|
(αόρ. παρέφερα, παθ. αόρ. παρεφέρθην) выводить из себя; выводить из терпения; μήν αφήνεις νά σέ ~ει ο θυμός σου — [phrase]сдержи свой гнев[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выводить из себя? — παραφέρω как на (ново)греческом будет слово выводить из терпения? — παραφέρω как с (ново)греческого переводится слово παραφέρω? — выводить из себя, выводить из терпения — υπερψηφίζω — γοργοκινησιά — κρυσταλλώδης — σιτοπαραγωγικός — χοιροβότανο — νεοπαγανισμός — αγωνιώδης — βιοποριστικά — καλλυντικά — Αγαθόκλεια — κτήριο — δούρος — κοκκάλιασμα — ερεθιστικά — ακρουμαίνομαι — βερεσές — σκωλήκιον — κουτρουβαλιάζω — ασυκοφάντητος — λαξευτής — ανθυπομειδίαμα |
|||