλοκόφτες = ο κόπτης της κεφαλής, μεταφ. γενναίος κεφαλοκοψία = μεγάλη ταραχή, μεγάλος θόρυβος κεφαλοκοψίος = αθρόα σφαγή ανθρώπων κεφαλομάλλιν = μαλλί κεφαλόνερα = υγρά της μήτρας κατά την γέννα κεφαλοπέτζιν = πετσί της κεφαλή κεφαλοπλύνω = πλύνω το κεφάλι κεφαλόποδα = κεφάλι και πόδια ζώου μαγειρεμένα μαζί κεφαλοπονίος = πονοκέφαλος κεφαλοπονώ = έχω σκοτούρες, στενοχωριέμαι κεφαλόπ’λλον = κεφάλι κεφαλόρριζα = η βάση της κεφαλής κεφαλόρριζον = η βάση της κεφαλής κέφαλος = κέφαλος κέφαλος = εγκέφαλος κεφαλόχωμα = λευκός άργιλος με το οποίο καθαρίζουν την κεφαλή κεφαλώνα = η κεφαλή κεφαλώνω = στεφανώνω κεχράλευρον = αλεύρι αραβοσίτου κεχρίν = κεχρί κεχρινίτζα = είδος στρουθιού μικρού κεχριούμαι = λερώνομαι με κεχράλευρο Κεχριπάρα = όνομα αγελάδας που έχει χρώμα κεχριμπαριού κεχριπαρένος = κεχριμπαρένιος κεχριπάριν = κεχριμπάρι κεψέ = μεγάλη χάλκινη κουτάλα κηκίδιν = ο καρπός της δρυός κηλιδάζω = κηλιδώνω, λερώνω κηλίδιν = κηλίδα, λέρα κήλον = ξηρό κηλούμαιν = παθαίνω κήλη κηπουρός = κηπουρός κήρυκας = κήρυκας κιακιαζλαεύω = μιλώ με βραδυγλωσσία κιακιαζωτός = λίγο βραδύγλωσσος κιακιάης = βραδύγλωσσος κιάλης = κασιδιάρης κιαλπατή = τανάλια κιαμαντζά = λύρα κιαμάρ(ιν) = θόλος κιαμτό = αμέ, βέβαια κιάνου = η προς τα άνω κίνηση κιαντή = τον εαυτό του κιάνω = η προς τα άνω κίνηση κιάριν = κέρδος κιάρ’ = λοιπόν, αλλά, όμως κιασά = γωνία κιάσμεν = δεν είναι έτσι; κιαχγιάς = ο εισπράκτορας φόρων κιβανεύκουμαι = έχω θάρρος, πεποίθηση, εμπιστεύομαι, βασίζομαι κιβαρό = αραιό κόσκινο αλευριού κιβαροκότσινο = αραιό κόσκινο αλευριού κιβόριν = μνήμα, τάφος κιζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι κιζιρίτα = αγριόφυτο που παράγει μπουμπούκια που σπάνε με κρότο κικίμ(ιν) = χάλκινη στάμνα για θέρμανση νερού κικνάριν = έλατο κιλάκιν = είδος δοχείου κιλάχιν = είδος καλύμματος κεφαλής ανδρός κιλίμιν = κιλίμι κιλόν = κιλό κιμιγιά = φυτό μυθικό, το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο κιμιμίνο = είδος φτερωτού εντόμου κιμωλία = κιμωλία κιμωλώνω = λερώνω με κιμωλία κινάζω = αποποιούμαι την εκτέλεση έργου παρακινώντας άλλον να την κάνει κίνηση = κίνηση κινητικόν = κινητικός κιντάζω = κεντώ, μεταφ. ενοχλώ, πειράζω κιντατένεν = το παρασκευασμένο από τσουκνίδες κιντατοζώμιν = αφέψημα τσουκνίδας κιντέα = τσουκνίδα κιντίασμαν = κεντώ κιντίν = η ώρα του δειλινού κιντυνεύω = κινδυνεύω κινώ = κινώ κιοζατεύω = παραφυλάγω κιοζέ = πηγή αναβλύζουσα νερό κιόλας = κιόλας κιόλιν = λίμνη κιόνη = όργανο τεκτονικό σε σχήμα γωνίας κιορέ = συμφώνως προς τι κιοσέ = γανία κιοσές = σπανός κιουβέτζι = γιουβέτσι κιουλλιούρ(ιν) = άρτος παρασκευασμένος από αλεύρι αραβοσίτου κιουπέα = ποσότητα όση χωράει το πιθάρι κιούπιν = πιθάρι κιουτούκιν = τεμάχιο από κορμό δέντρου κιοφτέ = κεφτές κιρά = ενοίκιο, μίσθωμα κιράτζιν = ξύλινο εργαλείο των κεραμουργών κίρεπη = είδος αξίνας κιρέτζιν = ασβέστης κιρετζόλιθον = λίθος κατάλληλος για ασβέστη κιρετζόπετρα = λίθος κατάλληλος για ασβέστη κιρίτιν = πυρείο κισπετλής = εκείνος που έχει ωραίο παράστημα κίσσα = καρακάξα κισσάδιν = κισσός κισσαδόφυλλον = φύλλο κισσού κιτάριν = το κάλλαιο των ορνίθων και πετεινών, ράμφος κίτιρνος = κίτιρνος κιτίσιν = διαγωγή, συμπεριφορά κιτρινάδα = κιτρινάδα κιτρινάδιν = η γύρη των ανθέων κιτρινάζω = κιτρινίζω κιτρινάρης = κιτρινιάρης κιτρινέας = κιτρινιάρης κιτρινειδής = κιτρινωπός κιτρινίζω = κιτρινίζω κιτρινίτζα = άνθος με ζωηρό κίτρινο χρώμα κιτρινόξυλον = ξύλο βαφικό με το οποίο βάφουν κίτρινα τα αυγά κίτρινος = κίτρινος κιτρινωτός = κιτρινωπός κιτρολέμονον = είδος λεμονιού μεγάλο κίτρον = κίτρο κιφάλιν = κεφάλι κλάβα = μεγάλο κεφάλι κλαδάριν = δέντρο με πολλά κλαδιά κλάδεμαν = κλάδεμα κλαδεμάτιν = το κατάλληλο για κλάδεμα κλαδευτήριν = κλαδευτήρι κλαδεύω = κλαδεύω κλαδί(ν) = κλαδί κλαδόπον = κλαδάκι κλάδωμαν = κλαδεύω κλαδώνω = κλαδεύω κλαημός = θρήνος, κλαυθμός κλαίη = κλάψιμο κλαιμάρης = κλαψιάρης κλαιμέας = κλαψιάρης κλαιμούτζης = κλαψιάρης κλαιμούτζικος = κλαψιάρης κλαινίζω = κάνω κάποιον να κλαίει κλαίος = κλάψιμο κλαίση = κλάμα, θρήνος κλαίω = κλαίω κλακλανίζω = πλημμυρώ μετά κοχλασμού κλάμαν = κλάμα κλανέτζης = κλανιάρης κλάνω = πέρδομαι κλάσιμον = κλάσιμο κλάσμαν = πορδή κλάστας = ο περδόμενος κλαστέας = ο περδόμενος κλαστέρης = ο περδόμενος κλαψέας = κλαψιάρης κλάψιμο(ν) = κλάψιμο κλαψίον = κλάψιμο κλέθερνον = σκλήθρα κλεθρένος = ο κατασκευασμένος από σκλήθρα κλεθρίν = σκλήθρα κλεθρολέπιν = ο φλοιός της σκλήθρας κλεθρόξυλον = ξύλο σκλήθρας κλεθροτόπιν = τόπος όπου μεγαλώνουν σκλήθρα κλεθρόφυλλον = φύλλο σκλήθρας κλείδα = κλείδα κλειδί(ν) = κλειδί κλειδίτζα = σουγιάς κλειδοκράτορας = κλειδοκράτορας κλείδωμα(ν) = κλείδωμα κλειδώνω = κλειδώνω κλειδωστέριν = κλειδαριά κλειδωτήρι = μαγικό κλειδί που το φέρει μαζί της έγκυος γυναίκα για να μην αποβάλει κλείσμαν = το σπίτι που είναι να κλείσει, να ερημωθεί κλειστός = κλειστός κλείω = κλείνομαι κλεμάζω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς κλέμαν = κλήμα κλεματάριν = κληματαριά κλεματώνω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς κλεμίν = κλήμα της αμπέλου κλεμώνω = φυτό που εκφύει βλαστούς ερπυστικούς κλερθίν = σκλήθρα κλεφτερούτζα = κρυψώνα, παιχνίδι κρυφτό κλέφτης = κλέφτης κλεφτία = κλοπή κλέφτικον = κλέφτικο κλεφτίτζης = κλεφτάκος κλεφτοχώριν = χωριό απ’ όπου προέρχονται πολλοί κλέφτες κλέφτω = κλέβω κλεψία = κλεψία κλεψιμάτικο = κλοπιμαίο κλεψιμάτιν = κλοπιμαίο κλέψιμον = κλοπή, απαγωγή κλεψίον = κλοπή κλεψιστά = στα κλέφτικα, κρυφίως, λαθρά κλήμα = κλήμα αμπέλου κληματίζω = εκφύω κλήματα κλήρα = ψήφος κλητόν = συγκέντρωση διασκεδαστών κλητόριν = τόπος όπου συγκεντρώνονται για διασκέδαση κλιάτα = κλάψιμο κλιβανίζω = βάζω κάτι πάνω στο κλιβάνιν κλιβάνιν = εστία κλιβανοπώμιν = κάλυμμα κλιβανιού κλιθάρι = κριθάρι κλίθω = κλίνω, γέρνω κλίκου = παιχνίδι κρυφτό κλινάριν = κλίνη κλίνη = κούνια, λίκνο κλινοκαίρης = φθινόπωρο κλινοκαιρίτης = εκείνος που έχει ώριμη ηλικία κλινόπωρον = φθινόπωρο κλιντζεύω = σπάω τα κλαδιά των δέντρων κλιντός = σκυφτός κλίνω = κλίνω, γέρνω κλίσιμον = σκύψιμο κλίστικο = το άγονο αβγό κλοκίτζα = άνθος φυτού κλουγξίζω = έχω λόξυγκα κλούγξισμαν = λόξυγκας κλούκα = κλώσα, το πτηνό ινδιάνος κλούκιγμαν = κλώσω κλουκίζω = κλώσω κλούκισμαν = κλώσιμο κλούξα = κλώσα κλούσαξη = δοχείο στο οποίο παρασκευάζεται το σταχτόνερο για την μπουγάδα κλούσκα = κλώσα κλούφτικον = λόξυγκας κλύδα = όχλος κλωβός = κλουβί κλωθογυρίζω = κλωθογυρίζω κλωθογύρισμα = κλωθογύρισμα κλώθω = κλώθω κλώνα = κλαδί κλωνάριν = κλωνάρι, κλαδί κλώση = επιστροφή, γυρισμός κλώσιμο(ν) = γνέσιμο, περιστροφή, επιστροφή κλώσμα = γύρισμα, στροφή κλώσσα = κλώσα κλωστάδραχτον = αδράχτι με το οποίο στρίβουν δυο μονά νήματα σε διπλά κλωστάριν = κλωστή, νήμα κλωστέριν = είδος ατράκτου, περίστροφο κλωστερίτζα = εργαλείο χρυσοχόων κλωστή = κλωστή, νήμα κλωστήρα = είδος παιχνιδιού κλωστής = γανωτής κλώστης = αδράχτι με το οποίο στρίβουν δυο μονά νήματα σε διπλά κλωστογύρισμαν = επιστροφή κλωστός = αντεστραμμένος κλωστοτήγανον = τηγάνι με ειδικό καπάκι για αντιστροφή εδεσμάτων κλωστού = άστατος κλώστρα = λίθινος τροχός ακονίσματος κνεθοπονώ = ξύνομαι και συγχρόνως πονώ κνέθω = ξύνω κνέσιμον = ξύσιμο κνεσίον = φαγούρα κνηκάτος = κόκκινος κνήσιμον = ξύνω κνήσμα = αμυχή που προκαλείται στο σώμα μετά την φαγούρα κνησμάρα = κνησμός, φαγούρα κνιδέα = τσουκνίδα κοβαλαεύω = καταδιώκω κόβαλος = εκείνος που κουβαλάει τα τρόφιμα του σπιτιού του κοβαλώ = κουβαλώ κοβλακάς = εκείνος που κατασκευάζει κοβλάκια κοβλακιάζω = βάλω στο κοβλάκι γάλα ή γιαούρτι κοβλάκιν = είδος δοχείου κοβλακίτα = μαργαρίτα κοβοράζω = αφοδεύω κοβόριν = κόπρος ανθρώπου κοβοτίτζα = είδος σαύρας κογίζω = βήχω κογκορόζιν = αγριόχορτο με γεύση υπόξινη κογκορόης = οίστρος κογκόσιν = το πτερύγιο του αφτιού, ο λαιμός του βοδιού κοδέσπαινα = νοικοκυρά κοδεσπαινακά = νοικοκυρεμένα κοδεσπαινακός = νοικοκυρεμένος κοδεσπαινάουμαι = ασχολούμαι με τα νοικοκυριά κοδεσπαινία = νοικοκυροσύνη κοδέσποινα = νοικοκυρά κοδεσποινεύκουμαι = κάνω νοικοκυριό κοδεσποινίτζα = οικοδέσποινα νεαρή κοδίζω = ψευδίζω κοδός = ψευδός κοδώνω = ψευδίζω κοθάζω = βινώ κοθεύω = βινώ κοθίν = η κεφαλή του αραβοσίτου απογυμνωμένη, μεταφ. το αντρικό μόριο κοιλάδιν = μέλος πεδινό μεταξύ λόφων ή βουνών κοιλάντρι = οι εσωτερικές άχρηστες ουσίες της κολοκύθας κοιλάρης = προγάστωρ κοιλάτες = προγάστωρ κοιλέας = προγάστωρ κοιλία = κοιλιά κοιλιόκοφτος = πατέρας κοιλιόρφανος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας κοιλίτζα = κοιλίτσα κοιλόθρησκος = εκείνος που αρταίνει κοιλομανίσκομαι = κοιλόπονος κοιλόπον = κοιλιά κοιλοπονήτρα = γυναίκα που αισθάνεται πόνους γέννας κοιλόπονος = κοιλόπονος κοιλοπονώ = κοιλοπονώ κοιλορφάνιστος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας κοιλόρφανος = ορφανός από την κοιλιά της μητέρας κοιλώνω = κοιλώνω κοιματίζω = κοιτάζω χαμηλά κοίμεμαν = κοιμάμαι κοιμηθίος = κοιμισμένος κοίμηση = θάνατος κοιμησίος = ο τρόπος να κοιμάσαι κοιμητερόπον = μικρό κοιμητήριο κοιμητήριν = κοιμητήριο κοιμίζω = κοιμίζω κοίμισμαν = κοιμίζω κοιμιστάρης = υπναράς κοιμιστέας = υπναράς κοιμούμαι = κοιμάμαι κοϊμτζής = χρυσοχόος κοινός = κοινής κοινωνία = αγία κοινωνία κοινώνισμαν = κοινωνώ κοινωνώ = κοινωνώ κοιτάμενος = ασθενής κόκα = κλωστή μονή κόκι = ρίζα κοκκαλίνος = οτιδήποτε λεπτό και μακρουλό κόκκαλον = κόκκαλο κοκκάμπαρον = αμπάρι κοκκάς = πλανόδιος πωλητής σίτου με γαϊδουράκι κοκκένος = σιταρένιος κοκκιάριν = σιταρένιος κοκκίν = σίτος κοκκινάδα = κοκκινάδα κοκκινάζω = κοκκινίζω κοκκινάπιν = αχλάδι που έχει υπέρυθρη πλευρά κοκκινάρα = κρόκος αβγού κοκκινάχραδον = άγριο αχλάδι κοκκινωπό κοκκινέας = κόκκινος