|
το резьба, узор (на дереве, камне и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резьба? — διάγλυμμα как на (ново)греческом будет слово узор? — διάγλυμμα как с (ново)греческого переводится слово διάγλυμμα? — резьба, узор — μυριάδα — αλατωρυχείο — βαρυντικός — άδοτος — σκληραγωγημένος — αρνά — συναφής — συμπεριφορικός — γουρουνάκι — ελαφροποινίτισσα — καμάκι — υπερπροστατεύω — φημισμένος — μονημεριάτικα — παραπατάω — κρυφομίλημα — καλλιέπεια — ανορμοστία — απρογραμμάτιστος — γλωσσοπέδη — αφόρητα |
|||