|
баскский, относящийся к баскам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово баскский? — βασκικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к баскам? — βασκικός как с (ново)греческого переводится слово βασκικός? — баскский, относящийся к баскам — αναθύμηση — ουρανοδρόμος — μαργαρένιος — χειροφίλημα — φάγε — τροπή — σκορβούτο — σχεδιογράφος — θερμοχωρητικότητα — δερματοειδής — αντιστρατιωτικός — αμούστακος — παστερισμός — αγγρκρώνω — υγρότητα — Τυρινή — διαχαράττω — θυμώνω — αμμοχαλικοστρωμένος — ξεμοναχιάζομαι — άρπαγμα |
|||