Новогреческий словарь
συνόρευση
συνόρευση
(-εως) η действие по гл. συνορεύω (граничить, иметь общую границу; примыкать) ;
η ~ Ελλάδος καί Βουλγαρίας — [phrase]наличие общей границы между Грецией и Болгарией[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνόρευση
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βιτσιά
—
ἀνάστημα
—
εγωίστρια
—
στοχασμός
—
οκναμάρα
—
εξώσφαιρα
—
σκιαζούρης
—
ατμοθεραπεία
—
αεροκατάποση
—
τέρμινο
—
αντιμιλιταρισμός
—
δυσκαής
—
τελωνοφύλακας
—
κορεννύω
—
ισοπεδώνω
—
ναζάκι
—
αντιγραφή
—
λοφίον
—
συρματοποίησις
—
παλαιογραφικός
—
σημαία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве