|
(-εως) η действие по гл. συνορεύω (граничить, иметь общую границу; примыкать) ; η ~ Ελλάδος καί Βουλγαρίας — [phrase]наличие общей границы между Грецией и Болгарией[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνόρευση? — — αποκεί — ουκ — συντηρούμενος — ανακατώνω — αφομοιωτικός — αναπηρικός — καφεδής — γιωματίζω — αναλήθευτος — ζαβλακομάρα — αρχοντοθυγατέρα — σκουπιδιάρισσα — αναισθητοποιούμαι — στιγμιότυπο — οξαλίδι — ιλαριώδης — πολυμορφικό — αεροηλιοθεραπεία — ανθρωπομορφίζω — κόφα — ευδία |
|||