|
Публикации
Понтийско-новогреческий словарь Σ-ΩΣσααπής = κύριος, κάτοχος σααπσούζης = απροστάτευτος σαβανάζω = περιβάλλω νεκρό με σάβανο σαβάνασμαν = περιβάλλω νεκρό με σάβανο σαβανίαγμαν = περιβάλλω νεκρό με σάβανο σαβανίζω = περιβάλλω νεκρό με σάβανο σαβανίστρα = γυναίκα που έχει σαν επάγγελμα να σαβανώνει νεκρούς σάβανο(ν) = σάβανο σαβανόπον = σάβανο σαβάνωμαν = σαβανώνω σαβανώνω = σαβανώνω σαβάτιν = σμάλτο σαβάχης = ελαφρόμυαλος, χαζός σαβαχλάεμαν = υποφώσκει, φέγγω σαβαχλαεύω = υποφώσκει, φέγγω σαβαχωτός = λίγο ελαφρόμυαλος Σαββατιανός = Σαββατιάτικος Σαββατοκέρακα = μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής Σάββατον = Σάββατο σαβέκιν = είδος χόρτου όμοιο με βλήτο σάβουλιν = βαρίδι από μόλυβδο το οποίο κρέμεται από σαβούρα = έρμα πλοίου σαβουρεύω = λικμίζω αλώνι, εκτινάσσω, εκσφενδονίζω σαβουρτίζω = τινάζω σαβουρώνω = βάζω έρμα στο πλοίο σαγαπής = κύριος, κάτοχος σαγιάκιν = είδος χονδρού μάλλινου υφάσματος σαγίτα = τόξο σάγκα = μοχλός θύρας, μεγάλη κλειδαριά σάγκωμαν = κλείνω με την σάγκα σαγκώνω = κλείνω με την σάγκα σαγλάμης = ακέραιος, εύρωστος, ισχυρός σάεμαν = λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω σαεύω = λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω σαζάνιν = το φυτό βούρλο σάζιν = είδος εγχόρδου μουσικού οργάνου σαής = ταχυδρόμος σάι = σέβας, τιμή σακάτεμαν = σακατεύω σακατεύω = σακατεύω σακάτης = σακάτης σακατούρα = θέση απόκρυφη, κρύπτη σακάτωμαν = σακατεύω σακατώνω = σακατεύω σακιάρ(ιν) = ζάχαρη σακιαρλαμά = ζαχαρωτό, καραμέλα σάκιν = ψάρι ρόμβος σακκέα = ποσότητα όση χωράει ο σάκος σακκιάζω = βάζω σε σάκο σάκκιασμαν = βάζω σε σάκο σακκίζω = βάζω σε σάκο σακκίν(ν) = σάκος σάκκισμαν = βάζω σε σάκο σακκορράμμιν = κλωστή ειδική με τη οποία ράβουν σάκους σακκορράφιν = βελόνα χοντρή σάκκος = επενδύτης, επανωφόρι σακκούλα = σακίδιο, σακκουλάκι σακκουλάζω = βάζω στο σακίδιο σακκουλέα = ποσότητα όση χωράει το σακούλι σακκούλιν = μικρό σακίδιο, βαλάντιο σακκουλοδέμιν = δέμα σακουλιού σακκουλοξύστες = ξύλο με το οποίο αποξέουν το σακούλι του διυλιζόμενου γιαουρτιού για να ανοιχτούν οι πόροι και να γίνει η διύλιση ταχύτερα σακκουλόπ’λλον = βάζω σε σακούλι σακκουλώνω = βάζω σε σακούλι σακκωνάριν = αποθήκη σάκων, αμπάρι, διαχώρισμα αποθήκης γεωργικών προϊόντων σακομύτης = εκείνος που έχει μύτη πεπλατυσμένη όπως είναι το σχήμα του σάκου σακώνω = εξαπλώνομαι και καταλαμβάνω χώρο όπως ο ρόμβος σαλά = φόρος σαλαβουτίζω = αρπάζω άτακτο το φαγητό σαλακίαγμαν = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο σαλακιάζω = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο σαλακίασμαν = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο σαλάκιν = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου σαλακόπον = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου σαλαλός = ανόητος, ευήθης, τρελός σαλαμαλλίζω = μαδώ τις τρίχες σαλαμανίζω = μαίνομαι, μεταφ. δέρνω δυνατά σαλαμάντρα = σαλαμάντρα σαλαμούρα = δρόμος πλήρης από νερά και λάσπη σαλαχανάς = άνθρωπος άεργος, αλήτης σαλαχάνεμαν = περιφέρομαι άεργος, αλητεύω σαλαχανεύω = περιφέρομαι άεργος, αλητεύω σαλάχιν = οπώρα, καρπός υπερώριμος σαλαχόρης = ανόητος, μωρός σαλαχώνω = καρπός που ωριμάζει πολύ σαλαχωτόν = καρπός μάλλον υπερώριμος σαλβαράς = εκείνος που φοράει σαλβάρι σαλβάριν = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα σαλβαρόπον = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα σαλβαρώνω = ντύνομαι με σαλβάρι, αποκτώ σαλβάρι σαλγάμιν = είδος αχλαδιού, είδος λάχανου του οποίου η ρίζα είναι γλυκειά σάλεμαν = κινώ, μετακινώ σαλέμπαλλον = κουρέλι από μάλλινο ύφασμα σαλένον = μάλλινο ύφασμα σαλέπιν = σαλέπι σαλεύω = κινώ, μετακινώ, πειράζω, ενοχλώ σαλεύω = αναθέτω σάλιγκος = σαλιγκάρι, κοχλίας σαλίζω = γίνομαι ιξώδης σάλιν = σάλι σαλινεύκουμαι = περπατώ ταλαντεύοντας σαλκούνι = φόρος σαλκουντζής = εκείνος που επιβάλλει το φόρο σαλμίν = το κυλινδρικό ξύλο πάνω στο οποίο τυλίγεται το υφαινόμενο πανί σαλοβράκης = ατημέλητος σαλοπάτιν = σκάφη επιμήκης που χρησιμοποιείται ως νεροτριβή μάλλινου υφάσματος σαλορράμμιν = μάλλινη κλωστή σαλόσης = αφηρημένος, χαζός σαλοτάραγον = μαλλοβάμβακο σαλόχτενον = χτένι αργαλειού μάλλινου υφάσματος σαλταμάρκα = ανδρικός επενδυτής κοντός σαλτουράζω = πλέκω ή ράβω βιαστικά και άτεχνα σάμα = στείρα σκύλα σαμαβάριν = συσκευή παρασκευής τσαγιού σαμανάζω = κρυολογώ σαμαντούρα = σημαντήρ λιμανιού όπου προσδένονται πλοία, ο φελλός του λύχνου ή της κανδήλας σαμαράζω = κολαφίζω, ραπίζω σαμαράζω = επιθέτω σαμάρι στο ζώο σαμαρέα = χαστούκι, ράπισμα σαμαρίαγμαν = επιθέτω σαμάρι στο ζώο σαμάριν = χαστούκι, ράπισμα σαμαρλαμά = γείσο, θριγκός σαμαρόξυλα = ξύλα του σαμαριού σαμαρτζηλίκιν = η τέχνη του σαγματοποιού σαμαρτζής = σαμαρτζής σαμάρωμαν = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό σαμαρώνω = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό σαματά = θόρυβος, ταραχή, σαματάς σαματατζής = άνθρωπος που προκαλεί θόρυβο, θορυβοποιός, ταραξίας σαμμοντό = ευθύς ως σαμόν = αλλά, όμως σαμουντά = κηροπήγιο, σαμντάνι σαμουρόγουνα = γούνα από δέρμα σαμουριού σαμπώνω = κλείνω τα βλέφαρα σάμπως = σάμπως σαν = ωσάν, καθώς, όταν, αν σανία = πίτυρα από ξεφλουδισμένο σιτάρι ή κριθάρι σανιδένον = το καμωμένο από σανίδια σανίδιν = σανίδι σανιδόπ’λλον = σανιδάκι σανιδώνω = καλύπτω με σανίδια σανταλέα = ποσότητα όση χωράει σαντάλιν σαντάλιν = πλοίο ιστιοφόρο, εφόλκιο σανταλόπον = μικρό ελόφκιο σανταλτζής = ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου ιστιοφόρου σάντζεμαν = αισθάνομαι οξύ πόνο στη κοιλιά, ενοχλώ, πειράζω σαντζεύω = αισθάνομαι οξύ πόνο στη κοιλιά, ενοχλώ, πειράζω σαντζή = ισχυρός πόνος στη κοιλιά, σφάχτης σαντζιλάνεμαν = αισθάνομαι ή έχω οξύ πόνο στη κοιλιά σάντιλα = καθώς, όπως, πως σαντιλανεύκουμαι = αισθάνομαι ή έχω οξύ πόνο στη κοιλιά σαντουκάς = εκείνος που κατασκευάζει κιβώτια σαντουκέα = ποσότητα όση χωράει το κιβώτιο σαντούκιν = κιβώτιο σαντουκόπον = κιβώτιο σαντουκόπ’λλον = κιβώτιο σαντούριν = σαντούρι σαξίν = πήλινο αγγείο σπασμένο σαπάνα = σφενδόνη σαπάπ(η)ς = αίτιος σαπάπ(ιν) = αιτία, αφορμή σαπαχλανεύκουμαι = ξημερώνομαι αγρυπνώντας μέχρι το πρωί σαπέας = 1 με 6 Αυγούστου διάστημα δεν κολυμπούν ούτε πλέκουν πανιά στη θάλασσα διότι πιστεύεται ότι σαπίζουν σαπίζω = σαπίζω σαπίνα = ξύλο σκωληκόβρωτο, σκόνη ειρημένου ξύλου σάπισμαν = σαπίζω σάπκα = κάλυμμα της κεφαλής ανδρών σάπκαλης = εκείνος που φοράει σάπκα σαπκόπον = κάλυμμα της κεφαλής ανδρών σάπλα = μεγάλη χάλκινη κουτάλα σαπλάκα = ράπισμα, μύτη πεπιεσμένη σαπλακέα = ράπισμα, κολαφίζω σαπλακιάζω = ραπίζω, κολαφίζω σαπόγερος = εσχατόγηρος, γέρος σιχαμένος σαπόκιν = υπόδημα που φτάνει μέχρι το γόνατο σαποκοίλης = εκείνος που πάσχει το στομάχι του σαποκούρα = οτιδήποτε σάπιο σαπούδιν = πράγμα σάπιο σαπούρα = οτιδήποτε σάπιο σαπουράζω = δίδω ραπίσματα σάπριν = υπομονή σαπωνάδα = σαπουνάδα σαπωνάς = σαπωνοθήκη σαπωνέα = οσμή σαπουνιού σαπωνίζω = πλένω με σαπούνι, τοποθετώ σαπούνι κάτω από κάτι σαπώνιν = σαπούνι σαπωνίτα = αγριόχορτο το οποίο αν τριφτεί με νερό σαπουνίζει σαπωνογλύσμιν = υπόλειμμα σαπουνιού κατά το πλύσιμο σαπωνοζώμιν = νερό από πλύσιμο με σαπούνι, σαπουνάδα σαπωνόπ’λλον = μικρό σαπούνι σαπωνόχορτον = αγριόχορτο το οποίο αν τριφτεί με νερό σαπουνίζει σάρα = επιληψία σαράγιν = οικοδομή μεγαλοπρεπής, διοικητήριο Σαρακενός = αλλοεθνής μουσουλμάνος σαρακιανόπουλλον = τέκνο Σαρακηνού σαρακοστάτ’κα = εν καιρώ της Σαρακοστής Σαρακοστή = Σαρακοστή σάραλης = επιληπτικός σαρανίουμαι = βασανίζομαι σαράντα = σαράντα Σαρανταήμερος = ο μήνας Δεκέμβριος σαρανταπούδαρος = σαρανταποδαρούσα σαράφ(ιν) = πύον πληγής σαράφης = αργυραμοιβός, κολλυβιστής σαρβάλ(ιν) = περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα σαργάνα = ζαργάνα σαργάνιν = ζαργάνα σαρδέλα = σαρδέλα σάρεμαν = περικυκλώνω, περιφράσσω σαρεύω = περικυκλώνω, περιφράσσω σαρής = ξανθός σαρίζω = στεγνώνω σαρίκιν = σαρίκι σαριλίκιν = ίκτερος σαρίτιν = ταινία, σχοινί από καννάβι σαρουλεύκουμαι = περιτυλίσσομαι, περιπτύσσομαι σάρπα = αποθήκη γεωργικών και κηπουρικών προϊόντων σαρπίν = αποθήκη γεωργικών και κηπουρικών προϊόντων σαρποκοίλης = αδηφάγος, γαστρίμαργος σαρσά = γυναίκα αναιδής σαρσάνα = χελιδόνι, γυναίκα ωραία σαρσαταρίζω = ρέω θορυβωδώς σαρσατεύω = ταράζω, τραντάζω, κάτω άνω κάτω σάρτης = σκληρός, τραχύς, μεταφ. ιδιότροπος σκληρός σαρτίγκα = σαρδέλα σαρτλαεύω = σκληρύνομαι σαρτύνω = σκληρύνομαι σασεύω = απορώ, θαυμάζω, εξίσταμαι σασιρεύω = κάνω λάθος, τα χάνω, εκείνος που τα έχει χαμένα σατανάς = σατανάς σατάφ(ιν) = σεντέφι σαταφένες = ο καμωμένος ή κοσμημένος από σεντέφι σάτζιν = θολωτό σιδερένιο έλασμα θερμαινόμενο κάτω του οποίου ψήνουν λαγάνες σατζολάβασον = λαγάνα ψημένη στο σάτζιν σατούριν = πλατύ μαχαίρι για τομή κρέατος σαυρίδιν = σαυρίδι σαφής = καθαρός σάφλα = αφρώδες σάλιο σαφλάκος = σαλιάρης σαφλαμέας = είδος θαλασσινής μέδουσας σαφλάρης = σαλιάρης, σαλιάρικο σαφλέας = σαλιάρης, σαλιάρικο σαφλίζω = τρέχουν τα σάλια μου, λερώνω με σάλια σάφλισμαν = τρέχουν τα σάλια μου, λερώνω με σάλια σαφλοπάνιν = πανί στο λαιμό και το στήθος του παιδιού για τα σάλια του σαφλουκίζω = σαλιώνω κάτι σαχανάζω = παίρνω κάτι με το σαχάνιν σαχανέα = ποσότητα όση χωράει το σαχάνιν σαχάνιν = τρυβλίο χάλκινο βαθύ και κασσιτερωμένο έξω και μέσα που χρησιμοποιείται για φαγητό σαχανόπον = τρυβλίο χάλκινο βαθύ και κασσιτερωμένο έξω και μέσα που χρησιμοποιείται για φαγητό σάχινας = γεράκι σαχινοπούλλιν = νεογνό γερακιού σαχίνος = γεράκι, μεταφ. άνθρωπος γρήγορος, ορμητικός σάχλα = φλέγμα σαχλακίσκομαι = στενοχωριέμαι, αδημονώ σαχλάρης = ο αποχρεμπτόμενος σαχλέας = ο αποχρεμπτόμενος σαχλίζω = εκπτύω φλέγματα, αποχρέμπτομαι σαχλίκης = ο αποχρεμπτόμενος σάχλισμαν = εκπτύω φλέγματα, αποχρέμπτομαι σάχνα = δυσωδία από σήψη ή αποσύνθεση σαχνάζω = μουχλιάζω, μουχλιασμένος σαχνιάρης = δυσώδης, βρωμερός σαχνώνω = βρωμώ από σήψη σάχπωμαν = ρίπτω κάποιον στη γη, πασαλείφω, καταρρίπτω στη γη σαχπώνω = ρίπτω κάποιον στη γη, πασαλείφω, καταρρίπτω στη γη σαχταρένος = ο φτιαγμένος από στάχτη σαχτάριν = στάχτη, τέφρα σαχταρίτζα = είδος λάχανου, βλίτο, καρπός θάμνου φαγώσιμος Σαχταροδευτέρα = η Καθαρή Δευτέρα σαχταροθόλιν = αλισίβα σαχταροκάτα = γάτα που κάθεται συνεχώς δίπλα στην εστία σαχταροκατενή = αλισίβα σαχταροκόλοθον = πίτα ψημένη κάτω από τέφρα πυρακτωμένη σαχταρομάλεζον = σούπα από στάχτη (λ. παραμυθιού) σαχταροπάνιν = το πανί της αλισίβας Σαχταρού = η Σταχτοπούτα σαχταρούτζα = είδος λάχανου που έχει σταχτί χρώμα, βλίτο σαχτάρωμαν = αλείφω κάποιον με στάχτη, τρίβω με στάχτη σαχταρώνω = αλείφω κάποιον με στάχτη, τρίβω με στάχτη σαχταρωτός = τεφρόχρους σαχτενίζω = μαδώ σάχτιν = πατημένη κοπριά βοδιών, η οποία χρησιμεύει ως καύσιμη ύλη σαχτοκυλισμένος = άρτος σποδίτης σαχτολάχανα = είδος λάχανου που έχει το χρώμα της τέφρας σαχτόνερο = νερό της μπουγάδας, αλισίβα σαχτοπάνιγμαν = ρίχνω σε κάποιον κοπριά ή λάσπη, δέρνω με ξύλο σαχτόπιτα = πίτα ψημένη κάτω από τέφρα πυρακτωμένη, άνθρωπος κιτρινιάρης σάχτωμαν = βουτώ κάτι σε σταχτόνερο σαχτώνω = βουτώ κάτι σε σταχτόνερο σαχτώνω = σκορπίζω την κοπριά βοδιών στη μάνδρα για να πατηθεί και να γίνει σάχτιν, σκορπίζω σκουπίδια, κάθομαι απότομα κατά γης σβήνω = σβήνω σβήσιμον = σβήσιμο σβηστός = σβηστός, σβησμένος σβολούμαι = μεταφ. μαυρίζω από το κακό μου, τα χάνω σγαλίζω = σκαλίζω, μεταφ. ανιχνεύω, ερευνώ σγάρα = σκάρα σγάρικος = καχεκτικός, φιλάσθενος σγάρτα = στέμφυλα σε = εις σεβαΐν = μεταξωτό ύφασμα κεντημένο με χρυσό ή αργυρό νήμα, γυναικείο ένδυμα από το προηγούμενο ύφασμα σέβας = ευλάβεια, σεβασμός σεβελάζω = σχηματίζω δράγματα νήματος, κούκλες, μεταφ. παχαίνω σεβέλιν = δράγμα νήματος, κούκλα, κουβάρι, προγούλι σεβκιλής = αγαπητός, προσφιλής σεβλέας = σαλιάρης, σαλιάρικο σεβντά = έρωτας σεβνταλανεύκουμαι = ερωτεύομαι σεβνταλής = ερωτευμένος σεβνταλίκιν = έρωτας σέβω = σέβομαι σέθα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο σεθάζω = φαγώνομαι από σκόρο σεθάριν = σκοροφαγωμένο σεθοκόφκουμαι = φαγώνομαι από σκόρο σέθρα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο σεθώ = φαγώνομαι από σκόρο σείγω = κινώ, σείεται γίνεται σεισμός σείξιμον = κίνηση, σωματική ευλυγισία σειρά = σειρά σειράδα = έθιμα, συνήθεια σειραλαεύω = αραδιάζω σειράνεμαν = απολαμβάνω τη θέα σειρανεύκουμαι = απολαμβάνω τη θέα σειρανίζω = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας σειράνιν = θέα ή απόλαυση της θέας σειράνισμαν = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας σεΐριν = θέα ή απόλαυση της θέας σεϊρτζής = θεατής σεισμός = σεισμός σείστε = μοχλός σιδήρου σείω = κινώ, σείεται γίνεται σεισμός σεκέριν = ζάχαρη σεκερλεμέ = ζαχαρωτό, καραμέλα σεκερλίν = αυτό που είναι παρασκευασμένο από ζάχαρη σεκερόπον = λίγη ποσότητα ζάχαρης σεκεύω = ξηλώνω, ξεριζώνω σεκίτιν = το δέντρο ιτιά σέλα = σέλα σελαμέτιν = απαλλαγή από δεινά, σωτηρία σελαμετλίκιν = χαιρετισμός σελάχ(ιν) = είδος όπλου σελβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο σελβίν = κυπαρίσσι σελέκ(ιν) = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου σελεκιάζω = συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο σελεκόπον = φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου σελεμάζω = παχαίνω σελεμεντεράζω = ντύνομαι άκομψα και απεριποίητα σελεμεντέρης = ακατάστατος και απρόσεκτος στην περιβολή και στο βάδισμα σελενάζω = πάσχω από επιληψία, κάνω τρέλες σελενίασμαν = πάσχω από επιληψία, κάνω τρέλες σελεντή = πλημμύρα σελέντριν = κατωφερές μέρος χωρίς χλωρίδα σελήνη = σελήν σέλιν = χειμαρρώδης πλημμύρα ποταμού σέλινον = σέλινο σελοδαβαίνω = παρασύρομαι από πλημμύρα ποταμού ή χειμάρρου σελοκάθομαι = κάθομαι στη σέλα, ιππεύω σελοκόφκουμαι = παρασύρομαι από πλημμύρα σελοπατώ = πατώ, κάθομαι στη σέλα σελόφυλλον = φύλλο φυτού με χνουδωτή κάτω επιφάνεια, το οποίο χρησιμοποιείται ως ιαμαντικό επίθεμα σε πληγές σελτέ = επίστρωμα στρώματος βαμβακερό ή μάλλινο σεμεράζω = κολαφίζω, ραπίζω σεμέριν = χαστούκι, ράπισμα σεμερόξυλα = ξύλα του σαμαριού σεμερτζηλούχ(ιν) = η τέχνη του σαγματοποιού σεμερτζής = σαμαρτζής σεμερώνω = επιθέτω σαμάρι σε ζώο φορτηγό σεμιγδάλιν = σιμιγδάλι σενέτιν = χρεωστικό ομόλογο σενίν = μεγάλος χάλκινος δίσκος σεντελίζω = λέω αστεία, ευθυμολογώ σεπέπης = αυτός που παρέχει αφορμή, αίτιος σεπέπιν = αιτία, αφορμή σεπίζω = σαπίζω σέπισμαν = σάπισμα σέπομαι = σαπίζω Σέρα = είδος χορού σεραβάζω = διαπυούμαι σεράβιν = πύον πληγής σεραντάβραστος = αυτός που είναι βρασμένος πολλή ώρα σερανταδώδεκα = αριθμός που δηλώνει το άπειρο σερανταήμερος = ο αριθμός ζωής σαράντα ημερών σερανταλείτουργον = λειτουργία μετά των σαράντα ημερών του αποθανόντος σερανταρίζω = (λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό και πάω στην εκκλησία για την καθορισμένη ευχή σεραντάριν = διάρκεια σαράντα ημερών, βρέφος σαράντα ημερών σερανταρίτζα = είδος φασολιάς που καρποφορεί σαράντα μέρες μετά την σπορά σερανταρώνω = (λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό και πάω στην σερασκέρης = αρχιστράτηγος σερβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο σεργιανίζω = απολαμβάνω τη θέα, διασκεδάζω περπατώντας σερεύω = μαζεύω σεριτάζω = περιτυλίγω με σχοινί φορτίο το οποίο πρόκειται να φορτωθεί σε ζώο σερίτιν = ταινία, σχοινί από κάνναβη σερμαγιά = χρηματικό κεφάλαιο για εμπορική επιχείρηση σερπέτιν = γλυκό ποτό σερσέμης = παραζαλισμένος μέχρι αναισθησίας, αφηρημένος, χαμένος σερσεμώνω = παραζαλίζομαι, τα χάνω σερσεμωτός = παραζαλισμένος, χαζός σερτάρης = στρατάρχης σέρτης = σκληρό, τραχύ, μεταφ. άνθρωπος ιδιότροπος, σκληρός σερτλαεύω = σκληρύνομαι σερτύνω = σκληρύνομαι σέτα = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο σέτε = καθ’ ολοκλήρου, εντελώς σετεφένος = αυτός που είναι φτιαγμένος ή κοσμημένος από σεντέφι σετέφιν = σεντέφι σέτιν = πάτωμα δωματίου σετώνω = κατασκευάζω πάτωμα δωματίου σευτελένος = αυτός που είναι παρασκευασμένος από σέσκουλα σευτελέσιν = ανόητη πράξη σευτέλης = ανόητος, βλάκας σευτελίτζα = φυτό που μοιάζει με σεύτελον σεύτελον = σέσκουλο, τεύτλο σευτελόρριζον = η ρίζα του τεύτλου σεύτελος = ανόητος, βλάκας σευτελόσπορον = ο σπόρος του τεύτλου σευτελωσύνα = ανοησία, μωρία σευτελωτός = ανόητος σεφέριν = εκστρατεία, φορά σεφερπερλίκιν = εμπόλεμη κατάσταση σεφίλης = ήσυχος, φρόνιμος, δειλός, συνεσταλμένος σεφιλίκιν = δειλία, συστολή σηκωμονή = έγερση, το συμμάζεμα σηκώνω = σηκώνω σηκώσιμον = σήκωμα, ανέγερση, αναχώρηση, εκφορά νερού σημάδα = αρραβώνας σημαδάτικον = πράγμα που έχει σχέση με μνηστεία σημάδεμαν = μνηστεία, αρραβώνας σημαδεύω = σημαδεύω, αρραβωνιάζω σημάδιν = σημάδι σημαδοθέσα = η τελετή του αρραβώνα σημαδοψώμιν = ψωμί που φτιάχνουν ειδικά για τον αρραβώνα και προσφέρεται από τους γονείς του νέου στους γονείς της κόρης σημαίνω = σημαίνω σημαντέριν = πράγμα που χρησιμοποιείται ως σημάδι, άνθρωπος βρωμερός σημαντήρα = σήμαντρο εκκλησίας σήμαντρον = σήμαντρο εκκλησίας σήμερον = σήμερα σημερ’νέσος = σημερινός σημερ’νός = σημερινός, πρόσκαιρος σητονιάζω = (ύφασμα) τρώγομαι από σκόρο σήτος = σκόρος, θαλάσσιο πτηνό ιχθυοφάγο σιακαρώνω = λιγοθυμά από γέλια σιάχιν = μαύρο σιβέλ(ιν) = δράγμα νήματος, κούκλα, κουβάρι, προγούλι σιβελάζω = σχηματίζω δράγματα νήματος, κούκλες, μεταφ. παχαίνω σιγαλός = ήρεμος, ήσυχος σιγανά = ήσυχα, σιγά σιγανός = ήσυχος, πράος σιγάνωμαν = συνηθίζω σιγανώνω = συνηθίζω σιγερά = σιωπηλά σιγερός = ήσυχος, πράος, ύπουλος, πανούργος, σιωπηλός σιγκιάριν = σπόγγος, σφουγγάρι σιγκίν = το όπλο λόγχη σίγνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα σιγναστάριν = πριόνι λεπτουργών για κυκλικές τομές σιγνώνω = κάνω ουλή σιγοκουρταρώ = παράγω σιγανό κρότο σίγουρα = σίγουρα σιγουραρίζω = εξασφαλίζω σίγουρης = σίγουρος σιγουρία = οικονομία σιδεράζω = αλυσοδένω σιδεράς = σιδηρουργός σιδεράσιμον = κηλίδα υφάσματος από σκουριά σιδερένιν = σιδερένιο σιδερένος = σιδερένος σιδερή = αυτός που είναι φτιαγμένος από σίδερο σιδερικόν = σιδερικό σίδερο(ν) = σίδερο σιδεροκόντυλον = σιδερένιος κονδυλοφόρος σιδερόμηλον = σκληρό μήλο σιδεροπάγουρα = είδος καρκίνου, άνθρωπος βραδυκίνητος σιδερόπορτα = σιδερόπορτα σιδερόσκοινον = αλυσίδα άγκυρας σιδεροχτύπετος = ο χτυπημένος με σίδηρο σιδερώνω = σιδερώνω σιδώνω = περιμαζεύω, συμμαζεύω, περιποιούμαι σιδώνω = λερώνομαι σιζεύω = στραγγίζω σίκλα = άντλημα ύδατος σίκνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα σικουντή = στενοχώρια σιλά = επιστροφή ξενιτεμένων στην πατρίδα σιλαλέα = χοντρή ραφή σιλαλεύω = ράβω πρόχειρα σιλαλίζω = κάνω αραιά ραφή, τρυπώνω σιλάλιν = πατητή ραφή με χοντρές βελονιές, τρύπωμα σιλάλωμα = κάνω ραφή πατητή σιλαλώνω = κάνω ραφή πατητή σιλατζής = ξενιτεμένος που επιστρέφει στην πατρίδα σιλάχιν = όπλο σιλαχλής = οπλισμένος σιλαχλίκιν = πλατειά ζώνη που χρησιμοποιείται ως οπλοθήκη σίλβα = άγριο φυτό με ερυθρούς καρπούς σιλβέτα = αντρικό κεφαλομάντηλο σίλγα = βλαστός σιλγώνω = εκφύω βλαστούς σιλέ = κόλαφος ράπισμα σιλεγνύνω = λεπτοκαμώνομαι σίλεγος = τι λογής σιλευτέριν = σφουγγαρόπανο σιλεύω = σφουγγαρίζω, ξεσκονίζω σιλιγνάζω = κοσκινίζω με ψιλό κόσκινο σιλίγνη = πυκνό κόσκινο σιλιγνίζω = κοσκινίζω με πυκνό κόσκινο, μεταφ. λεπτολογώ σιλίγνιν = πυκνό κόσκινο σιλιγνιστόν = αλεύρι που κοσκινίστηκε με πυκνό κόσκινο σιλιγνοκόσκινον = πυκνό κόσκινο σιλίκιν = νόμισμα του οποίου τα γράμματα έχουν τριφτεί σιλινεύκουμαι = (ύφασμα) φθείρομαι, καταστρέφομαι σιλπίρης = εύγλωττος σιλπιρίζω = μιλώ γρήγορα και ευκρινώς, λέω και δεν πράττω σιλτούρης = άνθρωπος κουρελής σιλφών(ιν) = αντλία, άνθρωπος στυγνός στην όψη σιμά = κοντά σιμακέσου = κατά τα κοντινά μέρη σιμαρλάεμαν = παραγγέλλω σιμαρλαεύω = παραγγέλλω σιμιγδάλιν = σιμιγδάλι σιμογειτόνισσα = γειτόνισσα που κατοικεί κοντά σιμοχώριν = γειτονικό χωριό σιμσινίουμαι = κατολισθαίνω σιμσινιχτέρα = μέρος κατολισθικό σιμσιρένος = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πυξό σιμσίριν = θάμνος πυξός σιμώνω = πλησιάζω, προσεγγίζω, συνευρίσκομαι σίνα = θηλειά πλεκτού, πόντος σιναεύω = σημειώνω κάτι με χαρακτηριστικό σημείο, δοκιμάζω σιναμά = δοκιμή σιναμεκή = φυτό του οποίου τα αφέψημα χρησιμοποιούνται σαν καθαρτικό σιναντεύω = βρωμώ σιναντίτα = άνθρωπος βρωμερός σινάπιν = το φυτό σινάπι σιναπόμηλον = μήλο που έχει αρωματική οσμή σινδόνιν = σεντόνι σινεύω = εισδύω, χώνομαι κάπου, κάθομαι συνεσταλμένος και σιώπω σινίζω = τραντάζω καρπούς δημητριακών σε δίσκο και απομακρύνω τις ξένες ύλες σινίν = μεγάλος χάλκινος δίσκος σινόπον = μεγάλος χάλκινος δίσκος σινόπ’λλον = μεγάλος χάλκινος δίσκος σινορτάσης = γειτονικός, συνοριακός σίνωμαν = κάνω θηλιά, αρχίζω να κάνω τους πρώτους πόντους πλεκτού σινώνω = κάνω θηλιά, αρχίζω να κάνω τους πρώτους πόντους πλεκτού σιουγκίν = το όπλο λόγχη σιουνάριν = ανήθικη πράξη σιούρσιουμας = πολύ πρωί, τα ξημερώματα σιουρσιουρίζω = τρώγοντας στάζω πάνω μου, είμαι διάβροχος και στάζω νερό σιουρταλίζω = ράβω βιαστικά Σιπίριν = αυτή η λέξη λέγεται με την έννοια της εξορίας (Σιβηρία) σιπουρίζω = ρέω ορμητικά και με θόρυβο (νερό) σιρά = μούστος, είδος κίτρινου και γλυκού σταφυλιού σιρά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι σιράζω = γίνομαι κάτισχνος σιρβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι Σιρία = μεταφ. το απώτατο άκρο του κόσμου σιρίν = αγέλη, σωρός πολλών πραγμάτων σίριν = πίαρ γάλακτος, καϊμάκι, γιαούρτι ολόπαχο διυλισμένο και ξηραμένο εντός σακούλας σε σχήμα πίτας σιρίνεμαν = περιφέρω, περιάγω, σέρνομαι σιρινεύω = περιφέρω, περιάγω, σέρνομαι σιρμά = σύρτης σιρμαλίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα σιρόνα = είδος φαγητού σιρόντορη = χόρτο που χρησιμοποιείται στην παρασκευή χορτόπιτας σιρτίκιν = παιδί του δρόμου, αλητόπαιδο σίρωμαν = σχηματισμός καϊμακιού στην επιφάνεια του γάλατος ή γιαουρτιού σιρώνει = σχηματίζεται καϊμάκι στην επιφάνεια του γάλατος ή γιαουρτιού σισέ = γυάλινη φιάλη σίσιν = οβελός, σούβλα στην οποία διαπερνούν τεμάχια κρέατος για ψήσιμο σίσκος = παχύσαρκος σισμάνος = παχύσαρκος σισμανωτός = λίγο παχύσαρκος σισόπον = γυάλινη φιάλη σισχά = κρεμμυδόσπορος, κοκκάρι σίτα = όταν, ενώ εκεί σιταμάζω = μέμφομαι, επιπλήττω σιταμίαγμαν = μέμφομαι, επιπλήττω σιτάμιν = μομφή, επίπληξη σίταν = όταν, ενώ εκεί σιτάριν = σιτάρι σίτε = όταν, ενώ εκεί σιτζίμιν = σπάγκος σιτλίν = έδεσμα από γάλα και σιτάρι ξεφλουδισμένο όμοιο με το ρυζόγαλο σιφέ = αμφιβολία, υπόνοια, υποψία σιφίδιν = νωπό τυρί πιεσμένο σε δοχείο με λίθο σε σχήμα πίτας σιφταζ’νός = πρώτος σιφτάν = στην αρχή, πρώτα σίφωνας = τυφώνας, άνθρωπος αδηφάγος σιφωνικόν = πράγμα υπερμέγεθες σιφώνιν = αντλία, άνθρωπος στυγνός στην όψη σιχαίνεμα = σιχασιά, πράγμα αηδές σιχαίνομαι = σιχαίνομαι σιχαντός = σιχαμένος, εκείνος που εύκολα σιχαίνεται σιχαντώνω = αποστρέφομαι, σιχαίνομαι σίχασμα = πράγμα σιχαμερό σίχνα = μελανά στίγματα προσώπου, ουλή, ίχνος ποδιού, κηλίδα, λέρα σιχόσυκο = είδος συκιάς με λευκά και στρογγυλά σύκα σιχούνα = λεία επιφάνεια καλοχτενισμένης κόμης σιχουντεύω = στενοχωρώ, πιέζω σιχουντή = στενοχώρια σιχουνώνω = γίνομαι σαν σιχούνα, αποκτώ λεία επιφάνεια σιψάκα = είδος μικρής μύγας σκαθίν = είδος σπουργίτη σκάλα = σκάλα σκαλία = είδος παιδικού παιχνιδιού σκαλίζω = σκαλίζω σκαλοκέφαλον = η κορυφή της σκάλας σκαλόνι = μικρό κρεμμύδι σκαλοπάτιν = σκαλοπάτι σκαλοπόδιν = σκαλοπάτι σκαλόπον = σκάλα σκάλωμα(ν) = έναρξη εργασίας σκαλώνω = κάνω σκάλα, αρχίζω σκαλωσία = σκαλωσία σκάμμα = μέρος σκαμμένο σκαμνέα = χτύπημα με σκαμνί σκαμνίζω = προσφέρω σκαμνί για να κάτσει κάποιος, παθ. ενθρονίζομαι σκαμνίν = κάθισμα χαμηλό, θρόνος βασιλικός σκαμνίτζα = κάθισμα χαμηλό σκαμνοκαθίζω = καθίζω κάποιον σε σκαμνί σκαμνόπον = κάθισμα χαμηλό σκαμνόπ’λλον = κάθισμα χαμηλό σκαμπράζω = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω σκαμπρίασμαν = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω σκάμπρωμαν = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω, σκληρύνομαι σκαμπρώνω = παραμορφώνομαι, σκεβρώνω, σκληρύνομαι σκαμώνω = προσφέρω σκαμνί για να καθίσει κάποιος σκανάζω = αγανακτώ σκάνασμαν = αγανακτώ σκανταλάρης = σκανδαλοποιός σκανταλία = σκανδαλισμός, σκάνδαλο σκανταλίζω = σκανταλίζω σκαντάλισμα(ν) = σκανταλίζω σκανταλίστας = σκανδαλοποιός σκανταλιστέας = σκανδαλοποιός σκάνταλο(ν) = σκάνδαλο, πειρασμός, άνθρωπος ραδιούργος, σκανδαλοποιός σκάντζα = ποντικοπαγίδα σκαντζεύω = κινούμαι με τιναγμό σκαντήλιν = η βολίς των ναυτικών σκάνω = σκάνω, διαρρηγνύομαι σκαρίν = το σκαρί ναυπηγείου, θεμέλια οικοδομής Σκαριώτης = προδότης, καταδότης, κακολόγος, κακεντρεχής σκαρμόζι = ο σκαλμός της βάρκας σκαρμός = ο σκαλμός της βάρκας σκαρώνω = βάζω στο σκαρί, αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου, αρχίζω να κατασκευάζω σκαρωσία = κατάλογος σκάση = στενοχώρια, πείσμα σκάσιμον = στενοχώρια σκασίον = στενοχώρια σκάσμα = ρήγμα, πάφλασμα και ρήγμα κύματος, μεταφ. στενοχώρια σκασμονή = στενοχώρια σκασμοχόλης = πνιγηρός καιρός σκατάνθρωπος = άνθρωπος βδελυρός, φαύλος σκαταρία = ευτελής, πρόστυχη σκατέα = η δυσοσμία του ανθρώπινου κόπρου σκατέας = άνθρωπος άξιος καταφρονήσεως σκατέμπαλλον = πανί καθαριότητος βρέφους σκατένος = αχρείος, φαύλος σκατερή = αφοδευτήριο σκατερόν = πράγμα σκατωμένο σκατέσιν = πράγμα αχρείο, βρώμικο σκατό(ν) = ο ανθρώπινος κόπρος σκατόβρωτος = ευτελής, πρόστυχος σκατογούλης = αυτός που τρώει ό, τι τύχη, πολυφάγος σκατοκαθοίκι = δοχείο νυκτός σκατόκολος = ευτελής, ανάξιος λόγου σκατόπιστος = εκείνος του οποίου η πίστη δεν αξίζει τίποτε σκατόστομος = αχρειολόγος σκατοτζούκαλο = δοχείο νυκτός σκατοφαγία = αχρειότητα, βδελυρότατα, πράξη βδελυρή σκατοφαγίζω = μεταφ. υβρίζω κάποιον σκατοφάγος = ευτελής, πρόστυχος σκατοφούρκαλον = σάρωθρο αποχωρητηρίου σκατόφταρον = φτυάρι για καθαρισμό αποχωρητηρίου ή μάνδρας σκατοφώλιν = το απευθυσμένο έντερο σκατοχούλαρον = ευτελής, πρόστυχος, ραδιούργος σκάτωμα = λέρωμα με ανθρώπινο κόπρο, πράξεις οχληρές και κακές σκατώνω = λερώνω με ανθρώπινο κόπρο, καταστρέφω την καλή πορεία υποθέσεων σκαφέα = εργαλείο σκαφέας σκαφέας = σκαφτιάς σκάφη = σκάφη, μεταφ. σκελετός ανθρώπινου σώματος σκαφιδάζω = βάζω τα ρούχα στη σκάφη για πλύσιμο σκαφιδέα = ποσότητα όση χωράει μια σκάφη σκαφιδίκα = σκαφιδάκι σκαφίδιν = σκάφη σκαφιδόπον = σκαφιδάκι, μεταφ. ο σκελετός του ανθρώπινου σώματος σκαφιδώνω = βάζω τα ρούχα στη σκάφη για πλύσιμο σκαφίζω = καθαρίζω σιτηρά με το σκαφιστήριν σκαφιστήριν = αβαθής και πλατύς ξύλινος δίσκος μέσα στο οποίο με την ανακίνηση καθαρίζουν σιτηρά από ξένες ύλες σκάφτες = σκαφτιάς σκάφτω = σκάφτω σκάψιμον = σκάψιμο σκεδάζω = κάνω πρότυπο σχέδιο, έχω κατά νου, μελετώ σκέδιον = υπόδειγμα πρωτότυπο, πρόθεση, σκοπός, σχέδιο σκέλι = το σκέλος του ανθρώπινου σώματος σκεντράζω = κεντρίζομαι, δαγκώνομαι, τσιμπιέμαι σκεντρίασμαν = τσίμπημα, δάγκωμα σκέντρον = το ιοβόλο κέντρο ερπετών και εντόμων σκεντρώνω = εκφύω βλαστό σκεπάζω = σκεπάζω, καλύπτω, στεγάζω σκεπαράζω = κόβω με σκεπάρνι σκεπαρέα = χτύπημα με σκεπάρνι, σκεπάρνι σκεπάριν = σκεπάρνι σκεπαρογούζιν = το πίσω μέρος του σκεπαρνιού σκεπαροδοντέας = αυτός που έχει μεγάλα και εξέχοντα δόντια σκεπαροδόντης = αυτός που έχει μεγάλα και εξέχοντα δόντια σκεπαροπελέκεμαν = πελεκώ με σκεπάρνι σκεπαροπελεκετόρνευτος = ο τορνευμένος με πελέκημα σκεπαρνιού σκεπαροπελεκετορνεύω = πελεκώ και τορνεύω με σκεπάρνι σκεπαροπελεκώ = πελεκώ με σκεπάρνι σκέπασμα(ν) = σκέπασμα, καπάκι σκεπαχτέριν = σκέπασμα, κάλυμμα σκεπή = σκεπή, στέγη σκέπιδας = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός σκεπίδιν = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός σκεπώνω = καλύπτω με οικοδομική στέγη σκερπάζω = (σκορπιός) τρυπώ με τη δηλητηριασμένη ουρά σκερπός = σκορπιός σκευάζω = βάζω κάτι στο σκεύος σκευερόν = αποθήκη μαγειρικών σκευών σκευϊκά = μαγειρικά σκεύη σκευοζώμιν = το ακάθαρτο νερό των μαγειρικών σκευών σκευοκάτζι = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών σκευοπλύστρα = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών σκευοπλύτε = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών σκευοπλύτρα = τεμάχιο υφάσματος χοντρό για το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών σκευόπον = σκεύος σκεύος = σκεύος σκευοσπόγγαρον = σπόγγος με τον οποίο καθαρίζουν σκεύη σκευτόλαπον = ντουλάπα για σκεύη σκεύφκουμαι = σκέφτομαι, διανοούμαι σκήμα = νεύμα σκιά = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου σκιαδάζω = σκιάζω σκιάδιν = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου σκιάζω = σκιάζω σκίζω = σκίζω σκιλλοκρόμμυδον = είδος αγρίου κρεμμυδιού σκιρρά = με τρόπο χοντρό, χοντρά κοφτά σκιρραίνω = πυκνώνω σκιρρόγαλαν = γάλα πρόβειο φθινοπωρινό το οποίο αν βράζει σε μέτρια πυρά γίνεται ημίπηκτο σκιρρός = πυκτός σκιρρώνω = γίνομαι πηκτός σκίσιμον = σκίσιμο σκισμάτιν = αποσχισμένο ξύλο από κορμό δέντρου σκιστός = σχισμένος σκιστούρα = ο πρωκτός, σχισμή, χαραμάδα σκλάβος = σκλάβος σκλαβούνικο = ποδήρες ένδυμα σταυρωτό σκλαβώνω = σκλαβώνω σκλέπα = κασίδα του κεφαλιού, πληγή πυορροούσα σκλεπάζω = κασιδιάζω σκλεπάρης = κασιδιάρης, αυτός που είναι πλήρης με πληγές σκλεπίνος = υβριστικώς, ευτελής, πρόστυχος σκοινάζω = δένω με σχοινί σκοινάς = ο κατασκευαστής σκοινιών σκοινί(ν) = σκοινί σκοινοκόμμιν = κομμάτι σκοινιού σκοινοκόφτες = κλέφτης σκοιστείος = στοιχειό σκολάζω = σκολάζω σκόλασμαν = σκολάζω σκολείον = σχολείο σκομίζω = εισκομίζω σκομπρί = σκουμπρί σκοπεύω = σκοπεύω σκοπός = σκέψη, σκοπός, γνώμη σκορδάς = αυτός που πουλάει σκόρδα σκορδένεν = αυτό που είναι φτιαγμένο με σκόρδο σκορδές = η οσμή του σκόρδου σκορδίτα = είδος αγρίου σκόρδου σκόρδο(ν) = σκόρδο σκορδογλύνιν = το γουδί του σκόρδου σκορδοκάντζιν = σκελίδα σκόρδου σκορδοκέφαλον = η υπόγειος βολβώδης ρίζα του σκόρδου, είδος δηλητηριώδους χόρτου όμοιο με σκόρδο σκορδοκέφαλος = παρωνύμιο των Τούρκων, οι οποίοι φέρουν στο κεφάλι λευκό στρόφιο σκορδοκόπανον = παρωνύμιο των Τούρκων, οι οποίοι φέρουν στο κεφάλι λευκό στρόφιο σκορδοκούτιν = το γουδί όπου τρίβεται το σκόρδο σκορδολιά = σκορδαλιά σκορδομάλεζον = αλευρόσουπα καρυκευμένη με σκόρδο σκορδοτζάγκια = αγριόχορτα φαγώσιμα που μοιάζουν με σκόρδο σκορδοτρίφτης = το γουδί όπου τρίβουν το σκόρδο σκορδώνω = καρυκεύω φαγητό με σκόρδο σκορπάζω = τρυπώ με δηλητηριώδη ουρά (σκορπιός) σκορπέσιν = σκορπιός σκόρπιδας = σφήκα σκορπίδιν = σκορπιός, σκορπιός ψάρι, σφήκα, άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός σκορπίζω = σκορπίζω, διασκορπίζω σκορπίος = σκορπιός, σκορπιός ψάρι σκορπίσματα = σκορπίσματα σκοτεινά = σκοτεινά σκότεινα = το πρωινό σκότος πριν ξημερώσει σκοτεινάδα = σκοτεινάδα σκοτεινάζω = σκοτεινιάζω, νυχτώνει, σκοτεινός σκοτεινασία = μέρος θεοσκότεινο σκοτείνεμαν = το πρώτο εσπερινό σκοτάδι σκοτεινεύω = νυχτώνει, θαμβώνομαι σκοτεινός = σκοτεινός, αφεγγής, σκοτεινά, μεταφ. μυστηριώδης, ύποπτος σκοτεινώνει = σκοτεινιάζει, νυχτώνει σκοτία = σκότος, σκοτεινά σκοτιδερός = υποσκότεινος σκοτίδι = σκοτάδι, σκότος σκοτίζω = σκοτώνω, φονεύω σκότωμα(ν) = σκότωμα σκοτωμάτιν = σκότωμα σκοτωμονή = φόνος, σκοτωμός σκοτωμός = σκοτωμός, φονεύω, σκοτώνω, καταπονώ, κουράζομαι, καταπονούμαι, σκοτωτά = μέχρι θανάτου, μεταφ. μέχρι πλήρους κοπώσεως σκοτωτέρα = τόπος σκοτωμού, σκοτώστρα σκουβαρίουμαι = παραζαλίζομαι σκουλαρίκιν = σκουλαρίκι σκουλαρικόπ’λλον = σκουλαρίκι σκούλλεμαν = κατεργάζομαι το σκουλί του ερίου, χειροτονώ διάκονο σκουλλεύω = κατεργάζομαι το σκουλί του ερίου, χειροτονώ διάκονο σκουλλιάζω = ασπρίζουν τα μαλλιά μου σαν τα σκουλιά της καννάβεως σκουλλίν = σκουλί ερίου, προϊόν της καννάβεως κατεργασμένο σκούλλισμαν = το έθιμο να ζυμώσουν τρίχες του νεοφώτιστου βρέφους με κερί και να τα κολλήσουν στην κάτω επιφάνεια της κεντρικής δοκού της στέγης σκουλλοπέτζιν = το δέρμα πάνω στο οποίο χτενίζουν τα σκουλιά της καννάβεως σκουλλόχτενον = ξύλινο χτένι με αραιά