στην όψη κοκκινειδάζω = πυρακτώνομαι μέχρι ερυθρότητας κοκκινειδής = κοκκινωπός κοκκινίζω = κοκκινίζω κοκκινοβάζαμο = είδος εδωδίμου μύκητα κοκκινογούλιν = παντζάρι κοκκινοκολόγκυθον = είδος κολοκύθας κοκκινόκολος = κόκκινος στη βάση του κοκκινομάγουλος = κοκκινομάγουλος κοκκινομμάτης = εκείνος που έχει κόκκινα μάτια κοκκινομμάτιν = εκείνος που έχει κόκκινα μάτια κοκκινόμπορον = βατόμουρο κόκκινο κοκκινομύτης = εκείνος που έχει κόκκινη μύτη κοκκινομύτ’κα = περικνημίδες με κόκκινες μύτες κοκκινοπρόσωπος = κοκκινοπρόσωπος κόκκινος = κόκκινος κοκκινοφόρετος = εκείνος που φορεί κόκκινα κοκκινόφορος = εκείνος που φορεί κόκκινα κοκκινοχλαμύδα = άνθρωπος υποχονδριακός κοκκινοχράσκουμαι = αποκτώ κόκκινο χρώμα στο πρόσωπο κοκκινωπός = κοκκινωπός κοκκολογίζω = κάνω κοκκολόι κοκκολόι = η συλλογή των απομεινάντων καρπών στο δέντρο κοκκυμελέα = ο οσμή του δαμάσκηνου κοκκυμελένεν = ο παρασκευαζόμενος από δαμάσκηνα κοκκύμελον = δαμάσκηνο κοκκυμελόπον = δαμάσκηνο κοκκυμελοσίρβιν = σούπα καρυκευμένη με δαμάσκηνα κοκκυτζάουμαι = προσβάλλομαι από κοκίτη κοκκύτζος = κοκκύτης κοκνέτζα = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα από τη μέση μέχρι των κνημών κοκοβάζω = αφαιρώ τον εξωτερικό κάλυμμα του καρυδιού κοκόβιν = καρύδι του οποίου έχει αφαιρεθεί το εξωτερικό κάλυμμα κοκοβούτζα = είδος σαύρας κοκοζλανεύκουμαι = κοκορεύομαι κοκόνα = οικοκυρά, οικοδέσποινα κοκονάζω = οχεύω κοκονίτζα = είδος μύκητα κόκος = πετεινός κοκότρεμαν = σκαλίζω με μυτερό όργανο κοκοτρεύω = σκαλίζω με μυτερό όργανο κολάγια = εύκολα κολαγούζης = οδηγός κολάζω = βασανίζω κολάι = εύκολο κολακεία = κολακεία κολάκεμαν = κολακεία κολακεύω = κολακεύω κόλαση = κόλαση κολαστήρια = κολαστήρια κολατίζω = κολάζω κολέας = εκείνος που έχει ογκώδεις γλουτούς κολέμπαλλον = πανί βρέφους κολεντζάζω = γίνομαι σαν ξερή μύξα της μύτης, τρέχει από τη μύτη μου μύξα κολέντζιν = ξερή ακαθαρσία της μύτης κολίντερον = το απευθυσμένο έντερο κόλλα = κόλλα κολλαρίστικος = εκείνος που φοράει κολάρο κόλληση = μαγιά γιαουρτιού, αποταμιευμένα χρήματα κολλίζω = κολλώ, συγκολλώ, πήζω το γάλα με μαγιά για να γίνει γιαούρτι, ανάβω, καίω κολλίκιν = είδος άρτου από φουρνισμένο κέχρινο αλεύρι κόλλισμαν = συγκόλληση, μαγιά γιαουρτιού κολλισμονή = καταστροφή κολλιστέριν = δοχείο όπου πήζει το γάλα σε γιαούρτι κολλιχτά = κολλητά κολλιχτός = κολλητός κόλλυβα = κόλλυβα κολλυβόζωμο = είδος σιταρόσουπας κολοβάνα = τα οστά της λεκάνης κολοβέτζης = άνθρωπος ραδιούργος κολογκυθάπιν = αχλαδιά με μεγάλα αχλάδια, αχλάδι που έχει γεύση κολοκύθας κολογκυθαρίζω = επιπλέω ως νεροκολοκύθα κολογκυθάς = εκείνος που πουλά κολοκύθια κολογκυθέα = οσμή μαγειρεμένης κολοκύθας κολογκυθένος = ο παρασκευασμένος από κολοκύθα κολογκύθιν = κολοκύθα κολογκυθόδορα = λεπτές φέτες κολοκύθας που ξεραίνονται στον ήλιο κολογκυθοείλικο = ελικοειδής βλαστός κολοκύθας κολογκυθοκάτα = γάτα που γεννήθηκε την εποχή που ωριμάζει η κολοκύθα κολογκυθομάλεζον = είδος σούπας από κολοκύθα κολογκυθόσπορον = σπόρος κολοκυθιάς κολογκυθοφάει = φαγητό από κολοκύθα κολογκυθόφυλλον = φύλλο κολοκυθιάς κολοδέμιν = πιστιά κολοθεύω = παρασκευάζω ψωμιά κολόθιν = καρβέλι κολοθόπον = καρβελάκι κολοκαθεσία = ανάπαυση κολοκάθιν = σκαμνάκι, ουροδοχείο κολοκαθιώ = λερώνομαι κολοκάθουμαι = κάθομαι οκλαδόν κολοκάτζι = σκαμνάκι κολοκνέσκουμαι = ξύνω τους γλουτούς κολόλεμαν = αργοπορία κολολεύων = αργοπορώ, χασομερώ κολολόγια = συκοφαντίες κολομέριν = γλουτός κολομίντερο = μικρό μιντέρι για να καθόμαστε κατά γης κολοντέριν = το απευθυσμένο έντερο κολοξερώ = έχω διάρροια και εμετό κολοπάτια = γλουτοί κολοπέτζα = θαλάσσιο πτηνό κολοπετζέας = διάβροχος, κάθυγρος κολοπέτζιν = γίνομαι μούσκεμα κολοπετζώ = είμαι διάβροχος κολοπίτζα = φυτό υδροχαρές κολοπούτζα = θαλάσσιο πτηνό κολόραδο = ο τελευταίος σπόνδυλος της σπονδυλικής στήλης κόλος = το άκρο του απευθυσμένου εντέρου κολοσπίξιμον = σφίξιμο στη φυσική ανάγκη, μεταφ. στενοχώρια κολοσπόγγιν = χαρτί υγείας κολοσύρω = σύρω κατά γης άκοντα κολοτάνταλος = είδος παιχνιδιού κολοτρίφκουμαι = εκεί που κάθομαι τρίβομαι συνεχώς κολοτρύπιν = ο πρωκτός κολοφτέριν = το φτερό της ουράς πτηνού κολοφώλιν = συγγενολόι κόλπιος = φυλαχτό κολτούκιν = μασχάλη κολυβήθρα = κολυμπήθρα κολυμπετά = κολυμπώντας κολυμπετής = κολυμβητής κολύμπιν = κολύμπι κολυμπώ = κολυμπώ κολφομάντηλον = μαντήλι τσέπης κόλφος = στήθος, αγκαλιά κολώνω = πατώνω κόμαν = ακόμη κομάριν = κουμαριά κομαρόφυλλον = φύλλο κομάρου κομέσιν = βούβαλος κόμιν = μάνδρα κόμμαν = σωρός αλωνισμένων σιτηρών, απόκομμα κομματάζω = κομματιάζω κομματάριν = κομματιασμένο κομμάτιν = κομμάτι κομματόπον = κομματάκι κομμενοζώετος = εκείνος του οποίου κόβεται η ζωή κομμενοήμερος = εκείνος του οποίου είναι να κοπούν οι μέρες κομμενοκάκκαλος = ευνουχισμένος κομμενομύτης = εκείνος που έχει κομμένη μύτη κομμενοτζίκαρος = εκείνος του οποίου είναι κομμένοι οι πνεύμονες κομμενοτζούρωτος = εκείνος του οποίου είναι να εξαντληθούν τα χρόνια κομμενοχείλης = εκείνος του έχει κομμένο χείλος κομμενόχρονος = εκείνος του οποίου είναι να κοπούν τα χρόνια κομπέσα = ψητά κάστανα κομποβέλονον = μεγάλη καρφίτσα κομπογελώ = απαντώ, γελώ κομπόδεμαν = μιλά ψεύτικα κόμπος = κόμπος κομποσκοίνα = κομπολόι κομπώ = ξεσκονίζω, εξαντλώ κόμπωμα = απάτη κομπώνω = απατώ, απατώμαι, γελιέμαι κομπωτή = ο απατών κομπωτίζω = κομπώνω, απατώ κομπωτίτζης = ο απατών κομψού = γυναίκα ραδιούργα κονάκιν = ανάκτορο κοναπίζω = χτυπώ με κόπανο κόνεμαν = κάνω σταθμός ανάπαυσης ή διανυκτέρευσης κονεύω = κάνω σταθμός ανάπαυσης ή διανυκτέρευσης κονίδα = κόνιδα κονιδάζω = γεμίζω κόνιδες κονιδάριν = εκείνος που είναι γεμάτος από κόνιδες κονιδέας = ο πλήρης από κόνιδες κονιδίασμαν = γεμίζω κόνιδες κονίδιν = κόνιδα κονοτσίλι = το άχυρο του λιναριού κονούσεμαν = ομιλώ, συνομιλώ κονουσεύω = ομιλώ, συνομιλώ κοντά = κοντά κοντακέα = χτύπημα με υποκόπανο όπλου κοντακιάζω = σπαργανώνω, φασκιώνω κοντακιανός = λίγο κοντός στο ανάστημα κοντάκιασμαν = σπαργάνωμα, φάσκιωμα κοντάκιν = φασκιωμένο βρέφος κοντάνα = κοντά κονταράς = εκείνος που βαστά κοντάρι κονταργεύω = λίγο αργώ κονταργώ = αργώ, καθυστερώ κονταρέα = κτύπημα με κοντάρι κοντάριν = κοντός, κοντάρι κονταροδάχτυλος = εκείνος που έχει μικρά δάχτυλα κοντάτζικας = κοντά κοντένω = κονταίνω κόντες = τα περισσεύματα του στήμονος στο αργαλειό κοντέσιν = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα που φτάνει μέχρι τη μέση κοντεύω = κοντεύω κοντζέλιν = μίσχος καρπού, καυλός φυτού κόντζιν = κριάρι κοντζολόζοι = δαίμονες που βγαίνουν κάτω από τη γη το δωδεκαήμερο της παραμονής των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια κοντίκος = κοντός κοντίτζικος = κοντούλης κοντογλώσσι = ο σταφυλίτης του φάρυγγα κοντογούλης = εκείνος που έχει κοντό λαιμό κοντογούνιν = ένδυμα εξωτερικό με υπένδυμα γούνας κοντοζύγωνον = κοντός ζυγός κοντοζώετος = εκείνος που είναι να ζήσει λίγα χρόνια κοντοήμερος = εκείνος που είναι να ζήσει λίγες μέρες κοντοκάλαμον = μεταξύ κνήμης και κάλτσας κοντοκάμισος = εκείνος που φοράει κοντό πουκάμισο κοντολαβίτζης = είδος κερασιού με κοντό μίσχο κοντολασέα = σύντομος περίπατος κοντολογής = με λίγα λόγια, εν συντομία κοντόπαχος = κοντός και παχύς κοντοπιάνω = αργώ στην εκτέλεση έργου κοντοπίθαρος = κοντός και προγάστωρ κοντοπλεύριν = η τελευταία νόθος πλευρά του ανθρώπινου θώρακα κοντοπόδαρος = εκείνος που έχει κοντά πόδια κοντορράμμιν = κοντό νήμα κοντόρταρον = κοντή κάλτσα κόντος = η ιδιότητα του κοντού κοντός = κοντός κοντόσιν = γυναικείο εξωτερικό ένδυμα που φτάνει ως τη μέση κοντοσκάλικον = σώβρακο που έχει κοντή σκάλα κοντοσοσονίζω = κοντανασαίνω, λαχανιάζω κοντοσοσόνισμαν = λαχάνιασμα κοντοστέκω = στην πορεία σταματώ κοντουρεύω = φιλοξενώ κοντούτζικος = κοντούλικος κοντοφτάνω = πλησιάζω κοντοφώσης = εκείνος που έχει κοντή όραση, μύωψ κοντόχρονος = εκείνος που είναι λίγα τα χρόνια του κοντράτον = συμβόλαιο, συμφωνητικό κοντυλέα = η ικανότητα το να γράφεις και να συντάσσεις κοντυλησία = σωματική κόπωση κοντυλιδάζω = κόβω κορμό δένδρου σε κοντυλίδια κοντυλίδιν = κυλινδρικό τεμάχιο από κορμό δέντρου ψηλό και ευθυτενές, πεύκο ή έλατο κοντύλιν = στυλός κοντυλισμός = σωματική κόπωση κοντυλομάχαιρον = μαχαίρι που χρησιμοποιείται για επεξεργασία γραφικού καλάμου κοντυλόπον = στυλό κοντυλώ = κουράζομαι κόντυμαν = κονταίνω κοντύνω = κονταίνω κονώνω = αδειάζω από την κατσαρόλα στα πιάτα κονωτού = δημητριακοί καρποί που είναι τοποθετημένα χύμα κάτω κόξα = μηρός κοπάδιν = κοπάδι κοπαλέα = χτύπημα με κόπανο κοπαλέα = χτύπημα με κόπανο κοπαλίζω = χτυπώ με κόπανο κοπάλιν = κόπανος κοπαλίτα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος κοπαλίτρα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος κοπαλίχτρα = ατελές βατραχάκι, γυρίνος κοπαλόπον = κόπανος κοπάλωμαν = γίνομαι κόπανος κοπαλώνω = γίνομαι κόπανος κοπανέα = χτύπημα με κόπανο κοπάνιν = κόπανος κοπάνισμαν = κοπάνισμα κοπανιστός = κοπανιστός κοπανίστρα = ύψωμα λίθων επί του οποίου κοπανίζουν το λινάρι κόπανος = κόπανος κοπελάζω = γεννώ νόθο τέκνο κοπέλιν = νόθο παιδί κοπελού = εκείνη που γεννά νόθο παιδί κοπή = τομή κοπιάζω = κοπιάζω κοπιδάζω = κάνω εγκοπή, σχισμή κοπιδέα = ίχνος τομής κοπίδιν = σχισμή, εγκοπή κοπιδώνω = κάνω εγκοπή, σχισμή κόπος = κόπος κοπούκι = αφρός φαγητού ή καφέ κοπρέα = δυσοσμία κόπρου κοπρέας = υβριστικός, ευτελής, ουτιδανός κοπρερόν = το απευθυσμένο έντερο κοπρέτα = κοπροθήκη κοπρίδι = κοπριά για λίπασμα κοπριδώνω = λιπαίνω με κοπριά κόπρισμα(ν) = κοπριά κοπρίφταρον = φτυάρι μεταφοράς κοπριάς κοπροθέκα = μέρος όπου αποτίθεται η κοπριά κοπροθέσιν = μέρος όπου αποτίθεται η κοπριά κοπροκάλαθον = καλάθι για μεταφορά κοπριάς