|
1. миротворческий; 2. (о) миротворец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово миротворческий? — ειρηνοφόρος как на (ново)греческом будет слово миротворец? — ειρηνοφόρος как с (ново)греческого переводится слово ειρηνοφόρος? — миротворческий, миротворец — πλησιφαής — απότομος — επιδρώ — ανερώτηγος — μεσημεριάτικος — ακτινολόγος — υπομονετικότητα — διάσχιση — αποτιμώ — βιβλιόσημο — στάλαγμα — στέρεος — εξαγριώνω — αγγλιστί — θρησκευτικός — ξεγέννημα — αλλοεθνία — μικροζωάριο — αγουρογέννητος — αμφιον — ωριμότητα |
|||