δόντια σκούλος = γομφός του μηριαίου οστού, το σκέλος πράγματος σκουλπάνος = το πτηνό ορτυγομήτρα σκουμπρεράς = ειδικό δίχτυ για την αλιεία σκόμβρων σκουμπρίν = σκουμπρί σκουντέα = σπρώξιμο σκουντζίν = μίσχος καρπών και φύλλων, κάλαμος καννάβεως σκουντουλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος σκουντουφλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος σκουντώ = σπρώχνω, ωθώ σκούπα = σκούπα, σάρωθρο σκουπίζω = σκουπίζω, σαρώνω σκουπόλαβο = η λαβή της σκούπας σκουτελέα = ποσότητα όση χωράει το σκουτέλιν σκουτελεμένος = εκείνος που πήζει στο σκουτέλιν σκουτέλιν = πινάκιο, τρυβλίο φαγητού σκουττάριν = λευκή κηρήθρα γεμάτο με μέλι σκουττουλάδα = ευχάριστη οσμή, ευωδία σκουττουλίζω = ευωδιάζω, μυρίζω, μυρωδάτος σκουττούλισμαν = μυροβόλημα σκούφα = σκούφια, καμηλαύχι σκουφίν = σκούφια σκρίνον = κομός σκροπός = σκορπιός σκύλλαγμαν = βρώμα, δυσωδία σκυλλαγμονή = βρώμα, δυσωδία σκυλλάζω = βρωμώ όπως το πτώμα σκύλου, αποκτώ τις κακές ιδιότητες του σκύλου σκυλλάλευρον = πιτυρούχο αλεύρι για τροφή σκύλου σκυλλαντάρης = αυτός που αποπνέει δυσωδία σκυλλαντέα = δυσώδης απόπνοια σκυλλαντέας = αυτός που αποπνέει δυσωδία σκυλλαντέριν = πράγμα δυσώδες, τόπος δυσώδης σκυλλαντισμός = δυσοσμία, βρώμα σκυλλαντίτα = είδος φυτού που αποπνέει δυσωδία, η δυσωδία του σκύλου και γενικός όλες οι δυσωδίες σκυλλαντίτζα = είδος φυτού δυσώδους, είδος εντόμου δυσώδους σκυλλάπιστα = σαν άπιστος σκύλος σκυλλάπιστος = άπιστος σαν το σκύλο σκυλλάσιν = η νόσος αμυγδαλίτιδα σκυλλαχούμαι = περιδρομιάζω, τρώγω σκυλλεύω = εξωμοτώ, τουρκεύω, αγριεύω σκυλλί(ν) = σκυλί σκύλλικος = σκυλίσιος, άσπλαχνος, σκληρός σκυλλίτζιν = σκύλος σκυλλίτζος = σκυλάκι, μεταφ. μικρό παιδί έξυπνος, τετραπέρατος σκυλλόβρωτος = ελεεινός σκυλλογερώ = γερνώ πολύ σκυλλογνάφι = κακό παιδί σκυλλογούλης = αδηφάγος σκυλλογούλιν = γούλα σκυλίσια, μεταφ. αδηφαγία, λαιμαργία σκυλλοδόντιν = κυνόδοντας σκυλλοθείος = σκυλίσιος θείος σκυλλοκεφαλάζω = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας σκυλλοκεφαλία = πρόσωπα που δεν υπακούουν ο ένας τον άλλον που κάνει ο καθένας ότι θέλει σκυλλοκεφαλίαγμαν = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας σκυλλοκέφαλος = αυτός που δεν υπακούει, απειθής σκυλλοκεφαλώ = σκέφτομαι πράγματα κατά, γίνομαι άξιος τιμωρίας σκυλλοκοκκύμελον = άγρια δαμασκηνιά σκυλλοκόριτζον = (υβριστικώς) κορίτσι σκύλου σκυλλοκούλουκο = νεογνό σκύλου σκυλλοκούταβον = νεογνό σκύλου, μεταφ. άτακτο παιδί σκυλλοκρόμμυδον = είδος άγριου κρεμμυδιού σκυλλόκρον = κρέας κακής ποιότητας σκυλλολίμανον = δοχείο μέσα στο οποίο τρώει ο σκύλος σκυλλολογώ = βρίζω σκυλλομάλλιν = κοντή τρίχα σκυλλομάννα = (υβριστικώς) σκύλα μάνα σκυλλομούντζουνος = σκυλομούρης σκυλλομυία = κυνόμυς, άνθρωπος μακρόβιος σκυλλονύφε = (υβριστικώς) σκύλα νύφη σκυλλόπαιδον = (υβριστικώς) παιδί σκύλου σκυλλοπεθερός = (υβριστικώς) σκυλίσιος πεθερός σκυλλοπετζάρης = αυτός που πάσχει από ψώρα σκυλλοπέτζης = αυτός που πάσχει από ψώρα σκυλλοπέτζιν = ψώρα σκυλλοπετζιώ = ψωριάζω σκυλλόπιστος = άπιστος σαν το σκύλο σκυλλοπνίχτης = (ειρωνικώς) πλοίο που κινδυνεύει σε ελάχιστη θαλασσοταραχή σκυλλόπον = σκυλάκι σκυλλοπόταμος = ποταμός μικρός διαβατός και από τους σκύλους σκυλλοπρόσωπος = αυτός που έχει μορφή σκύλου, δυσειδής σκυλλόπ’λον = σκύλος σκύλλος = σκύλος σκυλλότα = οι συνήθειες του σκύλου σκυλλόταφος = εκείνος που είθε να έχει τάφο σαν του σκύλου, δηλ. να μη βρει τάφο σκυλλούκιν = οι συνήθειες του σκύλου σκυλλοφάει = φαγητό του σκύλου σκυλλοφάετος = εκείνος που είθε να τον φάνε οι σκύλοι μένοντας άταφος σκυλλοφάης = ο φαγωμένος από σκύλο σκυλλοφαΐα = φαγητό του σκύλου σκυλλοφούρκιν = μέρος της θάλασσας όπου πνίγουν τους σκύλους σκυλλόψαρο = σκυλόψαρο σκυλλόψοφος = εκείνος που είθε να πεθάνει σαν σκύλος σκυλλοψοφώ = ψοφώ σαν σκύλος σκυφίζω = τοποθετώ αντιστραμμένα παραλαμβανόμενα από τον τροχό αγγεία πριν φουρνιστούν σκωλεκέα = η οσμή σκωληκοβρώτους φαγώσιμου σκωλεκέας = αυτός που είναι γεμάτος με σκουλήκια σκωλεκιάζω = κουληκιάζω, πάσχω από ελμινθίαση σκωλεκιάριν = φαγώσιμο που έχει σκουλήκια σκωλέκιν = σκουλήκι σκωλεκοβότανον = φάρμακο ελμινθοκτόνο σκωλεκοφαγωμένος = αυτός που φαγώθηκε από σκουλήκια σκώφτω = κατηγορώ νέο ή νέα να ματαιώση συνοικέσιο σμαρίδιν = μαρίδα σμαρίστρα = μαρίδα σμελεύω = τρυγώ κυψέλη σμήλιγγα = μήνιγγες σμίγω = σμίγω, συναναστρέφομαι, συνέρχομαι, συνουσιάζω, συμφωνώ σμίλα = το δέντρο σμίλαξ, το δέντρο κέδρος σμιλάγκιν = το δέντρο σμίλαξ, ο θάμνος αρκουδόβατο σμίλιν = το δέντρο σμίλαξ, το δέντρο κέδρος σογάνιν = ευωδιαστό χόρτο που μοιάζει με κρεμμύδι σόεμαν = ληστεία σοεύω = ληστεύω σόικον = αυτό που ανήσει σε γένος, είδος σοϊλής = αυτός που κατάγεται από καλή γενιά, καλή οικογένεια σόιν = σόι, γένος, γενιά σοϊταρής = γελωτοποιός, μίμος σοκάκιν = σοκάκι σοκακόσκυλλον = αδέσποτος σκύλος σόκεμαν = ξύλωμα, ξερίζωμα σοκεύω = ξύλωμα, ξερίζωμα σοκροχώματα = η διαδικασία κατά την οποία σε γαμήλια πομπή παρεμβάλλονται κωλύματα σχοινοφράγματα, οδοφράγματα κτλ. αιρόμενα κατόπιν φιλοδωρήματος που παρέχει ο γαμπρός σόλεμαν = χλώμιασμα σολεύω = χλωμιάζω σολημέρα = κατά την μεσημβρία σολονίτα = είδος άνθους σολόπης = ανόητος, μωρός σολοπωτός = λίγο ανόητος σολούκιν = αναπνοή σόλτιν = ταινία δέρματος βοδιού σολτοκόφτω = κόβω δέρμα βοδιού σε ταινίες ίσιου πλάτους σόμαλος = ομαλός, ίσιος σόνης = πρόσχαρος, γελαστός σόπα = σόμπα, θερμάστρα σοπατζής = αυτός που κατασκευάζει θερμάστρες σόπιν = ορυκτό στυπτηρία σοράβ(ιν) = πύον πληγής σοραβάζω = διαπυούμαι σορβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι σόρδολος = λερωμένος, κουτός σόριν = μάλλινο στρωματάκι βρεφικού λίκνου σορόντελο = είδος φαγώσιμου φυτού σορόπιν = σιρόπι σοροφίσι = είδος φαγώσιμου μύκητα σορροφώ = αρμέγω σορσορίζω = ρέω με θόρυβο (υγρό) σορσότα = πελώριο μυθικό πτηνό σορσόταινα = πελώριο μυθικό πτηνό, μετων. κόρη ζωηρή και εύθυμη σορσοταρίζω = ρέω με θόρυβο (υγρό) σορσοτάρισμαν = ροή με θόρυβο (υγρό) σορσοτίτζα = είδος πτηνού σοσονίζω = φυσώ με τη μύτη, λαχανιάζω σοσόνιν = σκύλος (στη παιδική γλώσσα) σόταν = όταν, ενώ σουβά = σοβάς σουβάεμαν = σοβάντισμα σουβαεύω = σοβαντίζω σουβαμά = τοίχος σοβαντισμένος σουβατζηλούκιν = η τέχνη του σοβαντίσματος σουβατζής = σοβατζής σουβάχιν = σοβάς σουβαχλάεμαν = σοβάντισμα σουβαχλαεύω = σοβαντίζω σουβλίν = σουβλί, οβελός σούγλα = σούβλα σουγλάζω = δίνω σουβλιές, ερεθίζομαι (πληγή) σουγλέα = πληγή που προθενήθηκε με σουβλί σουγλερός = σουβλερός σουγλίζω = σουβλίζω, γίνομαι κάτισχνος σαν σουβλί σουγλίν = σουβλί, οβελός σουγουρία = οικονομία σούγουρος = σίγουρος σουγραρίζω = εξασφαλίζω σούζουδο = ζιζάνιο σίτου που δίνει στο ψωμή ιδαίτερη οσμή σουκουντή = στενοχώρια σουλαλεύω = ράβω πρόχειρα σουλάλι = πατητή ραφή με χοντρές βελονιές, τρύπωμα σουλαλίζω = κάνω αραιά ραφή, τρυπώνω σουλάχ(ιν) = όπλο σουλαχλής = οπλισμένος σουλεϊμανίν = δηλητήριο σουληλάγγειν = πράγμα επίμηκες και σωληνοειδές σουλπούρης = εύγλωττος σουλπουρίζω = μιλώ γρήγορα και ευκρινώς, λέω και δεν πράττω σουλτούρα = ευκίνητη γυναίκα σουλφάτον = το φάρμακο κινίνο σουμά = κοντά σουμαδεύω = σημαδεύω, αρραβωνιάζω σουμάδιν = σημάδι σουμαρλαεύω = παραγγέλλω σουμουχώριν = γειτονικό χωριό σουμώνω = πλησιάζω, προσεγγίζω, συνευρίσκομαι σουναεύω = σημειώνω κάτι με χαρακτηριστικό σημείο, δοκιμάζω σουναμά = δοκιμή σουναντεύω = βρωμώ σουνάχ(ιν) = συνάχι σουναχούμαι = συναχώνομαι σουντούκιν = κιβώτιο σουράτιν = το τυρόγαλα που υπολείπεται μετά την εξαγωγή του τυριού σουράτιν = μορφή, όψη σουρβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι σούρεμαν = οδηγώ το κοπάδι, εκτοπίζω, εξαφανίζω σουρίζω = σφυρίζω σουρίν = αγέλη, σωρός πολλών πραγμάτων σουριχτέρα = σφυρίχτρα σουρκανίζω = έλκω, σύρω στη γη σουρμαλλίζω = τραβώ από τα μαλλιά της κεφαλής σουρμαλλού = γυναίκα αναμαλλιασμένη, γυναίκα παλαβή σουρμελίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα σουρουκανίζω = έλω, σύρω στη γη σουρούκιν = λεπτός και μακρής κορμός δενδρυλλίου που σύρεται στη γη για μεταφορά σουρουκόπον = λεπτός και μακρής κορμός δενδρυλλίου που σύρεται στη γη για μεταφορά σουρούλιν = είδος αλοιφής για πληγές σουρουνεύκουμαι = σέρνομαι κατά γης σουρσουράζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουρσουρέας = αυτός που είναι ευαίσθητος στο ψύχος και τρέμει σουρσουρίζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουρσούρισμαν = τρεμούλιασμα από το ψύχος σουρσούρωμαν = τρεμούλιασμα από το ψύχος σουρσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουρταρεύω = σώζομαι από ασθένεια σουρταρίζω = σέρνω κάτι πάνω στη γη σουρτί = οτιδήποτε κεντιέται σουρτούκιν = αλητόπαιδο σουρτούκο = κοντό πανωφόρι σουρτώ = κεντώ, τσιμπώ σουρώνω = σπρώχνω μέσα, χώνω σούς = επιφώνημα προς επιβολή σιωπής σούσ(ιν) = οβελός, σούβλα στην οποία διαπερνούν τεμάχια κρέατος για ψήσιμο σουσαμέλαδον = σησαμέλαιο σουσάμι(ν) = σουσάμι σουσεύω = στραγγίζω σουσουνίζω = φυσώ με τη μύτη, λαχανιάζω σουσουρίζω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουσουρίζω = σφυρίζω σουσουρούκιν = σφυρίχτρα σουσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουσουρώνω = τρέμω από το ψύχος, τρεμουλιάζω σουσπασίνα = η σύζυγος του αρχιαστυνόμου σουσσούμιν = μετων. άνθρωπος υγιής και ευτραφής, άνθρωπος αηδής σουσχά = κρεμμυδόσπορος, κοκκάρι σουφαάζω = τρώω ψωμί μαζί με προσφάγι σουφάει = προσφάγι σούφρα = σούφρα, πτυχή, τυρίδα, ο ελαστικός λαιμός της κάλτσας σουφραλίν = αυτός που έχει σούφρες σουφράριν = αυτός που έχει σούφρες, ρυτιδωμένος σουφρίν = ο πρωκτός σουφρίντερον = ο πρωκτός σουφρίτζα = ο ελαστικός λαιμός της κάλτσας σούφρωμα = πτύχωση υφάσματος, σούφρωμα, σχηματισμός ρυτίδων στο πρόσωπο, μεταφ. δειλία σουφρώνω = σουφρώνω, κάνω πτυχή, συστέλλω, περιμαζεύω, φέρω ρυτίδες, μεταφ. σκυθρωπιάζω, αισχύνομια, δειλιώ σουφρωτός = σουφρωμένος σουχουντή = στενοχώρια σούχρα = λυκόφως σουχράζει = σουρουπώνει, βραδιάζει σουχράσμα = λυκόφως, σουρούπωμα σουχρία = λυκόφως, σουρούπωμα σουχρίασμαν = λυκόφως, σουρούπωμα σούχρωμαν = σουρούπωμα, βράδιασμα σουχρώνει = σουρουπώνει, βραδιάζει σοφά = ξύλινο κρεβάτι σοφαγιάζω = τρώω ψωμί με προσφάγι σοφάει = προσφάγι σοφία = σύνεση, σοφία σοφλάκα = βάτραχος σοφουλούς = ο φανατικός με τη θρησκεία του σοφτάς = θεολόγος σοχλεύω = βρίσκω κάτι και τρώω σοχλού = γυναίκα μυξού σοχράζει = σουρουπώνει, βραδιάζει σόχρεμαν = προκοπή σοχρεύω = επιτυγχάνω, ευδοκιμώ στην εκτέλεση έργου σοχτοπανίζω = δέρνω αλύπητα σπάγος = σπάγκος σπάζω = σφάζω σπάθα = σπαθί, ξίφος σπαθά = θήκη σπαθιού σπαθέα = κτύπημα με σπαθί, πληγή σπαθιού σπάθη = σπαθί, ξίφος σπαθί(ν) = σπαθί, είδος κρίνου σπαθίτζιν = σπαθί σπαθοκονταρασμένος = αυτός που είναι σκοτωμένος από χτύπημα σπαθιού και κονταριού σπαθοκονταρέα = χτύπημα σπαθιού σπαθοκονταρισμένος = αυτός που είναι σκοτωμένος από χτύπημα σπαθιού και κονταριού σπαθοχόρταρον = φυτό που έχει φύλλα σπαθοειδή θεραπευτικά για τις πληγές, αλοιφή φαρμακευτική από κερί και σπαθοχόρταρο σπαθόχορτον = φυτό που έχει φύλλα σπαθοειδή θεραπευτικά για τις πληγές σπαθώνω = σκοτώνω με σπαθί σπαλέρα = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους σπαλέριν = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους, τραχηλιά μικρού παιδιού σπαλεροδέμα = δέματα με τα οποία δένεται το σπαλέριν σπαλερόπον = μικρό σπαλέριν σπαλερώνω = περιβάλλω το στήθως κάποιου με σπαλέριν, περιβάλλομαι με σπαλέριν σπαλίζω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ. σπαλώ = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ. σπανάζω = σκάω κάτι σπανάκιν = σπανάκι σπανός = σπανός σπάνω = ραγίζομαι, παθαίνω κήλη, μεταφ. αγανακτώ σπαξιμάτιν = ζώο το οποίο είναι για σφαγή σπάξιμο(ν) = σφαγή σπάπουλα = είδος παιδικού παιχνιδιού σπάραγμα = τρόμος σπαράζω = τρομάζω σπαράτζιν = σκεύος στο οποίο ο χρυσοχόος καθαρίζει τα μέταλλα σπαραχτά = σπασμωδικά σπαρέλιν = μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους, τραχηλιά μικρού παιδιού σπαρίδιν = το ψάρι σπάρος σπάρμαν = σπέρμα σπάρσιμον = σπορά σπαρτά = τα δημητριακά γεννήματα σπαρταρίζω = σπαρταρώ σπαρτζίζω = τρίβω το σώμα με σπαρτζίν σπαρτζίν = πλέγμα από σπάρτο ή ύφασμα εριούχο, με το οποίο τρίβουν το σώμα στο λούσιμο σπαρτζώνω = μεταφ. επιπλήττω, επιτιμώ σπάση = αγανάκτηση, δυσφορία σπασία = αγανάκτηση, δυσφορία σπάσιμο(ν) = σπάσιμο, ράγισμα, κήλη, μεταφ. αγανάκτηση, δυσφορία σπασίος = αγανάκτηση, δυσφορία σπάσμαν = σπάσιμο, ράγισμα σπασμονή = σπάσιμο, μεταφ. αγανάκτηση, οργή σπαταλάζω = τρυφάω, προξενώ θόρυβο και ταραχή τρέχοντας άνω κάτω, λόγω ασθενείς παύω να γεννώ (για όρνιθες) σπαταλασμός = σπατάλη σπατάλεμαν = απερισκεψία, παραλογισμός σπαταλέσα = πράξεις ανόητες, παράλογες σπατάλη = τρυφή, σπατάλη, η ωοθήκη της όρνιθας, το ουροπύγιο της όρνιθας, ασθένεια της όρνιθας που προκαλεί φαγούρα και παύση ωοτοκίας σπαταλία = θόρυβος, ταραχή, γενετήσιο οργασμός σπαταλού = γυναίκα που θέλει να παντρευτεί σπαταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα σπείρσιμον = σπορά σπείρω = σπείρω σπελοκάτζης = εκείνος του οποίου εξέχει το μέτωπο και τα βαθουλωμένα μάτια του φαίνονται σαν σπήλαια σπέλον = σπήλαιο σπελόπον = μικρό σπήλαιο σπενταμένος = αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο σφενδάμου σπεντάμιν = σφένδαμο, πλάτανος σπενταμόπον = σφένδαμο, πλάτανος σπενταμόφυλλον = φύλλο σφενδάμου σπέντζα = το ράμφος του πετεινού σπερέν = αφού, επειδή, διότι σπέρμα = σπέρμα σπερμακιάζω = κάνω σπόρο σπερμακιάρης = φυτό που είναι γεμάτο με σπέρμα σπερματώ = παράγω σπόρο, σποριάζω (για φυτό), μεταφ. παρακμάζω σπέρω = σπείρω σπετρόν = είδος μετάλλου σπήω = καρφώνω σπίγγω = σφίγγω, συμπιέζω σπίγξα = αδημονία, στενοχώρια, ανάγκη σπίγξιμον = σφίξιμο, συμπίεση σπινίτζι = το πτηνό σπίνος σπίξιμον = σφίξιμο, συμπίεση σπιρτέλα = καμινέτο οινοπνεύματος σπίρτο(ν) = οινόπνευμα σπίτιν = σπίτι σπιχτά = σφιχτά, κολλητά σπιχταίνω = σφίγγω, γίνομαι σφιχτός σπιχτόπλεχτος = αυτός που είναι πλεγμένος σφιχτά σπιχτός = σφιγμένος, πηκτός, συμπιεσμένος σπιχτούρα = δυσκοιλιότητα σπιχτοχέρης = φιλάργυρος σπίχτρα = γυναικείο περιδέραιο σπίχτω = σφίγγω, συμπιέζω σπιχτώνω = γίνομαι σφιχτός σπιχτωτός = λίγο φιλάργυρος, γλίσχρος σπλάχνα = σπλήνα σπλαχνακός = εύσπλαχνος, πονετικός σπλαχνία = συμπάθεια, οίκτος, ευσπλαχνία σπλαχνίζω = εκβάλλω τα σπλάχνα σπλαχνικά = με στοργή και συμπάθεια σπλαχνικός = εύσπλαχνος, πονετικός, στοργικός, άδολος, καθαρός σπλαχνίσκομαι = ευσπλαχνίζομαι, ελεώ σπλάχνον = τέκνο, τα σωθικά, μεταφ. ευσπλαχνία, οίκτος σπλάχνωση = ευσπλαχνία, οίκτος σπλέχνα = σπλήνα σπλήνα = σπλήνα σπληνιάζω = πονάει η σπλήνα μου σπογγάριν = σφουγγάρι σπόγγη = όργανο με οποίο καθαρίζεται ο φούρνος σπόγγιγμαν = καθάρισμα με σπόγγο, σκούπισμα σπογγίζω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω σπόγγισμαν = καθάρισμα με σπόγγο, σκούπισμα σπογγίτας = ελαφρόπετρα σπογγιχτέριν = σάρωθρο, σκούπα, πανί με το οποίο καθαρίζουν σποντοβολάουμαι = προσπαθώ με πλάγιο τρόπο να προκαλέσω πρόσκληση σε τελετή, γάμο, βάπτιση, και ας δεν είμαι καλεσμένος σποντυλάζω = περνώ σπόνδυλο σε αδράχτι, γίνομαι σαν σπόνδυλος σποντυλάπιν = αχλάδι σπονδυλοειδές σποντυλάχραδον = άγριο αχλάδι σπονδυλοειδές σποντύλιν = ο σπόνδυλος του αδραχτιού σποντυλίτζα = φαγώσιμο φυτό σποντυλόπον = ο σπόνδυλος του αδραχτιού σποντυλώνω = περνώ σπόνδυλο σε αδράχτι σπορά = σπόρος σποριδάζω = χωρίζω αγρό με άροτρο σε παράλληλους τομείς, σκορπίζω κατά γης πράγματα σαν να σπέρνω σπορικόν = το φυτό που αφήνεται για να παράγει σπόρο σπορικούτιν = κουτί όπου φυλάσσεται ο σπόρος σπόρος = σπόρος, σπέρμα σπορώνω = σποριάζω σποτάλα = τρυφή, σπατάλη, η ωοθήκη της όρνιθας, το ουροπύγιο της όρνιθας, ασθένεια της όρνιθας που προκαλεί φαγούρα και παύση ωοτοκίας σποταλάζω = τρυφάω, προξενώ θόρυβο και ταραχή τρέχοντας άνω κάτω, λόγω ασθενείς παύω να γεννώ (για όρνιθες) σποτάλεμαν = απερισκεψία, παραλογισμός σποταλέσα = πράξεις ανόητες, παράλογες σποταλία = θόρυβος, ταραχή, γενετήσιο οργασμός σποταλού = γυναίκα που θέλει να παντρευτεί σποταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα σπουγγάρι(ν) = σφουγγάρι σπουγγίζω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω σπουδάζω = σπεύδω σπουδάζω = σπουδάζω σπουδαχτά = βιαστικά σπουδαχτικά = βιαστικά σπουδαχτικός = βιαστικός σπουδεύω = βοηθώ κάποιον με λεφτά να σπουδάσει σπουδή = ταχύτητα, βιασύνη, προθυμία, σπουδή, παιδεία σπούδια = σπουδή, βιασύνη σπουδιάζω = σπεύδω, βιάζομαι σπουδιαχτικός = βιαστικός σπουταλώ = τρυφάω, ασχολούμαι με πράγματα περιττά και ανόητα σπραΐστρα = ξύλινη σφραγίδα, με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας σπυρίδιν = σπυρί σπυρίν = σπυρί στα = στάσου στάβλος = στάβλος στάγμα = σταλαγματιά, σταγόνα σταδάουμαι = παρασύρομαι από χιονοστιβάδα στάδιν = χιονοστιβάδα σταδοτόπιν = μέρος κατηγορικό και πρανές, γυμνό από δέντρα όπου συχνά γίνονται χιονοστιβάδες στάζω = στάζω σταθά = περιοδικώς, κατά διαστήματα χρονικά σταθερίζω = σταματώ σταθήριν = στασίδι εκκλησίας σταθηρώνω = κατασκευάζω στασίδια εκκλησίας σταθίζω = σταματώ στακανέα = ποσότητα όση χωράει ένα ποτήρι στακάνιν = ποτήρι στακανόπον = ποτηράκι στάλα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα στάλαγμα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα, ψιχάλα, καταστάλαγμα υγρού σταλαγματέα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα σταλαγμίστρα = σταλαγματιά, στάλα, σταγόνα σταλαγμίτα = σταγόνα, σταλαγματιά, τρύπα απ’ όπου περνάει το νερό με σταγόνες σταλαγμός = σταλαγμός σταλάζω = σταλάζω, ψιχαλίζω, κατασταλάζω, μεταφ. ηρεμώ σταλαφαρίζω = στενοχωριέμαι πολύ, αδημονώ σταλαφάρισμαν = πίεση του αίματος, αδημονία στάλιγμαν = εισαγωγή σε μάντρα σταλίζω = σταλίζω σταλίζω = βάζω κάτι όρθιο, σταματώ, στερεώνω, στηρίζω, κατασταλάζω σταλίζωμαν = το τέντωμα με μεγάλες βέργες του δέρματος πρόσφατα σφαγμένου ζώου για να μη σουφρώσει από την ατμοσφαιρική επίδραση σταλίν = ιδιαίτερο διαμέρισμα μάνδρας όπου αποχωρίζονται τα νεογέννητα ζώα, μεγάλη κοιλότητα βράχου που χρησιμοποιείται σαν μάνδρα, κοτέτσι στάλισμαν = σταλίζω στάλισμαν = στηρίζω, στερέωση, καταστάλαξη υγρού σταλίστρα = δεξαμενή για συλλογή νερού σταλίχιν = βέργα με την οποία σταλιχώνουν σταλιχώνω = με μεγάλες βέργες τεντώνω το δέρμα πρόσφατα σφαγμένου ζώου για να μη σουφρώσει από την ατμοσφαιρική επίδραση στάλσιμον = αποστολή στάμα = θερινό βοσκοτόπι, αγέλη ζώων στάμα = στημόνι σταμαμηνόν = έδεσμα παρασκευασμένο ειδικά την πρώτη Μαΐου στάμαν = στην αρχή σταματώ = σταματώ σταμεύω = παραθερίζω σε στάμα σταμνέα = ποσότητα όση χωράει το σταμνί σταμνί(ν) = χάλκινο σκεύος που χρησιμοποιείται για ύδρευση σταμνίζω = σταβλίζω σταμνίν = στάβλος σταμνόπον = χάλκινο σκεύος που χρησιμοποιείται για ύδρευση σταμνοστάτες = μέρος της οικίας όπου τοποθετούνται κατά σειρά οι στάμνες σταμονή = παύση, επίσχεση σταμπώνω = παύω να ενεργώ, περιέρχομαι σε κατάσταση πλήρους αδράνειας σταναχωρία = στεναχώρια, αγανάκτηση στανάχωρος = στενάχωρος σταναχωρώ = στεναχωρώ στανικώς = ακουσίως, αναγκαστικώς στανιό = βία στανιώς = ακουσίως, αναγκαστικώς στάξη = ελάχιστη ποσότητα νερού όσο μια σταγόνα στάξιμο(ν) = στάξιμο, διαρροή νερού στάπασης = αρχιμεταλλουργός σταπίδα = σταφίδα σταπίτζα = σταφίδα στάρι = σιτάρι σταροκούκκουτζον = κόκκος σίτου σταρχή = προμήθεια τροφίμων που είναι αναγκαία για το χειμώνα σταρχίζω = εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα αναγκαία για το χειμώνα στάρχισμαν = προμήθεια των αναγκαίων τροφίμων για το χειμώνα στάση = κορμοστασιά στασίδιν = στασίδι εκκλησίας στασιδόπον = στασίδι εκκλησίας στάσιμον = ορθοστασία, κορμοστασιά στασιμονή = σταμάτημα στατά = κατά τρόπο σιγανό στατέριν = θέση ειδική όπου τοποθετούνται κατά σειρά τα δοχεία γάλακτος, δοχείο όπου πήζει το γάλα και γίνεται γιαούρτι στατέτες = αυτός που παραθερίζει σε θερινό βοσκοτόπι σταυραετός = σταυραετός σταυραετωσύνη = η ιδιότητα του σταυραετού σταυράπιν = αχλάδι που ωριμάζει τον Σεπτέμβρη καθώς έρχεται η γιορτή του σταυρού σταυράχαντον = η άγρια τριανταφυλλιά από την οποία κατασκευάζονται σταυροί σταυρειδής = σταυρειδής Σταυρενός = Σεπτέμβριος Σταυρέτ’κον = αυτός που ανήκει στο Σταυρέτεν σταυρί = το ιερό οστό σταυρίδιν = είδος ψαριού όμοιο με σκόμβρο σταυρίτα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό Σταυρίτες = Σεπτέμβριος Σταυριτέσιν = καρπός που ωριμάζει το Σεπτέμβριο σταυρίτζα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό σταυροδρόμιν = σταυροδρόμι σταυροκάθουμαι = κάθομαι με πόδια σταυρωτά σταυροκοκκύμελον = είδος δαμασκηνιάς που ωριμάζει το Σεπτέμβριο σταυροκρανέα = κρανιά που ωριμάζει το Σεπτέμβριο σταυρολάχανον = φυτό άγριο φαγώσιμο που έχει φύλλα σταυροειδώς διευθετημένα σταυρολογισκούμαι = συλλέγω σταυρούς, μεταφ. σταυροκοπιέμαι σταυρόπιστος = Χριστιανός σταυροπόλεμος = ο ανταγωνισμός κατά την γιορτή των Θεοφανείων στην θάλασσα για το ποιος θα πιάσει τον σταυρό σταυρόπον = σταυρουδάκι σταυροπροσκύνεση = η γιορτή της σταυροπροσκυνήσεως σταυρός = σταυρός σταυροστάτιν = διασταύρωση σταυρότα = η σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά σταυροτέαλο = σταυροβελονιά σταυρούτζα = είδος φαγώσιμου χόρτου, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με σταυρό σταύρωμα = διασταύρωση της χορδής της ηλακάτης για να γίνει αντίθετο γύρισμα του σπονδύλου, σταυροδρόμι σταυρώνω = σταυρώνω, διασταυρώνω δύο πράγματα, διευθετώ χιαστί τα νήματα στήμονα, θέτω επάλληλα τα τέσσερα άκρα υφάσματος ανά δύο, ανταλλάζω λόγους στη συνδιάλεξη σταύρωσες = οι δεσμίδες στις οποίες αποχωρίζουν το στημόνι στο αργαλειό σταυρωτά = σταυρωτά σταυρωτός = σταυρωτός, διασταυρούμενος στάφνη = στάφνη σταφνίζω = σταφνίζω σταφυλάζω = γίνομαι σαν σταφύλι σταφυλάς = αυτός που πουλάει σταφύλια σταφυλέα = η οσμή των σταφυλιών στάφυλη = σταφυλίτης σταφυλήτρα = σταφυλίτης, έντομο που σφυρίζει δυνατά τις φθινοπωρινές νύχτες σταφύλιν = σταφύλι σταφυλίτα = αγριόχορτο που έχει καρπό βοτρυώδη σταφυλίτες = σταφυλίτης σταφυλίτζα = αγριόχορτο που έχει καρπό βοτρυώδη σταφυλοζώμιν = γλεύκος των σταφυλιών σταφυλόπον = σταφύλι σταφυλώνω = γίνομαι σαν σταφύλι σταχίζω = εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα αναγκαία για το χειμώνα σταχολογώ = διαβάζω ευχή για νεκρό ή κόλλυβα σταχόνω = σχηματίζομαι σε στάχυ, αποκτώ κορμό (σιτάρι), στοιβάζω στάχυα σε θημωνιά στάχτη = στάχτη, τέφρα στάχυν = στάχυ στάχωμαν = στάχωμα, βιβλιοδέτηση σταχώνω = σταχώνω, βιβλιοδετώ, εμπλέκομαι, ασθμαίνω, λαχανιάζω, κουράζομαι, αποκάμνω στέαρ = στέαρ, το περιτόναιο στεβάζω = στεγάζω στέβος = στέγη στεγάδα = στέγη, σκεπή στεγάδιν = στέγη, σκεπή στεγάζω = στεγάζω στέγασμαν = στέγασμα στέγη = στέγη στέγνα = τόπος στεγνός στεγνασία = τόπος στεγνός στεγνίτα = στεγνά στεγνιτώνω = στρώνω στο δάπεδο της μάνδρας στεγνά χόρτα για να προφυλαχτούν τα ζώα από το ψύχος στεγνοπαναγία = μετων. άνθρωπος ύπουλος, υποκριτής στεγνοπαναγίτζα = μετων. άνθρωπος ύπουλος, υποκριτής στεγνός = στεγνός, μεταφ. αδύνατος, ισχνός στέγνος = ξηρασία, το στέγνωμα στεγνοφαγία = ξηροφαγία στέγνωμαν = στέγνωμα στεγνώνω = στεγνώνω στεγνωσία = ξηρασία στεγοκάρφα = καρφιά ειδικά για την στερέωση σανίδων επικλινούς στέγης στέγος = στέγη στεθίν = στήθος στειλάριν = ξύλινη λαβή αξίνας, σκαπάνης, σκεπαρνιού στείλσιμον = αποστολή στείλω = στέλνω, αποστέλλω στείρεμαν = στείρευση γαλακτοφόρου ζώου, στείρευση πηγής, στέρηση στειρεμός = στέρηση, ένδεια στειρεύω = παύω να παρέχω γάλα (για ζώα), παύω να παρέχω νερό (για πηγή) στειρομάλλιν = μαλλί από στείρο πρόβατο στειρομούλαρον = ζώο στείρο σαν το μουλάρι στειρόν = στείρο ζώο, μεταφ. άγονος αγρός στειρώνω = γίνομαι άγονος, αποχερσούμαι (για έδαφος) στέκω = στέκω, μένω αργός, παύω, σταματώ, παραμένω στέλα = εργαλείο των ναυπηγών στελάζω = βάζω λαβή σε εργαλείο στελακώνω = βάζω λαβή σε εργαλείο, μεταφ. αδυνατίζω στελέχιν = στέλεχος φυτού στελί(ν) = ξύλινη λαβή εργαλείου, πελέκεως, αξίνας, σκαπάνης κτλ. στελίδιν = ο άξονας γύρω από τον οποίον στρέφεται ο τροχός του κεραμέως στελώνω = βάζω λαβή σε εργαλείο στέναγμαν = αναστεναγμός στεναγμός = αναστεναγμός στενάζω = αναστενάζω στένεμα = στένεμα, η πλοκή δυο θηλιών σε μια κατά το κλείσιμο της κάλτσας στενεύω = στενεύω στένεψη = στένωση στενόκαρδος = στενόκαρδος στενολούδ’κον = ύφασμα που έχει στενές χρωματιστές ραβδώσεις στενόμακρος = στενόμακρος στενοπρόσωπος = στενοπρόσωπος στενός = στενός στένος = στενότητα, δυσχωρία στενόστομον = στενόστομος στενόφορος = αυτός που φοράει στενό παντελόνι στενόχωρα = στενόχωρα στενοχώρεμαν = στενοχώρια στενοχωρεύω = στενοχωρώ, αγαναχτώ στενοχωρία = στενοχώρια, αγανάκτηση στενόχωρος = στενόχωρος στενοχωρώ = στενοχωρώ στενύνω = στενεύω στένω = στήνω, στερεώνω, σταματώ, φυτεύω στενώνω = στενεύω στένωση = στένεμα στέξιμον = το να στέκεται κανείς αργός, χωρίς να κάνει τίποτα, παραμονή στερεά = στερεά, σιγά, αργά και ευκρινώς στερεά = στεριά, μέρος ασφαλές, μεταφ. αντοχή, ηρεμία, ανάπαυση, ησυχία, σταμάτημα στερέατα = στεριά, μέρος ασφαλές, μεταφ. αντοχή, ηρεμία, ανάπαυση, ησυχία, σταμάτημα στέρεμα = στείρευση γαλακτοφόρου ζώου, στείρευση πηγής, στέρηση στερεμονή = στερέωση, ησυχία, παρηγοριά στερεμός = στέρηση, ένδεια στερεός = ευσταθής, γερός, στερεός στερεύω = παύω να παρέχω γάλα (για ζώα), παύω να παρέχω νερό (για πηγή) στερέωμαν = στερέωμα, παύση, σταμάτημα στερεωμένα = ήσυχα, φρόνιμα, με φρόνηση στερεώνω = στερεώνω, σταθεροποιώ, σταματώ, παύω, καταπραΰνω, καθησυχάζω, αποκαθιστώ κοινωνικώς στερέωση = σταμάτημα, παύση στέριωμα = παύση, σταμάτημα, επιδόρπιο στεριώνω = στερεώνω, σταθεροποιώ, σταματώ, παύω, καταπραΰνω, καθησυχάζω, αποκαθιστώ κοινωνικώς στεριωτήρι = επιδόρπιο στεριωφάει = επιδόρπιο στερνό = τελευταίος στερνοκαίρης = φθινόπωρο στερνοκάρι = στερνοπαίδι στερνοψώμι = είδος άρτου διπυρίτη ψημένο μετά το φούρνισμα στέσιμον = στήσιμο, το να στέκεται κανείς χωρίς να κάνει τίποτα, αργία στεφανάτ’κον = ζώο, συνήθως αγελάδα, που έχει λευκό μέτωπο στεφανίδιν = στεφάνι βαρελιού, ο εκάστοτε σχηματιζόμενος κύκλος νήματος που περιτυλίσσεται σε κουβάρι στεφάνιν = στεφάνι, φωτοστέφανο αγίου στέφανος = στέφανος, στέψη στεφάνωμα = στεφάνωμα στεφανώνω = στεφανώνω στεφάνωση = στεφάνωση στεχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος στηβλοκουμπάουμαι = κουμπώνομαι με καλαισθησία στηθοπάνιν = λευκό μεταξωτό κάλυμμα του γυναικείου στήθους στήθος = στήθος στήλη = στήλη, κολώνα στηλώνω = στήνω κάτι όρθιο στη στήλη στημνοδένω = διευθετώ το στήμονα στο αργαλειό, μεταφ. δένω ωραία τη ζώνη στη μέση στημνοδέσιμον = με καλαισθησία δέσιμο της ζώνης στημνοκουμπάουμαι = κουμπώνομαι με καλαισθησία στημόνιν = στημόνι στιβαρεύκουμαι = δυσκολεύομαι, διστάζω, στενοχωριέμαι, βαριέμαι στιβαρός = στιβαρός, δυνατός, ρωμαλέος, δύσκολος στιβαρύνω = βαριέμαι, οκνώ στιβείον = μέρος παράλιο όπου στιβίζουν τα πανιά στιβίζω = απλώνω πανιά στην ακρογιαλιά και τα καταβρέχω με θαλάσσιο νερό για να ασπρίσουν στιβίστρα = γυναίκα που έχει το επάγγελμα να στιβίζει πανιά στίγκα = σχοινί του ιστίου πλοίου στιλπνός = λαμπερός, γυαλιστερός, στιλπνός στιφείον = μέρος παράλιο όπου στιβίζουν τα πανιά στιφίζω = απλώνω πανιά στην ακρογιαλιά και τα καταβρέχω με θαλάσσιο νερό για να ασπρίσουν στιχάριν = ο ιερατικός χιτώνας του ιερέα που λειτουργεί στοίβα = στοίβα, σωρός, πλήθος ανθρώπων στοίβαγμαν = στοίβαγμα στοιβαδέα = στοίβα ξύλων, ξυλαποθήκη στοιβάζω = στοιβάζω, κάνω σωρό στοίβασμαν = στοίβαγμα στοιβαχτά = στοιβαχτά στοιβαχτός = στοιβαχτός στοιχείο = στοιχείο στοιχώ = στοιχώ, περιστοιχίζω στολή = στολή, περιβολή, στάση, σχήμα στολίδι = στολίδι, κόσμημα στολίζω = στολίζω, καλλωπίζω στόλιν = τραπέζι στόλισμα = στόλισμα, καλλωπισμός, αμφίεση γαμήλιας περιβολής στόλος = το σύνολο της περιβολής μαζί με τα κοσμήματα στολούμαι = στολίζομαι, καλλωπίζομαι στόμα(ν) = στόμα στοματέας = λάλος, φλύαρος στοματοπονίον = πόνος του στόματος στοματόπονος = πόνος του στόματος στομαχική = χρόνιο νόσημα του στομάχου στομάχιν = στομάχι στομοβότανον = φάρμακο κατά της στομαλγίας στομοκράτορας = εκείνος που δεν επιτρέπει σε άλλον να μιλάει στομολόγεμαν = η ομιλία για κάποιον είτε θαυμάζοντας τον για τα προτερήματά του είτε καταλαλώντας εξ φθόνουγια την ευτυχία του στομολογώ = μιλάω για κάποιον είτε θαυμάζοντας τον για τα προτερήματά του είτε καταλαλώντας εξ φθόνουγια την ευτυχία του στομολόι = η κατάκριση και καταλαλιά ή και ο έπαινος και θαυμασμός προκαλούν αμφότερα βλάβη του κατακρινόμενου ή επαινουμένου στομόνι = στημόνι στομόπον = στόμα στομόπονος = πόνος του στόματος στομούκι = αυτός που τηρεί επίμονη σιγή στομοφαγία = μάτιασμα που προέρχεται από λόγια επαινετικά ή μη στομοφαγώ = ματιάζω κάποιον επαινώντας τον επίφθονα στομόχειλα = στόμα και χείλη στομώνω = φράζω το στόμιο, φτάνω ή προβάλλω στο στόμιο, ακονίζω, τροχίζω όργανο κοφτερό, αμβλύνομαι στην κόψη στορέα = ιστορία στορίζω = ιστορίζω στούα = προστώο οικίας, θολωτό διαμέρισμα οικίας στουβαδέα = στοίβα ξύλων, ξυλαποθήκη στουδάρης = κοκαλιάρης στουδάτες = οστεώδης, κοκαλιάρης στουδένος = ο φτιαγμένος από κόκαλο στούδιν = κόκαλο στουλάριν = στύλος στουπαλίδα = το χνούδι που χύνεται από το υφαντικό ιστό στουπάριν = εκείνο που μοιάζει με στουπί στουπί(ν) = στουπί στουπίτα = το αγριόχορτο οξαλίδα στουπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα στουποδάκκιν = σακί φτιαγμένο από στουπί στουπώνω = στουπώνω στουρακέα = χτύπημα με ράβδο στουράκιν = βακτηρία, ράβδος στόχαση = σκέψη, στοχασμός, προσοχή, διάκριση στοχάσκομαι = βλέπω, διακρίνω, προσέχω, σκέφτομαι στόχασμαν = στοχασμός, προσοχή στοχασμός = σκέψη, προσοχή στοχαστικός = στοχαστικός, προσεκτικός στόχεμαν = στοχεύω στοχεύω = στοχεύω, παρατηρώ προσεκτικά στοχολογίουμαι = κέφτομαι καλά και μετά μιλώ στραβά = λοξά, στραβά, πλαγίως στραβογούλης = στραβολαίμης στραβοκάγκελον = κόσμημα ενδύματος ελικοειδές κεντημένο με χρυσό ή αργυρό νήμα στραβοκέφαλος = στραβοκέφαλος στραβοκοράουμαι = τυφλώνομαι στραβοκόσσαρον = στραβή κότα στραβολαίμης = στραβολαίμης στραβομμάτης = τυφλός, αλλήθωρος στραβομύτης = στραβομύτης στραβόξυλα = στραβόξυλα στραβοπάτεμαν = στραβοπάτημα στραβοπατώ = στραβοπατώ στραβοπόδαρος = στραβοπόδαρος στραβοπόδης = στραβοπόδης στραβοπονίος = η νόσος οφθαλμία στραβός = στραβός, τυφλός στραβοστομίζω = μου στραβώνει το στόμα στραβόστομος = αυτός που έχει στραβό στόμα στραβοτέρεμαν = λοξοκοιτώ στραβοτερώ = λοξοκοιτώ στραβόχειλος = αυτός που έχει τραβά χείλη στραβοχέρης = κουλοχέρης στράβωμαν = στράβωμα στραβώνω = στραβώνω, τυφλώνω στραγάλιν = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό στραγγάλα = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό, φυτό δηλητηριώδες στραγγαλάουμαι = δηλητηριάζομαι από στραγγάλαν στραγγαλίζω = στραγγαλίζω στραγγάλιν = πράγμα εξογκωμένο και σκληρό στραγγαλούμαι = στενοχωριέμαι από την πολυφαγία, ζαλίζομαι στραγγάλωμαν = στενοχωριέμαι από την πολυφαγία, ζαλίζομαι στραγγίζω = στραγγίζω, στίβω, ξεζουμίζω, εξαντλώ εντελώς στράγγισμα = στράγγισμα στραγγουλίζω = στραμπουλίζω στραμπή = αστραπή στραμπίζω = αστράφτω στράτα = δρόμος, οδός στρατά = παρακελευσματικό προς νήπιο για να βηματίσει στρατάγια = τα πρώτα βήματα νηπίου στρατεία = εκστρατεία, οδοιπορία, ξενιτειά, ταξίδι στράτεμα = στρατός στρατέτες = στρατιώτης στρατεύω = βαδίζω στα τέσσερα ή αρχίζω να βηματίζω (για νήπια) στρατή = βάδισμα, οδός στρατηγός = στρατηγός στρατίζω = κάνω τα πρώτα βήματα (για νήπια), οδοιπορώ στρατίν = μονοπάτι στράτισμαν = κάνω τα πρώτα βήματα (για νήπια), οδοιπορώ στρατίτα = άγριο φυτό φαγώσιμο που εκτείνει τους βλαστούς κατά γης από όπου και το όνομα στρατίτζα = άγριο φυτό φαγώσιμο που εκτείνει τους βλαστούς κατά γης από όπου και το όνομα στρατιώτης = στρατιώτης στρατοδέσιμον = έθιμο κατά την γαμήλια πομπή που εμποδίζουν τη διάβαση του γαμπρού αποκλείοντας το δρόμο με σχοινί τεντωμένο, τερματίζεται ο αποκλεισμός