Новогреческий словарь
ανακριβολογία
ανακριβολογία
η 1)
неточность
(в выражении);
2)
лживость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неточность
? —
ανακριβολογία
как на
(ново)греческом
будет слово
лживость
? —
ανακριβολογία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανακριβολογία
? — неточность, лживость
#
(ново)греческий словарь
—
σκιάς
—
Παναγία
—
συμβουλάτορας
—
πυελονεφρίτιδα
—
βιβάρι
—
κακέκτυπος
—
γλωσσοδέτης
—
εικοσαετηρίδα
—
ψιλοκομμένος
—
παντρολογήματα
—
ασυγκέραστος
—
τσεκουρώνω
—
κρούσταλλο
—
ολοκληρώσιμος
—
μεγαλοφροσύνη
—
υπερύψηλος
—
φυτοφάγος
—
μισοανοιχτός
—
ανδροκρατούμαι
—
χρονιά
—
τριακοσιοστός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве