|
ο 1) боксёр; 2) кулачный боец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово боксёр? — πυγμάχος как на (ново)греческом будет слово кулачный боец? — πυγμάχος как с (ново)греческого переводится слово πυγμάχος? — боксёр, кулачный боец — απάγω — εκσκαφή — χερόμυλος — δεκαπεντάμερο — εκτράχυνση — προχώρημα — θρυλείται — γναφευτικός — νιόσκαφτος — άχου — ζωντοχήρος — ανειλικρινής — απολύμανση — γκρι — στενόκαρδος — μαμμάκα — ενταλματίας — ταυτότητα — στυλοπάτι — προσμαρτυρώ — ενώπιον |
|||