κοπρομούμουλον = έντομο που μαζεύει κοπριά κόπρος = κοπριά κοπροσκώλεκον = σκουλήκι που γεννιέται στην κοπριά κοπρόστομος = αισχρολόγος, υβριστής κοπροφάας = κοπροφάγος, εκείνος που δεν κάνει σωστές δουλειές κοπροφαΐα = το να τρώει κανείς κοπριά, πράξη αισχρή κοπρώνας = μέρος όπου τοποθετούν κοπριά κοπρώνω = λερώνω με κοπριά κοπτέλι = στερνοπαίδι κόρ(η) = κόρη, κόρη οφθαλμού, κούκλα κόρακας = κόρακας κορακίδιν = κρόταλο της θύρας κοράκιν = κρόταλο της θύρας κορακοθεία = γυναίκα ανόητη κορακοκλείδι = κρόταλο της θύρας κορακοφάετος = εκείνος που τρώει κοράκια κοράκωμαν = κλείνω τη θύρα με κοράκιν κορακώνω = κλείνω τη θύρα με κοράκιν κορακωτήρι = κλείνω τη θύρα με κοράκιν κορασέα = κόρη κορασίτα = φυτό που χρησιμοποιείται για βαφή αυγών κοράσον = κόρη κοραστάριν = μεγάλο πριόνι με το οποίο σχίζουν τα σανίδια κόρδα = χορδή κορδόμια = λεπροί κρουνοί βροχής που τρέχουν από τη στέγη σαν χορδές κορδυλάζω = κομπιάζω κορδυλάριν = γεμάτο κόμπους κορδυλάσιμον = κόμπιασμα κορδύλασμαν = κόμπιασμα κορδυλέα = κόμπος κορδύλη = κόμπος, δεσμός, μπόγος κορδυλιάρικο = γεμάτο με κόμπους κορδυλίασμαν = κόμπιασμα κορδύλιν = κόμπος, θηλιά, κομπόδεμα κορδύλωμα(ν) = κομπιάζω κορδυλώνω = κομπιάζω κόρης = τυφλός κοριδάζω = μου γεννιούνται κοριοί κορίδιν = κοριός κορίτζα = κορούλα κοριτζακός = κοριτσίστικος κοριτζάλα = κόρη εύσωμη και ευπρόσωπη κοριτζάς = εκείνος που παίζει με κοριτσίστικα κορίτζιν = κόρη κοριτζίτζα = κοριτσάκι, κορούλα κοριτζόντας = κατά την κοριτσίστικη ηλικία κοριτζόπουλλον = κοριτσόπουλο, κοριτσάκι κοριτζότα = η κοριτσίστικη ηλικία κορίτιν = κατσικάκι κοριτόπον = κατσικάκι κορκέας = κουρελής κορκέλλα = ράκη, κουρέλια κορκελλάζω = κουρελιάζω κορκιάνο = κουρελού κόρκιν = ράκος, κουρέλι κορκόντειλος = κροκόδειλος κορκοτάζω = κόβω και γίνομαι σαν τα κορκότα κορκοτάς = εκείνος που πουλά κορκότα κορκοτεύω = παρασκευάζω κορκότα κορκότης = χονδραλεσμένο σιτάρι κορκοτικά = είδη κορκότων κορκότιν = ξεφλουδισμένο και χονδραλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι κορκοτίτζης = μικρός σε ηλικία που αναμειγνύεται σε υποθέσεις μεγάλων κορκοτίτζιν = λίγη ποσότητα κορκοτιού κορκότον = ξεφλουδισμένο και χονδραλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι κορκοτόπον = λίγη ποσότητα κορκοτιού κορκοτοσίρβιν = σούπα από κορκότα κορμί(ν) = κορμί κορμόπανο = κορμός πουκαμίσου κορμός = κορμός κορνίτζα = κορνίζα κορνοφώλη = φωλιά κορώνας κορό = τρυφερό κόρογκα = είδος ροβής κοροϊδεύομαι = κοροϊδεύομαι κορόιδο = κορόιδο κοροκύθι = στυπείο λιναριού κορόμηλον = κορόμηλο κόρος = κατάλληλη υγρασία για σπορά κορουκτζής = δασοφύλακας κορούμι = καπνιά της καπνοδόχου κόρτζα = γωνία εσωτερική κορτζίδιν = μικρό κούτσουρο που χρησιμοποιείται ως κάθισμα κορτίστιν = νερή γίδα που γεννά μόλις μπει στο δεύτερο έτος της ηλικίας της κορτσέφιν = η κορυφή της κεφαλής κορτσίλιν = είδος ψαριού βατραχοειδούς κορυφώνω = βλαστάνω κορφά = κορυφή κορφάδιν = αποκομμένη κορυφή δέντρου κορφή = κορυφή κορφίτζα = κορυφή κορφοβούνιν = κορυφή βουνού κόρφος = στήθος, αγκαλιά κορώνα = κοράκι κορώνα = κορώνα κορωνάζω = μαυροφορώ κορωνέα = τζιτζιφιά κορωνέας = μαύρος σαν το κόρακα, μεταφ. δυστυχής κορωνίδιν = ρόπτρο θύρας κορωνίτζος = δυστυχής, κακομοίρης κορωνοφώλι = μιναρές τουρκικού τεμένους κορώνω = τυφλώνω κορ’τζοπούλλα = κούκλα κορ’τζοπουλλέσιν = αυτό που ανήκει στην κόρη κορ’τζοτζίμιδος = εκείνος που έχει νου όσο ένα κορίτσι δηλ. λίγο κόσα = είδος αρωματικού φυτού κόσα = είδος δρεπάνου κοσάρα = κότα κοσέα = τραγίλα κοσές = σπανός κοσκινάς = ο κατασκευαστής κοσκίνων κοσκινέα = ποσότητα όση χωράει το κόσκινο κοσκίνιγμαν = κοσκινίζω κοσκινίζω = κοσκινίζω κοσκίνιν = κόσκινο κοσκίνισμαν = κοσκινίζω κόσκινον = κόσκινο κοσκοβόρα = γυναίκα ευτελής, περιφρονημένη κοσμικός = κοσμικός κόσμινη = κόσμος κοσμίτες = κοσμικός κοσμογιατρεμένος = εκείνος που θεραπεύει τους πάντες κοσμογιάτρευτος = εκείνος που θεραπεύει τους πάντες κοσμογυρισμένος = κοσμογυρισμένος κοσμογύριστος = κοσμογυριστής κοσμοδαβασία = καταστροφή, όλεθρος κοσμοδεβάζω = γεγονός δυσάρεστο μεγαλοποιώ σε υπέρτατο βαθμό κοσμοδόνα = πολλά δώρα όσα έχει όλος ο κόσμος κοσμοκράτορας = κοσμοκράτορας κόσμος = κόσμος κόσος = τράγος κοσσάρα = όρνιθα κοσσαράζω = ανατριχιάζω κοσσάριν = όρνιθα κοσσαρίτζα = όρνιθα κοσσαροκλέφτες = κλέφτης ορνίθων κοσσαρόπον = όρνιθα κοσσαροπούλλιν = κοτοπουλάκια κοσσαροφάγεια = τρόφιμα παρασκευασμένα από κότα κοσσαρόφτειρα = κοτόψειρα κοσσού = κλώσα κοσσύφης = κότσυφας κοσσύφι = κότσυφας κοστελάζω = κοτσάνι που μεγαλώνει κοστέλιν = κοτσάνι κοστελώνω = κοτσάνι που μεγαλώνει κοστούρεμαν = ελαύνω τάχιστα κοστουρεύω = ελαύνω τάχιστα κοστραμπέλα = είδος πτηνού με στήθος υπέρυθρο κοσώνω = παραγηράσκω κοτάζω = μετρώ σιτηρά με κότιν κοταμπέλα = είδος πτηνού με στήθος υπέρυθρο κοτέα = ποσότητα όση χωράει το κότιν κοτέλ(ιν) = μεγάλο τεμάχιο άρτου κοτεράζω = δίνω σε κάποιον μεγάλο κομμάτι ψωμιού κοτερέα = μεγάλο τεμάχιο άρτου κοτερέας = εκείνος που καταβροχθίζει μεγάλο κομμάτι ψωμιού, ζητιάνος κοτέριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου κοτζά = κουτσαίνοντας κοτζαγκέλιν = γαμήλιος χορός, ραφή ελικοειδής κοτζαγκελωτός = ελικοειδής κοτζακιάζω = εμβολιάζω με δαμαλίδα, αρραβωνιάζω, κουμπώνω κοτζάκιασμαν = δαμαλισμός, αρραβωνιάζω, κουμπώνω κοτζάκιν = δαμαλίδα, κουμπί, μπουμπούκι κοτζακώνω = εμβολιάζω με δαμαλίδα, κουμπώνω κοτζαλέα = παιδιά που στριφογυρίζουν στη μία φτέρνα κοτζαμάνος = γέρος, σύζυγος κοτζάνιφτος = εκείνος που δεν νίφτηκε καλά κοτζέας = χωλός, κουτσός κοτζέας = πετεινός κότζι = κουτσαίνοντας κοτζίζω = κουτσαίνω κότζιν = φτέρνα κότζιν = κριάρι κότζισμαν = κούτσαμα κοτζίτζα = κρεατοελιά κοτζίφταρον = παλιό φτυάρι κοτζιχτά = κουτσαίνοντας κοτζιχτό = παιχνίδι κουτσό κοτζοδάχτυλον = ωτίτης κοτζοδούλιν = μικροδουλειά της οικίας κοτζοδρόμιν = μονοπάτι κοτζοκέριν = υπολείμματα κεριού, τσιγάρου κοτζοκεφαλίζω = αποκεφαλίζω κοτζοκέφαλος = εκείνος που λέει πράγματα αστεία κοτζοκορφίζω = αποκόβω την κεφαλή φυτού κοτζολάβικον = σπασμένη λαβή κοτζολάμνιν = μαχαίρι παλαιωμένο κοτζολάμπιν = μικρή λάμπα πετρελαίου χωρίς γυαλί κοτζολεύκιν = θαμνώδες δενδρύλλιο άγριας λεύκης κοτζονέστιν = η νηστεία της Τετάρτης και τη Παρασκευής κοτζονόμηλον = αγριόμηλο ξινό κοτζοπάνιν = μικρό κομμάτι από πανί κοτζοπανίουμαι = κλαίω κοπανώντας κάτω κοτζοπάριν = νόμισμα ελάχιστης αξίας κοτζοπάτεμαν = στραβοπατώ κοτζοπατώ = στραβοπατώ κοτζοπέτεινος = κουτσός πετεινός κοτζοπίνακον = πινάκιο φθαρμένο κοτζοπλύνω = μισοπλύνω κοτζοπλύσιν = λίγα ρούχα για πλύσιμο κοτζορρύμιν = ρυάκι με λίγο νερό κοτζός = κουτσός κοτζοτζίγαρον = αποτσίγαρο κοτζοχερίουμαι = γίνομαι κουτσός ως προς τα χέρια κοτζοχώριν = μικρό χωριό κοτζύφης = κόσσυφας κοτζώνω = κουτσαίνω κοτικέα = ποσότητα όση χωράει το κοτίκιν κοτίκιν = ξύλινη κάσα που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταφοράς κότιν = μόδιον κοτκοτάνος = έθιμο να τσουγκρίζουν αβγά την δεύτερη μέρα του Πάσχα από την ανάποδη κοτοβός = ανόητος, βλάκας κοτοκέφαλος = χονδροκέφαλος κοτονίζω = σκοτώνω κοτόριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου κοτόσιν = καρποφόρο στέλεχος αραβοσίτου, γουλί κράμβης κοτοσώνω = γίνομαι σαν κούτσουρο, αποβλακώνομαι κότρος = λίθος στρογγυλός κότσεμαν = μετανάστευση κοτσεύω = μεταναστεύω κοττακίδα = μικρή κότα κοττοβός = ανόητος, βλάκας κοττοβώνω = αποβλακώνομαι κόττος = πετεινός, πετεινόμυαλος κοτύλη = σβέρκος κοτύλιν = λακκάκι, ιστός υφαντουργικός κουβάλεμαν = κουβάλημα κουβαλετός = ο μεταφερόμενος κούβαλος = εκείνος που κουβαλάει τα τρόφιμα του σπιτιού του κουβαλώ = κουβαλώ κουβαράζω = κουβαριάζω κουβαρίαγμαν = κουβαριάζω κουβάριν = κουβάρι κουβαρίτζα = κουβάρι κουβαρόπ’λλον = κουβαράκι κουβεντιάζω = κουβεντιάζω κουβέτιν = δύναμη σωματική, ρώμη κουβετλής = ισχυρός, ρωμαλέος κουδίζω = πτηνό που τρώει, μεταφ. διαπληκτίζομαι κούδισμαν = πτηνό που τρώει, μεταφ. διαπληκτίζομαι κουδίχτας = εριστικός, φιλόνικος κουδούκα = είδος εδέσματος κουδουκέα = πλήγμα ράμφους πτηνού, ίχνος πλήγματος ράμφους πτηνού κουδουκιάζω = πλήττω, χτυπώ με ράμφος κουδουκίζω = τρώω με ράμφος κουδούκιν = ράμφος, θηλή κουδούκισμαν = τρώω με ράμφος κουδουκοφάγειν = είδος εδέσματος κουδουχτεράς = δρυοκολάπτης κούζεμαν = αγανακτώ, οργίζομαι κουζεύω = αγανακτώ, οργίζομαι κουζί = αρνί κουζούμιν = έδεσμα εκλεκτό κούζω = φωνάζω, λαλώ κουθκουτάνος = δρυοκολάπτης κουθούριν = κεφαλή αραβοσίτου απογυμνωμένη κουθουροφάγας = εκείνος που τρώει κουκούρια κουΐζω = λαλώ, φωνάζω κουϊμτζής = χρυσοχόος κουΐν = λάκκος, όρυγμα κουϊσμός = κραυγή θρηνώδης κουϊστέας = εκείνος που φωνάζει κουκάρα = εργαλείο σιδηρούν κυρτό στην άκρη κουκάριν = εργαλείο σιδηρούν κυρτό στην άκρη κουκαρίνα = μυθικό πτηνό κουκαρλίν = εκείνο που έχει άκρο αγκιστρωτό κουκαρώνω = λυγίζω στην άκρη για να γίνει σαν άγκιστρο, κυρτώνομαι κουκαρωτός = αγκιστροειδής κουκκουδάρης = εκείνος που έχει πολλούς πυρήνες κουκκούδιν = πυρήνας καρπού, σπυρί, έκθυμα δερματικό κουκκουδιστής = χιόνι το οποίο πίπτει κατά μικρούς κόκκους κουκκουδίτα = φυτό άγριο με σκληρούς σπόρους κουκκούτζα = μικρό και σκληρό έκθυμα χειρός κουκκουτζάζω = καρπός που έχει πυρήνα, άνθρωπος φέρει σπυράκια κουκκούτζιν = κουκούτσι, χαλάζι, μπουμπούκι κουκκούτζωμαν = μπουμπουκιάζω κουκκουτζώνω = μπουμπουκιάζω κουκλώνω = κάθομαι οκλαδόν κουκολάλετος = εκεί που μόνο οι κούκοι λαλούν, έρημος κούκος = κούκος κούκουβα = οκλαδόν κουκουβάγια = κουκουβάγια κουκουβάζω = κάθομαι οκλαδόν κουκουβάκα = μανιτάρι, παιχνίδι παιδικό κουκουβακώ = αφρίζω κούκουδας = κούκος, δρυοκολάπτης, κουκουβάγια κουκουδόφυλλον = χόρτο πλατύφυλλο χρήσιμο ως τροφή ζώων κουκούλα = κουκούλα κουκουλάτες = κουκουλωμένος κουκουλέας = κουκουλωμένος κουκουλέτος = ανδρικό κάλυμμα της κεφαλής με λοφίο προς τα άνω κουκουλήσα = ανδρικό κάλυμμα της κεφαλής με λοφίο προς τα άνω κουκούλιν = κουκούλα, κουκούλι μεταξοσκώληκα κουκουλίν = πτηνό με λοφίο στο κεφάλι κουκουλίνα = φυτό φουντωτό κουκουλομμάτης = εκείνος που έχει μάτια με φουσκωμένα βλέφαρα κουκουλόπον = μικρή κουκούλα κουκουλόφυλλον = φυτό με φύλλωμα φουντωτό κουκούλωμαν = κουκουλώνω κουκουλώνω = κουκουλώνω κουκουλωτέριν = γυναικείος κεφαλόδεσμος κουκουμέα = ποσότητα όση χωράει το κουκούμιν κουκουμέλα = ωραία γυναίκα κουκουμίζω = ξεχειλίζει το κουκούμιν, περιβρέχομαι αφθόνως κουκούμιν = χάλκινη στάμνα που χρησιμοποιείται για ζέσταμα νερού κουκουμόπον = μικρή χάλκινη στάμνα κουκουνίζω = χρεμετίζω, κλαίω κουκούνισμαν = χρεμετίζω, κλαίω κούκουρα = σκυφτά κουκουρίκος = πετεινός κούκουρος = σπίνος κούκουρος = κυφός, καμπούρης, εσχατόγηρος κουκούρωμαν = καμπουριάζω, μεταφ. συννεφιάζω κουκουρώνω = καμπουριάζω, μεταφ. συννεφιάζω κουκουρωτός = λίγο σκυφτός κουκουτζάς = κοκίτης, ισχυρός και παρατεταμένος βήχας κούλα = εντόσθια ψαριών κουλακεύω = κολακεύω κουλάκια = τρίχες κεφαλής κουλάντζιν = περίττωμα αιγοπροβάτου κουλαπτάνιν = σιρίτι κουλάριν = κουτάλι κουλία = εδέσματα κουλία = προβατίνα ή γίδα χωρίς κέρατα, κεφάλι χωρίς τρίχες κούλιγμαν = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών κουλίδιν = το αποκομμένο κεφάλι μικρού ψαριού κουλίζω = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών κούλικον = ζώο χωρίς κέρατα κούλισμαν = αποκόβω τα κεφάλια μικρών ψαριών κουλίτζιν = ξίφος, σπαθί κουλκάντζιν = φλάσκα, νεροκολοκύθα κουλλυράζω = αιγοπρόβατο που αφοδεύει κουλλύριν = ψωμί καλαμποκίσιο κουλουκεύω = σκύλα που γεννά κουλούκι = νεογνό σκύλας, είδος πασχαλιάτικης κουλούρας κουλώνω = αμβλύνομαι κουμάγια = εφοδιασμός τροφίμων κουμαντά = διαταγή, διοίκηση κουμαντάρης = ο διευθύνων, οι διοικών κουμαντάριγμαν = διευθύνω, διοικώ κουμανταρίζω = διευθύνω, διοικώ κουμάσιν = ύφασμα μεταξωτό κουμμαντζούρι = μεγάλο κομμάτι άρτου κουμνί = πιθαράκι κουμουλάδα = σωρός πραγμάτων κουμουλάεμαν = συγκέντρωση κουμουλαεύω = συγκεντρώνομαι κουμουλάζω = συσσωρεύω, συγκεντρώνω κουμουλάπιν = αχλάδι πράσινο μετρίου μεγέθου κουμουλασέα = σωρός πραγμάτων κουμουλαστά = συσσωρευμένα, συμμαζεμένα κουμουλαστέριν = όργανο με το οποίο μαζεύουν σε σωρό τα αλωνισμένα στάχυα κουμουλαστός = συσσωρευμένος κουμουλίαγμαν = συσσωρεύω, συγκεντρώνω κουμούλιν = σωρός κουμουλόπον = μικρός σωρός, ο αστερισμός της πλειάδος κούμουλος = κούμουλος κουμούλωμαν = υπερπληρώνω δοχείο και παραπάνω από τα χείλη κουμουλώνω = υπερπληρώνω δοχείο και παραπάνω από τα χείλη κουμούσιν = μπουμπούκι, κώνος ελάτης, ο εχίνος του κάστανου κουμπάζω = κουμπώνω, θηλυκώνω κουμπαρολάλεμαν = ειδική πρόσκληση κουμπάρου στο γάμο κουμπάρος = κουμπάρος κουμπαρωσύνα = η σχέση του κουμπάρου προς τους στεφανωμένους κουμπαστός = κουμπωτός κουμπί(ν) = κουμπί κουμπίασμαν = κούμπωμα κουμπίζω = ακουμπώ κουμπίτα = είδος χόρτου του οποίου το στέλεχος έχει πολλούς κόμβους κουμπίτζα = είδος εντόμου το οποίο συστέλλεται σε σχήμα κόμβου κουμπίτζιν = κουμπί κουμποβέλονον = μεγάλη καρφίτσα κουμποσπάλερον = μεταξωτό επιστήθιο νύφης κουμπουρεύω = δέρνω, γρονθοκοπώ κούμπωμαν = κουμπώνω κουμπώνω = απατώ, απατώμαι, γελιέμαι κουμώνω = κουμπώνω, θηλυκώνω κουνανέα = αιώρα κουνανίζω = αιωρούμαι κουνάπιν = σπάγγος κουνέμπαλλον = πανί της κούνιας κουνέσιν = ο ανήκων εις της κούνια κουνί(ν) = κούνια, λίκνο κούνιγμαν = λικνίζω, κινούμαι κουνίζω = λικνίζω, κινούμαι κούνισμαν = λικνίζω, κινούμαι κουνιστάς = εκείνος που κουνίζει, λικνίζει κουνιχτά = λικνίζοντας κουνοδέμιν = το δέμα της κούνιας κουνοκόλιν = η άκρα της κούνιας κουνοπαίδιν = βρέφος, μικρό παιδί κουνοσκέπαγμαν = κάλυμμα κούνιας κουνούπα = κουνούπι κουνούπιν = κουνούπι κουντά = κοντά κουντάνα = κοντά, πλησίον κουντάριν = ακαλήφη, τσουκνίδα κούντεμαν = ωθώ, σπρώχνω κουντετά = σπρώχνοντας κουντετής = εκείνος που σπρώχνει κουντζέλλιν = μίσχος καρπών και φύλλων κούντζι = κριάρι κουντζίζω = σπω, τσακίζω κουντζίν = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως κουντζόπον = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως κούντημαν = ωθώ, σπρώχνω, παροτρύνω κούντι = τεμάχιο ζύμης ανοιγμένο σε φύλλο κούντικα = είδος φασολιών κουντουλάκι = βώλος κουντούπας = άνθρωπος κοντός, πετεινός χωρίς ουρά κουντούρα = είδος υποδήματος Κούντουρος = Φεβρουάριος κουντώ = ωθώ, σπρώχνω, παροτρύνω, παρορμώ κούπα = μπρούμυτα κουπανίζω = κοπανίζω κουπάνιν = κόπανος κουπανίστρα = ύψωμα λίθων επί των οποίων κοπανίζουν το λινάρι κούπανος = κόπανος κουπέ = τρούλος, θόλος κούπιγμαν = αντιστρέφω, βάζω μπρούμυτα, ξοδεύω αφειδώς κουπίζω = αντιστρέφω, βάζω μπρούμυτα, ξοδεύω αφειδώς κουπίκα = καμπούρα κουπιστέριν = ο ευκτήριος οίκος των Μουσουλμάνων κουπιχτά = σκύβοντας κουπιχτής = μουσουλμάνος στο θρήσκευμα κουράζω = σπω πράγματα στη μέση, σχίζω, κάμπτομαι, λυγίζομαι, αποκάμνω κουράκιν = κρόταλο της θύρας κουρακώνω = κλείνω τη θύρα με κοράκιν κούρασμαν = κουρά ζώου, περικοπή των άκρων πράγματος, κλάδεμα κουραστάριν = μεγάλο πριόνι με το οποίο σχίζουν σανίδια κούρβα = πόρνη κούρεμα(ν) = κουρά ζώου, περικοπή των άκρων πράγματος, κλάδεμα κούρεμα(ν) = χορδισμός, έναρξη μουσικού σκοπού, επισκευή κουρεύω = κουρεύω, κλαδεύω κουρεύω = χορδίζω, κουρδίζω, αρχίζω μουσικό σκοπό, στήνω, επισκευάζω, τοποθετώ κουρίζα = κλώσα κουρίκιν = πώλος όνου κουρικόπον = πώλος όνου κουρίν = κούτσουρο κουρίνα = θήλυ νεογνού όνου κουρκουβάντζιν = κόπρος αιγοπροβάτων, βερβελιά, θάμνος που παράγει καρπό όμοιο με βερβελιά κουρκουλίτζα = είδος φυτού κουρκουντέλιν = φόρεμα καταρρακωμένο κουρκούρι = φάρυγγας κουρμούτζι = ξεροκόμματο άρτου κούρνα = γούρνα κουρνάζης = γλίσχρος, φειδωλός κουρνία = κρήνη, βρύση κουρνόν = υγρό διυλισμένο, διαυγές, καθαρό κούρνος = γούρνα κουρνόφορος = νεροχύτης κουρομάνικος = ρακένδυτος, κουρελής κουρόπον = κούτσουρο κούρος = υιός κουρούζα = ρίζα δέντρου κατάλληλη για καύσιμη ύλη κουρουλεύκουμαι = κομπάζω, υπερηφανεύομαι κουρούλλιν = ψωμί καλαμποκίσιο κουρουμπάζω = μπουμπουκιάζω κουρούμπιν = μπουμπούκι κουρουμπώνω = μπουμπουκιάζω κουρουπίζω = αποκόβω τις κορυφές φυτών κουρουσπάνιν = χοντρό κούτσουρο, μεταφ. παιδί παχουλό κουρπανίζω = παρακαλώ, θυσιάζομαι κουρπάνιν = θυσία, θύμα κουρσάρος = ληστής κουρσεύω = κυριεύω και λεηλατώ, αιχμαλωτίζω, οδεύω, οδοιπορώ κουρσίν = κρόσσια, φούντα γυναικείας ζώνης, φούντα φεσιού, χρυσοειδές κόσμημα καλύμματος γυναικείας στολής κούρσος = επιδρομή κούρτα = γουλιά, ελαχίστη ποσότητα πράγματος κουρτάρεμαν = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω κουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω κουρταρομονή = απελευθέρωση, απαλλαγή, σωτηρία κούρτεμαν = καταπίνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι κουρτζανίζω = τρίζω κουρτζουμέλης = αμελής, νωθρός κούρτη = ο οισοφάγος, καταπινάρι κούρτι = ο λάρυγγας κουρτίτζα = ελαχίστη ποσότητα κουρτίχτρα = ο σταφυλίτης του φάρυγγα κουρτσάκι = ο φάρυγγας κουρτσέα = κατάποσης κουρτώ = καταπίνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι κουρτώνω = κυρτώνομαι, καμπουριάζω κούρφα = εγκώμιο, έπαινος κουρφέας = ο αυτοεπαινούμενος, καυχησιάρης κούρφεμαν = επαινώ, εγκωμιάζω κουρφεύω = επαινώ, εγκωμιάζω κουρφία = έπαινος, καύχηση κούρφιγμαν = επαινώ, εγκωμιάζω κουρφίζω = επαινώ, εγκωμιάζω, καυχησιολογώ κούρφισμαν = επαινώ, εγκωμιάζω, καυχησιολογώ κουρφιτζέας = καυχησιάρης κουσιάτα = πίθος στενόστομος με δύο λαβές κουσκανέας = ζηλότυπος, φθονερός κουσκανεύκουμαι = ζηλεύω, φθονώ κουσκανία = ζήλεια, φθόνος κουσκαντζαρία = ζηλότυπη, φθονερή κουσκαντζέας = ζηλότυπος, φθονερός κουσκουράζω = παρασκευάζω κουσκούρια, χοντροφτιάχνω κουσκουρέα = οσμή του κουσκουριού κουσκούριν = πλινθοποιημένη ξηρή κοπριά βοδιών που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, μεταφ. ψωμί σκληρό κουσκουρώνω = ψωρί που σκληρύνεται κουσκουτάνα = αγριόχορτο που φέρει υπόγειο βολβό εδώδιμο αλλά και δηλητηριώδη σε μεγάλη ποσότητα κουσκουτάνιν = χόρτο άγριο κουσούριν = ελάττωμα σωματικό, ηθικό και τεχνικό, έλλειψη, παράλειψη κουσπίδιν = το κατώτατο άκρο της σπονδυλικής στήλης κουσπίν = οι στροφείς της θύρας κουσπίτα = αγριόχορτο με υπόξινη γεύση κουστάζω = κάνω βώλους από χιόνι, σβολιάζω κουστάριν = φαγητό που έχει σβολιάσει κούστιν = βώλος ζύμης, πηλού κτλ. κουστίτζης = στρουμπουλός σαν βώλος κουστράχιν = θηλυκό άλογο, φοράδα κουστώνω = σβολιάζω κουταβάζω = σκύλα που γεννά κουτάβιν = κουτάβι κουταβόπον = κουταβάκι κουταλάζω = τρώω με την κουτάλα από την χύτρα κουταλέα = ποσότητα όση χωράει η κουτάλα κουταλέας = πειναλέος κουταλήτρα = το βατραχάκι γυρίνος κουταλίζω = τρώω με την κουτάλα από την χύτρα κουτάλιν = κουτάλι κουταλίτζης = κουτάλα κουτέα = ποσότητα όση χωράει ένα κουτίν κουτεύω = θωπεύω κούτζα = μικρό και σκληρό έκθυμα χειρός κουτζάκι = δαμαλίδα, κουμπί, μπουμπούκι κουτζή = κόρη, νεαρή κουτζίδιν = κόρη, νεαρή κουτζίκης = αγόρι, νεαρός κουτζίκιν = μικρούλης κουτζικόπον = μικρούλης κουτζιρίνα = μαρίδα κουτζκουτζία = όρνιθα κουτζός = κουτσός κουτζουγουλίζω = αποκεφαλίζω κουτζουγούλισμαν = αποκεφαλίζω κουτζουκιάζω = γαργαλίζω κούτζουκλος = υπερπλήρης, παραγεμισμένος κουτζούκλωμαν = παραγεμίζω κουτζουκλώνω = παραγεμίζω κουτζούλλιν = κλειτορίδα κουτζούπιν = είδος μακρουλού δαμάσκηνου κούτζουρα = ανακούρκουδα κουτζουράζω = κάθομαι συμμαζεμένα κουτζουρέας = χωλός, κουτσός κουτζουρίζω = κόβω σύριζα φυτό, ζώο που βόσκει αποκόβοντας τους βλαστούς κούτζουρο = κούτσουρο κούτζουρος = κούτσουρος κουτίν = κουτί κουτίτζα = κατσίκα κουτνίν = ύφασμα βαμβακομέταξο ριγωτό εύχρηστο στα γυναικεία φορέματα κουτνοσπάλερον = επιστήθιο γυναικείο κάλυμμα από κοτνίν κουτοπούλλιν = κουτάκι κουτόπ’λλον = κουτάκι κουτού = γυναίκα που επιτυγχάνει τα προξενιά κουτούζης = κολοβωμένος, φαλακρός κουτουζλαεύω = αποκόβω τις κορυφές φυτών κουτουζώνω = αποκόβω τις κορυφές φυτών κουτούλα = χήρος κουτουλάζω = κουρεύομαι κουτουλέας = χήρος κουτούλης = χήρος, εκείνος του οποίου έχει αποκοπεί κουτούλιγμαν = κόβω τις τρίχες της κεφαλής κουτουλίζω = κόβω τις τρίχες της κεφαλής κουτούλισμαν = κόβω τις τρίχες της κεφαλής κουτουλίτζα = χήρα κουτουλοκέφαλος = αποκεφαλισμένος κουτούνα = στέλεχος αραβοσίτου μετά την αφαίρεση του καρπού κουτουνάζω = χονδροκόβω τα στάχυα κατά το αλωνισμό κουτουπανάζω = καταβροχθίζω κουτούπανος = δρυοκολάπτης κουτουράζω = κομματιάζω, θρυμματίζω κουτουρεία = ανησυχία, θόρυβος κουτουρεμός = ανησυχία, θόρυβος κουτουρεύω = λυσσώ, μεταφ. ατακτώ ασυγκράτητα κουτουρίζω = κομματιάζω, θρυμματίζω κουτούριν = μεγάλο τεμάχιο άρτου κουτουρνάζω = κιτρινίζω κούτουρνος = κίτρινος κουτουρομονή = λύσσα κουτούφαλος = επιπόλαιος κούτρα = μέτωπο, κορυφή κουτριάρης = εκείνος που έχει πλατύ και εξογκωμένο μέτωπο κουτρινάζω = κιτρινίζω κουτρούβι = πήλινο αγγείο κουτρουπίτζα = χοντροκέφαλη κουτρώ = χτυπώ με τα κέρατα κουτσκούριν = αβγό γεμισμένο με πίσσα για το τσούγκρισμα του Πάσχα Κουτσούκης = Φεβρουάριος κουτσουκιάρης = σημαδιακός κουτσουμαλλία = ξεμαλλιασμένος κουτσουμαλλίομαι = ξεμαλλιάζομαι κούτσουπιτα = αγριόχορτο με γεύση υπόξινη κούφα = υπόκωφος κούφα = κοφίνι, ξύλινο αγγείο που χρησιμοποιείται για το χτύπημα γιαουρτιού για παραγωγή βουτύρου κουφαίνω = βαθουλώνομαι κουφαλάεμαν = χτυπώ γιαούρτι μέσα στην κούφαν για να φτιάξει βούτυρο κουφαλεύω = χτυπώ γιαούρτι μέσα στην κούφαν για να φτιάξει βούτυρο κουφιλίνα = κούφιο καρύδι κουφίτζα = δοχείο ξύλινο κουφοδόντης = εκείνος που έχει κούφια δόντια, νωδός, φαφούτης κουφοκάρυδον = κούφιο καρύδι κουφοκάρυν = κούφιο καρύδι κουφολογώ = κάνω κουφάλα στο ξύλο κουφολόεμαν = κάνω κουφάλα στο ξύλο κουφόμηλον = είδος μήλου κουφομμάτης = εκείνος που έχει βαθουλωμένα μάτια κουφοξυλένος = ο καμωμένος από κουφόξυλο κουφόξυστρα = φυτό με φύλλα κολλώδη χρησιμοποιούμενα κατά των κοριών κούφος = κούφιος, μεταφ. ελαφρόμυαλος κουφοστάτες = μέρος όπου τοποθετούνται τα ξύλινα δοχεία ύδατος κουφόσυκον = ερινεός, δέντρο και καρπός κούφωμαν = κούφιο, κοιλότητα δέντρου, πέτρας κτλ κουφώνω = γίνομαι κούφιος, βαθουλός κουχνουτάζω = ευρωτιώ, μουχλιάζω κουχνουτάριν = μουχλιασμένο κουχνουτάσιμον = ευρωτιώ, μουχλιάζω κουχνουτέα = οσμή μουχλιασμένου άρτου κτλ κουχνουτίασμαν = ευρωτιώ, μουχλιάζω κουχταρά = υπόγειο βαθύ και σκοτεινό κόφα = υπόκωφος κοφίνιν = κοφίνι κόφλος = στήθος, αγκαλιά κοφοτζούτζα = είδος σαύρας κοφτά = κοφτά κοφτά = κεφτές κοφταίο = δριμύς κοιλόπονος, κόψιμο, σφάχτης κοφταρά = κεφτές κοφτάριν = εκείνο που κόβει καλά, εκείνου του οποίου έχει αλλοιωθεί η σύσταση κοφτερά = σφοδρώς, δυνατά κοφτερίτζα = σύντομος δρόμος κοφτερός = κοφτερός, δραστήριος, ρέκτης κόφτες = εργαλείο της κεραμουργίας, της ταλασιουργίας κοφτός = κοφτός κόφτω = κόβω, ορίζω, καθορίζω, διακόπτω, ματαιώνω κοχαΐτα = είδος χόρτου πλατύφυλλο κοχαρέας = εκείνος που βήχει συχνά κοχάριγμαν = βήχω συχνά κοχαρίζω = βήχω συχνά κοχάρισμαν = βήχω συχνά κόχη = η γωνία του άρτου, η κόρα του άρτου κοχίζω = βήχω, κλαίω με αναφιλητά κοχίος = ισχυρός βήχας κόχισμαν = βήχω κοχλάζω = κοχλάζω κοχλακίζω = κοχλάζω, βράζω με κοχλασμό, αναβρύω με κοχλασμό κοχλάκισμαν = κοχλάζω, βράζω με κοχλασμό κοχλακίτα = πηγή που αναβλύζει νερό μετά κοχλασμού κοχλαρίτζα = υδρόβιο ζωύφιο κόχλασμαν = κοχλάζω κοχλιδάζω = στρέφω κοχλιοειδές κοχλιδέα = οσμή μαγειρεμένων σαλιγκαριών κοχλίδιν = σαλιγκάρι κοχλιδίτζα = ο θαλάσσιος κοχλίας κοχλιδότζεπλον = όστρακο σαλιγκαριού κοχλίος = κοχλίας, σαλιγκάρι κόχλος = κοχλίας, σαλιγκάρι κοχράκα = κόρακας κοχτέας = κατηφής, σκυθρωπός κοψάδα = η κόψη, η κατατομή του προσώπου κόψη = κόψη, τομή κοψίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου κόψιμο(ν) = κόψιμο κραγκανάκιν = εξάρτημα της συσκευής του αλευρόμυλου κράζω = κράζω κραματίζω = κατακάθομαι, κατασταλάζω κραμάτισμαν = κατακάθομαι, κατασταλάζω κραμπίζω = κατακάθομαι, κατασταλάζω κραμπίν = κραμβολάχανο κράναλος = μισανάλατος κρανέα = κρανιά κρανέψιν = μισοψημένο κράνιν = κρανιά κρανίτζι = μικρός καρπός της κρανιάς κρανίτικο = ποτό οινοπνευματώδους που παράγεται από κράνια κράνοιχτος = μισανοιγμένος κρανοκούκκουδο = σίτο που έχει χονδρούς κόκκους μέχρι τους πυρήνες του καρπού της κρανιάς κρανολαίες = κράνια σε άλμη σαν ελιές κράξιμον = κράζω κραπή = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή κραπίν = νερό διαυγές, καθαρό κραπίν = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή κράριν = αρσενικό πρόβατο, κριός κραρός = ψυχρός κρασάς = κρασάς κρασέα = κρασίλα κρασί(ν) = κρασί κρασοδαίμονας = ο δαίμονας της κρασιού κρασόπον = κρασάκι κρασοπότηρον = κρασοπότηρο κρασόποτος = ο φίλος του κρασιού κρασοφακέλιστος = οινόφλυξ, κρασοκανάτας κρασοφίντζανον = κρασοπότηρο κρασώνω = κερνώ κρασί, λερώνω με κρασί κράτεμα = κράτημα, τήρηση συνήθειας, υποστήριξη οικονομική ή ηθική κρατεύκομαι = συγκρατούμαι κρατευτέριν = λαβή, χερούλι δοχείου κράτος = παρεχόμενη οικονομική ή ηθική υποστήριξη κρατώ = κρατώ, συγκρατώ, αντέχω, τηρώ, συγκροτώ, διαρκώ, υποστηρίζω κράχτες = ο καλών στο ναό κατά νυχτερινές ακολουθίες συνήθως νεωκόρος κρέας = κρέας κρεατάρης = παχύσαρκος, φαγητό που έχει πολύ κρέας κρεατέα = οσμή κρέατος κρεατένος = ο παρασκευασμένος από κρέας κρεατίτης = ο παρασκευασμένος από κρέας κρεατοζώμιν = ζουμί κρέατος κρεατοκούριν = χονδρό σανίδι πάνω στο οποίο κόβουν και λιανίζουν το κρέας κρεατονήστιν = αποκριά κρεατόπον = λίγη ποσότητα κρέατος κρεατοσάνιδον = χονδρό σανίδι πάνω στο οποίο κόβουν και λιανίζουν το κρέας κρεατοσίρβιν = κρεατόσουπα κρεατώνω = γίνομαι ευτραφής, παχαίνω, έρχομαι σε επαφή με το κρέας και παίρνω την μυρωδιά του κρεββαταρέα = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται την ημέρα τα στρώματα κρεββατικά = στώματα κρεββάτιν = κρεβάτι κρεββατίνα = υφαντικός ιστός, αργαλειός κρεββατοθήκα = μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται την ημέρα τα στρώματα κρεββατόπον = κρεβατάκι κρεββατοπουστουρίχτρα = κρεβατομουρμούρα κρεββατουμαι = κρεβατώνομαι κρεμάζω = γκρεμίζω κρεμαλίζω = κρεμάω κρεμαντούλιν = οι όρχεις κρεμάνω = αναρτώ, απαγχονίζω, γέρνω, κλίνω κρέμασμαν = κρέμασμα, κρεμάλα, αγχόνη κρεμασταρέα = αιώρα, κούνια κρεμαστάριν = κρεμάμενος κρεμαστέρα = κρεμάστρα κρεμαστέριν = κρεμάστρα κρεμάστες = καλαμπόκια κρεμασμένα σε ορμαθούς κρεμαστή = κρεμαστή αλυσίδα με άγκιστρο κρεμαστούδες = πολλοί καρποί κρεμασμένοι σε ένα κλαδί κρεμαστοχείλης = εκείνος που έχει το κάτω χείλος κρεμασμένο κρεμάστρα = κρεμάστρα, ορμαθός ξηρών λάχανων κρεμασμένων κρεμίζω = γκρεμίζω, καταρρίπτω, αφήνω, αποδιώκω κρέμιν = κρημνός κρέμισμαν = γκρέμισμα, κατάρριψη κρεμισταρέα = κρημνός, βράχος απότομος κρεμιστέριν = κρημνός, βράχος απότομος κρεμμύδιν = κρεμμύδι κρεμοκόλιν = χείλος κρημνού κρεμοκόφτω = αποκοπτόμενος κατολισθαίνω κρέμομαι = κρέμομαι κρεμόνα = κλαδάκια ριγμένα κατά γης κρεμός = γκρεμός κρενάζω = διοχετεύω νερό κρένερον = κρύο νερό κρενίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρενόκολος = εκείνος που πάσχει από ευκοιλιότητα κρενόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρεντήρα = φαγητό πολύ υδαρές κρεντήριν = δοχείο ύδατος κρεπάρω = κόβομαι, σκάω κρεπεγάδιν = πηγή ψυχρού ύδατος κρέρκουμαι = ερεύγομαι, ρεύομαι κρήταμον = άγριο φυτό κρίαρος = κριός μεγαλόσωμος, μεταφ. ανδρείος, γενναίος κριγκί = σκουλαρίκι, είδος αγρίου λευκού άνθους κριθαρένος = κριθαρένος κριθάριν = κριθάρι κριθαρίτζα = κριθαράκι κριθαρόνερον = νερό βρασμένου κριθαριού κριθαροσίρβιν = σούπα από ξεφλουδισμένο κριθάρι κριθαροτάραγον = αλεύρι ανάμεικτο με κριθάρι με σιτηρά κριθαρόψωμον = ψωμί από κριθάρι κριθένος = κρίθινος κρίθινος = κρίθινος κρικίν = ενώτιο, σκουλαρίκι, είδος άγριου λευκού άνθους κρίμα = κρίμα, αμαρτία κριματίζω = αμαρτάνω, κολάζομαι κριματιστέριν = άνθρωπος αξιολύπητος κρίντζιν = εύθραυστο κρίνω = κρίνω, δικάζω, διακρίνω, εκφέρω γνώμη κρίση = κρίση, δίκη, γνώμη, έκβαση κρίσιμον = γνώμη, κρίση κρισολογία = δίκη, διαδικασία κρισολογώ = δικάζομαι, κρίνομαι κριτήριον = δικαστήριον κριτής = δικαστής κροκοπούλλι = πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό κροκός = κρόκος κρομμυδάς = κρεμμυδάς κρομμυδέα = οσμή κρεμμυδιού κρομμυδένος = ο παρασκευασμένος από κρεμμύδια κρομμυδιάρης = ψεύτης κρομμύδιν = κρεμμύδι κρομμυδόπον = κρομμύδι κρομμυδόσυκα = σύκα με γεύση όπως τα κρεμμύδια κρομμυδότζεπλον = φλοιός κρεμμυδιού κρομμυδόφυλλον = φύλλο κρεμμυδιού κρομμυδόφυτον = φυτό κρεμμυδιού κρόνερον = κρύο νερό κρονή = κρήνη, βρύση κρονίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρονίν = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρονόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρόσιν = γρόσι κροσταλλίδιν = κρύσταλλο κρόσταλλον = κρύσταλλο κρούμα = νόσος επιδημική κρούμαι = κρυώνω κρουμπάζω = φυτό που εκφύει οφθαλμούς κρούμπιν = μπουμπούκι, όζος δέντρου κρουνή = κρήνη, βρύση κρουνόπον = ξύλινος οχετός ύδατος, βρύση κρούντζιν = εύθραυστο, μπουμπούκι κρουντζώνω = γίνομαι εύθραυστος, μπουμπουκιάζω κρούσιμον = οξεία ασθένεια κρουσσίν = κρόσσια, φούντα γυναικείας ζώνης, φούντα φεσιού, χρυσοειδές κόσμημα του καλύμματος της γυναικείας κεφαλής κρούχτας = εκείνος που χτυπά κρουχτικόν = παιδί που έχει τη συνήθεια να χτυπά κρούω = χτυπώ, φονεύω, ορύσσω, προσλαμβάνομαι από νόσο κρύα = κρύα κρυάδα = κρυάδα κρυαίνω = κρυώνω κρυβίσκομαι = κρύπτομαι κρυβισταρέα = κρύπτη, κρυψώνα