κατόπιν χρηματικού φιλοδωρήματος στρατόπον = στενή οδός, μονοπάτι στρατός = στρατός στρατούρα = όργανο μηχανικό, με το οποίο εθίζουν το νήπιο να περπατήσει στεκούμενο όρθιο και βαδίζοντας κατά την στροφή του στρατόχειλα = τα χείλη της οδού στραφτάρα = πυγολαμπίδα στράφτω = αστράφτω στρέβω = ξερνώ στρέγω = συγκατανεύω, μένω ευχαριστημένος στρεπελέσιν = ανόητο πράγμα στρεφτάριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή του τηγανισμένου εδέσματος στρεφτός = ο συγκατατιθέμενος στρέφω = ξερνώ στρέχκουμαι = υγκατανεύω, μένω ευχαριστημένος στρέψιμον = ξέρασμα, εμετός στριγγή = οξεία κραυγή, στριγκλιά στριγγίζω = κραυγάζω, οδύρομαι, στριγγλίζω στρίγλα = κοντάρι του αργαλειού στρίδιν = δέντρο δασικό στρίχτος = πηκτός, στερεός στροβίλιν = είδος ρομβοειδούς κοσμήματος σε ύφασμα κεντημένο στροβιλοκάγκελα = κοσμήματα κεντητά σε γυναικείο επιστήθιο κάλυμμα στρογγυλάζω = κάνω κάτι σφαιρικό στρογγυλεύω = στρογγυλεύω στρογγυλίζω = στρογγυλεύω στρογγυλίτζα = χοντρό και στρογγυλό φασόλι στρογγυλομμάτης = αυτός που έχει στρογγυλά μάτια στρογγυλοπρόσωπος = στρογγυλοπρόσωπος στρογγυλός = στρογγυλός στρογγύλωμαν = στρογγύλωμα στρογγυλώνω = στρογγυλώνω στρογγυλωτός = στρογγυλός στρούθα = σπουργίτης στρούθια = φαγώσιμα αγριόχορτα στρουλίζω = στολίζω στρούμπα = λινάρι σφιχτοδεμένο για κοπάνισμα στρώμα(ν) = στρώμα στρωματαρέα = αποθήκη στρωμάτων στρωματάς = στρωματάς στρωματικόν = μάλλινο στρώμα κλίνης στρωματοθήκα = αποθήκη στρωμάτων στρωμοθήτε = αποθήκη στρωμάτων στρώνω = στρώνω στρώση = στρώμα, κλίνη στρώσιμον = στρώσιμο στρωσίν = στρωσίδια στυλάριν = στύλος στυλαρόξυλα = ξύλα από στύλους στυλίδιν = ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται ο τροχός του κεραμέως στυλίζω = στυλώνω το βλέμμα σε ένα σημείο στύλισμα = στυλώνω το βλέμμα σε ένα σημείο στύλος = στύλος στυλώνω = στυλώνω στυλωτέριν = σπάργανο στερεωμένο στο αιδοίο του βρέφους για να μη βρέχονται τα άλλα σπάργανα στυμνός = αβρός, κομψός, επίχαρις, χαρίεις στύμνωμαν = συγκλείνω τα χείλη μετά χάριτος, νεόνυμφη που δεν μιλάει στα πεθερικά της για χρονικό διάστημα, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω στύπα = τουρσιά στυπάγγουρον = τουρσί στυπάπιν = αχλάδι που έχει υπόξινη γεύση στυπασέα = ξινή γεύση, πράγμα ξινό στυπάχραδον = άγριο αχλάδι ξινό στη γέυση στυπέα = η οσμή από ξινίλα στυπειδίν = υπόξινο στυπειδίτζα = είδος άγριο χόρτου όξινο στη γεύση στυπεύω = παρασκευάζω τουρσιά στυπίτα = το αγριόχορτο οξαλίδα στυπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα στυπόγλυκος = γλυκόξινος στυποειδίν = υπόξινο στυποζώμιν = το ζουμί των τουρσιών στυπόμηλον = μήλο με ξινή γεύση στύπος = ξινός στύπωμαν = ξίνισμα στυπωμάτιν = αυτό που προέρχεται από ξίνισμα, το ξινισμένο στυπώνω = ξινίζω, μεταφ. σκυθρωπιάζω στυπωτός = υπόξινος στυφίν = στυφό στυφίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα στυχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος στυψάζω = βάζω κάτι στη στύψη, κατεργάζομαι δέρμα με στύψη στύψη = το ορυκτό στυπτηρία, στύψα οι κηκίδες της δρυός που περιέχουν στυπτική ιδιότητα στυψίασμαν = βάζω κάτι στη στύψη, κατεργάζομαι δέρμα με στύψη στωμέκιν = ξύλινο δοκάρι συάκιν = το ψάρι ρόμβος συακώνω = εξαπλώνομαι σαν ρόμβος, γίνομαι απλωτός σαν ρόμβος συβάλλω = βάζω δύο πράγματα μαζί, συγκρούω δύο πράγματα, μεταφ. διαβάλλω ένα προς άλλον για να διαπληκτιστούν συβάλσιμον = τοποθέτηση δύο πραγμάτων το ένα πάνω στο άλλο, διαβολή συβαλτά = με το ένα άκρο βαλμένο μέσα σε άλλο συβαστώ = κρατώ με μεγάλη προσοχή συβοδώνω = συμφιλιώνω ανθρώπους διεστώτας, εχθρικώς διακειμένους, συμβιβάζω συβουλεύκουμαι = συμβουλεύομαι σύβραδα = μόλις βραδιάσει σύβραση = ο ανώτατος βαθμός του βρασμού σύβρασμα = ο ανώτατος βαθμός του βρασμού σύγαμπρος = σώγαμπρος συγγελονόγιν = συγγενολόι συγγένεια = συγγένεια, συγγενολόι συγγένεμαν = συγγένεια συγγενεύω = συγγενεύω συγγενικός = συγγενικός συγγενός = ο καταγόμενος από αυτό το γένος συγγενότε = συγγένεια συγγενούμαι = εξοικειώνομαι προς κάτι συγγενωτός = αυτός που έχει μακριά συγγένεια συγγομάζω = γεμίζω, συμμαζεύω και αποθηκεύω συγγομίζω = συμμαζεύω συγγυρίζω = τακτοποιώ, συγυρίζω, πελεκώ, κόβω σύρριζα συγελώ = εξαπατώ, ξεγελώ συγέρασμαν = το να γερνάει κάποιος συμβιώντας με κάποιον άλλον συγερώ = συναντώ συγηρώ = γερνάω συμβιώντας μαζί με άλλον, γερνάω συγκάθισμαν = συναναστροφή, συμβίωση συγκαθίστρα = γυναίκα που συγκατοικεί με άλλη συγκάθουμαι = κάθομαι με άλλον, συναναστρέφομαι, κατασταλάζω συγκάματα = συγκάματα συγκατάβαση = επιείκεια, συγκατάβαση συγκατζιώνω = συνοφρυώνομαι σύγκειμαι = ανήκω, αρμόζω, επαρκώ συγκέφαλος = αυτός που έχει ίδια σκέψη με άλλον, συνομήλικος συγκλαίω = κλαυθμυρίζω συγκλίνω = γέρνω, σκύβω συγκοινωνώ = συμμετέχω συγκολλίζω = συγκολλώ συγκόλλισμαν = συγκολλώ συγκοπίδα = τα χαρακτηριστικά του προσώπου συγκόριτζον = κόρη ομήλικη με άλλη σύγκουνα = όλοι μαζί συγκουντώ = σπρώχνω κάποιον μαζί με άλλο, αναγκάζω κάποιον συγκράτα = συνεχόμενα συγκράτεμαν = συγκρατώ, γειτνιάζω, συνέχομαι, διατηρώ σε ακμή τις σωματικές μου δυνάμεις συγκρατευτά = συγκρατημένα συγκράτιν = γειτονικός, γειτνιάζον συγκρατώ = συγκρατώ, γειτνιάζω, συνέχομαι, διατηρώ σε ακμή τις σωματικές μου δυνάμεις συγκρεύω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο συγκρούω = συγκρούω συγκρύβω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο συγκρύφτε = σιδερένια φτυαράκια με τα οποία συγκρύφτουν τη φωτιά συγκρύφτω = συγκαλύπτω σε εστία αναμμένο άνθρακα με τέφρα για να μη χωνέψουν γρήγορα και να διατηρηθεί ζώπυρο συγκυρώ = συναντώ σύγξυλος = σύξυλος, μεταφ. εμβρόντητος, κατάπληκτος συγομάζω = παρεμβάλλω κάτι μεταξύ άλλων πραγμάτων, τοποθετώ καταλλήλως πράγματα συγυρίζω = συγυρίζω, τακτοποιώ συδάδιν = ξύλο που έχει φλέβα από δαδί ή που μοιάζει με δαδί συδαυλίζω = συδαυλίζω συδαύλισμαν = συνδαύλισμα συδρομάζω = βάζω σε ίσιο δρόμο, εκδίδω σε γάμο (κόρη) συενός = συγγενής συζεξία = συνεταιρισμός δυο γεωργών που έχουν από ένα βόδι στην περιτροπή καλλιέργεια των αγρών τους συζευγμένος = ζευγαρωμένος σύζυγος = σύζυγος συζυμούμαι = ζυμώνομαι μαζί, μεταφ. συναναστρέφομαι σύζωμαν = φασολάδα συθέκω = τακτοποιώ, διευθετώ σύθετος = σφικτός σύκα = συκιά συκάδιν = ξηρό σύκο, ισχάς συκαμινέα = μουριά συκαμινίτης = φαγώσιμος μύκητας φυόμενος στην ρίζα συκαμινιάς συκαμινίτικο = αυτό που είναι παρασκευασμένο από συκάμινα συκάμινον = μουριά συκέα = συκιά συκοκούριν = τμήμα κορμού συκιάς, μετων. κόρη προχωρημένης ηλικίας σύκον = σύκο συκότα = καρπός πολύ ώριμος, μαλακός σαν το σύκο συκόφυλλον = φύλλο συκιάς συκώνω = λερώνω με σύκο συκώτα = σπλάχνα συλαυράζω = παίζω αυλό, τοποθετώ ουροδόχο σωλήνα στο λίκνο βρέφους συλαύριν = αυλός, φλογέρα, σουραύλι, ουροδόχος σωλήνας τοποθετημένος στο λίκνο βρέφους συλλείτουργος = ιερείς που συλλειτουργούν συλλείτρουγον = λειτουργία που τελείται από δυο ιερείς συλλιβασμένος = συννεφώδης, μεταφ. σκυθρωπός, κατσούφης συλλιβία = συννεφιά, μεταφ. κατήφεια, σκυθρωπότητα συλλιβιώ = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω συλλίβωμαν = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατσουφιάζω συλλιβώνω = συννεφιάζω, μεταφ. γίνομαι κατηφής, κατουφιάζω συλλίδι = θρύμματα, κομμάτια συλλίκιρον = οίνος αραιωμένος με νερό συλλογή = συλλογισμός, σκέψη συλλογιάζω = συλλογίζομαι, αρραβωνιάζω με λόγο συλλογικά = ήρεμη σκέψη, φρόνηση συλλογίουμαι = συλλογίζομαι, σκέφτομαι συλλόγιση = σκέψη, συλλογισμός συλλογισμέντζα = εκείνη περί της οποίας δόθηκε λόγος αρραβώνα συλλούτρουγον = λειτουργία που τελείται από δυο ιερείς συλλοχούμαι = χώνομαι κάπου συλλυμάδια = θρύμματα, κομμάτια συλλύσματα = θρύμματα, κομμάτια συλλύω = τρίβω και μεταβάλλω σε θρύμματα συμμαλάουμαι = συναναστρέφομαι σύμμαλλος = δασύτριχος συμμονάχτρα = γυναίκα μαζί με άλλη μονάζουν σε μοναστήρι συμπάθειον = το αιδοίο συμπαίδιν = παιδί συνομήλικο με άλλο συμπαίζω = παίζω μαζί με άλλον συμπαίρω = περιλαμβάνω, θορυβούμαι, βρωμώ συμπεθέρα = συμπεθέρα συμπεθέρα = συμπέθεροι, συμπόσιο που γίνεται στο σπίτι των γονέων της νύφης μετά από εφτά μέρες γάμου συμπεθεράζω = συμπεθεριάζω συμπεθερακός = συμπεθερικό συμπεθερία = συμπεθεριό συμπεθερικά = συμπέθεροι συμπέθερος = συμπέθερος συμπεθεροσκάμνιν = κάθισμα που προσφέρεται στο μέλλοντα συμπέθερο συμπεθερωσύνα = συμπεθεριά συμπέντε = ανά πέντε συμπιάνω = συγκολλώ, καταπιάνομαι με κάτι συμπίασμαν = συγκόλληση συμπιαστίτζα = το φυτό κολλιτσίδα συμπιάστρα = το φυτό κολλιτσίδα συμπιλίζω = εκτελώ κάτι επιτυχώς συμπινιάρικο = αγγείο που έχει την ιδιότητα να απορροφά το υγρό εντός αυτού συμπίνω = συμπίνω συμπλέχκουμαι = συμπλέκομαι, συμφύομαι, συναναστρέφομαι με κάποιον φιλικώς συμποδάσκουμαι = περιπλέκω τα πόδια και πέφτω συμποδίζω = περιπλέκω τα πόδια κάποιου και τον κάνω να σκοντάψει και να πέσει, σκοντάφτω συμπόδισμα(ν) = περιπλέκω τα πόδια κάποιου και τον κάνω να σκοντάψει και να πέσει, σκοντάφτω συμποδιστέριν = πράγμα που κάνει κάποιον να σκοντάψει συμπόσιν = συμπόσιο, συμπόσα εδέσματα και ποτά το οποία προσκομίζουν στους γονείς της νύφης την Πέμπτη μετά την Κυριακή του γάμου οι συγγενείς και φίλοι και συμποσιάζουν σύμπουρνα = πολύ πρωί συμφέρει = συμφέρει, είναι επικερδές συμφέρον = συμφέρον σύμψιλος = ο πολύ λεπτός συμψυλλίζω = εξετάζω, λεπτολογώ συμψύλλισμαν = εξετάζω, λεπτολογώ σύν = ανά συναγώμιν = συνάθροιση ανθρώπων θορυβώδης συνακόλουθα = συνακόλουθα συνάματα = η οικία της νύφης στην οποία προσέρχονται οι καλεσμένοι κατά την τέλεση του γάμου συναμιλλώ = προκόβω, προοδεύω συναργαρίν = κατάλευκο συναργυρίν = κατάλευκο συνάργυρον = κατάλευκο συναρμώνω = συναρμολογώ σύναρο = αραιό σύναυγα = σύναυγα, πολύ πρωί συναυλίζω = συναναστρέφομαι, γειτονεύω, γειτνιάζω συνάχιν = συνάχι συναχούμαι = συναχώνομαι συνάχωμαν = συναχώνομαι συνδέκα = ανά δέκα συνδύο = ανά δύο συνεβαλλίστρα = γυναίκα ραδιούργα που υποκινεί έριδες συνεβάλλω = διαβάλλω, ραδιουργώ συνέδριον = μετων. άνθρωπος ταραχοποιός συνεικάζω = εικάζω, συμπεραίνω συνεικασμός = εικασία, διάκριση συνείκοσι = ανά είκοσι συνέλ’κος = συνομήλικος συνεμπαίνω = εισέρχομαι εντός κάποιου και καταλαμβάνω αυτόν, ερεθίζω, ενοχλώ, συνερίζομαι συνεννέα = ανά εννέα συνέξη = έξι μαζί, ανά έξι συνεπαίρω = περιλαμβάνω, θορυβούμαι, βρωμώ συνεργία = ενέργεια σύνεργον = σύνεργο συνερίζομαι = συνερίζομαι συνέριση = φιλονικία συνερριγώ = αισθάνομαι ρίγος συνέρχεται = έρχεται, ωφελεί, συμφέρει συνευρίουμαι = συναντιέμαι συνεφτά = ανά εφτά, εφτά πρόσωπα μαζί συνεφτάνω = αρκώ, επαρκώ συνήθεια = συνήθεια, έθιμο, τα συνήθεια η έμμηνος ρύση γυναικός συνηθίζω = συνηθίζω συνήθισμαν = συνηθίζω συνθήκε = υπόσχεση συνισάζω = διευθετώ, τακτοποιώ συννεύω = μπαίνω στο νόημα, συνεννοούμαι συννεφάζω = καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζει συννεφία = συννεφία συννεφιάρης = συννεφώδης συννεφίασμαν = συννεφιάζω σύννηφος = συννυφάδα συννυφάδα = συννυφάδα συννυφάδιν = συννυφάδα συννύφισσα = συννυφάδα σύννυχτα = πριν ακόμη ξημερώσει συνοδικόν = αίθουσα υποδοχής μοναστηρίου σύνοδος = συνεδρίαση, στα παραμύθια οι σύμβουλοι των βασιλιάδων συνοικέσιον = αρχιερατική άδεια γάμου συνονόματος = συνονόματος συνοράζω = συνορεύω συνορεύω = συνορεύω συνορθάζω = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία συνορθίαγμαν = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία συνορθίασμαν = διευθετώ, τακτοποιώ, δίδω καλή πορεία συνορθώνω = διευθετώ, συγυρίζω, τακτοποιώ συνόριν = σύνορο, ορόσημο σύνορον = σύνορο, ορόσημο συνοχτώ = ανά οκτώ, οκτώ πρόσωπα μαζί συντάγουμαι = κάνω συμφωνία με κάποιον συνταλεύω = συνδαυλίζω, αναζωπυρώ συντάραγος = ανάμεικτος συνταράζω = αναταράσσω, συνταράσσω συνταυλίζω = συδαυλίζω συντεκνάουναι = γίνομαι σύντεκνος κάποιου αποδεχόμενος στην κολυμπήθρα του βαπτίσματος το τέκνο του συντεκνάτ’κα = δώρα προσφερόμενα στον ανάδοχο βρέφος συντεκνία = συντεκνία σύντεκνος = σύντεκνος συντελέα = δύναμη σωματική ή ηθική συντέλεμα = σωματική κατάπτωση συντελεύω = βιάζομαι πολύ, σπεύδω συντερευτά = με προσοχή, με οικονομία συντερώ = συντηρώ συντέσσερα = ανά τέσσερα συντεχνίτης = συντεχνίτης συντζαίνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, λέω, προτείνω συντζακώνω = θερμαίνω λίγο συντζία = συνομιλία, συνδιάλεξη συντζιδώνω = αναζωπυρώ, μεταφ. προκαλώ έριδες συντζώνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, λέω, προτείνω συντήρημα = η μετά προσοχής ενέργεια ή πράξη, επιμέλεια, φροντίδα συντηρώ = συντηρώ, διστάζω, τηρώ, επιμελούμαι, διαστρέφω συντινάζω = ανατινάσσω, τρομάζω συντρέχω = διαγωνίζομαι σε ιππασία, βοηθώ συντρία = ανά τρία συντριάντα = ανά τριάντα συντρόμαγμαν = τρόμος, φόβος, ρίγος συντρομάζω = τρέμω πολύ, κάνω κάποιον να τρέμει συντροφάζω = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον συντροφακός = συνεταιρικός συντροφεύω = συντροφεύω συντροφία = συνοδοιπορία συντροφίαγμαν = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον συντροφίασμαν = κάνω συντροφιά με δύο ή περισσότερους, κατέχω από κοινού με κάποιον συντροφικά = συνεταιρικά συντροφικός = συνεταιρικός συντρόφιν = πλακούντας σύντροφος = συνοδοιπόρος, συνέταιρος, σύντροφος συντυλίζω = τυλίγω δύο πράγματα μαζί, τελειώνω κάτι σύντομα συντύχαιμα = λόγος, συνομιλία συντυχαίνω = συναντώ, ανταμώνω, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, λέω, προτείνω συντυχία = συνομιλία, συνδιάλεξη συντύχια = συνομιλία συντύω = εισδύω συξεραίνομαι = ξηραίνομαι εντελώς, γίνομαι κατάξηρος σύξυλος = σύξυλος συρδομάζω = βάζω σε ίσιο δρόμο, εκδίδω σε γάμο (κόρη) σύριγμαν = σφύριγμα σύριγμαν = σφύριγμα συριγμός = σφύριγμα συρίζω = σφυρίζω συρίστρα = σφυρίχτρα συριχτέρα = σφυρίχτρα συρκούμενον = σερνόμενο σύρμα = σύρμα συρμαλίν = το συνυφασμένο με χρυσόνημα, ένδυμα κοσμημένο με χρυσά ή αργυρά νήματα συρματώνω = κεντώ ή ράβω με χρυσό ή αργυρό νήμα συρμοκούκκουτζο = κουμπί συρματόπλεκτο χρυσίζον συρμονή = ταλαιπωρία συρμοπάπουτζα = παπούτσια συρματοκεντημένα συρνολόγος = αυτός που λέει πολλά και τα ίδια για το ίδιο πράγμα συρνολογώ = λέγω επανειλημμένος τα ίδια συρούμενος = χαμερπής σύρριζα = σύρριζα συρροφώ = αρμέγω σύρση = πάσα επιδημική νόσος σύρσιμο(ν) = έλξη, τράβηγμα, σύρσιμο, απαγωγή, βολή όπλου, μεταφ. ανοχή, υπομονή συρτάριν = σύρτης πόρτας, συρτάρι συρτάρωμαν = κλείνω με σύρτη την πόρτα συρταρώνω = κλείνω με σύρτη την πόρτα σύρτης = σύρτης πόρτας, μάνδαλος, όργανο με το οποίο βγάζουν τα κάρβουνα από το φούρνο, ολκός συρτός = είδος χορού σύρω = έλκω, τραβώ, ανασύρω, πετώ, πυροβολώ σύσκοτα = μαζί με το σκότος, αφού νυχτώσει συσκοτάζει = σκοτεινιάζει, νυχτώνει συσκότεινα = μαζί με το σκότος, αφού νυχτώσει σύσπαρτος = πυκνοσπαρμένος σύσπειρος = πυκνοσπαρμένος συστέκω = υπερασπίζομαι κάποιον, συνηγορώ σύστυπος = πολύ ξινός συφάγειν = προσφάγι συφαγιάζω = τρώω ψωμί με προσφάγι συφάγιασμαν = τρώω ψωμί με προσφάγι συφαγίζω = τρώω ψωμί με προσφάγι σύφαγος = βουλιμία, αδηφάγος συφέρει = συμφέρει σύφερον = συμφέρον συφιλίζω = προσαρμόζομαι συφίλισμαν = προσαρμόζομαι συφράζω = κλείνω, φράζω καλά συφτάνω = προφτάνω, επαρκώ σύφταση = συμπλήρωμα πράγματος σύφτασμαν = επάρκεια συφτιλάζω = ξεφτώ (για ύφασμα) συφτιλάριν = ξεφτισμένο (για ύφασμα) συφτίλιν = ξέφτι υφάσματος συφτύρκουμαι = φτερνίζομαι συφυλλίζω = εκφύω πολλά φύλλα (φυτό) συφωνία = συμφωνία συφωνώ = συμφωνώ συφωτάζω = θαμπώνομαι βλέποντας συνεχώς προς άπλετο φως, νυχτερεύω συχάζω = ησυχάζω συχαράζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος συχαράρης = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός συχαράτες = ο ευαγγελιζόμενος σε γεγονός ευχάριστο σε αυτός συχαράτικα = δώρο που δίνεται σε αυτός που φέρνει το ευχάριστο γεγονός, συχαρίκια συχαρέας = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός συχαρεμένα = περιχαρώς συχαρεμένος = χαρούμενος συχαρία = η αναγγελία σε κάποιον ευχάριστου σε αυτόν γεγονός συχαρίασμαν = αναγγελία σε κάποιον ευχάριστου σε αυτόν γεγονός συχαρίκια = συχαρίκια συχαρικιάζω = συγχαίρω κάποιον για την άφιξη ξενιτεμένου προσώπου και γενικώς συγχαίρω για την αγγελία ευχάριστου γεγονότος συχαρικιάτορας = είδος εντόμου που πιστεύεται ότι προμηνύει ευχάριστο γεγονός συχλιαίνουμαι = αισθάνομαι πόθο για κάποιο πράγμα σύχλιος = σχεδόν χλιαρός, υπόθερμος συχλομόνα = οι πνεύμονες συχνά = συχνά συχνοκερνώ = κερνώ συχνά συχράουμαι = προσκολλούμαι κάπου συχωμάζω = αποταμιεύω συχώρεμα = η παρεχόμενη άφεση αμαρτιών από τον Θεό στον αποθανόντα συχώρηση = συγχώρηση, συγνώμη συχωρώ = συγχωρώ σύψηλα = πολύ ψηλά σύψηλος = πολύ ψηλός σύψυχα = καθ’ ολοκληρίαν σύψυχος = ολόψυχος, ολόκληρος σφελίω = κλείνω παράθυρο, πόρτα κτλ. σφήκα = σφήκα σφήκισμα = το τσίμπημα σφήκας σφηκώ = τριμπώ σφίγγω = σφίγγω σφίχτης = περιδέραιο σφιχτομάρουλο = σφιχτό μαρούλι σφιχτός = σφιχτός σφόγγια = είδος χόρτου με μεγάλα και σκληρά φύλλα με το οποίο καθαρίζουν τον πυρωμένο φούρνο για να βάλουν τους άρτους σφογγίω = καθαρίζω με σπόγγο, σκουπίζω, σαρώνω σφοντύλι = ο σπόνδυλος του αδραχτιού σφοντυλίτζα = φαγώσιμο φυτό σφόντυλος = ο σπόνδυλος του τραχήου σφουγγάτος = έδεσμα από καλαμποκίσιο αλεύρι σφραγίδα = σφραγίδα σφραγίζω = σφραγίζω σφραγιστός = η ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας σφραγίστρα = η ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζουν τα πρόσφορα της εκκλησίας σφυρίν = σπυρί σώβρακον = η ανδρική εσωτερική περισκελίδα σώγαμπρος = σώγαμπρος σώζω = σώζω, αντέχω σώμα = σώμα σωματώδης = μεγαλόσωμος σώνω = σώνω, εξαντλώ, αρκώ, φτάνω σώξιμον = αντοχή σώος = σώος σωπώ = σωπώ σώρεμα = συλλογή, συνάρθοιση σωρεμάτιν = καρποί που μαζεύονται από το δέντρο και όχι κάτω από τη γη που έχουν πέσει, το γάλα ή γιαούρτι που συλλέγεται βαθμιαία σωρευτά = οικονομικά σωρεύτε = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν και απορρίπτουν το χιόνι από την στέγη του σπιτιού σωρευτέριν = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν και απορρίπτουν το χιόνι από την στέγη του σπιτιού σωρεύω = συλλέγω, μαζεύω, διαπυούμαι, ελαττώνω βαθμηδόν τη θηλιά πλεκτού για να κλείσω το πλέξιμο, αποτελειώνω την ύφανση σωρόλιθος = σωρός λίθων, τόπος γεμάτος με σωρευμένο λίθο σωρός = σωρός, πλήθος σωστά = σωστά, πραγματικά, πλήρως, καθ’ ολοκληρίαν σώστεμαν = συμπληρώνω το ελλείπον σωστεύω = συμπληρώνω το ελλείπον σωστός = σωστός, αληθής, ο πλήρης σε ηλικία, ίσιος, κανονικός, μεταφ. ειλικρινής, δίκαιος σωστύνω = κάνω κάτι πλήρες, μεταφ. μεταβάλλω διαγωγή, διορθώνομαι σωστώνω = συμπληρώνω, κάνω κάτι πλήρες σωτηράζω = σώζω, συγχωρούμαι σωτηρία = σωτηρία σωτικός = εντόπιος, ομοχώριος σ’κώση = σηκωμός, έγερση, κηδεία σ’κώστικα = έξοδα κηδείας σ’κώτα = συκώτια σ’χαράρης = αυτός που αναγγέλλει το ευχάριστο γεγονός σ’χαράχτες = ο ευαγγελιζόμενος σε γεγονός ευχάριστο σε αυτός σ’χαρίκια = συχαρίκια Ττα = το ταβά = δίκη πολιτικού δικαστηρίου ταβά = χάλκινο μαγειρικό σκεύος πλατύ και αβαθές ταβά = καμήλα ταβακιαλής = ηλίθιος, μωρός ταβάνιν = ταβάνι ταβανλάεμαν = βάζω ταβάνι σανιδένιο ταβανλαεύω = βάζω ταβάνι σανιδένιο ταβανλίν = οικία που έχει ταβάνι από σανίδια ταβάνωμαν = οροφή ταβανώνω = βάζω ταβάνι, οροφή ταβάρα = εφιάλτης ταβατζής = αντίδικος σε πολιτικό δικαστήριο ταβάτιν = πρόσκληση σε γεύμα ταβή = καβγάς, φιλονικία ταβίζω = καβγαδίζω, φιλονικώ, επιπλήττω, μαλώνω ταβιρεύω = αναποδογυρίζω, ανατρέπω τάβισμαν = καβγάς, φιλονικία τάβλα = τράπεζα φαγητού, σανίδα τάβλα = στάβλος ίππων τάβλιν = τάβλι ταβλορρόκανον = ξυλουργικό εργαλείο, με το οποίο εξομαλύνουν σανίδια τάβος = είδος παιχνιδιού ταβούλι = νταούλι ταβουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής ταβρανεύκουμαι = ενεργώ, κινούμαι γρήγορα ταγανέα = τηγανιά ταγανίζω = τηγανίζω ταγάνιν = τηγάνι ταγάριν = σάκος δερμάτινος, δοχείο της νυκτός ταγγείν = αγγείο ταγγιάζω = ταγγίζω τάγγιασμαν = ταγγίζω ταγή = διατροφή ταγιάνεμαν = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω ταγιανεύω = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω ταγιανίζω = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω ταγιάνισμαν = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω ταγίζω = παρέχω τροφή σε μονόχηλο ζώο ταγίνιν = η κριθή τροφή που παρέχεται σε μονόχηλο ζώο, ο ορισμένος άρτος που παρέχεται σε στρατιώτη τάγισμαν = παρέχω τροφή σε μονόχηλο ζώο ταγκαλάκης = ανόητος, μωρός τάγμα = τάμα ταγούλ(ιν) = νταούλι ταγουλπάζιν = ξύλινη καπνοδόχος ταγουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής ταγούτεμαν = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ ταγουτεύω = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ τάδε = ο τάδε τάδετις = τάδε ταενεύω = αντέχω, υπομένω, εγγίζω, προσπελάζω ταενίζω = φθάνω, καταφθάνω, υπομένω ταένιν = νωπό, φρέσκο ταένυφος = νεόνυμφη ταένυφ’σσα = νεόνυμφη ταζελάεμαν = ανανεώνω ταζελαεύω = ανανεώνω ταζένιν = νωπός, πρόσφατος ταζίν = κυνηγετικός σκύλος ταζιράζω = επιπλήττω ταζίριν = επίπληξη ταζιρλαεύω = επιπλήττω, επιτιμώ ταζπίχ(ιν) = κομπολόι τάζω = τάζω, υπόσχομαι, κάνω τάμα ταής = θείος τάι = νεαρός ίππος τάι = το ένα από τα δυο φορτία εκατέρωθεν του σάγματος ζώου φορτηγού ταιγάνα = φραγκόκοτα ταΐκας = θειούλης ταιριάζω = ταιριάζω, συμφωνώ ταιρίασμαν = ταίριασμα ταΐσα = κατ’ ευθείαν ταΐτζα = νεαρή φοράδα ή νεαρός ίππος ταιφά = οικογένεια τάκα = άκατος τακάλιν = είδος ραφής τακάς = τράγος τακάτζιν = το πλήκτρο του σήμαντρου εκκλησίας τακάτιν = αντοχή τακατούκα = το ξύλινο γουδί τακεύω = αναρτώ, κρεμώ τακίρ(ιν) = τροχός αμάξης τακλά = κυβίστημα, τούμπα τακόζιν = δοκάρι πατώματος τάκος = άκατος τάκος = τράγος τακούδ(ιν) = μικρός τράγος ταλάγκιν = πηκνό αίμα πληγής ταλάγκωμαν = αίμα που πήζει ταλαγκώνω = αίμα που πήζει ταλαιπωρημένα = ταλαιπωρημένα ταλαιπωρία = ταλαιπωρία, δυστυχία, φτώχια ταλαίπωρος = ταλαίπωρος, δυστυχής ταλαιπωρώ = ταλαιπωρώ, υποφέρω ταλανεύω = αρπάζω, λεηλατώ ταλάνιν = αρπαγή, λεηλασία, λαφυραγωγία τάλαντον = ξύλινο σήμαντρο ταλάσεμαν = σκύλοι που συμπλέκονται εχθρικά ταλασεύω = σκύλοι που συμπλέκονται εχθρικά ταλάσιν = μπελάς ταλάσιν = ροκανίδια, σκουπίδια ταλβά = καθίζημα ταλγά = κύμα θαλάσσης ταλγαλαεύω = κυμαίνομαι, μεταφ. ζαλίζομαι τάλεμαν = διεισδύω, εισέρχομαι, ορμώ, αρπάζω ταλεύω = διεισδύω, εισέρχομαι, ορμώ, αρπάζω τάλια = ποσότητα από εκατό ταλίγανλης = έφηβος, νεαρός ταλκούτζος = βουτηχτής θαλάσσης ταλτανεύκουμαι = αταφεύγω κάπου για προφύλαξη ταμάμεμαν = αποτελειώνω, συμπληρώνω, καρπός που ωριμάζει ταμαμεύω = αποτελειώνω, συμπληρώνω, καρπός που ωριμάζει ταμάμιν = το συμπληρωμένο ταμάριν = φλέβα, νεύρο ταμαρόφυλλον = το φυτό πεντάνευρο το οποίο έχει φύλο με πέντε νεύρα ταμάχιν = πλεονεξία ταμαχκέας = πλεονέκτης ταμιρτζής = σιδηρουργός ταμλά = σταγώνα, στάλα, αποπληξία ταμπαλία = τεμπελιά ταμπάλτς = τεμπέλης ταμπουγά = αποτύπωμα, σφραγίδα ταμπούρα = είδος έγχορδου μουσικού οργάνου τάν-τάν = λέγεται από τη μητέρα όταν χορεύουν στα γόνατα το παιδί, χρησιμοποιείται ως δήλωση χοροπηδήματος τάνα = λέγεται από τη μητέρα όταν χορεύουν στα γόνατα το παιδί, χρησιμοποιείται ως δήλωση χοροπηδήματος τανακιά = τενεκές τανατόφυλλον = μεγάλο φύλο, πλατύ και παχύ τανέα = φαγητό αρτυσμένο με τάνιν τανέα = οσμή του τανιού τανέας = εκείνος που τρώει συχνά τάνιν τάνιν = το υπόλειμμα γιαουρτιού μετά την αφαίρεση βουτύρου τανοκοίλης = εκείνος που πίνει πολύ τάνιν τανοκούταλο = κουτάλα ειδική για το τάνιν τανόπον = λίγη ποσότητα τάνιν τανοσουρβιν = σούπα αρτυσμένη με τάνιν τανοτέριν = ξύλο μακρύ, με το οποίο ανοιγοκλείνουν το φεγγίτη οικίας τανούσεμαν = συμβουλεύομαι τανουσεύκουμαι = συμβουλεύομαι τανοφάει = χυλόπιτες αρτυσμένες με τάνιν τάντανα = τα χοροπηδήματα του παιδιού στα γόνατα της μητέρας ταντάνιγμαν = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ ταντανίζω = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ ταντάνισμαν = κάνω παιδί να χοροπηδά στα γόνατά μου, χοροπηδώ καθισμένος πάνω σε σανίδα, κλονίζω, διακινώ, μεταφ. διαλαλώ ταντανιστέρα = η σανίδα πάνω στην οποία ταντανίζουν ταντανίστρα = σουσουράδα, άνθρωπος κομψευόμενος ταντανίτζα = το χοροπήδημα παιδιού στα γόνατα τάντανον = ξηρό και σκληρό ταντανού = σουσουράδα τανταρακότζ(ιν) = είδος παιχνιδιού κατά το οποίο βαδίζουν στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο ταντή = εκείνος που υποβαστάζει την νύφη κατά την έξοδό της από την πατρική οικία και παράδοσή της στον γαμπρό ταντινίζω = λέω και επαναλαμβάνω τα ίδια ταντουράς = εκείνος που παρασκευάζει κάρβουνα ταντούριν = σωρός ξύλων συσκευασμένα και σκεπασμένα με χώμα προς ανθρακοποίηση τάνωμαν = παρασκευάζω φαγητό με τάνιν τανώνω = παρασκευάζω φαγητό με τάνιν τάξη = τάξη (διάταξη), ευκοσμία, σεμνότητα, εθιμοτυπία, τάμα σε άγιο, τάξη σχολείου τάξι = με αυτό παροτρύνεται ο σκύλος προς επίθεση ταξιδέας = ταξιδιώτης ταξίδεμα(ν) = ταξιδεύω ταξιδεύω = ταξιδεύω ταξιδιάρικος = ταξιδιάρικος ταξίδιν = ταξίδι ταξιδιώτης = ταξιδιώτης ταξιλάεμαν = παροτρύνω, ερεθίζω, σκύλο προς επίθεση ταξιλαεύω = παροτρύνω, ερεθίζω, σκύλο προς επίθεση τάξιμο(ν) = τάμα ταοκάλαθον = καλάθι ορισμένης χωρητικότητας το οποίο φορτώνεται στη μια πλευρά του σάγματος ζώου φορτηγού ταόπον = νεαρός ίππος ταοσάκκιν = σακί ορισμένης χωρητικότητας, που φορτώνεται στη μια πλευρά του σάγματος ζώου φορτηγού ταούλιν = νταούλι ταουλτζής = τυμπανοκρούστης, νταουλτζής ταουτεύω = σκορπίζω, διασκορπίζω, χαλώ τάπα = τάπα, πώμα ταπά = κορυφή κεφαλής, κορυφή δέντρου ταπαά = όροφος οικοδομής, πάτωμα ταπακέρα = ποσότητα όση χωράει η καπνοθήκη ταπακερέα = ταμπακιέρα, καπνοθήκη ταπάνιγμαν = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό ταπανίζω = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό ταπάνιν = σβάρνα, κοντάκι του τουφεκιού ταπάνισμαν = σβαρνίζω σπαρέντα αγρό ταπάντζα = πιστόλι ταπαντζέα = βολή πιστολιού, πιστολιά ταπάχιν = νόσος των διχήλων ζώων ταπαχούμαι = (διχήλα ζώα) προσβάλλομαι από την νόσο ταπάχιν ταπεινός = ήσυχος, μετριόφρων, αδύνατος ταπείνωμαν = ισχνότητα, αδυναμία, μετριοφροσύνη ταπεινώνω = αδυνατίζω, ισχναίνω, δείχνω μετριοφροσύνη ταπείνωση = ισχνότητα, αδυναμία, μετριοφροσύνη ταπεινωτός = αδύνατος ταπιάτιν = χαρακτήρας, συνήθεια, πρόθεση, σκοπός ταπιατλής = εκείνος που έχει καλά ήθη τάπλα = γαμήλιο συμπόσιο, δισκοειδές κάλυμμα γυναικείας κεφαλής ταπόλαμπρα = μετά το Πάσχα ταπουρίουμαι = αναστενάζω, χτυπώ τα γόνατα με τα χέρια από απελπισία τάρα = απόβαρο δοχείου ταραγά = ανακατωτά, ανάμεικτα ταραγεύω = αναμειγνύω τάραγμα = ανάμειξη, ανακάτωμα ταραγμονή = ανακάτωμα, ταραχή, σύγχυση ταραγός = ανάμεικτος ταραγύλης = ουράνιο τόξο ταραζή = ζυγαριά ταράζω = ανακατώνω, αναμειγνύω, ταράσσομαι ταρακιάζω = σχηματίζω σωρό θεριζόμενων χόρτων ταράκιν = σωρός θεριζόμενων χόρτων ταράκιν = εργαλείο λιθοξόων οδοντωτό τάραπας = ξύλινο διάφραγμα, φράχτης κήπου από σανίδα ταραπολόζιν = πολύχρωμη μεταξωτή γυναικεία ζώνη ταραχή = ανησυχία, ταραχή, θόρυβος ταραχίζω = θορυβώ, ενοχλώ, πειράζω ταραχτέας = ταραξίας, ραδιούργος ταράχτες = όργανο διακινήσεως πράγματος, μεταφ. εκείνος που προκαλεί ταραξίες ταραχτετής = εκείνος που διακινεί, μεταφ. εκείνος που προκαλεί έριδες, ταραξίες ταραχτήτρα = γυναίκα ραδιούργα ταραχτόν = το πρώτο γάλα ταργόνιν = φυτό εδώδιμο ταρέζιν = ράφι ταρεζώνω = κατασκευάζω και τοποθετώ ράφια, τοποθετώ στο ράφι ταρέλκα = φλιτζάνι τσαγιού ή καφέ ταρελκέα = ποσότητα όση χωράει η ταρέλκα ταρζής = ράπτης τάρι = τώρα ταρίν = το δημητριακό γέννημα κεχρί ταρκή = δισάκκιο επί του εφίππου ταρνάζω = κινούμαι ελαφρώς ταρνακοτζίζω = είδος βαδίζω στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο, είδος παιχνιδιού ταρνακότζιν = είδος παιχνιδιού στο οποίο βαδίζουν στο ένα πόδι και το άλλο είναι μετέωρο ταρναπουτζεύω = καλπάζω ταρναπουτζίζω = σκιρτώ, χοροπηδώ ταρπούκα = τύμπανο στη βάση του λαγηνιού τάρσα = αντίστροφα ταρταγανίζω = ξεσκίζω, καταρρακώνω ταρταγάνιν = το ξεσκισμένο και ρακώδες ύφασμα ταρταγκίν = πηχτό κατακάθι υγρού ταρταγκώνω = γίνομαι πηχτός ταρταρίζω = τρέμω από το ψύχος, σπαρταρώ, τουρτουρίζω ταρταρίζω = φλυαρώ, αφοδεύω από ευκοιλιότητα ταρχανά = τραχανάς τάρ’ = λοιπόν τασέα = ποσότητα όση χωράει στο τάσιν τασεύω = πλημμυρώ τάσιν = κύπελλο, ποτήρι από χαλκό τασλάεμαν = πετροβολώ τασλαεύω = πετροβολώ τασόπον = κύπελλο, ποτήρι από χαλκό ταστίν = στάμνα τασχανά = λατομείο τατανεύω = καλομαθαίνω, συνηθίζομαι, γλυκαίνομαι ταταρέα = η δυσοσμία του Τατάρου τάτιν = το μέρος της κάλτσας γύρω από το πόδι τάτιν = γεύση εδέσματος τατόλι = το ισόπεδο φτυάρι με το οποίο φουρνίζουν τα ψωμιά τάττας = πατέρας ταυρί = αρσενικό μοσχάρι ταυρολάσιν = η παρακολούθηση πολλών ταύρων μια αγελάδα, ο οργασμός των βοδιών και η διασταύρωσή τους, μεταφ. μεγάλος θόρυβος ανθρώπων ταφ(ίν) = τάφος, μνήμα, νεκροταφείο ταφή = ταφή ταφλά = καθίζημα καφέ ταφλάνιν = δαφνοκερασιά, το μπαστούνι του παιγνιόχαρτου ταφλανόπον = δαφνοκερασιά, το μπαστούνι του παιγνιόχαρτου ταφόπον = μικρός τάφος τάφος = τάφος ταφρίν = τάφρος τάφρος = τάφρος ταφροχόρταρον = χορτάρι που μεγαλώνει στα άκρα του αγρού τάφρωμαν = ορόσημο αγρού ταφτάρ(ιν) = βιβλίο λογιστικό τάφταρα = έγκατα, βάθη ταφώνω = θάβω τάχα = δήθεν, τάχα τάχατες = δήθεν, τάχα ταχεύω = αναρτώ, κρεμώ ταχούμιν = πίπα, καπνοσύριγγα ταχτά-πιτίν = κοριός ταχταλού = πέθανε ταχτζηλούκιν = τέχνη οικοδομική ταχτζής = οικοδόμος ταχτικός = τακτικός ταχώ = λαχταρώ ταψέα = ποσότητα όση χωράει το ταψί ταψί = ταψί ταψίν = ταψί τεά = δήθεν, τάχα τεβέ = καμήλα τεβεκελής = μωρός, ηλίθιος, μεταφ. άσκοπος, μάταιος τεβεκελία = ασκόπως, ματαίως τεβεκελωτός = λίγο ηλίθιος τέβιν = μυθικό θηρίο των παραμυθιών τεβιρεύω = αναποδογυρίζω, ανατρέπω τεβόριν = έλατο τεβοροκλάδιν = κλαδί ελάτου τεβορόπον = έλατο τεβορορρίζιν = ρίζα ελάτου τεγανέα = τηγανιά τεγάνι = τηγάνι τεγανίζω = τηγανίζω τεένυφος = νεόνυμφη τεζίν = πεύκο τεζίνα = δωδεκάδα τεζοκλάδιν = κλαδί πεύκου τεζορρίζιν = ρίζα πεύκου τεζπίχιν = κομπολόι τεζπιχόπον = κομπολόι τεινέκης = ισχνός, λιπόσαρκος τέκα = λέξη στη παιδική γλώσσα όταν προσπαθούν να κάνουν το παιδί να σταθεί στα πόδια: «Τέκα τέκα!» τεκελτάρης = αστείος, ανόητος, μωρός τεκελτέας = ανόητος, μωρός τεκερλεμέ = πέτρα που πετάμε στη θάλασσα έτσι ώστε να εφάπτεται διαδοχικά τεκερλενεύκουμαι = σκοντάφτω τέκιν = κράσπεδο ενδύματος τεκίριν = τροχός αμάξης τεκνοβολώ = τεκνοποιώ τέκνον = τέκνο τέλα = πολύ, βαριά τελαιπωρία = ταλαιπωρία τελαιπωρώ = ταλαιπωρώ τελάλης = δημόσιος κήρυκας τελβέ = καθίζημα, υποστάθμη καφέ τελεία = τελεία τέλειος = τέλειος, άμεμπτος τελείωμαν = τελείωμα, τέλος έργου, αποπεράτωση, εξάντληση τελειώνω = τελειώνω, φέρω εις πέρας, αποπερατώνω, εξαντλώ, αποθνήσκω, αποσώνω τελείωση = τέλος, τερματισμός τέλεμαν = τελειώνω, αποπερατώνω, αποθνήσκω, τελευτώ τελεμονή = αποπεράτωση, συντέλεση έργου τελένω = τελειώνω τελετρέα = διάτρηση με τελέτριν τελέτριν = τρυπάνι, γλύφανο των ξυλουργών τελεύω = τελειώνω, αποπερατώνω, αποθνήσκω, τελευτώ τελίκανλης = έφηβος, νεανίας τέλιν = σύρμα μετάλλινο, σύρμα τηλεγραφικό, τηλεγράφημα τελομονή = αποπεράτωση, συντέλεση έργου τελομός = αποπεράτωση, συντέλεση έργου τέλος = τέλος τελφέ = καθίζημα, υποστάθμη καφέ τελώνα = οι διάττοντες αστέρες τεμελία = εξ αρχής, σταθερώς τεμέλιν = θεμέλιο τεμελώνω = θεμελιώνω τεμερτζής = σιδηρουργός τεμιρτζηλίκιν = η τέχνη του σιδηρουργού τέμνον = το εικονοστάσι της εκκλησίας τέμπα = με αυτό προτρέπονται οι όρνιθες για να εισέλθουν στο κοτέτσι τεμπέλης = τεμπέλης, οκνηρός τεμπελία = τεμπελιά, οκνηρία τεμπελχανά = άσυλο τεμπέληδων τέμπλον = το εικονοστάσι της εκκλησίας τενανάς = αυτός τενεβίρα = είδος παιχνιδιού τενεκετζής = αυτός που κατασκευάζει δοχεία από λευκοσίδηρο τενεκιά = τενεκές τένος = ιτιά τέντα = κατάστρωμα πλοίου τενταλλακλόθα = ακολουθώντας ο ένας τον άλλον τενταλλακλόθιν = το ακόλουθο, το επόμενο τενταλλαπάνου = αλλεπάλληλα τενταλλαπέσου = εισχωρώντας το ένα εντός του άλλου τεντελάρης = τρεμουλιάρης τεντελέας = τρεμουλιάρης τεντέλης = τρεμουλιάρης τεντέλιγμαν = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι τεντελίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι τεντέλισμαν = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι τεντελιχτά = τρέμοντας τεντζερέ = χύτρα, τέντζερης τεντζερέα = ποσότητα όση χωράει ο τέντζερης τεντζερόπον = χύτρα, τέντζερης τεπέ = η κορυφή της κεφαλής του ανθρώπου, η κορυφή δέντρου, όρους κτλ. Τεπεκιόζης = ο Κύκλωπας της μυθολογίας τεπός = ανόητος, μωρός τεπουπίζω = καθαρίζω σιτηρά με τεπούριν τεπούριγμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν τεπούριμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν τεπούριν = μεγάλος ξύλινος δίσκος μονοκόμματος που χρησιμοποιείται στο καθαρισμό των σιτηρών τεπούρισμαν = καθάρισμα σιτηρών με τεπούριν τερεδίτζα = ρυάκι, ποταμάκι τερεζή = ζυγαριά τέρεμα = βλέμμα, περιποίηση τερές = ρυάκι τερζής = ράπτης τερζίδικον = ραφείο τερίνα = αθερίνα τερκή = δισάκι του εφίππου τερμανάζω = θεραπεύω με φάρμακα τερμάνιν = φάρμακο, ευρωστία σωματική, ζωτικότητα, δύναμη τερμονέα = κρημνός τερνέκιν = ομήγυρη, πανήγυρη τερπή = ο ξυλοφάγος των ξυλουργών τέρσα = αντίστροφα τερσή = είδος αδράκτου, με το οποίο κλώθουν νήμα εις διπλούν τέρτιν = βάσανο, ταλαιπωρία, χρόνια νόσος, θλίψη, καημός τερτίπιν = τέχνασμα οποιοδήποτε προς επιτυχία υποθέσεως ή προς εξαπάτηση τερτόπον = βάσανο, ταλαιπωρία, θλίψη, χρόνια νόσος τερώ = επιτηρώ, προσέχω, βλέπω, παρατηρώ, περιποιούμαι, διατηρώ, πληρώνω τεσάεμαν = το στρώσιμο του πατώματος τεσαεύω = στρώνω πάτωμα τεσάκιν = στρώμα κλίνης τεσαμά = πάτωμα σπιτιού τεσσάριν = το χαρτί τέσσερα των παιγνιόχαρτων τεσσάροι = αυτοί που βαστάζουν το φέρετρο με κατεύθυνση προς την εκκλησία και έπειτα προς τον τάφο τεσσεράγκωνον = τετράγωνο τεσσεράδιν = το χαρτί τέσσερα των παιγνιόχαρτων τεσσερακάντηλος = αυτός που έχει τέσσερις καντήλες τεσσεράποδος = αυτός που έχει τέσσερα πόδια τεσσεράχρονος = τετράχρονος τεσσερεκατόν = τετρακόσια τεσσερόκοκκο = καρύδι που έχει τέσσερα εσωτερικά χωρίσματα τέστα = πήλινο αγγείο ευρύστομο τεστέ = δέσμη χόρτων, σταχυών κτλ. τεστεκίλιν = είδος μικρού σφυριού χρυσοχόων τεστίν = στάμνα τέταρτος = τέταρτος τετεκιάζω = μουχλιάζω επιφανειακώς τετέκιν = μούχλα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρών τροφίμων τετράγλωσσος = φλύαρος μέχρι κόρου, αδολέσχης τετραδέτρα = μετων. άνθρωπος, ιδίως γυναίκα, πολυπράγμων Τετράδη = Τετάρτη τετράδιπλα = τετραπλά τετράδιπλος = τετραπλός Τετραδίτζα = Τετάρτη τετραδοβλάφτρα = αυτή που βλάφτηκε την Τετάρτη Τετραδοπαράσκευα = η Τετάρτη και η Παρασκευή, ημέρα νηστείας τετραδοφάγας = αυτός καταλύει την νηστεία της Τετάρτης τετρακέφαλος = τετρακέφαλος, μεταφ. έξυπνος, πανούργος τετρακόσοι = τετρακόσιοι τετράμερα = τέσσερα μέρη τετράξανθος = ο πολύ ξανθός τετραπέρατος = τετραπέρατος τετράποδον = αυτός που έχει τέσσερα πόδια τεττές = ο πατέρας (στην παιδική γλώσσα) τέφιν = κοίτη ζώου του σκύλου και των αγριμιών τεφτέριν = λογιστικό βιβλίο, κατάστιχο τέχα = επιφώνημα με το οποίο δείχνουμε κάτι τεχάτοχας = νάτος τεχλικελής = δειλός μέχρι μωρίας τεχλικελίν = επικίνδυνο τέχνη = τέχνη, επιδεξιότητα, μαστοριά τεχνίτες = τεχνίτης, επιδέξιος, επιτήδειος τεψέα = ποσότητα όση χωράει το ταψί τεψίν = ταψί τζάβλακο = μέρος ελώδες τζαβλούκιν = το σπερματοφόρο στέλεχος φυτού τζαβλουκώνω = εκφύω σπερματοφόρο στέλεχος (φυτό), αδυνατίζω, ισχναίνω τζαβταρένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από σίκαλη τζαβτάριν = σίκαλη τζαβταρόπον = λίγη ποσότητα σικάλεως τζαβταροψώμιν = ψωμί από σίκαλη τζαγάνα = κάβουρας, μετων. άνθρωπος ισχνός τζαγδίζω = τραυλίζω, ψευδίζω τζαγδιστά = τραυλίζοντας, ψευδά τζάγκαρος = αράχνη, ακρίδα τζαγκί(ν) = υπόδημα ψηλό μέχρι το γόνατο τζαγκώνω = απλώνω, εκτείνω τζαγμονή = φωνή, κραυγή τζάγωμαν = παρατεταμένη κραυγή, βράχνιασμα από παρατεταμένη κραυγή τζαγώνω = κραυγάζω παρατεταμένα, βραχνιάζω από παρατεταμένη κραυγή τζαζού = γυναίκα ραδιούργα, δαιμόνιο που πνίγει τα βρέφη τζαζούγαρη = γυναίκα ραδιούργα τζαζουλίκιν = γυναίκα ραδιούργα τζάζω = φωνάζω, κραυγάζω τζαΐζω = φωνάζω, κραυγάζω τζάισμαν = ισχυρή κραυγή τζαϊχτά = φωναχτά, κραυγαλέα τζαϊχτεράς = φωνακλάς τζάκ(ιν) = εστία, τζάκι τζακάνιν = δημητριακό γέννημα, σίκαλη, κριθή, στην πλήρη εκβλάστησή του τζακατούρα = άλογο εξαντλημένο από την πολλή κόπωση τζακατώνω = πρασινίζω τζακέλιγμαν = το σκάψιμο με το τζακέλιν τζακελίζω = σκάβω με το τζακέλιν τζακέλιν = σκαπάνη τζακέλισμαν = το σκάψιμο με το τζακέλιν τζακελιχτέριν = σκαλιστήρι, σκαπάνη τζακελομάκελλον = δικέλλα με την οποία γίνεται η εκρίζωση παρασίτων χόρτων κήπου τζακίζω = σπάω, κομματιάζω τζάκιν = κλήρος τζακογνάφης = αυτός που έχει σπασμένα μούτρα, ασκημομούρης τζακοθερίσκουμαι = κομματιάζομαι θεριζόμενος τζακοκάγανον = δρέπανο σπασμένο τζακοκεφαλίζω = σπάω το κεφάλι τζακοκούτιν = σπασμένο κουτί και γενικώς σπασμένο σκεύος τζακομεσίζω = σπάω τη μέση, προξενώ σ’ αυτήν πόνο τζακομουντζουράζω = σπάω τα μούτρα, μεταφ. εξευτελίζω, ταπεινώνω τζακόνιν = αυλή τζακοπάριν = σπασμένος παράς, μεταφ. ελάχιστο χρήμα, τσακιστή πεντάρα τζακοποδάζω = σπάω τα πόδια τζακοποδαρίζω = σπάω, τσακίζω τα πόδια, παθαίνω κάταγμα του ποδός, κουτσαίνω τζακοποδίζω = τσακίζω τα πόδια τζακοστουδάζω = τσακίζω τα κόκκαλα, καταπονούμαι από την πολλή εργασία τζακοστουδίζω = τσακίζω τα κόκκαλα, καταπονούμαι από την πολλή εργασία τζακοτζούκαλον = σπασμένο πήλινο αγγείο τζακοφτερίζω = τσακίζω τα φτερά, μεταφ. αποστερώ κάποιου το μέσω προς εργασία, χάνω το στήριγμά μου και αποθαρρύνομαι τζακοφτερνίζω = τσακίζω την φτέρνα του υποδήματος στραβοπατώντας τζακοφτερουλίζω = τσακίζω τα φτερά τζακοχειλίζω = τσακίζω το χείλος (αγγείο) τζακοχέρης = φιλάργυρος, κακοπληρωτής τζακοχερίζω = τσακίζω το χέρι ή τα χέρια κάποιου, μεταφ. στερώ από κάποιον την ικανότητα προς ενέργεια ή εργασία τζάκωμα(ν) = θραύση, σπάσιμο, τζακώματα χρήματα τζακώνω = θραύω, τσακίζω, εκριζώνω, εκφοβίζω, επιτιμώ, επιπλήττω τζακώτα = ελιά πράσινη θλαστή και αλατισμένη τζακωτήριν = το τελευταίο γεννηθέν παιδί τζαλαπάτημα = παιδική ασθένεια που συνεπάγεται καχεξία και ατροφία τζαλαπατώ = ποδοπατώ τζαλαχώνω = λερώνω, ρυπαίνω τζαλίμιν = άργιλος τζαλκάλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά, πόρπη ενδύματος, κρίκος πάνω στο οποίο προσδένεται κάτι τζαλοτζάκωμαν = τεμάχιο κομματιασμένου πήλινου αγγείου τζάμα = ο γυναικεία κοτσίδα τζαμάζω = πλέκω τα μαλλιά της κεφαλής σε κοτσίδες τζαμέσιν = βούβαλος τζάμιν = τζάμι τζαμίν = τζαμί τζάμμουας = είδος παιχνιδιού τζαμμούσα = αυτή που έχει κλειστά μάτια τζαμμώνω = κλείνω τα μάτια τζαμμωχτά = με κλειστά μάτια τζαμμωχτόν = το παιχνίδι «τυφλόμυγα» τζάμπουρας = αυτός που έχει τα μάτια κλειστά, μεταφ. βλάκας τζάμπουρο = στέμφυλο τζαμπρί = τσαμπί τζαμπώνω = κλείνω τα μάτια τζαμφέσι = είδος μεταξωτού υφάσματος τζαναβάριν = άγριο ζώο σαρκοφάγο, μεταφ. άνθρωπος αγροίκος, ασυλλόγιστος τζανάρ’κον = αυτός που έχει παραχαϊδευθεί τζανεία = θωπεία, χάδια, ανοησία, μωρία τζανεύω = παραχαϊδεύω, κάνω καμώματα, παιδιαρίζω τζανίζω = λαχταρώ τζάνιν = ο ξύλινος ρυμός που συνδέει την τυκάνη του αλωνίσματος με το ζυγό τζάνιν = παραχαϊδεμένος τζάνιν = το εξωτερικό πράσινο περίβλημα του καρυδιού τζαννία = μωρία, τρέλα τζαννίζω = τρελαίνομαι τζαννοκόριτζο = τρελοκόριτσο τζαννοπαίδι = τρελόπαιδο τζαννοπίπερον = κόκκινη πιπεριά τζαννοπορέματα = αταξία της ζωής, ατασθαλία, παρεκτροπή τζαννοπορεύουμαι = ατασθάλω τζαννός = ανόητος, επιπόλαιος, πεισματάρης τζαννώνω = τρελαίνω κάποιον, τρελαίνομαι τζάνος = ζιζάνιο του σίτου, είδος εντόμου τζαντζαρεύω = αναρριχώμαι τζάντζαρος = αράχνη, ακρίδα τζαντός = αραιός τζάξιμον = δυνατή κραυγή τζάπα = πήλινη χύτρα, η κοιλότητα της παλάμης τζάπα = χειροκρότημα τζάπιν = πήλινη χύτρα τζαποκοίλης = αυτός που έχει κοιλιά σαν τον τζάπιν, στρογγυλή και εξογκωμένη τζαπόπον = πήλινη χύτρα τζαραγμάδα = χαραμάδα, ρωγμή τζαραμά = πρόστιμο τζαραμπούλα = πυγολαμπίδα τζαραμπουλίζω = λάμπω, στίλβω τζαραμπουλιχτεράς = αυτός που λαμποκοπά, πανέμορφος τζαραμπουλίχτρα = πυγολαμπίδα τζαράνα = τα δοκάρια της στέγης, το μεταξύ της οροφής και της στέγης μέρος της οικίας τζαρανίζω = τρεμοσβήνω, βλέπω αμυδρά τζαραντίζει = ψιχαλίζει τζαραπίζω = γρατσουνίζω, αροτριώ επιπόλαια τζαραρία = αμυχή, γρατσουνιά τζαρατζούρα = ύφασμα πρόστυχο και φτηνό τζαραφάτιν = ύφασμα αραιό στην υφή τζαραφίζω = γρατσουνίζω, οργώνω επιπόλαια τζαράφισμαν = γρατζούνισμα, το επιπόλαιο όργωμα τζαραφοκότα = γάτα που προξενεί αμυχές τζαραφουλίζω = γρατσουνίζω με νύχια τζαργαλάριν = ξύλο του οποίου αποσπώνται ξυλάρια, φωνή όχι μελωδική τζαργάλιν = λεπτό απόσχισμα ξύλου τζάρεμαν = περισυλλογή σκουπιδιών, επιπόλαιο σκούπισμα τζαρευτέριν = σάρωθρο για περισυλλογή των σκορπισμένων σταχυών, ξύλινη χτένα τζαρεύω = περισυλλέγω τα σκουπίδια, σαρώνω επιπόλαια τζαρίδιν = φυτό που έρπει τζαρίζω = εκφράζω με ζωηρές και φαιδρές φωνές την επιθυμία μου (για βρέφη) τζάριν = τρίχα αλόγου τζαρκέλ(ιν) = σκαπάνη τζαρμούλιγμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια τζαρμουλίζω = γρατζουνίζω με τα νύχια τζαρμούλισμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια τζαροκόσκινον = κόσκινο από τρίχες αλογοουράς τζαρομάγος = αυτός που έχει μάτια τόσο μικρά που μόλις ανοίγουν τζαρομαλλού = σαρκαστικά γυναίκα που έχει μαλλιά σκληρά σαν τις τρίχες της αλογοουράς τζάρος = γέρος τζαροφούρκαλον = σκούπα από κλώνους χαμόδεντρου τζαρτζαρίζω = τρίζω, κροτώ (ξύλα που καίγονται) τζαρτζάρισμαν = το τρίξιμο που κάνουν τα ξύλα που καίγονται τζαρφούλιγμαν = γρατζούνισμα με τα νύχια τζαρφουλίζω = γρατζουνίζω με τα νύχια τζαρώνω = βάζω λεπτούς κλάδους στην στέγη τζάτζα = προσφώνηση προς μεγαλύτερη αδελφή τζατζαλίζω = γυμνώνω κάποιον, αφαιρώ τον καρπό από το στέλεχος τζατζάλισμαν = γδύσιμο κάποιου, αφαίρεση του καρπού από το στέλεχος τζάτζαλος = γυμνός τζατζαλώνω = απογυμνώνω κάποιον τζατζίν = φρύγανο, κλαδί, θάμνος τζατζίφταρο = φτυάρι του αλωνιού από καλάμια τζατζόπον = φρύγανο, κλαδί, θάμνος τζατζούλα = μικρό πανεράκι τζατζούρα = μικρά ξυλαράκια τζατζοφούρκαλον = σκούπα που κατασκευάζεται από κλάδους σκληρών θάμνων ιδίως ερείκης, ο θάμνος ερείκη τζατζόφωτα = ξημέρωμα τζατζοφωτίζω = υποφώσκει τζατζοφώτισμαν = λυκαυγές τζαυδίζω = τραυλίζω, ψευδίζω τζαυδιστά = τραυλίζοντας, ψευδά τζαυδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός τζαφάρα = περιταινία κρέατος, κρέας ινώδες τζαφάρα = σφυρίχτρα τζαφαρίζω = σφυρίζω με σφυρίχτρα τζαφαρωτόν = ινώδες κρέας τζάφιγμαν = ξύσιμο τζαφίζω = ξύνω, κνήθω τζάφιν = κόσμημα γυναικείας κεφαλής αποτελούμενο από διπλή σειρά αργυρών αλυσίδων που φέρουν στις άκρες δυο αργυρά τεμάχια εξαρτήσεως νομισμάτων επιχρυσωμένα, το δάχτυλο του τυφλοπόντικα τζάφισμαν = ξύσιμο τζαφράκα = ρυτιδωμένη γριά τζαφράκωμαν = ρυτίδωμα στο πρόσωπο τζαφρακώνω = ρυτιδώνομαι στο πρόσωπο τζαχαβέλιν = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων τζαχάλης = αδαής, άπειρος, διανοητικά καθυστερημένος τζάχειλος = αυτός που έχει μεγάλα χείλη, χωρικός που μιλάει ιδίωμα παραφθαρμένο τζεβαΐριν = πολύτιμος λίθος, διαμάντι τζεβάπιν = απόκριση τζεβζέ = μπρίκι του καφέ τζέγκλα = πράγματα που συντελούν για απόλαυση και επίδειξη τζεζά = ποινή, τιμωρία τζελέβιν = δοχείο στο οποίο παρασκευάζεται το σταχτόνερο για πλύσιμο τζελελία = γλάρος τζελεπάζω = φέρω λειχήνες στο δέρμα, ψωριάζω τζελεπώνω = ντύνω κάποιον με πενιχρά ενδύματα τζελέφιν = ροκανίδι τζεπάζω = βάζω στην τσέπη τζέπη = τσέπη τζεπλάζω = διασκορπίζω τσόφλια τζέπλιν = σκληρός φλοιός, τσόφλι κτλ. τζεπλώνω = σκληρύνομαι όπως το κέλυφος ξηρού καρπού τζέπρα = λέπρα, ψώρα, μεταφ. ένδεια, φτώχια τζέπρα = στέμφυλα τζεπράζω = πάσχω από λέπρα, πάσχω από ψώρα, γίνομαι ρυπαρός τζεπράρης = λεπρός τζεπρέας = λεπρός, ψωραλέος, μεταφ. ρυπαρός τζεπρέδια = στέμφυλα τζεπρολαλαχεία = χάδια λεπρού ή ψωραλέου τζερδόνιν = σάπιο ή σκουληκοφαγωμένο ξύλο τζερεμέ = πρόστιμο τζερεμόπον = λίγο πρόστιμο τζερέπης = λιπόσαρκος, κοκκαλιάρης τζέριγμαν = σκίσιμο τζερίζω = σκίζω τζέρισμαν = σκίσιμο τζερπίουμαι = κουρελιάζομαι στα φορέματά μου τζέρτζα = διάρροια με αέρια, μετων. άνθρωπος βδελυρός τζερτζέας = αυτός που πάσχει από χρόνια ευκοιλιότητα τζερτζός = ρυπαρός, ακάθαρτος τζερτζοσύνα = ακαθαρσία, ρυπαρότητα τζευδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός τζεφάζω = εκφύω χλόη, πρασινάδα (έδαφος) τζέφιν = πρασινάδα, γρασίδι, μέρος όπου μεγαλώνουν πολλά χόρτα, χώμα που συγκρατείται από τις ρίζες τον εκριζωμένων φυτών τζέφλιν = σκληρός φλοιός, αβγού, καρπών κτλ. τζεφλόν(ιν) = μικρό απόσχισμα ξύλου τζεφώνω = εκφύω χλόη, πρασινάδα (έδαφος) τζεχέλης = αδαής, άπειρος, διανοητικός καθυστερημένος τζεχελίκιν = αδαημοσύνη, απειρία τζεχενέμιν = κόλαση τζία = σπινθήρας τζιαγμονή = φωνή, κραυγή τζιάζω = καίω βούτυρο ή λάδι για άρτυση φαγητού, ψήνω κάτι στη σχάρα τζιαμπαρδούκα = είδος παιχνιδιού με άλματα τζιανίζω = κλαυθμυρίζω (βρέφος) τζιαστερίτι = τηγανάκι στο οποίο καίγουν βούτυρο τζιαστός = ψημένος τζιατού = καλικάντζαρος, μεταφ. γυναίκα μοχθηρή τζιβδός = τραυλός, βραδύγλωσσος, ψευδός τζιβίζω = τιτίζω (πτηνό) τζίβιν = το πτηνό στρουθίο τζιβιντζάλιν = μετων. άνθρωπος μικρόσωμος τζιβολίζω = μαδώ, δέρνω τζιγάνος = άνθρωπος φειδωλευμένος, τσιγκούνης τζιγαρέα = η οσμή του τσιγάρου τζιγάρον = τσιγάρο τζιγαρόξυλον = πίπα τζιγαροχάρτιν = χαρτί ειδικό για τύλιγμα τσιγάρου τζιγγιαναλίκιν = φειδωλία, φιλαργυρία Τζιγγιανάς = το εθνικό όνομα του Αθιγγάνου, μεταφ. άνθρωπος γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος τζιγγιανοπούλλιν = γυφτόπουλο τζίγγρα = σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα, μετων. άνθρωπος μεμψίμοιρος τζιγγράζω = παραπονιέμαι, γκρινιάζω τζιγγράρης = παραπονιάρης, γκρινιάρης τζιγγρέας = παραπονιάρης, γκρινιάρης, φιλάργυρος, τσιγκούνης τζίγγρωμαν = κλαψούρισμα, μεμψιμοιρία, σκυθρώπιασμα τζιγγρώνω = κλαψουρίζω, παραπονιέμαι, σκυθρωπιάζω τζιγκαλίδα = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός τζιγκαλιδάζω = κλώθω πολύ το νήμα και προκαλώ το σχηματισμό σπειρώσεων τζιγκαλιδάριν = νήμα που είναι στριμμένο πολύ και έχει πολλές σπειρώσεις, έριο σγουρό και με κόμπους τζιγκαλιδέας = μεταφ. στριμμένος τζιγκαλίδιν = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός Τζιγκιανάς = το εθνικό όνομα του Αθιγγάνου, μεταφ. άνθρωπος γλίσχρος, φειδωλός, φιλάργυρος τζιγκλιμιδάζω = συνθλίβω τζιγκλιμιδάζω = συνθλίβω τζιγκλιμιδίζω = συνθλίβω τζιγκρά = αισθητά, ελαφρά τζίδιν = ροκανίδι τζιδώνω = ανάβω φωτιά, αναζωπυρώνω τζιδωτέριν = λεπτό ξυλαράκι που χρησιμοποιείται για προσάναμμα τζιζεύω = χαράζω γραμμή τζιζή = γραμμή χαρασσόμενη τζιζιλαεύω = κάνω ή χαράζω γραμμή τζιζιλαύω = παράγω ψίθυρο τζίζω = αισθάνομαι οδυνηρό τσίμπημα τζίκαρη = τσιγάρο τζίκαρη = θάμνος τζικάριν = πνεύμονας, ήπαρ τζικίζω = τσιμπώ τζίκνα = τσίκνα, ομίχλη τζικνάζω = ξεωριάζω τζικνέα = η οσμή της κνίσας τζικουτέα = χτύπημα με σκούπα τζικουτίτζα = μικρό κλαδάκι ελάτου, χόρτο που χρησιμοποιείται για μικρές σκούπες τζικουτοκλάδιν = χλωρό κλαδί ελάτου ή πεύκου τζίκουτον = χλωρό κλαδί ελάτου ή πεύκου, σκούπα από κλαδιά ελάτου τζικουτόσπορον = σπόρος παραγόμενος από φυτό από το οποίο κατασκευάζονται σκούπες τζικουτώνω = διακλαδίζομαι πολύ σαν το φυτό από το οποίο κατασκευάζονται σκούπες τζιλάγκος = αισχρός στην όψη, δυσειδής τζιλάζω = αφοδεύω υγρά αποχωρήματα τζιλαλίζτρα = θάμνος που παράγει μαύρους καρπούς τζιλαρείον = ευκοιλιότητα, διάρροια τζιλάρης = αυτός που αφοδεύει υγρά κόπρανα τζιλαρίτα = ευκοιλιότητα, διάρροια τζιλαταρείον = ευκοιλιότητα, διάρροια τζιλατάρης = αυτός που αφοδεύει υγρά κόπρανα τζιλατείον = ευκοιλιότητα, διάρροια τζιλβονίτα = είδος άγριου μενεξέ τζιλγανίζω = λειώνω πάχος και εξάγω τα αποτσιγαρίδια, τσιγαρίζω, μεταφ. λειώνω από θλίψη, υποφέρω τζιλέα = τα υδαρή αποχωρήματα του ανθρώπου, κουτσουλιά, σάπιος καρπός τζιλέας = αυτός που πάσχει από διάρροια τζίλεμαν = διάρροια, κόπρος πτηνού τζιλεύω = κοπρίζω (πτηνό) τζιλίδιν = πυρωμένο κάρβουνο εστίας τζιλιδόπον = μικρό κάρβουνο πυρωμένο τζιλιμουγκρίζω = παραπονιέμαι κλαψουρίζοντας, γκρινιάζω για το έργο που μου ανατίθεται τζιλιμπούρδα = πυγολαμπίδα τζιλιμπουρδίζω = εκπέμπω αμυδρό φως τζιλόκολος = αυτός που πάσχει από συνεχή διάρροια τζιλόνομος = εκείνος του οποίου ο θρησκευτικός νόμος είναι άξιος περιφρονήσεως τζιλόπετρα = λίθος πολύ εύθραυστος τζιλοφάγας = (υβριστικώς) αυτός που τρώει αποχωρήματα τζιλτάρης = αυτός που πάσχει από ακράτεια τζιλτέας = αυτός που πάσχει από ακράτεια, μεταφ. εκείνος που κατουριέται από το φόβο του, ο πολύ δειλός τζίλτεμα(ν) = ούρα τζιλτεμέα = η οσμή του ούρου τζιλτευτέρα = μικρό άνοιγμα της βράκας για ούρηση τζιλτευτέριν = μικρό άνοιγμα της βράκας για ούρηση τζιλτεύω = ουρώ, κατουριέμαι τζιλτοζώμιν = κωμικώς το ούρο τζιλτού = αυτός που πάσχει από ακράτεια, μεταφ. εκείνος που κατουριέται από το φόβο του, ο πολύ δειλός τζιλτούκης = αυτός που πάσχει από ακράτεια τζιλτούρα = αυτή που πάσχει από ούρα τζιλώ = αφοδεύω υγρά από ευκοιλιότητα τζιμίδιν = εγκέφαλος, νους, η υπολειπόμενη μάζα των καρυδιών μετά την εκπίεση του ελαίου, πολτός από πίτουρα ως τροφή αγελάδας, χόρτα στραγγισμένα μετά το βράσιμο και αρτυσμένα με βούτυρο τζιμίζω = στύβω με τα χέρια βγάζοντας το ζουμί, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη τζίμισμαν = στύψιμο με τα χέρια βγάζοντας το ζουμί, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη τζιμπάρι = σφύρα λιθοξόου τζίμπλα = τσίμπλα τζιμπλάζω = φέρω τσίμπλες τζιμπλάρης = αυτός που έχει τσίμπλες τζιμπλαρίτζα = γυναίκα τσιμπλού τζιμπλατίνος = αυτός που έχει τσίμπλες τζιμπλέας = αυτός που έχει τσίμπλες τζιμπλετάνος = αυτός που έχει τσίμπλες τζιμπλίασμαν = φέρω τσίμπλες τζιμπλομμάτης = αυτός που έχει τσίμπλες τζιμπλοπέτεινος = παρωνύμιο του τζιμπλομμάτης τζιμπονίζω = αναβλύζω με ορμή τζιμπόνιν = το αιρετό στόμιο του αυλού, φυτό με κενό στέλεχος από το οποίο φτιάχνουν φλογέρα τζιμπονόφυλλον = το φύλλο φυτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογέρας τζιμπούσ(ιν) = συμπόσιο, τσιμπούσι τζινάζω = αφήνω κουτσουλιά (πτηνό) τζινακιάζω = εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ τζινάκιασμαν = λάμψη σπινθήρα, καμένο μέρος πράγματος από σπινθήρα τζινακίζω = εκπέμπω σπινθήρα, σπινθηροβολώ, λάμπω, στίλβω, τεμαχίζω σε μικρά κομματάκια τζινάκιν = σπινθήρας, κόσμημα της κάλτσας, κάρφος τζινακόπια = μικρά ψαράκια τζινατίζω = λερώνω με τζινέαν τζινάτωμαν = αλείφω με τζινέαν, λερώνομαι με τζινέαν τζινέα = κουτσουλιά τζινεύομαι = στενοχωριέμαι τζινί = σκελίδα σκόρδου, φέτα φρούτου τζινίζω = κλαψουρίζω τζινίκα = γυναίκα κλαψιάρα τζίνος = γλάρος τζινταράζω = βγάζω ίνες από ξύλο τζιντάριν = λεπτή ίνα ξύλου, σχίζα τζιντζής = μάγος τζίντζιρος = ρυτιδωμένος τζιντζιρώνω = γερνάω πολύ τζίξιμον = άλγος, πόνος, λύπη, οίκτος τζιουμάζω = στύβω τα ρούχα για να φύγει το νερό τζιουμπουρώ = τσιμπώ τζιουμπροχειλίουμαι = κρεμώ τα χείλη μου από οργή ή πείσμα τζιουπροχείλισμα = κρεμώ τα χείλη μου από οργή ή πείσμα τζιουχλεύω = βάζω σημάδι, στοχεύω τζιουχλί = αλιευτική απόχη τζιπάζω = περνώ βελόνες για πλέξιμο, στερεώνω κάτι με σφήνα τζιπέ = μεταξωτός χιτώνας νύφης τζιπίν = καλτσοβελόνα, μικρό ξυλάκι τζιπίω = εξάγω τις ίνες του κελύφους των φασολιών τζιπρώνω = συμμαζεύομαι, σουφρώνω, συστέλλω τα χείλη αρχίζοντας να κλαψουρίζω, σαπίζω στη γη δεν φυτρώνω (σπόρος), στεγνώνω τζίρα = αδυναμία σωματική, εξάντληση τζιργάνα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυμένου λίπους ουράς προβάτου τζιργανίζω = λειώνω πάχος και εξάγω τα αποτσιγαρίδια, τσιγαρίζω, μεταφ. λειώνω από θλίψη, υποφέρω τζίριγμαν = τσιρίδα τζιρίζω = τσιρίζω τζίριν = αχλάδια ή μήλα φουρνισμένα ή ξηραμένα στον ήλιο τζιριχτεύω = παρασκευάζω τηγανίτες τζιριχτόν = τηγανίτα τζίρλα = διάρροια τζιρλέα = κλαψούρισμα, κραυγή τζιρλετής = διάρροια τζιρλίζω = κλαίω, κλαψουρίζω τζιρμουδέα = νερό που περιέχει αλάτι, άλμη τζιρνία = ο ελάχιστος ψίθυρος φωνής, κλαψούρισμα τζιρνίζω = βγάζω τσιμουδιά, ψιθυρίζω, κλαψουρίζω τζιροζώμιν = το ζουμί των βρασμένων τζιριών τζιρόνα = είδος πτηνού τζίρος = είδος σκόμβρου, τσίρος τζιρούτ(ιν) = ακόντιο τζίρτα = σάλιο, μεταφ. ελάχιστη ποσότητα πράγματος τζιρτζιρίζω = τσιρίζω τζιρτίζω = εκσφενδονίζω σάλιο, αναβλύζω αναπηδώντας τζιρτιχτέρα = σωληνάριο με έμβολο με το οποίο τα παιδιά παίζουν εκσφενδονίζοντας νερό ο ένας στον άλλον τζιρώνω = γίνομαι κάτισχνος τζιτάμης = νωθρός, οκνηρός τζιταμλίκιν = νωθρότητα, οκνηρία τζίτζα = ελάχιστη ποσότητα πράγματος τζιτζανίζω = απορροφώ, θηλάζω τζιτζάνισμαν = απορρόφηση, θήλασμα τζιτζίδι = μετων. άνθρωπος ολόγυμνος τζίτζιδος = τσίτσιδος τζιτζίλι = το παιδικό μόριο τζιτζιλίαμαν = τριγυρίστρα τζιτζίλιν = θρομβοειδές υγρό απόσταγμα δέντρων, δερματικό μαλακό έκθυμα, ομφαλός τζιτζιλομάστικα = μαστίχα από έλατο τζίτζιλος = ολόγυμνος, τσίτσιδος τζιτζίν = κρέας (στη παιδική γλώσσα), ο γυναικείος μαστός τζίτζιρα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυομένου λίπους της ουράς προβάτου τζιτίζω = κρυφοκοιτάζω από χαραμάδα τζιφίζω = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου τζιφίν = τομή στα αφτιά των αιγοπροβάτων για να αναγνωρίζεται τζίφισμαν = χάραγμα με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου τζιφλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη τζιφλακίζω = αναβλύζω κοχλάζοντας, ορμητικά τζιφλάνιν = μικρό απόσχισμα ξύλου τζιφτός = λεπτοφυής τζιχάρ(ιν) = τσιγάρο τζίχλα = το πτηνό τσίχλα τζιχλάζω = συντρίβω, συνθλίβω τζιχλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη τζιχλακίζω = όταν αρχίζει να πιάνει το χιόνι στο έδαφος και δεν λιώνει τζιχλάκιν = το πτηνό τσίχλα τζιχλιμιδίζω = συντρίβω, τρίβω στάχυα στο χέρι για να βγάλω τον καρπό τζιχλιμίδιν = συντρίμμι τζιχλοπέτεινος = τσαλαπετεινός τζιχλώνω = συνθλίβω με πίεση τζίχνα = τσίκνα, ομίχλη τζιχνάριν = το τσικνισμένο φαγητό τζιχνέα = η οσμή της τσίκνας τζιχνέας = ο ενοχλητικός τζιχνίζω = καψαλίζω τζίχνισμαν = ακροθιγής καύση πράγματος, καψάλισμα υφάσματος, δέρματος, πτηνού κτλ., ανάδοση οσμής τσίκνας φαγητού τζιχτζιράνος = αβγό ξεροψημένο σε θερμή στάχτη τζιχτζιρίνος = αβγό γεμισμένο με επιδέξιο τρόπο με πίσσα για να γίνει ισχυρό και να σπάσει τα αβγά των άλλων το Πάσχα, αβγό ξεροψημένο σε θερμή στάχτη, μετων. άνθρωπος λεπτοκαμωμένος τζοάπιν = απόκριση τζοβαΐριν = πολύτιμος λίθος, διαμάντι τζόβενος = νεαρός κομψά ντυμένος τζόβιν = λεπτό και πλατύ απόκομμα ξύλου, φλοιός δέντρου τζολόφιν = ο λοβός του φασολιού τζόνιν = σχισμένες βέργες, με τις οποίες πλέκουν καλάθια τζονοκόσκινον = κόσκινο πλεγμένο από λεπτές βέργες τζονορράβδιν = βέργα με την οποία παρασκευάζονται τα τζόνα τζόπα = τσέπη τζορίζω = μόλις που αναβλύζω από ελάχιστη ποσότητα νερού τζορίν = γήλοφος, βουνό τζορίν = πηγή νερού ελάχιστης ποσότητας που μόλις αναβλύζει, έλος, τέλμα τζορόπον = γήλοφος, βουνό τζοροχόρταρον = χόρτο που μεγαλώνει σε τόπο υγρό ή ελώδη τζορτζοθολώνω = θολώνω πολύ λίγο ή ρίχνω σε κάτι λίγο νερό, διαβρέχω ελάχιστα, αφήνω έργο ημιτελές τζούβος = άδειος, κούφιος τζουβώνω = γίνομαι κούφιος τζουγγρώνω = κλαψουρίζω, παραπονιέμαι, σκυθρωπιάζω τζουγκαλίδω = συσπειρωμένη κλωστή όταν τρίβεται πολύ, μαλλί κατσαρό, μεταφ. κατεργαριά, πανουργία, μετων. άνθρωπος στριμμένος, πονηρός τζουδώνω = ανάβω φωτιά, αναζωπυρώνω τζούζω = τσούζω, μεταφ. αισθάνομαι για κάποιον λύπη, συμπάθεια τζουκαλάς = ο κατασκευαστής πήλινων αγγείων τζουκάλιν = πήλινη χύτρα τζουκαλού = πήλινη χύτρα τζουκαλοφούρνι = κάμινος όπου ψήνονται τα πήλινα αγγεία τζουκαλώνω = στήνω χύτρα στην εστία για παρασκευή φαγητού τζούλα = τρίχα από ουρά αλόγου τζουλάνιν = σκελίδα σκόρδου τζουλγάνα = τα αποτσιγαρίδια του διαλυμένου λίπους ουράς προβάτου τζουλούφ(ιν) = ο λοβός του φασολιού τζουλούχος = είδος φαγητού από ποικίλα συστατικά τζουλτούκ(η)ς = αυτός που πάσχει από ακράτεια τζουλώ = αφοδεύω υγρά από ευκοιλιότητα τζούμιγμαν = στύβοντας με τα χέρια βγάζω το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη τζουμίζω = στύβω με τα χέρια βγάζοντας το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη τζούμισμαν = στύβοντας με τα χέρια βγάζω το υγρό, μεταφ. επείγομαι, σφίγγομαι από ανάγκη τζουμουδιώ = τσαλακώνομαι τζουμουλάζω = τσιμπώ τζουμουράζω = τσαλακώνω τζουμουρεύω = πιέζω, συνθλίβω τζουμουρίασμαν = τσαλάκωμα τζουμούριν = έδεσμα από ψίχα ζεστού ψωμιού, η οποία συνθλίβεται με βούτυρο και διαποτίζεται ολόκληρη τζουμουρόπον = έδεσμα από ψίχα ζεστού ψωμιού, η οποία συνθλίβεται με βούτυρο και διαποτίζεται ολόκληρη τζουμπίζω = τσιμπώ, κεντώ τζουμπιχτέρα = οτιδήποτε αιχμηρό, βουκέντρα τζουμπιχτέριν = οτιδήποτε αιχμηρό, βουκέντρα τζουμπό(ιν) = το αιρετό στόμιο του αυλού, φυτό με κενό στέλεχος από το οποίο φτιάχνουν φλογέρα τζουμπονόφυλλον = το φύλλο φυτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογέρας τζουμπουλάζω = κεντώ, τσιμπώ τζουμπούρι = τσιμπούρι τζουμπούσιν = συμπόσιο τζούνα = σκύλα τζουνάκ(ιν) = σπινθήρας, κόσμημα της κάλτσας, κάρφος τζουνακίζω = εκπέμπω σπινθήρα, σπινθηροβολώ, λάμπω, στίλβω, τεμαχίζω σε μικρά κομματάκια τζουντζουβάνα = είδος ξύλου που χρησιμοποιούντα παιδιά για παιχνίδι τζουντζούνα = φαγώσιμο αγριόχορτο τζουντζουνίζω = πιπιλίζω τζούντζουνος = υπέργηρος τζουντζούρεμαν = συνδαυλίζω τα ξύλα του αναμμένου φούρνου για αναζωπύρωση, ερευνώ, ανοίγω τρύπα στη γη σκαλίζοντας με ξύλο τζουντζουρεύω = συνδαυλίζω τα ξύλα του αναμμένου φούρνου για αναζωπύρωση, ερευνώ, ανοίγω τρύπα στη γη σκαλίζοντας με ξύλο τζούντζουρος = ρυτιδωμένος τζουντζουρούκιν = κοντός με τον οποίο διαρρυθμίζουμε την θέση των καιόμενων ξύλων του φούρνου τζουντζουρώνω = γερνάω πολύ τζουντουβανίουμαι = παίζω με την τζουντουβάνα τζουντουνάς = αυτός που αγαπά να τρώει τζουντζούνες τζούξιμον = άλγος, πόνος, λύπη, οίκτος τζούπα = κλείσιμο τζουπαδάς = ο πωλητής καλαμποκιού τζουπαδένος = αυτό που προέρχεται από καλαμπόκι τζουπαδίτικος = καλαμποκίσιος τζουπαδοκόθιν = το ξηρό στέλεχος του καλαμποκιού μετά την αφαίρεση του καρπού τζουπαδοπούλλιν = νεαρός βλαστός καλαμποκιού τζουπαδοστέλιν = ο κορμός του καλαμποκιού τζουπαδοτάραγον = αλεύρι ανάμεικτο με αλεύρι καλαμποκιού τζουπαδόφυλλον = φύλλο καλαμποκιού τζουπαδοψώμιν = ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού τζουπάζω = περνώ βελόνες για το πλέξιμο κάλτσας, στερεώνω κάτι με σφήνα τζουπέ = μεταξωτός χιτώνας νύφης τζουπίζω = βγάζω τις ίνες από το κέλυφος των φασολιών τζουπίν = καλτσοβελόνα, μικρό ξυλαράκι τζουπίτζα = το αγριόχορτο οξαλίδα τζουπράριν = καρπός ατροφικός, σουφρωμένος τζουπρόν = καρπός ατροφικός, σουφρωμένος τζούπρον = λέπρα, ψώρα, μεταφ. ένδεια, φτώχια τζουπρούρα = σουφρωμένη γριά, ρυτιδωμένη τζουπρώνω = μένω ατροφικός, δεν μεστώνω (καρπός), συμμαζεύομαι, σουφρώνω, συστέλλω τα χείλη αρχίζοντας να κλαψουρίζω, σπόρος που σαπίζει στη γη και δεν φυτρώνει, στεγνώνω τζουπρωτόν = ατροφικός καρπός τζούπωμαν = κλείσιμο τζουπώνω = κλείνω, βουλώνω τζουπωχτέριν = επιστόμιο δοχείου, πώμα, βούλωμα τζουρανέα = είδος θάμνου με φαγώσιμους καρπούς τζουρανοζώμιν = ζωμός του καρπού τζουρανέας τζουραντάκιν = είδος φαρμάκου τζουραρεύω = μαζεύω γάλα σε μικρές ποσότητες τζουρμανέα = δυσεξάλειπτη αιθάλη καπνοδόχου τζουρμουδέα = νερό που περιέχει αλάτι, άλμη τζουρμουλάζω = τσιμπώ τζουρμουλίζω = αρπάζω με νύχια, τσιμπώ, λυπάμαι κάποιον κατάκαρδα τζουρνίκιν = αρσενικό δηλητήριο τζουρολογώ = εξαντλώ τελείως το περιεχόμενο υγρό σκεύους, πίνω από βρύση που κοντεύει να στερέψει τζουροπέγαδον = βρύση χωρίς νερό, στερεμένη τζουροπόταμον = ξηροπόταμος, χείμαρρος τζουρουμουγκρίζω = μουρμουρίζω, γκρινιάζω, κλαψουρίζω τζουρούτιν = ακόντιο τζούρτι = καπνοδόχος, καμινάδα τζούρωμα = στέρεμα πηγής η οποία παύει να παρέχει νερό, στέρεμα αγελάδας η οποία δεν παρέχει γάλα τζουρώνω = αδειάζω από το περιεχόμενο νερό, στερεύω τζουτάμης = νωθρός, οκνηρός τζουταμλούκ(ιν) = νωθρότητα, οκνηρία τζουτζανίζω = απορροφώ, θηλάζω τζούτζου = κρέας (στη παιδική γλώσσα), ο γυναικείος μαστός τζουτζούκιν = ο ορρός του διυλισμένου γιαουρτιού τζουτζουκώνω = απολύω ορρό (γιαούρτι) τζουτζούλι = το παιδικό μόριο τζουτζουνίζω = ροφώ άπληστα τζουτζουρούμαι = φλέγομαι από δίψα λόγω αλμυρού φαγητού τζούφ(ιν) = πρασινάδα, γρασίδι, μέρος όπου μεγαλώνουν πολλά χόρτα, χώμα που συγκρατείται από τις ρίζες τον εκριζωμένων φυτών τζουφίζω = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου τζουφίν = τομή στα αφτιά των αιγοπροβάτων για να αναγνωρίζεται τζούφισμαν = χαράσσω με μυτερό όργανο, κάνω διακριτική κόμη στο αφτί προβάτου τζουφλάκα = το πτηνό τσίχλα, μετων. άνθρωπος πολύ ισχνός, γυναίκα απρόκοπη τζουφλακίζω = αναβλύζω κοχλάζοντας, ορμητικά τζουφλάν(ιν) = μικρό απόσχισμα ξύλου τζουφοκόκκιν = σίτος ζουφός τζουφόπονος = αυτός που δεν αντέχει τον ελάχιστο πόνο ή για το παραμικρό πόνο παραπονιέται ότι πονάει πολύ τζούφος = καρπός άδειος, κούφιος τζουφούλιν = τσαρούχι τζουφουλοπρόσωπος = μεταφ. αναίσχυντος τζουφώνω = γίνομαι κούφιος (καρπός) τζουφωτός = ο σχεδόν κούφιος καρπός τζούχ(ιν) = καρπός άδειος, κούφιος τζουχαβελέα = χτύπημα με σκούπα τζουχαβέλιν = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων τζουχλακίζω = όταν αρχίζει να πιάνει το χιόνι στο έδαφος και δεν λιώνει τζουχλοπέτεινος = τσαλαπετεινός τζουχλώνω = συνθλίβω με πίεση τζούχνα = τσίκνα, ομίχλη τζουχνέα = η οσμή της τσίκνας τζουχνίζω = καψαλίζω τζούχος = καρπός άδειος, κούφιος τζούχτρα = δηκτική γυναίκα τζουχτρέας = φίλερις, δηκτικός τζόχα = μάλλινο ύφασμα, μάλλινος επενδυτής τζοχαβέλ(ιν) = μεγάλη σκούπα από κλάδους θάμνων τζοχάριν = μετάλλευμα τζοχοσάλβαρον = αντρικό σαλβάρι από μάλλινο ύφασμα τζοχταρίζω = κατασκοπεύω, κρυφακούω τζυλιβαρίζω = κατρακυλώ τζυμπίζω = τσιμπώ, κεντώ τζύμπισμαν = τσίμπημα, κέντημα τζυμπτζυλίουμαι = κάνω τσουλήθρα τζυμπώ = τσιμπώ τζύπα = ομφαλός, πρωκτός τζωμοκυλίζω = χτυπώ και ρίχνω στη γη τη = τρειοινέτερον των τριών τηγανέα = τηγανιά τηγανίζω = τηγανίζω τηγάνιν = τηγάνι τηγάνισμαν = τηγάνισμα τηγανίτα = τηγανίτα τηγανολάβασον = λαγάνα ψημένη στο τηγάνι τηγανόπον = τηγανάκι την = εκείνον τον οποίον, εκείνους τους οποίους τηρητής = ληστής τηρητσούμαι = επιτηρώ, προσέχω, παρατηρώ, βλέπω, περιποιούμαι, διατρέφω, διατηρώ, πληρώνω τηρώ = επιτηρώ, προσέχω, παρατηρώ, βλέπω, περιποιούμαι, διατρέφω, διατηρώ, πληρώνω τι = ποιος τιβτίκα = γυναίκα επιπόλαιη και φλύαρη τίγα = πως, όπως, καθώς τίγκιν = μυλόπετρα ειδική για το ξεφλούδισμα σίτου ή πλιγουριού τιγκόσμιν = εκφέρεται συνήθως με το αριθμητικό ένα για δήλωση πλήθους ή μεγάλου ποσού τιδέν = κάτι, κάποιο, ουδέν, τίποτε τίζα = τσιμπούρι, αλογόμυγα τίζεμαν = βάζοντας κατά σειρά, αραδιάζοντας τιζεύω = βάζω κατά σειρά, αραδιάζω τιζκίνι = ηνίο, χαλινάρι τιζλίκ(ιν) = περικνημίδα τιζτιράνος = είδος εντόμου τίκα = στη παιδική γλώσσα όταν προσπαθούν να κάνουν το παιδί να σταθεί στα πόδια: «Τίκα τίκα!» τικεύω = στήνω κάτι όρθιο, καθέτως τίκια = όρθια τικλάεμαν = το να στήνεις κάτι όρθια τικλαεύω = στήνω κάθετα, όρθια τίκοιος = ο τάδε τικταπάνος = υπάλληλος του καπνικού μονοπωλίου που καταδιώκει αυτούς που χρησιμοποιούν λαθρεμπορικό καπνό τιλισίμιν = μαγική δύναμη την οποία έχουν πρόσωπα παραμυθιών τιλισιμλής = αυτός που έχει αποκτήσει μαγική δύναμη τιλκί = αλεπού τιλκιάρης = ξυλουργός, μαραγκός τίλογης = πως, όπως, καθώς τίλογος = τι λογής, όποιος τις, ποιο είδος τιμάρεμαν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου τιμαρεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο τιμάριν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου τιμαρλάεμαν = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου τιμαρλαεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο τιμή = τιμή τιμητακός = αυτός που σέβεται τους άλλους τιμητικός = τιμητικός τιμιόξυλο = κομμάτι ξύλου που νομίζεται ότι προέρχεται από τον τίμιο σταυρό και χρησιμοποιείται ως φυλαχτό τίμιος = τίμιος τιμιότα = τιμιότης, μετων. πρόσωπο τίμιο, σεβαστό τιμιωτέρα = ύμνος προς την Παναγία του οποίου η