|
хим. шестивалентный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шестивалентный? — εξασθενής как с (ново)греческого переводится слово εξασθενής? — шестивалентный — εμπαικτικώς — ενδεχόμενο — πρηνής — κολάστρια — τροφοδοτώ — τέφρα — μυγιόγγιχτος — εξωκομματικός — αβύζαστος — ομοούσιος — νανόμετρο — εμφυής — πυλών — ασυγκόμιστος — τιμητικός — μικροβιακός — φυλλοβόλημα — συνδιαλλασσόμενος — καταζώστης — σκοτιδι — μελισσοκουβέλα |
|||