|
η кусок (какой-л. еды); σήμερα είμαι μέ δυό ~ές — [phrase]я сегодня очень мало ел[/phrase]; === μιά ~ άνθρωπος — заморыш, коротышка; αυτή είναι ~ καί συχώριο — [phrase]она лакомый кусочек[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кусок? — μπουκιά как с (ново)греческого переводится слово μπουκιά? — кусок — αναφώνηση — κουνούπι — σφαδαστικός — ρεκλάμα — σκαντζόχοιρος — αξιόλογος — τοπογράφος — καθαρμός — πευκάκι — μουλλωχτός — αλληλόδεσμος — Αγγλοσάξονας — χολορραγία — βεργασούρα — φαρμασόνος — μέμψις — ημιοικότροφο — ανισοψηφία — μιαουρίζω — γενειοφορώ — απόκριμα |
|||