αρχή είναι «την τιμιωτέραν των Χερουβίμ» τιμώ = τιμώ, σέβομαι, εκτιμώ τίν = αφτί τίναγμα = τίναγμα, εκσφενδόνιση τινάζω = τινάζω τιναχτά = είδος εδέσματος με φασόλια τιναχτός = ψηλός τινενός = του ενός τίντζα = τα αποτσιγαρίδια λίπους τιντιλίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι τιουλκέρης = ξυλουργός, μαραγκός τιουτιούν = νερό (στη παιδική γλώσσα) τιουφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού τιουφέγκιν = τουφέκι τιπάκιν = μεγάλο λίθινο ιγδίο τίπη = βάθος, πυμή, βάση τιπίν = χιονοθύελλα τίποτε = τα, κάτι, ουδέν τιριζίτα = φαγώσιμο αγριόχορτο τιρλίκιν = ο τρόπος του ζην σε κατάσταση φτώχιας τιρμίτζα = λευκός μύκητας εδώδιμος τιρμίτιν = υπόγειος βολβός που έχει δριμεία γεύση τιρσί = το ψάρι φρίσσα τίρτεμαν = έρευνα, ψάξιμο με το δάχτυλο, ενόχληση χειρονομώντας τιρτεύω = ερευνώ, ψάχνω με το δάχτυλο, ενοχλώ χειρονομώντας τισάκ(ιν) = στρώμα τίταρα = ωμοπλάτη τίτεμαν = άνοιγμα με τα χέρια μαλλιών στρώματος, ξέφτισμα τιτεύω = ανοίγω με τα χέρια μαλλιά στρώματος, ξεφτώ, τίλλω τίτζιν = πλακόστρωτο διαμέρισμα μάνδρας όπου ταΐζουν τα ζώα τίτιλος = είδος παιχνιδιού τιτινέα = η οσμή του καπνού τιτίνιν = καπνός τιτινοκέσιν = σακουλάκι για καπνό τιτινόπον = λίγη ποσότητα καπνού τιτινοτόπιν = τόπος κατάλληλο για την καλλιέργεια καπνού τιτιντζής = πωλητής καπνού πλανόδιος τιφέγκ(ιν) = τουφέκι τιφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού τιφτικένον = αυτό που είναι φτιαγμένο από τιφτίκιν τιφτίκιν = το χνουδωτό μαλλί της αίγας από το τρίχωμα τιφτικόρταρα = κάλτσες από τιφτίκιν το = εκείνο το οποίο, εκείνο όπερ, όπερ, το οποίο, τούτο τοβάς = ευχή, παράκληση τόγκιαν = εκείνο που, οτιδήποτε τογράεμαν = κομμάτιασμα, λείανση τογραεύω = κομματιάζω, λιανίζω τογράμα = τεμάχια, κομμάτια τογραμά = κόψιμο σε κομμάτια, μέρη οικοδομής όπως πόρτα, παράθυρα κτλ. τογραματζής = μαραγκός, λεπτουργός τογρηλούκιν = ευθύτητα, αλήθεια, δικαιοσύνη τογρής = ευθύς, ίσιος, ειλικρινής, δίκαιος, αληθής τογρία = αλήθεια τογρουλάεμαν = τακτοποίηση τογρουλαεύω = τακτοποιώ τόζιν = σκόνη τοζλαεύω = σηκώνω σκόνη τοζλούκιν = περικνημίδα τόζωμαν = σκόνισμα τοζώνω = σκονίζω, σηκώνω σκόνη τοίκοιος = ο τάδε τοίς = εκείνους που τόισος = τι λογής, τι είδους τοίχος = τοίχος τοιχούμαι = χώνομαι κάπου και γίνομαι αφανής τοκά = μεταλλική αγκράφα δερμάτινης ζώνης τόκα = σύγκρουση ποτηριών σε πρόποση τοκίζω = τοκίζω τόκιν = βέλος τοκμά = λουκουμάς τόκος = τόκος τοκούνεμαν = προσβολή κάποιου με λόγια, πείραγμα, βλάψιμο τοκουνεύκουμα = προσβάλλω κάποιον με λόγια, πειράζω, βλάπτω τόλα = αλισίβα για πλύσιμο τολάνεμαν = στρίψιμο, κύλημα, περιστροφή τολανεύκουμαι = κάνω στροφή, κύκλο, περιστροφή τολαντούρεμαν = περιφορά, απάτη τολαντουρεύω = περιφέρω, απατώ τολαντουρτζής = απατεώνας, αισχροκερδής, ψεύτης στις υποσχέσεις τολαπάζω = βάζω, τοποθετώ κάτι στο ντουλάπι, μεταφ. απατώ τολάπιν = ντουλάπι τόλιν = θολός, καμάρα τολμά = ντολμάς, τοίχος χτισμένος με κάθετα ξύλα των οποίων τα κενά μεταξύ διαστήματα γεμίζουν με λίθο τολμώ = τολμώ τόλομαν = τελείωμα, τέλος έργου, αποπεράτωση, εξάντληση τολόνω = τελειώνω, φέρω εις πέρας, αποπερατώνω, εξαντλώ, αποθνήσκω, αποσώνω τομή = μετων. γυναίκα άμυαλη, κουτή τομίαν = κατά πρώτη φορά, το πρώτο τόμου = ευθύς ως, άμα, μόλις τομπούλλης = στρογγυλός τονάνα = μετων. άνθρωπος δυσκίνητος ή ηλίθιος τονανμά = συνεχής πυροβολισμός εορταστικός ή διασκεδαστικός τονάριν = το μήκος της αλιευτικής ορμιάς τονάτεμαν = ευτρεπισμός, στολισμός τόνος = τόνος τόντζενος = ορειχάλκινος τοξαράζω = παίζω με την λύρα τοξαράτικα = η αμοιβή του λυράρη τοξαρέα = τοξαριά τοξαρίασμαν = ανάκρουση μέλους με τη λύρα τοξάριν = τόξο πολεμικό, τόξο λύρας τόξεμαν = εκτόξευση βέλους, μεταφ. δαρμός τοξεύω = χτυπώ με εκτοξευμένο βέλος, ξαίνω με τοξάρι μαλλί ή βαμβάκι τόξον = τόξο τοξοσάιτον = τόξο και βέλος μαζί τοξώνω = κυρτώνω σε σχήμα τόξου τόπιν = τόπι, κανόνι, τηλεβόλο, τόπι υφάσματος τοπλάεμαν = μάζεμα, συλλογή τοπλαεύω = μαζεύω, συνάγω τοπόπον = μικρός τόπος, μικρό οικόπεδο τόπος = τόπος, οικόπεδο, χώρα, θέση τόπου = τόπος, οικόπεδο, χώρα, θέση τοπούζιν = σφαίρα, μπάλα, ρόπαλο τορεύω = μουσκεύω τόριν = αλιευτικό δίχτυ τορνεία = καλλωπισμός τόρνεμαν = τόρνεμα τορνεύω = τορνεύω, ευπρεπίζω, στολίζω τόρνος = τόρνος τορπά = σάκος που περιέχει την τροφή μονόχηλου ζώου, τορβάς τοσέκιν = στρώμα τοσιανάς = τόσος δα τοσιάς = τόσος δα τοσίκος = τόσο μικρός τόσος = τόσον μέγας ή τόσον πολύς, τόσον πολύ τοσούτζικος = τόσον μικρός ή τόσος ολίγος τόστης = φίλος τοστλούκιν = φιλία τότε = τότε του = τρειοινέτερον των τριών τουβάριν = ντουβάρι, τοίχος τουβραδής = κατά το βράδυ, το εσπέρας τούζ = δηλώνει την βοή την οποία παράγει η μέλισσα τουζάνιν = αργαλειός τουζάχιν = παγίδα για φόνο ή σύλληψη ζώων τουζουλαεύω = σφυρίζω, συρίζω τουκανίζω = αλωνίζω τουκάνιν = η αλωνιστική τυκάνη τούλα = ήσυχα, φρόνιμα, σιγά, αθόρυβα τούλα = πλίνθος οπτή, λίθινη πλάκα με την οποία τρίβουν τα πατώματα για καθαρισμό τούλαης = πως, όπως, καθώς τούλας = πως, όπως, καθώς τουλγούνης = ήσυχος τουλγούν’κα = ήσυχα τούλιν = αραχνοειδές ύφασμα τουλούμιν = ασκός, τουλούμι τουλουμίτζα = ασκός, τουλούμι τουλουμόπον = μικρός ασκός φουσκωμένος τουλούπα = τουλούπα τουλτούλα = γυναίκα ανόητη, άμυαλη τουλώνω = ησυχάζω, κάθομαι φρόνιμα τουλωτός = ήσυχος τουλ’γαδάζω = σχηματίζω σε αγκαλιά το θερισμένο χόρτο, συσκευάζω πρόχειρα τουλ’γάδιν = όργανο με το οποίο τυλίγουν κάτι, περίζωμα των λουομένων, αγκαλιά θερισμένου χόρτου, κουβάρι τουλ’γαδοκέφαλος = αυτός που έχει αχτένιστο κεφάλι, μεταφ. ανόητος τουμάρ(ιν) = ξύσιμο με ειδική ξύστρα μονόχηλου ζώου τουμαρεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο τουμαρλαεύω = ξύνω με ειδική ξύστρα μονόχηλο ζώο τούμπα = τούμπα τούμπανον = τύμπανο τουμπάριν = πετρώδες ύψωμα γης, προεξοχή εδάφους σε μέρος ομαλό τουμπάριν = έδαφος που έχει υψώματα τουμπίν = γήλοφος, μπουμπούκι τουμπόπον = γήλοφος, μπουμπούκι τουμπούζιν = γήλοφος, εξόγκωμα κύματος τουμπουζόπον = γήλοφος, εξόγκωμα κύματος τούμπωμαν = εξόγκωμα, φούσκωμα, μπουμπούκιασμα (φυτό) τουμπώνω = εξογκώνομαι, φουσκώνομαι, μπουμπουκιάζω (φυτό) τουντζένος = ορειχάλκινος τούντζιν = ορείχαλκος τούντζινος = ορειχάλκινος τουντουλίζω = τρέμουν τα γόνατά μου, κλονίζομαι, κινούμαι, σείομαι τουντουνίζω = τουρτουρίζω, χορεύω παιδάκι στα γόνατά μου τούντουνος = εκείνος που τρέμει από ψύχος τούπιν = ξύλινο δοχείο που χρησιμοποιείται για γαλακτοκομία τουράδιν = ουρά τουρκέα = η οσμή του Τούρκου τουρκίζω = γίνομαι Τούρκος, μεταφ. ξινίζω τούρκικα = τούρκικα τούρκισμα = εξωμοσία Τουρκίτζης = Τουρκόπουλο, Τούρκος τουρκοκονταρισμένος = ο φονευμένος από Τούρκο τουρκοπολίτες = τούρκος πολίτης τουρκοπούλλιν = Τουρκόπαιδο, Τούρκος τουρκότε = η ιδιότητα του Τούρκου ως απίστου, αυθαιρέτου και άρπαγος τουρκοφάγετον = αγρός, κήπος ή βοσκότοπος άδικα και αυθαίρετα καταληφθέν από Τούρκο τουρκοχώριν = χωριό κατοικούμενο από Τούρκο τουρλαγγευτά = χοροπηδώντας τουρλαγγεύω = χοροπηδώ, αναπηδώ τουρμουντάριν = είδος γογγύλης με υπόγειο βολβό εδώδιμο τουρμούχτες = όργανο περισυλλογής ξηρών χόρτων τουρνανά = ελαφρόμυαλη γυναίκα τουρούλεμαν = παύση τουρουλεύω = παύω τουρπάριν = τρυπάνι τουρτεύω = ερευνώ, ψάχνω με το δάχτυλο, ενοχλώ χειρονομώντας τουρτούρα = φλύαρη, πολυλογού τουρτουράζω = σκουληκιάζω, τρέμω τουρτουράριν = σκουληκιασμένο τουρτούριγμαν = τουρτούρισμα τουρτουρίζω = τουρτουρίζω τουρτούριν = κάμπια, μετων. άνθρωπος ανήσυχος τουρτούριν = αβγό με λεπτό φλοιό, το οποίο αν το χτυπήσουμε στα δόντια παράγει τρομώδη ήχο τουρτούρισμαν = τουρτούρισμα τουρτουρόχειλος = εκείνος του οποίου τρέμουν τα χείλη τουρτουρόχορτον = χόρτο που έρπει, του οποίου τα φύλλα μοιάζουν με κάμπιας τους-ωρού = ευθύς, αμέσως τουσεύω = μαλώνω τουσμάνικος = εχθρικός τουσμάνος = εχθρός τουσουνεύκομαι = σκέφτομαι, συλλογίζομαι τουτζαρίζω = πέρδομαι δυνατά τουτζένος = ορειχάλκινος τούτζιν = ορείχαλκος τούτιν = μουριά τουτκάλιν = ψαρόκολλα τούτος = ούτος τουτού = νερό (στη παιδική γλώσσα) τουτουγιά = άνθος της εξοχής, αγριόχορτο εδώδιμο τουτούκα = νερό (στη παιδική γλώσσα) τουτουλεύκουμαι = πάσχω από δυσουρία τουτουμάζω = μουχλιάζω τουτουμάριν = μουχλιασμένο τουτουμίαμαν = μουχλιάζω τουτούμιν = μούχλα τούφα = καπνός, ατμός, χιονοθύελλα τουφάνι = ανεμοστρόβιλος τουφανίζω = γίνεται χιονοθύελλα τουφεγκέα = βολή τουφεκιού, τραύμα από βολή τουφεκιού τουφέγκιν = τουφέκι τουφεγξής = κατασκευαστής ή πωλητής τουφεκιών τουφίζω = εκπέμπω ατμό, αναδίδω ατμό, θερμαίνομαι πολύ τούχτιν = μονάς βάρους πενήντα δραμιών τοχλίν = αρνί ενός έτους, μεταφ. ζώο ή παιδί παχουλό τοχούμιν = σπέρμα τοχουνεύκουμαι = προσβάλλω κάποιον με λόγια, πειράζω, βλάπτω τοχταεύω = στέκομαι στερεός τόχτωμαν = μώλωπας τοχτώνω = μωλωπίζω, προκαλώ με πλήγμα εκχύμωση τοψίν = το εκτοξευμένο βέλος τρά = νήμα όσο χρειάζεται για μια βελονιά τραβάλα = φροντίδες, έγνοιες τραβωδία = τραγούδι τραγάνι = ο διάμεσος των ρωθώνων χόνδρος τραγόραστος = πολύ ακριβός τραγωδάνος = τραγουδιστής τραγώδεμαν = τραγούδι τραγωδία = τραγούδι τραγώδιν = τραγούδι τραγωδόπον = τραγουδάκι τραδελφάκια = τρία αδέλφια τράδερφα = τρία αδέλφια τράδιν = δέμα χόρτων συγκείμενο σε τρία δέματα μικρότερα, τρίλιζα τραδωδώ = τραγουδώ τραελάρης = εκείνος που καλοπιάνει, κόλακας τραελέας = εκείνος που καλοπιάνει, κόλακας τραελεία = καλόπιασμα, κολακεία τραέλεμαν = χάιδεμα, καλόπιασμα, κολακεία, απάτη τραελεύω = χαϊδεύω, καλοπιάνω, κολακεύω, απατώ τραίματα = τραύματα τράκ = είναι δηλωτικό κρότου τράκα-τράκ = δηλώνει κρότο τρακαλαφατίνα = τριπλό καλαφάτισμα πλοίου τρακάραβα = τρία καράβια τράκατα = απροκάλυπτα, ειλικρινά τρακατζέα = πλήγμα στο κεφάλι τρακόσοι = τριακόσιοι τράλαλα = σε κατάσταση αναισθησίας τραλαλετής = ο διαλαλών, ο κήρυκας τράλαλος = όλως αναίσθητος τραλαλώ = διακηρύττω, διασαλπίζω παντού τραλίζω = βλάπτω, καταστρέφω, μετακινώ, ταράσσομαι τράμ-τρούμ = δηλώνει ήχο μουσικών οργάνων τράμερα = τέσσερα μέρη τράμιν = δράμι τραμολοϊσμένος = ο ζυγισμένος ακριβέστατα μέχρι δραμιού τράμπα = ανταλλαγή τραμπουτζάζω = δέρνω με το χέρι, μπατσίζω τραμπουτζώνω = παραχορταίνω, δέρνομαι τράνεμα = μεγάλωμα, εξόγκωμα, αύξηση ηλικίας, μεταφ. έπαρση, μεγαλαυχία τρανεύω = γίνομαι μεγάλος, ψηλός στο ανάστημα, μεγαλώνω σε ηλικία, μεταφ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, επαίρομαι, μεγαλοπιάνομαι τρανί = ράφι κατά μήκος τοίχου, οριζόντια στέγη οικίας τρανίτζικος = μεγαλούτσικος τρανογούλης = αυτός που έχει μεγάλο λαιμό, μεταφ. αδηφάγος, λαίμαργος τρανοκάρδης = μεγαλόκαρδος, μεταφ. γενναιόδωρος, γενναιόψυχος τρανοκέφαλος = κεφάλας, μεταφ. ανόητος, μωρός τρανόκολος = αυτός που έχει μεγάλους γλουτούς τρανοκόφτω = κόβω σε χοντρά κομμάτια, μεταφ. λέω υπερβολές τρανόπονος = αυτός που προξενεί πολλή ψυχική οδύνη τράνος = αύξηση κατ’ όγκο, αύξηση καθ’ ηλικία, μέγεθος τρανός = μεγάλος τράνος = προσοχή, προφύλαξη τραντάφυλλον = τριαντάφυλλο Τραντέλλενος = κατά κάποιο τρόπο τριακοντάκις Έλλην, γενναίος Έλληνας τράνυμα = μεγέθυνση, αύξηση καθ’ ηλικία τρανύνω = μεγεθύνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι χρονικώς, μεταφ. γίνομαι επίσημος, φημίζομαι, επαίρομαι, μεγαλοπιάνομαι τρανώ = βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, προσέχω τραπεζαίος = η κεντρική δοκός της στέγης οικίας τραπεζαρείος = τραπεζαρία, εστιατόριο τραπεζάρης = επιμελητής εστιατορίου τραπέζιν = τραπέζι τραπεζίτης = τραπεζίτης τραπεζόλιθον = λίθος που έχει επιφάνεια τραπεζοειδή τραπεζομάντηλον = τραπεζομάντηλο τραπεζόπον = τραπεζάκι τραπέζωμαν = τραπέζωμα τραπεζώνω = τραπεζώνω τραπολόζ(ιν) = πολύχρωμη μεταξωτή γυναικεία ζώνη τραπώνω = αρχίζω να σαπίζω τράσαγμαν = δερματική νόσος που προκαλεί λεπίδες όπως των ψαριών τράτσος = πολύ χοντρός άνθρωπος τραυαγγέλιγμαν = ανάγνωσμα περικοπών του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά τραυαγγελίζω = αναγινώσκω περικοπές του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά τραυαγγέλισμαν = ανάγνωσμα περικοπών του ευαγγελίου γι’ αυτούς που πάσχουν σωματικά ή ψυχικά τραυάγγελον = ευαγγέλιο που περιέχει τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελιστών Ματθαίου, Λουκά, Μάρκου και Ιωάννη τραφίν = τάφρος τραφοχόρταρον = χορτάρι που μεγαλώνει στα άκρα του αγρού τράφωμαν = ορόσημο αγρού τραχαγκάλι = τροχαλία τραχανάς = τραχανάς τραχανένον = το παρασκευασμένο από τραχανά τραχανεύω = παρασκευάζω τραχανά τραχανοσίρβιν = σούπα από τραχανά τραχάσματα = δερματικά εκζέματα που έχουν μορφή πιτυριάσεως τραχέα = τραχέα, προσβλητικά τραχελιδάζω = περιβάλλω τον λαιμό μοσχαριού με τραχηλιά τραχηλέα = τραχηλιά μοσχαριού που φέρει ως κοσμήματα διάφορα αντιβασκάνια, γυναικείος χιτώνας κεντητός γύρω από τον λαιμό, το άνοιγμα του γιακά στο πουκάμισο τραχηλίδιν = τραχηλιά μοσχαριού που φέρει ως κοσμήματα διάφορα αντιβασκάνια τράχορα = είδος θαλάσσιου σκώληκα που χρησιμοποιείται ως δόλωμα τραχύς = τραχύς τραωδία = τραγούδι τρέγλα = σαπίλα τρεγλάζω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζομαι τρεγλέας = ο πολύ οκνηρός τρεΐα = το κατακάθι του οίνου, υποστάθμη τρείοι = τρεις τρειοινέτερον = των τριών τρεις = τρεις τρελλαίνω = τρελαίνομαι τρελλομάννα = μάνα τρελή τρελλός = τρελός τρελλώνω = τρελαίνω τρελλωτός = λίγο τρελός τρέμος = αραχνοειδής νυμφικός πέπλος τρεμοτουλία = τουρτούρισμα τρεμοτουλίζω = τουρτουρίζω τρεμοτούλισμα = τουρτούρισμα τρεμουλίζω = τρέμω από φόβο τρέμπαλλο = ένδυμα με πολλά μπαλώματα ή παμπάλαιο τρέμω = τρέμω, τρομάζω τρέξιμον = τρέξιμο, φορά, δρόμος τρεξίον = τρέξιμο, φορά τρεσκέλ(ιν) = εκκλησιαστικό αναλόγιο στηριζόμενο σε τρία σκέλη τρέφω = τρέφω τρεχαντήριν = είδος πλοίου ταχύπλοου τρεχός = τροχός τρεχού-τρεχού = τροχάδην, τρεχάτα τρεχτά = τροχάδην, τρεχάτα τρεχτάριν = ζώο που δεν βόσκει ήσυχα μαζί με άλλα, αλλά τρέχει εδώ και εκεί τρέχτες = τρίτροχο αμαξάκι με το οποίο συνηθίζουν τα νήπια να περπατούν τρεχτού = ταχύπους τρέχτρα = ξύλινο μηχάνημα στο οποίο στηρίζονται τα νήπια και μαθαίνουν τα περπατούν τρέχω = τρέχω τρία = τρείς Τριάδα = η εορτή των Τριών Ιεραρχών τριάδιν = δέμα χόρτων συγκείμενο σε τρία δέματα μικρότερα, τρίλιζα τριανταφύλλα = προσωνυμία ωραίας κόρης τριανταφυλλέα = τριαντάφυλλο τριανταφυλλίτζα = μικρά τριανταφυλλάκια τριαντάφυλλον = τριαντάφυλλο τριανταφυλλόξιδον = ξίδι από τριαντάφυλλα τριανταφυλλοπρόσωπος = αυτός που έχει ρόδινο πρόσωπο τριανταφυλλού = εκείνη που μιλώντας σκορπίζει τριαντάφυλλα από το στόμα της τριαντάχρονος = τριαντάχρονος τριάριν = το χαρτί τρία στο παιγνιόχαρτο τριβάγγελον = ευαγγέλιο που περιέχει τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελιστών Ματθαίου, Λουκά, Μάρκου και Ιωάννη τριβιδάχκομαι = στρέφομαι εδώ κι εκεί, αγωνίζομαι τριβίδι = φροντίδα, ενασχόληση τριβιλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι τριβίλιν = κυλινδρικό χοντρό ξύλο με το οποίο μετακινούν την μυλόπετρα όταν είναι ανάγκη να την ανασηκώσουν, οτιδήποτε υπομόχλιο για μετακίνηση μεγάλων βαρών τρίβιτζον = δέσμη από τρεις βέργες άγριας λεπτοκαρυάς, άγριας τριανταφυλλιάς και άγριας ροδοδάφνης, που χρησιμοποιείται για μαγική πράξη την πρωτομαγιά τριβόλαρα = λιθάρια πεντόβολων για παιχνίδι η οποία παίζεται με τρία άτομα τριβόλιν = το αγκάθι τρίβολος τριβουλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι τρίβραστος = αυτό που είναι βρασμένο τρεις φορές ή πολλή ώρα τρίβω = τρίβω τριβωλίζω = οργώνω αγρό τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι τριβώλισμαν = όργωμα αγρού τρίτη φορά, πατώντας ή τρίβοντας συντρίβω κάτι τριβωνεύομαι = χρονοτριβώ, αναβάλλω τριγκίον = σκουλαρίκι τριγκλιστά = αργά, σιγά τρίγλα = σαπίλα τριγλάζω = γίνομαι γλοιώδης, σαπίζω τριγλέας = ο πολύ οκνηρός τριγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω τριγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω τριγύριν = πράγμα το οποίο περιτριγυρίζει, περιβάλλει, πλατειά ζώνη βρέφους τριγύρισμαν = τριγύρισμα, περικύκλωμα τριγυροκλώθω = περιτριγυρίζω, περικυκλώνω τριγυροκλώσιμον = περικύκλωση, περιφορά γύρω από κάποιον τριγύρω = τριγύρω τριγώνιν = χριστουγεννιάτικος τριγωνικός άρτος, γαμήλιος άρτος τριγωνικού σχήματος που πλάθεται στην οικία του μελλονύμφου από δυο παρθένων τρίγωνος = τρίγωνος, κόσμημα γυναικείου ενδύματος, είδος πτηνού κεντητού τρίδιπλα = τριπλά τρίδιπλος = τριπλός, παχύσαρκος τριδυμάριν = παιδί τρίδυμο, το μοιρασμένο σε τρία μερίδια τρίδυμον = τρίδυμο, το μοιρασμένο σε τρία μερίδια τριήμερα = τριήμερα τριήμερος = τριήμερος τρικάκκαλος = αυτός που είναι τριόρχης, μεταφ. πολύ ζωηρός τρικάλαμπος = πολύ λαμπερός τρικάμαρον = οίκημα με τρία δωμάτια τρικάντηλος = πολύ λαμπερός τρικαψίδιν = παιδί που ενοχλεί τους γονείς του με τια αταξίες του τρικέριν = κηροστάτης με τρία κεριά διασταυρούμενα χιαστί, για να χρησιμοποιηθεί σε λειτουργία αρχιερατική τρίκερον = αυτός που έχει τρία κέρατα, μεταφ. ισχυρό, τολμηρό, αδάμαστο τρικεύω = σκάβω αμελώς αποσπώντας μικρούς βώλους χώματος τρικεφαλάζω = γίνομαι πολύ άτακτος τρικέφαλος = τρικέφαλος, μεταφ. πολύ ζωηρός, πολύ άτακτος τρίκλωνον = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα μονά τρίκλωστον = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα μονά τρίκοκκον = καρύδι που έχει τρία εσωτερικά διαχωρίσματα τρίκοκον = νήμα συνιστάμενο από τρία απλά, είδος πλεκτού με τριπλή κλωστή τρίκολος = νήμα κλωσμένο από τρία νήματα απλά τρίκοτζος = αυτός που κουτσαίνει πολύ τρίκοτζος = τρίποδος, καρύδια τριπλά ενωμένα πριν ωριμάσουν και πέσουν τρικουκουνίζω = καθαρίζω, ξεσκονίζω τρίλαβον = σκεύος με τρεις λαβές τριλάγγεμαν = χοροπήδημα, αναπήδημα τριλαγγευτά = χοροπηδώντας τριλαγγεύω = χοροπηδώ, αναπηδώ τριμελάριν = αυτός που είναι παραχαϊδεμένος, πολύ αγαπητός τριμελέας = πολύ προσφιλής, αγαπητός τριμελεύω = παραχαϊδεύω τριμελημένος = παιδί πολύ προσφιλής, παραχαϊδεμένος τριμέλιν = αυτός που είναι παραχαϊδεμένος, πολύ αγαπητός τρίμερα = τριήμερα τρίμερος = τριήμερος τρίμισυ = τρεισήμισι τρίμμα = τρίμμα τριμμόπον = λίγη ποσότητα τρίμματος τριμμοχάβιτζον = είδος φαγητού τρίνος = αριθμός που δηλώνει υποδιαίρεση στο παιχνίδι των πεντόβολων τριντανώνω = φουσκώνω από πολυφαγία, γίνομαι δύσκαμπτος ή άκαμπτος τριντζανίζω = τρίζω τριόκοκκο = καρύδι που έχει τρία εσωτερικά διαχωρίσματα τρίπατον = τρίπατο τριπηδώ = χοροπηδώ τριπίθαμος = αυτός που έχει ανάστημα τριών σπιθαμών τριπλά = τριπλά τριπλάζω = τριπλασιάζω, επαναλαμβάνω τρις φορές, υπερβαίνω την ηλικία τρεις φορές τριπλάσιος = τριπλάσιος τριπλός = τριπλός τριπλοφώναγμαν = επίκληση αγίου τρεις φορές τριπλοφωνάζω = επικαλούμαι άγιο τρεις φορές τρίποδον = τρίποδο τριπόπαδον = αυτό που γίνεται από τρεις παπάδες τρίπορτον = αυτό που έχει τρεις πόρτες τριπόταμον = το μέρος συμβολής τριών ποταμών, μέγας ποταμός τριπουλίτζα = πράγμα πολύ μικρό τριπρόσωπος = τριπρόσωπος τρίπυρον = αυτό που άναψε τρεις φορές την μια μέρα τρις = τρεις φορές τρισανάθεμα = τριπλό ανάθεμα τρισαναθεματισμένος = τριπλά αναθεματισμένος τρισαφόριστος = αυτός που είναι τρεις φορές αφορισμένος από την εκκλησία, εξώλης και προώλης τρισαφωρισμένος = αυτός που είναι τρεις φορές αφορισμένος από την εκκλησία, εξώλης και προώλης τρισεβδομήντα = τρεις φορές εβδομήντα τρισέγγονο = τρισέγγονο τρισέλιν = έριδα, φιλονικία μεγάλη Τρισέλλενος = ο τρεις φορές Έλληνας, γενναίος Έλληνας τρίσερος = έριδα, φιλονικία μεγάλη τρισκαταραμένος = τριπλά καταραμένος, εξώλης και προώλης τρισκατάρατος = τρισκατάρατος τρισκέλιν = εκκλησιαστικό αναλόγιο στηριζόμενο σε τρία σκέλη τρίσκοινος = αυτός που είναι δεμένος με τρία σχοινιά, μεταφ. δυνατός, ισχυρός τρισκούτικος = αυτός που είναι πολύ κουτός τρίσορος = έριδα, φιλονικία μεγάλη τρίστομος = αυτός που έχει τρία στόματα, μεταφ. πολύ φλύαρος, λαλίστατος τρίστρατο = τρίστρατο τρίτα = μνημόσυνο που τελείται την τρίτη μέρα από το θάνατο τρίτζα = τρίλιζα τριτζαρίζω = πέρδομαι δυνατά τριτζάριν = πράγμα άξιο περιφρονήσεως τριτζάρισμαν = πέρδομαι δυνατά τριτζέας = μεταφ. σφοδρά δειλός τριτζοβράκης = αυτός που από το υπερβολικό φόβο τα κάνει πάνω του τριτζόκολος = εκείνος που αφοδεύει από το φόβο του Τρίτη = Τρίτη τριτοκατάρατος = η καταραμένη την μέρα Τρίτη τριτοκαταρέτα = η καταραμένη την μέρα Τρίτη τριτολάλεμαν = τρίτη κατά σειρά πρόσκληση τρίτος = τρίτος, τρίτη φορά τριτσάταλον = αυτό που έχει τρεις διακλαδώσεις τριφάρμακον = αλοιφή φαρμακευτική από τρία συστατικά, λιβάνι, πίσσα και σαπούνι, άσπρο κερί, κρόκο αβγού και λάδι κτλ. τριφάρμακον = φάρμακο για κάθε ασθένεια τριφούρνιν = φούρνος αναμμένος τρεις φορές την μια μέρα τριφτέριν = τρίφτης τρίφτης = τρίφτης, μεγάλο λίθινο ιγδίο με το οποίο τρίβουν σιτάρι για αποφλοίωση τριφτόξυλο = ξύλινος κόπανος τρίφτω = τρίβω τριφύλλιν = τριφύλλι τριφυλλίτζα = είδος χόρτου τρίφυλλον = τριφύλλι τρίφυλλος = τρίφυλλος τρίφω = τρίβω τρίχα = τρίχα Τρίχα = το γεφύρι της Τρίχας τριχαγκάλι = ξύλινο ή μετάλλινο εξάρτημα του χειρόμυλου γύρω από το οποίο περιστρέφεται τριχαλίζω = μεγαλώνω όσο μια τρίχα τριχαντζαράζω = κάνω τρία πλήγματα με το σπαθί τριχαντζαρίζω = κάνω τρία πλήγματα με το σπαθί τριχαρένος = πλεκτό ή υφαντό που είναι φτιαγμένο από τρίχα γίδας τριχάριν = τρίχα γίδας, γενικώς τρίχα, τρίχινο ένδυμα μοναχών τριχέα = χράμι από γιδήσια τρίχα, σάκος από όμοια τρίχα τρίχειλος = αυτός που δεν μιλάει καθαρά και ψευδίζει, μεταφ. πανούργος τριχένος = αυτός που είναι φτιαγμένος από γιδήσια τρίχα τριχινεύκουμαι = φθείρομαι τριχινίζω = τροχίζω τριχινίουμαι = φθείρομαι τριχού = (φρ. νυχού τριχού) με κάθε λεπτομέρεια τριχούδα = ζωύφιο διαιτώμενο εντός πηγών τριχοφαγάς = η νόσος τριχοφάγος τρίχρονος = τρίχρονος τριχύλλι = λεπτό μεταξωτό γαϊτάνι, είδος γαϊτανιού από τρεις κλωστές μαύρες ή κυανές κλωσμένες μαζί τρίψιμο(ν) = τριβή, προστριβή τριψιώτης = λαίμαργος, αδηφάγος τρίψυχος = αυτός που έχει τρεις ψυχές, μεταφ. αυτός που αντέχει σε όλες τις κακουχίες Τρογομηνάς = Οκτώβριος τρογόνα = το πτηνό τρυγόνι, είδος ψαριού σαλαχοειδούς με ουρά, είδος χορού τρογυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω Τροία = Τροία τρόμαγμαν = τρόμος τρομάζω = τρομάζω τρομάρα = τρομάρα τρομαχτά = τρομάζοντας τρομαχτέας = εκείνος που πάσχει από τρομώδη παράλυση τρομαχτίτζα = το δέντρο λεύκη της οποίας τα φύλλα σε ελαφριά πνοή του ανέμου τρέμουν και θροΐζουν τρομαχτόν = είδος χορού τρόμος = τρόμος τροπάδιν = τροπάριο, επωδή, ξόρκι τροπίδιν = τρόπιδα πλοίου τρόπος = τρόπος, επάρκεια τροπούνι = είδος πυροβόλου όπλου τρόπωμα(ν) = στρίφωμα, τρύπωμα, μπάλωμα τροπώνω = στριφώνω, τρυπώνω, μπαλώνω τρουγυρίζω = τριγυρίζω, περικυκλώνω τρουγύρου = τριγύρω, πέριξ τρουμουλίζω = τρέμω από το φόβο τρουτζάρ(ιν) = πράγμα άξιο περιφρονήσεως τρούφουλλο = τριφύλλι τρούχου = με κάθε λεπτομέρεια τρόχι = τροχός, πράγμα τροχοειδές, στρογγυλό και πλακωτό τροχός = τροχός, ρόδα τρύγεμαν = τρυγώ τα σταφύλια, τρυγώ το μέλι των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός τρυγετέριν = κοφίνι για το τρυγητό του αμπελιού τρύγισμαν = τρύγημα των σταφυλιών, τρύγημα του μελιού των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός τρυγοκάλαθον = καλάθι τρυγητού Τρυγομηνάς = Οκτώβριος τρυγόνα = πτηνό τρυγόνι, είδος ψαριού σαλαχοειδές με ουρά, είδος χορού τρυγονίζω = μουρμουρίζω, χαριεντίζομαι τρυγόνιν = το πτηνό τρυγόνι τρυγόνισμαν = μουρμούρισμα, χαριέντισμα τρυγονίτζα = μικρό τρυγόνι, μεταφ. αγαπημένη κόρη τρυγονόπ’λλον = μικρή τρυγόνα τρύγος = τρύγος τρυγώ = τρυγώ τα σταφύλια, τρυγώ το μέλι των κυψελών, μεταφ. απολαμβάνω, καρπούμαι, εκμεταλλεύομαι κάποιον χρηματικός τρυγώνω = τρυγώ το μέλι της κυψέλης τρυγωτέριν = καλάθι στο οποίο συλλέγουν τα σταφύλια και άλλους καρπούς τρύπα = τρύπα τρυπανίζω = ανοίγω τρύπα με τρυπάνι τρυπάνιν = τρυπάνι τρυπάριν = τρύπα τρύπεμαν = τρύπημα τρυπέμπαλλον = στενόμακρα πανιά τρύπια στη μέση για να διοχετευθούν μέσω ουρητήρα τα ούρα του βρέφους στο από κάτω ουροδοχείο τρυπένω = τρυπώ, διακορεύω τρυπητέριν = όργανο με το οποίο τρυπούν, το καρφί του πετάλου ζώου τρυπί(ν) = τρύπα, ρουθούνι, φυλακή τρυπίτζα = τρυπούλα τρυποκόσκινον = διάτρητο κόσκινο τρυπολάηνο = λαγήνι που χρησιμοποιείται στο αποχωρητήριο τρυπομμάτης = εκείνος που έχει μάτια μικρά και βαθουλά σαν τρύπες τρυποστόμιν = στόμιο μεταλλείου τρυπόχωμα = χώμα από το αποχωρητήριο κατάλληλο για την ανθοκομία τρυπώνω = τρυπώνω, κρύβομαι τρυπώτιν = τετράγωνο πανί με τρύπα στη μέση με το οποίο φασκιώνουν βρέφος τρυφερά = απαλά, τρυφερά τρυφέραιμαν = τρυφερότητα, μαλακότητα, μεταφ. υποχωρητικότητα, ενδοτικότητα τρυφεραίνω = γίνομαι μαλακός, τρυφερός, μεταφ. γίνομαι ήπιο, υποχωρητικός ενδοτικός τρυφερόκαρδος = αυτός που εύκολα συγκινείται, ευσυμπάθητος τρυφεροποδία = μέλος μαλακό, όπου πατάς και δεν αισθάνεσαι τη σκληρότητα του εδάφους τρυφεροπρόσωπος = αυτός που έχει τρυφερό πρόσωπο, μεταφ. ήπιος, ήμερος τρυφερός = τρυφερός, απαλός, μαλακός τρυφερόχορτη = είδος αγριάδας τρυφέρυμαν = απαλότητα υφής, μαλακότητα τρυφερύνω = γίνομαι απαλός στην υφή, γίνομαι μαλακός τρυφερώνω = κάνω κάτι τρυφερό ή γίνομαι τρυφερός τρώγω = τρώω τρωιτσούμαι = τρώγομαι τσάβλα = τέλμα τσαβλίν = χόρτα χοντρά τα οποία καταλείπει η αγελάδα στη φάτνη τσαβλουκίζω = μασώ με θόρυβο και αηδία, σαλιάζω το φαΐ, θολώνω τσαβλούκιν = το σαλιασμένο αποφάει τσαβλούκισμαν = μάσημα με θόρυβο και αηδία, σαλιάρισμα του φαγητού, θόλωμα τσαβρά = μαντήλι που χρησιμοποιείται ως κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής τσαγανίζω = στρέφομαι γρήγορα και με θόρυβο (μύλος) τσάγδη = άνω κάτω (φρ. τσάγδη μάγδη) τσαγδίζω = κάνω άνω κάτω, μειγνύω, συμφύρω, διαπληκτίζομαι, συμπλέκομαι τσαγδομάγισσα = γυναίκα με ατημέλητη κόμη τσαγδώνω = κάνω άνω κάτω, μειγνύω, συμφύρω τσαγιάνικον = δοχείο παρασκευής τσαγιού τσαγιοπότηρον = ποτήρι τσαγιού τσαγκάλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά όπως η φασολιά, πόρπη ενδύματος, κρίκος στον οποίο προσδένεται κάτι Τσαγκαλοδευτέρα = (τσαγκάρης και Δευτέρα) έτσι αποκαλούσαν την Δευτέρα γιατί οι εργάτες υποδηματοποιοί συνήθως αργούσαν αυτήν την ημέρα τσαγκαλοκαρφωμένος = εννοεί αυτόν που είναι καρφωμένος με άγκιστρα ή έχει πολλά άγκιστρα για να είναι απροσπέλαστος τσαγκιά = σαγόνι, γνάθος τσαγκλίζω = διασκορπίζω νερό τσάγκλισμαν = διασκόρπιση νερού τσαγκλιστέρα = είδος εμβόλου με το οποίο τα παιδιά παίζουν εκτοξεύοντας νερό τσαγούλιν = μικρό χαλίκι, πετραδάκι τσάι = τσάι τσαί = εκεί τσαικά = εκεί τσαιλάγος = γεράκι τσαινίκιν = δοχείο για παρασκευή τσαγιού τσαΐριν = χορτολίβαδο τσαϊρίχτρα = είδος πτηνού τσαϊροκόλιν = το κάτω άκρο λειμώνος επικλινούς τσαιρός = καιρός τσαϊρότοπος = τόπος που παράγει άφθονο χόρτο τσακάλα = γαλανομάτα τσακάλιν = τσακάλι τσακαλίνα = τσουρέκι με αυτό στη μέση τσακαλίτζης = μικρή αράχνη τσακαλομάλα = ψώρα που μεταδίδεται στους ανθρώπους από τα τσακάλια τσάκαλος = τσακάλι τσακαλοχώριν = χωριό μικρό και ασήμαντο τσακανίζω = διαλύω βώλους με το τσακάνιν τσακανίζω = σύρω κατά γης τσακάνιν = γεωργικό όργανο, σβάρνα, με το οποίο βολοκοπούν τσακλάρης = γαλανομάτης τσακλαρομμάτης = γαλανομάτης τσακλέας = γαλανομάτης τσακλίζω = κροτώ διαρρηγνυόμενος, βροντώντας απολύω κεραυνούς, προκαλώ κρότο των αρθρώσεων των δαχτύλων τσακλίν = δαδί αναμμένο ή ξύλο καιόμενο, φως ζωηρό τσακλιπάτα = αγριόχορτο που παράγει φούσκες, οι οποίες διαρρηγνύονται με κρότο τσακλιστέρα = αεροτούφεκο από ξύλο κουφοξυλιάς, χαρτί διπλωμένο τετραγωνικά και όταν το ανοίγεις απότομα παράγει κρότο τσακμάκιν = η όλη συσκευή του τσακμακιού τσακμακόπετρα = τσακμακόπετρα τσακμακώνω = παράγω σπινθήρα με το τσακμάκι τσακουτζέα = χτύπημα με σφυρί τσακούτζιν = σφυρί τσακουτζόπον = σφυράκι τσαλαπατώ = ποδοπατώ τσαλαπωμένος = σκεπασμένος τσαλαφούρτσι = είδος σταφυλής τσαλγούν = μουσικό όργανο τσαλγουτζής = αυτός που παίζει μουσικό όργανο τσάλεβο = αετός τσαλί = ακίδα, κάρφος, σκύβαλο, σκουπίδι τσαλίκ(ιν) = χάλυβας, ατσάλι τσαλούμιν = τσαλίμι τσαλουμόδεμαν = το μετά φιλοκαλίας περίβλημα της κεφαλής τσαλουμοδένω = δένω τον κεφαλόδεσμο και επιδεικτική φιλοκαλία τσαλουμοδέσιμον = το μετά φιλοκαλίας περίβλημα της κεφαλής τσαλουμόπον = τσαλίμι τσαλουφίζω = περιπλέκω, μπερδεύω νήματα τσαλτίκα = είδος παιχνιδιού τσαλτικιάζω = εμποδίζω κάποιον και τον κάνω να πέσει τσαλτικώνω = χτυπώ κάποιον τυχαία στο εκπεμπόμενο ξύλο τσαλώνω = γίνομαι σάπιος, σαπίζω τσαλώνω = περιπλέκω, μπερδεύω νήματα τσαλωτόν = ξύλο που άρχισε να σαπίζει τσαμάνιν = κηρήθρα κυψέλης τσαμιντζάχραδον = καρπός άγριας αχλαδιάς που έχει γεύση σταφίδας τσαμίντζιν = σταφίδα τσαμιντζότουτον = συκαμινιά της οποίας τα συκάμινα ξηραίνονται τσαμούριν = λάσπη, πηλος τσαμουρόχτιστος = αυτός που δημιουργήθηκε από λάσπη τσαμουρώνω = λερώνω, πασαλείφω με λάσπη, λασπώνω τσαμπάρ(ιν) = τσεμπέρι τσαμπλίζω = ανοιγοκλείνω τα μάτια τσάμπλισμαν = το ανοιγοκλείσιμο των ματιών τσαμπουνώ = κάνω λάθος τσανάκιν = δοχείο φαγητού, τρυβλίο, τσανάκι τσανίζω = καταβρέχω, διαχέω, διασκορπίζω τσανιστέριν = δοχείο με το οποίο καταβρέχουμε κάτι τσανιχτά = σκορπιστά τσανίχτρα = καταρράκτης τσάντα = τσάντα τσαντάχιν = τσάντα τσάνταχος = σκίουρος τσαντού = σφαιροβολία τσαξίριν = πλατειά περισκελίδα, συνήθως των ιερωμένων τσαπάλιν = σκύβαλα σίτου τσαπαλώνω = κάνω σκουπίδια τσαπαλωσία = σαρίδι τσαπάριν = φράχτης κήπου τσαπκούνης = αχρείος, κακοήθης, μάγκας τσάπουλα = είδος ανδρικού υποδήματος τσάπουλατζης = αυτός που κατασκευάζει τσάπουλα τσαπουτάζω = κουρελιάζω, τυλίγω κάτι σε ύφασμα ρακώδες τσαπούτιν = κουρέλι, ράκος τσαπρά = λοξά τσαπρίζω = λοξοκοιτάζω, αλληθωρίζω τσαπρός = αλλήθωρος τσαπρώνω = στραβίζω, αλληθωρίζω τσαπρωτός = λίγο αλλήθωρος τσαρακώνω = εξαντλώ, εξολοθρεύω τσαργιά = δούλη, υπηρέτρια τσαρκαπίνα = μετων. άνθρωπος διακρινόμενος για την βραχύτητα του σώματος και την ταχύτητα των κινήσεων τσαρκουλάζω = καλύπτω με καλύπτρα τσαρκούλιν = καλύπτρα γυναικεία, κάλλαιο πτηνού τσαρκουλώνω = καλύπτω με καλύπτρα τσαρούχιν = τσαρούχι τσαρουχοδέμιν = δέμα τσαρουχιού τσαρουχοπρόσωπος = αυτός που έχει δέρμα προσώπου κατάλληλο για τσαρούχι, αναιδής, αναίσχυντος τσαρουχόσκοινον = δέμα τσαρουχιού τσαρουχώνω = ντύνω κάποιον με τσαρούχια, μεταφ. γίνομαι σαν τσαρούχι τσαρπινεύκουμαι = βλάπτομαι από την επήρεια των μαγισσών τσαρσίν = αγορά τσαρτάκιν = σκιάς υποστηριζόμενο από στύλο τσαρτακώνω = στοιβάζω, εμπλέκομαι τσαρτιλίζω = λαμπυρίζω τσαρτομάισσα = αλλήθωρη μάγισσα, μεταφ. γυναίκα στρίγγλα τσαρτουλίζω = λαμπυρίζω τσαρτσαρίζω = φωνάζω βγάζοντας άναρθρους φθόγγους τσαρτσάφιν = σινδόνι, γυναικεία καλύπτρα τσαρτσής = ψιλικατζής τσάρχα = τροχός υδρόμυλου, κύκλος, ανέμη τσατάλιν = δίκρανο τσαταλίν = δικρανοειδές, διχαλωτό τσαταλώνω = διακλαδίζομαι τσάτεμαν = συνάντηση τσατεύω = συναντώ τσατίν = δύσκολο τσάτιν = άρτος από καλαμπόκι τσατίριν = σκηνή, τέντα τσατμά = ξύλινο παράπηγμα, ξύλινος οικίσκος τσαχνίδα = μικρή σχίζα ξύλου, αγκίθα τσαχνιδιάρικο = ξύλο με πολλές αγκίθες τσαχνίζω = καθαρίζω ψάρια αφαιρώντας τα αγκάθια τσάχος = θαλασσινός σκορπιός τσαχούρης = αυτός που έχει γαλανούς οφθαλμούς, ξανθός τσαχουρομμάτης = αυτός που έχει γαλανούς οφθαλμούς τσαχρά = όψη, πρόσωπο τσαχρεύω = αποδιώκω πτηνά, επιπλήττω τσαχτσαβακίζω = χτυπώ τα πλυμένα χέρια στη σκάφη τσεβρέ = τσεβρές τσεγκέλιν = άγκιστρο, βέργα που υποστηρίζει αναρριχητικά φυτά όπως η φασολιά, πόρπη ενδύματος, κρίκος στον οποίο προσδένεται κάτι τσεκλίζω = κροτώ διαρρηγνυόμενος, βροντώντας απολύω κεραυνούς, προκαλώ κρότο των αρθρώσεων των δαχτύλων τσεκλίν = δαδί αναμμένο ή ξύλο καιόμενο, φως ζωηρό τσεκμετζέ = συρτάρι τσεκουρέα = τσεκουριά τσεκούριν = αξίνα, τσεκούρι τσελεπής = ευγενής, ευπατρίδης τσελικένον = αυτός που είναι φτιαγμένος από χάλυβα τσελίκιν = χάλυβας, ατσάλι τσελίκωμαν = στόμωμα σιδηρούν εργαλείο με χάλυβα τσελικώνω = στόμωμα σιδηρούν εργαλείο με χάλυβα τσέμου = ποιος, ποια, όποιος τσεμπέριν = γυναικείο κάλυμμα κεφαλής τσενάκ(ιν) = δοχείο φαγητού, τρυβλίο, τσανάκι τσεπέλιν = βροχερός καιρός τσέπη = σκεπή, στέγη