Новогреческий словарь
αμπελουργικά
αμπελουργικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμπελουργικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
φαινομενολογία
—
τρίωρος
—
λαθρεμπόριο
—
προαισθάνομαι
—
ειδησεογραφικός
—
πασαλίκι
—
ξεσπίτωμα
—
πτωχοκομείο
—
τουρκολογία
—
παροιμιακός
—
κερατώδης
—
πεπραγμένα
—
εξοπλίζω
—
δρακόντι
—
παραλήπτρια
—
καθέκτης
—
πωρούμαι
—
κοιτώνας
—
νηολόγιο
—
καυστικός
—
υπερβατικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве