Публикации
- Подробности
-
Опубликовано 22.07.2016 13:05
πραξικόπημα, το
1) государственный переворот;
2) самовольный, произвольный акт (чаще внезапный)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|
ονομαστική | πραξικόπημα | πραξικοπήματα |
γενική | πραξικοπήματος | πραξικοπημάτων |
αιτιατική | πραξικόπημα | πραξικοπήματα |
κλητική | πραξικόπημα | πραξικοπήματα |