συνόρευση

формы словаβ
συνόρευση
(-εως) η действие по гл. συνορεύω (граничить, иметь общую границу; примыкать) ;
          η ~ Ελλάδος καί Βουλγαρίας — [phrase]наличие общей границы между Грецией и Болгарией[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συνόρευση? —


αποκείουκσυντηρούμενοςανακατώνωαφομοιωτικόςαναπηρικόςκαφεδήςγιωματίζωαναλήθευτοςζαβλακομάρααρχοντοθυγατέρασκουπιδιάρισσααναισθητοποιούμαιστιγμιότυποοξαλίδιιλαριώδηςπολυμορφικόαεροηλιοθεραπείαανθρωπομορφίζωκόφαευδία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit