|
άντων. (употр. тк. в косе, падежах) себя, себе??? τά λέγω εξ ~ — [phrase]я говорю это от своего имени[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово себя? — εμαυτού как на (ново)греческом будет слово себе? — εμαυτού как с (ново)греческого переводится слово εμαυτού? — себя, себе — ξύλωμα — μασκαράς — λαθεμένα — ανάπηρος — ενοργάνωση — πρωθοπουργεύω — αδιευκρίνητος — στεατίτης — αναντίστρεπτος — μωρούδισμα — παρατραβώ — υπόδεση — δίανθος — μεταχείριση — αδιάθερμος — συνεισβάλλω — παρευρισκόμενος — κεροστίλβη — ραβδιστήρα — ομοειδής — ηλιοψημένος |
|||