|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρόκριμα? — — θρομβεκτομή — ατάραγος — σανσκριτικά — μεραρχιακός — οργανισμός — κοντραμπαντιέρης — ελαιοδιαχωριστήρας — λύδιος — αψεγάδιαστα — ηχόμετρο — αναβλητικώς — διασπαθίζω — εξουσιάζω — αρχαιοφύλαξ — διακυλίω — εξοφλητήριο — αμνήστευση — εκπορθητής — λιγόψυχος — λούσιμο — κασονάκι |
|||