|
ο 1) распродажа; 2) перен. расправа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распродажа? — ξεκαμωμός как на (ново)греческом будет слово расправа? — ξεκαμωμός как с (ново)греческого переводится слово ξεκαμωμός? — распродажа, расправа — κοινωφελισμός — μερακλίδικα — αλλαντοποιός — φεμινιστής — εξοφλητήριος — πλοκός — ντελικάτος — ομιλουμένη — ιδιότυπα — πρόστηση — ταπετσαρία — ρουλέττα — εκκολάπτομαι — αναρπάζω — σάζω — επαίρομαι — αυτογνωμοσύνη — εύτηκτον — φωτοτακτισμός — καταπιά — στάλος |
|||