κρυερά = ψυχρά, αδιάφορα κρυερός = ψυχρός κρυολόγεμαν = κρυολογώ κρυολογώ = κρυολογώ κρυόνερον = κρύο νερό κρυορριγώ = αισθάνομαι ψύχος, ριγώ κρύος = κρύος κρυσταλλίδιν = κρύσταλλο κρύσταλλον = κρύσταλλο κρυφά = κρυφά κρυφαγαστρωμένον = έγκυος εκ κλεψιγαμία κρυφοκόριτζον = κορίτσι έγκυο εκ κλεψιγαμία κρυφός = κρυφός κρυφοταγίζω = παρέχω τροφή παραπάνω από την κανονική κρυφοτέρεμαν = κρυφοκοιτάζω κρυφοτερώ = κρυφοκοιτάζω κρυφοτζιτίζω = κρυφοκοιτάζω κρυφοτσαμπλίζω = κλείνω κρυφά το μάτι σε κάποιον κρυφταρέα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος, κρυφτό κρυφταρείος = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος κρυφτέρα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος κρυφτερίτζα = μέρος όπου κρύβει κάτι ή κάποιος κρύφτω = κρύβω, κρύβομαι κρύφως = κρυφά κρύψιμον = κρύψιμο κρυψίος = κρύψιμο κρυώνω = κρυώνω κρυωτός = υπόψυχρος κρωπέα = το χτύπημα με κρωπίν κρωπή = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος κρωπίζω = κόβω με κρωπίν κρωπίν = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος κρωπομύτης = εκείνος που έχει κυρτή μύτη προς τα κάτω κρωπόπον = είδος ελαφριάς αξίνης με κυρτή προεξοχή στην άκρη του στόματος κυβέρνημαν = η διοίκηση της οικογένειας από οικονομικής απόψεως κυβέρνηση = κυβέρνηση, οικονομική συντήρηση της οικογένειας κυβερνώ = κυβερνώ, διεθύνω κυδωνάτες = ποτό από κυδώνι κυδωνέα = οσμή κυδωνιου κυδώνιν = κυδώνι κυκλώνω = κυκλώνω κυλημερίζω = κυλώ, περνώ την ημέρα κυλιβαρίζω = κατρακυλώ κύλιγμαν = κυλώ κυλίδι = τροχός αμάξης κυλίζω = κυλώ κυλιντάριν = κύλινδρος, τροχός κυλιντήριον = κύλινδρος κυλιντρίζω = πατώ την χωματοσκεπή στέγη με το κυλίντριν για να ισοπεδωθεί και να κλείσουν οι σχισμές κυλίντριν = ειδικός κύλινδρος λίθος για χωματοσκεπείς στέγες κυλίντρισμαν = πατώ την χωματοσκεπή στέγη με το κυλίντριν για να ισοπεδωθεί και να κλείσουν οι σχισμές κύλισμαν = κυλώ κυλόστομο = το άνοιγμα των δακτύλων αντίχειρα και λιχανού κύμα = κύμα κυματίζω = κυματίζω κυμιόνιν = κύμινο κυνήγεμαν = κυνήγι, καταδίωξη κυνηγεύω = κυνηγώ, καταδιώκω κυνήγιν = κυνήγι κυνηγόπον = θήραμα κυνηγός = κυνηγός κυνηγόσκυλλον = κυνηγόσκυλο κυνηγοτόπιν = τόπος κυνηγιού κυνηγώ = κυνηγώ κυπαρέσσιν = κυπαρίσσι κυπαρισσένος = κυπαρισσένιος κυπαρισσόπον = κυπαρίσσι κυρά = κουνιάδα κυρά-δόξα = ουράνιο τόξο κυρά-θεία = προσφώνηση προς ηλικιωμένη γυναίκα κυρακαδάτ’κα = κυριακάτικα κυρακαδέσιν = κυριακάτικο κυρακάδιν = βιβλίο εκκλησιαστικό με τροπάρια ψαλλόμενα τις Κυριακές Κυρακίτζα = Κυριακή κυράτζα = στοργική προσφώνηση πεθεράς κύρης = οικογενειάρχης, πατέρας κυριακάτικα = κυριακάτικα κυριελεήσια = οι χάντρες του κομπολογιού κυριεύω = κυριεύω κυρίτζικα = καθαρεύουσα γλώσσα κύριωμα = πεισμώνω κυριώνω = πεισμώνω κυρότε = η πατρότητα κυρουκά = τα πατρικά κυρώνω = αποπερατώνω, φθάνω στο τέλος κυτάλιν = αλιευτικό όργανο που έχει σχήμα κουτάλας κύτταρη = η κλειτορίς του γυναικείου αιδοίου κωβίδιν = κωβιός κωβίτιν = είδος ψαριού γλοιώδης κώδικας = εκκλησιαστικό βιβλίο όπου καταγράφονται ονόματα προς μνημόσυνο κώδιν = σώμα, ανάστημα, το τρίχωμα της κεφαλής κωδώνα = κώδωνας κωδωνάζω = κρεμάω κουδούνι στο λαιμό του ζώου κωδωνάτες = κωδωνοφόρος κωδωνίζω = κωδωνίζω, ηχώ, αντηχώ με κουδουνιστή φωνή, οδηγώ την βοσκή κωδώνιν = κουδούνι κωδωνόπον = κουδούνι κωδωνώνω = κρεμάω κουδούνι στο λαιμό του ζώου κωλισάφτρα = σαύρα κωλοσαύλα = σαύρα κωλοσάφλα = σαύρα κώλυσμα = αποδιώκω, αποπέμπω κωλύω = αποδιώκω, αποπέμπω κώνειν = φυτό με αφέψημα του οποίου καθαρίζουν τα φθειριώντα ζώα κωνίδα = η κορυφή της κεφαλής κωνώπιν = κουνούπι κωνωπίουμαι = κυλίομαι κατά γης, μαλλιοτραβιέμαι ολοφυρόμενος κωπίδιν = κουπί, κώπη κωπίν = κουπί κωσσέα = οσμή της κλώσας, το αίσθημα της γεύσης χαλασμένου αβγού κωσσού = κλώσα, άνθρωπος που κάθεται συνεχώς σε ένα μέρος κωσσούδιν = κλώσα κωσσούτζα = κλώσα κωσσώνω = κλωσώ, εκβάλλω τ’ αβγά κωσταντινάτον = παλαιό νόμισμα κωφά = υποκόφως κωφήτρα = έντομο που προκαλεί την κώφωση όταν εισέρχεται στο αυτί κωφίζω = έχω βαρηκοΐα κωφίτα = αγριόχορτο του οποίου το άνθος μοιάζει με αυτί κωφοξύλαβον = ξύλινη λαβή πυράγρας των σιδηρουργών και χαλκουργών κωφός = κουφός κωφότα = βαρηκοΐα, κωφεύοντας κώφωμαν = κουφαίνω κωφώνω = κουφαίνω κωφωτά = κωφεύοντας κωφωτίτα = αγριόχορτο του οποίου το άνθος μοιάζει με αυτί κωφωτός = βαρήκοος Λλαάν(ιν) = λεκάνη λαβαίνω = δέχομαι λαβασέα = οσμή της λαγάνας λαβάσιν = λαγάνα λαβασώνω = γίνομαι σαν λαγάνα, απλώνομαι λαβίδα = μεταφ. αφορμή, πρόφαση λαβίδιν = λαβή, στειλιάρι λαβιδώνω = βάζω λαβή, χερούλι, μεταφ. επινοώ αφορμή, αιτιολογώ λάβιν = λαβή λαβράκιν = λαβράκι λαβώνω = περνώ λαβή σε όργανο, μεταφ. δικαιολογώ, αιτιολογώ λαβωτίζω = τρώω λαίμαργα από την χύτρα λαβώτιν = είδος κουτάλας προς άντληση ύδατος, ξύλινη σέσουλα, μικρό φτυάρι, ξύλινο σκαφίδι λάγαρος = καθαρός λαγγευτά = πηδηχτά λαγγευτήριν = παιδικό παιχνίδι λαγγευτός = είδος χορού πηδηχτού λαγγεύω = πηδώ λαγγόνιν = τεμάχιο υφάσματος παρεμβαλλόμενο στο γυναικείο χιτώνα από τις μασχάλες και κάτω λαγγωσκυλλόπον = λαγωνικό λαγωνικόν = λαγωνικό λαγωτέα = ποσότησα όση χωράει το λαγώτιν λαγωτίζω = τρώω λαίμαργα από την χύτρα, τρώω με το λαγώτιν λαγώτιν = είδος κουτάλας, ξύλινη σέσουλα, ξύλινο σκαφίδι, μικρό φτυάρι λάδιν = λάδι λαζουδάς = ασπάλαξ που τρώει την ρίζα του αραβοσίτου, σκουλήκι χοντρό και κιτρινωπό λαζουδένος = ο προερχόμενος από καλαμπόκι, ο παρασκευασμένος από καλαμποκίσιο αλεύρι λαζούδιν = καλαμπόκι λαζουδοσίρβιν = σούπα από χοντροκομμένο καλαμπόκι λαζουδοψώμιν = ψωμιά από καλαμπόκι λάζω = γαβγίζω λαθάσκουμαι = κάνω κάτι κατά λάθος λαθεύω = κάνω λάθος, αμαρτάνω λάθος = λάθος λαθουρίτα = λάθυρος λαθύριν = λάθυρος λαθυρίτα = λάθυρος λάθωμαν = λάθος, εσφαλμένος υπολογισμός λαθώνω = κάνω λάθος λαία = ελιά λαΐζω = κινώ, σείω λαϊκός = λαϊκός λαιμά = αμυγδαλές φάρυγγος λαιμαργία = λαιμαργία λαίμαργος = λαίμαργος λαιμονήτρα = πλεκτό μάλλινο περιλαίμιο λάισμα = κίνηση, εξαγωγή βουτύρου από το γιαούρτι κινούμενο στο ξυλάγγειν λαϊστέρα = αιώρα, κούνια λαϊστέριν = το κινούμενο, το αιωρούμενο λάκα-λούκα = τροχάδην λακάνα = λεκάνη λακάτιν = είδος αλιευτικού οργάνου λακιρτεύω = ομιλώ λάκκος = λάκκος, βαθούλωμα λακκώνω = συρρέω σε μέρος λακκώδες το νερό λακονίζω = ακονίζω, τροχίζω λακόνιν = πέτρα κατάλληλη για ακόνισμα λακότιν = είδος κάμπιας που καταστρέφει τα λαχανικά λακώτ(ιν) = είδος κουτάλας, ξύλινη σέσουλα, ξύλινο σκαφίδι, μικρό φτυάρι λαλά = στη παιδική γλώσσα στολίδι λαλά = στη παιδική γλώσσα χεράκι λαλάγγα = πρόχειρα κατασκευασμένος άρτος λαλάγγιν = τηγανίτα λαλαγγίτα = τηγανίτα, άρτος σε σχήμα λαγάνας λαλαγγωτό = ζύμη για λαλάγγια λαλάκα = στη παιδική γλώσσα χεράκι λαλάς = υπάλληλος βασιλιά λαλαχάρης = παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος λαλαχέας = παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος λαλαχεία = η μετά θωπειών ανατροφή παιδιού λαλάχεμαν = θωπεύω, χαϊδεύω λαλαχεύω = θωπεύω, χαϊδεύω λαλαχή = η μετά θωπειών ανατροφή παιδιού λαλάχωρος = ευρύχωρος λάλεμα = πρόσκληση σε γάμο ή βάφτιση, φώνηση, προώθηση ζώων λαλετής = άνθρωπος αγγελιοφόρος που καλεί σε γάμο ή βάφτιση λαλή = φωνή λαλία = φωνή, απόκριση, κρότος λαλιστής = άνθρωπος αγγελιοφόρος που καλεί σε γάμο ή βάφτιση λαλίτζα = φωνούλα λαλλατζέα = πετροβόλημα λαλλάτζιν = λίθος λείος και σφαιρικός λαλλατζόπετρα = λίθος λείος και σφαιρικός λαλλατζοπλούμιστον = πετραδάκι λείο και ποικίλο σε χρώματα λαλλατζόπον = μικρό λαλλάτζιν λαλομερίζω = βρέφος που αρχίζει να εκβάλλει τους πρώτους του φθόγγους λαλόπον = φωνούλα λάλος = άνθρωπος μωρός, ανόητος λαλούκα = ανόητη λαλώ = ομιλώ, φλυαρώ, προσκαλώ σε γάμο ή βάφτιση, οδηγώ ζώα στη βοσκή λαλώνω = γίνομαι άφωνος λαλωτός = ανόητος, μωρός λάμα = εργαλείο λάμα λαμνίν = λεπτό μαχαίρι, ο λοβός των φασολιών, λεπτή φέτα άρτου, μήλου κτλ. λάμνω = οργώνω, κωπηλατώ, φτερουγίζω λάμπα = λάμπα λαμπάδα = λαμπάδα λαμπαδοφώσιν = το φως της λαμπάδας λάμπατζα = παιδικό παιχνίδι λαμπερός = λαμπερός λαμποβρέχει = βρέχει ενώ ο ήλιος λάμπει λαμποβρεχή = βροχή με ήλιο να λάμπει λαμπογιάλιν = γυαλί της λάμπας λαμπογύρα = τα λάμποντα γύρω μέρη λάμπουκα = παιδικό παιχνίδι λαμπουκίζω = σκύλος που τρώει με την γλώσσα, τρώω αδηφάγος λαμπράζω = κάνω Πάσχα, μεταφ. αγάλλομαι, αισθάνομαι ευχαρίστηση λαμπρακίζω = λάμπω λαμπρακός = εκείνος που φορεί πασχαλιάτικα ρούχα λαμπράτικα = Πασχαλιάτικα λαμπράτικος = Πασχαλιάτικος λαμπρέσιν = Πασχαλινό Λαμπρή = Πάσχα λαμπροήμερα = τρεις ημέρες του Πάσχα λαμπροφόρετος = εκείνος που φοράει λαμπριάτικα φορέματα λαμπροφορώ = φοράω λαμπριάτικη ενδυμασία λάμπω = λάμπω λαμψάνα = ο τρυφερός βλαστός της άγριας τριανταφυλλιάς λαμψάνιν = σινάπι λάμψη = λάμψη λαναρέα = ποσότητα όση δέχεται το λανάριν λαναρίδιν = το ταλασιουργικό όργανο λανάριν λαναρίζω = ξαίνω μαλλί με το λανάρι λανάριν = όργανο ταλασιουργίας με το οποίο ξαίνουν τα μαλλιά λανόν = αραιό και ελαφρό, το μη καλά κλωσμένο λανός = δυστυχής, ταλαίπωρος λαντακίζω = καίομαι, φλέγομαι, φεγγοβολώ λαντένα = λεπτή δοκός της οροφής λαντέριν = το αντρικό μόριο λάντζα = μεγάλο βαρέλι μέσα στο οποίο βράζει ο μούστος λάντζα = στραγάλια ή φρυγανισμένα κριθάρια λαντούρα = ισχυρή λάμψη, φωτοβολία λαξί = μύκητας παράσιτος λάξιμον = γάβγισμα λαοπλάνος = εκείνος που αποπλανεί τον λαό λαός = λαός λάπα = γρήγορα, ταχέως λαπά = λαπάς, χυλός αλευριού, μουσταλευριά λαπαζάνος = φλύαρος, μωρολόγος λαπαζένιν = είδος τεύτλου με πλατιά φύλλα λάπαζον = λάπαθο λαπαζόφυλλον = φύλλο λάπαθου λάπατον = λάπαθο λαπίνα = είδος ψαριού λαπλαπίν = στραγάλι λάπος = λαπάς, χυλός αλευριού, μουσταλευριά λαπόστομος = εκείνος που το στόμα του είναι μόνο για λαπά, τα λόγια του μοιάζουν άνοστα