|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσουλάρα? — — ξηρόφιλος — ελαφοκέφαλος — βιοφωτογραφία — απελευθέρωση — άλασπος — ακυρωτικός — συστημένος — αγροτεχνική — ευχετήριος — κολίτιδα — αλλαχού — αφιλομουσία — κρεολή — φαβισμός — δυαδικός — κολπίσκος — απαρουσίαστος — λεμβοδρομώ — Γάλλίδα — κλεινός — κοντός |
|||