τσετίν = δύσκολο τσετίνα = με δυσκολία, δύσκολα τσεύος = σκεύος τσεφούλια = τσαρούχια από ακατέργαστο δέρμα τσεχρέ = όψη, πρόσωπο τσί = τι, ποιος τσί = τι, ποιος τσιάδι = σκιά, ίνδαλμα κατοπτρισμένου τσιάουμαι = σκιάζω τσιβάλ(ιν) = τσουβάλι τσιβαλτούζιν = σακοράφα τσιβίζω = αναποδογυρίζω τσιβίν = σφήνα, πάσσαλος, βελόνα ραψίματος, καλτσοβελόνα, ξυλάριο τσιβομμάτης = αυτός που έχει πάντοτε μισόκλειστους οφθαλμούς τσιβώνω = μισοκλείνω τους οφθαλμούς τσιδίν = είδος πτηνού μελισσοφάγου τσίκουλτζα = φυτό εδώδιμο τσικούρι = τσεκούρι τσιλάζω = κυρίως σκεπάζω με τσούλι και γενικότερα καλύπτω τσιλώνω = γίνομαι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιάζω, συννεφιάζω τσιματούμαι = παθαίνω από οφθαλμία τσιμάχιν = δηλητηριώδες φυτό του οποίου βράζουν τη ρίζα και το αφέψημα χρησιμοποιούν ως φάρμακο κατά της ψώρας των ζώων τσιμένιν = γη καλυμμένη από πρασινάδα τσιμενόπον = μικρές εκτάσεις γης καλυμμένες από πρασινάδα τσιμούτα = γυναίκα που δεν βλέπει καλά τσιμσιρένος = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πυξό τσιμσίριν = θάμνος πυξός τσινί = φέτα καρπού ή σκελίδα σκόρδου τσινίν = σκεύος από πορσελάνη τσιντουλάζω = κάνω βίαιες και σπασμωδικές κινήσεις, τρέχοντας άνω κάτω σαν οιστρηλατημένος, εξοργίζω κάποιον τσιντσινίζω = σύρω, έλκω κατά γης τσιντσινιχτέρα = κατωφέρεια παγοδρομίας τσίπ = συνεκφερόμενο με επιρρήματα επιτείνει την σημασία αυτών «Τσίπ έμορφα εποίκες» τσιπλάκης = γυμνός τσιπουκέα = χτύπημα με μαστίγιο τσιπούκιν = μάστιγα ή ράβδος λεπτού ξύλου, καπνοσύριγγα τσιράκιν = βαφτισιμιός, αναδεκτός τσιρίσιν = είδος αμυλόκολλας που χρησιμοποιείται στην υποδηματοποιεία και την βιβλιοδεσία, τσιρίσι τσιρουλάζω = συναθροίζω τσιρουφίζω = ροφώ, απορροφώ τσιρπίν = λεπτό σχοινί το οποίο οι κτίστες εκτείνουν κατά μήκος εγειρόμενου τοίχου και έτσι επιτυγχάνουν την ευθυγράμμισή του τσιρραίνω = πυκνώνω τσιρρός = πυκτός τσίς = ποιος τσίτιν = πολύχρωμο μαντίλι για το κεφάλι τσιτούμαι = αποκτώ τσίτιν τσιτσεκέα = η ευωδιά άνθους τσιτσέκιν = άνθος τσιτσεκόπον = λουλουδάκι τσιτσεκώνω = ανθίζω τσιτσιβάζω = ισχναίνομαι, αδυνατίζω τσιτσίλιν = ομφαλός τσιφίν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων τσιφινάουμαι = ζαλίζομαι τρώγοντας άνθη της Ποντικής αζαλέας τσιφίνιν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων τσιφινούμαι = μεταφ. μεθύω τσιφλικάνος = κύριος αγροκτήματος τσιφλίκιν = αγρόκτημα, τσιφλίκι Τσιφούτης = παρωνύμιο όνομα του Εβραίου, άνθρωπος σκληρός τσιφτζής = γεωργός τσιχότκα = φυματίωση τσιχότκαλης = φυματικός τσιχρίτες = ακρίδα, σαύρα τσίω = σκίζω τσοιλάντρι = οι εσωτερικές άχρηστες ουσίες της κολοκύθας τσοινί = σκοινί τσοκαλίκιν = γιαούρτι σακουλίσιο τσοκανίζω = σύρω κατά γης τσόκεμαν = καταπίπτω, καθιζάνω, κάθομαι στερεά τσοκεύω = καταπίπτω, καθιζάνω, κάθομαι στερεά τσολάκης = μονόχειρας τσόλιν = τόπος έρημος, ακατοίκητος, κτήμα αδέσποτο τσολτσολιχτέρα = καταρράκτης τσολτσολίχω = ρέω καταπέφτοντας με θόρυβο τσομαζίτης = υποτακτικός, υπηρέτης τσομάζος = υποτακτικός, υπηρέτης τσοπανάβα = σύζυγος βοσκού, ποιμενίς τσοπανάζω = παραδίζω ζώο στο βοσκό για βοσκή τσοπάνικος = ποιμενικός τσοπανίτζης = τσοπάνος, βοσκός τσοπανόπουλλον = μικρός βοσκός τσοπάνος = βοσκός τσοπανόσκυλλον = τσοπανόσκυλο τσοπλίκιν = μέρος όπου απορρίπτονται οι ακαθαρσίες και τα σκουπίδια τσοράχιν = βαλτώδες μέρος τσορβά = σούπα από ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο σιτάρι ή κριθάρι τσορέκιν = τσουρέκι τσόριν = θανατηφόρος νόσος των βοδιών τσορκανίζω = σύρω κατά γης τσορκάνισμαν = το σύρσιμο κατά της τσορκανιχτέρα = κατωφερές και ολισθηρό μέρος όπου παίζουν τα παιδιά γλιστρώνας προς τα κάτω τσορπατζηλούκιν = πρόκριτος τσορπατζής = πρόκριτος, προύχοντας τσορτανάς = αυτός που αγαπάει να τρώει τσορτάνα τσορτάνιν = βώλος από μυζήθρα αποβουτυρωμένη και ξηραμένος στον ήλιο τσορτανογλύσμιν = μικρό υπόλειμμα από τσορτάνιν διαλυμένο σε νερό τσορτανογλύστε = ξύλο με το οποίο τρίβουν και διαλύουν το τσορτάνιν σε νερό τσορτανογλύστρα = πήλινη λεκάνη μέσα στην οποία τρίβουν και διαλύουν το τσορτάνιν σε νερό τσορτανομμάτης = γαλανομάτης τσορτανοσάκκουλον = σακούλι μέσα στο οποίο φυλάσσονται τσορτάνα τσορτανοσούρβιν = σούπα αρτυσμένη με τσορτάνιν τσορτανότανον = το διάλυμα σε νερό τσορτανίου τσορτανοχάρτωμαν = σανίδα πάνω στην οποία τοποθετούνται τσορτάνα και ξηραίνονται στον ήλιο τσορτίκα = μαστίχα δέντρου, μαστίχα από σιτάρι τσόρτιν = θάμνος τσορτοπούλλιν = μικρό παιδί τσότρα = αγγείο οίνου τσουβαλάζω = τσουβαλιάζω, μεταφ. απατώ, παραπείθω τσουβάλιν = τσουβάλι τσουβαλτούζιν = σακκορράφα τσουγκουλόπον = μικρό κουδουνάκι, άθυρμα παιδικό τσουκουρέα = τσεκουριά τσουκούριν = τσεκούρι τσουλάζω = σκεπάζω τσουλαχτέριν = οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως κάλυμμα τσούλιν = υφαντό κάλυμμα κλίνης τσούλλος = σκύλος τσούλος = εραστής τσούλος = σκυθρωπός, κατσούφης τσουλώνω = γίνομαι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιάζω, συννεφιάζω (καιρός) τσούμα = έκζεμα δερματικό με λέπια τσούμαι = στειρεύω (πληγή), ερημώνομαι τσουμάν(ιν) = κυρήθρα κυψέλης τσουμάνιν = αναρριχωμένη πόα τσουμάχιν = φυτό δηλητηριώδες του οποίου βράζουν την ρίζα και το αφέψημα χρησιμοποιούν ως φάρμακο κατά της ψώρας των ζώων τσουμαχόφυλλον = το πλατύ φύλλο του φυτού τσουμάχιν, το οποίο χρησιμοποιείται ως υπόθετο στο φουρνιζόμενο φωμί τσουμάχωμαν = δηλητηρίαση τσουμαχώνω = δηλητηριάζω τσουμπούδα = σιδηρούς πήχυς οδοντωτός στα άκρα του κρατάει τεταμένο το πανί κατά πλάτος στο αργαλειό τσουμπούρακας = τσιμπούρι τσουμπουρέα = η τσιμπιά του τσιμπουριού τσουμπουρέτζης = αυτός που έχει την ιδιότητα να τσιμπά τσουμπουρώ = κεντώ, τσιμπώ τσούνα = σκύλα, λυκόμορφο δαιμόνιο τσουνάκα = σκυλίτσα τσουνίκα = σκυλίτσα τσουνίν = σκύλα τσουνίτζα = σκύλα τσουνογερώ = (υβριστικώς για γυναίκα) γηράσκω και γίνομαι σαν γριά σκύλα τσουνογραία = (υβριστικώς) σκυλόγρια τσουνοθεία = (υβριστικώς) σκύλα θεία τσουνοκούταβον = (υβριστικώς για παιδί) σκυλοκούταβο τσουνολογώ = βρίζω με τον χαρακτηρισμό τσούνα τσουνολόεμαν = το βρύσιμο με τον χαρακτηρισμό τσούνα τσουνομάννα = (υβριστικώς) σκύλα μάνα τσουνοπαίδιν = (υβριστικώς) παιδί σκύλας τσουνοπεθερά = (υβριστικώς) σκύλα πεθερά τσουνοπούλλιν = νεογνό σκύλας, λύκου τσουπάδιν = αραβόσιτος, καλαμπόκι τσουρανία = η ουράνεια βασιλεία τσουρκανίζω = σύρω κατά γης τσούρμος = τσούρμος, κοσμοσυρροή τσουρουεύω = σαπίζω τσουρουκεύω = σαπίζω τσουρούκης = σάπιος τσουρούφι = βλαστάρι, βλαστός τσουρουφίζω = ροφώ, απορροφώ τσουτσάκ(ιν) = λουλούδι, άνθος τσούτσειλον = δοχείο γεμισμένο μέχρι τα χείλη τσουτσειλώνω = γεμίζω δοχείο μέχρι τα χείλη τσουτσουπώ = απομυζώ, εκμυζώ τσουφίν = το φυτό αζαλέα η Ποντική με άνθη κίτρινα και δηλητηριώδη που παράγουν μέλι, το οποίο ζαλίζει μέχρι αναισθησίας, το πύκνωμα χαμόκλαδων τσουφούδι = είδος θάμνου τσουφουδιάρικο = μέρος γεμάτο με θάμνο τσουφούδι τσουχουνιάζω = καλαμβάνομαι από άσμα τσουχουνιάρης = ασματικός τσουχουνίζω = καλαμβάνομαι από άσμα τσουχούνισμα = άσθμα τσύλλος = σκύλος τυβόριν = μνήμα, τάφος τυκανζυγωνοκούταλον = υπόθεση μπερδεμένη, περιπεπλεγμένη τυκανίζω = αλωνίζω τυκάνιν = η αλωνιστική τυκάνη τυκανόκολος = αυτός που έχει πλατείς γλουτούς τύλι = τύλιγμα τυλιγαδάζω = σχηματίζω σε αγκαλίδα το θεριζόμενο χόρτο, συσκευάζω πρόχειρα τυλιγάδιν = όργανο με το οποίο τυλίγεται κάτι, αγκαλιά θεριζόμενου χόρτου, κουβάρι τυλιγαδοκέφαλος = αυτός που έχει αχτένιστο κεφάλι, μεταφ. ανόητος τύλιγμα = τύλιγμα, κουβάριασμα, τολύπευμα, συμμάζεμα, περιτύλιγμα, περιελιγμός τυλίζω = τυλίγω, κουβαριάζω, συμμαζεύω, περιβάλλομαι τυλίχιν = χαρτί με το οποίο περιβάλλουν βιβλίο τυλιχτήριν = όργανο με το οποίο τυλίχουν κάτι τυλίχτρες = ξύλα διχαλωτά του αργαλειού, στα οποία τυλίγουν το στημόνι τυλομύτης = αυτός που έχει διάστροφη μύτη τύλωμα = πιέζω δυνατά ή χτυπώ μεταλλικό σκεύος το κάνω να σχηματισθεί εξόγκωμα εσωτερικά, συνθλίβω, ζουλίζω τύμπανον = τύμπανο τυπώνω = τυπώνω, αποτυπώνω, εντυπώνω, διευθετώ, τακτοποιώ τυπωτόν = ύφασμα με υπερραμμένα άκρα τύραννα = βάσανα τυραννία = τυραννία, βάσανο, δυστυχία τυραννίζω = τυρανίζω, βασανίζω, ταλαιπωρώ, στενοχωρώ τυραννισία = βάσανο, στενοχώρια τυραννιχτέριν = μετων. άνθρωπος σκληρός, τυραννικός τύραννος = τύραννος τυρένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από τυρί τυρί(ν) = τυρί Τυρινή = Τυρινή τυρόγαλαν = τυρόγαλα τυροκλωστή = έδεσμα από αλεύρι, τυρί και ανθόγαλα τυροκόλοθον = τυρί σε σχήμα σφαιροειδές πλακούντος, πλακούς από ζύμη με τυρί τηγανισμένο με βούτυρο τυρομίντζιν = είδος μυζήθρας τυρόπον = τυράκι τυροφάει = ζυμαρικό με τυρί τυρσίν = είδος ψαριού τυρώνω = πήζω και γίνομαι τυρί τύφλα = τύφλα τυφλασία = τύφλωση, μεταφ. φωτιά που δεν ανάβει τυφλοκοράουμαι = τυφλώνομαι τυφλοκόριν = τυφλό μάτι τυφλοκόσσαρον = τυφλή όρνιθα τυφλοκουράγομαι = ασχολούμαι με έργο χρησιμοποιόντας την όραση μέχρι αποτυφλώσεως τυφλομέδεντον = μεγάλο διαπυημένο σπυρί τυφλομυία = τυφλόμυγα (είδος παιχνιδιού) τυφλόπαπας = είδος παιχνιδιού τυφλοπόντικος = τυφλοπόντικας, είδος παιχνιδιού τυφλός = τυφλός τυφλώνω = τυφλώνω τύφλωση = τύφλωση τύφος = τύφος τυχαίνω = τυχαίνω, συναντώ τυχερός = τυχερός τύχη = τύχη τυχίζω = συμβαίνω τυχαίως και γενικώς συμβαίνω τώρα = τώρα τωραγάτζικας = αυτή δα τη στιγμή τωριζ’νός = τωρινός τωρίκα = τώρα δα, αυτή δα τη στιγμή τωρινός = τωρινός τωρίτζικα = τώρα δα, αυτή δα τη στιγμή τ’αλλοινέτερον = των αλλονών τ’αουτεινέτερον = αυτονών τ’ατεινέτερον = το δικό τους τ’εκεινέτερον = ο δικός τους τ’εμέτερον = ο δικός μας τ’έναν τ’άλλο = ο ένας τον άλλον, αλλήλους, αλλεπάλληλα τ’εσέτερον = το δικό σας τ’ολοινέτερον = όλων Φφά = φάγε φαβατάς = κουκιά, εκείνος που αγαπά τα κουκιά φαβατένος = ο παρασκευασμένος από κουκιά φαβατίτζα = πιρούνι φάβατο(ν) = κουκί, κύαμος, φασόλι φαβατοζώμιν = ζωμός κουκιών φαβατούλα = πιρούνι φαγάντων = εκεί που τρώνε φαγάς = πολυφάγος, λαίμαργος φαγγουρίζω = φέγγω δια μέσου, φεγγίζω φαγέδαινα = καρκινωτικό έλκος, καρκινοειδής πληγή φαγείν = φαγητό φάγεμαν = το να τρώει κανείς, ο τρόπος που τρώει κανείς φαγεμάτιν = φαγώσιμο, τρόφιμο φαγέρα = τρόφιμα φαγερικά = τρόφιμα φαγεσία = τρόφιμα φαγετόν = φαγητό φαγίζω = φαγίζω φαγιστέρα = χώρος μάνδρας που παρέχεται τροφή στα ζώα φαγιστικόν = φαγώσιμο φαγκιάουμαι = φαντάζομαι, μου φαίνεται φαγόπον = λίγη ποσότητα φαγητού φαγοποτίζω = ταΐζω και ποτίζω φαγοπότιν = φαγοπότι φαγοπότισμαν = ταΐζω και ποτίζω φαγούμαιι = τρώγομαι, μεταφ. ανησυχώ, επείγομαι φαγούρα = προμήθεια τροφής φαγουρία = προμήθεια τροφής φάγουσα = δερματική νόσος φαγέδαινα φάδη = κρόκη, φάδι φάδι = κρόκη, φάδι φαετόνιν = ευρωπαϊκή ιππήλατος άμαξα φαζάνιν = φασιανός φάζω = ταΐζω φαιλόνιν = ιερό φαιλόνιο φαίνομαι = φαίνομαι φαίνσιμον = ύφανση, συνεπτυγμένη ραφή φαίνω = υφαίνω φάισιμον = τάισμα, σίτιση φάισμαν = τάισμα, σίτιση φαίστρα = υφάντρια φαιτόνιν = ευρωπαϊκή ιππήλατος άμαξα φαιτοντζής = αμαξηλάτης φάκα = μαύρη κηλίδα που βγαίνει στο δέρμα ασθενούς φακάζιν = είδος αχλαδιάς φακέλα = σκουφί φακή = φακή φακιόλι = κεφαλόδεσμος γυναικών φακοζώμιν = ζωμός φακής φακούδιν = φακή φακουδομεαρέα = σούπα από φακή και ρύζι φάλαγγας = σύρτης πόρτας, όργανο τιμωρίας μαθητή στις παλιές εποχές φαλαγγιάζω = βάζω φαλάγγια κάτω από το πλοίο, σηκώνω βάρος με μοχλό φαλαγγίασμαν = βάζω φαλάγγια κάτω από το πλοίο, σηκώνω βάρος με μοχλό φαλάγγιν = ξύλο πάνω στο οποίο καθελκύεται πλοίο μέσα στη θάλασσα, ο σύρτης της πόρτας φαλαμίδιν = μικρό διαχώρισμα εντός κιβωτίου φαλεκόφτρα = δέντρο που παράγει καρπό εδώδιμο όμοιο με το μέσπιλον φάλι = ομφαλός φαλιμέντο = πτώχευση φάλιν = μαντεία, μοίρα, τύχη φαλλάριν = φελλός της καντήλας φαλοκόφτω = κόβω τον ομφάλιο λώρο του βρέφους που γεννήθηκε φαλτζάβα = εκείνη που λέει την μοίρα φαλτζής = εκείνος που λέει την μοίρα φαμιλακώς = οικογενειακώς φαμίλια = οικογένεια, σύζυγος φαμιλότες = εκείνοι που έχουν πολυπληθή οικογένεια φανάριν = φανάρι, φακός φαναρίτα = χαμομήλι φαναρίτζα = χαμομήλι φανατικός = φανατικός φανέλα = φανέλα φανερά = φανερά φανερίζω = φανερώνω φανέρισμαν = φανερώνω φανερός = φανερός φανέρωμαν = φανερώνω φανερώνω = φανερώνω φανέρωση = φανέρωση φανερωσία = φανέρωση, εμφάνιση φανθερίζω = φανερώνω, φαίνομαι φανθίζω = δείχνω φάνθουμαι = φαίνομαι, εμφανίζομαι φανία = εμφάνιση φάνιση = εμφάνιση φανόζιν = ειδικό φανάρι για νυχτερινούς εξόδους φάνταγμα = φάντασμα φαντάζω = φαίνομαι με λάμψη, κάνω καλή εντύπωση, επαίρομαι, αλαζονεύομαι φαντασία = φαντασία φάντασμα = φάντασμα, δαιμόνιο, εξωτικό φανταστικά = επιδεικτικώς φανταστικός = επιδεικτικός φάντης = φάντης των παιγνιόχαρτων φάντρα = υφάντρα φάπα = άνθρωπος χωρίς αξία φαρά = φορά φάραγξα = μέρος απόκρημνο, γκρεμός φαράσιν = φαράσι φαράτζα = περίβλημα κρέατος φαραχλαεύω = επιχρυσώνω με φύλλα χρυσού φαρδένω = φαρδύνω φάρδος = φάρδος φαρδύς = φαρδύς φαρμακερός = φαρμακερός φαρμάκιν = φαρμάκι φαρμακοβότανον = είδος φαρμάκου για ασθένεια ζώων φάρμακον = δηλητήριο, φαρμάκι φαρμακούδα = άνθρωπος που προξενεί με τα προσβλητικά του λόγια πικρία στους άλλους φαρμακούτζα = φυτά δηλητηριώδη και ειδικά ο ελλέβορος φαρμακοχείλης = εκείνος που προσβάλλει με τα λόγια του φαρμάκωμαν = φαρμακώνω, δηλητηριάζω, πικραίνω κατάκαρδα φαρμακώνω = φαρμακώνω, δηλητηριάζω, πικραίνω κατάκαρδα φαρμακωτός = δηλητηριώδης, μεταφ. κακεντρεχής φαρμασόνης = άνθρωπος ασεβής που δεν τηρεί τις θρησκευτικές διατάξεις φαρόφυλλον = χόρτο με μεγάλα φύλλα δισκοειδή φαρσά = γυναίκα αναιδής φάρσωμαν = ξύλο κατάλληλο για φράχτη φαρσώνω = συμπληρώνω δωμάτιο με τα εσωτερικά του πάτωμα, ταβάνι κτλ. φαρφατάρα = πεταλούδα φαρφαταράζω = κινούμαι ανήσυχα, ταράσσομαι από συγκίνηση, αναστατώνομαι φαρφαταρίζω = κινούμαι ανήσυχα, ταράσσομαι από συγκίνηση, αναστατώνομαι φαρφουρί = πολύ λεπτό ρούχο φάσα = φυσαλίδα, φούσκα φάσα = τα απορρίματα που μένουν μετά από το κοσκίνισμα του σταριού ή άλλων δημητριακών φάσιμον = ύφανση, συνεπτυγμένη ραφή φάσκα = πλατιά ζώνη με την οποία φασκιώνουν το βρέφος φάσκωμα(ν) = φασκιώνω, σπαργανώνω φασκώνω = φασκιώνω, σπαργανώνω φασουλάς = εκείνος που αγαπά τα φασόλια φασουλέας = εκείνος που αγαπά τα φασόλια φασούλιν = φασόλι φασουλίτα = είδος αναρριχητικής περιπλοκάδας φασουλίτζα = μικρό στρογγυλό φασόλι φασουλοείλικο = ελικοειδής βλαστός της φασολιάς φασουλοζώμιν = ζουμί φασολάδας φασουλομάλεζον = σούπα από φασόλια και αλεύρι φάσσα = άγρια περιστερά φεβέγκι = γουδί φεβερίζω = φοβερίζω φεβερός = φοβερός φεγγάρα = φεγγάρι φεγγαράουμαι = προσβάλλομαι από επιληψία φεγγαράσιμον = προσβάλλομαι από επιληψία φεγγάρης = φεγγάρι φεγγάριν = φεγγάρι φεγγαροπρόσωπος = φεγγαροπρόσωπος φέγγαρος = φεγγάρι φεγγέρ(ιν) = φεγγάρι φεγγερός = φωτεινός φεγγιάσιμον = πάσχω από επιληψία φεγγίδι = φεγγίτης οικίας φεγγίζω = παράγω φως, φεγγίζω, φωταγωγώ, φωτίζομαι φεγγίν = φεγγίτης οικίας φεγγίστρα = φεγγίτης οικίας φεγγίτης = φεγγίτης, φωταγωγός, λυχνία φεγγιτοβέργιν = ξύλο μακρύ με το οποίο ανοιγοκλείνει ο φεγγίτης φεγγογέννεμαν = εμφάνιση νέας σελήνης φεγγόκομμαν = χάση φεγγοκοπή = η φθίνουσα σελήνη, η τελευταία φάση της, νουμηνία φεγγολάμπι = σεληνόφως φεγγολάμπω = λάμπει το σεληνόφως φεγγόξυλον = ξύλο που φωσφορίζει στο σκοτάδι φέγγος = φεγγάρι, φως, ηλιοτρόπιο φεγγουρίζω = φεγγίζω φεγγοφώς = σεληνόφως φέγγω = φέγγω, φωταγωγώ φέκα = φώκια φεκάλι = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρο φέκια = φύκια φελάζω = κόβω σε φέτες φελάζω = περιπλέκω, μπερδεύω φελεκάροι = φίλοι του γαμπρού φελεύω = κόβω σε φέτες φελί(ν) = φέτα ψωμιού φελία = λεπτές φέτες ψωμιού που διαποτίζονται με αυγό και τηγανίζονται σε βούτυρο φελίασμαν = το κόψιμο σε φέτες φέλλα = φελλός φελλάδα = φυλλάδα φελοκόφτω = κόβω κάτι σε φέτες φελόνιν = ιερό φαιλόνιο φελοτήγανον = τηγάνι στο οποίο τηγανίζονται τα φελία,οι τηγανισμένες φέτες φέλπα = είδος βαμβακερού υφάσματος με βελούδινη αφή φελώ = είμαι ωφέλιμος φενέρ(ιν) = φανάρι φεραχλάνεμαν = δροσίζομαι φεραχλανεύκουμαι = δροσίζομαι φεραχλίν = μέρος ψηλό και ευάερο φεράχ’κον = μέρος ψηλό και ευάερο φερενίτα = είδος λευκού άνθους φερετζές = φερετζές φεριάζω = συνέρχομαι από ζάλη φερμάνιν = αυτοκρατορικό διάταγμα φερμανλής = ο διορισμένος από το αυτοκρατορικό διάταγμα φέρσιμον = μεταφορά πράγματος φερτούλης = ρακένδυτος, κουρελής φερτουλίουμαι = μου κουρελιάζονται τα ρούχα, καταντώ ρακένδυτος φέρω = φέρνω, μεταφέρω φέρων = εκείνος που μεταφέρει φέσ(ιν) = φέσι φεσάτιν = ραδιουργία, αταξία φεσαττζής = ραδιούργος, ταραχοποιός φεσλεμέ = είσος παιχνιδιού που παίζεται με φέσια φετίριν = πίτα φευγατίζω = φυγαδεύω φεύω = φεύγω, δραπετεύω, αποσπώμαι φέψιμον = φυγή, δραπέτευση φεψίον = φυγή, δραπέτευση φεψιστά = φεύγοντας φίδιν = φίδι φιδόψαρο = φιδόψαρο φιλάργυρος = φιλάργυρος φιλάσκομαι = συνδέομαι με φιλία με κάποιον, συνδιαλλάττομαι, φιλώ, ασπάζομαι φίλασμαν = συνδέομαι με φιλία με κάποιον, συνδιαλλάττομαι, φιλώ, ασπάζομαι φιλεί = φίλημα φίλεμα(ν) = φίλημα φιλέριν = δέντρο φιλύρα φιλεύω = φιλοξενώ, γίνομαι φίλος φιλή = φίλημα, φιλί φίλημαν = φίλημα φιλία = φιλία φίλιν = ελέφαντας φιλίντρα = είδος πυροβόλου όπλου φιλιρίν = φλουρί φιλίτζης = φίλος, φιλαράκος φίλκη = κρουνός νερού φίλντισιν = ελεφαντόδοντο φιλόνω = συμφιλιώνω, συνδιαλλάττω φιλοπροσωπία = ευπροσηγορία, φιλοφρόνηση υποκριτική φιλοπρόσωπος = ο προσποιούμενος ότι είναι φίλος φίλος = φίλος φιλότιμον = ετήσια χρηματική χορηγία ιερέα προς αρχιερέα φιλυρίτζα = είδος βοτάνου φιλώ = φιλώ φιντάουμαι = οργώ προς συνουσία φιντζάνιν = φλιτζάνι φίντος = βοϊδόμυγα φιούρα = μικρό σταμνάκι νερού για τα νήπια φιραούνης = εξοργισμένος φιραούνιν = ακμή ξυραφιού, άνθρωπος οργίλος φιριλίν = φλουρί φιρφίρι = πολύ λεπτό ρούχο φισάκιν = φυσίγγιο όπλου φιτάνιν = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση φιτανόπον = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση φιτιλαεύω = βάζω φιτιλιές, ραδιουργώ προκαλώντας έριδες φιτιλάζω = βάζω φιτιλιές, ραδιουργώ προκαλώντας έριδες φιτιλέα = φιτιλιά, μεταφ. υπόνοια φιτίλιν = φιτίλι, η φαρμακευτική γάζα φιτιλόπον = φιτίλι, η φαρμακευτική γάζα φιτιλούκιν = πράγμα κατάλληλο για φιτίλι φιτνέ = άνθρωπος ραδιούργος, σκανδαλοποιός φιτνές = πολύ ευερέθιστος, οξύθυμος φκαιρώνω = αδειάζω, μεταφ. φέρομαι απερίσκεπτα φκάλιν = φεκάλι φκειάω = κάνω φκί = αφτί φκυάρη = φτυάρι φκυάρι = φτυάρι φλαμούριν = άνθος φιλύρας, τίλιο φλαμπουρίζω = κυματίζω φλάμπουρον = σημαία, λάβαρο φλέβα = φλέβα Φλεβάρης = Φεβρουάριος φλέγιος = φλοιός, φλούδα φλεγμαίνω = φλεγμαίνω φλέμα = φλέμα φλεμάζω = διαπυούμαι φλενικίζω = ριζοβολώ φλέριν = άνθος φιλύρας φλημίν = δακτυλιόλιθος φλίβομαι = θλίβομαι φλίνομαι = θλίβομαι φλιουρίν = φλουρί φλιρίν = φλουρί φλόγα = πυρετός φλογή = φλόγα, μεταφ. θλίψη, καημός φλογίζω = θερμαίνω το φούρνο με λίγα ξύλα, μεταφ. έχω πυρετό φλοίδι = φλοιός, ροκανίδι, μικρό ξυλάκι φλοκαμίτα = λίθος της εστίας στο οποίο ακουμπούν τα καιόμενα ξύλα φλόξη = φλόγα, φως φλουγκίζω = εκφύω οφθαλμούς, αρχίζω να ανθοφορώ φλούγκωμαν = η έκφυση οφθαλμών των φυτών, οφθαλμοί, μπουμπούκια φλουγκώνω = εκφύω οφθαλμούς, αρχίζω να ανθοφορώ φλούδιν = φλοιός, ροκανίδι, μικρό ξυλάκι φλουρίνα = φλουρί φλωρέας = ο κάτοχος φλουριών, πλούσιος φλώρη = πτηνό φλώρος φλωρίν = χρυσό φλουρί φλωρίνα = χρυσό φλουρί φλωρόπον = μικρό φλουρί φοβέντζιλος = δειλός, φοβητσιάρης φοβεράζω = τρομάζω φοβερίζω = τρομάζω φοβέρισμαν = τρόμαγμα φοβερός = φοβερός, τρομαχτικός, επικίνδυνος φοβετζάρης = δειλός, φοβητσιάρης φοβετζέας = δειλός, φοβητσιάρης φοβόκαιρος = καιρός που διατρέχει κινδύνους φόβος = φόβος φοβού = φουφού φοβούμαι = φοβάμαι φόγος = φόβος φόεμαν = φόβος, τρομάρα φοθράκα = βάτραχος φοινικίζω = ανανεώνομαι φοκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρο φολάδα = βράχος ύφαλος, σκόπελος φολάζω = περιπλέκω, μπερδεύω φολλίζω = αφαιρώ τα περικαλύμματα της κεφαλής του αραβοσίτου φόλλιν = τα λεπτά περικαλύμματα της κεφαλής του αραβοσίτου φονέα = πολύ κόκκινο φονέας = φονιάς φονέας = καυστικός φονικόν = φόνος, φονικό φόνος = φόνος φόνος = φόνος φορά = φορά φοράδα = φοράδα φοράζω = ντύνω φορδέκα = βάτραχος φόρεμα = φόρεμα φορεμάτιν = ρούχο κατάλληλο να φορεθεί φορένω = ντύνομαι, φορώ φορεσία = φορεσιά φορεσιά ευπαρουσίαστη = φορτίο φορετέριν = γυναικεία περισκελίδα φορετικό = ύφασμα για φορέματα φορή = φορά φορθάκα = βάτραχος φοριδάζω = περνώ τα φορίδια στο καλάθι φορίδιν = δυο σχοινιά πάνω σε φορτίο το οποίο φορτώνεται στη ράχη περνώντας από τους ώμους και τις μασχάλες φορκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω φορκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο φτιάχνουν σάρωθρα φόρμα = φορεσιά ευπαρουσίαστη φορτίον = φορτίο φορτόδεμαν = δέμα φορτίου φόρτος = φορτίο φόρτωμα(ν) = φόρτωμα φορτώνω = φορτώνω φορώ = φορώ φόσιγμαν = χώσιμο στη γη και σκέπασμα με χώμα φοσίζω = χώνω στη γη και σκεπάζω με χώμα φοσίν = κοίλωμα γης, λάκκος φόσισμαν = χώσιμο στη γη και σκέπασμα με χώμα φοσιχτά = βαθιά φοσιχτός = εκείνος που βρίσκεται χαμηλά μεταξύ υψωμάτων φοσοκολέα = η δυσοσμία του βδέους φοσοκόλιν = πρωκτός φοσόπον = κοίλωμα γης, λάκκος φοτά = ποδιά φότε = αφότου φοτοδέμα = δέματα φοτάς φοτοδέματα = δέματα φοτάς φοτούλης = εγωιστής, αυθάδης φοτουλούκιν = εγωπάθεια, αυθάδεια φουκαράς = φουκαράς, δυστυχής φουλίκα = κάμινος μεταλλουργική φουλιρίν = φλουρί φουλιρόπον = φλουρί φουλούκα = βάρκα φουλουκίζω = κεντώ με τσουκνίδα φουλούκισμα = κεντώ με τσουκνίδα φουλουρέας = ο κάτοχος φλουριών, πλούσιος φουλτούρα = γυναίκα πεταχτή φουμέας = θυμωμένος φουμέτζης = εκείνος που συνέχεια θυμώνει φουμίζω = θυμώνω, κακιώνω φουμίκα = εκείνη που θυμώνει φουμιξέας = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει φουμισέας = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει φούμισμαν = θύμωμα φουμιστάρης = εκείνος που θυμώνει και δεν θέλει να τρώει φούμος = αιθάλη, καπνιά φουνί = χωνί φούντα = βαλάντιο φουντάριν = άρτος ολόκληρος φουσκωτός φουντάρω = αγκυροβολώ φουνταρώνω = αγκυροβολώ, πνίγομαι φουντζίν = φουντούκι μαζί με το περίβλημα φουντούκιν = φουντούκι φουντουκίτζα = φυτό βούρλο φουντουλάζω = ανανεώνω το περιεχόμενο του στρώματος με βαμβάκι ή μαλλί φουντουλίζω = θάλλω, ανυψώνομαι, αυξάνομαι φουντώνω = φουντώνω φουρθάκα = βάτραχος φουρίν = φυτό που έχει πολλές διακλαδώσεις στο στέλεχος φούρκα = αγχόνη φουρκαλέα = χτύπημα με σκούπα φουρκαλίδι = σκουπίδι, χαλίκι φουρκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω φουρκάλιν = σκούπα, σάρωθρο, φυτό από το οποίο κάνουν σάρωθρα φουρκαλίτα = είδος θάμνου από το οποίο κάνουν σάρωθρα φουρκαλίτζα = πιρούνι φουρκαλώ = σαρώνω, σκουπίζω φουρκίζω = πνίγω φούρκισμα(ν) = πνιγμός φουρκισμάτιν = το προερχόμενο από πνιγμό φουρκιστός = πνιγμένος φούρκωμα(ν) = φουντώνω φουρκωμένος = βουρκωμένος φουρκώνω = φουντώνω φουρλάεμαν = θυμός, οργή φουρλαεύω = θυμώνω, οργίζομαι φούρμα = όρος ναυπηγικής φουρνάζω = φουρνίζω φουρνέα = φουρνιά φουρνί(ν) = φούρνος φουρνίζω = φουρνίζω φουρνικένον = αυτό που είναι ψημένο στο φούρνο φούρνισμαν = φούρνισμα φουρνιστόν = αυτό που είναι ψημένο στο φούρνο φουρνογκότης = κοντός με το οποίο συνδαυλίζουν τα καμένα ξύλα του φούρνου φουρνοδώμιν = εξωτερική οριζόντια επιφάνεια της στέγης φούρνου φουρνόλιθον = λίθοι κατάλληλοι για κατασκευή φούρνου φουρνοξέριν = εκείνο που έχει ξηραθεί στο φούρνο φουρνόξυλον = ξύλα για πύρωμα φούρνου φουρνοπλάκιν = πλάκα φούρνου φουρνόπον = φούρνος φουρνοπόρτιν = πόρτα φούρνου φούρνος = φούρνος φούρνος = είδος βατράχου φουρνοσπόγγιν = κουρελόπανα πάνω σε ξύλινο κοντάρι με το οποίο καθαρίζουν το φούρνο φουρνότζιρον = αχλάδι ή μήλο φουρνισμένο φουρνόφ’λλα = φυτό με πλατιά φύλλα πάνω στα οποία βάζουν το άρτο στο φούρνο για να μην κολλήσει στο πτύο φουρνοψώμιν = ψωμί από φούρνο φουρουντζάβα = σύζυγος αρτοποιού φουρουντζής = αρτοποιός φουρούτζιν = ρυτίδα προσώπου φουρουτζώνω = ρυτιδώνομαι φούρτζα = βούρτσα φουρτζί = είδος βούρτσας φουρτζίζω = βουρτσίζω φουρτζούγα = οπή στο τοίχο της μάνδρας απ’ όπου εκβάλλουν την κοπριά, θύρα μάνδρας φουρτλαεύω = μαζεύω τα χαρτιά με το φάντη (στο χαρτοπαίγνιο) φούρτος = φάντης του χαρτοπαίγνιου φουρτούνα = φουρτούνα, μεταφ. κίνδυνος μεγάλος φουρτουνάζω = φουρτουνιάζω φουρτουνλαεύω = φουρτουνιάζω φουρφουλακιάζω = βγάζω σπυριά στο στόμα με υγρό φουρφουλακίζω = βγάζω σπυριά στο στόμα με υγρό φουρφουλακίζω = χοχλακίζω, φλέγομαι από δίψα φουρφουλάκιν = σβούρα φουρφούρι = σβούρα φουρφουρίζω = παράγω θόρυβο φουρ φουρ, πάλλομαι φουρφουρίκα = σβούρα φουρφούτζιν = δέντρο πολύ φορτωμένο με καρπούς φουρφουτίζω = ξεχειλίζω φουσαλάκης = φουσκωμένος, παχύς φουσίν = πρωκτός φούσκα = είδος πλοίου, ο άωρος καρπός συκιάς, βατόμουρο φουσκαλίδα = φυσαλίδα, φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα ή άλλη αιτία φουσκαλιδάζω = βγάζω φλύκταινες από έγκαυμα ή άλλη αιτία φουσκαλιδάριν = εκείνος που έχει φλύκταινες φουσκαλίδιν = φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα φουσκαλιδόπον = φλύκταινα του δέρματος από έγκαυμα φουσκάλιν = φούσκα φουσκίν = κόπρος μονόχηλων ζώων φουσκίτα = είδος μύκητα φουσκούλα = όρνιθα που έχει γύρω από το ράμφος φουντωτό πτίλωμα φουσκουλάρης = φουσκωμένος φουσκούλιν = φούσκα φουσκουλώ = παχαίνω φουσκυλλίδιν = ουροδόχος κύστη, χοληδόχος κύστη φούσκωμαν = φούσκωμα φουσκώνω = φουσκώνω φουσκωτός = φουσκωτός, διογκωμένος φούσνα = βυσσινιά φουσούλιν = μήλο ή αχλαδιά ψημένο στο φούρνο φουσουλίτζα = μήλο ή αχλαδιά ψημένο στο φούρνο, άγρια πάπια φουσούνα = φυσητήρας σιδηρουργείου φουσταλίζω = φουμάρω, σηκώνω σκόνη στον αέρα φουστάνιν = φουστάνι φουστανλήσα = εκείνη που φοράει φουστάνι φουστανόπον = φουστάνι φουστίτα = ο μύκητας φουσκίτα, είδος χόρτου φούστορον = ομελέτα, σφουγγάτο φουστοροτήγανον = τηγάνι στο οποίο παρασκευάζεται το φούτορον φουστούκιν = φιστίκι φουστρίν = πρωκτός φούστρον = ομελέτα, σφουγγάτο φουσφουρίζω = ο ήχος που εκπέμπουν τα καιόμενα ξύλα φους φους φουσφούρισμαν = ο ήχος που εκπέμπουν τα καιόμενα ξύλα φους φους φουσφουρώνω = συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, ρυτιδώνομαι φουτάρης = αυτός που αερίζεται συχνά φουτέας = αυτός που αερίζεται συχνά φουτζανάριν = αλεύρι πιτυρούχο φουτζανίζω = σκορπώ πίτουρα, μεταφ. εκδηλώνω την αγανάκτησή μου με φωνές και χειρονομίες φουτζάνιν = πίτουρο φουτζάνισμαν = σκορπώ πίτουρα, μεταφ. εκδηλώνω την αγανάκτησή μου με φωνές και χειρονομίες φουτζανόστομος = μωρολόγος φουτζικάς = άνθρωπος κάτισχνος φουτζίν = βαρέλι φούτζο = δίχρονο μοσχάρι φουτή = κλανιά φουτίζω = κλάνω χωρίς κρότο φουτίτα = φυτό ούβα, το οποίο προκαλεί αέρια φουτίτζα = φυτό ούβα, το οποίο προκαλεί αέρια φουτούλιν = κάψα φουντουκιού φούτουλος = ευτραφής φουφού = πληγή (στη παιδική γλώσσα) φουφούκα = πληγή (στη παιδική γλώσσα) φουφούλιν = η ακαλήφη η οποία κεντά και προκαλεί το επιφώνημα φου φου φουφουριαίνω = ανανεώνω το περιεχόμενο του στρώματος με βαμβάκι ή μαλλί φούχτα = χούφτα φουχταρίζω = χουφτώνω φραγάδιν = φράχτης Φραγκία = Ευρώπη φραγκιάζω = βραχνιάζω φραγκοκάμισον = πουκάμισο κατά την Ευρωπαϊκή τεχνοτροπία φραγκοκλείδι = κλειδαριά ευρωπαϊκής κατασκευής φραγκομάλα = σύφιλη φραγκόποπας = καθολικός παπάς φραγκορράφτες = ράφτης Ευρωπαϊκής ενδυμασίας Φράγκος = Ευρωπαίος φραγκοστάφυλον = φραγκοστάφυλο φραγμός = φραγμός, περίφραξη φράζω = περιφράζω φρακάλιν = φτυάρι μεταλλικό για μεταφορά ανθράκων φραντάλα = πρόσχαρη φρανταλίζω = επιδεικνύομαι υπερβολικά, μεγαλαυχώ, αισθάνομαι μεγάλη χαρά φραντζέλα = φραντζόλα φραντζελόπον = φραντζόλα φραντζιάς = πρόδομος οικίας περιφραγμένος και στολισμένος φράντουλα = πρόσχαρη φράξη = περίφραξη χώρου φράξιμο(ν) = περίφραξη φραχνίτα = είδος φυτού φραχτή = περίφραγμα, φράχτης φραχτόπον = φράχτης, περίφραγμα φραχτόρριζο = βάση φράχτη φραχτός = φράχτης, περίφραγμα φραχτώνω = περιβάλλω με φράχτη φρένα = μυαλά φρέντζα = θάρρος φρεντζί = φεγγίτης οικίας φρέφος = βρέφος φρίξη = βάσανο, ταλαιπωρία φροθάκα = βάτραχος φροκαλιά = σάρωθρο, σκούπα φροκαλίζω = σαρώνω, σκουπίζω φροκάλιν = σκούπα, σάρωθρο φροκαλίτα = είδος θάμνου από το οποίο κάνουν σάρωθρα φρονεύω = γίνομαι φρόνιμος φρόνηση = φρόνηση, σύνεση φρονιμάδα = το να είναι κανείς φρόνιμος φρόνιμος = φρόνιμος φρόντες = θάρρος, παρρησία φρούδι = φλούδα, φλοιός φρουθάκα = βάτραχος φρουκάλ(ιν) = σκούπα, σάρωθρο φρούνος = είδος βατράχου φρούντζιν = αφρός φρουντζιώ = αφρίζω φρουντζώνω = μαλακώνω φρουντουλίζω = θάλλω, ανυψώνομαι, αυξάνομαι φρούχνα = μούχλα φρουχόχειλος = εκείνος που έχει χοντρά χείλη φρούχτα = φρούτα φρυάζω = ορμώ προς επίθεση φρυγανίζω = φρύγω φρύγματα = καψίματα φρύγομαι = ταλαιπωρούμαι από τον καύσωνα, φλέγομαι από δίψα φρύδιν = φρύδι φτάγω = κάνω φταίξιμον = φταίξιμο, σφάλμα φταίρσιμον = φτερνίζομαι φταίρω = φτερνίζομαι φταίχτης = φταίχτης φταίω = φταίω, αμαρτάνω, σφάλω φτάνω = φτάνω φταρέα = ποσότητα όση χωράει το φτυάρι φταρέα = πλήγμα, χτύπημα με φτυάρι φτάρη = φτυάρι φταρίζω = φτυαρίζω φτάριν = φτυάρι φταρμέτζης = εκείνος που ματιάζει, βάσκανος φταρμίζω = ματιάζω, βασκαίνω φτάρμισμα = βασκανία, μάτιασμα φταρμοζίνιχο = χάντρα που χρησιμοποιείται για το ξεμάτιασμα των νηπίων φτάσιμον = ωρίμανση φτείρα = ψείρα φτειράβα = ψειριάρα φτειράζω = γεμίζω με ψείρες φτειράρης = ψειριάρης φτειραρίτζης = ψειριάρης φτειράσιμον = φθειρίαση φτειρέας = ψειριάρης φτείριν = ψείρα φτειροθέκλα = άνθρωπος γεμάτος με ψείρες φτειροκακκαλέας = κοροϊδευτικά εκείνος που έχει ψείρες στην ήβη φτειροκάκκαλος = κοροϊδευτικά εκείνος που έχει ψείρες στην ήβη φτειροφάγας = εκείνος που τρώει ψείρες, μεταφ. πολύ φτωχός φτελίδιν = δέντρο φτελιά φτελιδίτζιν = είδος χόρτου εδωδίμου φτελιδόπον = δέντρο φτελιά φτελιδόφυτον = δέντρο φτελιά φτελτόν = πούπουλο φτενένω = κάνω κάτι ισχνό, γίνομαι ισχνός φτενία = φτηνά φτενόξυλο = όργανο του αργαλειού με το χτυπούν το υφάδι μετά το κάθε πέρασμα της κερκίδας φτενός = λεπτοκαμωμένος, ισχνός, φτωχός φτενός = φτηνός φτενότζεπλα = σταφύλια λεπτόφλουδα φτενούτζα = είδος οστρέου με λεπτό όστρακο φτενύνω = φτωχαίνω φτενώνω = κάνω κάτι λεπτό φτερακίζω = φτερουγίζω, πετώ φτεράκισμα = φτερουγίζω, πετώ φτεριδέα = τόπος όπου φυτρώνουν πολλές φτέρες φτερίδιν = φυτό φτέρη φτέρνα = φτέρνα φτερνίζω = κεντώ το άλογο με φτέρνες για να τρέχει, καλπάζω φτέρνισμαν = κεντώ το άλογο με φτέρνες για να τρέχει, καλπάζω φτερνίτε = σκληρό δέρμα βοδιού που τοποθετείται στη φτέρνα του υποδήματος φτερό(ν) = φτερό φτερολογώ = ξαφνιάζω, τρομάζω φτερολόεμαν = ξάφνιασμα, τρομάζω κάποιον φτερόπ’λλον = φτερό φτερούγιν = φτερό, πτερύγιο φτερούλιν = φτερό φτέρω = αιφνιδιάζω, ξιπάζω και τρέπω σε φυγή φτι = αυτί φτιλακίζω = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα φτιλάκισμαν = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα φτίλιγμαν = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω φτιλίζω = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω φτίλιν = πούπουλο, φτερό φτίλιτον = πούπουλο, φτερό φτίλος = φτερό πτηνού φτιλτένος = αυτός που είναι γεμάτος από φτερά, πούπουλα, εκείνος που μοιάζει σαν πούπουλο, απαλός φτονερός = φθονερός, ζηλιάρης φτονία = φθόνος φτοριάζω = χύνω τα φτερά μου φτούλ(ιν) = πούπουλο, φτερό φτουλακίζω = σπαρταρώ, πάλλομαι γρήγορα φτούλιγμαν = μάδημα, συλλογή καπρών από δέντρο, στόλισμα φτουλίζω = μαδώ, τίλλω τις τρίχες, δρέπω καρπούς, κοσμώ, στολίζω φτούλιτον = πούπουλο, φτερό φτούλιτρο = πούπουλο, φτερό φτύζω = φτύνω φτύξη = φτύσιμο φτυρολογώ = ξαφνίζω, καταπτοώ και τρέπω σε φυγή, τρομάζω φτυρολόεμαν = ξάφνιασμα, τρόμαγμα φτύρσιμον = ξίπασμα ζώου και τροπή σε φυγή, φτέρνισμα φτυρτόν = ζώο που είθε να πάει και να χαθεί φτύρω = αιφνιδιάζω, ξιπάζω και τρέπω σε φυγή, φτερνίζομαι φτύση = φτύσιμο φτύσιμο(ν) = φτύσιμο φτύσμα = φτύμα φτω = κάνω φτωχαίνω = φτωχαίνω φτωχακόν = φτωχικό φτώχαμα = σωματική αδυναμία, ισχνότητα φτωχία = φτώχια φτωχοκόριτζον = φτωχοκόριτσο φτωχολογία = φτωχολογιά φτωχόπαιδον = φτωχόπαιδο φτωχοπορεύκομαι = ζω φτωχικά φτωχόπουλλον = αγόρι ή κορίτσι φτωχής οικογένειας φτωχός = φτωχός φτωχουσία = πενία, φτώχια, άνθρωποι φτωχής κοινωνικής τάξης φτωχύνω = φτωχαίνω φτωχωτός = φτωχός φυγαδάζω = φυγαδεύω φυγαδίασμαν = φυγάδευση φυγέτζης = φυγάς φυγετός = φυγή φυγεύω = φεύγω φυγή = φυγή φυγιάζω = φυγαδεύω, απάγω φύγιασμαν = φυγάδευση φυγιαχτόν = λαθραίο φύγουμαι = φεύγω φυεύω = φεύγω φύκια = φύκια φύλαγμα = φύλαγμα φύλακας = φύλακας, φρουρός φύλακας, φρουρός = φυλακάτορας φυλακή = φυλακή φυλακίζω = φυλακίζω φυλακώνω = φυλακώνω φύλαξη = φύλαξη, ενθύμηση, μνημονικό φυλάττω = φυλάσσω, περιμένω φυλαχτόν = πολύτιμο, φυλαχτό φυλαχτούρι = φυλαχτό φυλή = φυλή, γένος, είδος φυλλάδα = φυλλάδα, βιβλίο φυλλάζω = ανοίγω τη ζύμη σε λεπτά φύλλα φυλλάζω = στοιβάζω ύφασμα κατά φύλλα φυλλάνοιγμαν = η εποχή της φυλλοφορίας των δέντρων φυλλάριν = εκείνο που έχει πολλά φύλλα φύλλο(ν) = φύλλο φυλλοκάρδα = φύλλα της καρδιάς, μεταφ. τα μύχια, τα εσώτατα φυλλόπιτες = πίτες από φύλλα ζύμης τηγανιτές φυλλόπον = φυλλαράκι φυλλορρούξιμον = η εποχή που πέφτουν τα μαραμένα φύλλα, φθινόπωρο φυλλοσούρουχον = κοντός στον οποίο δένουν δέματα φύλλων και κλώνων για μεταφορά φύλλωμαν = φύλλωμα φυλλώνω = φυλλοφορώ φυλλωτά = λεπτά φύλλα ζύμης με τα οποία παρασκευάζονται εδέσματα φύλον = φυλή, γένος φυού = κρύπτη, κρυψώνα, δωμάτιο σκοτεινό φυργανίζω = φρυγανίζω φύσεμαν = φύσημα φύσεμας = άνεμος φυσερόν = φυσητήρας σιδηρουργού ή γανωτή φυσετέριν = φυσητήρας σιδηρουργείου φυσετός = ισχυρός άνεμος φύση = η ανθρώπινη φύση φύσημα = φύσημα φυσητής = εκείνος που φυσά με τον φυσητήρα του γανωτή φυσικόν = φυσικός χαρακτήρας, φυσικά ιδιώματα ανθρώπου φυσιώνης = μανιώδης καπνιστής φύσνα = βυσσινιά φυσώ = φυσώ φυσώνα = φυσητήρας σιδηρουργείου φυσώνης = μανιώδης καπνιστής φυσώνιν = φυσητήρας σιδηρουργείου φυσωτέριν = φυσητήρας σιδηρουργείου φυτάνιν = νεαρό φυτό προς μεταφύτευση φύτεμαν = φύτευση φυτεύω = φυτεύω φυτό(ν) = φυτό φύτρα = καταγωγή, γένος, εκβλάστημα φυτού φύτρον = γενεά, καταγωγή, εκβλάστημα φυτού, νεαρός βλαστός φύτρος = βλάστημα φυτού, μεταφ. σωματική διάπλαση φυτρόχορτη = φυτό αγριάδα φύτρωμαν = φύτρωμα φυτρώνω = φυτρώνω, μεταφ. ξαφνικά παρουσιάζομαι που δεν το περιμένει κανείς φυτωνάριν = φυτώριο φχαριστώ = ευχαριστώ φώκα = φώκια φωλάζω = φωλιάζω, εισέρχομαι στη φωλιά μου φωλέα = φωλιά φωλεύω = φωλεύω φώλη = φωλιά φώλιν = το πρόσφορο αβγό που μένει πάντοτε στη φωλιά για να προσελκύει την κότα φωλίτζα = φωλίτσα φωλόπον = φωλιά φωνάζω = φωνάζω, κραυγάζω φωνή = φωνή, λαλιά φωνώ = φωνάζω, κραυγάζω φως = φως φωστήρας = άνθρωπος φωτισμένος πολυμαθής φωστομμάτα = συγχαρητήρια που απευθύνονται προς τους οικείους για την επάνοδο ξενιτεμένου Φώτα = Θεοφάνεια φώταγμαν = φωτισμός, λάμψη φωταγωγία = λάμψη φωταγωγός = αυτός που λάμπει φωτιζόμενος φωτάζω = φωτίζομαι, λάμπω, γλυκοχαράζει φωτάζω = θαμβώνομαι φωτάκα = άνθρωπος λάμπει σαν καλλονή φωτασία = φωτοχυσία φωταχτεράς = ωραίος, ευειδής φωταχτέριν = πράγμα που ακτινοβολεί φωτεινερός = φωτεινός φωτεινός = φωτεινός φωτειρός = φωτεινός φωτερός = φωτεινός φωτία = φως, φωτιά φωτίζω = φωτίζω φωτίσα = φώτιση φώτιση = φώτιση φώτισμα = λάμψη, βάπτισμα, αγιασμός φωτιστέρα = δυο πανιά, το ένα κρεμιόταν από το λαιμό του νονού και το άλλο απλωνόταν πάνω στο άλλο για να βάλουν το βρέφος μετά τη βάπτιση φωτιστικός = βαφτιστικός φωτιτσιάτικα = βαπτιστικά φωτολογία = λάμψη, φωτοχυσία φωτολογώ = πλημμυρώ από φως Χχα = ιδού, να χαβά = ελώδης πυρετός, φυτό φυόμενο σε μέρος ελώδες χαβαλούμαι = προσβάλλομαι από ελώδη πυρετό χαβάσιν = έφεση, ζήλος, κλήση χαβασλάεμαν = αισθάνομαι πόθο προς απόκτηση πράγματος χαβασλαεύω = αισθάνομαι πόθο προς απόκτηση πράγματος χαβγιάριν = χαβιάρι χαβγιαρόζωμον = είδος εδέσματος παρασκευασμένο από χαβιάρι διαλυμένο με νερό χάβδι = δερματικό νόσημα, λειχήνας χαβδόχορτον = αγριόχορτο που χρησιμεύει ως θεραπευτικό των λειχήνων χαβέκα = ταινία από ύφασμα η οποία συγκρατεί το γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής την τάπλα χαβέλι = άνθρωπος ηλίθιος χαβέτζι = είδος εδέσματος από αλεύρι και ανθότυρο ή βούτυρο χαβζάλιν = σκόνη ανθράκων χαβζαλόπον = λίγη ποσότητα σκόνης ανθράκων χαβζαλώνω = πληρώ με ασβόλη χαβιτζέα = οσμή χαβιτζιού χαβίτζιν = είδος εδέσματος από αλεύρι και ανθότυρο ή βούτυρο χαβιτζοκούταλον = κουτάλι ειδικό για παρασκευή χαβιτζιού χαβιτζόπον = λίγη ποσότητα χαβιτζιού χαβιτζοτήγανον = τηγάνι στο οποίο παρασκευάζεται το χαβίτζιν χαβιτζώνω = γίνομαι πηχτός σαν χαβίτζιν χαβού = ούτως, τοιουτοτρόπως χαβούζιν = δεξαμενή ύδατος χαβουζόπον = δεξαμενή ύδατος χάβουμαι = χάνω χαβούρτα = αχλάδια, μέσπιλα και βαλάνια φρυγμένα στο φούρνο και αλευροποιημένα χαβουρτένον = εκείνο που είναι παρασκευασμένο από χαβούρτα χαβρόζιν = ουροδοχείο χαγιάτιν = πρόδομος οικίας χαγκέας = ο ασθμαίνων, φιλάσθενος, εκείνος που βογγά χαγκίζω = ασθμαίνω, κοντανασαίνω, βογκώ χάγκισμαν = ασθμαίνω, κοντανασαίνω, βογκώ χαγξού = γυναίκα που συνεχώς βογκά χαζνά = θησαυροφυλάκιο χαζούρης = έτοιμος χαζουρλαεύω = ετοιμάζω χαιβανάς = ζωώδης, μωρός χαιβάνιν = μονόχηλο ζώο, άνθρωπος ζωώδης, μωρός χαιβανόπον = μονόχηλο ζώο, άνθρωπος ζωώδης, μωρός χαΐνης = άπονος, σκληρόκαρδος χαιρετία = χαιρέτισμα χαιρέτισμαν = χαιρετισμός χαιρετώ = χαιρετώ χαΐριν = προκοπή, όφελος χαϊρλίν = εκείνος που έχει προκοπή, εκείνο που έχει όφελος χαίρομαι = χαίρομαι χαΐφιν = άδικο, εκδίκηση χάκα = δηλώνει άρνηση σε ερώτηση χαλά = αφοδευτήριο χαλαβίζω = καθαρίζω, πλύνω χαλαγία = κασσίτερος χαλάγιωμαν = κασσιτερώνω χαλαγιώνω = κασσιτερώνω χάλαγμαν = κατεδάφιση, στάθμευση, διακόρευση χαλαγμονή = καταστροφή, άνθρωπος που προξενεί καταστροφή χαλαδρία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου χαλάεμαν = κασσιτερώνω χαλαένω = κασσιτερώνω χαλαετόν = κασσιτερωμένο χαλαζεύ(ει) = ρίχνει χαλάζι χαλάζιν = χαλάζι χαλαζώνει = ρίχνει χαλάζι χαλάη = κασσίτερος χαλαΐτζα = ποικιλία αχλαδιάς με μικρά γλυκά αχλάδια χαλαϊτζής = κασσιτερωτής, γανωτής χαλάλιν = πράγμα εκουσίως δωρούμενο χαλαμά = ερείπιο, χάλασμα χάλαμαν = κατεδάφιση, στάθμευση, διακόρευση χαλαμαντρία = άνθρωπος έχει όψη ερειπίου, ρακένδυτος χαλάνω = χαλάω, κατεδαφίζω χαλάομαν = κασσιτερώνω χαλαόνω = κασσιτερώνω χαλαρά = χαλαρά χαλαρδία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου χαλαρόκολος = εκείνος που πάσχει από ευκοιλιότητα, μεταφ. φιλάσθενος χαλαρός = χαλαρός χαλάρυμαν = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων χαλαρύνω = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων χαλάρωμαν = χαλαρώνω χαλαρώνω = χαλαρώνω χαλαρωτός = λίγο χαλαρός χαλασμονή = καταστροφή, άνθρωπος που προξενεί την καταστροφή χαλαφούστα = πράγμα πολύ μαλακό χαλαφουστώνω = γίνομαι πολύ μαλακός, πλαδαρός χαλβά = χαλβάς χαλβάνιν = αγριόχορτο με πλατιά φύλλα χαλβανόφυλλον = φύλλο του φυτού χαλβάνιν χαλβατζής = χαλβατζής χαλέβιν = σωρός λίθων χαλεβλούχ(ιν) = μέρος όπου υπάρχουν πολλοί λίθοι κατά σωρούς χαλεβόρ(ιν) = ημιερειπωμένο χαλεβορτζής = τεχνίτης που δεν χτίζει στερεό οικοδόμημα χαλεβράκης = ακαλαίσθητος χαλέκιν = χαλίκι χαλεπά = φτωχικά χαλεπός = δυσάρεστος, σκληρός χαλερός = χαλαρός χαλέχουλεν = χλιαρό χαλί = ξύλινος στύλος κληματαριάς χαλί(ν) = χαλί χαλίκιν = χαλίκι χαλίκωμαν = ενσφηνώνω χαλίκι σε κάτι χαλικώνω = ενσφηνώνω χαλίκι σε κάτι χάλιν = χάλι χαλκά = κρίκος χαλκέα = ποσότητα όση χωράει το καζάνι χάλκεμαν = βάζω πήλινο σκεύος στην πυρά για να γανωθεί χαλκέριν = γουδί χαλκεύω = βάζω πήλινο σκεύος στην πυρά για να γανωθεί χαλκιάζω = αποκτώ χρώμα χαλκού χάλκιανος = αυτό που είναι κατασκευασμένο από χαλκό χαλκίν = χάλκινος λέβητας χάλκινος = χάλκινος χαλκό(ν) = μεγάλος χάλκινος λέβητας χαλκοπλύτε = εργαλείο των χρυσοχόων με το οποίο πλένουν τα μέταλλα χαλκόπον = μεγάλος χάλκινος λέβητας χαλκοπουλλέα = ποσότητα όση χωράει το χαλκοπούλλιν χαλκοπούλλιν = μικρός χάλκινος λέβητας χαλκοπουλλόπον = μικρό καζανάκι χαλκοπρασινώ = γίνομαι πράσινος όπως η σκουριά του χαλκού χαλκοπρόσωπος = εκείνος που έχει πράσινα μάτια όπως η σκουριά του χαλκού χαλκοστάμνιν = σταμνί χάλκινο χαλκοτζουκέα = ποσότητα όση χωράει το χαλκοτζούκιν χαλκοτζούκιν = χάλκινη στάμνα χαλκύνω = παίρνω χρώμα χαλκού χάλκωμα = χάλκινο σκεύος, χαλκός χαλκωματένος = χάλκινος χαλκωματικά = χάλκινα οικιακά σκεύη χαλόπον = χαλί χαλοτιμία = προσβολή τιμής και αξιοπρέπειας κάποιου, εξευτελισμός χαλοτιμώ = προσβάλλω την τιμή κάποιου, εξευτελίζω κάποιον, υποδέχομαι κάποιον με ψυχρότητα χαλτεβόρης = απεριποίητος, κακοντυμένος χαλτζεύκομαι = λυτρώνομαι χάλτικα = κατά τρόπο ανάρμοστο χαλτοπούλλιν = χωριατόπαιδο, αγριόπαιδο χαλχάν(ν) = καλκάνι χαλχάνα = είδος πτηνού χαλχανίζω = γελώ με ήχο, καγχάζω χαλχάνισμαν = γελώ με ήχο, καγχάζω χαλχανίστρα = δοχείο νερού με στενό λαιμό το οποίο χαλχανίζει κατά την εκροή νερού χάμ = και… και «χάμ εγώ, χάμ εσύ» χαμαζέτζης = προδότης χαμαζεύω = καταδίδω, προδίδω χάμαι = χάνω χαμαιλεταλευρωμένος = αλευρωμένος στο μύλο χαμαιλετάρης = μυλωθρός, μυλωνάς χαμαιλέτες = καθιστός χειρόμυλος, υδρόμυλος, η άνω μυλόπετρα χαμαιλετίτζιν = χειρόμυλος χαμαΐλιν = φυλαχτό, χαϊμαλί χαμαϊλίν = δαχτυλίδι που έχει το σχήμα τριγωνικό ή τετραγωνικό σαν του φυλαχτού χαμαϊλόπον = φυλαχτό, χαϊμαλί χαμαλάζω = αφοδεύω τόσο πολύ όσο ένας αχθοφόρος χαμαλέα = το πολύ αφόδευμα όσο ενός αχθοφόρου χαμάλης = αχθοφόρος χαμαλίκιν = το επάγγελμα του αχθοφόρου χαμάμπελος = χαμηλή άμπελος χαμαντζέκα = κούκλα, είδος μικρού πεπονιού χαμελά = χαμηλά χαμελακέσου = κατά τα χαμηλά χαμελασία = μέρη από τοπογραφικής απόψεως χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ψηλά χαμελία = μέρη από τοπογραφικής απόψεως χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ψηλά χαμελόκλαδον = κλαδί δέντρου που βρίσκεται χαμηλά χαμελοποταμία = παραπόταμος χώρα χαμηλή σχετικά προς την πέριξ χώρα χαμελός = χαμηλός χαμέλυμαν = χαμηλώνω χαμελύνω = χαμηλώνω χαμέλωμα = χαμηλώνω χαμελώνα = τόπος που βρίσκεται χαμηλά χαμελώνω = χαμηλώνω χαμελωσία = μέρη χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ορεινά χαμελωτός = λίγο χαμηλός χαμηλός = χαμηλός χαμηλύνω = χαμηλώνω χαμηλωσία = μέρη χαμηλά κατ’ αντίθεση προς τα ορεινά χάμης = άωρος καρπός, ασυνήθιστος χαμλάελμαν = κουράζομαι πολύ χαμλαεύω = κουράζομαι πολύ χαμνένε = κάνω κάτι νερουλό, ρευστό, αδυνατίζω, εξασθενώ, μεταφ, καταπραΰνω χαμνία = τύφος χαμνίζω = κάνω κάτι νερουλό, γίνομαι υδαρής, χασμουριέμαι, προσβάλλομαι από τύφο χάμνισμα = χασμούρημα χαμνίτζα = γυναίκα φιλάσθενη χαμνογελώ = χαμογελώ, υπομειδιώ χαμνοκάρδης = καλόκαρδος, ο εύκολα συγκινημένος χαμνομύλιν = φαγητό πολύ νερουλό χαμνορράκι = δυνατό ρακί χαμνός = μαλακός, πλαδαρός, υδαρής, μεταφ. αδύνατος, ισχνός χαμνούστα = άγρια φράουλα χαμνοφαγεία = νερουλό φαγητό, εκείνος που τρώει νερουλά φαγητά χάμνυμαν = κάνω κάτι νερουλό, ρευστό, αδυνατίζω, εξασθενώ, μεταφ. καταπραΰνω χαμνωτός = νερουλός χαμογέλαγμαν = χαμόγελο χαμογέλασμαν = χαμόγελο χαμογελαστά = χαμογελαστά χαμογελώ = χαμογελώ χαμόθεος = εκείνος που είναι προστάτης και βοηθός πάνω στη γη χαμοκίσσιν = φυτό κισσοειδές χαμοκλάδιν = χαμηλό κλαδί δέντρου χαμοκλείδιν = εκείνο που έχει θόλο χαμηλό δηλ. κλειδώνεται χαμηλά χαμοκοιλάδ(ιν) = χαμηλή κοιλιά χαμολέος = χαμαιλέοντας χαμόμηλον = χαμομήλι χαμόμηλον = μηλιά χαμηλή χαμονή = απώλεια, όλεθρος, τόπος καταστροφής χωρίς επιστροφή χαμοπεταλήχτρα = χρυσαλλίδα χαμοπετώ = εκφράζω την μεγάλη χαρά με ζωηρές εκφράσεις και κινήσεις σαν να πρόκειται να πετάξω χαμός = χαμός, απώλεια χαμουράζω = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω χαμουρίαγμαν = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω χαμουρόμηλον = είδος μήλου τρυφερό χαμούφτα = άγρια φράουλα χαμπώνω = κλείνω ερμητικά την πόρτα, το παράθυρο κτλ χαμωτός = άωρος, ασυνήθιστος χανεκιάρης = κτηματίας χάνιν = πανδοχείο, ξενώνας χανόπον = πανδοχείο, ξενώνας χανούμα = κυρία, οικοδέσποινα χανταβλώνω = κάθομαι κατά τρόπο άκομψο χαντάζω = τρυπώ, κεντώ με αγκάθι χάντακας = μεγάλο όρυγμα, χάσμα χαντάκιν = τάφρος χαντακός = εκείνος που έχει μακράν ηλικία χαντάκωμαν = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι χαντακώνω = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι χανταπλώνω = κάθομαι κατά τρόπο άκομψο χαντζαβάζιν = μισοκαμένο ξύλο χαντζαρέα = χτύπημα, πλήγμα με χαντζάρι χαντζάριν = μεγάλη μαχαίρι χαντζέα = οσμή καιόμενου τριχώματος χάντζεμαν = καψαλίζω χαντζεύτρα = άνθρωπος ύπουλος χαντζεύω = καψαλίζω χαντζηλίκιν = το επάγγελμα του πανδοχέα χαντζής = πανδοχέας, ξενοδόχος χαντζιμύρα = υπόλειμμα καμένου ερίου, υφάσματος κτλ., τσίκνα καμένου φαγητού χαντζιμυράζω = τσικνίζω χαντζιμυράριν = εκείνο που μυρίζει τσίκνα χαντζιμυρέα = οσμή καμένου φαγητού, τσικνίλα χαντζιμυρίαγμαν = τσικνίζω χαντζιμύτρα = υπόλειμμα καμένου ερίου, υφάσματος κτλ χαντζίρα = οσμή καμένου υφάσματος, ο πνιγηρός ατμοσφαιρικός καύσωνας χαντζιρέα = οσμή καιόμενου υφάσματος χαντζιρεύω = καίομαι (ύφασμα) και γίνομαι μαύρη στάχτη χαντζοκάτα = ύπουλη γάτα χαντζοκράτες = πυροστιά χαντζολάβασον = λαγάνα ψημένη επιφανειακός χαντζού = δαιμόνιο λυκόμορφο που έρχεται την Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαντζούκα = γυναίκα γκρινιάρα χαντζουλεύω = καίω επιφανειακός, καψαλίζω χαντζούρα = γυναίκα ραδιούργα και φιλοκατήγορη χαντίζω = κεντώ με αγκάθι χάντιν = αγκάθι χαντυλλάζω = γαργαλίζω, θαμπώνω χαντυλλάσιμον = γαργάλισμα χαντύλλασμαν = γαργάλισμα χάνω = χάνω χανώνομαι = χάνομαι, καταστρέφομαι χάπα-χάπ = αμέσως χαπαλευτή = παιδικό παιχνίδι χαπαλεύω = σκάβω, ανακατεύω διάφορα πράγματα αναζητώντας κάτι χαπαπία = κάψα βαλάνου, είδος φυτού, ο καρπός της μολόχας χαπαπίτζα = κάψα βαλάνου χαπαράζω = ειδοποιώ, πληροφορώ χαπαρέας = εκείνος που διαδίδει μυστικά, ακριτόμυθος χαπάριν = είδηση, χαμπάρι, θλιβερή είδηση θανάτου χαπαρώ = γεμίζω μέχρι το χείλος χάπατον = άνθρωπος ηλίθιος, χάχας χαπερτάρης = αγγελιοφόρος χάπιν = χάπι χαπίσιν = φυλακή χαπισλαεύω = φυλακίζω χαρά = χαρά, γάμος χαραγμάδα = χαραμάδα χάραγμαν = χάραγμα, εντομή, λυκαυγές χαραδόξα = καλός καιρός, ευθυμία, χαρά χαραδρία = πλημμύρα ορμητικού χειμάρρου χαράζω = χαράζω, υποφώσκει, τεμαχίζω χαράκα = χάρακας χαρακέα = χτύπημα με χάρακα χαρακέα = ποσότητα φασολιών όση προέρχεται από μια συστάδα αναρριχητική σε ξύλινη βέργα χαρακιάζω = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές χαράκιασμαν = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές χαράκιν = ξύλινος κοντός, ξύλο λεπτό και μακρύ το οποίο καρφώνεται κοντά στη αναρριχητική φασολιά για να αναρριχηθεί σε αυτό χαράκιν = κοψίδι χαρακλίν = το αναρριχόμενο χαράκωμαν = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές χαρακώνω = διαγράφω χάρτη με ευθείες γραμμές χαρακώνω = κόβω σε κομμάτια ψαχνό κρέατος χαραλός = χαραλός χαραλύνω = ξετεντώνω, μεταφ. γίνομαι ενδοτικός υποχωρώντας στις απαιτήσεις των άλλων χαραλώνω = χαραλώνω χαραμάζω = αχρηστεύω χαραμής = ληστής, κηφήνας κυψέλης, άδικος χαραμίζω = αχρηστεύω χαράμιν = πράγμα άδικα λαμβανόμενο ή κατεχόμενο χαραμίτα = χαραμάδα, ρωγμή χαραμοφάγας = αισχροκερδής χαρανάστατος = εκείνος που χοροπηδά από την χαρά του χαρανή = χάλκινος λέβητας χαραπά = ερείπιο χαραπάς = κολοκύθα, φλάσκα χαράπιν = ερειπωμένη οικοδομή χαραρέα = ποσότητα όση χωράει ένα χαράριν χαράριν = μεγάλος σάκος συνήθως από ύφασμα γιδήσιας τρίχας χαρατζέα = πυρά με μεγάλη φωτιά χαράτζιν = δημόσιος φόρος χαράτζιν = καρύκευμα σούπας παρασκευασμένο από διάφορες φυτικές ουσίες ευώδεις τις οποίες τηγανίζουν με βούτυρο χαρατζοκούτιν = δοχείο μέσα στο οποίο φυλάσσουν το χαράτζιν χαρατζοχάρτιν = απόδειξη πληρωμής φόρου χαράτζωμαν = καρύκευμα σούπας με χαράτζιν χαρατζώνω = καρυκεύω σούπα με χαράτζιν χαρατσοτήγανον = τηγάνι μέσα στο οποίο παρασκευάζουν το χαράτζιν χαραχούρα = άνω κάτω χαρβαλώνω = αναισθητοποιώ χαρέκοντος = αυτός που έχει χαρά σύντομης διάρκειας χάρεμαν = χαρά χαρεμένα = χαρούμενα, περιχαρώς χαρεμένος = αυτός που χαίρεται χαρεντερίζω = χαροποιώ χαρεντέρισμαν = χαρά, ευχαρίστηση χάρη = χάρη, δώρο, εύνοια, βραβείο χαρίζω = χαρίζω χάριση = δώρο σε νύφη μετά το γάμο χάρισμα = δώρο, βραβείο χαρισμάτιν = αυτό που αποκτήθηκε με δωρεά χαριτωμένος = χαριτωμένος, ωραίος χαρκί = χάλκινος λέβητας χάρκιν = οχετός ύδατος ιδίως του υδρόμυλου χαρκοκέφαλον = το μέρος απ’ όπου αρχίζει ο οχετός της παροχετεύσεως ύδατος χαρλαεύω = ροχαλίζω, ψυχορραγώ χαρμανάζω = κάνω σωρό χαρμανίαγμαν = το φτιάξιμο της σωρού χαρμάνιν = σωρός καρπών ή χόρτων χαροκοπώ = χαροκοπώ, διασκεδάζω, ξεφαντώνω χαροπαλεύω = χαροπαλεύω χαρόποιος = χαρούμενος Χάρος = Χάρος χαρούκι = αυλάκι χάρουμαι = χαίρομαι χαροχτύπημα = χτύπημα του Χάρου, θάνατος χαρπαντάς = οδηγός καραβανιού χαρπέτζα = σαρκαστικά το στομάχι χαρπούζι = καρπούζι χάρτα = γεωγραφικός χάρτης χαρτάλιν = υπόδημα ευρύτερο απ’ ότι πρέπει χαρταλώνω = ευρύνω υπόδημα χαρταλώνω = ευρύνω υπόδημα χαρτένος = χάρτινος χάρτζεμαν = δαπάνη χαρτζεύω = δαπανώ, εξαφανίζω χάρτζιν = δαπάνη, έξοδο χαρτί(ν) = χαρτί, βιβλίο, χαρτί των παιγνιόχαρτων χαρτοδεβάζω = διαβάζω εκκλησιαστικές ευχές, ιδίως εξορκισμούς για θεραπεία από σωματική ή ψυχική ασθένεια, μεταφ. νουθετώ, συμβουλεύω χαρτοδέβασμαν = το διάβασμα εκκλησιαστικών ευχών χαρτόπον = βιβλίο μαθητικό χαρτοφόρος = χαρτοπαίχτης χαρτσανέα = αμυχή χαρτσουλέα = διασκέλισμα χαρτσουλώνω = διασκελίζω χάρτωμα = η προσφορά εικόνας αγίου, όταν τελείται η εορτή του, για προσκύνημα, όπου οι προσκυνητές προσφέρουν χρηματική δωρεά υπέρ του ναού χάρτωμα = λεπτή σανίδα πέταυρο που χρησιμοποιείται στη στέγαση οικιών, των οποίων η στέγη έχει σχήμα αετώματος χαρτωματένον = αυτός που είναι κατασκευασμένος από πέταυρα χαρτωματζής = ο τεχνίτης που σχίζει κορμό ελάτου σε χαρτώματα χαρτώνω = προσφέρω το καθιερωμένο δώρο στη νύφη μετά τη στέψη, προσφέρω στην εκκλησία εικόνα αγίου που γιορτάζει για να προσφέρει συνδρομή υπέρ του ναού χαρτώνω = καλύπτω με χαρτί χαρχαλάκι = ροκανίδι χαρχαλίζω = ξεφλουδίζω χαρχανάδα = φάρυγγας χαρχανάρα = φάρυγγας χαρχανάριν = φάρυγγας χαρχαντέρα = φάρυγγας χαρχαντερίζω = θορυβώ, κατέχομαι από σφοδρές επιθυμίες χαρχαντζάρια = τα σπλάχνα των ψαριών χαρχαρίζω = ασθμαίνω, ροχαλίζω χαρχαρίκιν = ρόγχος χαρχάρισμαν = ροχάλισμα, άσμα χαρχαριστέρ(ιν) = χρωματιστό μαντήλι που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος αντρών χαρχαρώ = ασθμαίνω, ροχαλίζω χαρχαταράζω = παράγω κινούμενος θόρυβο χαρχαταρίζω = θορυβώ κινούμενος χαρχούντζα = το καρύδι του λαιμού, ο πρόλοβος των πτηνών χασέ = λευκό βαμβακερό πανί άριστης ποιότητας χάσεμαν = ζεμάτισμα χασεμάτι(ν) = ημίξηρο ξύλο ζεματισμένο από τον ήλιο χασεμουλεύω = ζεματίζω, ζεσταίνω χασεμούλιν = αμυλούχο ημίψητο τρόφιμο χασευτό = ζεστό, καυτό χασεύω = ζεματίζω με καυτό νερό, μισοψήνω χασιλαεύω = κατεργάζομαι δέρμα χασιλάρ(ιν) = φαγητό που μοιάζει σαν λαπάς χασίλιν = δέρμα κατεργασμένο βυρσοδεψικό χασίλιν = φαγητό από χοντραλεσμένο σιτάρι, χυλός πηκτός αρτυσμένο με βούτυρο χασιλόπον = λίγη ποσότητα χασιλιού χασιλώνω = γίνομαι σαν λαπάς (φαγητό), μεταφ. γηράσκω χάσιμον = χάσιμο, απώλεια χασιμούρης = αυτός που έχει βλαμμένους οφθαλμούς χάσιν = αμιγές σίτινο χασίρα = πνιγηρός καύσωνας με υγρασία, σύγκαμα δέρματος χασιράζω = συγκαίομαι στο ευαίσθητο μέρος του σώματος, παθαίνω σύγκαμα χασκουλίζω = διασκελίζω χασλίκιν = χαρτζιλίκι χασμηστής = αυτός που χασμουριέται, διάθεση για χασμούρημα χασμούμαι = χασμουριέμαι χασμωδή = πλήξη, ανία, μετων. άνθρωπος που προξενεί αηδία και αποστροφή χασμωδία = αταξία, ταραχή, φιλονικία χάσμωμαν = χασμουρητό χασομερώ = χασομερώ χάσον = χάνω χασονούς = ξεχασιάρης χασούνα = λειχήνας του δέρματος χασόφυλλον = ξυρό δέντρο φύλλου, άχρηστο χαρτί, κουρελόχαρτο χασταλακώνω = παραλύω σωματικώς χασχάσιν = παπαρούνα χασχασίτα = παπαρούνα χαταλάς = νεαρός, παλληκάρι χαταλέας = αυτός που έχει σκέψεις παιδαριώδεις χάταλον = παιδί χαταλόπον = παιδάκι χαταλωτός = εκείνος που παιδιαρίζει χατεύω = αποδιώκω, αποπέμπω χατζάβα = προσκυνήτρια του Αγίου Τάφου χατζάιτα = αγριόχορτο με σπόρους ακανθωτούς χατζάτιν = νοικοκυριό χατζένιν = τα εντόσθια ζώου, το εσωτερικό περιεχόμενο της κολοκύθας χατζηδίτικος = ο προερχόμενος από χατζής χατζηλίκιν = η μετάβαση και προσκύνηση του Αγίου Τάφου χατζής = προσκυνητής Αγίου Τάφου χατζίπορδα = δώρα, τρόφιμα που προσφέρει ο γέροντας στα μικρά παιδιά χατί = πόσο χατίλιν = δοκός που τοποθετείται κατά μήκος εντός εγειρόμενου τοίχου για να το καταστήσει στερεό χατίριν = ευυποληψία, η επίσκεψη σε πενθούσα προς έκφραση συλλυπητηρίων χατιρλής = ο τιμώμενος, ευυπόληπτος χατιρόπαρμαν = συλλυπητήρια επίσκεψη χατούμης = ευνούχος χατρατζέα = απάτη χατρατζία = καθισμένος ανοίγω τα σκέλη από πολυφαγία ή γυναίκα από εγκυμοσύνη χατριτζώνω = καθισμένος ανοίγω τα σκέλη από πολυφαγία ή γυναίκα από εγκυμοσύνη χαφέσι(ν) = δικτυωτό παραθύρου χαφτούλα = ξέφτια υφάσματος χαφτουλάζω = έχω ατημέλητο μαλλί, μαδιέμαι χαφτουλάρης = εκείνος του οποίου μαδούν τις τρίχες χαφτουλέας = εκείνος του οποίου μαδούν τις τρίχες χαφτώνω = τραυματίζω χαχάλα = αργή, βραδυκίνητη χαχάλεμαν = αναζήτηση, έρευνα, ψάξιμο χαχαλεύω = αναζητώ, ερευνώ, ψάχνω χάχανα = θορυβώδες γέλιο χαχανίζω = καγχάζω, χαχανίζω χαχάνισμα = χαχάνισμα χαχανίστρα = πήλινο αγγείο στενόμακρο το οποίο χαχανίζει κατά την εκροή ύδατος χαχόλος = άνθρωπος αγροίκος, βάρβαρος χαψάριν = σκεύος που χρησιμοποιήθηκε για φαΐ από χαψία και δεν πλύθηκε χαψέα = η οσμή των χαψιών χαψένον = αυτό που είναι παρασκευασμένο από χαψία χαψερόν = δοχείο χαψιών χαψί(ν) = γαύρος χαψίτα = φυτό εδώδιμο που έχει οσμή χαψιού, φυτό που μεγαλώνει μεταξύ των σιτηρών και παράγει κίτρινα άνθη χαψοδείσα = ομίχλη κατά την οποία εμφανίζονται τα χαψία χαψοζώμιν = η άλμη των παστωμένων χαψιών χαψοκάλαθον = καλάθι για μεταφορά χαψιών χαψοκοίλης = αυτός που τρώει άπληστα χαψία χαψοκόλιν = η ουρά του χαψιού χαψοκόλοθον = λαγάνα με χαψία, είδος τηγανίτας χαψοκούλιν = το αποκομμένο κεφάλι του χαψιού χαψοκουλούδιν = το αποκομμένο κεφάλι του χαψιού χαψοκούτιν = κουτί, σκεύος χαψιών χαψολάβασον = λαγάνα με χαψία, είδος τηγανίτας χαψοπίλαβον = πιλάφι ανάμεικτο με χαψία χαψόπιτα = πίτα με χαψία χαψοπλάκιν = ειδική πλάκα για ψήσιμο χαψιών, είδος φαγητού από χαψία και άλλες ουσίες φυτικές τοποθετημένες κατά στρώματα χαψόπον = γαύρος χαψοπούλλι = γλάρος ο οποίος τρέφεται από χαψία, είδος εδέσματος από ζύμη και χαψία τηγανισμένο χαψόσκευον = σκεύος χαψιών χαψοτήγανον = τηγάνι για τηγάνισμα χαψιών, χαψία τηγανισμένα με αβγό χαψοφούστρον = χαψία τηγανισμένα με αβγά, λερώνω με ζουμί χαψιών χέζω = αφοδεύω χειλάς = αυτός που έχει μεγάλα χείλη χειλής = αυτός που έχει μεγάλα χείλη χειλόπον = χείλη χειλόπ’λλον = χείλη χείλος = χείλος χείλων = αυτός που έχει κομμένο το κάτω χείλος χειλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω χειμαδακόν = όλα τα αναγκαία τρόφιμα και καύσιμη ύλη για το χειμώνα χειμαδία = όλα τα αναγκαία τρόφιμα και καύσιμη ύλη για το χειμώνα χειμαδίον = μέρος όπου διαχειμάζουν τα ζώα, η διαχείμαση των ζώων χειμάζω = χειμάζω, χειμωνιάζω χείμασμαν = η διαχείμαση των ζώων χειμάστικα = αμοιβή που δίνεται σε άτομο που αναλαμβάνει να φροντίσει τα ζώα για την διαχείμαση χειμός = χειμώνας χειμωγκοζ’νέσιν = χειμωνιάτικο χειμωγκονέσιν = χειμωνιάτικο χειμωγκονίου = κατά τον χειμώνα χειμωγκός = χειμερινός, χειμώνας χειμωνακός = χειμωνιάτικος χειμωνάπιν = αχλάδι σκληρό το φθινόπωρο συλλεγόμενο και τον χειμώνα ωριμάζει χειμώνας = χειμώνας χειμωνάτικος = χειμωνιάτικος χειμωνόμηλον = μήλο που ωριμάζει τον Νοέμβριο χείρ-χειρότερα = χείριστα χειρομυλιστού = εργατική γυναίκα χειρόμυλος = χειρόμυλος χείρον = χειρότερο χειροπάνι = πανί με το οποίο σκουπίζουν τα χέρια, μαντήλι, στενόμακρη ταινία πανιού με την οποία συγκρατούνται κολλητά στο σώμα τα χέρια βρέφους, πιάστρα για σκεύη χειροπρόζυμο = η προζύμι που περισσεύει από την ζύμη χειροτερεύω = χειροτερεύω χειροτονώ = χειροτονώ χειρώ = αρχίζω χεκιμέτιν = διοικητήριο χελβανί = είδος χάλκινης χύτρας χελεμήτρα = σκορπιός χελέμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα χελιδόνα = χελιδόνι χελιδόνιν = χελιδόνι χελιδονόψαρον = χελιδονόψαρο χελώμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα χελωμοπάγουρον = είδος μικρού κάβουρα χελώνα = χελώνα χελωνήτρα = χελωνιά χελωνιάρης = αυτός που έχει χελώνι στο λαιμό χελωνίτα = ανεμώνη χελώντρα = κεραία, χηλή κάβουρα χέμ = και… και χεμέν = ευθύς ως, μόλις χεντέκιν = τάφρος χεντεκώνω = σκάβοντας ανοίγω τάφρο, ρίχνω κάποιον σε χαντάκι χέρα = χήρα χεράζω = πιάνω με το χέρι χερέα = ποσότητα όση χωράει η χούφτα χερεία = χηρεία χερέλαμπος = πηδάλιο πλοίου χέρεμαν = χηρεία χερεύω = μένω χήρος χερικόν = χερικό χέριν = χέρι χερίτζα = χέρι χερίτζιν = χέρι χερίφ(η)ς = άνθρωπος χεροβολάζω = κάνω αγκαλίδα σταχυών ή χόρτων χερόβολον = αγκαλίδα, δέμα χεροβολώ = κάνω αγκαλίδα σταχυών ή χόρτων χεροδόσης = γενναιόδωρος, ελεήμων χεροδουλεύω = κάνω χειρωνακτική εργασία χεροδύναμος = χειροδύναμος χεροκάλαθον = καλάθι με μία ή δύο λαβές χεροκόσκινον = μικρό κόσκινο χεριού χεροκόφκουμαι = μου κόβονται, κουράζονται τα χέρια χεροκράτεμαν = το μέρος απ’ όπου πιάνει κανείς και κρατάει χερομάντηλο = μαντήλι για σκούπισμα χεριών, μαντήλι για φάσκιωμα χερομορτεύω = μαλάζω του μαστούς της αγελάδας κατά το άρμεγμα για να κατεβάσει γάλα χερομυλάπιν = είδος αχλαδιού με σχήμα χειρόμυλου χερομυλίζω = αλέθω με χειρόμυλο χερομύλιν = χειρόμυλος χερομυλίτζιν = χειρόμυλος χερονίφτω = χύνω νερό για νιφτεί κάποιος χερονίψιμον = νίψιμο με τα χέρια χεροπάντ(ιν) = πανί με το οποίο σκουπίζουν τα χέρια, μαντήλι, στενόμακρη ταινία πανιού με την οποία συγκρατούνται κολλητά στο σώμα τα χέρια βρέφους, πιάστρα για σκεύη χερόπλαστον = χειροπιαστό χεροπλύνω = χύνω νερό στα χέρια για να πλυθεί κάποιος χεροπλύσιμον = το πλύσιμο των χεριών χεροπόδαρα = χειροπόδαρα χερόπον = χεράκι χερόρτιν = γάντι χέρος = χήρος χεροτεχνία = χειροτεχνία χεροτεχνισμέντζα = γυναίκα εξασκημένη στην χειροτεχνία χεροτεχνίτης = χειροτεχνίτης χερού = χρησιμοποιείται σε δήλωση της διεύθυνσης π.χ. άνθεν χερού=προς τα άνω, κάθεν χερού=προς τα κάτω χερουβικό(ν) = Χερουβικός Ύμνος χερούλιν = χερούλι χεροφίλεμαν = χειροφίλημα χεροφιλώ = φιλώ το χέρι χεροχαλάνω = βάζω, χώνω κάπου το χέρι μου χεροχαλκέα = ποσότητα όση χωράει το χεροχάλκιν χεροχάλκιν = χάλκινος λέβητας χέσιμον = αφόδευση χεσίον = αφόδευση χέσμαν = κόπρος ανθρώπου χεσμοτόπιν = μέρος υπαίθριο κατάλληλο για αφόδευση, αποχωρητήριο χέστας = αυτός που αφοδεύει συχνά, αυτός που αφοδεύει από την τρομάρα του, δειλός χεστέας = αυτός που αφοδεύει συχνά, αυτός που αφοδεύει από την τρομάρα του, δειλός χεστερή = αποχωρητήριο χεστερόν = αποχωρητήριο χετιά = δώρο, προσφορά χηνάζω = βάφω τα νύχια με καλλυντική βαφή χηνάρι = χήνα, μετων. άνθρωπος ευήθης χηνατώνω = βάφω τα νύχια με καλλυντική βαφή χηνέα = βαφή με χρώμα βαθύ κίτρινο που χρησιμοποιείται ως καλλυντική των γυναικών χηνιαχτούρι = δοχείο στο οποίο διαλύουν την χηνέαν, μεταφ. πράγμα άσχημο χίλ(οι) = χίλιοι χίλα = χίλιοι χιλά = δόλος χιλαβρία = γυάλινο δοχείο υγρών χιλίων δραμιών χιλαδάρικον = ζώο που παρέχει πολύ γάλα χιλαδαρού = αγελάδα που παρέχει πολύ γάλα χιλαδία = αγελάδα που παρέχει πολύ γάλα χιλάζω = χιλιοπλασιάζω χιλάκλερος = πολύ δυστυχής, κατ’ αντίφαση ο άξιος συμπαθείας και θαυμασμού χιλαλής = δόλιος χιλάνοστος = πολύ άνοστος, μεταφ. άνθρωπος πολύ άχαρος χιλάοικος = ακατοίκητος, έρημος χιλάριν = γυάλινο δοχείο υγρών χιλίων δραμιών χιλαρμάτωτος = πλοίο που έχει πλήρη εξάρτυση χιλάρμενος = ως προσδιορισμός επιθετικός της Παναγίας, η χιλάρμενος Παναγία, η εορτή του Ακάθιστου ύμνου χιλάσκεμος = πολύ άσχημος χιλάχαρος = πολύ δυστυχής χιλέμορφος = ωραιότατος χιλεμπάλλιστος = αυτό που έχει πολλά μπαλώματα χιλέμπαλλον = αυτό που έχει πολλά μπαλώματα χιλεπιδεξασμένος = πολύ επιδέξιος, αριστοτέχνης χιλευλογημένος = πολύ αγαθός χιλέφυλλον = αυτός που έχει πολλά φύλλα χιλεχρονίτες = άνθρωπος μακράς ηλικίας χίλια = χίλια χιλιόγκαλον = πολύ καλός χιλιοπλούμιστος = πολύχρωμος χιλιόπλουμος = πολύχρωμος χιλόκοντος = πολύ κοντός χιλοκοπανιγμένος = πολύ χτυπημένος χιλομαγεμένος = πολύ μαγευτικός χιλοπλούμιστος = πολύχρωμος χιλοπροκομμένος = αυτός που έχει προκόψει στο ήθος, στις γνώσεις, στις επιχειρήσεις χιλοπρόκοφτος = αυτός που έχει προκόψει στο ήθος, στις γνώσεις, στις επιχειρήσεις χιλόργυιος = πανύψηλος χιλόρριζον = αυτός που έχει πολλές ρίζες χιλορριζωμένος = αυτός που είναι ριζωμένος καλά χιλόρφανος = ορφανός και από τους δυο γονείς χιλοτάραγος = ανάμεικτος από διάφορες ουσίες χιλοτόρνευτος = στολισμένος, διακοσμημένος χιλοτρύπιν = αυτός που έχει πολλές τρύπες χιλότρυπον = αυτός που έχει πολλές τρύπες χιλοτύλιγον = αυτός που είναι τυλιγμένος πολλές φορές χιλοφούλιρα = χίλια φλουριά χιλοφούλιρος = πολύτιμος χιλόφυλλον = αυτός που έχει πολλά φύλλα χιλοχρονίτες = άνθρωπος μακράς ηλικίας χιλοχρονίτικος = αυτός που έχει μακρά ηλικία χιλόχρονος = εκείνος που είθε να ζήσει πολλά χρόνια χινίδι = το εχινοειδές περικάρπιο του κάστανου χιόνι = χιόνι χιονοφαγάς = χιονόνερο που συντελεί στην τήξη του χιονιού χιουράχαντος = σκαντζόχοιρος χιρά = η χροιά του προσώπου, όψη χισίμης = συγγενής χιψίδι = ψαλίδι χλαγού = λεία ράβδος για άνοιγμα των φύλλων ζύμης χλαδεμένος = αδυναμία χλαμπέτζιν = καρπός που έχει λεπτό και μαλακό φλοιό λόγω υπερωριμάνσεως χλαμύδα = μετων. άνθρωπος παράλογα και ασυγκράτητα γελά χλαντούρα = χλιαρός καιρός χλαντουρίζει = πνέει χλιαρός άνεμος χλαρός = χλιαρός χλάση = η χλιαρότητα της ατμόσφαιρας χλαχλανίζω = γελώ με ήχο, καγχάζω χλεμπονάζω = υπερωριμάζω, παρακμάζω χλέρα = θερμότητα, ζέστη χλεραίνω = θερμαίνομαι χλερύνω = γίνομαι θερμός χλεύω = χλευάζω, επιπλήττω χλιαίνω = θερμαίνω, ζεσταίνω χλιμίτα = γυναίκα που συνέχεια γελάει με θόρυβο χλιμιτίζω = χλιμιντρίζω χλιμίτισμα(ν) = χλιμίντρισμα χλιοκοπούμαι = διατηρώ την θερμότητα στο σώμα μου χλίος = χλιαρός, θερμός χλιωσύνη = η κατάσταση της χλιαρής ατμόσφαιρας χλοάδα = χλοερή πρασινάδα χλοασία = χλόη, γρασίδι χλοερός = πρασινάδα χλόη = χλόη, γρασίδι χλοιάστρα = γλάστρα χλοΐζω = πρασινίζω, βόσκω χλόη χλόισμαν = πρασίνισμα χλομαίνω = χλομιάζω χλόνω = θερμαίνω, θερμαίνομαι χλόσιμον = θέρμανση χλού-χλού = δηλωτικό γέλιου χλούδιν = νωπό χορτάρι χλωραίνω = χλομιάζω χλωριαίνω = κάνω κάτι χλωρό χλωρίζω = γίνομαι χλωρός, πράσινος χλωρικόν = χλωρά και κηπευτικά χόρτα χλωρίν = χλόη, γρασίδι χλωρός = χλωρός (φυτά), υγρός (ξύλο), πελιδνός χλωροφορώ = είμαι γεμάτος από χλωρίδα χλώρωμαν = υγραίνομαι, μεταφ. χλόμιασμα χλωρώνω = υγραίνομαι, μεταφ. χλόμιασμα χνάρι = ίχνος χνότο = αναπνοή χνούδιν = χνούδι χόβα = κατά διαλείμματα χοβαρταλίκιν = η ιδιότητα του χοβαρτά χοβαρτάς = γυναικοθήρας, μοιχός χόβιν = ορμή, φορά χοβλάεμαν = ορμή προς επίθεση χοβλαεύω = ορμώ προς επίθεση χοβλής = αυτός που τρέχει με ορμή, με φόρα χοβλία = με ορμή, με φόρα χόβολη = τεφρώδης ανθρακιά χογκόρ = δηλώνει κλαψούρισμα π.χ. εκείνος χογκόρ χογκόρ έκλαιεν χοζάνιν = αγρός σε αγρανάπαυση, χέρος τόπος, λιβάδι χοζανίτζα = χόρτο που μεγαλώνει σε αγρό αγρανάπαυσης χοζάνος = αγροίκος, βουνήσιος χοζανώνει = αγρός που βρίσκεται σε αγρανάπαυση παράγει αγριόχορτα χόζωμαν = βράχνιασμα, πυρά που δεν ανάβει εύκολα χοζώνω = βραχνιάζω, δεν ανάβω εύκολα (φωτιά) χοζωτά = βραχνά, αργά ανάβει η φωτιά χόιλαλα = δηλώνει αποδοκιμασία ή χλευασμό χοινίκιν = μέτρο σιτηρών και οσπρίων χοινικοκέφαλος = μεταφ. χοντροκέφαλος, μωρός χοιράχαντος = σκαντζόχοιρος χοιρίδι = αγριόχοιρος χόιταρας = εκείνος που φωνάζει μιλώντας και συνήθως μοιρολογεί, ελαφρόμυαλος χολάζω = παροργίζω, αγανακτώ χολαίνομαι = θυμώνω, οργίζομαι χολασία = θυμός, αγανάκτηση χόλασμα = παροργίζω, αγανακτώ χολαστά = με οργή χολαστέας = ο θυμωμένος χολέας = θυμώδης, οργίλος χολέρα = χολέρα χολέρτζιν = αγριόχορτο πολύ καλό για την κτηνοτροφία χολή = θυμός, οργή χολίασμαν = αγανάκτηση, θυμός χολιδάζω = εξοργίζω, παροργίζω, αγανακτώ χολικομάννα = μετων. άνθρωπος γεμάτος από ελκώδη σπυριά χολικόν = απόστημα πυώδες, ελκώδης πληγή χολικώνω = εξερεθίζω, παροργίζω, αγανακτώ χολοκόφτω = κουράζω πολύ, απαυδώ, εξαντλώ χολοκόψιμον = κούραση πολύ, εξάντληση χολομανία = αγανάκτηση, μετων. άνθρωπος που προκαλεί την οργή χολομανίζω = εξοργίζω, αγανακτώ, εξοργίζομαι χολομάχεμαν = υπερβολική στενοχώρια χολομαχώ = στενοχωριέμαι υπερβολικά χολονάριν = κρύσταλλος πάγου που κρέμεται στη στέγη προς τα κάτω χολόρτ(ιν) = γάντι χολοσκάνω = χολοσκάω χολόσκαση = αδημονία, στενοχώρια χολοσκασία = στενοχώρια, μετων. άνθρωπος που προξενεί ανία, στενοχώρια χολόσκασμαν = στενοχώρια χολοσπάνω = χολοσκάω χολοσπασία = στενοχώρια, μετων. άνθρωπος που προξενεί ανία, στενοχώρια χολχονάριν = μέρος με πολλά χολχόνα χολχόνιν = χοντρό και ψηλό αγριόχορτο χολώμιν = η χηλή του κάβουρα, χελώνα χολώνα = χελώνα χολωνίτα = ανεμώνη χολώνω = μουσκεύω, χυλώνω χομάρ(ιν) = χαρτοπαίγνιο χομαρτζής = χαρτοπαίχτης χόμπολα = φάντασμα χομπούλης = ανόητος, μωρός χονάρης = κατάλευκος σαν το χιόνι χονάριν = χήνα, μετων. άνθρωπος ευήθης χονατίζω = ασπρίζω, μεταφ. λάμπω από καθαριότητα χονάχραδον = άγριο αχλάδι που ωριμάζει στην αρχή του χειμώνα χονδραλεσμένος = χοντρό αγριόχορτο χονίζει = χιονίζει, καλύπτομαι από χιόνι χόνιν = χιόνι χονίος = κατάλευκος χονίφτα = φτυάρι με το οποίο μαζεύουν το χιόνι χονιχτή = χιονοθύελλα χονοβρέξιμον = ρίχνει χιονόνερο χονοβρέχει = ρίχνει χιονόνερο χονόβρεχη = χιονόνερο χονοζώμιν = νερό από την τήξη του χιονιού χονοκούστιν = βώλος χιονιού που χρησιμοποιείται στο χιονοπόλεμο χονόνερον = χιονόνερο χονοπάτουλον = νιφάδα χιονιού χονοπούτζα = βώλος χιονιού που χρησιμοποιείται στο χιονοπόλεμο χονοταράζει = κάνει χιονοθύελλα χονοτόπιν = τόπος όπου απορρίπτεται το χιόνι από τη στέγη χονοτσίτσεκον = χιονολούλουδο χονοφόρα = όνομα λευκής αγελάδας χονοφώς = η αντανάκλαση του χιονιού χόντερη = βουκέντρα χόντρα = όγκος, πάχος χοντρά = χοντρά χοντραλέθω = αλέθω χοντρά χοντράλεστος = χονδραλεσμένος χοντρένω = χοντραίνω χοντρεύκουμαι = μεγαλοπιάνομαι χοντροβέλονον = χοντρή βελόνα, σακοράφα χοντρογούλης = αυτός που έχει χοντρό λαιμό, μεταφ. αδηφάγος χοντροκάρδης = αυτός που δεν έχει ευαίσθητη καρδιά, υπερήφανος χοντροκέφαλος = αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, μεταφ. αργόστροφος χοντροκοίλης = αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά χοντρόκολος = αυτός που έχει μεγάλου γλουτούς χοντροκοπίδης = αυτός που έχει αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου χοντροκόριτζον = κόρη άσχημη και χοντροκαμωμένη χοντροκούκκουτζον = καρπός με μεγάλο κουκούτσι χοντροκούτσαλος = χονδροειδής, χονδοκαμωμένος χοντρολάλεμαν = μεγαλόφωνη ομιλία χοντρολαλώ = μιλώ μεγαλόφωνα χοντρολογώ = λέω προσβλητικά, πικρά λόγια χοντρολοΐσματα = λόγοι αγενείς, προσβλητικοί χοντρομμάτης = αυτός που έχει μεγάλα μάτια χοντρομύτης = χοντρομύτης χόντρος = όγκος, πάχος χοντρός = χοντρός, ευτραφής, παχύς χόντρος = σιτάρι ξεφλουδισμένο και χοντροκομμένο χοντροσιλαλίζω = ράβω αραιά με μεγάλες βελονιές χοντρόσκιστος = αυτός που είναι σκισμένος σε μεγάλα τεμάχια χοντρότζεπλον = αυτό που έχει χοντρή φλούδα χοντρούτζικος = χοντρούτσικος χοντρύνω = χοντραίνω, μεταφ. υπερηφανεύομαι χοντρωτός = λίγο χοντρός χονώνω = χιονίζει, καλύπτομαι από χιόνι χονωτός = το χιόνισμα χόπα = επιφώνημα για ρύθμιση χορού π.χ. χόπα χόπα χοπαλόπον = ευτραφές σκυλάκι χόρ(ιν) = χέρι χορασάνιν = κεραμοκονία με άμμο και ασβέστη χοραταδεύω = μιλώ αστειευόμενος, κάνω χωρατά χορατέα = αγανάκτηση, θυμός χορατέας = ευέξαπτος, οργίλος, θυμώδης χορδόγκοιλο = το ινώδες περιεχόμενο της κολοκύθας συμπεριλαμβανομένων και των σπερμάτων χορδόνα = χοντρή, παχύσαρκη χορδονάουμαι = τρώω χόρεμαν = χορός, ο τρόπος που χορεύει χορέμιν = δέμα με το οποίο δένουν αγκαλίδα χόρτων χορενί = χάλκινος λέβητας χορευτά = χορεύοντας χορευτάνος = χορευταράς χορευτής = χορευτής χορεύω = μένω χήρος χορεύω = χορεύω χορηγεύω = χορηγώ χορκίλι = αμπάρι χορολάγγεμα(ν) = χοροπήδημα χορολαγγεύω = χοροπηδώ χορολαγευτά = κάνοντας άλματα στο χορό χορομάζω = μαζεύω σε σωρό τα εκριζωμένα φυτά αραβοσίτου χορόμιν = χωρός νεαρών φυτών αραβοσίτου χορομύλ(ιν) = χειρόμυλος χορομυλίζω = αλέθω με χειρόμυλο χορονταρίζω = κάνω κάποιον να χορεύει χοροντζέας = αυτός που έχει κλίση προς το χορό χοροντζής = αυτός που γνωρίζει πολλά είδη χορού χοροντικόν = είδος χορού, ο σχετικός προς το χορό χόρος = χήρος χορός = χορός χοροσάν(ιν) = κεραμοκονία με άμμο και ασβέστη χοροσώριν = μέρος όπου μαζεύονται για χορό χορότ(ιν) = γάντι χοροχάλκ(ιν) = χάλκινος λέβητας χορτάζω = χορταίνω χορταράζω = εκφύω χόρτα χορταράρ(ιν) = τόπος με πολύ χορτάρι χορταρέα = η οσμή του χόρτου χορταρένον = χορταρένιος χορταρικά = χορταρικά, φαγητό από χόρτα χορτάριν = χορτάρι χορταρίτζα = χορτάρι χορταροζώμιν = ζωμός χόρτου, αφέψημα χόρτου χορταροθέρ(ιν) = τόπος που παράγει χόρτο κατάλληλο για θερισμό χορταρόπον = χορταράκι χορταροσκεπασμένος = αυτός που παράγει πολύ χόρτο και είναι σκεπασμένος απ’ αυτό χορταροτόπιν = τόπος όπου υπάρχουν πολλά χόρτα χορταρούτζα = είδος παιχνιδιού χορταρώ = εκφύω χόρτα χορταρώνω = εκφύω χόρτα χόρταση = χόρταση, κορεσμός χορτασία = χόρταση, κορεσμός χόρτασμα = χορτασμός, χόρτο αποθηκευμένο για το χειμώνα ως τροφή για ζώα χορτασμενέα = υπερκορεσμός κατά το οποίο αναδίδεται άσχημη οσμή χορτασμονή = κορεσμός χορταστικά = χορταστικά χορτζοπούλλα = μικρά παιδιά χορτλάεμαν = βρικολάκιασμα χορτλαεύω = βρικολακιάζω χορτλάκος = βρικόλακας Χορτοθερέσιν = αυτό που παράγεται κατά τον Ιούλιο Χορτοθέρης = Ιούλιος, ο μήνας θερισμού χορτοθέριν = τόπος θερισμού, τόπος θερισμένος χορτοκούνιν = κούνια με υπόστρωμα γεμάτο ξηρά χόρτα χορτομάλλιν = μαλλί προβάτου τελευταίας ποιότητας χορτομέας = κοιλαράς χόρτον = χόρτο χορτούδιν = φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού χορχόρης = εκείνος που βήχει χορχόρης = εκείνος που βήχει χορχορίζω = ροχαλίζω θορυβωδώς χοσαφέα = ο οσμή του χοσαφιού χοσάφιν = είδος κομπόστας από ξηρά αχλάδια, βερίκοκα, μήλα κτλ. χοσαφοζώμιν = το ζουμί του χοσαφιού χοσαφώνω = μαραίνομαι, σουφρώνω χοσέτιν = ακροβυστία, πληθ. τα φύλλα που καλύπτουν την κεφαλή του καλαμποκιού, σκουπίδια, σκύβαλα χοσκοβοράουμαι = κάθομαι απρεπώς χόσκοιλας = αυτός που έχει ωραία κοιλιά, μεταφ. κοιλαράς χοσομούμουλον = είδος εντόμου που χρυσίζει, μηλολόνθη χοσότης = έτσι φώναζαν οι ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι τους Χριστιανούς γιατί τηρούν την ακροβυστία χοσότιν = ακροβυστία, πληθ. τα φύλλα που καλύπτουν την κεφαλή του καλαμποκιού, σκουπίδια, σκύβαλα χοσοτώνω = κάνω σκουπίδια χοσπώνω = δίνω σε κάποιον κρυφά, εμβάλλω, χώνομαι χοσχοράν(ιν) = φυτό όμοιο με βλίτο χοτζάς = τούρκος ιεροδιδάσκαλος ή ιμάμης χοτζέριν = πλατύ καλάθι χουγιάζω = φωνάζω λίγο, αγανακτώ, οργίζομαι χουγιανέτης = σκληρόκαρδος, άσπλαχνος χουζάναινα = άσπλαχνη, σκληρή χουζανία = τα πολλά παιδιά φτωχής οικογένειας, πενία, φτώχια χουζανοπούλλιν = παιδί φτωχής οικογένειας χουζαρίζω = πριονίζω χουζάριν = πριόνι χουζαρλαεύω = πριονίζω χουζαρτζής = αυτός που πριονίζει χουζμέτεμαν = το να υπηρετεί κάποιος χουζμετεύω = υπηρετώ χουζμετζής = υπηρέτης χουζμετικιάρης = υπηρέτης, υπάλληλος χουζμέτιν = υπηρεσία χούη = χαρακτήρας, συνήθεια, επιληψία, υστερισμός χουιλάεμαν = η εκβολή κραυγών από στενοχώρια χουιλαεύω = εκβάλλω κραυγές από στενοχώρια χουιλάνεμαν = ιδιοτροπία χουιλανεύκουμαι = γίνομαι ιδιότροπος χουιλής = ιδιότροπος, παράξενος χούκα = ζώο που εξακολουθεί και μετά την απώλεια νεογνού να παρέχει γάλα χουλάζω = θερμαίνομαι χουλαλερή = θήκη κουταλιών χουλαλερόν = θήκη κουταλιών χουλαντερόν = δοχείο όπου φυλάσσεται το ανθόγαλα χουλαντόν = ανθόγαλα χουλαράζω = αναδεύω με το κουτάλι το φαΐ στη χύτρα και τρώω χουλαράς = θήκη κουταλιών χουλάρασμαν = ανάδευση με το κουτάλι του φαγητού στη χύτρα και μετά φαΐ χουλαρέα = κουταλιά χουλαρέα = χτύπημα με κουτάλι χουλάριν = κουτάλι χουλαρίτζης = αυτός που μοιάζει με κουτάλι χουλαροκάρδιν = η γωνιώδης κοιλότητα του στέρνου που σχηματίζεται κάτω από τα πλευρά χουλαρόπον = κουταλάκι χουλαρόστομος = αυτός που έχει στόμα σαν το κουτάλι, χάσκον χουλαρούμαι = πιάνω κουτάλι, τρώω χουλαρώνα = θήκη κουταλιών χουλασέα = ζεστασιά χουλείμαι = ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι χουλένω = ζεσταίνω, θερμαίνω χουλέρα = χολέρα χουλές = χλιαρός, θερμός χουλετός = υπόθερμος χουλίεμαν = θέρμανση, ζέσταμα χουλίεση = θέρμανση, ζέσταμα χουλίζω = φωνάζω δυνατά, ξελαρυγγίζομαι, καλώ, προσκαλώ χουλιχτά = φωναχτά, φωνάζοντας χουλός = χλιαρός, θερμός χουλπάτζιν = είδος παιχνιδιού χουλύνω = ζεσταίνω, θερμαίνω χουλώνω = μουσκεύω, χυλώνω χουλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω χουμάριν = χαρτοπαίγνιο χουμαρτζής = χαρτοπαίχτης χουμούλιν = καλαθάκι χουμουράζω = μαλακώνω, υπερωριμάζω, γίνομαι εύθραυστος, διαλύομαι, μεταφ. αισθάνομαι σωματική ατονία, λυπάμαι, οικτίρω χουμουρόμηλον = είδος μήλου τρυφερό χουμπούλτς = ανόητος, μωρός χουμπούρα = είδος μεγάλου κάβουρα χουμχούρης = ρινόφωνος χουνεράουμαι = τρώω χουνούτζης = θυμώδης, οργίλος χουντάχ(ιν) = φάσκιωμα χουντεύκουμαι = ερωτοτροπώ χουρακός = κουκουβάγια χουράς = μικρός και αδύνατος χουράχαντος = σκαντζόχοιρος χουρβελέτης = οφειλέτης χουρδά = κατακάθι λαδιού ή κρασιού, το τελευταίο απομεινάρι του νηματοποιημένου βομβυκίου του μεταξιού χουρδάλειμμαν = κατακάθι λίπους χουρμά = χουρμάς χουρμαδέα = δέντρο που παράγει καρπό κερασοειδή χουρμαδίτικο = αυτό που παρασκευάζεται από καρπό χουρμαδιάς χουρμάντελον = μαντήλι για σκούπισμα χεριών, μαντήλι για φάσκιωμα χουρματζής = πωλητής χουρμάδων χουρουγκέας = αυτός που ροχαλίζει χουρουγκίζω = ροχαλίζω χουρούγκισμαν = ροχάλισμα χουρταρεύω = ελευθερώνω, απαλλάσσω, σώζω χουρτέα = γρονθοκόπημα, γρόνθος χουρτζά = ασκός χούρτζιν = είδος σάκου από χοντρό ύφασμα το οποίο μπαίνει στη ράχη ζώου ιππασίας χουρτζουπάλεμαν = πάλεμα παίζοντας χουρτζουπαλεύω = παλεύω παίζοντας χουρτιάζω = ζυμώνω με τους γρόνθους χουρτοκουπανίζω = γρονθοκοπώ χουρτούδ(ιν) = φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού χουρτούδα = ο πρόλοβος των πτηνών, ο φάρυγγας, το καρύδι του ανδρικού λαιμού χουρχουράζω = ροχαλίζω θορυβωδώς χουρχουράσιμον = ροχάλισμα θορυβώδες χουρχούρης = εκείνος που ροχαλίζει χουρχουρίζω = ροχαλίζω θορυβωδώς χουρχούρισμαν = ροχάλισμα θορυβώδες χουρχουρίτζα = δοχείο νερού με στενό στόμιο το οποίο παράγει δυνατό ήχο κατά την εκκένωση του περιεχομένου υγρού χουσάφι = είδος κομπόστας από ξηρά αχλάδια, βερίκοκα, μήλα κτλ. χουσκανεύκομαι = ζηλεύω, φθονώ χούσκια = κόπρος μονόχηλων ζώων χούσκωμαν = σκόρπισμα στο δάπεδο μάνδρας ξηρών κοπράνων μονόχηλων ζώων για απορρόφηση υγρασίας, σκόρπισμα σκουπιδιών χουσκώνω = σκορπίζω στο δάπεδο μάνδρας ξηρά κόπρανα μονόχηλων ζώων για απορρόφηση υγρασίας, σκορπίζω σκουπίδια χούσπος = κοντός και παχύς χούστα = αρπαγή κλιβάνου μεταλλουργικού χουτάλα = τόξο χουτίν = κουτί χούτος = ηλίθιος, μωρός χούφτα = χούφτα χουχούδιν = πυρήνας καρπού, σπυρί, έκθυμα δερματικό χουχουλώνω = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω χουχούρωμαν = κρεμώ τα χείλη και αρχίζω να κλαίω χουχουρώνω = συγκαλύπτομαι, συμμαζεύομαι όταν κρυώνω χοχολάζω = κάνω σκουπίδια, γεμίζω μέρος από σκουπίδια χοχολάριν = αυτό που περιέχει σκουπίδια χοχόλιν = σκουπίδι χοχόλωμαν = το να κάνω σκουπίδια χοχολώνω = κάνω σκουπίδια, γεμίζω μέρος από σκουπίδια χοχοράζω = συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, μαραίνομαι, ωχριώ χοχόρασμαν = συστολή, συμμάζεμα, μάραμα χοχοροπούλλιν = νεογνό κουκουβάγιας χόχορος = κουκουβάγια, επίθετ. αδρανής, συνεσταλμένος, άτολμος χοχός = εξωτικό, μπαμπούλας χπαίνω = ξεριζώνω χρά = η χροιά του προσώπου, όψη χραδεύω = αδυνατίζω, εξασθενώ χράδης = καχεκτικός, αδύνατος χράζω = δίνω ρόδινο χρώμα στα ψωμιά του φούρνου χράζω = έχω αξία ίση προς την αξία άλλου, υπερέχω καποιανού την αξία χράμιν = μάλλινο υφαντό που χρησιμοποιείται για στρωσίδι ή σκέπασμα χράουμαι = χρειάζομαι χράσιμον = το δόσιμο ρόδινου χρώματος στα ψωμιά του φούρνου χρεατόπον = λίγο κρέας χρεία = ανάγκη, αποχωρητήριο, απόπατος χρειάσκομαι = χρειάζομαι, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ χρείμαι = χρεώνω χρεμένος = χρεώνω χρεμοπούλιστος = εκείνος που μόνο αν πουληθεί ο ίδιος μπορεί να πληρώσει το χρέος χρένω = χρεώνω χρέος = χρέος χρέσιμον = χρειάζομαι, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι χρέσκομαι = χρειάζομαι, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι χρεφειλέτες = χρεοφειλέτες χρέωμαν = χρέωση χρεώνω = χρεώνω χρεωστικόν = ενυπόγραφο ομόλογο χρέους χρήζω = χρήζω χρήμα = νόμισμα χρήση = χρήση χρίζω = χρίω χρίσιμον = επάλειψη χρίσμα = ο τρόπος της επάλειψης χριστέλαδον = έλαιον ελαίας χριστιανεύω = γίνομαι Χριστιανός Χριστιανός = Χριστιανός χριστιανοσύνη = χριστιανοσύνη Χριστιενναρέσιν = αυτό που συμβαίνει τον Δεκέμβριο ή προέρχεται από αυτόν Χριστιεννάρης = Δεκέμβριος χριστοκούριν = τεμάχιο χοντρό από κορμό δέντρου που καίγεται στην εστία της τρεις ημέρες των Χριστουγέννων χριστόλαδον = έλαιον ελαίας χριστοπούλλι = όρνιθα που σφάζεται τα Χριστούγεννα Χριστός = Ιησούς Χριστός Χριστός-ανέστη = η γιορτή του Πάσχα χριστοσουλάλι = τρύπωμα ραψίματος σταυρωτό Χριστούγεννα = Χριστούγεννα Χριστουγεννάς = Δεκέμβριος χριστουήμερα = οι τρεις μέρες των Χριστουγέννων χρίστρα = αναρριχητικό φυτό τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνται ως δόλωμα για τους κοριούς, οι οποίοι ανερχόμενοι σε αυτό προσκολλούνται χρίω = χρίω χροναίον = ετήσιος μισθός υπαλλήλου, ετήσια χορηγία χρονακόν = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος, ετήσιο μισθός, ετήσια χορηγία χρονάρης = αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, αυτός που έχει ετήσια διάρκεια χρονάρικος = αυτός που συμπλήρωσε ένα έτος από τη γέννησή του χρονάτες = γέρος χρονάτικα = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος χρονέσα = η κατά ετήσιο μνημόσυνο παρατιθέμενη τράπεζα στους προσερχόμενους σε αυτό χρονέσσα = λέγεται σε συνεκφορά με προηγούμενο αριθμητικό και δηλώνει την ηλικία, π.χ. οχτώ χρονέσα=οκταετής χρονία = έτος, χρονιά, χρονολογία χρονία = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος χρονιάζω = παρατείνω τη διαμονή μου χρονίζω χρονιαρέσιος = αυτός που έχει ηλικία ενός έτους χρόνιγμαν = συμπλήρωμα έτος από την γέννηση χρονίζω = χρονίζω χρόνισμαν = συμπληρώνω έτος από την γέννηση χρονογύρα = ετήσιο μνημόσυνο αποθανόντος χρόνος = χρόνος, έτος χρόνω = χρεώνω χρόστες = οφειλέτης χρουμουντζούδιν = μαύρο και καμένο πράγμα χρουσάφι = χρυσάφι χρουσούλης = άνθρωπος πολύτιμος όπως ο χρυσός, πολύ ωραίος χροφειλέτες = αυτός που οφείλει χρέος από δανεισμό, δανειστής χρυπητέρα = όργανο με το οποίο τα παιδιά παράγουν κρότο χρυσαρματωμένος = ο στολισμένος με άρματα χρυσοποίκιλτα, αυτός που είναι κοσμημένος με χρυσά κεντήματα χρυσαφένος = χρυσαφένιος χρυσαφέντης = αφέντης αγαθόκαρδος, ευγενής χρυσαφικά = χρυσαφικά χρυσάφιν = χρυσάφι, χρυσός χρυσαφίτζα = μεταξωτό ύφασμα ποικιλμένο με χρυσά άνθη χρυσαφώνω = επιχρυσώνω, μεταβάλλομαι σε ρευστό χρυσό χρυσένος = χρυσαφένιος χρυσοαναλλαγμένος = αυτός που φοράει εορταστική στολή χρυσοβέλονον = χρυσή βελόνα χρυσόγερος = χρυσός, αγαθός γέρος, καλόγηρος χρυσοδόντι = η αγία κοινωνία χρυσοθρονισμένος = ο ενθρονισμένος σε χρυσό θρόνο χρυσοκαβαλαραία = χρυσοστολισμένη καβαλάρισσα χρυσοκάζανον = χρυσό καζάνι χρυσοκάλιβος = αυτός που είναι καλιγωμένος με χρυσά πέταλα και καρφιά χρυσοκαλιβωμένος = αυτός που είναι καλιγωμένος με χρυσά πέταλα και καρφιά χρυσοκλειδωμένος = αυτός που είναι κλειδωμένος με χρυσό κλειδί χρυσοκωδωνάτες = αυτός που φοράει στο λαιμό χρυσό κουδούνι χρυσοκώδωνον = χρυσό κουδούνι χρυσοκωδωνού = αυτή που φοράει χρυσό κουδούνι στο λαιμό χρυσολάγκαδον = κατά κάποιο τρόπο λαγκάδι καμωμένο από χρυσό χρυσολέγενον = χρυσή λεκάνη χρυσόμηλα = χρυσά μήλα και μεταφ. γυναικεία στήθη χρυσομούμουλον = είδος εντόμου που χρυσίζει, μηλολόνθη χρυσόν = χρυσάφι χρυσόνημα = νήμα από έλασμα χρυσού, χρυσός διάκοσμος ενδύματος χρυσονοικοκύρης = καλός νοικοκύρης χρυσοπαράθυρον = κατά κάποιο τρόπο παράθυρο καμωμένο από χρυσό χρυσοπάστρικος = παστρικός, καθαρός όπως ο χρυσός χρυσοπέγαδον = κατά κάποιο τρόπο βρύση καμωμένη από χρυσό χρυσοπέσκιρον = προσόψιο χρυσοκεντημένο χρυσόπλεχτος = χρυσόπλεχτος χρυσοπλούμιστος = χρυσοπλούμιστος χρυσοπότηρο = ποτήρι χρυσού χρυσοπρισίμιν = μπρισίμι χρυσού χρυσορρής = χρυσοχόος χρυσός = χρυσός χρυσόσκουλλος = αυτός που έχει χρυσίζουσα κόμη χρυσοστόλιστος = χρυσοστόλιστος χρυσούλης = άνθρωπος πολύτιμος όπως ο χρυσός, πολύ ωραίος χρυσοΰφαντος = χρυσοΰφαντος, αυτός που είναι κεντημένος με χρυσόνημα χρυσώνω = χρυσώνω, επιχρυσώνω, μεταβάλλομαι σε ρευστό χρυσό χρώμαν = η χροιά του προσώπου χρωματίζω = χρωματίζω χρωστώ = χρωστώ, οφείλω χταλεύω = σκάβω, σκαλίζω χτεζ’νός = χθεσινός, προχθεσινός χτενάκιν = χτένα χτενάς = εκείνος που φτιάχνει ή πουλάει χτένες χτενέα = ξάνιο στο οποίο ξαίνουν το λινάρι χτενιάζω = ξαίνω το λινάρι στη χτενέαν χτενίζω = χτενίζω χτένιν = χτένα χτένισμαν = χτενίζω χτενίτζα = το ψάρι σπάρος, το θαλάσσιο οστρακοειδές χτένι χτενόπον = χτένα χτές = χθες, προχθές χτέσκομαι = αποκτώ χτήνον = αγελάδα χτηνοπέτζιν = δέρμα αγελάδας χτηνόπον = αγελαδίτσα χτηνότη = η ιδιότητα της αγελάδας του να παρέχει γάλα χτίζω = χτίζω, οικοδομώ, ικανοποιώ χτικιά = φυματίωση χτικιάζω = προσβάλλομαι από φυματίωση χτικώ = χτικιάζω χτίση = οικοδόμηση, οικοδομική τέχνη, τα φυσικά ιδιώματα του ανθρώπου χτισίδια = συκοφαντίες χτίσιμο(ν) = χτίσιμο, οικοδόμηση χτιστός = χτιστός, οικοδομημένος από πέτρα, μεταφ. πλαστός χτισώνα = οικοδόμημα επιβλητικό, μεγαλοπρεπές, σχέδιο κτηρίου, ρυθμός, μεταφ. σωματική διάπλαση χτουβανίσκομαι = οδύρομαι, ολοφύρομαι χτουπίζω = μαδώ, τίλλω, μαδιέμαι, ξεφυλλίζω, μεταφ. εκμεταλλεύομαι κάποιον αποσπώντας χρήματα χτούπισμα(ν) = μάδημα, ξερίζωμα τριχών κτλ. χτουπουλίζω = μαδώ τις τρίχες της κεφαλής χτρέβω = αντιστρέφω, διανοίγω χτρεφτέριν = σκέπασμα τηγανιού για αντιστροφή ζυμαρικών χτυπητέριν = σφυρί χτύπος = χτύπημα, πλήγμα, κρότος χτυπώ = χτυπώ, θορυβώ, δέρνω, κρούω, πληγώνω, πάλλω χυλά = μούσκεμα χύλωμα(ν) = διαβροχή, μούσκεμα πράγματος, χύλωμα χυλώνω = διαβρέχω, μουσκεύω, χυλώνω χυλωτός = πολύ βρεγμένος, μούσκεμα χύμα = χωρίς ψαλμωδία χύμα = ασβεστοκονίαμα, το κατατετμημένο σε πολλά κομμάτια χύμιγμαν = πλύνω σιτηρά εντός σκάφης για να αποχωριστούν τα λιθάρια, ρίχνω χώμα σε μέρος κατωφερές, ώστε να κατρακυλήσουν οι πέτρες και να μείνει το χώμα χυμιχτά = λίθος κατακυλιόμενος χυμιχτός = καθαρισμένος χυμνυνίουμαι = κατολισθαίνω επί εδάφους κατωφερούς καλυμμένου με χιόνι χυμόχτιστος = αυτός που είναι οικοδομημένος με ασβεστοκονίαμα χυμχύνιγμαν = κατολισθαίνω επί εδάφους κατωφερούς καλυμμένου με χιόνι χυμχυνιχτέρα = μέρος κατωφερές καλυμμένο με χιόνι κατάλληλο για κατολίσθηση χύνω = χύνω χύτε = εργαλείο των χρυσοχόων το οποίο δέχεται το λειωμένο μέταλλο χυτίζω = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο) χυτίν = το ανορθωμένο αφτί ζώου χύτισμαν = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο) χυτός = χυτός χύτωμαν = το τέντωμα των αφτιών για να ακούσω καλύτερα (ζώο) χυτώνω = ανορθώνω τ’ αφτιά για να ακούσω καλύτερα (ζώο) χωλοσάφρα = σαύρα χώμα(ν) = χώμα χωματάζω = σκεπάζω με χώμα, λερώνομαι με χώμα χωματάρης = αυτός που τρώει χώμα, αυτός που περιέχει πολύ χώμα χωματέα = η οσμή του χώματος χωματέας = αυτός που τρώει χώμα χωματένος = χωμάτινος χωμάτιγμαν = το σκέπασμα με χώμα χωματίζω = σκεπάζω με χώμα χωμάτισμαν = το σκέπασμα με χώμα χωματοφάτος = αυτός που τρώει χώμα χωματών = σκεπάζω με χώμα, γεμίζομαι με χώμα χωμοθάφτες = δοκάρι της στέγης παράλληλο προς τον τοίχο αποτελεί γείσο, το οποίο κωλύει την κατάρρευση του χώματος χωμοκόσκινον = ειδικό κόσκινο για τον αποχωρισμό του χώματος από τα σιτηρά χωμοκόφτω = καθαρίζω τα σιτηρά από το χώμα με το χωμοκόσκινον χωμολέος = μετων. άνθρωπος πονηρός, πανούργος χωμολίθαρον = πέτρα μαλακή που εύκολα τρίβεται και γίνεται χώμα χωμόμηλον = πατάτα χωμοφαΐουμαι = πληγώνομαι στα πόδια περπατώντας ξυπόλυτος ή στα χέρια από χειρωνακτική εργασία της γης χωνέα = στενή δίοδος πίσω από την οικία όπου μένει κάτι αφανής χώνεμα(ν) = χώνεψη χωνέσιν = αυτό που είναι ψημένο στη στάχτη χωνευτέας = υποκριτής χωνευτήρα = το χωνευτήρι του ιερού βήματος, όπου χύνονται τα νερά, χωνευτήριο στο μέσο της οικίας όπου αποχετεύονται τα νερά, στομάχι χωνευτήρι = στομάχι χωνεύω = χωνεύω, λειώνω (μέταλλο), παύω ν’ αναδίδω φλόγα (πυρά), γίνομαι αφανής, εξαφανίζομαι χώνεψη = χώνεψη χωνέψιμον = χώνεψη χωνή = χωνί χωνί(ν) = χωνί χωνόν = χωνευτήρι, εστία χωνόπιτα = πίτα ψημένη στην πυρωμένη πλάκα της εστίας χωνοπλάκιν = η πλάκα με την οποία στρώνεται ο χώνος, η εστία χωνοπυρίζω = καίω στην εστία, μεταφ. εξαφανίζω χωνοπύριν = το μέρος της εστίας, όπου ανάβεται η φωτιά, χωνευμένη πυρά χώνος = χωνευτήρι, εστία, διάπυρος τέφρα χώνω = χώνω, μπήγω χωνώ = χώνω το χέρι μου κάπου, χώνομαι χώρ(ιν) = κρόκος αβγού, μυελός οστών χώρα = επιράτεια, χώρα χώρα = χώρια χωράζω = γίνομαι σαν τον κρόκο του αβγού, μεταφ. (καρπός) υπερωριμάζω χωρατέα = έλλειψη καλής συμπεριφοράς, νευρικότητα, οργιλότης χωράτες = χωριάτης χωρατλαεύω = γίνομαι νευρικός, οργίλος χωράφιν = χωράφι χωραφοζύγωνον = ζυγός βοδιών χρησιμοποιημένος για αλέτρι, μακρότερο από το αλωνοζύγωνον χωραφοκέφαλον = το άνω μέρος αγρού επικλινούς χωραφοκόλιν = το κάτω μέρος αγρού επικλινούς χωραφόπον = χωράφι χωραφόπ’λλον = χωράφι χωραφόχειλον = χείλος, άκρα αγρού χωρέι = ούρα χωρεοκούτιν = ουροδοχείο, η ουροδόχος κίστη χωρετακόν = αυτό που ανήκει στην κοινότητα και όχι σε ιδιώτη χωρετανός = κάτοικος χωριού χωρέτες = χωρικός, μεταφ. χωρικός αγροίκος, αμόρφωτος χωρετία = τα χωριά και οι χωρικοί χωρέτικα = κατά τον τρόπο των χωρικών, κατά το γλωσσικό ιδίωμα των χωρικών χωρέτικος = αυτό που αρμόζει σε χωρικό, ο προερχόμενος από χωριό χωρετοπαίδιν = παιδί χωρικού, χωριατόπουλο χωρετοπούλλιν = παιδί χωρικού, χωριατόπουλο χώρια = χώρια χωριάτης = χωριάτης χωρίζω = χωρίζω, διαχωρίζω, διαζευγνύω, διακρίνω χωρίον = χωριό χωρίς = χωρίς, άνευ χωρισία = χωρισμός, αποχωρισμός, διαζύγιο χώρισμα(ν) = χώρισμα, διαχωρισμός, αποχωρισμός, διάζευξη χωρισμονή = αποχωρισμός χωρισμοχάρτιν = έγγραφο διαζυγίου χωριστά = ιδιαιτέρως, μεμονωμένα χωριστέρα = χωρίστρα, αντροχωρίστρα χωριώτης = χωρισμός, συγχωριανός χωροκέφαλον = κοινοτική αρχή χωριού, άνωθεν μέρος χωριού χωρόμηλον = μήλο που έχει γεύση όμοια του κρόκου αβγού χωρόπον = μικρό χωριό χωροσάφλα = σαύρα χωροσόφλακα = σαύρα χωροσώριν = μέρος όπου συνέρχονται σε σύσκεψη οι πρόκριτοι του χωριού, μέρος συγκέντρωσης λαού χωρώ = χωρώ χωρώνω = γίνομαι σαν τον κρόκο του αβγού, υπερωριμάζω (οπωρικό) χωσάφλα = σαύρα χωστή = είδος εδέσματος από ψάρια που ψήνονται σε τέφρα πυρωμένη Ψψάθα = υάλινο δοχείο περιβεβλημένο με ψαθωτό πλέγμα ψαθί(ν) = ψαθί ψαθόπον = ψαθί ψαθοχόρταρον = χόρτο κατάλληλο για ψαθί ψαθυρεύω = παρασκευάζω ψαθύρα ψαθύριν = πλακούς ζυμωμένος με βούτυρο ψαθυρίσκιν = πλακούς ζυμωμένος με βούτυρο ψαλαφώ = ερευνώ, ζητώ, επαιτώ, ζητιανεύω ψαλίδα = ψαλίδα ψαλιδάζω = ψαλιδίζω ψαλιδέα = ψαλιδιά, ίχνος ψαλιδιάς ψαλιδίασμαν = ψαλιδίζω ψαλιδίζω = ψαλιδίζω ψαλίδιν = ψαλίδι ψαλίδισμαν = ψαλιδίζω ψαλιδίτα = χόρτο με φύλλα ψαλιδοειδή ψαλιδίτζα = έντομο που έχει ουρά σε σχήμα ψαλιδιού ψαλιδόπ’λλον = ψαλιδάκι ψάλιδος = έντομο που έχει ουρά σε σχήμα ψαλιδιού ψαλλέτσω = συνηθίζω να ψάλλω, μπορώ να ψάλλω ψάλλω = ψάλλω ψαλμός = ψαλμός ψαλμωδία = ψαλμωδία ψάλσιμον = ψάλλω ψάλτες = ψάλτες ψαλτήριν = ψαλτήρι ψαλτική = ψαλτική ψαλτικόν = αμοιβή ιερέα για εκκλησιαστική τελετή ψαράς = ψαράς ψαρεύω = ψαρεύω ψαρικόν = ψαρικό ψάριν = ψάρι ψαρίτζα = ψαράκι ψαρλαδερόν = δοχείο ψαρόλαδου ψαρλάδιν = ψαρόλαδο ψαρλαδοτζούκαλον = δοχείο ψαρόλαδου ψαροζώμιν = ζωμός ψαριού, άλμη παστών ψαριών ψαροκόκκαλον = ψαροκόκκαλο ψαρόλαδον = ψαρόλαδο ψαρολίμνιν = λίμνη που έχει ψάρια ψαροσάνιδον = χοντρή σανίδα πάνω στην οποία κόβουν μεγάλα ψάρια ψαχνάδι = ψαχνό ψαχνόν = ψαχνό ψέζ’νος = χθεσινός ψείρα = ψείρα ψειριάζω = φθειριώ ψειρίζω = ξεψειριάζω ψειρίστρα = γυναίκα που ψειρίζει ψειρίτζα = γυναίκα που ψειρίζει ψειροχώνι = τάφος ψέλ(ιν) = υγρό με πίσσα που βρίσκεται σε σωλήνα θερμάστρα, πισσοειδές έκκριμα δέντρου ρητινοφόρου, ρητίνη πεύκου ψελάζω = πασαλείβομαι με ρητίνη ψελαίνω = ψηλώνω ψελάρ’κον = ρητινοφόρο δέντρο ψελένω = μικραίνω ψελορία = τα μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά ψελός = ψηλός ψελός = λεπτός, μικρός (για πράγματα), ψιλά ψέμα(ν) = ψέμα ψεματικός = ψεύτικος ψεμόπον = ψεματάκι ψεμταικά = ψεύτικα ψένω = ψήνω ψέσ(η) = ψήσιμο ψεύκομαι = διαψεύδομαι, απατώμαι ψεύτες = ψεύτης ψευτία = ψευτιά ψευτοαγάπη = αγάπη φαινομενική ψευτοάντρας = εκείνος που υποκρίνεται ότι είναι πραγματικός σύζυγος ψευτοδάσκαλος = διδάσκαλος αμαθής, αγράμματος ψευτομάρτυρας = ψευτομάρτυρας ψευτομαρτυρία = ψευδής μαρτυρία ψευτομαρτυρώ = μαρτυρώ ψευδώς ψευτοπαλληκαρία = ψευτοπαλληκαριά ψευτοπολιτικόν = φιλοφρόνηση προσποιητή ψευτοτζίτζιν = θηλή ελαστική που μπαίνει στο στόμα του βρέφους για να νομίζει ότι θηλάζει ψευτοφάει = φαγητό πενιχρό ψευτοφίλεμαν = επιπόλαιο φίλημα ψευτοφιλία = υποκριτική φιλία ψευτοφούλιρον = ψεύτικο ομοίωμα χρυσού φλουριού ψευτοχάβιτζον = χαβίτζιν φτιαγμένο με βούτυρο και όχι ανθόγαλα ψευτράλης = ψεύτης ψεύτρης = ψεύτης ψεύτυμαν = διάψευση ψευτύνω = διαψεύδω, χάνω ποιότητα, μεταβάλλομαι ηθικώς ψεχτά = αχλάδια ή μήλα ξηραμένα στο φούρνο ή στον ήλιο ψη = ψυχή ψηλά = ψηλά ψηλαίνω = ψηλώνω ψηλακέσου = κατά τα ψηλά μέρη ψηλασία = μέρη ψηλά, ορεινά ψηλάφεμα = η ζήτηση της κόρης σε γάμο, αίτηση πράγματος για κάποιον ψηλαφεμάτ(ιν) = το αποκτηθέν μετά την αίτηση ψηλάφες = ζήτηση ψηλαφίον = αίτηση πράγματος ψηλαφώ = ερευνώ, ζητώ, επαιτώ, ζητιανεύω ψηλόκαστρον = ψηλός πύργος ψηλοκλείδιν = εκείνος που έχει θόλο ψηλό ψηλόλεγνος = εκείνος που είναι ψηλός και λεπτός ψηλορραχέα = ψηλή οροσειρά ψηλόρραχον = ψηλός όρος ψηλός = ψηλός ψήλος = ύψος ψήλωμα(ν) = ψηλώνω ψηλώνω = ψηλώνω ψηλωτός = λίγο ψηλός ψήνω = ψήνω ψησέα = ποσότητα τροφίμων όση χρειάζεται για την εφάπαξ παρασκευή φαγητού ψήση = ψήσιμο ψήσιμο(ν) = ψήσιμο ψηφίζω = λαμβάνω υπ’ όψιν, κρίνω άξιο προσοχής ψι = απευθύνεται προς γάτα ψίκι = γαμήλια πομπή προς παραλαβή της νύφης ψιλά = ψιλά ψιλάρι = χτένι του αργαλειού πολύ πυκνό ψιλάχυρον = άχυρο λεπτό ψιλένω = ψηλώνω ψίλιγμαν = καθαρίζω από πολύ ψιλά πράγματα, μεταφ. λεπτολογώ ψιλίτζικον = πολύ μικρό πράγμα ψιλοβολέα = πράγμα πολύ ψιλό, μεταφ. λεπτομέρεια ψιλοβολέας = μικροκαμωμένος, λεπτοκαμωμένος ψιλοβρέχει = ψιλοβρέχει ψιλογιανός = λεπτοφυής ψιλοζύγιανος = λεπτοφυής ψιλοκαλατζεύω = ψιθυρίζω ψιλοκόκκια = λεπτοί κόκκοι σίτου ψιλοκοπώ = ψιλοκόβω ψιλοκόσκινον = πολύ πυκνό κόσκινο ψιλοκούκκουτζον = καρπός με μικρό πυρήνα ψιλοκόφτω = ψιλοκόβω ψιλολογία = πολυπληθής όμιλος μικρών παιδιών ψιλομμάτης = εκείνος που έχει μικρά μάτια ψιλομύια = μικρή μύγα ψιλοπλούμικον = ψιλά κοσμήματα κεντητά ψιλοπούλλιν = μικρόσωμο πουλί ψιλορέα = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά ψιλορία = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά ψιλορράμματα = λεπτά νήματα ψιλός = λεπτό, μικρό πράγμα, νόμισμα μικρής αξίας ψιλοτραγωδώ = ψιλοτραγουδώ ψιλοτρούλιν = νήμα συγκειμένον από λεπτά μονά νήματα ψιλουρία = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά ψιλοχόρταρον = μικρό χόρτο ψιλύνω = γίνομαι μικρός ψιλωμένος = ελαφρός ψιλωτός = λίγο λεπτός ή μικρός ψινίζω = ψωνίζω ψίνισμαν = ψωνίζω ψιουχούδιν = ψίχουλο ψιρολέα = μικρά έπιπλα και σκεύη οικίας και γενικώς ψιλικά ψιτ = απευθύνεται σε γάτες ψιχαλίζει = ψιχαλίζει ψιχάλισμαν = ψιχάλισμα ψιχίδι = ψίχουλα ψιχοπιάνω = κάνω μικροδουλειά ψίχος = μαλακός πυρήνας των αώρων δαμάσκηνων και κορόμηλων ψιχούδιν = ψίχουλο ψιψάκα = ονομασία διαφόρων ζωυφίων ψιψίκα = ονομασία διαφόρων ζωυφίων ψιψυρίζω = ψιθυρίζω ψιψύρισμαν = ψιθυρίζω ψόμα = ψέμα ψομάριν = μονό ποσό σιτηρών από δεκάξι μόδια ψόπον = ψυχούλα ψουμουδία = ψώνιο ψουνίζω = ψωνίζω ψουχούδιν = ψίχουλο ψουψού(ν) = στη παιδική γλώσσα, οπωρικό ψουψουρίζω = ψιθυρίζω ψουψούρισμαν = ψιθύρισμα ψοφάρης = καχεκτικός, δειλός, ψοφοδεής ψόφεμαν = ψόφιο ψοφεμάτιν = ψοφίμι ψοφένω = ψοφώ ψοφίδι = ψοφίμι ψοφίζω = ψοφώ ψοφισμός = ψόφος, θάνατος ψόφος = ψόφος ψοφώ = ψοφώ ψοφωμός = θάνατος ψυλλάζω = γεμίζομαι από ψύλλους ψυλλέας = εκείνος που είναι γεμάτος με ψύλλους ψυλλίζω = ξεψειρίζω, ξεψειρίζομαι ψύλλος = ψύλλος ψυλλοφτύσιν = μαύρο στίγμα αφοδεύσεως ψύλλου, μεταφ. μικρή ψείρα ψυλλόχεσμαν = μαύρο στίγμα αφοδεύσεως ψύλλου, μεταφ. μικρή ψείρα ψυχή = ψυχή ψυχικόν = ψυχικό, ελεημοσύνη ψυχοζάλωμαν = ζάλη που ακολουθεί μετά το πυρετό ψυχοκόκκιν = σιτάρι για κόλλυβα ψυχοκόριτζο = ψυχοκόρη, θετή κόρη ψυχομάχεμα = ψυχορραγία ψυχομαχώ = ψυχορραγώ ψυχοπαίδι = ψυχοπαίδι, θετό παιδί ψυχόπον = ψυχούλα ψύχος = ελώδης πυρετός ψυχοτόπιν = μέρος ελώδες, όπου προσβάλλεται κανείς από ελώδη πυρετό ψυχού = το Σάββατο των ψυχών ψύχω = στεγνώνω, παγώνω, εξατμίζομαι τελείως ψύχωμαν = προσβάλλω ή προσβάλλομαι με ελώδη πυρετό ψυχώνω = προσβάλλω ή προσβάλλομαι με ελώδη πυρετό ψωμάβα = σύζυγος του ψωμά ψωμάδικο = ψωμάδικο ψωμάριν = μονό ποσό σιτηρών από δεκάξι μόδια ψωμάς = αρτοποιός ψωματαρείος = ράφι όπου τοποθετούνται τα ψωμιά ψωμί(ν) = ψωμί ψωμίτζα = μικρό κομμάτι ψωμιού ψωμοθρύμμιν = θρύμμα, μικρό κομμάτι ψωμιού ψωμομάχαιρον = μαχαίρι με το οποίο κόβουν το ψωμί ψωμοξύστρα = ξύστης της σκάφης ζυμώματος ψωμόπον = ψωμάκι ψωμοσάνιδον = ράφι ψωμιού ψωμοτάρεζον = ράφι ψωμιού ψωμοφάγας = ψωμοφάγος ψωμοφάγειν = έδεσμα από ψίχα ζεστή διαποτισμένη με βούτυρο ψωμοφούρνιν = φούρνος όπου ψήνεται το ψωμί ψωμόφυλλον = πλατύ φύλλο χόρτου τοποθετημένο κάτω από άρτο που φουρνίζεται για να μην προσκολλάτε το πτύον του φουρνίσματος ψωνίζω = ψωνίζω ψώνισμαν = ψώνισμα ψώνον = ψώνιο ψώρα = ψώρα Ωωβάζω = γεννώ αβγά, ωοτοκώ ώβασμαν = ωοτοκία ωβαστάριν = κοτέτσι ωβαστικόν = κότα που γεννά πολλά αβγά ωβάστρα = κότα που γεννά πολλά αβγά ωβαταρία = κότα που γεννά πολλά αβγά ωβγοτάραχον = αβγά ιχθύος τα οποία συσκευάζονται με κατάλληλη ταρίχευση και σχηματίζονται σε σχήμα διδύμων λοβών περιβαλλόμενα με λεπτό στρώμα κηρού προς συντήρηση ωβέα = οσμή του αβγού ωβόγαλαν = έδεσμα από γάλα και αβγά ωβόκολος = εκείνος που έχει στρογγυλή βάση ωβόν = αβγό ωβόπον = αβγό ωβόπ’λλον = αβγό ωβοτάραχον = αβγά ιχθύος τα οποία συσκευάζονται με κατάλληλη ταρίχευση και σχηματίζονται σε σχήμα διδύμων λοβών περιβαλλόμενα με λεπτό στρώμα κηρού προς συντήρηση ωβότζεπλον = κέλυφος αβγού ωδίνα = συμφορά ωλένα = αγκάλη ώλλ(οι) = δηλώνει σχετλιασμό ωμίν = ώμος ωμίτζιν = ώμος ωμοπλάτα = ωμοπλάτη, ράχη ωμοπλάτιν = ωμοπλάτη, ράχη ωμοπλατίτζιν = ώμος και η πλάτη ωμοπλατοπάνιν = πανί χοντρό τοποθετούμενο πάνω στον ώμο και κουβαλάμε βάρος πάνω του ώμος = ώμος ωμός = ωμός ωμόυπνος = άυπνος ωμόφορον = το αρχιερατικό ωμοφόριο ωμόχλον = το μόλις χλιαρό ωνοπλάτιν = ωμοπλάτη ώρα = ώρα ώρα = κατά την ώρα ωράζω = εποπτεύω, φυλάω, επιτηρώ τη βοσκή, προσέχω, παραμονεύω ώρασμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων ωραστά = με προσοχή ωργισμένος = κακός, οργισμένος, άτακτος, πανέξυπνος, τετραπέρατος ωρίαγμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων ωρίασμαν = επιτήρηση, εποπτεία βοσκημένων ζώων ώριμος = ώριμος ώριος = ωραίος ωρολογάς = ωρολογάς ωρολόγιν = χρονομετρικό όργανο, βιβλίο εκκλησιαστικό που περιέχει της ακολουθίες των ωρών ως = έως ώσαμε = ίσαμε ωσάν = όταν ώσνα = έως ότου ώσπου = ώσπου, αφού, εφόσον ώστε = έως ότου ωτί(ν) = αφτί ωτόπον = αφτάκι ωτοπονίον = ο πόνος του αφτιού ώφ = δηλώνει σχετλιασμό, στενοχώρια, αδημονία κτλ. ωφέλεια = όφελος, κέρδος ωφελώ = ωφελώ ωφλάεμαν = εκβάλλω σχετλιαστικά τον φθόγγο ώφ για αδημονία, στενοχώρια κτλ. ώχ = δηλώνει ευχαρίστηση, επιδοκιμασία, ικανοποίηση κτλ. ωχράζω = γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω |
|