λαπουδέυω = μπουσουλάω λαπούκα = παιδικό παιχνίδι λαποφάγας = εκείνος που το στόμα του είναι μόνο για λαπά, τα λόγια του μοιάζουν άνοστα λάρωμα(ν) = θεραπεία λαρωμονή = θεραπεία λαρώνω = θεραπεύω, ιατρεύω, αναρρώνω λάσ(ιν) = πτώμα λασέα = δυσωδία πτώματος λάσιμον = περίπατος λάσιν = πυκνόφυλλο δέντρο λασίον = περίπατος λάσκεμα = περίπατος λασκίζω = περιάγω σε περίπατο λασκίον = περίπατος λάσκομαι = κάνω περίπατο λασόμενος = γάιδαρος λασούρα = γυναίκα περιφερόμενη όλη μέρα στους δρόμους λασουρέας = ο αρεσκόμενος στους περιπάτους λάτα = έλατα λατάρα = σπασμωδική κίνηση των ποδιών, τα κινούμενα πόδια λαταρίζω = κινούμαι ελαφρώς, μετακινώ κάτι λατάρισμα(ν) = ελαφριά κίνηση χωρίς μετακίνηση λάτενος = ο παρασκευασμένος από ξύλο ελάτου λατικένικον = πήλινο αγγείο λατισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα λάτος = μακρύ κλήμα αμπέλου λατρεύω = λατρεύω λατσαρίουμαι = τρώω κατά κόρον λάφα = καυχησιολογία, κομπασμός λαφαζάνος = καυχησιολόγος, φλύαρος λάφιν = ελάφι λαφρός = ελαφρός λαφρύνω = ελαφραίνω λαφρώνω = ελαφρώνω λαφύριτα = λάθυρο λάχαιμα = κακής ώρας πάθημα λαχαίνω = συναντώ, τυγχάνω λαχανέα = οσμή του μαγειρεμένου λάχανου λαχανέας = λαχανοφάγος λαχανένον = ο παρασκευασμένος από λάχανο λαχανικόν = κράμβη, λαχανικά λάχανο(ν) = λάχανο λαχανοζώμιν = ο ζωμός των λαχανικών σε άλμη λαχανοκέπιν = λαχανόκηπος λαχανοκούταλον = κουτάλα λαχανόσουπας λαχανομμάτης = εκείνος που έχει μάτια γαλαζωπά όπως το χρώμα του λάχανου λαχανόπον = λάχανο λαχανόρριζον = το γουλί του λάχανου λαχανόσπορος = σπόρος λάχανου λαχανόφτειρα = ψείρα λαχανικών λαχανόφυλλον = φύλλο λάχανου λαχανόφυτον = φυτό λάχανου λαχίδα = η κατά διαδοχική σειρά εργασίες λαχιδάζω = ορίζω με κλήρο τη σειρά προτεραιότητας εργασία λαχιδακά = με τη σειρά λαχλάκικο = όχι πολύ σφιχτό, λίγο χαλαρό λαχμάζω = λαχανιάζω λάχμασμαν = λαχάνιασμα λάχοι = εκφράζει ευχή ίσο με το είθε λαχοράκιν = ύφασμα μάλλινο ποικιλόχρωμο λαχόριν = πολυτελής γυναικεία ζώνη λαχουσεία = ψιθύρισμα λαχουσεύω = ψιθυρίζω, θορυβώ λαχουσή = ψιθύρισμα λάχτα = κλοτσιά, λάκτισμα λαχτάζω = λακτίζω, κλοτσώ λαχτάρης = εκείνος που έχει τη συνήθεια να λακτίζει λαχταρίζω = τραντάζομαι, λαχταρώ λαχτέα = κλοτσιά λαχτίζω = κλοτσώ, τραντάζομαι λάχτισμα(ν) = κλοτσιά λαχτοκοπώ = κλοτσοκοπώ λαχώνω = επιτρέπεται η σύναψη γάμου χωρίς να υπάρχει εκκλησιαστικό κώλυμα λέα = δάσος λεάνιν = λεκάνη λεβάντα = λεβάντα λεβάντης = ανατολικός άνεμος λέβδη = οπή στο μέσο πλοιαρίου λεβέντης = στρατηγός, ληστής λεβόρβορο = ρεβόλβερ λεβόριν = ελλέβορος λεγδώνω = λερώνω λέγειν = ομιλία, ευγλωττία λεγένιν = λεκάνη λεγεντζέ = χύτρα λεκανοειδής λεγίδ(ιν) = ευλύγιστη βέργα λεγκέρι = χάλκινο τρυβλίο, ρηχή χάλκινη λεκάνη λεγμετεράζω = αντιστρέφω τα αλωνισμένα στάχυα για να ανέβουν στην επιφάνεια τα άκοπα λεγμετέριν = όργανο με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος αποχωρισμένος από τα άχυρα λεγνακιανός = λεπτοφυής, λεπτοκαμωμένος λεγνεύω = λεπτύνομαι λεγνία = λεπτότης λεγνίκος = λεπτοκαμωμένος λεγνοκάθετος = εκείνος που έχει ανάστημα λεπτό και ψηλό λεγνοκατάθετος = εκείνος που έχει ανάστημα λεπτό και ψηλό λεγνόκλαδον = δέντρο που έχει λεπτά κλαδιά λεγνόκλαδον = δέντρο που έχει λεπτά κλαδιά λεγνόμακρος = λεπτός και ψηλός λεγνοξυλέα = λεπτό ξύλο λεγνόξυλον = λεπτό ξύλο λεγνός = λεπτός, ισχνός λέγνος = λεπτότητα λεγνοτζέπλικον = καρπός που έχει λεπτό φλοιό λέγνυμα(ν) = κάνω κάτι λεπτό λεγνύνω = κάνω κάτι λεπτό λεγνώματα = η φθίση φεγγαριού λέγω = ομιλώ, διηγούμαι λεθρίδ(ν) = ριζάρι λεθρός = φρέαρ, πηγάδι λεϊλέκος = πελαργός λείξη = γλείψιμο λείξιμον = γλείψιμο λειπανάβατο = αυτό που δεν έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση λείπω = λείπω λειρίτα = αγριόχορτο λειτουργία = λειτουγία λειτουργώ = λειτουργώ λειτρία = λειτουργία λειτριχάζω = ζώο που αλλάζει τρίχωμα λειτριχίασμαν = αλλαγή τριχώματος λειτριχίζω = ζώο που αλλάζει τρίχωμα λειτρίχισμαν = ζώο που αλλάζει τρίχωμα λειτρούεμαν = η θεία λειτουργία λειτρουΐα = η θεία λειτουργία λειτρουώ = λειτουργώ λειφκιαίνω = ελαττώνομαι, λιγοστεύω λειφτάζω = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω λειφτασία = έλλειμμα, έλλειψη λείφτασμαν = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω λειφτέσα = απρεπείς τρόποι συμπεριφοράς λειφτός = λειψός, μεταφ. λιγόμυαλος λειφτωτός = λίγο μωρός, κουκούτσικο λείχω = γλείφω λειψάζω = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω λείψανον = λείψανο λείψασμαν = ελλείπω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω λειψία = έλλειψη λείψιμον = λείπω λειψός = ελλιπής λείωμα = λιώσιμο, διάλυση λειώνω = λιώνω λεκάνα = λεκάνη λεκάνιν = λεκάνη λεκάτιν = είδος αλιευτικού οργάνου λελέ = στην παιδική γλώσσα χεράκι λελέκα = στην παιδική γλώσσα χεράκι λέλεμα = φαγητό παραβρασμένο, χυλοποιημένο λελευΐζω = να σε χαρώ λελεύω = να σε χαρώ λελεύω = γίνομαι ελεεινός λεμινάρ(ιν) = γεύμα την ώρα του δειλινού λεμονάπιν = αχλάδι με γεύση υπόξινη λεμονοζώμιν = χυμος λεμονιού λεμονόφυλλον = φύλλο λεμονιάς λεμονόφυτον = φυτό λεμονιάς λέμσος = άνθρωπος ψηλός και ξερακιανός λενός = πατητήρι σταφυλιών λέντζιν = κνήμη, ωλένη, κόκαλο λεντζού = κάτισχνη, κοκκαλιάρα λέξιμον = ο τρόπος του λέγειν λεοντάριν = λιοντάρι λεονταρόπον = λιονταράκι λεονταρόπουλλον = νεογνό λιονταριού λεοντάρος = λιοντάρι λέοντας = λιοντάρι λέος = λιοντάρι λεπιδάζω = πληγή που εκφύει νέο δέρμα λεπίδιν = φλοιός, νέο δέρμα πληγής λεπίζω = ξεφλουδίζω λέπιν = φλοιός, φλούδα, λέπι ψαριού, μεταφ. κουρέλι, ράκος λεπλεκούτα = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι λεπλέπιν = ρεβίθι φρυγανισμένο, στραγάλι λέπρα = λέπρα λεπράζω = προσβάλλομαι από λέπρα λεπρός = λεπρός λέπω = βλέπω λέρα = βρωμιά λεράριν = λερωμένο, ρυπαρό λερνίτζα = είδος χόρτου εδωδίμου λερός = λερωμένος λέρωμαν = λερώνω λερώνω = λερώνω λεσέα = δυσωδία πτώματος λέσιμον = λόγος λέσιν = πτώμα λεσμονώ = λησμονώ, ξεχνώ λετζέκιν = ειδικό κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής λεύκη = λεύκη λευκίν = η άγρια δασική λεύκη λευκούρης = μεταφ. ηλίθιος, μωρός λευκούριν = ζώο με λευκή ουρά λευρός = σπανός, απαλός, τρυφερός, αβρός λευτερής = φλύαρος, μωρολόγος λευτερίτζα = νυχτερίδα λευτερώνω = ελευθερώνω λευτέρωση = ελευθέρωση λεφέριν = είδος ψαριού λεφτά = προσεκτικά λεφτοκαρένος = ο φτιαγμένος από ξύλο φουντουκιάς λεφτοκάριν = φουντούκι λεφτοκαρίτζα = φουντουκιά λεφτοκαροκάντζιν = καρπός φουντουκιού λεφτοκαρόν = φουντούκι λεφτοκαρόξυλον = ξύλο λεπτοκαρυάς λεφτοκαρόπον = φουντούκι λεφτοκαροτζέπλιν = φλοιός φουντουκιού λεφτοκαροτζέπλιν = φλοιός φουντουκιού λεφτοκαρόφυλλον = φύλλο φουντουκιάς λεφτοκαρώνα = μέρος φυτεμένο με φουντουκιές λεχνάριν = λύχνος λεχναροστάτης = λύχνος λεχνοστάτης = μέρος όπου αποτίθεται ο λύχνος λεχούσα = λεχώνα λεχουσασμένον = βρέφος μόλις γεννημένο λεχουσεύω = γυναίκα σε κατάσταση λοχείας λεχουσία = τοκετός, λοχεία λεχουσιάτικο = σχετικό με την λοχεία και την λεχώνα λεχτζέα = είδος χόρτου ληγάρα = γρήγορα λημερεύω = μνημονεύω λημόσυνον = μνημόσυνο ληνός = πατητήρι σταφυλιών ληταράζω = τυλίγω σχοινί ή νήμα λητάριν = σχοινί λητάριν = σχοινί λίβα = σύννεφο, συννεφιασμένος καιρός λιβαδέσιν = το προερχόμενο από το λιβάδι λιβαδία = λιβάδι λιβάδιν = λιβάδι λιβαδόπον = μικρής εκτάσεως λιβάδι λιβαδόχορτον = χόρτο λιβαδιού λιβαδόχορτον = χόρτο λιβαδιού λιβαιδέκι = είδος εδωδίμου μύκητα φυόμενο στα λιβάδια λιβαιδίζω = βόσκω στα λιβάδια, μεταφ. καλοπερνώ λιβάνιν = λιβάνι, θυμίαμα λιβανοκέρα = λιβάνια και κεριά μαζί λίβιν = σύννεφο λιβόπον = συννεφάκι λιβόρ(ιν) = ελλέβορος λιβόρα = τόπος υπόσκιος και δροσερός λιβορίζω = αερίζω, δροσίζω λιβόρισμαν = αερίζω, δροσίζω λίβος = σύννεφο, καιρός συννεφώδης λιβοχάσιν = συννεφιά με πνοή νότιου ανέμου λιβρός = σπανός, απαλός, τρυφερός, αβρός λιβωμένα = σκυθρωπά, κατσούφικα λιβώνω = συννεφιάζω, μεταφ. σκυθρωπιάζω λίβωση = συννεφιά λιβωτός = συννεφώδης λιγγουρνώ = λιγώνομαι λιγγρινώ = λιγώνομαι λιγγρίω = επιθυμώ σφοδρά, κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό λίγδα = λίγδα, λέρα λιγδάζω = λερώνομαι λιγδερός = λερωμένος, ρυπαρός λιγδώνω = λερώνω, χυλώνω με το βρασμό λίγκιν = μεγάλο γουδί στο οποίο χτυπούν την καννάβι λιγμετέριν = όργανο με το οποίο λιχνίζεται ο σίτος αποχωρισόμενος από τα άχυρα λιγνός = λεπτός λιγνώματα = η φθίση φεγγαριού λιγοθυμάζω = λιποθυμώ λιγοθυμία = λιποθυμία, στενοχώρια λιγοθυμώ = λιποθυμώ λίγος = λίγος λίγωμα = λίγωμα λιγώνω = λιγώνω λιγωράζω = λιγώνομαι λιγωρία = αδημονία, στενοχώρια, λιποθυμία λιγωρίζω = κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό, επιθυμώ σφοδρά λίδιν = ζώο ικτιδοειδές λιζάριν = παντζάρι λιθάζω = πετροβολώ λιθαράζω = πετροβολώ λιθαράριν = μέρος γεμάτο με πέτρες λιθαράς = πρόσωπο παραμυθιών ο οποίος ρίχνει πέτρες μέχρι τα σύννεφα λιθαρέα = χτύπημα με πέτρα λιθαρένος = ο κατασκευασμένος με πέτρα λιθάριν = πέτρα, λίθος, βράχος λιθαροκόλιν = βάση μεγάλου βράχου λιθαρομύτιν = κορυφή βράχου λιθαρόπον = πετραδάκι λιθαρορρίζα = βάση βράχου λιθαρόσπασμαν = ρήγμα βράχου λιθαροσώριν = σωρός λίθων λιθαρώνα = τόπος πετρώδης, λατομείο λίθικος = ο κατασκευασμένος με λίθους λίθινος = ο κτισμένος με λίθους λιθοκάμινος = η κάθετος προς τα νώτα της εστίας πέτρα λιθοκάσκαρον = πυριτόλιθος λιθόμηλον = μήλα που σκληρά και αργά ωριμάζουν λιθοστράτιν = δρόμος λιθόστρωτος λιθοσώριν = σωρός λίθων λιθόχτιστος = χτισμένος με λίθους λιθρίδιν = λιθρίδιν σωρός λίθων λιθώνω = κλείνω με λίθο, τοποθετώ λίθο πάνω σε κάτι προς πίεση λικιδάριν = ψάρι με πολλά λέπια λικίδιν = λέπι ψαριού λικίριν = ο χυμός των σταφυλιών με το πρώτο πάτημα λικμάνιν = λάμπα ψαρόλαδου λικμανοστάτε = σανίδα πάνω στην οποία τοποθετείται η λάμπα ψαρόλαδου λικουρίνος = είδος ψαριού λικριτσίδιν = λέπι ψαριού λιλί(ν) = στη παιδική γλώσσα το αντρικό μόριο λιλίγκα = άνθη του αγρού ιόχροα λίμαγμαν = πεινώ πολύ, λιμώττω λιμάζω = πεινώ πολύ, λιμώττω λιμανίζω = τρώω σαν σκύλος, παρασιτώ λιμάνιν = λιμάνι λιμάνιν = ξύλινο δοχείο για την τροφή του σκύλου λιμανλαεύω = γαληνιώ λιμανοκούριν = ξύλινο δοχείο για την τροφή του σκύλου λιμάραντος = μαραμένος στον ήλιο, μεταφ. νωθρός, χαύνος λιμαργία = λαιμαργία λίμαργος = λαίμαργος λιμάρης = λαίμαργος λιμαρίτα = είδος δενδρυλλίου λίμασμαν = πεινώ πολύ, λιμώττω λιμαχούμαι = πεινώ πολύ, λιμώττω λιμαχτά = με βουλιμία, λαίμαργα λιμενάουμαι = λιμενίζομαι λιμενασία = ηλιόλουστη μέρα το χειμώνα, γαλήνη θαλάσσης λιμένεμαν = εγκαθίσταμαι σε μέρος ασφαλές, αποκαλύπτομαι από τα χιόνια που λιώνουν λιμενεύω = εγκαθίσταμαι σε μέρος ασφαλές, αποκαλύπτομαι από τα χιόνια που λιώνουν λιμένη = λιμένας λιμιώνας = λιμένας λίμνα = λίμνη λιμνάζω = λιμνάζω λιμνίν = λίμνη λιμνίτζιν = λίμνη λιμνόπον = λίμνη λιμνώνω = λιμνάζω λιμοκουράουμαι = κάμπτομαι, λυγίζω από την πείνα λιμός = λιμός, πείνα λιμόχορος = χορός λιμού λιμοχώριν = χωριό όπου υπάρχει συνέχεια πείνα λιμοψοφώ = λιμοκτονώ λιμπίζομαι = νοστιμεύομαι, επιθυμώ, λαχταρώ λιμπισία = πράγμα που προξενεί επιθυμία της απολαύσεώς του λιμπογούλης = λαίμαργος λινάουμαι = κάμπτομαι, λυγίζομαι λινάριν = φυτό λίνος και το νήμα από αυτό λινέα = σχοινί μακρύ πάνω στο οποίο απλώνουν ρούχα λινοκκόκι = σπόρος λίνου λινόν = λινό λινοσκεπασμένος = ο σκεπασμένος με λινό ύφασμα λινόσπορος = λιναρόσπορος λίντζα = κνήμη, ωλένη, κόκαλο λιντζεύω = κόβω τους κλώνους φυτού λιντρίουμαι = αναρριχώμαι σε λείο κορμό δέντρου λιντριχτέριν = λείος κορμός δέντρου λίνωμαν = ύφασμα που παλαιώνει τόσο πολύ ώστε τα νήματα λεπταίνονται και απομονώνονται χωρίς όμως να ανοίξει τρύπα λινώνω = ύφασμα που παλαιώνει τόσο πολύ ώστε τα νήματα λεπταίνονται και απομονώνονται χωρίς όμως να ανοίξει τρύπα λιόγγος = κοίλωμα γης λασπώδες, βαθύς λάκκος λιουκίζω = θωπεύω, περιποιούμαι λιπαρίτα = άγριο φυτό λιπαρός = λιπαρός λίπαση = λίπος φαγητού λιπατά = είδος γυναικείου φορέματος λιπατούμαι = αποκτώ ή φορώ λιπατάν λιπουρτίζω = καταβροχθίζω λαίμαργα λίρα = χρυσή λίρα λιροπρόσωπος = δυσειδής, ασκημομούρα λισάμπριν = περιλαίμιο σκύλου με σιδερένιες ακίδες προς άμυνα από λύκους, ράβδος με την οποία δένεται σκύλλος λισγάριν = εργαλείο για σκάψιμο και όργωμα λισγεύω = σκάβω, οργώνω, καλλιεργώ λίσγος = εργαλείο για σκάψιμο και όργωμα λισμώνω = αναστρέφω, χαλώ λιστρεύω = σκάβω, οργώνω λιστρίν = γεωργικά εργαλεία λιτζάνα = αγριόχορτα εδώδιμα λιφανίδιν = σταφύλι μακρουλό και μαύρο λιφόριν = καρπός θάμνου που καρποφορεί δυο φορές το χρόνο λιχνέας = λαίμαργος, αδηφάγος λιχνεύω = τρώω λαίμαργα λίχνη = κατά το λίχνισμα τα λεπτά άχυρα που παρασύρονται από τον άνεμο λιχνίζω = λιχνίζω λίχνισμαν = λίχνισμα λιχτζέα = είδος χόρτου λίχτρε = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό λίχτρεμαν = όργωμα με λίχτρεν λιχτρεύω = οργώνω με λίχτρεν λιχτρί = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό λιχτρομάκελλον = γεωργικό εργαλείο οδοντωτό λόβια = φυτά με μεγάλα καρδιόσχημα φύλλα λοβίδια = τα γάγγλια της σάρκας ζώου λοβίζω = βγάζω τα φασόλια από τον λοβό λοβίν = το ανδρικό μόριο λογάδιν = πολύτιμα κοσμήματα λογάουμαι = λαμβάνω υπ’ όψιν, λογίζομαι, γίνεται λόγος περί εμού, λέγεται λογαράζω = χρυσώνω, επιχρυσώνω λογαρία = υπολογισμός αριθμητικός, σκέψη, συλλογισμός λογαριάζω = λογαριάζω λογαριασμός = λογαριασμός λογάριν = περιουσία σε χρήματα λογαρκή = μέτρο βάρους μισής οκάς λογγόζιν = κοίλωμα γης λασπώδες, όρυγμα λόγγος = κοίλωμα γης λασπώδες, όρυγμα λογή = είδος, γένος λογιάζω = ομιλώ προς κάποιον, ακούω με προσοχή, συλλέγω, μαζεύω λογισμός = σκέψη, λογικό, νους λογξίζω = έχω λόξυγκα λογόδομαν = συγκατάθεση γονιών για να δώσουν την κόρη σε γάμο λογοθέκα = ευφράδης, στωμύλα λογοθέτης = ετοιμόλογος, ευφραδής λογοκόψιμον = επίσκεψη του μνηστήρα στο σπίτι της νύφης για την τελική διαβεβαίωση του γάμου λογομάντηλο = μαντήλι που αποστέλλεται στον μνηστήρα για την τελική συγκατάθεση του γάμου λογοπαίρω = παίρνω την συγκατάθεση για τον γάμο της κόρης λογόπαρμαν = η συγκατάθεση για τον αρραβώνα της κόρης, η προειδοποίηση τον οικείων της μνηστής προς τους οικείους του μνηστήρα πως ετοιμάζουν το γάμο λογοπιάσκουμαι = λογομαχώ, φιλονικώ λογοποιόμαι = λογομαχώ, φιλονικώ λογόπον = λογάκι λόγος = λόγος, υπόσχεση, φήμη, αιτία, αφορμή λογοτριβή = λογοτριβή, φιλονικία λογοτριβώ = φιλονικώ λογύρ(ιν) = η πρώτη κυκλική σειρά λίθων πάνω στα οποία στηρίζεται όλος ο θόλος του φούρνου λογυρίζω = περιφέρομαι λογχίζω = λογχίζω λοιμική = ιλαρά λοιπά = λοιπά λοίφη = τεμάχιο χοντρού υφάσματος προς τριβή στο μπάνιο λόκοκκος = ο παρασκευασμένος από ολόκληρο σιτάρι λοκούμιν = λουκούμι λολέκα = στην παιδική γλώσσα χεράκι λολότζιν = εργαλείο κεραμουργών λολότζιν = πράγμα διάβροχο λόμιν = λοστός λομόναχος = ολομόναχος λοντάριν = λιοντάρι λοντρίζω = τεμαχίζω, κομματιάζω λόνω = λιώνω λοξά = λοξά λοξαγγούρης = μεταφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος λοξός = λοξός λοπίν = το ανδρικό μόριο λοπουτάζω = ραβδίζω λοπουτέα = κτύπημα με ράβδο λοπούτης = ασύνετος, αστόχαστος λοπούτιν = ράβδος χοντρή λορόι = ρολόι λοτισώνα = μέρος όπου παρέχεται αλάτι στα ζώα λότσος = αγροίκος, ηλίθιος λουγγουρίω = κάνω κάποιον να επιθυμήσει ορεκτικό, επιθυμώ σφοδρά λουγξίζω = έχω λόξυγκα λούδ(ιν) = λουλούδι λούζω = λούζω λουκή = λευκή άργιλος που χρησιμοποιείται για το άσπρισμα των σπιτιών λουκίζω = ασπρίζω το σπίτι με λουκή λούκισμαν = άσπρισμα σπιτιού με λουκή λουλά = σωλήνας, κρουνός, καπνοσύριγγα λουλάκια = θραύσματα πήλινου αγγείου λουλούδιν = λουλούδι λουλούτζ(ιν) = πράγμα διάβροχο λουμπίζω = τρώω βιαστικά χωρίς να μασήσω λουμπούδα = καρπός πολύ ώριμος λουμπουδιάζω = υπερωριμάζω λουξίω = έχω λόξυγκα λουξίω = έχω λόξυγκα λουπακίζει = χιονίζει με μεγάλες νιφάδες λουπώνω = ξύλο που φουσκώνει από το νερό λούρα = λύρα λουσιμάτιν = εκείνο που είναι για λούσιμο λούσιμο(ν) = λούσιμο λουσίον = λούσιμο λούσκον = πράγμα διάβροχο λούστρον = λούστρο λουστροπρόσωπος = χλευαστικώς, μελαχρινός, μαύρος λουτούδιν = δέντρο που έχει καρπούς σαν κεράσια με κίτρινο χρώμα λουτουδόπον = δέντρο που έχει καρπούς σαν κεράσια με κίτρινο χρώμα λουτουρία = λειτουργία λουτρακά = τα χρειαζούμενα για το λουτρό λουτρίσκουμαι = λούζομαι λουτρόν = λουτρό λουτρόπου = 24 Ιουνίου όταν γίνεται η τροπή του ήλιου λουτρουΐα = λειτουργία λουτρουώ = λειτουργώ λουφτουκάρυ = φουντούκι λοφκοτάρυν = φουντούκι λοφτοκάρυν = φουντούκι λόχα = υπερβολική ζέστη λοχμανώ = ασθμαίνω, πνευστιώ λοχόνα = λεχώνα λοχουσία = τοκετός, λοχεία λυγεροκορμούσα = λυγερόκορμη λυγερός = λυγερός λυγίδιν = ευλύγιστη βέργα λυγιδόξυλον = ξύλο κατάλληλο για λυγισθή λυγιδούμαι = κάμπτομαι, λυγίζομαι λυγίζω = λυγίζω λύγισμαν = λύγισμα λυγνός = λιγνός λυθρίδιν = ριζάρι, αγριόχορτο εδώδιμο λυθρινόρριζα = η ρίζα του ερυθροδάνου λυκάνθρωπος = λυκάνθρωπος λυκάσκουμαι = λυπούμαι λυκιάουμαι = λυσσώ από δάγκωμα λύκου λυκογούνιν = γούνα από δέρμα λύκου λυκοδόπον = λύκος λυκοκαλομάννα = προγιαγιά λυκομάσετος = εκείνος που τον μασάει ο λύκος λυκομάχιν = περιλαίμιο σκύλου με σιδερένιες αγκαθωτές προεξοχές για άμυνα κατά λύκου λυκομαχώ = μάχομαι με λύκο λυκοπάππος = προπάππους λυκοπεθερός = πατέρας ή παππούς πεθερού λυκοπούλλιν = νεογνό λύκου λυκόρριζα = γλυκόριζα λύκος = λύκος λυκοτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν λύκοι λυκοτσούνα = λύκαινα λυκουδάς = λύκος λυκούδιν = λύκος λύκουδος = λύκος λυκούτζης = μικρός λύκος λυκοφάετος = εκείνος που είναι να τον φάει λύκος λυκοχάντζιν = καιρός που συννεφιάζει λυκοχάντζου = δαιμόνιο με μορφή λύκου λυκοχάσμα = το άνοιγμα των δακτύλων αντίχειρα και λιχανού λαμβανόμενο ως μέτρο μήκους λύντζιν = μικρός και λείος λίθος ακρογιαλιάς λύνω = λύνω λύπη = λύπη λυπητερά = λυπητερά λυπητερός = λυπητερός λυπίζω = προξενώ λύπη, λυπάμαι λυπούμαι = λυπάμαι λύρα = λύρα λυρθίδ(ιν) = ριζάρι, αγριόχορτο εδώδιμο λυριτζής = λυριτζής λύσιμο(ν) = λύσιμο λυσιμονή = άφεση, συγχώρεση λυσσάζω = λυσσάζω, βουλιμιώ λυσσάρης = λυσσάρης, λαίμαργος λυσσία = λυσσία λυταρίζω = βούτυρο το οποίο δεν συμπυκνώνεται σε βώλους κατά το δρουβάνισμα, αλλά μένει σκόρπιο μέσα στο γιαούρτι λυτάριν = μη συμπυκνωμένο, χαλαρό λυτία = ημέρα μη νηστήσιμος λυτός = λυτός λυτρωμονή = ελευθέρωση, λυτρωμός λυχνάζω = ύφασμα διαφανές λυχνάριν = λύχνος λυχναρομύτης = μυξιάρης λυχναρομύτιν = το άκρο του λύχνου λυχναροστάτης = το μέρος που αποτίθεται ο λύχνος λυχνίζω = ύφασμα διαφανές λύχνος = λύχνος λυχνοστάτης = το μέρος που αποτίθεται ο λύχνος λωβία = ανόητη λωλά = μιλάω ψευδά λωλίζω = τραυλίζω, ψευδίζω, είμαι κωφάλαλος λωλός = τραυλός, κωφάλαλος λωλότσης = ηλίθιος, μωρός λώλωμαν = καθιστώ κάποιον άφωνο, άλαλο λωλώνω = καθιστώ κάποιον άφωνο, άλαλο λωλωτά = ψευδά, τραυλίζοντας λωλωτός = λίγο τραυλός λώμα = ούγια λωματικά = διάφορα είδη ρουχισμού λωματοθήκη = θήκη για ρούχα λωματόσκοινον = σχοινί στο οποίο απλώνουν ρούχα λωράζω = μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών με δερμάτινες λωρίδες, κολοκύθα που εκφύει ελικοειδείς βλαστούς λωράριν = υπόδημα με πολλά λουριά λωρί(ν) = δερμάτινο λουρί λωρίαγμαν = μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών λωρίασμαν = λωρίαγμαν μπαλώνω τα πέλματα των τσαρουχιών λωρίζω = πλέκω κόσκινο με λεπτές δερμάτινες λωρίδες, υγραίνομαι, νοτίζω λωρίτζιν = δερμάτινος τελαμών ξίφους λωροκόσκινον = κόσκινο πλεγμένο με λεπτές δερμάτινες λωρίδες λώρωμαν = κολοκύθα που εκφύει βλαστούς, υγραίνομαι, νοτίζω λωρώνω = κολοκύθα που εκφύει βλαστούς, υγραίνομαι, νοτίζω |
|